Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος

Σύντομη βιογραφία

Ο Νικήτας, ο οσιότατος πρεσβύτερος της μονής του Στουδίου, ο λεγόμενος Στηθάτος, έζησε γύρω στο 1030 μ.Χ., και χρημάτισε ο πιο γνήσιος μαθητής του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Από αυτόν μυήθηκε πολλά μυστηριώδη μαθήματα της πνευματικής φιλοσοφίας, και τόσο πολύ μιμήθηκε τις αρετές του, ώστε να φαίνεται πράγματι σαν άλλος ήλιος δίπλα στο διδάσκαλό του, που αντανακλά στην ψυχή του όλες, να πούμε έτσι, τις φωτοειδείς ανταύγειες των χαρισμάτων και διδαγμάτων εκείνου. Αλλά και με προσωπικούς ακούραστους κόπους εμβάθυνε στη μελέτη των θείων Γραφών, συλλέγοντας πάμπολλα και ωραιότατα νοήματα από αυτές. Αυτά δεν τα έμαθε απλώς, αλλά τα δοκίμασε και τα έπαθε με μακάριο πάθος. Με όλα αυτά έκανε κατά κάποιο τρόπο τη διάνοιά του να κυοφορεί θεία και υπέροχα νοήματα, και γέννησε υψηλονόητα και σοφότατα πονήματα, όπως μπορούν άλλωστε να το κρίνουν όσοι θέλουν, από τις παρούσες τρεις εκατοντάδες κεφαλαίων του. Αυτές, αν κανείς τις ονομάσει ακριβή κανόνα της πράξεως και οδηγό της απλανούς γνώσεως και τελείωση τον θεομίμητον βίον και, μ’ ένα λόγο, ταμείο πλουσιότατο της ηθικής και αλληγορικής διδασκαλίας, θα πει την αλήθεια. Γιατί οι εκατοντάδες αυτές είναι τόσο υψηλές στα νοήματα και τόσο μεγαλόπρεπες στην καλλιέπεια της εκφράσεως, ώστε ν’ απορεί κανείς ποιο είναι που πλημμυρίζει με τόση χάρη τις ψυχές των αναγνωστών, η δύναμη των νοημάτων, ή η κομψότητα των λέξεων;

Πρώτη εκατοντάδα πρακτικών κεφαλαίων

Τέσσερις νομίζω είναι οι αιτίες, οι όποιες στα πλαίσια της τέλειας τριάδας των αρετών – πίστεως, ελπίδας και αγάπης– παρακινούν να γράφει τα ωφέλιμα εκείνον που ήδη ξεπέρασε το μέσο της αρχής και έφτασε προς την τριάδα της μυστικής θεολογίας. Πρώτη αιτία είναι η ελευθερία, η ίδια δηλαδή η απάθεια της ψυχής, η οποία με την κοπιαστική εργασία προόδευσε στη φυσική θεωρία της κτίσεως και από εκεί εισήλθε στο γνόφο της θεολογίας. Δεύτερη είναι η καθαρότητα του νου που προήλθε από τα δάκρυα και την προσευχή, από τον οποίο νου γεννιέται ο λόγος της χάρης και πηγάζουν οι ποταμοί των νοημάτων. Τρίτη είναι η ενοίκηση μέσα μας της Αγίας Τριάδος, από την οποία προέρχονται οι φωτοχυσίες του Πνεύματος, που γίνονται όπως είναι συμφέρον στον καθένα που προχωρεί στην κάθαρση, για να φανερώσουν τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών και να ξεσκεπάσουν τους θησαυρούς του Θεού που είναι κρυμμένοι μέσα στην ψυχή. Τέταρτη αιτία είναι η υποχρέωση κάθε ανθρώπου που έλαβε το τάλαντο του λόγου της γνώσεως, σύμφωνα με την απειλή του Θεού που λέει: «Δούλε πονηρέ και οκνηρέ, έπρεπε εσύ να καταθέσεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες, ώστε όταν ερχόμουν να τα έπαιρνα με τόκο». Αυτό φοβόταν και ο Δαβίδ και έλεγε: «Ιδού, δε θα εμποδίσω, Κύριε, τα χείλη μου, συ το γνωρίζεις. Δεν έκρυψα μέσα στην καρδιά μου τη δικαιοσύνη Σου, διαλάλησα την αλήθεια Σου και τη σωτηρία που παρέχεις. Δεν έκρυψα το έλεός Σου και την αλήθειά Σου από πολυπληθή σύναξη».

Αρχή του θεάρεστου βίου είναι η καθολική φυγή του κόσμου. Αυτή είναι η άρνηση των θελημάτων της ψυχής και η απόρριψη του χοϊκού φρονήματος, με την οποία ανατρέχομε στο θείο φρόνημα, και από σαρκικοί γινόμαστε πνευματικοί. Και νεκρωνόμαστε για τη σάρκα και τον κόσμο, ενώ ζωντανεύει η ψυχή και το πνεύμα μας με τη χάρη του Χριστού.

Η ορθή περί Θεού γνώμη της ψυχής και η εσωτερική πίστη που συνοδεύεται με καταφρόνηση των ορατών και η πράξη της αρετής η ξένη προς κάθε φιλαυτία αποτελούν, κατά τον Σολομώντα, τρίπλοκο σχοινί που δεν σπάζει εύκολα από τα πνεύματα της πονηρίας.

Με την πίστη ελπίζομε να απολαύσομε τις αμοιβές των κόπων μας, γι’ αυτό και υποφέρομε εύκολα τους κόπους των αρετών. Και καθώς εσωτερικά μας βεβαιώνει το Άγιο Πνεύμα, παίρνομε φτερά από την αγάπη και πετούμε προς το Θεό.

Όταν ενοχλούμαστε από ακάθαρτους λογισμούς, δεν σημαίνει ότι πέσαμε ήδη στην κατηγορία όσων πράττουν τα φαύλα. Όταν όμως η ψυχή χαλαρώσει την έντασή της και ο νους από αμελημένη και ακόλαστη δίαιτα σχηματίζει θολές και σκοτεινές φαντασίες και λείψουν οι κόποι της αρετής από ραθυμία για μελέτη και προσευχή, τότε και χωρίς να κάνομε τα φαύλα κατατασσόμαστε στην περιοχή εκείνων που κυλιούνται θεληματικά μέσα στις ηδονές.

Όταν λυθούν τα χαλινάρια των ηγεμονικών αισθήσεων, αμέσως γίνεται και επανάσταση των παθών και κινείται η ενέργεια των πιο δουλικών αισθήσεων. Γιατί συνήθως η αλογία αυτών των αισθήσεων, όταν ελευθερωθεί από τα δεσμά της εγκράτειας, τις κάνει να χοροπηδούν πάνω στις αιτίες των παθών και να βόσκονται σ’ αυτές σαν σε θανατηφόρο χορτάρι, και τόσο περισσότερο, όσο η έλλειψη δεσμών παρατείνεται. Γιατί αυτές οι αισθήσεις, όταν λυθούν από τα χαλινάρια, δεν ανέχονται να στερηθούν την απόλαυση εκείνων, προς τα οποία κλίνουν από τη φύση τους.

Από τις αισθήσεις, η δράση και η ακοή είναι λογικές και πιο θεωρητικές και ηγεμονικές. η γεύση, η όσφρηση και η αφή είναι άλογες και ζωώδεις και υπηρετικές των λογικών. Γιατί πρώτα βλέπομε και ακούμε και κατόπιν παρακινούμαστε από το λογικό και αγγίζομε ό,τι είδαμε και το οσφραινόμαστε και το γευόμαστε. Γι’ αυτό οι τρεις είναι πολύ πιο ζωώδεις από τις πρώτες δύο, και ολότελα δουλικές, και γι’ αυτές προπαντός κοπιάζουν τα πιο γαστρίμαργα και επιρρεπή στη συνουσία ημέρα και άγρια ζώα· γιατί όλη την ημέρα και τη νύχτα ή τρώνε αχόρταγα ή ορμούν στη συνουσία.

Εκείνος ο οποίος τις ενέργειες των πέντε αισθήσεών του τις έστρεψε προς τις μέσα του αισθήσεις –άπλωσε δηλαδή την δράση προς το νου που βλέπει το φως της ζωής, την ακοή προς τη σύνεση της ψυχής, τη γεύση προς τη διάκριση του λογικού, την όσφρηση προς τη διανοητική δύναμη του νου, και την αφή τέλος τη μετατόπισε στην εγρήγορση της καρδίας–, αυτός περνά αγγελική ζωή πάνω στη γη. Αυτός στους ανθρώπους είναι και φαίνεται άνθρωπος, όμως συναναστρέφεται με τους Αγγέλους και σαν άγγελος νοείται.

Με το νου που βλέπει το φως της θεϊκής ζωής, λαμβάνομε τη γνώση των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού. Με τη σύνεση της ψυχής βάζομε στην καρδιά μας τις αναβάσεις των λογισμών με γνώση και ξεχωρίζομε τους καλούς λογισμούς από τους κακούς. Με τη διάκριση του λογικού δοκιμάζομε τα είδη των νοημάτων. Και όσα φυτρώνουν από πικρή ρίζα, ή τα μεταποιούμε σε γλυκά χωνεύοντάς τα μέσα στην ψυχή, ή τα αποβάλλομε ολοκληρωτικά. Όσα πάλι φυτρώνουν από φυτό κατάλληλο και ακμαίο, τα οικειοποιούμαστε αιχμαλωτίζοντας κάθε νόημα έτσι ώστε να υπακούει στο Χριστό. Με τη διανοητική δύναμη του νου οσφραινόμαστε το νοητό μύρο της χάρης του Πνεύματος και γεμίζει η καρδιά μας από ευφροσύνη και αγαλλίαση. Με την εγρήγορση της καρδίας αισθανόμαστε συνειδητά το ουράνιο Πνεύμα που δροσίζει τη φλόγα της επιθυμίας μας προς τα καλά ή που θερμαίνει τις ψυχικές μας δυνάμεις, τις παγωμένες από το ψύχος των παθών.

Όπως το σώμα έχει πέντε αισθήσεις, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση και αφή, έτσι και η ψυχή έχει ισάριθμες πέντε αισθήσεις: νου, λογικό, νοερή αίσθηση, γνώση και επιστήμη. Οι πέντε αυτές αισθήσεις της ψυχής συγκεντρώνονται σε τρεις ενέργειες: στο νου, στο λογικό και στη νοερή αίσθηση. Με το νου συλλαμβάνομε τα διανοήματα, με το λογικό τις ερμηνείες, και με την αίσθηση τις φαντασίες της θείας επιστήμης και γνώσεως.

Εκείνος ο οποίος έχει νου που διακρίνει σωστά τα διανοήματα των λογισμών και προσλαμβάνει καθαρά τα θεϊκά νοήματα, και λογικό που ερμηνεύει τις φυσικές κινήσεις όλης της ορατής κτίσεως, δηλαδή διασαφηνίζει τους λόγους των όντων, και νοερή αίσθηση που δέχεται την επιστήμη της ουράνιας σοφίας και γνώσεως, αυτός με τις ελλάμψεις του Ηλίου της Δικαιοσύνης ξεπέρασε όλα τα αισθητά και έφτασε στα υπέρ την αίσθηση και απολαμβάνει την τερπνότητα των αοράτων.

Τέσσερις είναι οι γενικές δυνάμεις του νου: η σύνεση, η οξύνοια, η αντίληψη και η επιδεξιότητα. Εκείνος λοιπόν που με τις δυνάμεις αυτές συνέδεσε τις τέσσερις γενικές αρετές της ψυχής, που ένωσε δηλαδή τη σωφροσύνη της ψυχής με τη σύνεση του νου, τη φρόνηση με την οξύνοια, τη δικαιοσύνη με την αντίληψη, και την ανδρεία με την επιδεξιότητα, αυτός κατασκεύασε από δύο είδών υλικά ένα άρμα πύρινο και ουρανοπόρο για τον αγώνα εναντίον των τριών γενικών αρχηγών και δυνάμεων της παρατάξεως των παθών, δηλαδή της φιλαργυρίας, της φιληδονίας και της φιλοδοξίας.

Εκείνος που κατατρόπωσε τη φιλαργυρία με την αντίληψη την ενωμένη με την έννομη δικαιοσύνη, δηλαδή με την γεμάτη έλεος συμπάθεια προς το συνάνθρωπο, και κυριάρχησε πάνω στη φιληδονία με τη συνετή σωφροσύνη, την περιεκτική δηλαδή εγκράτεια, και κατανίκησε τη φιλοδοξία ως πιο αδύναμη με την οξύνοια και τη φρόνηση, δηλαδή με τη σαφή διάκριση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και την καταπάτησε θριαμβευτικά σαν γήινη και χωρίς καμιά αξία, αυτός νίκησε το χοϊκό φρόνημα της σάρκας. Και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να το μεταβάλει σε νόμο του πνεύματος της ζωής και να το απελευθερώσει από τον τυραννικό νόμο της σάρκας, και να πει: «Ευχαριστώ το Θεό διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής με ελευθέρωσε από το νόμο και τη δουλεία του θανάτου».

Εκείνος που επιζητεί τη δόξα των ανθρώπων, νομίζοντάς την για κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, και ασπάζεται τη φιληδονία από απληστία της ψυχής του, και επιμένει στη φιλαργυρία από πλεονεξία, αυτός γίνεται η δαιμονιώδης από την οίηση και την υπερηφάνεια, η κτηνώδης από τις ηδονές της κοιλίας και της σάρκας, η θηριώδης απέναντι του πλησίον με την αχόρταγη και απάνθρωπη φιλαργυρία, ξεπέφτοντας από την πίστη στο Θεό, σύμφωνα με τη Γραφή, επειδή δοξάζεται από τους ανθρώπους. Ακόμη απομακρύνεται από τη σωφροσύνη και την καθαρότητα επειδή υποδαυλίζει με την απληστία του τα υπογάστρια και ενδίδει στις άλογες ορμές, και εξορίζεται από την αγάπη επειδή μόνο τον εαυτό του προσέχει και δε δίνει στους πλησίον του όταν βρίσκονται σε ανάγκη. Και έτσι παρουσιάζεται σαν πολύμορφο θηρίο, σύνθετος από πολλές αντικρουόμενες ιδιότητες, ασυμφιλίωτος με το Θεό, με τους ανθρώπους και με τα κτήνη.

Όταν ο θυμός, η επιθυμία και το λογιστικό μέρος του νου στέκονται και κινούνται κατά φύση, τότε κάνουν τον άνθρωπο θείο και θεόμορφο, να κινείται δηλαδή υγιώς και να μην ξεφεύγει διόλου από τη φυσική του βάση. Αν όμως παρεκτραπούν από το εύλογο στο παρά φύση και μετακινηθούν από τα φυσικά τους όρια, τότε, όπως είπαμε, κάνουν τον άνθρωπο πολύμορφο και σύνθετο από πολλές αντικρουόμενες ιδιότητες.

Ο θυμός είναι στο μεταίχμιο μεταξύ επιθυμίας και του λογιστικού της ψυχής, και είναι στο καθένα από αυτά σαν όπλο στην κίνησή τους παρά φύση ή κατά φύση. Όταν δηλαδή η επιθυμία και το λογιστικό κινούνται κατά φύση προς τα θεία, τότε ο θυμός είναι για το καθένα από αυτά όπλο δικαιοσύνης εναντίον του φιδιού μόνο που σφυρίζει και τους υποβάλλει να γευθούν τις σαρκικές ηδονές και να επιδιώξουν τη δόξα των ανθρώπων. Όταν όμως εκτρέπονται από την κατά φύση κίνησή τους και μεταβάλλουν την ενέργειά τους στο παρά φύση και από τη μελέτη των θείων μεταφέρονται στα ανθρώπινα, τότε ο θυμός είναι όπλο αδικίας για τη διάπραξη αμαρτίας· γιατί τότε η επιθυμία και το λογιστικό μάχονται με όπλο το θυμό και επιτίθενται εναντίον εκείνων που αναχαιτίζουν τις ορμές και τις ορέξεις τους. Έτσι ο άνθρωπος, ή αναδεικνύεται πρακτικός και θεωρητικός και θεολογικότατος μέσα στην εκκλησία των πιστών, όταν κινείται κατά φύση, ή κτηνώδης και θηριώδης και δαιμονιώδης, όταν εκτρέπεται στο παρά φύση.

Αν κανείς δε μετατρέψει πρώτα τις δυνάμεις της ψυχής του με επίμονη μετάνοια και εντατική άσκηση και δεν τις κάνει έτσι όπως τις έδωσε ο Θεός αρχικά στον Αδάμ όταν τον έπλασε και του εμφύσησε πνοή ζωής, ούτε τον εαυτό του θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει, ούτε να αποκτήσει λογισμό κυρίαρχο στα πάθη, χωρίς αλαζονεία, απερίεργο, απόνηρο, απλό, ταπεινόφρονα, χωρίς φθόνο και συκοφαντία, και τέτοιο που να αιχμαλωτίζει κάθε νόημα ώστε να υπακούει στο Χριστό. Αλλά ούτε και θα μπορέσει να δει την ψυχή του να καίγεται και να πυρπολείται από την αγάπη του Θεού, ούτε να υπερβαίνει τα όρια της εγκράτειας και να αρκείται σε ό,τι έχει και να επιθυμεί την κατάσταση αναπαύσεως στην οποία φτάνουν οι Άγιοι. Αν δεν τ’ αποχτήσει αυτά με τέτοιο τρόπο, δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει στην καρδιά πραότητα, ειρήνη, αοργησία, χρηστότητα, αφιλονεικία, ευσπλαχνία και ιλαρότητα, αφού η ψυχή θα στασιάζει έτσι εναντίον του εαυτού της και εξαιτίας της ταραχής των δυνάμεών της θα μένει κλειστή στις ακτίνες του Πνεύματος.

Εκείνος που δεν επαναφέρει μ’ αυτό τον τρόπο μέσα του την εύσχημοσύνη της παλιάς εκείνης ευγένειας και δεν αποκαθιστά διαρκώς πάνω του τα χαρακτηριστικά της εικόνας του Θεού, ο Οποίος εξαρχής τον έπλασε όμοιό Του, πώς είναι δυνατόν ποτέ να ενωθεί με Εκείνον από τον Οποίο χωρίστηκε με την ανομοιότητα των χαρακτηριστικών, και τον Οποίο εγκατέλειψε, οπότε βυθίστηκε στο σκοτάδι, γιατί Εκείνος ήταν το Φως; Και αν δεν ενωθεί με Εκείνον από τον Οποίο έχει την αρχή της υποστάσεώς του και από τον Οποίο ήρθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία και έγινε κύριος των όντων, άραγε που θα ριχθεί, αφού αποκοπεί ως ανόμοιος με τον Ποιητή του; Είναι φανερό που, αλλά εγώ σιωπώ.

Έως ότου έχομε μέσα μας τις ύλες που τρέφουν τα πάθη και περιθάλπομε με τη θέλησή μας τις αιτίες τους και δεν αποφασίζομε να τις διώξομε, ισχυροποιείται εναντίον μας η δύναμή τους, επειδή παίρνει την ισχύ της από μας τους ίδιους. Όταν όμως τις απορρίψομε από πάνω μας και καθαρίσομε την καρδιά μας με τα δάκρυα της μετάνοιας και μισήσομε την απάτη των ορατών, τότε γινόμαστε μέτοχοι της παρουσίας του Παρακλήτου και βλέπομε το Θεό μέσα στο αιώνιό Του φως, και βλεπόμαστε από Αυτόν.

Εκείνοι που έσπασαν τα δεσμά της παγκόσμιας αισθήσεως είναι ελεύθεροι από κάθε δουλεία των αισθήσεων, και ζουν μόνο με τη χάρη του Πνεύματος και με Αυτό συναναστρέφονται, επειδή από Αυτό κινούνται, μέσω του Οποίου κατά κάποιο τρόπο ενώνονται και με τους ομοούσιους με Αυτό Πατέρα και Λόγο και αποτελούν ένα Πνεύμα, όπως λέει ο Παύλος. Αυτοί όχι μόνο είναι ανίκητοι από τους δαίμονες, αλλά είναι και φοβεροί σ’ αυτούς, γιατί δέχθηκαν τη θεία φωτιά, κι έγιναν πράγματι φωτιά και οι ίδιοι.

Η αφή δεν είναι αίσθηση μερική, που ενεργεί δηλαδή σε ένα μόνον μέρος του σώματος, όπως οι άλλες αισθήσεις, αλλά είναι γενική αίσθηση όλου του σώματος. Όταν λοιπόν χωρίς ανάγκη αγγίσει κάτι, ενώ ακόμη έλκεται με πάθος προς τα ευχάριστα σ’ αυτήν, τότε κάνει το νου να σαλεύεται από εμπαθείς λογισμούς. Όταν όμως ενεργεί από απαραίτητη φυσική ανάγκη έχοντας απαρνηθεί τα ευχάριστα και έχοντας υπερβεί την αίσθηση, τότε δε συνηθίζει να διερεθίζει τα αισθητήρια της ψυχής.

Όταν ο νους εισχωρήσει στα υπέρ τη φύση, τότε οι αισθήσεις, μένοντας στο κατά φύση, λειτουργούν με απάθεια απέναντι στις αιτίες και ερευνούν μόνο τους λόγους και τη φύση τους, ξεχωρίζοντας χωρίς πλάνη τις ενέργειες και τις ιδιότητές τους. Και δε συνδέονται μαζί τους με εμπάθεια, ούτε κινούνται παρά φύση σε σχέση μ’ αυτές.

Οι πνευματικοί αγώνες και κόποι προκαλούν ευφροσύνη στην ψυχή, αφού βέβαια προηγηθεί ειρήνευση των παθών. Αυτό λοιπόν που είναι δύσκολο σε όσους είναι δούλοι στην αίσθηση, αυτό στην ψυχή που είναι φιλόπονη και απέκτησε με ιερούς ιδρώτες τον πόθο του Θεού και έχει πληγωθεί από τον έρωτα της θείας γνώσεως, είναι εύκολο και μάλλον γλυκύτατο. Στους πρώτους, επειδή παραδόθηκαν στις ανέσεις του σώματος και στις απολαύσεις των ηδονών, οι κόποι και αγώνες της αρετής είναι δύσκολοι και τους φαίνονται σκληροί, γιατί δε φρόντισαν να ξεπλύνουν την αλμύρα των ηδονών με τα νάματα των δακρύων. Η ψυχή όμως που είπαμε, ποθεί και αποδέχεται τους κόπους και τους αγώνες, καθώς έχει αποκρούσει με βδελυγμία τις ηδονές που προξενούν οδύνη και έχει αποτινάξει την καλοπέραση μαζί με την αγάπη προς το σώμα. Ένα πράγμα μονάχα της είναι λυπηρό, η χαλάρωση των κόπων και το σταμάτημα των αγώνων. Ό,τι λοιπόν σ’ εκείνους προξενεί σωματική ευφροσύνη, αυτό, στην ψυχή που έστρεψε τις επιθυμίες της στα θεία, είναι αιτία λύπης. Και ό,τι είναι σ’ αυτήν αιτία πνευματικής ευφροσύνης, σ’ εκείνους είναι αίτια στεναγμών και οδύνης.

Οι κόποι φαίνονται στην αρχή ό,τι προξενούν οδύνη σ’ όλους τους αρχαρίους στους πνευματικούς αγώνες. Όταν όμως αυτοί αγωνιστούν να προκόψουν στην αρετή και φτάσουν στο μέσο της, τότε οι κόποι αποδεικνύονται ότι προξενούν κάποια ηδονή και παράδοξη ανάπαυση. Όταν τέλος το θνητό αυτό φρόνημα της σάρκας καταποθεί από την αθάνατη ζωή, την οποία προξενεί με τον ερχομό Του το Πνεύμα σ’ εκείνους που πράγματι επεκτείνονται για να φτάσουν με κόπους στα άκρα των αρετών, τότε αυτοί γεμίζουν από ανείπωτη χαρά και ευφροσύνη, επειδή αποφράχθηκε γι’ αυτούς η καθαρή πηγή των δακρύων και έβρεξε άνωθεν επάνω τους το γλυκό νάμα της κατανύξεως.

Αν θέλεις να φτάσεις τα ακραία όρια της αρετής και να βρεις το δρόμο που φέρνει στο Θεό χωρίς να πλανηθείς, μη δώσεις ύπνο στα μάτια σου, ούτε νυσταγμό στα βλέφαρά σου, ούτε ανάπαυση στους κροτάφους σου, μέχρις ότου, με πολλούς κόπους και δάκρυα, βρεις τόπο απάθειας για την ταλαιπωρημένη σου ψυχή και μπεις στον άγιο ναό της γνώσεως του Θεού και, δια μέσου της ενυπόστατης Σοφίας Του, ατενίσεις με σύνεση τους έσχατους σκοπούς των ανθρωπίνων πραγμάτων και, αφού καταφρονήσεις τα κάτω, τρέξεις και συ στα ψηλά βουνά της θεωρίας σαν τα ελάφια, με μεγάλη δίψα.

Σύντομος δρόμος προς απόκτηση αρετής για τους αρχαρίους είναι η σιωπή του στόματος και το κλείσιμο των ματιών και των αυτιών. Γιατί με την αργία αυτών, ο νους βρίσκει ευκαιρία και, έχοντας αποκλείσει τις εξωτερικές εισόδους, αρχίζει να παρατηρεί τον εαυτό του και τις κινήσεις του και να ερευνά ποιες είναι οι ενθυμήσεις που κολυμπούν στη νοητή θάλασσα των λογισμών, και ποια τα νοήματα που περνούν –σαν σε κάποιο νερόμυλο– από τη χοάνη της διάνοιας και τι είδους είναι αυτά, καθαρά και δίχως πικρά σπέρματα και σταλμένα από Άγγελο φωτός, ή ζιζάνια ανάμικτα και αχυρώδη, που προέρχονται από τους εχθρούς του φωτός. Και έτσι ο νους σαν ηγεμόνας αυτεξούσιος στέκεται ανάμεσα στις διάφορες έννοιες, και κρίνει και χωρίζει τους καλούς λογισμούς από τους κακούς. Και άλλα από τα εισερχόμενα προσλαμβάνει και αλέθει με τη συνεχή κίνησή του και τα βάζει σε νοερές αποθήκες αφού τα πλάσει με θεϊκό νερό και τα ψήσει με τη φωτιά του Πνεύματος· και τρεφόμενος από αυτά, δυναμώνει και γεμίζει από φως. Άλλα πάλι τα απορρίπτει στο βυθό της λήθης, αποφεύγοντας την πικράδα τους. Αυτό όμως το έργο μπορεί να το κάνει νοερά μόνον όποιος άρχισε να βαδίζει το δρόμο που οδηγεί χωρίς πλάνη στους ουρανούς και στο Θεό, και ξεντύθηκε τον πένθιμο χιτώνα των σκοτεινών παθών.

Η ψυχή που ξεφορτώθηκε μια για πάντα την πονηρία και το αλλόκοτο φρόνημα της κάκιστης αλαζονείας και απέκτησε τον πλούτο της απλής και άκακης καρδιάς από την επίσκεψη σ’ αυτή του Αγίου Πνεύματος, ευθύς πλησιάζει το Θεό και τον εαυτό της. Και όσα βλέπει και ακούει, τα θεωρεί αξιόπιστα και αληθινά χωρίς δισταγμό, γιατί ξεπέρασε τα τρομερά βάραθρα της απιστίας και κινείται πάνω από τον άδη του φθόνου.

Από όλες τις αρετές πρώτη είναι η πίστη που είναι ριζωμένη βαθιά, όταν δηλαδή δεν αμφιβάλλει διόλου η ψυχή, αλλά διώχνει εντελώς τη φιλαυτία. Γιατί τίποτε άλλο δεν εμποδίζει από την εργασία των εντολών εκείνον, που μόλις ξεκίνησε για πνευματικούς αγώνες, όσο η παγκάκιστη φιλαυτία. Αυτή είναι το εμπόδιο της προκοπής των αγωνιστών. Αυτή βάζει στο νου αρρώστιες και δυσκολοθεράπευτα σωματικά πάθη, και με αυτό ψυχραίνει τη θέρμη της ψυχής και τους πείθει να παραιτούνται ευθύς εξ αρχής από την κακοπάθεια, ως εχθρό της τρυφηλής ζωής. Φιλαυτία είναι η άλογη αγάπη του σώματος, η οποία κάνει τον Μοναχό φίλαυτο, δηλαδή φιλόψυχο και φιλοσώματο και τον απομακρύνει από το Θεό και τη Βασιλεία Του, σύμφωνα με τον ιερό λόγο: «Όποιος αγαπά την ψυχή του, θα τη χάσει».

Εκείνος που με κόπο και επιμονή άρχισε την εργασία των εντολών του Θεού και με θερμό έρωτα σήκωσε πάνω στον τράχηλό του τον ελαφρό ζυγό της ασκήσεως, δε λογαριάζει την υγεία του σώματός του, δεν κυριεύεται από ίλιγγο μπροστά στη σκληρότητα των έργων της αρετής, δε διστάζει μπροστά στους κόπους, δεν κοιτάζει άλλον που δείχνει ραθυμία και αμέλεια στους ασκητικούς αγώνες. Αλλά με φλογερό πόθο ανοίγει το αυλάκι των αρετών με κάθε κακοπάθεια, προσέχοντας μόνο στον εαυτό του και στις εντολές του Θεού. Και κάθε μέρα σπέρνει με δάκρυα τα σπέρματά του στο χωράφι των ζώντων, μέχρις ότου φυτρώσει γι’ αυτόν το χορτάρι της απάθειας και μεγαλώσει και μεστώσει σε καλάμι θείας γνώσεως και δέσει στάχυ με τους κόκκους του λόγου, οπότε θα έρθει φορτωμένος με τα γεννήματα της αρετής του.

Από πουθενά αλλού νομίζω δε γίνεται τόσο γρήγορα και σύντομα η προκοπή της ψυχής, όσο από μόνη την πίστη. Δεν εννοώ την πίστη μόνο στο Θεό και στον Μονογενή Υιό Του, αλλά αυτή που είναι ριζωμένη βαθιά στην ψυχή, με την οποία πιστεύομε ότι είναι αληθινές οι υποσχέσεις του Χριστού, τις οποίες υποσχέθηκε και ετοίμασε για όσους Τον άγαπούν, καθώς και οι απειλές και οι κολάσεις που είναι ετοιμασμένες για το διάβολο και τους εργάτες του. Αυτή η πίστη δίνει πλήρη βεβαιότητα στην ψυχή που αγωνίζεται, να ελπίζει ότι θα επιτύχει την κατάσταση των Αγίων, την μακάρια απάθεια, και ότι θα ανεβεί στο ύψος της αγιοσύνης τους και θα γίνει μαζί τους κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Έτσι με την εσωτερική αυτή βεβαιότητα η ψυχή προχωρεί με προθυμία στην εργασία των εντολών χωρίς να διστάζει, αλλά μιμείται τους κόπους των Αγίων και προσπαθεί με όμοιους αγώνες να φτάσει στην τελειότητα εκείνων.

Η εξωτερική εμφάνιση του προσώπου συμμεταβάλλεται, εκ φύσεως, με την εσωτερική κατάσταση της ψυχής. Όποια δηλαδή εργασία έχει η νοερή κίνηση της ψυχής, παρόμοια διάθεση δείχνει σε όσους την παρατηρούν και η όψη του προσώπου. Αυτή δηλαδή μεταβάλλεται και αλλάζει διάθεση ανάλογα με την προέλευση –θεία ή δαιμονική– του αντίστοιχου λογισμού, και έτσι άλλοτε φαίνεται χαρούμενη και φωτεινή καθώς η καρδιά ευφραίνεται με τις αναβάσεις σε αγαθές ενθυμήσεις και με τη μελέτη του Θεού, ενώ άλλοτε φαίνεται κατηφής και σκοτεινή, όταν πικραίνεται από άτοπους λογισμούς. Έτσι τα εσωτερικά ενεργήματα κάποιου δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα από εκείνους που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής. Είτε λοιπόν πρόκειται για αλλοίωση που προκάλεσε η δεξιά του Υψίστου, είναι φανερή σ’ αυτούς ως κατάσταση γνώριμη και αγαπητή, γιατί και οι ίδιοι με αυτήν αναγεννήθηκαν και έγιναν φως και άλας στους πλησίον. Είτε πάλι πρόκειται για παρουσία των εχθρικών δυνάμεων και ταραχή των λογισμών, είναι ολοφάνερη σ’ αυτούς, γιατί αυτοί την απέβαλαν, και τώρα, με τα θεία χαρίσματα, έχουν επάνω τους λαμπρότατα τα χαρακτηριστικά της μορφής του Υιού του Θεού.

Η εσωτερική εργασία ή στεφάνια προξενεί στην ψυχή, ή ποινές και κολάσεις. Αν δηλαδή καταγίνεται γύρω από τα θεία πράγματα και περιποιείται το χωράφι της ταπεινοφροσύνης, δέχεται από ψηλά τη βροχή των δακρύων και καλλιεργεί την αγάπη και την πίστη στο Θεό και τη συμπάθεια προς τον πλησίον, με τις οποίες η ψυχή παίρνει το κάλλος της μορφής του Χριστού, γίνεται φως στους ανθρώπους και προσελκύει τα βλέμματά τους με τις ακτίνες των αρετών της και κινεί όλους σε δοξολογία του Θεού. Αν όμως καταγίνεται γύρω από τα γήινα και ανθρώπινα και αναταράζει και σκαλίζει τους τόπους της αμαρτίας που κάτω τους περνούν υπόνομοι, ποτίζεται από αυτούς με δυσωδία και σκοτάδι και καλλιεργεί το μίσος και την αποστροφή του καλού. Και έτσι η ψυχή, παίρνοντας τη χοϊκή και άμορφη εικόνα του παλαιού ανθρώπου, γίνεται πραγματικό σκοτάδι για όσους την πλησιάζουν . Και με την εργασία και απασχόληση των φαύλων πράξεων διαφθείρει ψυχές απλοϊκές και αστήρικτες και κινεί σε βλασφημία κατά του Θεού. Και έτσι, σε όποια βρεθεί η ψυχή κατά το θάνατο, ανάλογη έχει και την ανταπόδοση.

Εκείνος που καλλιεργεί φαύλους λογισμούς, έχει σκοτεινό και άγριο το πρόσωπο. Η γλώσσα του είναι βουβή για θείους ύμνους και η συνάντησή του δυσάρεστη σε όλους. Εκείνος όμως που καλλιεργεί στην καρδιά του αγαθά και αθάνατα φυτά, έχει χαρούμενο και λαμπρό το πρόσωπο. Η γλώσσα του ψάλλει ύμνους και δεήσεις και είναι γλυκύτατος στη συναναστροφή. Ώστε όσοι τους βλέπουν, ξεχωρίζουν καλά εκείνον που βρίσκεται ακόμη κάτω από τη δουλεία των ακαθάρτων παθών και το ζυγό του γήινου φρονήματος, καθώς και εκείνον που ο νόμος του Πνεύματος τον ελευθέρωσε απ’ αυτή τη δουλεία, σύμφωνα με τα λόγια του Σολομώντα: «Όταν η καρδιά έχει ευφροσύνη, το πρόσωπο ανθεί· ενώ όταν έχει λύπες, το πρόσωπο σκυθρωπάζει».

Τα πάθη που τελούνται στην πράξη, με την πράξη και θεραπεύονται. Όπως δηλαδή η ασωτεία, η ηδονή, η πολυφαγία και ο αμελής και έκλυτος βίος οδηγούν την ψυχή στην εμπαθέστατη έξη και σε άτοπες πράξεις, έτσι ο περιορισμός, η εγκράτεια, οι κόποι και οι πνευματικοί αγώνες προξενούν στην ψυχή την απάθεια, και από την εμπάθεια τη μεταφέρουν στην απάθεια.

Όταν κανείς ύστερα από επίπονη και εντατική άσκηση αξιωθεί να λάβει από το Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης μεγάλες δωρεές και κατόπιν ξεπέσει και παραδοθεί σε πάθη και σε τιμωρούς δαίμονες, αλλά γνωρίζει ότι υπερηφανεύτηκε και σχημάτισε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρθηκε απέναντι των άλλων με έπαρση. Από πουθενά αλλού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός δε θα βρει θεραπεία και απαλλαγή από τα πάθη και τους δαίμονες που τον περικυκλώνουν, παρά μόνον ξαναγυρίζοντας με τη μετάνοια στην πρώτη κατάσταση και παρουσιάζοντας στο Θεό, σαν καλό μεσίτη, την ταπείνωση και την επίγνωση της πραγματικής του καταστάσεως. Με αυτήν, καθένας που στέκεται καλά πάνω στο θεμέλιο των αρετών, θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο απ’ όλη την κτίση.

Είναι εξίσου κακά ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων που ζουν κατά Χριστόν, το να είναι κανείς εμπαθής στην πράξη από ακόλαστη προαίρεση, και το να υπερηφανεύεται για τις αρετές του από Πνεύμα υπεροψίας. Όπως δηλαδή τις πράξεις του πρώτου που γίνονται κρυφά είναι ντροπή και να τις αναφέρει κανείς, έτσι και του δευτέρου η υψηλοφροσύνη είναι βδέλυγμα μπροστά στο Θεό. Και όπως ο ένας, καθώς είναι σαρκικός, δεν μπορεί καθόλου να αναπαύσει το Θεό, κατά τη Γραφή, έτσι και ο άλλος είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου, γιατί είναι υπερήφανος.

Ό,τι είναι πάθος, δεν είναι και έμπρακτη αμαρτία. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πάθος είναι η κίνηση που γίνεται στην ψυχή. Πράξη αμαρτωλή είναι εκείνη που εμφανίζεται στο σώμα. Όπως, φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία είναι φοβερά πάθη της ψυχής. Πορνεία και πλεονεξία και αδικία είναι αμαρτωλές πράξεις της σάρκας. Επιθυμία, θυμός και υπερηφάνεια είναι πάθη της ψυχής που προέρχονται από παρά φύση κίνηση των δυνάμεών της. Μοιχεία όμως και φόνος, κλοπή και μέθη και όποια άλλη αμαρτία γίνεται με το σώμα, είναι αμαρτωλές και φοβερές πράξεις της σάρκας.

Τρεις είναι οι γενικότατοι αρχηγοί όλων των παθών, και τρεις οι εναντίον τους πόλεμοι και τρεις εκείνοι που πολεμούν εναντίον τους και τους κατανικούν: ο αρχάριος που νικά το πάθος της φιληδονίας, ο μέσος που νικά το πάθος της φιλαργυρίας και ο τέλειος που νικά το πάθος της φιλοδοξίας. Τα τρία αυτά πάθη αποτελούν ένα μεγάλο τρικέφαλο φίδι.

Δεν είναι ένας ο αγώνας ούτε και ο ίδιος για τους τρεις που είπαμε εναντίον των τριών αρχηγών και δυνάμεων του πονηρού πνεύματος που εξουσιάζει, αλλά διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Γιατί διαφορετικά γίνεται η μάχη εναντίον καθενός των τριών αρχηγών από τους αντίστοιχους αντιπάλους που έχουν ως φυσικό όπλο τον δίκαιο θυμό.

Αυτός που τώρα μπαίνει στους αγώνες της ευσέβειας και είναι αρχάριος στον πόλεμο εναντίον των παθών, όλη του τη μαχητική ενέργεια την κατευθύνει κατά του πνεύματος της φιληδονίας και, χρησιμοποιώντας κάθε κακοπάθεια, εκστρατεύει εναντίον του με όλη του τη δύναμη. Έτσι λιώνει τη σάρκα με νηστείες, χαμαικοιτίες, αγρυπνίες και ολονύκτιες προσευχές. Την ψυχή την συντρίβει με τη θύμηση των τιμωριών της κολάσεως και τη μελέτη του θανάτου. Την καρδιά την καθαρίζει από τους μολυσμούς των συνδυασμών και συγκαταθέσεων στους λογισμούς με τα δάκρυα της μετάνοιας.

Εκείνος που άφησε την αρχή και προχώρησε στο μέσο της αρετής και σκούπισε τους ιδρώτες του αγώνα κατά του πνεύματος της φιληδονίας με το σφουγγάρι της πρώτης απάθειας, και άνοιξαν πια τα μάτια του και άρχισε να βλέπει τις φύσεις των όντων, στη συνέχεια σηκώνει τα όπλα της πίστεως εναντίον του πνεύματος της άπιστης φιλαργυρίας. Ανυψώνει λοιπόν το νου του με τη μελέτη των θείων πραγμάτων. Το λογικό του το οξύνει με τους λόγους της κτίσεως και το κάνει ικανό να διασαφηνίζει τις φύσεις των όντων. Την ψυχή την ανεβάζει με την πίστη από τα ορατά στα ύψη των αοράτων και την πείθει ότι ο Θεός, που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν, Αυτός είναι που προνοεί γιά όλα τα έργα Του, και σ’ Αυτόν βασίζει όλη του την ελπίδα για την ένθεη ζωή.

Εκείνος που με τη θεωρία και την απάθεια προσπέρασε το μέσο και άφησε πίσω την απάτη της παγκόσμιας αισθήσεως και ήδη μαζί με το λόγο της γνώσεως και της ενυπόστατης σοφίας του Θεού εισέδυσε στο γνόφο της θεολογίας, σηκώνει τα όπλα εναντίον του πνεύματος της φιλοδοξίας, με τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Προξενεί στην ψυχή του κατάνυξη με τις ιερές αποκαλύψεις και την κάνει να χύνει δάκρυα χωρίς πόνο. Και το φρόνημα της ψυχής το ταπεινώνει με τη μνήμη της ανθρώπινης ασθένειας και το ανυψώνει με τα νοήματα της θείας γνώσεως.

Με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, τις χαμαικοιτίες, τους κόπους του σώματος και την εκκοπή των θελημάτων μας με ταπείνωση ψυχής, κάνομε άπρακτο το πνεύμα της φιληδονίας. το υποτάσσομε δε με τα δάκρυα της μετάνοιας και, αφού το φέρομε στο δεσμωτήριο της εγκράτειας, το κάνομε ακίνητο και ανενεργό. Τούτο βέβαια όταν στεκόμαστε στην παράταξη των προθύμων και αγωνιστών.

Με τα όπλα της πίστεως και τη μάχαιρα του Πνεύματος, δηλαδή το λόγο του Θεού, αφού κατατροπώσομε το πνεύμα της φιλαργυρίας, το σφάζομε, και υψωνόμαστε προς τη θεωρία των όντων με λόγο σοφίας, υπερβαίνοντας την ταπεινότητα των ορατών με το λόγο της γνώσεως και βρίσκοντας την ανάπαυσή μας στα βασίλεια της αγάπης μαζί με τους πλουσιότατους θησαυρούς της ελπίδας προς το Θεό.

Όταν με τα φτερά της απάθειας και της ταπεινοφροσύνης πλέομε μέσα στον αέρα της μυστικής θεολογίας και εισερχόμαστε στον άνω βυθό της γνώσεως των μυστηρίων του Θεού με το θείο Πνεύμα, τότε, με τις φλόγες των θεϊκών δογμάτων και νοημάτων, κατακαίμε το πνεύμα της φιλοδοξίας. Και παρατηρώντας την κατάληξη των ανθρωπίνων πραγμάτων, καταποντίζομε με βροχές δακρύων και ποταμούς κατανύξεως τους πολεμάρχους του δαίμονες που εκστράτευσαν εναντίον μας με την οίηση, την κενοδοξία και την υπερηφάνεια.

Εκείνος που μίσησε με όλη του την ψυχή και απαρνήθηκε την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία που προέρχεται από την όραση και την αλαζονεία του πλούτου, οι οποίες αποτελούν τον κόσμο της αδικίας και με την φιλία των οποίων γινόμαστε εχθροί του Θεού, αυτός σταύρωσε τον κόσμο για τον εαυτό του και τον εαυτό του για τον κόσμο. Έτσι διέλυσε πάνω του την μεταξύ αυτού και του Θεού έχθρα κι έκανε ειρήνη ανάμεσά τους. Γιατί εκείνος που νεκρώθηκε γι’ αυτά, αποβάλλοντας το σαρκικό φρόνημα, συμφιλιώθηκε με το Θεό, αφού θανάτωσε την έχθρα του κόσμου με τη νέκρωση των ηδονών, μέσω της σταυρωμένης για τον κόσμο ζωής του, και αποδέχθηκε τη φιλία με τον Ιησού. Επομένως, ο άνθρωπος αυτός δεν είναι πια φίλος του κόσμου, ώστε να είναι εχθρός του Θεού, αλλά γίνεται φίλος του Θεού, γιατί είναι σταυρωμένος για τον κόσμο και μπορεί να λέει: «Για μένα σταυρώθηκε ο κόσμος, κι εγώ για τον κόσμο».

Η εγκατάλειψη των αγωνιστών από το Θεό συνήθως γίνεται εξαιτίας κενοδοξίας ή κατακρίσεως του πλησίον ή επάρσεως για τις αρετές τους. Όποιο απ’ αυτά τα τρία πλησιάσει και κυριαρχήσει στις ψυχές των αγωνιζομένων, προξενεί την εγκατάλειψη του Θεού. Και δε θα διαφύγουν τη δίκαιη καταδίκη για τις πτώσεις αυτές, μέχρις ότου διώξουν την αιτία της εγκαταλείψεως και καταφύγουν στο ύψος της ταπεινοφροσύνης.

Ακαθαρσία της καρδιάς και σπίλωση της ψυχής δεν είναι μόνο η παρουσία εμπαθών νοημάτων, αλλά και το να υπερηφανεύεται κανείς για το πλήθος των κατορθωμάτων του και να φουσκώνει για τις αρετές του και να έχει μεγάλη ιδέα πως απέκτησε σοφία και γνώση Θεού και να μέμφεται όσους αδελφούς είναι ράθυμοι και αμελείς. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου.

Μη νομίζεις ότι θα απαλλαγείς από τα πάθη και ότι θα ξεφύγεις τον μολυσμό των εμπαθών νοημάτων που γεννιούνται από αυτά, εφόσον έχεις φρόνημα αγέρωχο και φουσκωμένο για τις αρετές σου. Δεν πρόκειται να αποκτήσεις αγαθούς λογισμούς ώστε να δεις την αυλή της ειρήνης, ούτε χρηστότητα και γαλήνη στην καρδιά ώστε να μπεις με χαρά στο ναό της αγάπης, έως ότου έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου και στα έργα σου.

Αν η ψυχή σου έλκεται με εμπάθεια από την ωραία εμφάνιση των σωμάτων και τυραννείται από τους εμπαθείς λογισμούς που γεννιούνται απ’ αυτά, μη νομίζεις ότι αυτά είναι η αίτια της ταραχής σου και της τόσο εμπαθούς εσωτερικής κινήσεως. Αλλά γνώριζε ότι η αιτία είναι κρυμμένη μέσα στην ψυχή σου, η οποία λόγω της εμπαθούς έξεως και της κακής συνήθειας τραβά σαν μαγνήτης το μολυσμό από τα πρόσωπα, σαν να είναι σίδηρος. Γιατί τα κτίσματα του Θεού είναι καθ’ εαυτά όλα πολύ καλά, και δεν υπάρχει σ’ αυτά κανένας λόγος ώστε να κατηγορηθεί η δημιουργία του Θεού.

Όπως εκείνοι που ταξιδεύουν στη θάλασσα και καταλαμβάνονται από ναυτία, δεν το παθαίνουν αυτό από τη φύση της θάλασσας, αλλά εξαιτίας του νοσηρού χυμού που έχουν μέσα τους, έτσι και η ψυχή παθαίνει τον εμπαθέστατο εσωτερικό κλονισμό και την ταραχή όχι εξαιτίας των προσώπων, αλλά εξαιτίας της έξεως του κακού που βρίσκεται ακόμη μέσα της.

Ανάλογα με την εσωτερική διάθεση της ψυχής, αλλοιώνεται μαζί και αυτή η φύση των πραγμάτων. Όταν δηλαδή λειτουργούν κατά φύση τα νοερά αισθητήρια της ψυχής και ο νους βαδίζει χωρίς πλάνη γύρω από τους λόγους των όντων, έχοντας το λογικό να διασαφηνίζει τις φύσεις και τις κινήσεις τους, τότε και η ψυχή βλέπει κατά φύση τα πράγματα και τα πρόσωπα και κάθε υλικό δημιούργημα, επειδή δεν κρύβουν μέσα τους καμία αιτία που να τη μολύνει ή να τη βλάπτει. Όταν όμως οι δυνάμεις της ψυχής κινούνται παρά φύση και στασιάζουν μεταξύ τους, τότε και αυτή, όλα αυτά τα βλέπει παρά φύση· γι’ αυτό και δεν την ανυψώνουν με τη φυσική καλλονή τους στην κατανόηση του Δημιουργού, αλλά εξαιτίας της εμπαθέστατης έξεώς της την κατεβάζουν στο βυθό της απώλειας.

Αν έπεσες από εγκατάλειψη του Θεού σε πτώση σαρκική ή της γλώσσας ή του λογισμού, παρόλο που περνούσες ζωή επίπονη και τραχύτατη, μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο. Γιατί η πτώση είναι δική σου και οφείλεται σε σένα. Αν δηλαδή εσύ πρώτα δε σχημάτιζες –όπως δεν έπρεπε– κάποια κούφια και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, ή δεν υπερηφανευόσουν από αλαζονικό φρόνημα σε βάρος άλλου, ή δεν έκρινες κάποιον για την ανθρώπινη αδυναμία του, δεν θα σε εγκατέλειπε με δίκαιη απόφαση ο Θεός, και δε θα μάθαινες έτσι την αδυναμία σου. Την έμαθες λοιπόν, για να μάθεις έτσι να μην κρίνεις, να μην έχεις φρόνημα υψηλότερο απ’ ό,τι πρέπει να έχεις και να μην υπερηφανεύεσαι κατά των άλλων.

Αν πέσεις σε βάθος αμαρτημάτων, μην αποκλείσεις διόλου τη δυνατότητα επιστροφής σου, ακόμη και αν έφτασες στο τελευταίο βάραθρο του άδη της κακίας. Γιατί αν με τις έμπρακτες αρετές έχεις ήδη βάλει μέσα σου το θεμέλιο της ευσέβειας, τότε κι αν ακόμη κλονίστηκε το οικοδόμημα που έκτισες πάνω της με διάφορες πέτρες της αρετής και έπεσε στο έδαφος της εμπαθέστατης γης των κακών, ο Θεός ωστόσο δε θα λησμονήσει τους παλιούς κόπους και τους ιδρώτες σου. Τούτο βέβαια, αν είναι συντετριμμένη η καρδιά σου για τις αμαρτίες σου και θυμάται τις παλιές ημέρες και παρακαλεί με στεναγμούς ενώπιον του Θεού να σηκωθεί από την πτώση της. Και ο Θεός θα επιβλέψει γρήγορα πάνω σε σένα που τρέμεις τα λόγια Του, και θα αγγίσει αοράτως τα μάτια της κατώδυνης καρδιάς σου, και θα παρασταθεί στο θεμέλιο της αρετής που είχες κατασκευάσει πρωτύτερα με κόπους, και θα σου δώσει δύναμη μεγαλύτερη και τελειότερη από την πρώτη, με θέρμη φλογερού πνεύματος, ώστε να ξανακάνεις με υπομονή τα έργα της αρετής που γκρεμίστηκαν από φθόνο του πονηρού, και να ξανακτίσεις με πνεύμα ταπεινώσεως το σπίτι της ψυχής σου λαμπρότερο από το πρώτο, για την αιώνια ανάπαυση του Θεού, όπως είναι γραμμένο.

Όλα τα ατιμωτικά που μας συμβαίνουν, είτε από ανθρώπους, είτε από δαίμονες, συμβαίνουν σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού κατ’ οίκο-νομίαν, για να ταπεινωθεί το μάταιο φρόνημα των ψυχών μας. Γιατί ο σκοπός του Θεού, του κυβερνήτη της ζωής μας, είναι να είμαστε ταπεινοί πάντοτε και να μην έχομε φρόνημα υψηλότερο από ό,τι πρέπει, αλλά να μας διακρίνει η μετριοφροσύνη· μήτε να εχομε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, αλλά να αποβλέπομε σ’ Αυτόν και να μιμούμαστε, όσο είναι δυνατόν, τη μακάρια ταπείνωσή Του. Γιατί ήταν πράος και ταπεινός στην καρδιά, και τέτοιοι θέλει να γίνομε κι εμείς, Αυτός που υπέμεινε για μας θάνατο άδικο και ατιμωτικό. Κανένα άλλο δεν του είναι τόσο αγαπητό και οικείο μέσα σε κάθε αρετή, και το οποίο μπορεί να μας ανυψώνει από την κοπριά των παθών, όσο η πραότητα, η ταπείνωση και η αγάπη προς τον πλησίον. Αν αυτά μας λείπουν όταν εργαζόμαστε την αρετή, τότε όλη η εργασία μας είναι μάταιη, και όλος ο κόπος της ασκήσεως είναι ανώφελος και απαράδεκτος από το Θεό.

Τους αρχαρίους στο βίο της αρετής, ο φόβος των κολάσεων τους βοηθεί στην εργασία των εντολών και την αποφυγή των κακών. Εκείνοι όμως που πρόκοψαν στην αρετή κι έφτασαν στην θεωρία της δόξας του Θεού, αποκτούν άλλο, ανάλογο φόβο, από αγάπη, ο οποίος τους είναι πολύ φοβερός, δηλαδή τον αγνό φόβο. Ο φόβος αυτός τους βοηθεί να στέκονται ακλόνητοι στην αγάπη του Θεού, καθώς αναλογίζονται το ενδεχόμενο της φοβερής πτώσεως από αυτήν. Αν οι πρώτοι ξεπέσουν και μετανοήσουν πάλι, ξαναέρχεται ο πρώτος φόβος με καλές ελπίδες. Οι δεύτεροι όμως, αν από φθόνο του εχθρού χάσουν λόγω πτώσεως το ύψος της θεωρίας του Θεού, δεν ξαναβρίσκουν αμέσως το δεύτερο, τον αγνό φόβο, αλλά τους τυλίγει μια καταχνιά κι ένα χειροπιαστό σκοτάδι, γεμάτο αθυμία, οδύνη και πίκρα, μαζί με τον πρώτο φόβο των κολάσεων. Και αν ο Κύριος Σαβαώθ δε λιγόστευε τις ημέρες εκείνες της αφόρητης αυτής οδύνης, δε θα σωζόταν κανείς από εκείνους που παθαίνουν τέτοια πτώση.

Όταν η ψυχή ανακουφιστεί από την επίμονη ενόχληση των εμπα- θών λογισμών και μαραθεί η τυραννική φλόγα της σάρκας, τότε γνώριζε οτι ήρθε μέσα μας το Άγιο Πνεύμα αναγγέλλοντας την άφεση των προηγουμένων αμαρτιών μας και χαρίζοντάς μας την απάθεια. Όσο όμως η ψυχή νιώθει με τη συνεχή ενόχληση την οσμή των παθών και φλέγονται τα υπογάστρια της σάρκας, να γνωρίζεις ότι είναι ακόμη μακριά από την ψυχή η ευωδία του Πνεύματος και ότι όλη κρατιέται δεμένη κάτω από τα άλυτα δεσμά των παθών και των αισθήσεων.

Είδα πάνω στη γη –λέει ο σοφός– άνθρωπο που νομίζει ότι είναι φρόνιμος. Τέτοιον είδα κι εγώ μεταξύ των ανθρώπων, να έχει πεποίθηση στα έργα του και μεγάλη ιδέα για την ανθρώπινη σοφία του, την επίγεια και σαρκική. Και εξαιτίας της, όχι μόνο να κομπάζει σε βάρος των απλοϊκών ανθρώπων, αλλά ακόμη και τους διδασκάλους της χριστιανικής πίστεως που τελείωσαν θεάρεστα τη ζωή τους, να τους καταειρωνεύεται και να τους περιγελά για το ασυνήθιστο λεξιλόγιό τους και για το ότι δε θέλησαν να μιμηθούν το εκλεκτικό και τορνευτό λεξιλόγιο της κοσμικής σοφίας, ούτε επεδίωξαν την εύρυθμη σύνταξη στις γραπτές διδασκαλίες τους. Σ’ αυτόν, επειδή αγνοεί ότι ο Θεός δεν προτιμά και δεν αγαπά τις τορνευτές λέξεις και τις ωραίες φράσεις, αλλά την καλή σημασία των νοημάτων, θα αναφέρω την έξης παροιμία: «Ο ζωντανός σκύλος είναι καλύτερος από το νεκρό λιοντάρι, και ένας νέος φτωχός και σοφός είναι καλύτερος από έναν βασιλιά γέροντα και ανόητο, που ακόμη δεν έμαθε να προσέχει σε ορθές υποδείξεις».

Το πάθος της βλασφημίας είναι φοβερό και δυσκολονίκητο. Έχει την αρχή του από την υπερήφανη διάνοια του σατανά. Αυτό πειράζει όλους αυτούς που ζουν κατά Θεόν με αρετή, περισσότερο όμως εκείνους που προοδεύουν στην προσευχή και στη θεωρία των θείων πραγμάτων. Γι’ αυτό πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγομε τις αισθήσεις και να αντιμετωπίζομε με ευλάβεια όλα τα φρικτά μυστήρια του Θεού και τα ιερά σύμβολα και τους λόγους και να προσέχομε μήπως κάνει έφοδο το Πνεύμα αυτό. Γιατί καιροφυλακτεί όταν προσευχόμαστε και ψάλλομε, και κάποτε ξεστομίζει, με τα δικά μας χείλη, όταν δεν προσέχομε, κατάρες εναντίον μας και αλλόκοτες βλασφημίες κατά του Υψίστου Θεού, τις οποίες περνά κρυφά στους στίχους των ψαλμών και στα λόγια της προσευχής. Αλλά όταν κάτι τέτοιο φέρει στα χείλη μας ή σπείρει κρυφά στη διάνοιά μας, να στρέψομε επάνω του το λόγο του Χριστού και να του πούμε: «Φύγε πίσω μου σατανά, που είσαι γεμάτος δυσωδία και υπόδικος για την αιώνια κόλαση. Η βλασφημία σου να πέσει στο κεφάλι σου». Και αμέσως ας απασχολήσομε προσωρινά το νου αιχμαλωτίζοντάς τον σε άλλο πράγμα, θείο ή ανθρώπινο, ή ακόμη, ας τον ανυψώσομε με δάκρυα προς τους ουρανούς και το Θεό. Και έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα απαλλαγούμε από το βάρος της βλασφημίας.

Η λύπη είναι καταστρεπτικό πάθος για την ψυχή και το σώμα και πειράζει και τον μυελό των οστών ακόμη. Εννοώ βέβαια τη λύπη του κόσμου, η οποία κυριεύει τους ανθρώπους για τα πρόσκαιρα και πολλές φορές γίνεται σ’ αυτούς αιτία θανάτου. Η κατά Θεόν όμως λύπη, είναι σωτήρια και πάρα πολύ ωφέλιμη και προξενεί υπομονή στους κόπους και στους πειρασμούς. Ανοίγει την πηγή της κατανύξεως σ’ εκείνον που αγωνίζεται και διψά τη δικαιοσύνη του Θεού και τρέφει με δάκρυα την καρδιά του, ώστε να εκπληρώνεται σ’ αυτόν ο λόγος του Δαβίδ: «Θα μας θρέψεις με δάκρυα αντί για ψωμί, και με δάκρυα θα μας ποτίζεις άφθονα το κρασί της κατανύξεως».

Τα μέρη της ψυχής που έχουν καταπέσει από την εργασία των κακών, η κατά Θεόν λύπη τα τονώνει πολύ και τα επαναφέρει στη φυσική τους κατάσταση. Και τόσο πολύ αποδυναμώνει με τα δάκρυα το χειμώνα των παθών και τα σύννεφα της αμαρτίας και τα διώχνει από το νοητό αέρα της ψυχής, ώστε να γίνεται πάλι καθαρός ο ουρανός των λογισμών του νου μας, να κυριαρχεί γαλήνη στη θάλασσα της διάνοιας και ευφροσύνη στις καρδιές μας, και να αλλοιώνεται η όψη του προσώπου μας, ώστε βλέποντάς το εκείνοι που διακρίνουν ορθά, ν’ αναπαύουν μαζί με το βλέμμα τους και την εσωτερική τους διάθεση και να λένε σύμφωνα με τον Δαβίδ: «Αυτή η αλλοίωση οφείλεται στη δεξιά του Υψίστου».

Να μην παραδέχεσαι τους λογισμούς που σπέρνει μέσα σου ο εχθρός, από υποψίες, εναντίον του πλησίον. Είναι ψεύτικοι και ολέθριοι και τελείως απατηλοί. Γνώριζε ότι με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν οι δαίμονες να σπρώξουν σε βάραθρο καταστροφής τις ψυχές εκείνων που προκόβουν στις αρετές. Γιατί με άλλον τρόπο δεν μπορούν οι δαίμονες να ρίξουν κανένα αγωνιστή στο βυθό της κατακρίσεως και της έμπρακτης αμαρτίας, παρά αν τον πείσουν να δεχτεί πονηρές υποψίες από την εξωτερική διαγωγή και τις διαθέσεις του πλησίον. Με τον τρόπο αυτό κάνουν τον άνθρωπο υπόδικο και υπεύθυνο αμαρτίας, ώστε να καταδικαστεί μαζί με τον κόσμο, σύμφωνα με τον ιερό λόγο: «Αν κρίναμε τους εαυτούς μας, δε θα μας έκρινε ο Κύριος. Όταν όμως μας κρίνει ο Κύριος, μας παιδαγωγεί, ώστε να μην καταδικαστούμε μαζί με τον κόσμο».

Όταν από ραθυμία αφήσομε τους δαίμονες να ψιθυρίζουν στο αυτί μας υποψίες εναντίον των αδελφών, επειδή δηλαδή δεν προσέχομε τις κινήσεις των ματιών μας, τότε οδηγούμαστε από αυτούς να κατακρίνομε ακόμη και τους τελείους στην αρετή. Αν λοιπόν εκείνος που είναι χαρωπός και γελαστός και πρόθυμος σε συναναστροφή σου φαίνεται ότι είναι εύκολος για συγκατάθεση σε πάθη και ηδονές, τότε και κάθε σκυθρωπός και κατηφής πρέπει να είναι για σένα γεμάτος θυμό και υπερηφάνεια. Αλλά δεν πρέπει να προσέχομε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, γιατί είναι επισφαλής η κρίση από αυτά. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι έχουν πολλές διαφορές στη φύση, στις συνήθειες και στη σωματική διάπλαση, και αυτά μπορούν να τα θεωρήσουν και να τα κρίνουν χωρίς πλάνη, μόνον εκείνοι οι οποίοι με μεγάλη κατάνυξη καθάρισαν τα νοερά μάτια της ψυχής και κατοικεί μέσα τους το άπειρο φως της θεϊκής ζωής, στους οποίους και δόθηκε η χάρη να γνωρίζουν τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού.

Όταν διαπράττομε τα φαύλα έργα της σάρκας, τότε υπηρετούμε την παρά φύση επιθυμία και το θυμό της ψυχής. Και μολύνομε το σώμα με τις αισχρές ρεύσεις της αμαρτίας, ενώ σκοτίζομε την ψυχή με την πικρία του θυμού και αποξενωνόμαστε από τον Υιό του Θεού. Πρέπει λοιπόν, τον μέν μολυσμό της ροής από την ουσία του σώματος να τον αποπλύνομε με τη ροή των από την ουσία μας δακρύων, έτσι ώστε το σώμα που καταμολύνθηκε από την ηδονή με τη φυσική ρεύση, να το καθαίρομε πάλι με την οδύνη της λύπης μέσω της φυσικής ροής των δακρύων. Το δε σκοτάδι της ψυχής που προξενεί η πίκρα του θυμού, να το διώχνομε με το φως της κατανύξεως και τη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού και να ενωνόμαστε πάλι με Εκείνον, από τον Οποίο με την επιθυμία και το θυμό πρωτύτερα αποξενωθήκαμε.

Όπως ο μολυσμός της σάρκας με την ηδονή έχει προηγούμενη αιτία τον σατανικό έρωτα, για να ολοκληρώσει την κακία, έτσι η κάθαρση με την οδυνηρή λύπη έχει προηγούμενη αιτία τη θέρμη της καρδιάς, για να ολοκληρώσει το πένθος και τα δάκρυα. Και αυτό αποτελεί οικονομία της αγαθότητας του Θεού προς εμάς, ώστε αποβάλλοντας και καθαρίζοντας τον κόπο της ηδονής με τους κόπους της οδύνης και την αισχρότατη ροή της σάρκας με τη ροή των δακρύων, να εξαφανίσομε από το νου μας τους τύπους των αχρειοτήτων και τις άσχημες εικόνες από την ψυχή μας, και να την αναδείξομε λαμπρότερη στο φυσικό της κάλλος.

Όπως εκείνος που από ενέργεια του πονηρού πνεύματος πορνεύει, καρπώνεται ως μισθό την ηδονή της σάρκας και τα φαύλα έργα του καταλήγουν στο μολυσμό, έτσι και εκείνος στον οποίο ενεργεί από ψηλά το Άγιο Πνεύμα, καρπώνεται ως μισθό τη χαρά της ψυχής και τα καλά του έργα καταλήγουν στην κάθαρση με τα δάκρυα, στην αναγέννηση και στην ένωση και τη συνάφεια με το Θεό.

Δύο φυσικές ροές από την ουσία μας υπάρχουν σ’ εμάς: της γονής και των δακρύων. Με την πρώτη μολύνεται ο χιτώνας της ψυχής μας, ενώ με τη δεύτερη καθαίρεται. Γι’ αυτό είναι ανάγκη, το μολυσμό που προέρχεται από την ουσία μας να τον ξεπλύνομε με τα δάκρυα που προέρχονται πάλι από αυτήν. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρθεί ο μολυσμός της φύσεώς μας.

Κάθε διάθεση της ψυχής που σφάλλει και κινείται με φαύλο τρόπο, τερματίζει την προσπάθειά της σε μια σύντομη ηδονή. Κάθε όμως ψυχή που καθαρίζεται από τη φαύλη συνήθεια και διάθεση, απλώνει τους κόπους της σε μια μακρά ηδονή όλο ευφροσύνη. Και είναι θαύμα, πώς ηδονή που καταστέλλει την ηδονή, γλυκαίνει τελείως την οδύνη που γεννιέται από την ηδονή.

Άλλοτε η ροή των δακρύων προξενεί στη νοερή αίσθηση της καρδιάς πίκρα και πόνο, κι άλλοτε ευφροσύνη και αγαλλίαση. Όταν λοιπόν καθαιρόμαστε με τη μετάνοια από το δηλητήριο και την ακαθαρσία της αμαρτίας, σαν με δυνατή φωτιά, έχοντας τα δάκρυα που αυτή προκαλεί πυρωμένα από τη θεϊκή φωτιά και το λογισμό μας σαν να σφυροκοπείται με βαριές σφύρες με τους στεναγμούς που βγαίνουν από το βάθος της καρδιάς, τότε αισθανόμαστε πίκρες και πόνους νοερά και αισθητά. Όταν όμως με τα δάκρυα αυτού του είδους καθαρθούμε αρκετά και προχωρήσομε στην ελευθερία των παθών, τότε παρηγορούμαστε από το θείο Πνεύμα, γιατί αποκτήσαμε γαλήνια και καθαρή καρδιά, και γεμίζομε με ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα από τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξεως.

Άλλα είναι τα δάκρυα της μετάνοιας και αλλά εκείνα που προέρχονται από τη θεία κατάνυξη. Τα πρώτα είναι σαν πλημμυρισμένος ποταμός που παρασύρει όλα τα τείχη της αμαρτίας, ενώ τα αλλά είναι για την ψυχή σαν τη βροχή που πέφτει στα αγριόχορτα και σαν χιόνι στη χλόη, και τρέφουν το στάχυ της γνώσεως και το κάνουν άφθονο και καρποφόρο.

Κάθε δάκρυ δεν είναι και κατάνυξη, αλλά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Τα δάκρυα έρχονται από μεταμέλεια για τη διαγωγή και από ενθύμηση των παλιών αμαρτημάτων της ψυχής, σαν να βγαίνουν από φωτιά και καυτό νερό, και καθαρίζουν την καρδιά. Η κατάνυξη κατεβαίνει από τη θεία δρόσο του Πνεύματος για παρηγοριά και ανακούφιση της ψυχής, η οποία μόλις μπήκε με θέρμη στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και απόλαυσε τη θεωρία του απροσίτου φωτός, και λέει στο Θεό σαν το Δαβίδ: «Περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό, και μας έβγαλες σε αναψυχή».

Άκουσα μερικούς να λένε ότι κανείς δεν μπορεί να επιτύχει την έξη της αρετής χωρίς μακρινή αναχώρηση και φυγή στην έρημο, και θαύμασα, γιατί νόμισαν ότι εκείνο που δεν γνωρίζει περιορισμό, περιορίζεται σε ένα τόπο. Γιατί η έξη της αρετής είναι η αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής στην αρχική ευγένεια και η συγκέντρωση στο ίδιο σημείο των γενικών αρετών, στην κατά φύση δηλαδή ενέργεια. Αυτά όμως δεν μας έρχονται απ’ έξω ως επείσακτα, αλλά μας έχουν χορηγηθεί από τη δημιουργία μας με θεία και νοερή αίσθηση, και όταν από αυτά και μαζί με αυτά κινούμαστε κατά φύση, εισαγόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, η οποία βρίσκεται μέσα μας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Άρα είναι περιττή η ερημία αφού μπορούμε και χωρίς αυτήν να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών με τη μετάνοια και την ακριβή τήρηση των εντολών του Θεού, πράγμα που μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο της δεσποτείας του Θεού, σύμφωνα με τον θείο Δαβίδ που λέει: «Ευλόγει, ψυχή μου, τον Κύριο σε κάθε τόπο της δεσποτείας Του».

Εκείνος που βρίσκεται μέσα σε βασιλική παράταξη κάτω από στρατηγούς και λοχαγούς πολεμώντας μαζί τους, και δεν μπόρεσε στη μάχη να δείξει παλληκαριά και γενναιότητα κατά των εχθρών, ή τουλάχιστον να νικήσει έναν από αυτούς, πως θα πολεμήσει μόνος του ανάμεσα σε μυριάδες εχθρούς και θα επιδείξει κάποιο στρατιωτικό κατόρθωμα, αφού είναι άπειρος του πολέμου; Κι αν αυτό είναι αδύνατο στα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο είναι στα θεία. Γιατί ποιος, αν φύγει στην έρημο, θα μπορέσει να μάθει τις επιδρομές των δαιμόνων και τις κρυφές και φανερές επιθέσεις των παθών; Ή πώς θα ορμήσει εναντίον τους, αν πρωτύτερα δεν γυμναστεί στην εκκοπή του θελήματος ανάμεσα σε αδελφότητα, κάτω από έμπειρο αρχηγό αυτού του αόρατου και νοητού πολέμου; Και αν αυτό είναι αδύνατο, άρα είναι τελείως ακατόρθωτο ο άνθρωπος αυτός να πολεμήσει για χάρη άλλων και να τους διδάξει τη νίκη κατά των αοράτων εχθρών.

Αφαίρεσε από πάνω σου την ντροπή της αμέλειας και την εξουδένωση από την καταφρόνηση των εντολών του Θεού. Διώξε μακριά την φιλαυτία και όρμησε αλύπητα εναντίον της σάρκας. Ζήτησε να μάθεις και να φυλάξεις τις εντολές του Κυρίου και τις μαρτυρίες του νόμου Του. Καταφρόνησε τη δόξα και την ατιμία. Μίσησε τις ηδονικές ορέξεις του σώματος. Απόφυγε τον χορτασμό, από τον Οποίο εξάπτονται οι σαρκικές ορμές. Αγκάλιασε τη φτώχεια και την κακοπάθεια. Στάσου γενναίος εναντίον των παθών. Στρέψε τις αισθήσεις σου προς το εσωτερικό της ψυχής. Σκύψε μέσα σου προς εργασίαν των ανωτέρων. Γίνε κουφός στα ανθρώπινα πράγματα. Βάλε όλη τη δύναμη σου στην εργασία των εντολών. Θρήνησε, κοιμήσου στο έδαφος, νήστεψε, κακοπάθησε, ησύχασε και, τελευταία, μάθε όχι τα γύρω σου, αλλά τον εαυτό σου. Ανέβα πάνω από την ταπεινότητα των ορατών. Άπλωσε τα μάτια του νου σου στη θεωρία του Θεού και δες την τερπνότητα του Κυρίου μέσα από την καλλονή των κτισμάτων. Έπειτα κατέβα από κει και διηγήσου στους αδελφούς σου τα σχετικά με την αιώνια ζωή και τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Και αυτό είναι το έργο της φυγής από τους ανθρώπους, με άκρα άσκηση, και το πέρας της διαμονής στην ερημία.

Αν θέλεις να δεις τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που Τον αγαπούν, φτάσε στην έρημο της αρνήσεως του θελήματός σου και απόφυγε τον κόσμο. Ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Η επιθυμία των σαρκικών οφθαλμών, η αλαζονεία των λογισμών και η απάτη των ορατών. Αν λοιπόν αποφύγεις αυτόν τον κόσμο, πολύ ενωρίς θα δεις να ανατείλει πάνω σου το φως της ένθεης ζωής και γρήγορα θα εμφανιστούν τα φάρμακα της ψυχής σου, θέλω να πώ τα δάκρυα. Και θα δεχτείς αλλοίωση από τη δεξιά του Υψίστου, και στο έξης δε θα σε πλησιάσει καμία μάστιγα των παθών. Και έτσι, ενώ θα ζεις μέσα στον κόσμο και στο πλήθος, θα είσαι σαν να ζεις στην έρημο και σαν να μη βλέπεις άνθρωπο. Αν όμως αποφύγεις αυτόν τον κόσμο όπως είπα, δε θα ωφεληθείς τίποτε από τη φυγή του βλεπομένου κόσμου και δεν θα κατορθώσεις τις αρετές, ούτε με το Θεό θα ενωθείς.

76.Το να γίνει κανείς Μοναχός δε σημαίνει να φύγει από τους ανθρώπους και τον κόσμο, αλλά να αφήσει τον εαυτό του, να φύγει από τα θελήματα της σάρκας και να πάει στην κατάσταση την έρημη από πάθη. Ειπώθηκε βέβαια στον Μέγα Αρσένιο το «φεύγε από τους ανθρώπους και σώζεσαι», αλλά ειπώθηκε με τέτοιο Πνεύμα: Επειδή και μετά τη φυγή του βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους και έμενε σε κατοικημένα μέρη και ζούσε μαζί με τους μαθητές του. Με την αισθητή όμως φυγή πραγματοποίησε τη νοητή και έτσι δεν τον έβλαπτε διόλου η συναναστροφή των ανθρώπων. Παρόμοια και κάποιος άλλος από τους μεγάλους Πατέρες έλεγε, όταν έβγαινε από τη σύναξη της εκκλησίας: «Φεύγετε αδελφοί»· αλλά όταν τον ρώτησαν τι να φύγουν, έδειξε το στόμα.

Η κατοίκηση μαζί με αδελφούς είναι πιο ασφαλής από την απομόνωση. Για την αναγκαιότητα της κατοικήσεως μαζί με άλλους μαρτυρεί ο ιερός λόγος του Ιησού και Θεού: «Όπου βρίσκονται συναγμένοι δύο ή τρεις στ’ όνομά μου, εκεί είμαι ανάμεσα τους». Ενώ για τον κίνδυνο της μονώσεως ο Σολομών λέει: «Αλοίμονο στον ένα· όταν πέσει, δεν υπάρχει αυτός που θα τον σηκώσει». Εκείνους που ζουν με αγάπη και ομόνοια και υμνούν το Θεό, τους μακαρίζει και ο Δαβίδ λέγοντας: «Είναι μακάριος ο λαός που έμαθε να υψώνει δοξολογικό αλαλαγμό». Ο ίδιος επαινεί και την συγκατοίκηση: «Τι είναι πιο ωραίο και πιο ευχάριστο από το να κατοικούν μαζί αδελφοί;». Αλλά και των μαθητών του Κυρίου, μία ήταν η ψυχή και η καρδιά. Ακόμη, η κάθοδος του Θεού σ’ εμάς δεν έγινε σε ερημία, αλλά μέσα σε κατοικούμενα μέρη και ανάμεσα σε ανθρώπους αμαρτωλούς. Είναι λοιπόν αναγκαία η ομόνοια της ομαδικής ζωής, ενώ σφαλερή και επικίνδυνη η μόνωση.

Ο Κύριος είπε: «Είναι αναπόφευκτα τα σκάνδαλα, αλοίμονο όμως σ’ εκείνον που γίνεται αίτιος σκανδάλου». Εκείνος λοιπόν που έχασε την ευλάβεια και συμπεριφέρεται ανάμεσα στην αδελφότητα με καταφρόνηση και αφοβία του Θεού, σκανδαλίζει πολλούς από τους πιο απλούς αδελφούς, από τη μία με έργα και σχήματα και φαυλότατους τρόπους, κι από την άλλη με λόγια και διεφθαρμένη ομιλία. Έτσι διαφθείρει ψυχές και τα καλά και χρηστά ήθη τους.

Εκείνος που τηρεί τις εντολές του Θεού, δε γίνεται πέτρα σκανδάλου για τους ανθρώπους, επειδή ούτε υπάρχει σ’ αυτόν σκάνδαλο, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Ειρήνη πολλή κυριαρχεί σ’ όσους αγαπούν το νόμο Σου, και δεν υπάρχει σ’ αυτούς σκάνδαλο». Αντίθετα, γίνεται γι’ αυτούς φως και αλάτι και ζωή, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «Εσείς είστε το φως του κόσμου και το αλάτι της γης». Φως, γιατί έχει βίο ενάρετο και λόγο λαμπρό και σοφή διάνοια· αλάτι, γιατί είναι πλούσιος στη θεία γνώση και δυνατός στη σοφία του Θεού· και ζωή, γιατί με τους λόγους του ζωογονεί τους νεκρωμένους από τα πάθη τους και τους ανασταίνει από τον άδη της απογνώσεως. Επίσης, με το φως των έργων της αρετής του λάμπει μπροστά στους ανθρώπους και τους καταφωτίζει· με τη γλυκύτητα και τη στυπτικότητα των λόγων του, τους σφίγγει από τη χαλάρωση και τους ελευθερώνει από τη σήψη των παθών με τη ζωή τέλος των λόγων του, δίνει ζωή στις ψυχές που έχουν νεκρωθεί από την αμαρτία.

Το πάθος της κενοδοξίας είναι ένα δόκανο με τρία κεντριά, της κενοδοξίας, της οιήσεως και της υπερηφάνειας, το οποίο πυρώνουν και σφυρηλατούν οι δαίμονες. Εκείνοι όμως που σαν πουλιά φωλιάζουν κάτω από τη σκέπη του Θεού του ουρανού, το αντιλαμβάνονται εύκολα και συντρίβουν τα κεντριά του, καθώς πετούν πάνω απ’ αυτά με την ταπεινοφροσύνη και αναπαύονται στο δένδρο της ζωής.

Όταν ο ακάθαρτος αυτός και πολυμήχανος δαίμονας της κενοδοξίας σου επιτίθεται καθώς προκόβεις στην αρετή και σου προλέγει με μάταιους λογισμούς την άνοδό σου σε ηγουμενικό ή επισκοπικό θρόνο, φέρνοντας στο νου σου και επαινώντας την εργασία σου, ότι είναι δηλαδή ανώτερη από των άλλων, και ακόμη σου υποβάλλει ότι είσαι ικανός και ψυχές να οδηγείς, τότε πιάσε αυτόν τον δαίμονα νοερά και μην τον αφήσεις να δραπετεύσει, αν βέβαια έχεις λάβει δύναμη από ψηλά να το κάνεις αυτό· κι αφού τον πάρεις μαζί σου, πήγαινε με τη διάνοια σε κάτι φαύλο που κάποτε έκανες, και πες του: «Αυτοί που κάνουν τέτοια πράγματα είναι άξιοι να ανεβούν σε τέτοιο ύψος αρχής και σου φαίνονται ικανοί να οδηγούν ψυχές και σωσμένες να τις προσφέρουν στο Χριστό; Πες μου εσύ, γιατί εγώ σιωπώ». Μην έχοντας λοιπόν τι να σου αποκριθεί, θα φύγει από την ντροπή σαν καπνός, και δε θα σε ξαναενοχλήσει πια με δύναμη. Αν πάλι δε βρίσκεις να έχεις κάνει ή να έχεις πει τίποτε φαύλο στην υπερκόσμια ζωή σου, τουλάχιστον αντιπαράβαλε τον εαυτό σου με τις εντολές και τα πάθη του Κυρίου. Και θα βρεις τότε ότι υστερείς τόσο από την τελειότητα, όσο μια κολυμβήθρα νερό από τη θάλασσα. Γιατί η δικαιοσύνη των ανθρώπων υστερεί τόσο πολύ από τη δικαιοσύνη του Θεού, όσο μικρότερη είναι η γη από τον ουρανό και το κουνούπι από το λιοντάρι.

Εκείνος που πληγώθηκε βαθιά από την αγάπη του Θεού, δεν του φτάνει η δύναμη του σώματός του να ανταποκριθεί στο μέγεθος της προθέσεώς του. Γιατί δεν χορταίνει η πρόθεσή του από τους κόπους και τους ιδρώτες της ασκήσεως. Νιώθοντας δηλαδή όπως οι πολύ διψασμένοι, δε βρίσκει με τι να σβήσει τη φλόγα της προθέσεώς του, αλλά όλη την ημέρα και τη νύχτα διψά να κοπιάζει, και δεν του επαρκεί η δύναμη του σώματος. Νομίζω ότι και οι Μάρτυρες του Χριστού κυριεύθηκαν από το υπερφυσικό αυτό πάθος και έτσι ούτε αισθάνονταν τα μαρτύρια, ούτε τα χόρταιναν, αλλά ξεπερνούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς των με τον σφοδρό έρωτα του Θεού και πάλι έβλεπαν πάντοτε ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν την πύρινη πρόθεσή τους να υποστούν βάσανα για το Χριστό.

Εκείνος που με οποιοδήποτε τρόπο συγκρίνει τον εαυτό του με τους αδελφούς που ασκούνται ή μένουν μαζί του, αυτός, χωρίς να το καταλαβαίνει, εξαπατά τον εαυτό του και βαδίζει δρόμο που δεν οδηγεί στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός ή τον εαυτό του δεν γνωρίζει, ή έχει παραπλανηθεί από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό, στον οποίο τρέχουν οι πρόθυμοι αγωνιστές με ταπεινό φρόνημα, πράγμα που τους κάνει να πετούν πάνω από τις παγίδες του εχθρού, να φτάνουν στο νοητό αέρα με τα φτερά της απάθειας και να φτερουγίζουν σε φωτεινούς τόπους στολισμένοι με τη μετριοφροσύνη.

Όποιος είναι αλαζονικός και εξαπατάται από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δε θα αποκτήσει ποτέ τη χάρη της ταπεινώσεως μέσα στο φως της κατανύξεως, με την οποία χορηγείται φως σοφίας Θεού σ’ εκείνους που έχουν συντριβή στην καρδιά, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής: «Μέσα στο δικό Σου φως θα δούμε φως». Αντίθετα, θα τον σκεπάσει η νύχτα των παθών όπου περιφέρονται όλα τα θηρία του δάσους της ανθρώπινης φύσεως και τα λιονταρόπουλα της οιήσεως, δηλαδή οι δαίμονες της κενοδοξίας και της πορνείας, που ουρλιάζουν και ζητούν ποιόν να καταπιούν και να τον ρίξουν στην κοιλιά της απογνώσεως.

Για εκείνον που ζει όπως αρέσει στους ανθρώπους και κινείται από το πνεύμα της οιήσεως, ο βίος και η παρούσα ζωή γίνεται θάλασσα κακών, η οποία κατακλύζει τη νοερή ψυχή του με την αλμύρα των ηδονών, και με τα άγρια κύματα των παθών καταχτυπά τα τρία μέρη της ψυχής του καθώς εξαγριώνεται από τα πνεύματα της πονηρίας. Αυτός αντιμετωπίζει φοβερή αμηχανία και μεγάλη αθυμία όταν το πλοίο του και το πηδάλιο της ψυχής συντρίβονται από τις ηδονές της σάρκας και ο κυβερνήτης νους σκεπάζεται κάτω από το βυθό της αμαρτίας και το νοητό θάνατο, μέχρις ότου η θάλασσα των κακών καταπραΰνει τα κύματά της και γίνει άβυσσος ταπεινώσεως και γαλήνη, και η αλμύρα των ηδονών μεταστρέψει τα ρεύματα σε πηγές δακρύων και μεταβληθεί σε ηδονή φωτεινής κατανύξεως.

Εσύ που υπηρέτησες κατά κόρον στις ηδονές και στις πράξεις του σώματος, να επιδοθείς κατά κόρον και στους κόπους της ασκήσεως με τους ιδρώτες της κακοπάθειας, έτσι ώστε να αποκρουστεί ο κόρος από τον κόρο, η ηδονή από την οδύνη και η ανάπαυση από τους κόπους του σώματος και ν’ αναπαυθείς βρίσκοντας κατά κόρον ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έτσι θα απολαύσεις την ευωδία και καθαρότητα της αγνείας και την ανέκφραστη ηδονή των αθανάτων καρπών του Πνεύματος. Γιατί και τα απορρυπαντικά τα χρησιμοποιούμε ανάλογα με την ακαθαρσία των ενδυμάτων που θέλομε να πλύνομε, όταν αυτή εισχωρήσει βαθιά.

Οι αρρώστιες σ’ εκείνους που είναι στην αρχή του ενάρετου βίου είναι ωφέλιμες, γιατί βοηθούν στο μαρασμό και στην ταπείνωση της σάρκας που βράζει. Εξασθενίζουν δηλαδή τη δύναμη της σάρκας και λεπτύνουν το χοϊκό φρόνημα της ψυχής, ενώ κάνουν την ενέργειά της πιο έντονη και πιο δυνατή, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός». Αλλά όσο στους αρχαρίους είναι ωφέλιμες οι αρρώστιες, τόσο βλαβερές είναι σ’ εκείνους που προχώρησαν στους κόπους των αρετών και ήδη ξεπέρασαν την αίσθηση και έφτασαν σε ουράνιες θεωρίες. Και τούτο γιατί τους εμποδίζουν από την απασχόληση με τα θεία και αμβλύνουν με τους πόνους και τις συμφορές το λογιστικό μέρος της ψυχής και το θολώνουν με το νέφος της αθυμίας και ξεραίνουν την κατάνυξη με την ξηρασία των πόνων. Αυτό το ήξερε και ο Παύλος, και φροντίζοντας ορθά τον εαυτό του με το νόμο της διακρίσεως έλεγε: «Ταλαιπωρώ το σώμα μου με επίπονες ασκήσεις, μα και το φροντίζω σαν δούλο, από φόβο μήπως εγώ που κήρυξα σε άλλους, κριθώ ακατάλληλος».

Από την ανώμαλη και όχι ισορροπημένη δίαιτα, συχνά γεννιούνται σε πολλούς οι ασθένειες. Είτε δηλαδή ο αγωνιστής επεκτείνεται στην άκρα ασιτία και σε κόπους αρετών χωρίς μέτρο και διάκριση, είτε παρεκκλίνει στην πολυφαγία και στον κόρο που είναι εχθρός της φύσεως. Αναγκαία λοιπόν η εγκράτεια και στους αρχαρίους, αλλά και σ’ εκείνους που ξεπέρασαν τη μεσότητα και συνεχίζουν τους αγώνες για την ανάβαση στην ακρότατη θεωρία. Γιατί η εγκράτεια είναι μητέρα της υγείας, φίλη της αγνείας και καλή σύζυγος της ταπεινοφροσύνης.

Να ξέρεις ότι δυο ειδών είναι η απάθεια και κατά δύο τρόπους έρχεται στους αγωνιστές. Πρώτα μεν, από την ολοκλήρωση της ασκητικής πράξεως έρχεται σ’ αυτούς η πρώτη απάθεια, η οποία αφού αυξηθεί ποικιλότροπα με τους κόπους της νόμιμης αθλήσεως, νεκρώνει αμέσως τα πάθη και κάνει αδρανείς τις ορμές της σάρκας, ενώ κάνει τις δυνάμεις της ψυχής να κινούνται κατά φύση και αποκαθιστά το νου στην προσεκτική μελέτη των θείων. Έπειτα δε, από την αρχή της φυσικής θεωρίας, έρχεται σ’ αυτούς η δεύτερη και τελειότερη απάθεια, η οποία, αφού από τη νοερή ησυχία των λογισμών ανυψωθεί στην ειρηνική κατάσταση του νου, τον κάνει εξαιρετικά διορατικό και προορατικό. Εξαιρετικά διορατικό στα θεία πράγματα, σε οπτασίες των ανωτέρων πραγμάτων και σε αποκαλύψεις μυστηρίων Θεού. Και προορατικό σε ανθρώπινα πράγματα που έρχονται από μακριά και θα γίνουν στο μέλλον. Και στις δύο, ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, όπως λέει ο Παύλος, το οποίο συγκρατεί και περιορίζει κατά την πρώτη απάθεια, ενώ κατά τη δεύτερη λύνει και δίνει ελευθερία αιώνιας ζωής.

Εκείνος που πλησίασε τα σύνορα της απάθειας, καθώς ασκεί ορθά τη θεωρία περί Θεού και των φύσεων των όντων, από την καλλονή των δημιουργημάτων ανάγεται –ανάλογα με την καθαρότητά του– στον Ποιητή και δέχεται τις φωτοχυσίες του Πνεύματος. Έχοντας αγαθή υπόληψη για όλους, σκέφτεται πάντοτε για όλους καλά, όλους τους βλέπει αγίους και αγνούς και έχει ορθή κρίση για τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Έτσι, δεν αγαπά τίποτε από τα υλικά πράγματα του κόσμου για τα οποία φροντίζουν τόσο πολύ οι άνθρωποι. Και έχοντας γδυθεί κατά το νου από την παγκόσμια αίσθηση, ανατρέχει προς τους ουρανούς και το Θεό, καθαρός από κάθε λάσπη και ελεύθερος από κάθε δουλεία· απορροφάται τελείως από τα νοητά αγαθά του Θεού με μόνο το Πνεύμα του, βλέπει το θείο κάλλος και εισχωρεί θεοπρεπώς στους θείους τόπους της μακάριας δόξας του Θεού με ανέκφραστη σιγή και χαρά. Με αλλοιωμένες λοιπόν όλες τις αισθήσεις, σαν άγγελος μέσα σε υλικό σώμα, συναναστρέφεται ως άυλος με τους ανθρώπους.

Πέντε είναι οι αισθήσεις της ασκήσεως: αγρυπνία, μελέτη, προσευχή, εγκράτεια και ησυχία. Όποιος συνέδεσε τις αισθήσεις του μ’ αυτές, την όραση δηλαδή με την αγρυπνία, την ακοή με τη μελέτη, την όσφρηση με την προσευχή, τη γεύση με την εγκράτεια, και την αφή με την ησυχία, γρήγορα καθαρίζει το νου της ψυχής του και αφού με αυτές τον λεπτύνει, τον κάνει απαθή και διορατικό.

Νους απαθής είναι εκείνος που υπέταξε τα πάθη του και ξεπέρασε τη λύπη και τη χαρά. Αυτός ούτε από τις προσβολές των θλίψεων σκυθρωπάζει, ούτε χαλαρώνει από την ευθυμία και τη χαρά, αλλά η ψυχή του στις μεν θλίψεις είναι χαρούμενη, στις δε χαρές συγκρατημένη και χωρίς να ξεφεύγει από το μέτρο.

Μεγάλη είναι η μανία των δαιμόνων εναντίον εκείνων που προοδεύουν στη θεωρία. Καιροφυλακτούν εναντίον τους νύχτα και ημέρα. Τους δημιουργούν φοβερούς πειρασμούς δια μέσου εκείνων που ζουν μαζί τους, ενώ οι ίδιοι προκαλούν κρότους για να τους φοβίσουν. Και όταν δοξολογούν το Θεό, επιτίθενται εναντίον τους από φθόνο για την ανάπαυσή τους και με διάφορους τρόπους τους λυπούν, αν και δεν μπορούν να κάνουν κακό σ’ εκείνους που είναι αφιερωμένοι στο Θεό. Κι αν δεν τους φύλαγε Άγγελος Κυρίου Παντοκράτορος, δε θα ξέφευγαν από τις θανάσιμες παγίδες της δαιμονικής επιβουλής.

Όταν αγωνίζεσαι για την έμπρακτη φιλοσοφία της αρετής, πρόσεχε με ακρίβεια τις επιβουλές των ολεθρίων δαιμόνων. Γιατί όσο ανεβαίνεις στις υψηλές αρετές και αυξάνει μέσα σου το θεϊκό φως στις προσευχές και δέχεσαι από το Πνεύμα αποκαλύψεις και ανέκφραστες οπτασίες, τόσο αυτοί βλέποντας να ανεβαίνεις στον ουρανό, τρίζουν τα δόντια τους και απλώνουν με επιμέλεια στο νοητό αέρα τα πολύπλοκα δίχτυα της κακίας τους. Και δε θα εξεγερθούν εναντίον σου οι φιλόσαρκοι μόνον και θηριώδεις δαίμονες της επιθυμίας και του θυμού, αλλά θα σου επιτεθούν και οι δαίμονες της βλασφημίας με πικρό φθόνο. Επιπλέον, και oι δαίμονες που πετούν στον αέρα, οι αρχές και οι εξουσίες, θα σου επιτεθούν φανερά και κρυφά, με κούφια φαντασία, παίρνοντας μορφές αλλόκοτες και φρικτές, για να σου κάνουν όσο κακό μπορούν. Αλλά αν ασχολείσαι με τη νοερή εργασία της προσευχής με άγρυπνο νου και μελετάς με τις έννοιες της φυσικής θεωρίας τα έργα του Θεού, δε θα φοβηθείς τα βέλη που σου ρίχνουν κάθε ημέρα. Ούτε στην κατοικία σου θα έχουν δύναμη να πλησιάσουν, γιατί σαν σκοτάδι που είναι καταδιώκονται από το φως που είναι μέσα σου και καίγονται από τη θεϊκή φωτιά.

Τα πονηρά πνεύματα φοβούνται υπερβολικά τη χάρη του θείου Πνεύματος, και μάλιστα όταν επιφοιτήσει πλούσια, καθώς καθαιρόμαστε με τη μελέτη και την καθαρή προσευχή. Μην τολμώντας λοιπόν να πλησιάσουν στην κατοικία εκείνων που καταφωτίζονται από τη θεία χάρη, επιχειρούν να τους φοβίζουν και να τους ταράζουν μόνο με φαντασίες και φοβερούς κρότους και άναρθρες φωνές, για να τους απομακρύνουν από το έργο της αγρυπνίας και της προσευχής. Ακόμη, δε διστάζουν να τους ενοχλήσουν με διάφορες επινοήσεις την ώρα που κοιμούνται κατά γης. Καιροφυλακτούν δηλαδή, φθονώντας την τόσο σύντομη ανάπαυσή τους από τους κόπους, και με κάποιους σπασμούς διώχνουν τον ύπνο από τα βλέφαρά τους, επιδιώκοντας με αυτές τις επινοήσεις να κάνουν πιο επίπονη τη ζωή τους και γεμάτη οδύνη.

Τα πνεύματα του σκότους μοιάζουν να έχουν ένα λεπτό σώμα, όπως μας επιτρέπει να υποθέσομε η πείρα, είτε γιατί εμφανίζονται έτσι, ξεγελώντας την αίσθηση, είτε γιατί καταδικάστηκαν σ’ αυτό από τότε που ξέπεσαν από την αγγελική κατάσταση. Εντούτοις ορμούν και έρχονται σε συμπλοκή με την αγωνιζόμενη ψυχή την ώρα που πέφτει στον ύπνο το δούλο σώμα. Αυτό νομίζω ότι είναι και κάποια δοκιμασία της ψυχής που υψώθηκε πια από την ταπεινότητα του σώματος, για να φανερωθεί η κατάσταση του θυμικού και της ανδρείας της εναντίον των δαιμόνων, που την απειλούν μ’ αυτά τα φρικτά με μεγάλο θυμό και μανία. Εναντίον τούτων η ψυχή που είναι πληγωμένη από τον έρωτα του Θεού και στερεωμένη με τις γενικές αρετές, δεν αντιτάσσεται μόνο με τον δίκαιο θυμό, αλλά και τους χτυπά, αν υπάρχει σ’ αυτούς κάποια αίσθηση, αφού φαίνονται ότι έγιναν εντελώς γη με την έκπτωσή τους από το πρώτο και θείο Φως.

Πριν από τη συμπλοκή και την ήττα τους, πολλές φορές οι δαίμονες ταράζουν την αίσθηση της ψυχής και αρπάζουν τον ύπνο από τα βλέφαρα. Αλλά η ψυχή η γεμάτη θάρρος και ανδρεία από το Άγιο Πνεύμα, δε λογαριάζει την έφοδό τους και την πικρή μανία τους, και μόνο με το ζωοποιό σημείο του Σταυρού και την επίκληση του Ιησού και Θεού, διαλύει τις φαντασίες τους και τους τρέπει σε φυγή.

Αν βγήκες από την πρακτική φιλοσοφία για να συλλέξεις τα λάφυρα των εχθρικών πνευμάτων, κοίταζε και πρόσεχε, οπλίζοντας τον εαυτό σου απ’ όλα τα μέρη με τα όπλα του Πνεύματος. Γνωρίζεις ποιών εχθρών τα σκεύη προθυμοποιήθηκες να αρπάξεις; Εχθρών, ναί, αλλά νοητών και ασάρκων, ενώ εσύ υπηρετείς ακόμη με το σώμα σου το Θεό, τον Βασιλιά των πνευμάτων. να ξέρεις ότι θα εκστρατεύσουν εναντίον σου πιο άγρια από πριν και θα μεταχειριστούν πάμπολλα τεχνάσματα, ώσπου ή να σε πλήξουν χωρίς να καταλάβεις, καθώς θα παίρνεις τα λάφυρα, και να σε αρπάξουν αιχμάλωτο, γεμίζοντας με μεγάλη πίκρα την ψυχή σου, ή να σε υποβάλουν σε σκληρούς και οδυνηρούς πειρασμούς, για αγκάθι και ταλαιπωρία της σάρκας σου .

Δεν είναι δυνατόν πηγή αγαθή να βγάζει νερά θολά και βρωμερά, που αποπνέουν κοσμική δυσοσμία· ούτε καρδιά που βρίσκεται έξω από τη Βασιλεία των Ουρανών, να αναβλύζει ποτέ πηγές θείας ζωής που σκορπούν ευωδία νοητού μύρου. «Μήπως η πηγή, λέει, αναβλύζει από το ίδιο σημείο γλυκό και πικρό νερό; Μήπως είναι δυνατόν η συκιά να βγάλει ελιές ή η ελιά βελανίδια;». Έτσι η μία πηγή της καρδιάς δεν μπορεί να γεννήσει συγχρόνως κακό και αγαθό νόημα. Αλλά ο αγαθός άνθρωπος από το αγαθό περιεχόμενο της καρδιάς του παρουσιάζει τα αγαθά, ενώ ο πονηρός από το πονηρό περιεχόμενο της καρδιάς του βγάζει τα πονηρά, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου.

Όπως είναι αδύνατον, χωρίς λάδι και φωτιά, να ανάβει το λυχνάρι και να φωτίζει το σπίτι, έτσι και η ψυχή είναι αδύνατον, χωρίς Άγιο Πνεύμα και θεία φωτιά, να ομιλεί με δύναμη για τα θεία και να φωτίζει τους ανθρώπους. Γιατί κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από τον Πατέρα των φώτων, και δίνεται σαν βραβείο σε κάθε ψυχή που αγαπά το Θεό, στον Οποίο, σύμφωνα με το ρητό, δεν υπάρχει μεταβολή ή κάποια σκιά .

Δεύτερη εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου

Αρχή της αγάπης του Θεού είναι η καταφρόνηση των βλεπομένων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Μεσότητα, η κάθαρση της καρδιάς και του νου, από την οποία ανοίγουν νοερά τα μάτια του νου και αποκτούμε επίγνωση της βασιλείας των ουρανών που είναι κρυμμένη μέσα μας. Και τέλος της, ο ακράτητος έρωτας των υπερφυσικών δωρεών του Θεού και η φυσική επιθυμία της ενώσεως με το Θεό και της αιώνιας αναπαύσεως σ’ Αυτόν.

Όπου υπάρχει ο έρωτας του Θεού και η εργασία των νοητών πραγμάτων και η μέθεξη του απροσίτου φωτός, εκεί υπάρχει και η ειρήνη των δυνάμεων της ψυχής και η κάθαρση του νου και η ενοίκηση της Αγίας Τριάδος. Γιατί ο Κύριος είπε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει το λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθομε σ’ αυτόν και θα κατοικήσομε μαζί του» .

Τρεις καταστάσεις του βίου υπάρχουν: η σαρκική, η ψυχική και η πνευματική. Η κάθε μία απ’ αυτές έχει αντίστοιχη διάθεση ζωής που διαφέρει από την άλλη.

Η σαρκική κατάσταση του βίου, καταγίνεται ολωσδιόλου στις ηδονές και απολαύσεις της ζωής αυτής, και δεν έχει κανένα κοινό με την ψυχική ή την πνευματική κατάσταση, ούτε και θέλει να αποκτήσει. Η ψυχική είναι στο μεταίχμιο κακίας και αρετής, και αποβλέπει μόνο στην φροντίδα και ευρωστία του σώματος, και στον έπαινο των ανθρώπων. Αποφεύγει εξίσου και τους κόπους της αρετής και τις πράξεις της σάρκας, και δεν κλίνει ούτε στην αρετή ούτε στην κακία λόγω της αντιθέσεώς τους. Στην μεν αρετή γιατί είναι σκληρή και κοπιαστική, στην δε κακία, για να μη χάσει τους επαίνους των ανθρώπων. Η πνευματική όμως κατάσταση του βίου, ούτε θέλει να έχει, ούτε καταγίνεται με αυτά τα δύο κακά, αλλά είναι τελείως ελεύθερη και από τη μία και από την άλλη κατάσταση, και με τα ασημένια φτερά της αγάπης και της απάθειας πετά πάνω και από τις δύο- και δεν πράττει δηλαδή κάτι το απαγορευμένο, και αποφεύγει την αργία των καλών.

Εκείνοι που ζουν σαρκικά και κυριαρχούνται από το φρόνημα της σάρκας και είναι ολότελα σάρκες, δεν μπορούν να αρέσουν στο Θεό. Είναι σκοτεινοί στα φρονήματα και τελείως αμέτοχοι των ακτίνων του θείου φωτός, γιατί καλύπτονται από τα νέφη των παθών, που σαν ψηλά τείχη εμποδίζουν τις ακτίνες του Πνεύματος, κι έτσι μένουν αφώτιστοι. Επειδή είναι ανάπηρες οι αισθήσεις των ψυχών τους, δεν μπορούν να ανυψωθούν προς τα νοητά κάλλη του Θεού και να δουν το φως της όντως αληθινής ζωής και να υψωθούν πάνω από την ταπεινότητα των ορατών. Αλλά σαν να έγιναν κατά κάποιο τρόπο κτήνη, διατηρώντας μόνο την αίσθηση του κόσμου, δεσμεύουν το αξίωμα του λογικού στα αισθητά και ανθρώπινα πράγματα. Και αφιερώνουν όλες τις δυνάμεις τους για τα ορατά και μάχονται γι’ αυτά μεταξύ τους, ώστε κάποτε δίνουν γι’ αυτά και τη ζωή τους· είναι προσηλωμένοι στα χρήματα, στη δόξα και στις ηδονές της σάρκας, και όταν δεν τα πετυχαίνουν, το θεωρούν μεγάλη ζημία. Προς αυτούς απευθύνεται εύλογα εκείνος ο προφητικός λόγος εκ μέρους του Θεού: «Δε θα μείνει το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, γιατί αυτοί είναι σάρκες».

Εκείνοι που ζουν ψυχικά, και γι’ αυτό ονομάζονται ψυχικοί, είναι μισοανόητοι και σαν να έχουν παράλυτα μέλη. Δεν προθυμοποιούνται ποτέ να κοπιάσουν για χάρη της αρετής και της εντολής του Θεού, και αποφεύγουν τις αξιοκατάκριτες πράξεις για να έχουν τιμή από τους ανθρώπους. Υποδουλωμένοι στη φιλαυτία, η οποία τρέφει όλα τα πάθη, δεν παραλείπουν καμιά φροντίδα για την υγεία και απόλαυση της σάρκας. Αποφεύγουν κάθε θλίψη και κόπο και κακοπάθεια για χάρη της αρετής, και περιποιούνται πέρα απ’ ό,τι πρέπει το πολέμιο σώμα. Ζώντας με αυτόν τον τρόπο, ο νους τους γίνεται ολωσδιόλου γη, καθώς παχύνεται από τα πάθη, και δεν μπορούν να δεχτούν τα νοητά και θεία πράγματα, με τα οποία η ψυχή αρπάζεται από την ύλη και περιφέρεται στους νοητούς ουρανούς. Αυτό το παθαίνουν γιατί κατέχονται ακόμη από το υλιστικό πνεύμα, καθώς αγαπούν τη ζωή τους και προκρίνουν να κάνουν τα θελήματά τους. Επειδή λοιπόν είναι άδειοι από Άγιο Πνεύμα, είναι αμέτοχοι και των χαρισμάτων Του. Γι’ αυτο ούτε είναι δυνατό να δει κανείς σ’ αυτούς θεϊκό καρπό, δηλαδή αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον, ή χαρά στις θλίψεις και στη φτώχεια, ή ειρήνη ψυχής, ή βαθιά πίστη, ή περιεκτική εγκράτεια, μα ούτε και κατάνυξη ή δάκρυα, ή ταπείνωση και συμπάθεια. Όλα σ’ αυτούς είναι γεμάτα έπαρση και υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και δεν μπορούν από μόνοι τους να εμβαθύνουν στα βάθη του Πνεύματος. Γιατί δεν έχουν κανένα φως μέσα τους που να φωτίζει το νου τους να καταλαβαίνει τις Γραφές, αλλά και ούτε ανέχονται να τα ακούνε από άλλους. Δικαιολογημένα λοιπόν γι’ αυτούς ο Απόστολος αποφάνθηκε: «Άνθρωπος ψυχικός δε δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού, αφού γι’ αυτόν είναι μωρία· και δεν ξέρει ότι ο Νόμος είναι πνευματικός και επομένως κατανοείται μόνο με τη βοήθεια του Πνεύματος».

Εκείνοι που ζουν εναρμονισμένοι με το Πνεύμα και έχοντας αναλάβει αποκλειστικά την πνευματική ζωή, είναι ευάρεστοι στο Θεό, αφιερωμένοι σ’ Αυτόν σαν ναζιραίοι. Γιατί πάντοτε με τους κόπους τους καθαρίζουν τις ψυχές τους και τηρούν τις εντολές του Κυρίου και χύνουν το αίμα τους για την αγάπη Του. Καθαρίζουν τη σάρκα με νηστείες και αγρυπνίες. Λεπτύνουν με δάκρυα την παχύτητα της καρδίας. Νεκρώνουν τα μέλη τους με κακοπάθειες. Με προσευχή και μελέτη γεμίζουν από φως το νου τους και τον κάνουν λαμπρό. Με την απάρνηση των θελημάτων τους, αποδεσμεύουν τις ψυχές τους από τις εμπαθείς κλίσεις του σώματος και ενώνονται ολόκληροι με μόνο το Πνεύμα. Γι’ αυτό και εύλογα, όχι μόνον αναγνωρίζονται ως πνευματικοί, αλλά και από όλους έτσι ονομάζονται. Αυτοί, φτάνοντας σε απάθεια και αγάπη, παίρνουν φτερά για τη θεωρία της κτίσεως, και από εκεί δέχονται τη γνώση των όντων με σοφία, η οποία είναι κρυμμένη στο Θεό και δίνεται μόνο σ’ εκείνους που ανέβηκαν πάνω από την ταπεινότητα του σώματος. Αφού λοιπόν ξεπεράσουν την αίσθηση του κόσμου και φτάσουν με φωτισμένη διάνοια στα υπέρ την αίσθηση, αποκτούν δύναμη λόγου και απευθύνουν στην εκκλησία του Θεού και στο πολύ πλήθος των πιστών λόγους αγαθούς από καθαρή καρδιά. Και γίνονται στους ανθρώπους αλάτι και φως, όπως λέει και ο Κύριος σ’ αυτούς: «Εσείς είστε το φως του κόσμου και το αλάτι της γης».

Εκείνο που λέει ο θείος λόγος «Απαλλαγήτε από τους περισπασμούς και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός», το γνωρίζουν και στην πράξη όσοι θέλουν. Είναι συμφέρον λοιπόν σ’ εκείνον που μια για πάντα απαρνήθηκε την πολυτάραχη και φοβερή ματαιότητα του βίου, να στρέφεται στον εαυτό του με μεγάλη προσοχή και εσωτερική ησυχία και να ζητά να γνωρίσει καλά το Θεό μέσα του, αφού η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Όταν κανείς κάνει έτσι, μόλις και με πάροδο πολλών ετών θα μπορέσει να εξαλείψει από την ψυχή του τα σημάδια της κακίας και, αφού επανεύρει το αρχικό κάλλος, να το παρουσιάσει καθαρό στο Θεό που του το έδωσε.

Επειδή το δηλητήριο της αμαρτίας που έχει συσσωρευθεί μέσα μας είναι πολύ, έχει ανάγκη λοιπόν και από πολλή καθαρτική φωτιά της μετάνοιας με δάκρυα και θεληματικούς κόπους της ασκήσεως. Γιατί καθαριζόμαστε από τους μολυσμούς της αμαρτίας ή με θεληματικούς κόπους, ή με αθέλητες οδύνες που επιτρέπει ο Θεός. Αν προηγούνται τα θεληματικά, δεν μας έρχονται τα αθέλητα. Όταν όμως τα θεληματικά δεν καθαρίζουν το εσωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, τότε έρχονται οι οδύνες σφοδρότερες και συντελούν στην αποκατάστασή μας στο αρχικό κάλλος, γιατί έτσι τα οικονόμησε ο Τεχνίτης.

Περιπαίζουν την ευσέβεια και περιπαίζονται από τα πράγματα, εκείνοι που δεν απαρνήθηκαν τον κόσμο με ορθό λόγο, ούτε θέλησαν από την αρχή να πάρουν δάσκαλο και οδηγό, αλλά ακολούθησαν τη δική τους σύνεση και έκαναν στον εαυτό τους τον έμπειρο.

Ούτε τις αιτίες και τη θεραπεία των σωματικών ασθενειών μπορεί κανείς να γνωρίζει ακριβώς, χωρίς μεγάλη ιατρική πείρα, ούτε των ψυχικών παθών χωρίς μεγάλη άσκηση γύρω απ’ αυτά. Όπως δηλαδή νομίζεται επισφαλής και σε ελάχιστους ευδιάκριτη η διάγνωση των σωματικών ασθενειών, με την οποία καταγίνεται η ιατρική επιστήμη, έτσι πιο επισφαλής και πολύ περισσότερο από εκείνη, είναι η διάγνωση των ψυχικών. Γιατί όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο μεγαλύτερα και πιο δυσνόητα είναι τα πάθη της από τα πάθη του σώματος, που φαίνονται αισθητώς σε όλους.

Οι τέσσερις γενικές και αρχηγικές αρετές υπάρχουν εκ φύσεως από τη δημιουργία μέσα στον άνθρωπο, από τις οποίες, σαν από τέσσερις πηγές, οι ποταμοί όλων των άλλων αρετών γεμίζουν νερά και ποτίζουν την πόλη του Θεού, η οποία είναι η καρδιά που καθαρίζεται και παρηγορείται με τα δάκρυα. Όποιος φύλαξε αυτές τις αρετές ακλόνητες από τα πνεύματα της πονηρίας, ή όταν κατέπεσαν τις ξανασήκωσε με πολλούς κόπους της μετάνοιας, αυτός έκτισε για τον εαυτό του οίκημα βασιλικό και παλάτι, μέσα στο οποίο έρχεται να μείνει ο Βασιλιάς του σύμπαντος, μοιράζοντας άφθονα τις μεγάλες Του δωρεές σ’ εκείνους που έτσι ετοίμασαν τον εαυτό τους.

Σύντομος ο βίος, απέραντοι οι μέλλοντες αιώνες, και λίγο το διάστημα της παρούσας ζωής. Ο άνθρωπος, το μεγάλο και μικρό αυτό ζώο, που του δόθηκε το σύντομο αυτό διάστημα, είναι αδύνατος. Ο καιρός λοιπόν είναι σύντομος, ο άνθρωπος αδύνατος, και το βραβείο που δίνεται ως μισθός αγώνων, είναι μεγάλο, έχει πάρα πολλούς πειρασμούς και κινδυνεύει μέσα σε μια βραχύτατη ζωή.

Δεν θέλει ο Θεός, η εργασία των αγωνιστών να είναι αδοκίμαστη, αλλά πολύ δοκιμασμένη. Γι’ αυτό λοιπόν αφήνει τη φωτιά των πειρασμών και παίρνει για λίγο τη χάρη Του, που τους στέλνει από ψηλά, και επιτρέπει η γαλήνη των λογισμών να ταραχθεί προσωρινά από τα πνεύματα της πονηρίας, για να δει την κλίση της ψυχής σε ποιον χαρίζεται περισσότερο, στον Ποιητή και Ευεργέτη της, ή στην αίσθηση του κόσμου και στην απάτη της ηδονής. Και έτσι, ή διπλασιάζει τη χάρη Του σ’ εκείνους που προοδεύουν στην αγάπη Του, ή τους μαστιγώνει με τους πειρασμούς και τις θλίψεις, όταν στρέφονται στα υλικά πράγματα, έως ότου μισήσουν την άστατη περιφορά των ορατών και ξεπλύνουν με δάκρυα την πικρία των ηδονών που προέρχονται από αυτά.

Όταν διαταραχθεί η ειρήνη των λογισμών από τα πνεύματα της πονηρίας, αμέσως και τα πυρωμένα βέλη της επιθυμίας εκτοξεύονται συνεχώς από τους κυνηγούς και φιλόσαρκους δαίμονες εναντίον του νου που τρέχει γρήγορα προς τα ύψη. Ο νους λοιπόν, αφού εμποδιστεί από την προς τα άνω κίνηση, εμπλέκεται σε απρεπείς και ανάμικτες κινήσεις. Και έτσι αρχίζει η σάρκα να επαναστατεί κατά του πνεύματος, τραβώντας προς τα κάτω το νου με γαργαλισμούς και πυρώσεις, με την επιθυμία να τον καταχώσει μέσα στο βόθρο της ηδονής. Και αν ο Κύριος Σαβαώθ δε λιγόστευε τον αριθμό των ημερών εκείνων και δεν έδινε δύναμη υπομονής στους δούλους Του, δε θα σωζόταν κανείς.

Ο πολύπειρος και πολυμέθοδος δαίμονας της πορνείας, σε άλλους γίνεται πτώση και λάκκος βορβόρου, σε άλλους δίκαιο μαστίγιο και ραβδί, σε άλλους πειρασμός και δοκιμασία της ψυχής. Από αυτά, το πρώτο παρατηρείται στους αρχαρίους που σέρνουν το ζυγό της ασκήσεως με ατονία και αμέλεια· το άλλο, σ’ εκείνους που βρίσκονται στο μέσο της αρετής και προχωρούν με κάποια βραδύτητα· το τρίτο, σ’ εκείνους που ήδη άπλωσαν τα φτερά του νου στη θεωρία και έφτασαν καλώς στην τελειότερη απάθεια. Ο καθένας δηλαδή προς το συμφέρον οικονομείται από το Θεό.

Πτώση και λάκκος βορβόρου γίνεται ο δαίμονας της πορνείας, σ’ εκείνους οι όποιοι περνούν τον μοναχικό βίο με κάθε αδιαφορία. Αυτών τα μέλη τα καίει με τη φλόγα της επιθυμίας και τους υποδεικνύει μεθόδους να κάνουν το θέλημα της σάρκας και χωρίς επαφή με άλλο σώμα, για τις οποίες είναι αισχρό και να μιλάει και να τις σκέφτεται κανείς. Αυτοί, όπως λέει ο Απόστολος, μολύνουν τη σάρκα τους και τρώνε τους καρπούς της αλμυρής ηδονής και το πρόσωπό τους γίνεται κατασκότεινο και χάνουν δικαίως τα ανώτερα και θεϊκά. Θεραπεία γι’ αυτούς, αν θέλουν, θα είναι η θερμή μετάνοια και η κατάνυξη των δακρύων που προέρχεται απ’ αυτήν, η οποία και την αποφυγή του κακού προξενεί και την ψυχή καθαρίζει από τους μολυσμούς και την κάνει κληρονόμο του ελέους του Θεού. Αυτήν υπαινίσσεται και ο σοφός Σολομών λέγοντας: «Η θεραπεία καταπαύει μεγάλες αμαρτίες».

Μαστίγιο και ραβδί γίνεται δίκαια τούτο το πνεύμα σ’ εκείνους που προοδεύουν και τελειοποιούνται στην πρώτη απάθεια διά μέσου της πρακτικής φιλοσοφίας και προχωρούν προς τα τελειότερα. Γιατί όταν χαλαρώσουν την ένταση της ασκήσεως από ραθυμία και κλίνουν λίγο στη θεώρηση του κόσμου χωρίς προφύλαξη και επιθυμήσουν τα ανθρώπινα πράγματα, τότε αφήνεται εναντίον τους αυτός ο δαίμονας να τους μαστιγώσει, και αρχίζει να χτυπά αυτόν που λογίζεται έτσι, με λογισμούς σαρκικής επιθυμίας. Τούτο γίνεται από άκρα αγαθότητα του Θεού· καθώς δηλαδή δε θα μπορούν να το υποφέρουν, να γυρίσουν πίσω γρήγορα στο φρούριο της εντατικής εργασίας και προσοχής, και να καταπιαστούν με μεγαλύτερη προθυμία και με κοπιαστικότερη εργασία με τα έργα που τους σώζουν. Γιατί ο Θεός, όντας φιλάγαθος, δε θέλει την ψυχή που έφτασε σ’ αυτό το σημείο, να επιστρέψει διόλου στην αίσθηση του κόσμου, αλλά να βαδίζει εμπρός πάντοτε και να επιχειρεί με μεγάλη προθυμία τα τελειότερα έργα, για να μην πλησιάσει στο κατοικητήριό της μαστίγιο κακίας.

Πειρασμός και αγκάθι και δοκιμασία, κατ’ οικονομίαν Θεού, γίνεται αυτό το πνεύμα σε όσους από την πρώτη απάθεια προχώρησαν στη δεύτερη· ώστε, όταν πειράζονται, να θυμούνται τη φυσική τους αδυναμία και να μην υπερηφανεύονται, όπως λέει ο Απόστολος, για το μεγαλείο των αποκαλύψεων που δέχονται κατά τη θεωρία. Αλλά βλέποντας το νόμο της αμαρτίας να αντιστρατεύεται στο νόμο της συνειδήσεώς τους, να αποτινάξουν και την ψιλή μνήμη της αμαρτίας, από φόβο μη δοκιμάσουν τη μόλυνση που γεννιέται από αυτή τη μνήμη και μην κατεβάσουν τα μάτια του νου τους από το ύψος της θεωρίας.

Οι μόνοι που μπόρεσαν να διατηρήσουν ανενόχλητο το νου τους ακόμη και από την ψιλή μνήμη της αμαρτίας, είναι εκείνοι που αξιώθηκαν με τη χάρη του Πνεύματος να λάβουν από τον ουρανό τη ζωοποιό νέκρωση του Κυρίου στα μέλη και στα νοήματά τους. Και περιφέρουν τη σάρκα νεκρή για την αμαρτία, ενώ το πνεύμα τους απέκτησε πλούσια τη ζωή που δίνει ο Ιησούς Χριστός για την επιτέλεση της δικαιοσύνης. Σ’ όσους δόθηκε νους Χριστού, με λόγο σοφίας, σ’ αυτούς ακολούθησε και η ανενόχλητη ζωοποιός νέκρωση μαζί με γνώση Θεού.

Στις ψυχές που προχωρούν στην κάθαρση, συνήθως επιτίθενται το πνεύμα του θυμού και το πνεύμα της επιθυμίας, για να ρίξουν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος από τους οποίους είναι κατάφορτες. Ο λόγος είναι ότι η χαρά της ελευθερίας φέρνει κάποια διάχυση σ’ αυτές τις ψυχές, ενώ η σοφία του Θεού που τα πάντα οικονομεί προς το συμφέρον, θέλει να ελκύει πάντοτε το νου προς τον εαυτό της και οι ψυχές να μένουν ακλόνητες στην ταπεινοφροσύνη, για να μην υπερηφανευτούν απέναντι των άλλων ή, από την πολλή ελευθερία και τον πλούτο των θείων χαρισμάτων, νομίσουν ότι με τη δική τους δύναμη και σύνεση απέκτησαν το μεγάλο αυτό παλάτι της ειρήνης. Γι’ αυτό επιτρέπει στα πονηρά αυτά πνεύματα να εφορμούν εναντίον των ψυχών, ενώ συγχρόνως υποχωρεί η ειρήνη τους, ώστε από το φόβο της πτώσεως να στέκονται αμετακίνητες στη μακάρια ταπείνωση, και μαθαίνοντας ότι είναι δεμένες με σάρκα και αίμα, να επιζητούν αυτό το οικείο στη φύση τους φρούριο, μέσα στο οποίο μπορούν να φυλαχθούν αβλαβείς με τη δύναμη του Πνεύματος.

Ο Θεός επιτρέπει να μας έρχονται πειρασμοί ανάλογα με την αρρώστια των παθών και τη σήψη της αμαρτίας που είναι μέσα μας, και μας ετοιμάζει το πικρό φάρμακο των κριμάτων Του είτε δριμύτερο, είτε ηπιότερο. Αν η ύλη της αμαρτίας μέσα μας αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται εύκολα, αποτελείται δηλαδή από λογισμούς φιληδονίας και φιλοζωίας, τότε το ποτήρι των πειρασμών μας δίνεται ανακατεμένο με συμπάθεια από τον Γιατρό των ψυχών μας, γιατί σφάλλομε σε ανθρώπινα νοήματα και επηρεαζόμαστε ακόμη από τα ανθρώπινα. Αν όμως η ύλη αυτή είναι δυσκολοθεράπευτη και έχει προχωρήσει σε βάθος και προξενεί σήψη θανάσιμη, καθώς αποτελείται από λογισμούς αλαζονείας και άκρας υπερηφάνειας, τότε το ποτήρι των πειρασμών μας δίνεται χωρίς αραίωση, με θυμό δριμύτατο, ώστε, μέσα στη φωτιά των αλλεπαλλήλων πειρασμών, να λιώσει και να υποχωρήσει η νόσος με την ταπείνωση και έτσι να φύγει από τις ψυχές μας. Και αφού ξεπλύνομε με δάκρυα τους αλμυρούς λογισμούς, να παρουσιαστούμε καθαροί μέσα στο φως της ταπεινώσεως στον Γιατρό των ψυχών μας.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ξεφύγουν οι αγωνιζόμενοι τους αλλεπάλληλους πειρασμούς, εκτός αν εννοήσουν βαθιά την αδυναμία τους και νομίσουν αληθινά ότι δεν έχουν καμιά αρετή, και ότι είναι ανάξιοι για οποιαδήποτε παρηγοριά ή τιμή ή ανάπαυση. Γιατί σκοπός του Θεού, του Γιατρού των ψυχών μας, είναι να είμαστε πάντοτε ταπεινοί και κατηφείς, ξένοι προς κάθε άνθρωπο και μιμητές των παθημάτων Του. Καθώς ο Ίδιος ήταν πράος και ταπεινός στην καρδιά, θέλει κι εμάς να τρέχομε το δρόμο των εντολών Του με πραότητα και ταπείνωση καρδιάς.

Η ταπείνωση δεν κατορθώνεται από το πολύ σκύψιμο του αυχένα ή από τα άπλυτα μαλλιά, ή από το ατημέλητο και τραχύ και ρυπαρό ένδυμα, από τα οποία οι περισσότεροι εξαρτούν το παν της αρετής, αλλά από συντετριμμένη καρδιά και πνεύμα ταπεινώσεως σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: «Ο Θεός δε θα απορρίψει όποιον έχει πνεύμα συντετριμμένο και καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη».

Άλλο είναι η ταπεινολογία, άλλο η ταπείνωση και άλλο η ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινολογία και η ταπείνωση κατορθώνονται από τους αγωνιζόμενους με κάθε κακοπάθεια και με τους εξωτερικούς κόπους της αρετής, καθώς αυτοί ασχολούνται μόνο με τη σωματική εργασία και γύμναση. Γι’ αυτό, επειδή δε βρίσκεται η ψυχή πάντοτε σε καλή κατάσταση, αν τύχει πειρασμός, ταράζεται. Η ταπεινοφροσύνη όμως είναι κάτι το θείο και ουράνιο και γεννιέται μόνο σ’ εκείνους που ξεπέρασαν το μέσο της αρετής με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή σ’ εκείνους οι οποίοι βάδισαν πρωτύτερα με κάθε ταπείνωση το σκληρότατο δρόμο της αρετής.

Η ταπεινοφροσύνη, όταν εισχωρήσει στα βάθη της ψυχής και πέσει πάνω της σαν βαριά πέτρα, τη συνθλίβει και τη συμπιέζει τόσο πολύ, ώστε να εξαντληθεί όλη η ισχύς της με την ακράτητη ροή των δακρύων, και να καθαρθεί ο νους από κάθε κηλίδα λογισμών και να έρθει, όμοια με τον Ησαΐα, σε οπτασία Θεού και να πει, καθώς θα βρίσκεται υπό το κράτος της θείας ενέργειας: «Αλοίμονό μου, έχω παραλύσει· γιατί ενώ είμαι άνθρωπος και εχω ακάθαρτα χείλη, και ενώ κατοικώ ανάμεσα σε λαό που εχει ακάθαρτα χείλη, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαβαώθ».

Όταν βαθιά μέσα σου αποκτήσεις την ταπεινολογία, τότε θ’ απομακρυνθεί από σένα η τάση για μεγάλα λόγια. Όταν ριζώσει η ταπείνωση στο βάθος της καρδιάς σου, τότε θ’ αποδιωχθεί από σένα τόσο η επιφανειακή, όσο και η βαθύτερη ταπεινολογία. Όταν τέλος λάβεις από το Θεό τον πλούτο της ταπεινοφροσύνης, τότε και αυτή η εξωτερική ταπείνωση και η ταπεινολογία της γλώσσας θα καταργηθούν τελείως από σένα, σύμφωνα με τον Παύλο που λέει: «Όταν έρθει το τέλειο, τότε το επιμέρους θα καταργηθεί».

Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο απέχει η αληθινή ταπεινολογία από την αληθινή ταπείνωση. Όσο ανώτερος είναι ο ουρανός από τη γη και η ψυχή από το σώμα, τόσο η ταπεινοφροσύνη, που παρέχεται στους τελείους από το Άγιο Πνεύμα, είναι τελειότερη και ανώτερη από την αληθινή ταπείνωση.

Ούτε εκείνον που μιλάει ταπεινά, με σχήμα και εμφάνιση ταπεινώσεως, να νομίσεις εύκολα ότι είναι ταπεινός στην καρδιά, ούτε εκείνον που μιλά με λόγια υψηλά και μεγάλα να νομίσεις ότι είναι γεμάτος από αλαζονεία και υπερηφάνεια, χωρίς να τους δοκιμάσεις. Και θα τους καταλάβεις από τους καρπούς τους.

Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, αγαθοσύνη, μακροθυμία, χρηστότητα, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Ο καρπός του πονηρού πνεύματος είναι μίσος, κοσμική αθυμία, ακαταστασία της ψυχής, ταραχή της καρδίας, πονηρία, περιέργεια, αδιαφορία, οργή, απιστία, φθόνος, πολυφαγία, μέθη, κακολογία, κατάκριση, επιθυμία των οφθαλμών, υπερηφάνεια και αλαζονεία της ψυχής. Απ’ αυτούς τους καρπούς θα αναγνωρίσεις το δένδρο. Και έτσι θα αναγνωρίζεις τι πνεύμα έχει καθένας που σε πλησιάζει. Ακόμα, έχεις και πιο έκδηλα τα σημάδια τους από τα λόγια του Κυρίου: «Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει από το αγαθό απόθεμα της καρδιάς του τα αγαθά, ενώ ο κακός άνθρωπος βγάζει από το κακό απόθεμα της καρδιάς του τα κακά». Γιατί κατά το δένδρο είναι και ο καρπός.

Σ’ εκείνους λοιπόν που υπάρχουν και φαίνονται τα σημάδια του Αγίου Πνεύματος, σ’ αυτούς κατοικεί ο Θεός, κι από αυτούς αναβρύζει η καθαρή πηγή του λόγου με σοφία και γνώση, είτε ταπεινολογούν, είτε λένε μεγάλα λόγια. Σ’ εκείνους που δεν φαίνονται οι καρποί και τα χαρίσματα του Πνεύματος, αλλά τα σημάδια του πονηρού πνεύματος, σ’ αυτούς υπάρχει σκοτάδι άγνοιας του Θεού, πλήθος παθών και κατοίκηση πονηρών πνευμάτων, είτε ταπεινά μιλούν και φορούν, είτε λένε μεγάλα λόγια και έχουν στολή επίσημη και εξωτερική μεγαλοπρέπεια.

Η αλήθεια δεν έχει διακριτικό γνώρισμα στα πρόσωπα ή στα σχήματα ή στα λόγια, ούτε σ’ αυτά αναπαύεται ο Θεός, αλλά σε καρδιές συντετριμμένες και σε πνεύματα με ταπείνωση και σε ψυχές φωτισμένες από τη γνώση του Θεού. Συμβαίνει να βλέπομε κανένα να χαμηλώνει εξωτερικά την ομιλία του και να χρησιμοποιεί προς όλους λέξεις ταπεινές, κυνηγώντας έτσι τον έπαινο των ανθρώπων, εσωτερικά όμως να είναι γεμάτος υπερηφάνεια, δολιότητα, φθόνο και μνησικακία προς τον πλησίον. Και συμβαίνει άλλοτε να βλέπομε κάποιον να μάχεται για τη δικαιοσύνη με μεγάλα και σοφά λόγια εξωτερικά και ν’ αγωνίζεται κατά του ψεύδους και της παραβάσεως των θείων νόμων, να αποβλέπει δηλαδή μόνο στην αλήθεια, και εσωτερικά να είναι γεμάτος από μετριοφροσύνη, ταπείνωση και αγάπη προς τον πλησίον· κάποτε μάλιστα και να καυχιέται στο όνομα του Κυρίου, όπως έκανε και ο Παύλος λέγοντας: «Θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου».

Ο Θεός δεν παρατηρεί την επιφάνεια εκείνων που λέμε και κάνομε, αλλά τις διαθέσεις των ψυχών και το σκοπό για τον οποίο κάνομε κάτι απ’ όσα φαίνονται ή λέμε κάτι απ’ όσα νοούνται. Όπως ακριβώς και όσοι υπερτερούν κατά τη σύνεση από τους λοιπούς, προσέχουν περισσότερο τα κίνητρα των λόγων και τα αποτελέσματα των έργων, και βγάζουν συμπεράσματα χωρίς να σφάλλουν. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά .

Ο Θεός έκρινε ότι δεν έπρεπε από γενιά σε γενιά να μην παρουσιάζει, μέσω του Πνεύματος, κάποιους προφήτες και φίλους Του για να καταρτίζουν την Εκκλησία Του. Αν δηλαδή ο αρχαίος δράκοντας δε σταμάτησε να ξερνά το δηλητήριο της αμαρτίας στ’ αυτιά των ανθρώπων, με το οποίο προκαλείται η απώλεια της ψυχής, πως Εκείνος που μόνος Του έπλασε τις καρδιές των ανθρώπων, δε θα σηκώσει τον άπορο που κάθεται στο χώμα της ταπεινώσεως και το φτωχό που βρίσκεται στην κοπριά των παθών, και δε θα του δώσει το ξίφος του Πνεύματος, το οποίο είναι ο λόγος του Θεού, στέλνοντάς τον να βοηθήσει την κληρονομιά Του; Εύλογα λοιπόν εκείνοι που απαρνούνται τους εαυτούς των, αρχίζουν από την ταπείνωση και τρέχουν ψηλά στο ύψος της γνώσεως. Και δίνεται σ’ αυτούς από ψηλά λόγος σοφίας με δύναμη Θεού, για να φέρουν το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας στην Εκκλησία Του.

Γνώρισε τον εαυτό σου. Αυτό είναι η όντως αληθινή ταπείνωση, που διδάσκει την ταπεινοφροσύνη και συντρίβει την καρδιά. Και να εργάζεσαι γι’ αυτό το πράγμα και να το φυλάγεις. Αν όμως δε γνώρισες ακόμη τον εαυτό σου, τότε ούτε τι είναι ταπείνωση γνωρίζεις, ούτε άρχισες την αληθινή πνευματική εργασία και φύλαξη. Γιατί το να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου είναι ο σκοπός της εργασίας των αρετών.

Εκείνος που από την καθαρότητά του έφτασε στη γνώση των όντων, αυτός γνώρισε τον εαυτό του σύμφωνα με το ρητό «γνώθι σαυτόν». Εκείνος όμως που δεν έφτασε ακόμη στη γνώση των λόγων της κτίσεως και των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων, γνώρισε βέβαια τα γύρω απ’ αυτόν και τα εξω απ’ αυτόν, δε γνώρισε όμως διόλου τον εαυτό του.

Άλλο είμαι εγώ και άλλο τα σχετιζόμενα μ’ εμένα· άλλο επίσης είναι τα σχετιζόμενα μ’ εμένα, κι άλλο τα γύρω από μένα· κι από αυτά, άλλο είναι τα εξω από μένα. Εγώ είμαι εικόνα του Θεού, που φαίνεται σε ψυχή νοερή και αθάνατη και λογική, επειδή έχω το νου πατέρα του λόγου, αδιαίρετο από την ψυχή και ομοούσιο μ’ αυτήν. Τα σχετιζόμενα μ’ εμένα είναι οι έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπου να βασιλεύει και να άρχει στην κτίση, να είναι λογικός και αυτεξούσιος. Τα γύρω από μένα είναι όσα μπορώ να διαλέξω με την προαίρεση μου: το να είμαι γεωργός, ή έμπορος, ή άνθρωπος των γραμμάτων, ή φιλόσοφος. τα έξω από μένα είναι όσα αναφέρονται στις κοινωνικές τιμές και στην κατά κόσμον ευγένεια, όπως είναι ο πλούτος, η δόξα, η τιμή, η ευημερία, τα μεγάλα αξιώματα, ή αντιθέτως η φτώχεια, η αδοξία, η ατιμία, η δυστυχία.

Εκείνος που γνώρισε τον εαυτό του, τερμάτισε όλα τα κατά Θεόν έργα του και μπήκε στον άγιο τόπο του Θεού, δηλαδή στη νοερή εργασία του Πνεύματος και στο θεϊκό λιμάνι της απάθειας και της ταπεινώσεως. Εκείνος όμως που δεν έφτασε να γνωρίσει τον εαυτό του δια μέσου της ταπεινοφροσύνης και της γνώσεως, βαδίζει ακόμη στη ζωή του με μόχθο και ιδρώτα. Αυτό υπαινίσσεται ο Δαβίδ όταν λέει: «Αυτόν τον κόπο αντιμετωπίζω ώστε να μπω στον άγιο τόπο του Θεού».

Όταν γνωρίσει κανείς καλά τον εαυτό του –και γι’ αυτό απαιτείται μεγάλη εξωτερική προσοχή και αποχή από τα κοσμικά πράγματα και εξέταση της συνειδήσεως–, τότε ξαφνικά έρχεται υπέρλογα στην ψυχή και κάποια θεία ταπείνωση. Αυτή προξενεί συντριβή στην καρδιά και δάκρυα θερμής κατανύξεως, ώστε να νομίζει εκείνος που κατέχεται από αυτήν ότι είναι χώμα και στάχτη, σκουλήκι κι όχι άνθρωπος, κι ακόμη ότι δεν είναι άξιος ούτε γι’ αυτή την κτηνώδη ζωή. Και τούτο λόγω της υπερβολικής δωρεάς του Θεού, στην οποία εκείνος που αξιώθηκε να πολυκαιρίσει, γεμίζει από άλλη ανέκφραστη μέθη, την κατάνυξη, και κατεβαίνει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης. Και βγαίνοντας έξω από τον εαυτό του δε λογαριάζει τίποτε από τα εξωτερικά, φαγητά, ποτά και σκεπάσματα του σώματος, εκτός από τα απαραίτητα, γιατί δέχθηκε την καλή αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου.

Μεταξύ των αρετών μεγαλύτερη είναι η ταπείνωση. Αυτή, σε όποιους φυτευτεί μέσα τους με την ειλικρινή μετάνοια, παίρνοντας συνοδοιπόρους την προσευχή και την εγκράτεια, τους ελευθερώνει αμέσως από τη δουλεία των παθών, χορηγεί ειρήνη στις ψυχικές τους δυνάμεις και καθαρίζει την καρδιά με τα δάκρυα, γεμίζοντάς την γαλήνη με την επιφοίτηση του Πνεύματος. Αφού λοιπόν αυτοί διαμορφωθούν έτσι, ισχυροποιείται μέσα τους από αυτό ο λόγος της γνώσεως του Θεού και φτάνουν στη θεωρία των μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών και των ίδιων των λόγων της δημιουργίας. Και όσο εμβαθύνουν στα βάθη του Πνεύματος, τόσο περισσότερο βυθίζονται στο βυθό της ταπεινοφροσύνης. Απ’ αυτό αυξάνεται σ’ αυτούς η επίγνωση των μέτρων τους, γνωρίζουν την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως και πολλαπλασιάζεται η αγάπη στο Θεό και τους πλησίον, ώστε να θεωρούν ότι αντλούν αγιασμό και μόνον από τον χαιρετισμό και τον πλησιασμό εκείνων που συναναστρέφονται.

Τίποτε άλλο δε φτερώνει τόσο την ψυχή στον έρωτα του Θεού και στην αγάπη των ανθρώπων, όσο η ταπεινοφροσύνη, η κατάνυξη και η καθαρή προσευχή. Η πρώτη συντρίβει το πνεύμα, κάνει ν’ αναβλύσουν πηγές δακρύων και διδάσκει τον άνθρωπο να γνωρίζει τα μέτρα του, φέρνοντας μπροστά του την ανθρώπινη μικρότητα. Η δεύτερη καθαρίζει το νου από την ύλη, φωτίζει τα μάτια της καρδιάς και κάνει την ψυχή ολόλαμπρη. Η τρίτη ενώνει ολόκληρο τον άνθρωπο με το Θεό, τον κάνει συνόμιλο με τους Αγγέλους, του δίνει να γευθεί τη γλυκύτητα των αιωνίων αγαθών του Θεού, του χορηγεί θησαυρούς μεγάλων μυστηρίων και, πυρπολώντας τον με την αγάπη, τον πείθει να θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των αγαπητών του, επειδή ξεπέρασε τα όρια της ταπεινότητας του σώματος.

Φύλαγε καλά την καλή παρακαταθήκη της πλουτοποιού ταπεινώσεως, μέσα στην οποία έχουν κατατεθεί οι απόκρυφοι θησαυροί της αγάπης και φυλάγονται τα μαργαριτάρια της κατανύξεως. Εκεί και ο Βασιλεύς Χριστός ο Θεός αναπαύεται σαν σε χρυσοκόλλητο θρόνο, μοιράζει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές της ταπεινώσεως, και τους χαρίζει τα μεγάλα αξιώματά Του. Δηλαδή τον λόγο της γνώσεώς Του, την απόρρητη σοφία Του, τη διόραση των θείων πραγμάτων, την προόραση των ανθρωπίνων πραγμάτων, τη ζωοποιό νέκρωση, δια μέσου της απάθειας, και την ένωση μαζί Του, για να συμβασιλεύουν με Αυτόν στη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, όπως ο Ίδιος παρακάλεσε τον Πατέρα Του για μας, λέγοντας: «Πατέρα, θέλω αυτοί που μου έδωσες, να είναι όπου είμαι κι εγώ».

Όταν, ενώ κανείς κοπιάζει πρακτικά στην εργασία των εντολών, βρεθεί ξαφνικά σε μια ανεκλάλητη και ανέκφραστη χαρά, ώστε να υποστεί μια παράδοξη και υπέρλογη αλλοίωση, έτσι που να αποβάλει το βάρος του σώματος και να λησμονήσει φαγητό, ύπνο και τις άλλες ανάγκες της φύσεως, ας γνωρίζει ότι αυτή είναι επίσκεψη του Θεού σ’ αυτόν, η οποία προξενεί στους αγωνιζόμενους τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει σ’ αυτούς από εδώ ήδη την κατάσταση των Ασωμάτων. Αυτής της μακάριας ζωής, πρόξενος είναι η ταπείνωση· τροφός και μητέρα, η αγία κατάνυξη· φίλη και αδελφή, η θεωρία του θείου φωτός· θρόνος, η απάθεια· και τέλος, η Αγία Τριάδα, ο Θεός.

Εκείνος που κατέκτησε, σαν κάποια ακρόπολη, αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί να κρατιέται κάτω από τα δεσμά της αισθήσεως των ορατών. Δεν βλέπει τίποτε πλέον από τα τερπνά του βίου, δε διακρίνει τον ανόσιο από τον όσιο. Αλλά όπως ο Θεός βρέχει και ανατέλλει τον ήλιο για δικαίους και αδίκους, πονηρούς και αγαθούς, όμοια και αυτός ανατέλλει και απλώνει προς όλους τις ακτίνες της αγάπης και δε νιώθει στενοχώρια μέσα του εγκυμονώντας την αγάπη προς όλους· μόνο στενοχωριέται και θλίβεται που δεν ευεργετεί όσο θέλει. Από αυτόν, σαν από την Εδέμ, πηγάζει κάποια άλλη πηγή, η πηγή της κατανύξεως, που διαιρείται σε τέσσερις διακλαδώσεις – στην ταπεινοφροσύνη, στην αγνότητα, στην απάθεια και στην υψηλή απερίσπαστη προσευχή– και ποτίζει το πρόσωπο όλης της νοητής κτίσεως του Θεού.

Εκείνοι που δε γεύτηκαν τη γλυκύτητα των δακρύων της κατανύξεως και δε γνωρίζουν ποια είναι η χάρη και η ενέργειά της, νομίζουν ότι αυτά δε διαφέρουν διόλου από τα δάκρυα που χύνονται για τους νεκρούς, και πλάθουν για τον εαυτό τους διάφορες δικαιολογίες αβάσιμες και συλλογισμούς αμηχανίας. Αυτά όμως τα δάκρυα είναι για μας φυσικά· και όταν η υπεροψία του νου κλίνει στην ταπείνωση και η ψυχή κλείσει τα μάτια της στην απάτη των ορατών πραγμάτων και τα ανοίξει προς μόνη τη θεωρία του άυλου και πρώτου Φωτός, αφού αποτινάξει όλη την αίσθηση του κόσμου και δεχθεί την ουράνια παρηγοριά του Πνεύματος, παρευθύς τα δάκρυα τρέχουν σαν νερά από πηγή και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και γεμίζουν το νου από κάθε χαρά και θεϊκό φως. Κι ακόμη, συντρίβουν την καρδιά και κάνουν το νου ταπεινόφρονα κατά τη θεωρία των θείων. Αυτά είναι αδύνατο να συμβούν σ’ εκείνους που θρηνούν και κλαίνε για άλλους λόγους.

Αδύνατο με άλλον τρόπο να ανοίξει η πηγή των δακρύων, χωρίς βαθύτατη ταπεινοφροσύνη. Ούτε πάλι μπορεί να είναι κανείς ταπεινόφρων χωρίς την κατάνυξη που έρχεται από την επίσκεψη του Πνεύματος. Γιατί την κατάνυξη γεννά η ταπεινοφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη η κατάνυξη μέσω του Αγίου Πνεύματος. Η μία δηλαδή δένεται με την άλλη σαν αλυσίδα και αποτελούν μία χάρη, διατηρώντας αδιάσπαστο τον σύνδεσμο του Πνεύματος.

Το φως που το Άγιο Πνεύμα παρέχει στην ψυχή, συνήθως χάνεται εξαιτίας ραθυμίας, αμέλειας και αδιαφορίας στα λόγια και στα φαγητά. Γιατί η αδιαφορία στα φαγητά, η τρυφηλή δίαιτα, η ακράτεια της γλώσσας και η αφυλαξία των ματιών, διώχνουν το φως του Αγίου Πνεύματος και μας κάνουν σκοτεινούς. Και όταν γεμίσομε σκοτάδι, τότε όλα τα θηρία του αγρού της καρδίας μας και τα λιονταρόπουλα, οι λογισμοί δηλαδή των παθών, τριγυρίζουν μέσα σ’ αυτή, ουρλιάζοντας και ζητώντας να τραφούν με εμπάθεια και να αρπάξουν το θησαυρό που έχει βάλει μέσα μας το Πνεύμα. Αλλά η όντως αγαπητή εγκράτεια και η αγγελοποιός προσευχή, όχι μόνο δεν επιτρέπουν να περάσει τίποτε τέτοιο κοντά στην ψυχή, αλλά και το φως του Πνεύματος το διατηρούν άσβηστο στο νου και κάνουν την καρδιά ήρεμη· ακόμη, πηγάζουν αγνή τη θεία κατάνυξη, πλατύνουν την ψυχή στην αγάπη του Θεού και την ενώνουν ολόκληρη, μέσω της ευφροσύνης και της παρθενίας, με το Χριστό.

Τίποτε άλλο δεν είναι τόσο συγγενές με το λογικό, όσο η αγνότητα και η σωφροσύνη της ψυχής. Αυτών μητέρα είναι η περιεκτική και αγαπητή εγκράτεια. Πατέρας της εγκράτειας είναι ο φόβος. Ο φόβος, όταν μεταβληθεί σε πόθο και ενωθεί με την επιθυμία των θείων πραγμάτων, κάνει την ψυχή άφοβη και γεμάτη από την αγάπη του Θεού και μητέρα του θείου λόγου.

Ο φόβος, όταν ενωθεί με την ψυχή, την κάνει να εγκυμονεί με τη μετάνοια το λόγο της Κρίσεως, οπότε την περικυκλώνουν αμέσως οι ωδίνες των κολάσεων του άδη και την κατατυραννούν στεναγμοί και πόνοι και σφίξιμο της καρδίας, καθώς συλλογίζεται τη μέλλουσα ανταπόδοση των κακών πράξεων. Κατόπιν, αφού με πολλά δάκρυα και πόνους αναπτύξει μέσα στην κοιλία της διάνοιάς της το πνεύμα σωτήριας που συνέλαβε, το γέννα στη γη της καρδίας της. Και, ελευθερωμένη από τις ωδίνες του άδη και απαλλαγμένη από τους στεναγμούς της κρίσεως, την κυριεύει πόθος και χαρά των μελλόντων αγαθών και την προϋπαντά η αγαπητή αγνεία μαζί με τη σωφροσύνη, που με τον θείο έρωτα την ενώνει με το Θεό. Όταν ενωθεί η ψυχή με το Θεό, αισθάνεται μια ανέκφραστη ηδονή, ώστε ν’ αφήνει να ρέουν με ηδονή και γλυκύτητα τα δάκρυα της κατανύξεως, να αποξενώνεται από την παγκόσμια αίσθηση, να τρέχει σαν εκστατική πίσω από τον Νυμφίο και να φωνάζει με φωνές αλάλητες: «Θα τρέξω πίσω σου ακολουθώντας την ευωδία των μύρων σου. Πες μου εσύ, που σ’ αγάπησα μ’ όλη τη διάθεσή μου, πού βόσκεις τα πρόβατα σου; Πού τα αναπαύεις; Σε μεσημέρι καθαρής θεωρίας; Πες μου, μήπως βρεθώ κι εγώ στο ποίμνιο των δικαίων. Εσύ παρέχεις ελλάμψεις μυστηρίων μεγάλων.». Αυτήν, αφού ο Νυμφίος την οδηγήσει στο θάλαμο των κρυπτών μυστηρίων Του, την κάνει άξια να θεωρεί με σοφία τους λόγους της κτίσεως.

Μην πεις με το νου σου, «είναι αδύνατο πλέον να ξαναποκτήσω την αγνότητα της παρθενίας, αφού έπεσα με ποικίλους τρόπους στη φθορά και στη μανία του σώματος». Γιατί όπου καταβληθούν κόποι μετάνοιας, με κακοπάθεια και θέρμη ψυχής, και τρέξουν ποταμοί δακρύων από κατάνυξη, όλα τα οχυρά της αμαρτίας πέφτουν, σβήνει κάθε πυρκαγιά των παθών, τελείται η ουράνια αναγέννηση με την επέλευση του Παρακλήτου και γίνεται πάλι η ψυχή παλάτι αγνείας και παρθενίας. Και αφού κατεβεί στην ψυχή ο υπέρ τη φύση Θεός, με φως και ανέκφραστη χαρά, κάθεται στο νου της σαν σε ψηλό και ένδοξο θρόνο και δίνει ειρήνη στις δυνάμεις της με τα έξης λόγια: «Ειρήνη σε σας από τα πάθη που σας πολεμούν. Σας δίνω την ειρήνη μου, ώστε να ενεργείτε κατά φύση. Σας αφήνω την ειρήνη μου ώστε να τελειωθείτε στην υπέρ φύση κατάσταση». Θεραπεύοντας λοιπόν ο Θεός, με την τριπλή αυτή ειρηνική δωρεά, τα τρία μέρη της ψυχής και ανυψώνοντάς την στην τριαδική τελειότητα και ενώνοντάς την με τον εαυτό Του, την αποκαθιστά ολόκληρη πλέον παρθένο, όμορφη και ωραία, αναχωνεύοντάς την με την ευωδία των μύρων της αγνείας, και της λέει: «Σήκω, όμορφη περιστέρα μου, έλα κοντά μου με την πρακτική φιλοσοφία· γιατί ιδού, ο χειμώνας των παθών πέρασε, η βροχή των φιλήδονων λογισμών έφυγε και χάθηκε, φάνηκαν τα άνθη των αρετών, με την ευωδία των θείων νοημάτων, πάνω στη γη της καρδιάς σου. Σήκω, έλα κοντά μου με τη γνώση της φυσικής θεωρίας. Και πάλι, έλα εσύ περιστέρα μου, μόνη σου, τυλιγμένη στο γνόφο της μυστικής θεολογίας και στη στερεή σαν βράχο πίστη σε Μένα, το Θεό.».

Θεωρώ μακάριο για την καλή αλλοίωση και ανάβασή του εκείνον που με την πρακτική φιλοσοφία υπερπήδησε το τείχος της εμπαθέστατης έξεως, και από εκεί, με τα φτερά της απάθειας, τα επαργυρωμένα με τη γνώση, υψώθηκε στο νοητό αέρα της θεωρίας των όντων και, στη συνέχεια, εισέδυσε στο γνόφο της θεολογίας, όπου τερμάτισε όλα αυτά τα έργα του και αναπαύθηκε μέσα στο Θεό που είναι η μακάρια ζωή. Γιατί έτσι έγινε πλέον επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος και δόξασε το Θεό με το βίο του, γι’ αυτό ο Θεός θα τον δοξάσει.

Όσοι αγαπούν το νόμο του Θεού, έχουν πολλή ειρήνη και δεν υπάρχει γι αυτούς αιτία σκανδαλισμού . Γιατί στο Θεό αρέσουν όχι όσα αρέσουν στους ανθρώπους, αλλά όσα φαίνονται ίσως όχι καλά, είναι όμως κατά τη φύση τους πολύ καλά για όποιον γνωρίζει τους λόγους των όντων και των δημιουργημάτων.

Το άριστο είναι να πεθάνει κανείς για τον κόσμο και να ζήσει για το Χριστό. Γιατί, διαφορετικά, δεν μπορεί να αναγεννηθεί, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου· κι αν κανείς δεν αναγεννηθεί, ούτε στη βασιλεία του Θεού μπορεί να μπει. Αυτή η γέννηση γίνεται με την υποταγή σε πνευματικούς πατέρες. Γιατί αν δε δεχθούμε πρωτύτερα μέσα μας το σπόρο του λόγου με τη διδασκαλία των πατέρων και δεν υιοθετηθούμε δια μέσου αυτών από το Θεό, δεν μπορούμε να αναγεννηθούμε. Έτσι και οι δώδεκα Απόστολοι από έναν γεννήθηκαν, το Χριστό, και οι εβδομήντα Απόστολοι από τους δώδεκα, και υιοθετήθηκαν από το Θεό και Πατέρα, όπως είπε ο Κύριος: «Εσείς είστε υιοί του επουράνιου Πατέρα μου». Γι’ αυτό και σ’ εμάς ο Παύλος λέει: «Κι αν έχετε αμέτρητους παιδαγωγούς στην κατά Χριστόν ζωή, δεν έχετε όμως και πολλούς πατέρες. Εγώ σας γέννησα, γίνετε μιμητές μου.» Το να μην υποταχθεί κανείς σε πνευματικό πατέρα κατά μίμηση του Χριστού που υποτάχθηκε μέχρι σταυρικού θανάτου στον Πατέρα Του, σημαίνει και ότι δε θα αναγεννηθεί. Εκείνος τώρα που δεν έγινε αγαπητός υιός αγαθού πατέρα, και έτσι δεν αναγεννήθηκε από το Λόγο και το Πνεύμα, πώς θα γίνει ο ίδιος αγαθός πατέρας αγαθών υιών και πώς θα γεννήσει αγαθά πνευματικά τέκνα, όμοια στην αγαθότητα με τον πατέρα τους; Διαφορετικά, κατά το δένδρο θα είναι οπωσδήποτε και ο καρπός του.

Κακό πράγμα είναι η απιστία, το κάκιστο γέννημα της πονηρής φιλαργυρίας και του φθόνου. Αν λοιπόν αυτή είναι κακό, πόσο μάλλον η μητέρα της; Αφού αυτή κάνει την αγάπη του χρυσού προτιμότερη στους ανθρώπους από την αγάπη του Χριστού και τον Δημιουργό του χρυσού τον βάζει παρακάτω από αυτόν και πείθει να λατρεύουν αυτόν παρά το Θεό, εκείνοι που προσφέρουν λατρεία στην κτίση και όχι στον Κτίστη και στη θέση της αλήθειας του Θεού βάζουν το ψέμμα’. Αν λοιπόν η νόσος της φιλαργυρίας είναι τέτοιο κακό, ώστε να ονομαστεί δεύτερη ειδωλολατρία, άρα δεν ξεπερνά κάθε βαθμό κακίας η ψυχή που πάσχει θεληματικά από αυτήν;

Αν θέλεις να είσαι φίλος του Χριστού, πρέπει να μισήσεις το χρυσό και την αχόρταγη αγάπη του, γιατί στρέφει τη διάνοια στον εαυτό της και την απομακρύνει από τη γλυκύτατη αγάπη του Ιησού, η οποία δεν φανερώνεται με λόγια, αλλά με την εργασία των εντολών Του. Αν όμως επιθυμείς, αλοίμονο, τον χρυσό, θα τον κερδίσεις προσωρινά κρύβοντάς τον στη γη, αφού θεωρείς κέρδος και όχι πολύ μεγάλη ζημία την αγάπη του, προτιμώντας την από το Χριστό, αλλά, να ξέρεις, θα ζημιωθείς το Χριστό και κοντά στην απώλεια αυτή θα χάσεις και το Θεό, που είναι το κεφάλαιό σου και που χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ζωή σωτηρίας για τους ανθρώπους.

Αν αγαπάς το χρυσό, δεν αγαπάς το Χριστό. Αν λοιπόν δεν αγαπάς το Χριστό αλλά αγαπάς το χρυσό, παρατήρησε με ποιόν σε κάνει όμοιο αυτός ο τύραννος· με τον Ιούδα, τον μαθητή τον άπιστο, τον φίλο που αποδείχθηκε επίβουλος και φέρθηκε με πολλή κακία στον κοινό Κύριο και ξέπεσε άθλια από την πίστη και την αγάπη Εκείνου και ρίχθηκε στο βυθό της απελπισίας. Αυτού το παράδειγμα φοβούμενος και συ, άκουσέ με και απόφευγε το χρυσό και την αγάπη του, για να μπορέσεις να κερδίσεις το Χριστό, αγαπώντας τον εαυτό σου. Αν όχι, πάντως ξέρεις τον τόπο όπου κατέληξε ο Ιούδας.

Χωρίς να κληθείς από το Θεό, μην επιδιώξεις ποτέ να καταλάβεις εκκλησιαστικό αξίωμα με χρήματα, ή με βοήθεια ανθρώπων, ή με δική σου απαίτηση, και αν ακόμη βλέπεις τον εαυτό σου ικανό να ωφελήσει ψυχές. Γιατί υπάρχουν τρία ενδεχόμενα, και θα σου συμβεί ένα από αυτά. Ή θα έρθει επάνω σου αγανάκτηση και οργή Θεού με ποικίλους πειρασμούς και συμφορές και θα σε πολεμήσουν όχι μόνον όλοι οι άνθρωποι, αλλά και όλη η κτίση σχεδόν, και θα γεμίσει στεναγμούς η ζωή σου. Ή θα υπερισχύσουν οι αντίπαλοί σου και θα καθαιρεθείς με μεγάλη ντροπή από τη θέση σου· ή θα πεθάνεις πρόωρα και θα χωριστείς από αυτή τη ζωή.

Δεν είναι δυνατό να καταφρονήσει κανείς τη δόξα ή την ατιμία και να ανυψωθεί πάνω από την ηδονή και την οδύνη, αν δεν αξιωθεί να βλέπει τα τέλη των πραγμάτων. Γιατί όταν δει τα τέλη κάθε δόξας και ηδονής, κάθε τρυφής και πλούτου και καλοπέρασης, ότι καταλήγουν στο μηδέν, καθώς ο θάνατος τα διαδέχεται και τα καταστρέφει, τότε αφού διαπιστώσει αναμφισβήτητη ματαιότητα στα ανθρώπινα πράγματα, στρέφει τις αισθήσεις του προς τα τέλη των θείων πραγμάτων. Και πιάνεται από εκείνα που υπάρχουν και που ποτέ δεν μπορούν να φθαρούν· και καθώς αυτά επιζητεί, ξεπερνά την οδύνη και την ηδονή. Ξεπερνά την οδύνη, γιατί κατανίκησε τη φιληδονία, τη φιλοδοξία και τη φιλοχρηματία της ψυχής· και ξεπερνά την ηδονή, γιατί αποτίναξε την αίσθηση του κόσμου. Γι’ αυτό είτε δέχεται τιμές, είτε ατιμίες, μένει ο ίδιος· είτε βρίσκεται σε οδύνη σωματική, είτε σε άνεση, ευχαριστεί σε όλα το Θεό, και δε στρέφει στα χαμηλά το λογισμό του.

Είναι δυνατόν, ο αγωνιστής να συμπεραίνει και από τα όνειρα για τις κινήσεις και τις διαθέσεις της ψυχής και να φροντίζει για την κατάστασή του. Γιατί σύμφωνες με τη διάθεση και τις φροντίδες του εσωτερικού ανθρώπου είναι και οι κινήσεις του σώματος και οι φαντασίες του νου. Αν λοιπόν κανείς έχει ψυχή φιλόυλη και φιλήδονη, φαντάζεται απόκτηση πραγμάτων και αφθονία χρημάτων, μορφές γυναικών και εμπαθείς μίξεις, από τις οποίες του μένει ο βρωμερός χιτώνας και ο μολυσμός της σάρκας. Αν έχει ψυχή πλεονεκτική και φιλάργυρη, βλέπει τα πάντα σαν χρυσό και ότι τον μαζεύει και τον πολλαπλασιάζει με τους τόκους και τον αποθηκεύει σε θησαυροφυλάκια και έτσι καταδικάζεται ως άσπλαχνος. Αν έχει ψυχή θυμώδη και φθονερή, καταδιώκεται στα όνειρα από θηρία και φαρμακερά ερπετά και βασανίζεται από φόβους και δειλία. Αν η ψυχή του είναι φουσκωμένη από κενοδοξία, φαντάζεται επευφημίες και προϋπαντήσεις λαού, και θρόνους άρχοντα και ηγεμόνα, και για εκείνα που δεν έχει αποκτήσει, έχει τη διάθεση, ακόμη και ξυπνητός, σαν να υπάρχουν ή σαν να πρόκειται να υπάρξουν σύντομα. Αν έχει ψυχή υπερήφανη και γεμάτη αλαζονεία, βλέπει τον εαυτό του να κάθεται σε λαμπρότατα οχήματα, και καμιά φορά ότι έχει φτερά και πετά στον αέρα και ότι όλοι τρέμουν το μεγαλείο της εξουσίας του. Το ίδιο και ο φιλόθεος άνθρωπος, που έχει ζήλο στην εργασία της αρετής και είναι δίκαιος στους αγώνες της ευσέβειας και έχει ψυχή καθαρή από την επίδραση της ύλης, βλέπει στον ύπνο του εκβάσεις μελλόντων πραγμάτων και αποκαλύψεις φρικτών θεαμάτων. Και όταν ξυπνά, πάντοτε βρίσκει τον εαυτό του να προσεύχεται με κατάνυξη και ειρηνική κατάσταση της ψυχής και του σώματος, ώστε στο πρόσωπο να έχει τα δάκρυα, και στα χείλη τη συνομιλία με το Θεό.

Από όσα βλέπομε στον ύπνο μας, άλλα είναι όνειρα, άλλα οράσεις και άλλα αποκαλύψεις. Τα όνειρα είναι όσα δεν μένουν στη φαντασία του νου αμετάβλητα, αλλά εμφανίζονται συγκεχυμένα και αλλεπάλληλα και συνεχώς μεταβαλλόμενα από το ένα στο άλλο. Απ’ αυτά καμιά ωφέλεια δεν παίρνει όποιος τα φαντάζεται, και μετά το ξύπνημα χάνεται και η ίδια η φαντασία, την οποία οι αγωνιστές πρέπει να την καταφρονούν. Οι οράσεις είναι όσες είναι αμετάβλητες και δε μετασχηματίζονται από το ένα στο άλλο, αλλά μένουν τυπωμένες στο νου πολλά χρόνια και αξέχαστες. Επίσης όσες δείχνουν έκβαση μελλόντων πραγμάτων και προξενούν ωφέλεια ψυχής από κατάνυξη και φοβερά θεάματα, και κάνουν εκείνον που τις βλέπει σκεφτικό και έντρομο από την αναλλοίωτη φρικτή θεωρία όσων βλέπει. Γι’ αυτό οι αγωνιστές πρέπει να υπολογίζουν τις οπτασίες πολύ. Oι αποκαλύψεις είναι οι θεωρίες της καθαρότατης και φωτισμένης ψυχής που γίνονται έξω από κάθε αίσθηση και που περιέχουν δύναμη κάποιων παραδόξων και θείων πραγμάτων και νοημάτων, μυσταγωγία των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού, εκβάσεις πολύ σπουδαίων υποθέσεών μας και την κοινή μεταβολή των κοσμικών και ανθρωπίνων πραγμάτων.

Από τα παραπάνω, τα όνειρα προσιδιάζουν στους υλικούς και φιλόσαρκους ανθρώπους που έχουν την κοιλιά για Θεό(Φιλιπ. 3, 19) και που διακρίνονται για την ακολασία του χορτασμού και για το σκοτάδι του νου τους, λόγω βίου αμελούς και παραδομένου στα πάθη, και τους οποίους εμπαίζουν οι δαίμονες προκαλώντας τους στον ύπνο φαντασίες. Οι οράσεις είναι των αγωνιστών που καθαιρούν τα αισθητήρια της ψυχής τους, και με το περιεχόμενο των οράσεων βοηθούνται πολύ να κατανοούν τα θεία και να προοδεύουν στην αρετή. Οι αποκαλύψεις είναι των τελείων, οι οποίοι δέχονται την ενέργεια του θείου Πνεύματος και είναι ενωμένοι με το Θεό με την ψυχή τους που θεολογεί.

Δεν είναι αληθινά όλα όσα φαίνονται στον ύπνο, ούτε εντυπώνονται στο νου όλων, αλλά μόνο εκείνων που ο νους τους έχει καθαρθεί και έχουν οξυμένα τα αισθητήρια της ψυχής και ανέβηκαν στη φυσική θεωρία, και δεν έχουν καμία φροντίδα για πράγματα του βίου, ούτε καμία μέριμνα για την παρούσα ζωή. Αυτών οι μακρές ασιτίες κατέληξαν στην περιεκτική εγκράτεια και οι κατά Θεόν ιδρώτες και κόποι τους έφεραν στον άγιο τόπο του Θεού(Ψαλμ. 72, 17), δηλαδή στη γνώση των όντων, μαζί με την ανώτερη σοφία. Ο βίος τους είναι αγγελικός και η ζωή τους είναι πια κρυμμένη στο Θεό(Κολ. 3, 3) και η προκοπή τους από την ιερή ησυχία τούς έχει ανεβάσει σε θέση προφητών της εκκλησίας του Θεού. Γι’ αυτούς μίλησε ο Θεός και στο Μωυσή: «Αν παρουσιαστεί ανάμεσά σας προφήτης, θα του φανερωθώ στον ύπνο και θα του μιλήσω σε όραμα»(αΕ. 12, 6), και στον Ιωήλ: «Και έπειτα από αυτά, θα συμβεί να χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο. Έτσι, οι γιοί σας και οι θυγατέρες σας θα προφητέψουν και οι γέροντές σας θα δουν θεϊκά όνειρα και οι νέοι σας θα δουν οράσεις.»(Ιωήλ 3, 1).

Ησυχία είναι κατάσταση του νου απαλλαγμένη από κάθε ενόχληση, γαλήνη της ελευθερωμένης και γεμάτης αγαλλίαση ψυχής, ατάραχη και ακλόνητη στήριξη της καρδιάς στο Θεό, θεωρία φωτός, γνώση μυστηρίων Θεού, λόγος σοφίας που προέρχεται από καθαρή διάνοια, άβυσσος θεϊκών νοημάτων, αρπαγή του νου στο Θεό, κοινωνία με το Θεό, ακοίμητα μάτια, προσευχή νοερή, άκοπη ανάπαυση μέσα σε μεγάλους κόπους. Και τέλος ένωση και συνάφεια με το Θεό.

Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθεί από τη δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη, με τη λήξη πιά του πολέμου των αχαλίνωτων παθών, έχει ανάγκη από μεγάλη σιωπή του στόματος, ώστε να λέει και αυτή μαζί με τον Δαβίδ: «Εγώ, σαν να ήμουν κουφός δεν άκουγα, και σαν άλαλος δεν άνοιγα το στόμα»(Ψαλμ. 37, 14). Ακόμη, πρέπει η ψυχή πάντοτε να είναι σκυθρωπή και να βαδίζει σοβαρή το δρόμο των εντολών του Χριστού, καθώς στενοχωρείται από το διάβολο και περιμένει την επιφοίτηση του Παρακλήτου. Και ο Παράκλητος, καθώς αυτή έρχεται σε κατάνυξη και πλένεται με τα δάκρυα, της παρέχει την πραγματική ελευθερία.

Όταν εκείνος που εργάζεται στην ησυχία το μέλι των αρετών, ξεπεράσει την ταπεινότητα της σάρκας με ασκητικούς αγώνες και οι δυνάμεις της ψυχής του έρθουν στην κατά φύση κατάσταση με την ταπεινοφροσύνη και ο ίδιος δεχθεί τις ακτίνες του Πνεύματος με τον καθαρισμό της καρδιάς του από τα δάκρυα και ντυθεί την αφθαρσία της ζωοποιού νεκρώσεως του Χριστού(Β΄ Κορ. 4, 10) και, καθώς κάθεται στο υπερώο της ησυχίας, δεχθεί σαν πύρινη γλώσσα τον Παράκλητο(Πράξ. 2, 3), τότε οφείλει και αυτός να διηγείται με παρρησία τα μεγαλεία του Θεού και σε πολυπληθή σύναξη να ευαγγελίζεται τη δικαιοσύνη Του(Ψαλμ. 39, 10). και τούτο, γιατί δέχθηκε μέσα στα βάθη της ψυχής του το νόμο(Ψαλμ. 39, 9) του Πνεύματος, και για να μη ριχθεί στο σκότος το εξώτερο όπως ο πονηρός εκείνος δούλος που έκρυψε το τάλαντο(Ματθ. 25, 30). Παρόμοια και ο Δαβίδ, αφού με τη μετάνοια ξέπλυνε την αμαρτία του και ξαναπήρε το προφητικό χάρισμα, μη μπορώντας να κρύψει την ευεργεσία, έλεγε στο Θεό: «Ιδού, Κύριε, δε θα εμποδίσω τα χείλη μου, Εσυ το γνωρίζεις. Δεν έκρυψα τη δικαιοσύνη Σου μέσα στην καρδιά μου, διαλάλησα την αλήθεια Σου και τη σωτηρία που παρέχεις. δεν απέκρυψα το έλεός Σου και την αλήθεια Σου από πολυπληθή σύναξη»(Ψαλμ. 39, 10–11).

Ο νους που καθαρίστηκε από κάθε λάσπη, γίνεται για την ψυχή ουρανός γεμάτος από τα αστέρια των λαμπρών και πάμφωτων νοημάτων, έχοντας μέσα του τον Ήλιο της δικαιοσύνης να λάμπει και να στέλνει στον κόσμο τις λαμπρές ακτίνες της θεολογίας. Το λογικό αυτού του νου, αφού καθαρθεί στην άβυσσο της σοφίας, του φέρνει από εκεί απλές και αμιγείς τις όψεις των πραγμάτων και σαφείς τις αποκαλύψεις των κρυπτών, για να γνωρίσει ποιο είναι το βάθος και το ύψος και το πλάτος της γνώσεως του Θεού(Εφ. 3, 18). Ο νους τότε, αφού τις εγκολπωθεί ως ταιριαστές με τη φύση του, εξηγεί με το λόγο τα βάθη του Πνεύματος σε όλους όσοι έχουν πνεύμα Θεού μέσα τους και ξεσκεπάζει τις πανουργίες των δαιμόνων και διηγείται τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών.

Τις σωματικές ορέξεις και τα σκιρτήματα της σάρκας τα σταματούν η εγκράτεια, η νηστεία και οι πνευματικοί αγώνες. Τις φλεγμονές της ψυχής τις δροσίζει η ανάγνωση των θείων Γραφών και τα πρηξίματα της καρδιάς τα κατευνάζει η αέναη προσευχή. Σαν λάδι όλα αυτά τα μαλακώνει η κατάνυξη.

Κανένα άλλο, όσο η καθαρή και άυλη προσευχή, δεν κάνει τον άνθρωπο αχώριστο σύντροφο του Θεού και δεν τον ενώνει με τον Λόγο, όταν προσεύχεται απερίσπαστα με την χάρη του Πνεύματος, όταν μάλιστα και η ψυχή του καθαίρεται με τα δάκρυα και καταγλυκαίνεται από τη γλυκύτητα της κατανύξεως και καταφωτίζεται από το φως του Πνεύματος.

70.Στις προσευχές και στις ψαλμωδίες, άριστη είναι και η ποσότητα, όταν προηγείται καρτερία και προσοχή. Αλλά εκείνο που ζωογονεί την ψυχή και που προξενεί τον καρπό είναι η ποιότητα. Η ψαλμωδία και η προσευχή έχει ποιότητα όταν, μαζί με το πνεύμα προσεύχεται κανείς και με το νου(Α΄ Κορ. 14, 15). Προσεύχεται δε κανείς με το νου όταν, ενώ προσεύχεται και ψάλλει, προσέχει στο νόημα που περιέχεται στα λόγια της θείας Γραφής και από τις θεοπρεπείς έννοιες που βρίσκει εκεί, παίρνει στην καρδιά του αφορμές αναβάσεων σε θεία νοήματα. Από αυτά αρπάζεται νοερά η ψυχή σε χώρο φωτός, φωτίζεται πλούσια, καθαρίζεται περισσότερο και ανυψώνεται ολόκληρη προς τους ουρανούς, όπου παρατηρεί τα κάλλη των αγαθών που έχουν ετοιμαστεί για τους Αγίους. Και καθώς φλογίζεται από την επιθυμία τους, εξάγει αμέσως τον καρπό της προσευχής από τα μάτια, πηγάζει δηλαδή το νάμα των δακρύων με τη φωτοποιό ενέργεια του Πνεύματος. Και είναι η γεύση των δακρύων τόσο γλυκιά, ώστε εκείνος που την γεύθηκε να ξεχνά κάποτε και τη σωματική του τροφή. Αυτός λοιπόν είναι ο καρπός της προσευχής που δημιουργείται από την ποιότητα της ψαλμωδίας στις ψυχές των προσευχομένων.

Όπου παρατηρείται ο καρπός του Πνεύματος, εκεί υπάρχει και η ποιότητα της προσευχής. Και όπου υπάρχει η ποιότητα, εκεί είναι άριστη και η ποσότητα της ψαλμωδίας. Όπου όμως δε φαίνεται καρπός, εκεί και η ποιότητα δεν έχει ικμάδα. Και αν η ποιότητα είναι χωρίς ικμάδα, τότε είναι περιττή και η ποσότητα, η οποία μπορεί να προξενεί γύμναση του σώματος, αλλά οπωσδήποτε για τους πολλούς είναι χωρίς κέρδος.

Να παρατηρείς τη δολιότητα των δαιμόνων, όταν προσεύχεσαι ή ψάλλεις ψαλμούς στον Κύριο. Οι δαίμονες δηλαδή, ή μας εξαπατούν κλέβοντας κρυφά την αίσθηση της ψυχής και μας βάζουν να λέμε άλλα αντ’ άλλων, μεταβάλλοντας τους στίχους των ψαλμών σε βλασφημίες, ώστε να βγαίνουν από το στόμα μας λόγια που δεν επιτρέπονται. Ή, αφού αρχίσομε τους ψαλμούς, πηγαίνουν το λόγο μας στο τέλος, και εκείνα που είναι αναμεταξύ τα διασκορπίζουν από το νου. Ή μας στριφογυρίζουν σε ένα στίχο, χωρίς να επιτρέπουν, με τη λήθη που προκαλούν, να θυμηθούμε τη συνέχεια. Ή ενώ είμαστε στη μέση ενός ψαλμού, ξαφνικά σβήνουν από το νου κάθε μνήμη των προηγουμένων στίχων, ώστε ούτε να θυμόμαστε καν τι λέγαμε, ούτε να μπορούμε να τα βρούμε και να τα επαναλάβομε. Αυτά τα κάνουν για να μας προκαλέσουν αμέλεια και ακηδία και να εξουδετερώσουν τους καρπούς της προσευχής, βάζοντας στο νου μας ότι πέρασε η ώρα. Αλλά εσύ ν’ αντισταθείς δυναμικά και να εξακολουθήσεις τον ψαλμό με βραδύτερο ρυθμό, για να καρπωθείς από τους στίχους με τη θεωρία την ωφέλεια της προσευχής και να δεχθείς πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος έρχεται στις ψυχές των προσευχομένων.

Όταν εκεί που ψάλλεις, εμβαθύνοντας στα όσα λες, σου συμβεί κάτι τέτοιο, μη μικροψυχήσεις και πέσεις στην ακηδία. Ούτε να σκεφτείς το πέρασμα της ώρας και να προτιμήσεις την ανάπαυση του σώματος από την ψυχική ωφέλεια, αλλά όπου νιώσεις το νου σου να αιχμαλωτίζεται από τα νοήματα, εκεί στάσου. Αν αυτό συμβεί στο τέλος του ψαλμού, εσύ ξαναγύρισε με προθυμία στην αρχή. Και αφού ξαναρχίσεις, συνέχισε πάλι τον ψαλμό, με τον ίδιο τρόπο, και αν ακόμη σε βρει πολλές φορές την ίδια ώρα η αιχμαλωσία. Αν κάνεις έτσι, τότε οι δαίμονες, μην αντέχοντας την υπομονή και την καρτερία σου και την ένταση της προθυμίας σου, θα καταντροπιαστούν και θα φύγουν από σένα.

Πρέπει να γνωρίζεις ότι αέναη προσευχή είναι σίγουρα εκείνη που δεν σταματά από την ψυχή όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα, και η οποία δε γίνεται αντιληπτή από τους άλλους με την έκταση των χεριών ή με τη στάση του σώματος ή με τον ήχο της γλώσσας, αλλά την καταλαβαίνουν όσοι γνωρίζουν, από τη νοερή μελέτη της εργασίας του νου και της μνήμης του Θεού με επίμονη κατάνυξη.

Μπορεί κανείς να προσηλώνεται συνεχώς στην προσευχή, όταν έχει συναγμένους τους λογισμούς του γύρω στον ηγεμονικό νου να σκάβουν με μεγάλη ειρήνη και ευλάβεια τα βάθη του Θεού και να ζητούν από εκεί να γευθούν το γλυκύτατο νάμα της θεωρίας. Αν όμως δεν υπάρχει τέτοια ειρήνη, αυτό είναι αδύνατο. Αν συμβεί σε κάποιον, οι ψυχικές του δυνάμεις να έχουν μεταξύ τους ειρήνη μέσω της γνώσεως, αυτός κατόρθωσε και την αδιάλειπτη προσευχή.

Αν ψάλλεις στο Θεό, και έρθει αδελφός στη θύρα του κελιού σου και χτυπήσει, μην προτιμήσεις το έργο της προσευχής από το έργο της αγάπης και παραβλέψεις τον αδελφό σου. Κάτι τέτοιο δεν είναι αρεστό στο Θεό, ο Οποίος προτιμά το έλεος της αγάπης από τη θυσία της προσευχής(Ωσηέ 6, 6). Αλλά άφησε το δώρο της προσευχής και συνομίλησε με αγάπη με τον αδελφό σου και εξυπηρέτησέ τον. Και τότε ξαναγύρισε και πρόσφερε το δώρο σου(Ματθ. 5, 24) στον Πατέρα των πνευμάτων με δάκρυα και συντετριμμένη καρδιά. Έτσι θα εγκατασταθεί μέσα σου το ευθές Πνεύμα(Ψαλμ. 50, 12).

Το μυστήριο της προσευχής δεν τελείται σε ορισμένο καιρό και τόπο. Αν περιορίζεις την προσευχή σε ώρες και καιρούς και τόπους, άρα ο υπόλοιπος χρόνος δαπανάται σε έργα ματαιότητας. Γιατί η τελειότητα της προσευχής είναι η αεικινησία του νου γύρω από το Θεό. Έργο της, να στρέφεται η ψυχή γύρω από τα θεία πράγματα. Και τέλος της, να προσκολληθεί στο Θεό η διάνοια και να γίνει μαζί Του ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17), σύμφωνα με το λόγο και τον όρο που θέτει ο Απόστολος.

Και αν ακόμη νεκρώθηκαν τα μέλη της σάρκας σου και το πνεύμα ζωογόνησε την ψυχή σου και αξιώθηκες να λάβεις υπερφυσικά χαρίσματα από το Θεό, εσύ όμως μη χαλαρώσεις το λογιστικό της ψυχής σου. Συνήθιζέ το να στρέφεται πάντοτε γύρω από τη μνήμη των παλιών αμαρτιών σου και των τιμωριών του άδη και βλέπε νοερά τον εαυτό σου σαν κατάδικο. Στρέφοντας λοιπόν σ’ αυτά το νου σου θα διατηρήσεις το πνεύμα σου συντετριμμένο και θα έχεις την πηγή της κατανύξεως να αναβλύζει τον ποταμό της θείας χάρης· ακόμη, ο Θεός θα έχει πάνω σου το βλέμμα Του και θα σου δίνει το πνεύμα για να στηριχθεί η καρδιά σου.

Η μετρημένη νηστεία, όταν πάρει συνοδοιπόρους την αγρυπνία μαζί με τη μελέτη και την προσευχή, κάνει γρήγορα αυτόν που την εξασκεί να φτάσει στα όρια της απάθειας, όταν και η ψυχή του από την υπερβολική ταπείνωση ποτίζεται με τα δάκρυα και φλέγεται από την αγάπη του Θεού. Κι αφού φτάσει στην απάθεια, τον οδηγεί στην ειρήνη του πνεύματος, η οποία ξεπερνά κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7) ελεύθερο, και μέσω της αγάπης τον ενώνει με το Θεό.

Ένας βασιλιάς δε χαίρεται τόσο να κομπάζει για τη δόξα και τη βασιλεία του και να καμαρώνει για τη δύναμή του, όσο ένας μοναχός για την απάθεια της ψυχής του και τα δάκρυα της κατανύξεως. Γιατί η υπερηφάνεια του βασιλιά μαραίνεται μαζί με τη βασιλεία, ενώ η μακάρια απάθεια συνοδεύει τον μοναχό, γεμάτο ευφροσύνη, στην αιώνια ζωή, και μένει σ’ αυτόν στους απέραντους αιώνες. Ο μοναχός αυτός, κατά την παρούσα ζωή, κυλάει ανάμεσα στους ανθρώπους σαν τροχός: αγγίζει δηλαδή ελάχιστα τη γη και τα επίγεια για τις ανάγκες της φύσεώς του, ενώ όλος αιωρείται κινούμενος προς το νοητό αέρα· ακόμη, ανακυκλώνεται μέσα του η αρχή προς το τέλος και τα είδη των χαρισμάτων είναι χαραγμένα πάνω στο στεφάνι του τροχού, που είναι η ταπείνωση. Γι’ αυτόν, τραπέζι πλούσιο είναι η θεωρία των όντων· ποτό του, το οινοδοχείο της σοφίας(Παροιμ. 9, 2)· ανάπαυσή του, ο Θεός.

Εκείνος που έδωσε θεληματικά τον εαυτό του στους κόπους των αρετών και βαδίζει με θέρμη το δρόμο της ασκήσεως, αξιώνεται να λάβει μεγάλες δωρεές από το Θεό. Προχωρώντας προς το μέσο της τελειότητας, έρχεται σε θεϊκές αποκαλύψεις και οπτασίες και γίνεται όλος τόσο φωτοειδής και σοφός, όσο επιτείνεται ο κάματος των αγώνων του. Όσο πάλι ανεβαίνει προς το ύψος της θεωρίας, τόσο σηκώνει εναντίον του πιο πολύ το φθόνο των ολεθρίων δαιμόνων γιατί αυτοί δεν υποφέρουν να βλέπουν άνθρωπο να μεταβάλλεται σε αγγελική φύση, γι’ αυτό και ακονίζουν στα κρυφά εναντίον του το οξύ βέλος της οιήσεως. Αν λοιπόν καταλάβει την πανουργία και καταφύγει στο οχυρό της ταπεινώσεως, κατηγορώντας τον εαυτό του, ξεφεύγει τον όλεθρο της υπερηφάνειας και εισάγεται στα λιμάνια της σωτηρίας. Διαφορετικά, εγκαταλείπεται από το Θεό και παραδίνεται σε πνεύματα που τον ζητούν για να παιδευθεί ακούσια, αφού δεν προτίμησε τη θεληματική παίδευση. Αυτά τα πνεύματα είναι φιλήδονα και φιλόσαρκα, πονηρά και θυμώδη, και τον ταπεινώνουν με τις σφοδρές επιθέσεις τους, ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του· και αφού θρηνήσει και απαλλαγεί από την παίδευση, θα λέει όπως ο Δαβίδ: «Μου έκανε πολύ καλό που με ταπείνωσες, για να μάθω το θέλημά Σου»(Ψαλμ. 118, 71).

Ο Θεός δε θέλει να παραμένομε δειλοί πάντοτε μπροστά στα πάθη, και όταν αυτά μας καταδιώκουν να γινόμαστε σαν τους λαγούς, προσφεύγοντας σ’ Αυτόν μόνο σαν πέτρα της καταφυγής μας(Ψαλμ. 103, 18), γιατί τότε δε θα έλεγε: «Εγώ είπα, είστε θεοί και όλοι σας υιοί του Υψίστου»(Ψαλμ. 81, 6). Αλλά μας θέλει και σαν ελάφια να τρέχομε στα ψηλά όρη των εντολών Του και να διψούμε πολύ έντονα τα ζωοποιά νάματα του Πνεύματος. Και καθώς τα ελάφια έχουν την ιδιότητα να τρώνε τα φίδια και με την θερμότητα από το πολύ τρέξιμο να μεταβάλλουν παραδόξως το δηλητήριο των φιδιών σε μόσχο –όπως λένε– χωρίς διόλου να βλάπτονται απ’ αυτό, έτσι κι εμείς όταν δεχόμαστε οποιοδήποτε εμπαθή λογισμό στην κοιλιά της διάνοιάς μας, με το φλογερό τρέξιμο στο δρόμο των εντολών του Θεού και με τη δύναμη του Πνεύματος να τον μεταβάλλομε –αφού τον αιχμαλωτίσομε– σε ευωδιαστή και σωτήρια πράξη της αρετής, για να φαινόμαστε κι εμείς ότι με την πράξη αιχμαλωτίζομε κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού(Β΄ Κορ. 10, 5). Γιατί ο άνω κόσμος χρειάζεται να γεμίσει όχι με χωματένιους και ατελείς ανθρώπους, αλλά με πνευματικούς και τέλειους που έφτασαν στην πλήρη ωριμότητα, της οποίας μέτρο είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13).

Εκείνος που γυρίζει γύρω από τα ίδια και δεν θέλει να κινηθεί παραπέρα, μοιάζει με μουλάρι που γυρίζει συνεχώς γύρω από το μαγγάνι. Εκείνος δηλαδή που πολεμά συνεχώς με τη σάρκα και ασχολείται μόνο με την άσκηση του σώματος με κάθε κακοπάθεια, δεν κατάλαβε ότι ζημιώνεται υπερβολικά, επειδή δεν πέτυχε το σκοπό του θείου θελήματος. Γιατί, κατά τον Παύλο, η γύμναση του σώματος για λίγο μονάχα ωφελεί(Α΄ Τιμ. 4, 8), μέχρις ότου δηλαδή καταποθεί το χοϊκό φρόνημα της σάρκας από τα κύματα της μετάνοιας και επέλθει στο σώμα η ζωοποιός νέκρωση από το πνεύμα και βασιλέψει ο νόμος του Πνεύματος πάνω στη θνητή σάρκα μας. Ενώ η ευσέβεια της ψυχής η οποία θεωρείται, διά μέσου της γνώσεως των όντων και των αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, σαν ξύλο της ζωής(Γεν. 2, 9) στη νοερή εργασία του νου, είναι παντού και σε όλα ωφέλιμη, γιατί προξενεί καθαρότητα της καρδίας και παρέχει ειρήνη στις δυνάμεις της ψυχής, φωτισμό του νου, αγνότητα σώματος, σωφροσύνη, γενική εγκράτεια, ταπεινοφροσύνη, κατάνυξη, αγάπη, αγιασμό, ουράνια γνώση, σοφία λόγου και θεωρία Θεού. Εκείνος λοιπόν που από την πολλή γύμναση ανέβηκε σ’ αυτή την τελειότητα της ευσέβειας, αφού διαπέρασε την ερυθρά θάλασσα των παθών, αυτός μπήκε στη γη της επαγγελίας, από όπου ρέει το γάλα και το μέλι(Εξ. 3, 8) της γνώσεως του Θεού, η ανεξάντλητη απόλαυση των Αγίων.

Εκείνος που δεν έχει την προαίρεση να υψωθεί από τα επιμέρους και λίγο ωφέλιμα στα καθολικά επωφελή, αυτός τρώει ακόμη το πιτυρένιο ψωμί με τον ιδρώτα του προσώπου του, σύμφωνα με την παλαιά απόφαση του Θεού(Γεν. 3, 19). Γι’ αυτό και είναι ανόρεχτη η ψυχή του για το νοητό μάννα και το μέλι, το οποίο ανάβρυσε για χάρη του Ισραηλιτικού λαού από το βράχο που σκίστηκε(Δευτ. 32, 13· Ψαλμ. 80, 17). Εκείνος όμως που άκουσε την προτροπή «Σηκωθείτε, ας φύγομε από εδώ»(Ιω. 14, 31), και από αυτή τη φωνή του Διδασκάλου σηκώθηκε από την κοπιαστική εργασία, έπαψε να τρώει τον άρτο της οδύνης, αποτίναξε το ζυγό της αισθήσεως κι υστέρα ήπιε από το οινοδοχείο της σοφίας του Θεού, αυτός γνώρισε ότι ο Κύριος είναι χρηστός(Ψαλμ. 33, 9). Γιατί αφού εκπλήρωσε το νόμο των εντολών με τη διακονία του λόγου, ανέβηκε στο υπερώο και περιμένει την επιφοίτηση του Παρακλήτου(Πράξ. 1, 13).

Σύμφωνα με τις τάξεις και τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, πρέπει χωρίς άλλο να προχωρούμε μπροστά και με ζήλο να ανεβαίνομε στα ανώτερα, σαν να είμαστε αεικίνητοι γύρω από το Θεό και μη γνωρίζοντας ποτέ στάση του καλού. Επομένως, από την πρακτική άσκηση πρέπει να προχωρούμε στη φυσική θεωρία της κτίσεως, και απ’ αυτή να ανεβαίνομε στη μυστική θεολογία του λόγου και σ’ αυτήν ν’ αναπαυόμαστε απ’ όλα τα έργα της σωματικής ασκήσεως, καθώς θα έχομε ξεπεράσει την ταπεινότητα του σώματος και θα έχομε λάβει την ευδιάκριτη γνώση της αληθινής διακρίσεως. Αν όμως δε λάβαμε ακόμη τη γνώση αυτής της διακρίσεως, ούτε και μάθαμε να προχωρούμε έτσι μπροστά και να αγωνιζόμαστε για το τελειότερο, τότε είμαστε χειρότεροι και από τους κοσμικούς, οι οποίοι δε γνωρίζουν όριο βελτιώσεως της κοινωνικής τους θέσεως, ούτε στάση της αναβάσεως, μέχρις ότου ανεβούν στο ανώτερο από τα αξιώματα και σταματήσουν την επιθυμία γι’ αυτό με το να το φτάσουν.

Η ψυχή η οποία καθαίρεται με δύναμη και με θέρμη με τους κόπους της ασκήσεως, φωτίζεται από το θεϊκό φως και αρχίζει σιγά-σιγά να βλέπει φυσικά το κάλλος που της δόθηκε εξαρχής από το Θεό και να επεκτείνεται στην αγάπη του Ποιητή της. Όσο λάμπουν εντονότερα σ’ αυτή, λόγω της καθάρσεώς της, οι ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης και όσο το φυσικό της κάλλος αποκαλύπτεται σ’ αυτήν και της γίνεται γνωστό, τόσο και αυτή πληθαίνει τους κόπους της ασκήσεως ώστε να καθαρθεί περισσότερο· έτσι ώστε να μάθει καθαρά τη δόξα της δωρεάς που αξιώθηκε και να ξαναλάβει την παλιά ευγένεια και να παρουσιάσει τη θεία εικόνα καθαρή και χωρίς πρόσμιξη της ύλης στον Πλάστη. Και δεν υποχωρεί διόλου από την αύξηση των κόπων, μέχρις ότου καθαρίσει τον εαυτό της από κάθε ακαθαρσία και μολυσμό και τον κάνει άξιο της θεωρίας και οικειότητας του Θεού.

Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: «Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου»(Ψαλμ. 118, 18). Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου, επειδή είναι καταχνιά και βαθύ σκοτάδι, σκεπάζει τα μάτια της ψυχής και την κάνει σκοτεινή και ζοφώδη στο να εννοεί τα θεία και τα ανθρώπινα, έτσι που να μην μπορεί να ατενίζει στις λάμψεις του θείου φωτός ή να απολαμβάνει τα αγαθά εκείνα τα οποία μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τ’ άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2, 9). Αυτά όμως, όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ’ ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση. Και δεν είναι τούτο μόνο· αλλά και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών. Έχοντας λοιπόν γευθεί τη γλυκύτητά τους, αποκτά σαφή γνώση· και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 90, και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοί τους με πολλούς αγώνες και δάκρυα.

Επτά είναι τα χαρίσματα του Πνεύματος, και αρχίζοντας ο θείος λόγος βάζει επικεφαλής τη σοφία και κατεβαίνει τέλος στο θείο φόβο. Λέει δηλαδή: «πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος, πνεύμα γνώσεως, πνεύμα ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2–3). Εμείς όμως πρέπει να αρχίζομε από τον καθαρτικό φόβο, δηλαδή το φόβο των κολάσεων, ώστε αφού κάνομε πρώτα ορθά μ’ αυτόν την αποχή από το κακό και προκαθαρθούμε με τη μετάνοια από τα στίγματα της αμαρτίας, να φτάσομε σε τούτο τον αγνό φόβο του πνεύματος, προχωρώντας σταδιακά και καταπαύοντας σ’ αυτόν κάθε εργασία της αρετής.

Εκείνος που άρχισε από το φόβο της κρίσεως και προοδεύει σε καθαρότητα της καρδιάς με τα δάκρυα της μετάνοιας, πρώτα γεμίζει από σοφία, αφου η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος, κατά τη Γραφή(Παροιμ. 1, 7). Κατόπιν γεμίζει από σύνεση, και στη συνέχεια από βουλή, με την οποία επιδίδεται στη σκέψη όσων τον ωφελούν. Αφού προκόψει σ’ αυτό με την εργασία των εντολών, ανεβαίνει στη γνώση των όντων και λαμβάνει ακριβέστατη πληροφόρηση για τα θεία και τ’ ανθρώπινα πράγματα. Έχοντας γίνει απ’ αυτό ολόκληρος κατοικητήριο της ευσέβειας, ανεβαίνει στην ακρόπολη της αγάπης και φτάνει στην τελειότητα. Αμέσως τότε τον κυριεύει ο αγνός φόβος του πνεύματος για να φυλάει το θησαυρό της βασιλείας των ουρανών που έχει αποτεθεί μέσα του. Ο φόβος αυτός που είναι πολύ σωτήριος, εκείνον που ανυψώθηκε στον περίβλεπτο τόπο της αγάπης, τον γεμίζει τρόμο και αγωνία· γιατί φοβάται μην ξεπέσει απ’ αυτό το ύψος της αγάπης του Θεού και ριχτεί πάλι στο φρικτό φόβο της κολάσεως.

Διαφορετικά γίνεται η ανάγνωση των Γραφών από τους αρχαρίους στο βίο της ευσέβειας, διαφορετικά από εκείνους που πρόκοψαν και έφτασαν στο μέσο και διαφορετικά από εκείνους που πλησιάζουν προς την τελειότητα. Στους πρώτους γίνεται άρτος απ’ το τραπέζι του Θεού που στηρίζει τις καρδιές τους(Ψαλμ. 103, 15) και τους δυναμώνει στην πάλη με τα πνεύματα που ενεργούν τα πάθη και τους αναδεικνύει ανδρείους μαχητές κατά των δαιμόνων, ώστε να λένε: «Ετοίμασες μπροστά μου τραπέζι, απέναντι σ’ αυτούς που με θλίβουν»(Ψαλμ. 22, 5). Στους δεύτερους, γίνεται κρασί από θεϊκό ποτήρι που ευφραίνει τις καρδιές τους και τους φέρνει σε έκσταση με τη δύναμη των εννοιών και ανυψώνει το νου τους από το γράμμα του νόμου που οδηγεί στο θάνατο(Β΄ Κορ. 3, 6), μεταφέροντάς τον στα βάθη του Πνεύματος για να τα ερευνήσει και κάνοντάς τον ικανό να γεννά και να εφευρίσκει θεία νοήματα, ώστε και αυτοί να λένε πολύ ταιριαστά: «Και το ποτήρι Σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5). Στους τελευταίους, γίνεται λάδι θεϊκού πνεύματος, που αλείφει την ψυχή τους και την καταπραΰνει και την ταπεινώνει με την υπερβολή των θείων ελλάμψεων και την ανυψώνει ολόκληρη πάνω από την ταπεινότητα του σώματος, ώστε και αυτή να αναφωνεί με καύχηση: «Άλειψες με λάδι το κεφάλι μου»(Ψαλμ. 22, 5), και: «Το έλεός Σου θα με καταδιώκει όλες τις ημέρες της ζωής μου»(Ψαλμ. 22, 6).

Έως ότου με τους ασκητικούς αγώνες, με τον ιδρώτα του προσώπου μας, κατευθυνόμαστε φιλόπονα προς το Θεό τιθασσεύοντας τα πάθη της σάρκας, ο Κύριος τρώει μαζί μας, στο τραπέζι των χαρισμάτων Του, τον επιούσιο άρτο που παρασκευάζεται με την καλλιέργεια των αρετών και στηρίζει τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 103, 15). Όταν με την απάθεια αγιαστεί το όνομά Του(Ματθ. 6, 9) από μας, και βασιλέψει Αυτός σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας, αφού υποτάξει και ειρηνέψει τα χωρισμένα, εννοώ το κατώτερο σώμα στον ανώτερο λογισμό, και γίνει το θέλημά Του σε μας όπως γίνεται στον ουρανό(Ματθ. 6, 10), τότε ο Κύριος πίνει μαζί μας στη βασιλεία Του(Μαρκ. 14, 25), που γίνεται μέσα μας, καινούργιο υπέρλογο ποτό της σοφίας του λόγου, το οποίο αναμιγνύεται με κατάνυξη και γνώση μεγάλων μυστηρίων. Όταν τέλος γίνομε μέτοχοι του Πνεύματος του Αγίου και υποστούμε την καλή αλλοίωση με την ανακαίνιση του νου μας(Ρωμ. 12, 20, τότε ο Κύριος, όντας Θεός, θα είναι μαζί με μας ως θεούς, αθανατίζοντας και το σώμα μας.

Όταν το ασυγκράτητο νερό των εμπαθών λογισμών του νου συγκρατηθεί με την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και η αλμυρή άβυσσος των απρεπών εννοιών και ενθυμήσεων χαλινωθεί με την εγκράτεια και τη μελέτη του θανάτου, τότε φυσά το θείο πνεύμα της μετάνοιας και κατεβαίνουν τα νερά της κατανύξεως, με τα οποία ο Θεός και Δεσπότης, αφού τα βάλει στο νιπτήρα της μετάνοιας, πλένει τα νοητά πόδια μας και τα κάνει άξια να πατούν την αυλή της βασιλείας Του.

Ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα(Ιω. 1, 14), και αφού ενώθηκε υποστατικά με την ανθρώπινη φύση μας και έγινε τέλειος άνθρωπος –χωρίς αμαρτία–, ως τέλειος Θεός την ξανάπλασε και τη θέωσε. Όντας Λόγος του πρώτου νου και Θεού, ενώθηκε με το λογιστικό μέρος της και του έδωσε φτερά για να φρονεί τα θεία και να λογίζεται τα υψηλά. Αλλά επίσης, επειδή είναι και φωτιά, με την ουσιώδη και θεϊκή φωτιά χαλύβδωσε και όξυνε το θυμικό της μέρος εναντίον των αντιπάλων παθών και δαιμόνων. Ακόμη, επειδή είναι έφεση και η κατάληξη της επιθυμίας κάθε λογικής φύσεως, πλάτυνε το επιθυμητικό μέρος της ανθρώπινης φύσεως για να επιθυμεί τα αγαθά εκείνα της αιώνιας ζωής με εσωτερική και μόνιμη αγάπη. Και έτσι αφού ανακαίνισε στον εαυτό Του ολόκληρο τον άνθρωπο, από παλιό τον έκανε νέο, ώστε να μην υπάρχει κανένας λόγος κατηγορίας εναντίον του Δημιουργού Λόγου στην ανάπλαση του ανθρώπου.

Αφού ο Λόγος ιερούργησε στον εαυτό Του την ανάπλαση της φύσεώς μας, θυσίασε για χάρη μας ο Ίδιος τον εαυτό Του με σταυρικό θάνατο, και δίνει πάντοτε το άχραντο σώμα Του να θυσιάζεται και μας το παραθέτει καθημερινά ως ψυχοτρόφο συμπόσιο, με σκοπό, τρώγοντας τούτο και πίνοντας το τίμιο αίμα Του, με τη μέθεξη να γινόμαστε –με αίσθηση ψυχής– καλύτεροι απ’ ό,τι ήμασταν, καθώς θα ενωνόμαστε με αυτά και θα μεταβαλλόμαστε από το χειρότερο στο καλύτερο και θα ενοποιούμαστε με το διττό Λόγο διττά, με το σώμα δηλαδή και με τη λογική ψυχή, αφού Αυτός είναι Θεός σωματωμένος και ομοούσιος με μας κατά τη σάρκα. Ώστε να μην ανήκομε πλέον στον εαυτό μας, αλλά σ’ Εκείνον που μας ενοποίησε με τον εαυτό Του μέσω της αθάνατης τράπεζας και μας έκανε να είμαστε θέσει, εκείνο που Αυτός είναι φύσει.

Αν λοιπόν δοκιμασμένοι στους κόπους των αρετών και προκαθαρμένοι με τα δάκρυα, πλησιάζομε και τρώμε από αυτόν τον άρτο και πίνομε από αυτό το ποτήριο, τότε ο διττός Λόγος με τις δύο φυσικές Του δυνάμεις –του Θεού και του ανθρώπου– αναμιγνύεται με πραότητα μαζί μας και μας μεταποιεί ολόκληρους σύμφωνα με τον εαυτό Του, ως σαρκωμένος και ομοούσιος με μας κατά την ανθρώπινη φύση, και μας θεοποιεί ολόκληρους με το λόγο της γνώσεως και μας κάνει οικείους Του καθώς είμαστε σύμμορφοι μ’ Αυτόν και αδελφοί Του, ως Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα. Αν όμως προσερχόμαστε κυλισμένοι στα πάθη και σπιλωμένοι από την ακαθαρσία της αμαρτίας, τότε πλησιάζοντάς μας με το φυσικό Του πυρ, το οποίο αφανίζει την κακία, μας πυρπολεί και μας κατακαίει ολόκληρους και μας συντομεύει τη ζωή, όχι γιατί το θέλει η αγαθότητά Του, αλλά γιατί αναγκάζεται από την καταφρονητική αναισθησία μας.

Σε όλους όσους αρχίζουν να βαδίζουν το δρόμο των εντολών του Χριστού με την πρακτική φιλοσοφία, ο Κύριος πλησιάζει αοράτως, επειδή έχουν ακόμη ατελές το φρόνημα και διστακτική την ψυχή για την αρετή, και συμπορεύεται μ’ αυτούς. Εύλογα λοιπόν τα μάτια της ψυχής τους εμποδίζονται(Λουκ. 24, 15–16) προσωρινά, για να μη γνωρίσουν την προκοπή που έχουν καθώς ο Κύριος συμπορεύεται μ’ αυτούς και συνεργεί για ν’ απαλλαγούν από τα πάθη και τους βοηθεί να κατορθώσουν κάθε αρετή. Όταν όμως προοδεύουν στους αγώνες της ευσέβειας και πλησιάζουν προς την απάθεια μέσω της ταπεινώσεως, δε θέλει ο Λόγος να σταματήσουν ως αυτό το σημείο κουρασμένοι από τους κόπους των αρετών θέλει να προχωρήσουν ακόμη και να ανυψωθούν στη θεωρία. Γι’ αυτό αφού τους θρέψει αρκετό καιρό με άφθονο τον άρτο των δακρύων(Ψαλμ. 79, 6), τους ευλογεί με το φως της κατανύξεως, και ανοίγει το νου τους να εννοούν το βάθος των θείων Γραφών(Λουκ. 24, 45), και από αυτό να βλέπουν καθαρά τις φύσεις και τους λόγους των όντων. Αμέσως τότε κρύβει τον εαυτό Του από αυτούς, για να σηκωθούν και να αναζητήσουν με περισσότερο ζήλο να μάθουν, ποιά είναι η γνώση των όντων και ποιά η ανύψωση που αυτή προξενεί. Και αφού την αναζητήσουν με ζήλο, ανεβαίνουν στην υψηλότερη διακονία του λόγου και κηρύττουν σε όλους την ανάσταση του Λόγου που γνωρίζουν από την πράξη και από τη θεωρία.

Εύλογα ο Λόγος επιπλήττει την αργοπορία εκείνων που χρονίζουν στους κόπους της πρακτικής ασκήσεως και δε θέλουν από εκεί να μετακινηθούν και να ανεβούν στην ανώτερη βαθμίδα της θεωρίας, και τους λέει: «Ω ανόητοι, που η καρδιά σας αργεί να πιστέψει(Λουκ. 24, 25) στο λόγο της φυσικής θεωρίας, ο οποίος έχει τη δύναμη να αποκαλύψει τα βάθη του Πνεύματος σ’ εκείνους που βαδίζουν κατά τις υποδείξεις του Πνεύματος». Το να μη θέλει κανείς, από τους αγώνες των αρχαρίων να προχωρήσει στους τελειότερους αγώνες, και από το γράμμα της θείας Γραφής να προχωρεί στο νου και στη διάνοια του λόγου, αυτό δείχνει ψυχή ράθυμη και άγευστη από την πνευματική ωφέλεια, ψυχή που υπονομεύει την προκοπή της. Στην ψυχή αυτή, επειδή κρατά σβησμένη τη λαμπάδα της, δε θα λεχθεί μόνο: «Πήγαινε να αγοράσεις λάδι από εκείνους που το πουλούν», αλλά και: «Πήγαινε, δε σε ξέρω απο που είσαι»(Ματθ. 25, 9 και 12), αφού της κλειστεί και η είσοδος του νυμφώνα.

Όταν ο Λόγος του Θεού έρθει στην πεσμένη ψυχή, όπως στην πόλη Βηθανία(Ιω. 11, 17–18), για να αναστήσει τον πεθαμένο της νου και θαμμένο κάτω από τη φθορά των παθών, τότε η φρόνηση και η δικαιοσύνη, βυθισμένες στη λύπη για τη νέκρωση του νου, καθώς θρηνούν, Τον προϋπαντούν και του λένε: «Αν ήσουν εδώ και σε κρατούσαμε κοντά μας, δε θα πέθαινε ο αδελφός μας νους από την αμαρτία»(Ιω. 11, 32). Τότε η δικαιοσύνη σπεύδει με μεγάλη φροντίδα και εργασία των αρετών να θρέψει τον Λόγο και φιλοτιμείται να του παραθέσει πλούσιο τραπέζι με ποικίλα είδη της κακοπάθειάς της. Η φρόνηση όμως κρίνει καλύτερο, αψηφώντας όλες τις άλλες φροντίδες και την επίπονη κακοπάθεια, να παρακαθίσει στη νοερή εργασία και στις νοερές κινήσεις του Λόγου και στην ακρόαση των νοημάτων της θεωρίας Του. Γι’ αυτό και την πρώτη που αγωνίζεται καλά να Τον θρέψει με φιλοτιμία στο τραπέζι της πολυποίκιλης πρακτικής αρετής, την αποδέχεται ο Λόγος· τη μαλώνει όμως που φροντίζει για πολλά είδη κακοπάθειας και απασχολείται συνεχώς με κάτι που είναι λίγο ωφέλιμο. Γιατί ένα είναι το ζητούμενο που χρειάζεται για την περιποίηση του Λόγου, να υποτάξει κανείς το κατώτερο (το σώμα) στον καλύτερο λογισμό και να μεταβάλει το χοϊκό φρόνημα της ψυχής σε πνευματικό, με τους ιδρώτες της αρετής. Τη δεύτερη τώρα, την επαινεί και την παίρνει με το μέρος Του, γιατί διάλεξε την αγαθή μερίδα(Λουκ. 10, 41–42) της γνώσεως του Πνεύματος, με την οποία πετά πάνω από τα ανθρώπινα πράγματα, προχωρεί στα ιερά βάθη του Θεού, εμπορεύεται καλά το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46) του Λόγου, βλέπει με θαυμασμό τους απόκρυφους θησαυρούς του Πνεύματος και δέχεται την ανέκφραστη χαρά, η οποία δεν θα αφαιρεθεί από αυτήν.

Ο νους ο οποίος νεκρώθηκε από τα πάθη και αναστήθηκε με την παρουσία του Λόγου του Θεού, αφού αποτίναξε την πέτρα της πωρώσεως, ελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας και των φθοροποιών λογισμών από τους υπηρέτες του Λόγου, το φόβο δηλαδή της κολάσεως και τους κόπους της αρετής. Και αφού απολαύσει το φως της μέλλουσας ζωής, αφήνεται ελεύθερος στην απάθεια. Από εκεί, αφού καθίσει στο θρόνο των αισθήσεων και ιερουργήσει με καθαρότητα το μυστήριο της θεωρίας των όντων, συγκατοικεί με το Λόγο. Και αφού αναχωρήσει μαζί Του από τη γη στους ουρανούς, συμβασιλεύει με το Χριστό στη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, έχοντας καταπαύσει σ’ Αυτόν όλες τις επιθυμίες του.

Σε κάθε αγωνιστή, ο οποίος αθλεί σύμφωνα με τους κανόνες(Β΄ Τιμ. 2, 5) και προχωρεί προς το μέσο και φτάνει στην ωριμότητα και τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13) , η αποκατάσταση στη μέλλουσα ζωή μετα την απόθεση του σώματος γίνεται γνωστή και φανερή με πληροφορία και ενέργεια του Πνεύματος. Η χαρά είναι αιώνια μέσα σε αιώνιο φως, η μακαριότητα δηλαδή της ουράνιας κατοικίας. Και χαρά δίχως τέλος αγκαλιάζει τις καρδιές εκείνων που αγωνίζονται εδώ σύμφωνα με τους κανόνες, και τους γλυκοφιλεί η ευφροσύνη του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατά το λόγο του Κυρίου δε θα αφαιρεθεί από αυτούς(Ιω. 16, 22). Άρα λοιπόν εκείνος που αξιώθηκε απ’ εδώ να τον επισκεφθεί ο Παράκλητος και ν’ απολαύσει τους καρπούς Του με την καλλιέργεια των αρετών και να πλουτίσει με τα θεία Του χαρίσματα, είναι γεμάτος από χαρά και κάθε αγάπη, αφού κάθε φόβος δραπέτευσε από αυτόν έτσι ελευθερώνεται με χαρά από τα δεσμά του σώματος και αναχωρεί γεμάτος χαρά από τα ορατά, από την αίσθηση των οποίων είχε ελευθερωθεί στη ζωή του. Και αναπαύεται πιά σε ανεκλάλητη χαρά φωτός, εκεί όπου όσοι κατοικούν έχουν διαρκή ευφροσύνη(Ψαλμ. 86, 7), αν και το σώμα πολλές φορές υποφέρει κατά τη λύση του δεσμού και το χωρισμό της ενώσεώς του από την ψυχή, σαν τις δύστοκες γυναίκες.

Τρίτη εκατοντάδα γνωστικών κεφαλαίων περί αγάπης και τελειώσεως του βίου

Ο Θεός είναι νους απαθής, πάνω από κάθε νου και κάθε απάθεια. Είναι φως και πηγή φωτος αγαθού, σοφία, λόγος και γνώση, όπως επίσης και χορηγός της σοφίας, του λόγου και της γνώσεως. Και σε όσους δόθηκαν αυτα για την καθαρότητα τους και τα βλέπομε σ’ αυτους πλούσια, σ’ αυτους ανακτηθηκε το «κατ’ εικόνα» και διατηρήθηκε, ώστε να είναι από εδώ υιοί Θεού, που καθοδηγούνται από το Πνεύμα, σύμφωνα με το ρητό: «Όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί Θεού»(Ρωμ. 8, 14).

Όσοι με τους κόπους της ασκήσεως έκαναν τους εαυτους των καθαρούς από κάθε μολυσμό σαρκικό και πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1), έγιναν δοχεία της αθάνατης φύσεως μεσω των χαρισμάτων του Πνεύματος. Αυτοί που έφτασαν σ’ αυτη την κατασταση, είναι γεμάτοι από αγαθό φως, και καθώς αυτό πλημμυρίζει την καρδιά τους με γαλήνη και ειρήνη, λαλούν λόγια αγαθά και η σοφία του Θεού κυλάει από τα χείλη τους με τη γνώση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Και ο λόγος τους είναι διαυγής και εξηγεί τα βάθη του Πνεύματος. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν ισχύει νόμος(Γαλ. 5, 23), αφού μιά για πάντα ενώθηκαν με το Θεό και δέχθηκαν την καλή αλλοίωση.

Εκείνος που φιλόπονα κατευθύνεται προς το Θεό με ολοπρόθυμο ζήλο, γίνεται εκμαγείο της εικόνας Του με τις αρετές της ψυχής και του σώματος. Και αυτος αναπαύεται στο Θεό, και ο Θεός σ’ αυτόν, με την αμοιβαία ένωση· ώστε αυτός να είναι και να φαίνεται από εδώ εικόνα της θείας μακαριότητας και θέσει θεός, με τον πλούτο των χαρισμάτων του Πνεύματος, και ο Θεός τελεσιουργός της τελειότητάς του.

Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού όχι από την οργανική κατασκευή του σώματος, όπως θα έλεγε κανείς από άγνοια, αλλά από τη νοερή φύση του νου, η οποία δεν περιορίζεται από το βαρύ σώμα που κλίνει προς τα κάτω. Όπως δηλαδή η θεία φύση, επειδή είναι έξω από κάθε κτίση και παχύτητα, δεν περιορίζεται από τίποτε, αλλά είναι αόριστη, ασώματη, πάνω από κάθε ουσία και αιτία, χωρίς ιδιότητες, μη υποκείμενη στην αφή, άποση, αόρατη, αθάνατη, ακατάληπτη, μη εννοούμενη διόλου από μας, έτσι και η νοερή φύση που Αυτή μάς έδωσε, δηλαδή ο νους, είναι απεριόριστη, ξένη προς την παχύτητα του σώματος, ασώματη, αόρατη, αψηλάφητη, ακατάληπτη και εικόνα της αθάνατης και αιώνιας δόξας Του.

Ο Θεός είναι ο πρώτος Νους, ως Βασιλεύς του παντός, και έχει τον Λόγο ομοούσιο με τον εαυτό Του και συναιώνιο με το Πνεύμα. Δε χωρίζεται ποτέ από τον Λόγο και το Πνεύμα, γιατί η θεία φύση είναι αδιαίρετη· μήτε συγχέεται, γιατί οι τρεις Υποστάσεις της θεότητας είναι ασύγχυτες. Έτσι, ενώ γεννά φυσικώς τον Λόγο από την ουσία Του, δε χωρίζεται από Αυτόν, γιατί είναι αχώριστος από τον εαυτό Του. Ο δε συναιώνιος Λόγος έχει το σύμφυτο και συναναρχο με Αυτόν Πνεύμα που εκπορεύεται προαιώνια από τον Πατέρα, και δεν αποκόπτεται από τον γεννήσαντα Πατέρα. Γιατί των δύο η φύση είναι μία και αχώριστη, αν και με τη διαφορά των υποστάσεων διαιρείται σε πρόσωπα και ανυμνούνται τριαδικά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, χωρίς ποτέ να χωρίζονται από τη συναιώνια ουσία και φύση, αφού αποτελούν μία φύση και ένα Θεό. Αυτής λοιπόν της τρισυπόστατης και ενιαίας φύσεως, να θεωρείς εικόνα τον πλασμένο από Αυτήν άνθρωπο, κατά το νοητό στοιχείο του βέβαια και όχι κατά το ορατό· κατά το αθάνατο και παντοτινά αναλλοίωτο και όχι κατά το θνητό και φθαρτό.

Ο Θεός, που είναι Νους και απείρως πέρα από τα κτίσματά Του, τα οποία με σοφία δημιούργησε, γεννά χωρίς μεταβολή Του τον Λόγο για τη συντήρηση των κτισμάτων, και στέλνει για την ενδυνάμωσή τους, όπως έχει γραφεί(Ιω. 14, 26), το Πανάγιο Πνεύμα· ο Ίδιος όμως είναι και έξω και μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο και ο άνθρωπος που είναι μέτοχος της θείας Του φύσεως και είναι εικόνα Του κατά το νοητό στοιχείο του, δηλαδή τη νοερή και ασώματη και αθάνατη ψυχή, έχοντας το νου που γεννά φυσικώς το λόγο από την ουσία του, κι από τα οποία συντηρείται όλη η δύναμη του σώματος, είναι και έξω και μέσα στην ύλη και στα ορατά. Και όπως ο Πλάστης του είναι αχώριστος από τις Υποστάσεις Του, δηλαδή από το Λόγο και το Πνεύμα, έτσι και ο άνθρωπος, κατά την ψυχή, είναι αχώριστος από το νου και το λόγο, αφού αποτελούν μιά φύση και ουσία, που δεν περιορίζεται από το σώμα.

Όπως το θείο είναι τρισυπόστατο, προσκυνούμενο ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, έτσι και η πλασμένη από Αυτό εικόνα, ο άνθρωπος, διακρίνεται σε τρία μέρη, προσκυνώντας με ψυχή, νου και λόγο το Θεό, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν. Όπως λοιπόν οι Υποστάσεις στο Θεό είναι κατά φύση συναιώνιες και ομοούσιες, έτσι και αυτά τα τρία μέρη στην εικόνα Του είναι σύμφυτα και ομοούσια. Από αυτά γίνεται έκδηλο σ’ εμάς το «κατ’ εικόνα», και μέσω αυτών είμαι εικόνα του Θεού, αν και είμαι ζυμωμένος και με τον πηλό και με την εικόνα.

Άλλο εικόνα Θεού και άλλο τα ιδιώματα της εικόνας. Εικόνα του Θεού είναι η νοερή ψυχή, ο νους και ο λόγος, η μία και αδιαίρετη φύση. Ιδιώματα της εικόνας είναι το αρχικό, το βασιλικό και το αυτεξούσιο. Επίσης, άλλο είναι δόξα του νου, άλλο αξία, άλλο το «κατ’ εικόνα» και άλλο το «καθ’ ομοίωσιν». Δόξα του νου είναι το ανοδικό, η αεικινησία προς τα άνω, η ταχύτητα, η καθαρότητα, η σύνεση, η σοφία, η αθανασία. Αξία του νου είναι το λογικό, το αρχικό, το βασιλικό και το αυτεξούσιο. Το «κατ’ εικόνα Θεού», είναι το αυθυπόστατο, ομοούσιο, αδιαίρετο και αχώριστο της ψυχής, του νου και του λόγου. Γιατί στην ασώματη και αθάνατη και θεία και νοερή ψυχή ανήκουν ο νους και ο λόγος, τα οποία είναι και ομοούσια και συναιώνια, δίχως να χωρίζονται ποτέ το ένα από το άλλο, αλλ’ ούτε και να μπορούν να χωριστούν. Το «καθ’ ομοίωσιν», είναι η δικαιοσύνη, η αλήθεια, η ευσπλαχνία, η συμπάθεια και η φιλανθρωπία. Σ’ όποιους λοιπόν αυτά ενεργούνται και παραμένουν, σ’ αυτούς φαίνεται καθαρά το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν»· αυτοί δηλαδή ενεργούν κατά φύση, είναι όμως ανώτεροι από τους άλλους κατά την αξία.

Η λογική ψυχή μερίζεται σε τρία και διακρίνεται κατά τη θεωρία σε δύο, το λογικό και το παθητικό. Το λογικό της μέρος, καθώς είναι κατ’ εικόνα του Πλάστη της, είναι ανεμπόδιστο, αόρατο και απεριόριστο από τις αισθήσεις, γιατί είναι και έξω και μέσα απ΄ αυτές. Με αυτό η ψυχή επικοινωνεί με τις νοερές και θείες δυναμεις, και με την ιερή γνώση των όντων ανατρέχει κατά φύση στο Θεό σαν σε Πρωτότυπο, και απολαμβάνει τη θεϊκή Του φύση. Το παθητικό μέρος της κατακερματίζεται στις αισθήσεις και υπόκειται στα πάθη και στις ανέσεις. Με αυτό η ψυχή συγκοινωνεί με την αισθητική, θρεπτική και αυξητική φύση, αισθάνεται τον αέρα, το κρύο και τη ζέστη και τις τροφές για συντήρηση, ζωή, αύξηση και υγεία. Γι’ αυτό και τούτο μεταβάλλεται μαζί μ’ αυτά και άλλοτε επιθυμεί άλογες επιθυμίες, βγαίνοντας από τη φυσική του κίνηση, ενώ άλλοτε παροξύνεται και παρασύρεται από άλογο θυμό· ακόμη προκαλεί πείνα, δίψα, λύπη, πόνο και διάχυση, καθώς ευχαριστείται στις ανέσεις, ενώ στις θλίψεις μαζεύεται. Γι’ αυτό και εύλογα λέγεται παθητικό μέρος, γιατί υποφέρει από τα πάθη. Όταν λοιπόν το θνητό τούτο καταποθεί από τη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 14) του λόγου, αφού δηλαδή κυριαρχήσει το ανώτερο μέρος, τότε και η ζωή του Ιησού φανερώνεται στη θνητή μας σάρκα(Β΄ Κορ. 4, 11), ενεργώντας μέσα μας τη ζωοποιό νέκρωση, δηλαδή την απάθεια, και παρέχοντάς μας την αφθαρσία της αθανασίας, όπως επιθυμεί το πνεύμα.

Όπως ο Δημιουργός του παντός, πριν ακόμη δημιουργήσει τα πάντα από το μηδέν, είχε μέσα Του, ως Βασιλεύς των αιώνων και προγνώστης, τη γνώση, τις φύσεις και τους λόγους όλων των όντων, έτσι και τον άνθρωπο που τον έπλασε κατ’ εικόνα Του για βασιλιά της κτίσεως, τον έκανε να έχει μέσα του όλων των όντων τους λόγους, τις φύσεις και τη γνώση. Έτσι, την ξηρότητα και ψυχρότητα του ζωικού χυμού τις έχει από τη γη, απ΄ όπου πλάστηκε. Τη θερμότητα και υγρότητα του αίματος από τον αέρα και τη φωτιά. την υγρότητα και ψυχρότητα του φλέγματος από το νερό. Από τα φυτέ, έχει την ικανότητα για αύξηση· από τα ζωόφυτα έχει την ικανότητα για θρέψη· από τα άλογα ζώα έχει το παθητικό· από τους Αγγέλους έχει το νοερό και λογικό. Από το Θεό, τέλος, έχει την άυλη πνοή, δηλαδή την ασώματη και αθάνατη ψυχή, η οποία διακρίνεται σε νου και λόγο και δέχεται τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, για να υπάρχει και να ζει.

Είμαστε «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού που μας έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, ως προς την αρετή και τη σύνεση. Γιατί λέει η Γραφή: «Η αρετή Του κάλυψε τους ουρανούς, κι από τη σύνεσή Του είναι γεμάτη η γη»(Αββ. 3, 3). Αρετή του Θεού είναι η δικαιοσύνη, η οσιότητα και η αλήθεια, όπως λέει ο Δαβίδ: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, και η αλήθεια Σου σε περιβάλλει από παντού»(Ψαλμ. 88, 9), και πάλι: «Δίκαιος και όσιος ο Κύριος»(Ψαλμ. 144, 17). Επίσης είμαστε «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού ως προς την ευθύτητα και τη χρηστότητα, γιατί λέει η Γραφή: «Χρηστός και ευθύς ο Κύριος»(Ψαλμ. 24, 8). Ακόμη, ως προς το λόγο της σοφίας και το λόγο της γνώσεως, γιατί αυτά υπάρχουν μέσα Του και ονομάζεται Σοφία και Λόγος. Επίσης, ως προς την αγιοσύνη και την τελειότητα, όπως λέει ο Ίδιος: «Να γίνεστε τέλειοι, γιατί ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος»(Ματθ. 5, 48) και: «Να γίνεστε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος»(Λευϊτ. 20, 26). Τέλος, ως προς την ταπείνωση και την πραότητα, γιατί λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και οι ψυχές σας θα βρουν ανάπαυση».

Ο νους μας, όντας εικόνα του Θεού, βρίσκεται στην οικεία του κατάσταση όταν μένει στην περιοχή του και δεν κινείται πέρα από την αξία και τη φύση του. Γι’ αυτό κι αγαπά να ερευνά όσο γίνεται τα σχετικά με το Θεό και ζητεί να ενώνεται με Αυτόν, από τον οποίο έλαβε την αρχή και έχει την κίνηση και προς τον οποίο ανατρέχει με τις φυσικές ιδιότητες, και Αυτόν ποθεί να μιμείται στη φιλανθρωπία και την απλότητα. Γι’ αυτό και ο νους, γεννώντας το λόγο, αναδημιουργεί, σαν άλλους ουρανούς, τις ψυχές των ομοφύλων του ανθρώπων και τις κάνει στερεές με την υπομονή των εμπράκτων αρετών. Και τις ζωογονεί με το πνεύμα του στόματός του(Ψαλμ. 32, 6), δίνοντάς τους δύναμη κατά των ολεθρίων παθών. Και έτσι αναδεικνύεται και αυτός δημιουργός της νοητής κτίσεως και του μεγάλου κόσμου, μιμούμενος όπως πρέπει το Θεό του, και ακούει καθαρά από τον ουρανό: «Όποιος αναδεικνύει άξιο τον ανάξιο, θα γίνει σαν στόμα μου»(Ιερ. 15, 19).

Εκείνος που εμμένει στις φυσικές κινήσεις του νου και στην αξία του λόγου, διατηρείται καθαρός από την ύλη και καταστολίζεται με πραότητα, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και συμπάθεια και καταλαμπρύνεται από τις ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος. Προσβλέποντας στις υψηλές θεωρίες, αποκτά τη γνώση των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού και από αγαθότητα τα μεταδίδει με λόγο σοφίας σ’ εκείνους που μπορούν να τα ακούνε. Έτσι, δεν πολλαπλασιάζει το τάλαντό του μόνο για τον εαυτό του, αλλά κάνει να το απολαύσουν και οι άλλοι.

Εκείνος που ξαλάφρωσε πολύ το πνεύμα του, το ένα μέλος της δυάδας πνεύμα-σάρκα, και απελευθέρωσε την ευγένεια του πνεύματος από το δεσμό αυτής της δυάδας, αυτός βρήκε άυλο τρόπο ζωής μεταξύ των αΰλων πνευμάτων κι έγινε κι αυτός πνεύμα νοερό, αν και φαίνεται να ζει σωματικά ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.

Όποιος υπέταξε τη δουλεία που προέρχεται από την ένωση πνεύματος και σάρκας στην αξία και στη φύση του ενός (του πνεύματος), αυτός υπέταξε όλη την κτίση στο Θεό, συνάπτοντας σε ένα τα χωρισμένα και ειρηνοποιώντας τα πάντα.

Μέχρις ότου η φύση των ψυχικών μας δυνάμεων βρίσκεται σε αταξία με τον εαυτό της και διασκορπίζεται σε πολλές ετερότητες, δε μετέχομε και στις υπερφυσικές δωρεές του Θεού. Κι εφόσον δε μετέχομε σ’ αυτές, βρισκόμαστε μακριά και από τη μυστική ιερουργία του επουράνιου θυσιαστηρίου, η οποία τελείται κατά τη νοερή εργασία του νου. Όταν όμως, με μεγάλη σπουδή των ιερών αγώνων, καθαρθούμε από την πρόσυλη κακία και με τη δύναμη του Πνεύματος συνάξομε σε ένα τις ετερότητές μας, τότε φτάνομε και στη μέθεξη των απορρήτων αγαθών του Θεού και προσφέρομε αξίως στο Λόγο και Θεό τα θεία μυστήρια της μυστικής ιερουργίας του νου στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο του Θεού, ως επόπτες και ιερείς των αθανάτων μυστηρίων Του.

Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σάρκας(Γαλ. 5, 17), κι ένας ακήρυκτος πόλεμος υπάρχει μεταξύ τους, ποιο από τα δύο θα νικήσει το άλλο και θα κερδίσει την εξουσία. Αυτό λέγεται εσωτερική ετερότητα και διάσταση και ροπή και ζυγαριά και αμφίρροπη πάλη, κατά την οποία η ψυχή πηγαίνει όπου ο νους θα δώσει τη ροπή, σε κάποιο πράγμα δηλαδή σύμφωνα με πάθος ανθρώπινο.

Έως ότου μάς διασπούν άστατοι λογισμοί και ο νόμος της σάρκας ισχύει και τηρείται μέσα μας, διασκορπιζόμαστε σε πολλά μέρη και απομακρυνόμαστε από τη θεία Μονάδα, γιατί δεν αποκτήσαμε την ενότητα που Αυτή έχει. Όταν όμως αυτή η θνητότητα καταποθεί από την ενοποιό δύναμη και από την υπερφυσική αμεριμνία και γίνει ο νους κύριος του εαυτού του καταυγασμένος από τις σοφοποιές ελλάμψεις και τα νοήματα, η ψυχή συμπτύσσεται θεοειδώς σε μονάδα και γίνεται ένα αντί πολλές ετερότητες. Κι αφού συναχθεί στη θεία Μονάδα, ενώνεται με απλότητα με Αυτήν κατά μίμησή Της. Και αυτό είναι η αποκατάσταση της ψυχής στην αρχική της κατάσταση και η ανακαίνισή μας προς το καλύτερο.

Η άγνοια είναι φοβερό κακό, και περισσότερο από φοβερό· είναι αυτό το ίδιο το ψηλαφητό σκοτάδι. Και τις ψυχές που θα καταλάβει, τις ρίχνει στο ζόφο. Διαιρεί το λογιστικό σε πολλά μέρη και αποκόπτει την ψυχή από την ένωση με το Θεό. Αυτό που τελικά συνάγομε από αυτήν, είναι η αλογία. Γιατί κάνει άλογο και αναίσθητο τον άνθρωπο στο σύνολό του. Κι όπως η άγνοια, όταν απλωθεί παχυλή, γίνεται πελώριος βυθός του άδη για την ψυχή που λυγίζει από το βάρος της, στον οποίο υπάρχει κάθε τιμωρία και οδύνη και λύπη και στεναγμός, έτσι και η θεία γνώση που είναι λαμπρή και γεμάτη από άπειρο φως, κάνει τις ψυχές στις οποίες θα πάει για την καθαρότητά τους, φωτοειδείς με τρόπο που αρμόζει στο Θεό. Και τις γεμίζει ειρήνη, γαλήνη, χαρά, σοφία ανέκφραστη και τέλεια αγάπη.

Η παρουσία του θείου φωτός, επειδή είναι απλή και ενιαία, συνάγει προς τον εαυτό της τις μετέχουσες ψυχές και τις κάνει να στραφούν προς αυτήν. Τις ενώνει με την ενότητά της, τις τελειοποιεί με την τελειότητά της και, οδηγώντας προς τα βάθη του Θεού την οπτική δύναμη της διάνοιάς τους, τις κάνει θεωρούς και μύστιδες και μυσταγωγούς μεγάλων μυστηρίων. Θέλησε λοιπόν με αγώνα να καθαρθείς τελείως, και θα δεις καθαρά μέσα σου τη θεοφιλή ενέργεια όσων σου λέω.

Οι ελλάμψεις του πρώτου Φωτός που γίνονται με τη γνώση στις καθαρμένες ψυχές, δεν τις κάνουν μόνο αγαθές και φωτοειδείς, αλλά και τις ανεβάζουν με τη φυσική θεωρία σε νοητούς ουρανούς. Και δεν στέκεται ως εδώ η θεία ενέργεια σ’ αυτές, αλλά τότε σταματά, όταν με τη σοφία και τη γνώση των απορρήτων ενωθούν με τον Ένα και γίνουν μέσα σ’ Αυτόν, ένα αντί πολλά.

Πρώτα πρέπει να γίνομε καθαροί και αθόλωτοι από την πρόσυλη κακία των νοητών με την καθαρτική τάξη, έπειτα να γίνουν τα νοερά μας μάτια φωτισμένα κι ολόλαμπρα πάντοτε, με μια άλλη τάξη, τη φωτιστική, η οποία τελείται με τη μυστική και στο Θεό κρυμμένη σοφία. Και έτσι, αφού ανεβούμε στην επιστήμη των ιερών γνώσεων, η οποία διακονεί με το λόγο τα νέα και τα παλαιά σ’ εκείνους που είναι δεκτικοί, θα μεταδίδομε τα απόκρυφα και μυστικά της νοήματα, μετοχετεύοντάς τα, βέβαια, σε αβέβηλες ακοές και διαστέλλοντάς τα από τους ατελέστερους, για να μη δοθούν τα άγια στα σκυλιά, ούτε το μαργαριτάρι του λόγου να πεταχθεί σε χοίρων ψυχές , που θα το αχρηστέψουν.

Όταν κανείς βλέπει τη φλόγα της ψυχής του να πλατύνεται γύρω από την ενδιάθετη πίστη και την αγάπη του Θεού, τότε ας γνωρίζει ότι φέρνει μέσα του το Χριστό, ο οποίος ενεργεί την ανύψωση της ψυχής από τη γη και τα ορατά και ετοιμάζει την κατοικία της στους ουρανούς. Όταν επίσης βλέπει την καρδιά του να γεμίζει από χαρά και να επιθυμεί με κατάνυξη τα ανέκφραστα αγαθά του Θεού, τότε ας γνωρίζει ότι μέσα του ενεργεί το Θείο Πνεύμα. Όταν πάλι αισθανθεί το νου του να γεμίζει με άρρητο φως και νοήματα της ουράνιας σοφίας, τότε ας γνωρίζει ότι ήδη είναι και ενεργείται η επιφοίτηση του Παρακλήτου στην ψυχή του, για να του φανερώσει τους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών που είναι κρυμμένοι μέσα Του. Και τότε ας φυλάει τον εαυτό του με επιμέλεια σαν παλάτι του Θεού και κατοικητήριο του Πνεύματος.

Η φύλαξη των απόκρυφων θησαυρών του Πνεύματος είναι η αποχή από τα ανθρώπινα πράγματα, η οποία κυρίως ονομάζεται ησυχία. Αυτή, από καθαρότητα καρδιάς και ηδονή κατανύξεως, ανάβει σφοδρότερα τον πόθο της αγάπης του Θεού και λύνει την ψυχή από τα δεσμά των αισθήσεων και την πείθει να ακολουθεί την ελευθερία των τρόπων ζωής. Και αφού μεταστρέψει τις δυνάμεις της, τις επαναφέρει στο κατά φύση και τις αποκαθιστά στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας, για να μην υπάρχει καμιά λαβή κατηγορίας εναντίον του Δημιουργού των καλών για τη μεταβολή της εικόνας Του και την κίνησή της προς το χειρότερο.

Στην ιερή και θεία αυτή τελείωση ανεβάζει με λαμπρότητα η λογική και επιστημονική ησυχία, όταν βέβαια ασκείται και γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες. Αν τώρα κανείς που νομίζει ότι ησυχάζει, δεν έφτασε σε τέτοια ανύψωση και τελείωση, σημαίνει ότι δεν ησύχασε ακόμη τη νοητή και τέλεια ησυχία. Αλλά και ούτε θα ησυχάσει από την εσωτερική ταραχή των ανυπότακτων παθών, μέχρις ότου ανεβεί σ’ αυτό το ύψος. Έως τότε μόνο το σώμα θα έχει κλεισμένο στους τοίχους ή σε τρύπες της γης και σπήλαια, να καταπονείται από ένα νου άτακτο και περιπλανώμενο.

Οι ψυχές που έφτασαν στα άκρα της καθαρότητας και ανέβηκαν σε μεγάλο ύψος σοφίας και γνώσεως, μοιάζουν κατά άμεσο σχεδόν τρόπο με τα Χερουβείμ, αφού πλησιάζουν με την επιστήμη τους την Πηγή των καλών, και δέχονται από εκεί μέσα τους καθαρή την αποκάλυψη της άμεσης εποπτείας, με την οποία μόνο οι δυνάμεις των Χερουβείμ – όπως είπε κάποιος – καταφωτίζονται άμεσα, συνήθως, από την ίδια τη Θεαρχία στις θείες θεωρίες, σε μία υπέρτατη ανάταση.

Όπως οι πρώτες αγγελικές δυναμεις, άλλες είναι θερμότατες και ταχύτατες γύρω από τα θεία και έχουν αδιάκοπη αεικινησία γύρω από αυτά, ενώ άλλες είναι θεοπτικότατες, γνωστικές και σοφότατες και η θεία τους έξη είναι αυτή, να κινούνται πάντοτε γύρω από αυτά, έτσι και οι ψυχές, που είπαμε, είναι θερμότατες γύρω από τα θεία και ταχύτατες, σοφές, γνωστικές και ικανότατες να ανυψώνονται με τις μυστικές θεωρίες. Το ιδίωμά τους, κατά τη δύναμη και τη θεία τους έξη, είναι η αεικινησία γύρω από το Θεό και η ακλόνητη εδραίωση και διαμονή σ’ Αυτόν. Και μαζί μ’ αυτά, υπάρχει η έξη της δεκτικότητας των ελλάμψεων, με την οποία γίνονται μέτοχοι του Θεού και μεταδίδουν και σε άλλους άφθονα με το λόγο τους φωτισμούς και τις χάριτές Του.

Ο Θεός είναι Νους και αιτία της αεικινησίας του παντός, και όλοι οι νόες σ’ αυτόν, ως πρώτο νου, έχουν μόνιμη τη στάση και ακατάπαυστη την κίνηση. Αυτό συμβαίνει σε όσους δεν έχουν φιλόυλη και εμπαθή κίνηση, αλλά έχουν αποκτήσει με ιερούς αγώνες κίνηση καθαρή και αθόλωτη. Και τους συμβαίνει τούτο επειδή, έχοντας θείο έρωτα, μεταδίδουν ο ένας στον άλλο και στον εαυτό τους τις ελλάμψεις που ως χορηγός των αγαθών εκπέμπει η Θεαρχία, και μεταδίδουν με αγάπη και σε άλλους τη σοφία των μυστηρίων του Θεού που κρύβεται μέσα τους, για να υμνείται ακατάπαυστα η αγάπη του Θεού.

Στέκονται και κινούνται γύρω από το Θεό οι ψυχές εκείνες, όσες ελάφρυναν το λογιστικό τους από την ύλη, και τη δυάδα που μάχεται με τον εαυτό της (σάρκα-πνεύμα) την έκαναν άρμα πειθήνιο που τρέχει στους ουρανούς. Και κινούνται αδιάκοπα γύρω από το Θεό, επειδή Αυτός είναι το κέντρο και η αιτία της κινήσεως του κύκλου. Στέκονται δε μόνιμα και σταθερά σαν σε κύκλο, χωρίς να μπορούν να διασκορπιστούν από τη συνοχή τους αυτή και να στραφούν προς την αίσθηση και την κάτω περιπλάνηση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αυτό λοιπόν είναι το ολοκληρωμένο τέλος της ησυχίας και σ’ αυτό οδηγεί τους πραγματικούς ησυχαστές, ώστε ενώ κινούνται να στέκονται, και ενώ στέκονται σταθερά, να κινούνται περί τα θεία. και όσο αυτό δε γίνεται, ενώ νομίζομε ότι ησυχάζομε, είναι αδύνατο να βρεθεί ο νους μας έξω από την ύλη και την περιπλάνηση.

Όταν με την μεγάλη μας επιμέλεια και σπουδή φτάσομε στο αρχαίο κάλλος του λόγου και ευτυχήσομε να λάβομε με την επιφοίτηση του Πνεύματος τη σοφία και τη γνώση που μας δίνονται από τον ουρανό, τότε διαπιστώνομε ότι η πρώτη Πηγή και Αιτία της παραγωγής των πάντων είναι σοφή και καλή σ’ εμάς που μπορούμε πια να βλέπομε κατά φύση. Και δεν υπάρχει πια σ’ εμάς τίποτε για να κατηγορηθεί Αυτή για την κακία που κόλλησε στο πλάσμα Της κατά την παρεκτροπή του στο χειρότερο, όταν αυτό αποσπάστηκε και κατέπεσε και, χάνοντας το αρχικό κάλλος, ξέπεσε από τη θέωση, οπότε η κακία εφόρμησε μέσα του και του.έδωσε την άλογη μορφή της.

Πρώτη βάση εκείνων που επεκτείνουν την πρόοδό τους είναι η γνώση των όντων, την οποία προξενεί σ’ αυτούς η πρακτική φιλοσοφία. Δεύτερη είναι η επίγνωση των κρυμμένων μυστηρίων του Θεού, στην οποία μυσταγωγούνται από τη φυσική θεωρία. και τρίτη, η ένωση και ανάκραση με το Πρώτο Φως, όπου τελειώνει και αναπαύεται κάθε πρακτική προκοπή και κάθε θεωρία.

Όλοι οι νόες, αυτοί καθ’ εαυτούς, περιστρέφονται κατά ενιαίο τρόπο με τα τρία που αναφέραμε, κατευθυνόμενοι προς τον εαυτό τους και προς το όντως Ον. Και φωτίζοντας τους πλησίον, ως πνεύματα που καθαίρονται, τους μυσταγωγούν τα θεία και τους τελειοποιούν με την ουράνια σοφία, ενοποιώντας τους με τον εαυτό τους και με τη Μονάδα.

Θέωση στη ζωή αυτή είναι η νοερή και όντως θεία ιερουργία, κατά την οποία ιερουργείται ο λόγος της απόρρητης σοφίας και μεταδίδεται όσο είναι δυνατό σ’ εκείνους που ετοίμασαν τον εαυτό τους. Αυτήν ο Θεός με την αγαθότητά Του τη χάρισε από την αρχή στη λογική φύση για την ενότητα της πίστεως. Όσοι δηλαδή για την καθαρότητά τους έφτασαν στη μέθεξη αυτής της υψηλής καταστάσεως, μέσω της γνώσεως των θείων, θα γίνονται όμοιοι με το Θεό, αφού γίνουν ομοιότυπα της εικόνας του Υιού Του(Ρωμ. 8, 29) με τις υψηλές και νοερές κινήσεις τους γύρω από τα θεία. Έτσι θα είναι θέσει θεοί για τους άλλους ανθρώπους πάνω στη γη. Οι άλλοι πάλι θα τελειοποιούνται στην αρετή με την κάθαρση μέσω του λόγου και της ιερής συναναστροφής των πρώτων και, ανάλογα με την προκοπή και την κάθαρσή τους, θα μετέχουν και αυτοί στη θέωση των πρώτων και θα γίνονται κοινωνοί της ενώσεώς τους με το Θεό. Και έτσι, αφού ενωθούν όλοι και γίνουν ένα με την ενότητα της αγάπης, θα ενωθούν για πάντα με τον ένα Θεό. Και θα είναι ο φύσει Θεός ανάμεσα στους θέσει θεούς(Ψαλμ. 81, 1), ο αίτιος των αγαθών έργων, χωρίς να υπάρχει τίποτε από την κτίση για το οποίο να μπορεί να κατηγορηθεί.

Είναι αδύνατο ο αγωνιστής να επιτύχει την κατά το δυνατό ομοίωσή του με το Θεό, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει με θερμά δάκρυα την ασχήμια του βούρκου των κακών που τον εμποδίζει και δεν καταπιαστεί με την ιερουργία των εντολών του Χριστού. Διαφορετικά, δεν μπορεί να γίνει μέτοχος των απορρήτων αγαθών του Θεού. Γιατί εκείνος που επιθυμεί να γευθεί νοερά τη θεία γλυκύτητα και ηδονή των νοερών πραγμάτων, αποδημεί από όλη την αίσθηση του κόσμου και, από επιθυμία των αγαθών που είναι ετοιμασμένα για τους Αγίους, έχει την ψυχή του να ασχολείται συνεχώς με τη θεωρία των όντων.

Το να διατηρηθεί αναλλοίωτη η ομοίωση με το Θεό, η οποία προξενείται από την ακρότατη κάθαρση και την πολλή αγάπη προς Αυτόν, κατορθώνεται μόνο με την αδιάκοπη ανάνευση προς το Θεό και την ανάταση του θεωρητικότατου νου. Αυτή συνήθως γεννιέται στην ψυχή από τη μόνιμη ησυχία των αρετών, από την άυλη και απερίσπαστη και αδιάλειπτη προσευχή, από την καθολική εγκράτεια και από την επιμελημένη ανάγνωση των Γραφών.

Δεν πρέπει να σπεύδομε για να καταλήξομε μόνο στην ειρήνη των εσωτερικών μας δυνάμεων, αλλά και να φτάσομε στον πόθο της νοερής αναπαύσεως. Αυτή ξέρει να αναπαύει κάθε έφεση για το αγαθό με τη γαλήνη των λογισμών, και με τη θεία δροσιά που κατεβαίνει από τον ουρανό να θεραπεύει την πληγωμένη καρδιά και να τη δροσίζει από τη φωτιά που έρχεται από ψηλά και που την ανάβει το Πνεύμα.

Ψυχή που πληγώθηκε βαθιά από τον έρωτα του Θεού, αφού γεύθηκε τις νοητές δωρεές της γλυκύτητάς Του, δεν μπορεί να μένει στον εαυτό της ή στην ίδια κατάσταση και να μην επεκτείνεται στις ουράνιες αναβάσεις. Γιατί όσο προχωρεί με τη βοήθεια του Πνεύματος σε διαδοχικές αναβάσεις και όσο εισχωρεί στα βάθη του Θεού, τόσο πυρπολείται από τη φωτιά της επιθυμίας και τόσο ερευνά το μέγεθος των ακόμη βαθύτερων μυστηρίων του Θεού και βιάζεται να πλησιάσει το μακάριο φως όπου σταματά κάθε άπλωμα του νου, για να ολοκληρώσει εκεί την πορεία της με ευφροσύνη καρδιάς.

Όταν γίνει κανείς μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, και γνωρίσει την επιφοίτησή Του με κάποια ανέκφραστη μέσα του ενέργεια και ευωδία, ώστε η ευωδία να περνά και στην επιφάνεια του σώματος, τότε δεν υποφέρει στο εξής να μένει στα όρια της φύσεως. αλλά επειδή έχει υποστεί την καλή αλλοίωση με ενέργεια του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), λησμονεί την τροφή, τον ύπνο, ξεπερνά τα σωματικά, περιφρονεί τη σωματική ανάπαυση· όλη την ημέρα, ενώ βρίσκεται σε κόπους και αγώνες ασκητικούς, δεν αισθάνεται κανένα κόπο ή φυσική ανάγκη, πείνα, δίψα, ύπνο ή τις άλλες ανάγκες της φύσεως. Γιατί έχει χυθεί αόρατα η αγάπη του Θεού με ανέκφραστη χαρά μέσα στην καρδιά του(Ρωμ. 5, 5). Και όλη τη νύχτα, παραμένοντας σε πύρινο φωτισμό, εργάζεται τη νοερή εργασία με σωματικά γυμνάσματα, και απολαμβάνει το αθάνατο συμπόσιο των αθανάτων φυτών του νοητού Παραδείσου. Σ’ αυτόν και ο Παύλος αφού υψώθηκε, άκουσε άρρητα ρήματα, τα οποία δεν επιτρέπεται να τα ακούσει άνθρωπος(Β΄ Κορ. 12, 4) που είναι ακόμη προσκολλημένος εμπαθώς στα ορατά.

Το σώμα, όταν μιά φορά πυρωθεί στη φωτιά της ασκήσεως και βαφεί στο νερό των δακρύων, δεν αμβλύνεται πια από τους κόπους, γιατί καταπαύει τους πολλούς αγώνες, επειδή έγινε ανώτερο από την πρακτική άσκηση. Αλλά αφού δεχτεί μέσα του γαλήνη και σιωπή ειρήνης, γεμίζει μάλλον από μιά άλλη δύναμη, άλλη ευτονία, άλλη ισχύ του Πνεύματος. Όταν τέτοιο σώμα αποκτήσει συνεργό η ψυχή και δει την κατάστασή του ότι είναι ανώτερη από τη σωματική άσκηση, αλλάζει τις φυσικές της κινήσεις και τις στρέφει σε νοητούς αγώνες και, εργαζόμενη με δύναμη τη νοερή εργασία, φυλάει για τον εαυτό της τους καρπούς των αθανάτων φυτών μέσα στο νοητό Παράδεισο. Απ’ όπου σαν ποταμοί τρέχουν οι πηγές των θεοπρεπών νοημάτων και μέσα στον οποίο βρίσκεται το δένδρο της γνώσεως του Θεού, που παράγει καρπούς σοφίας, χαράς, ειρήνης, χρηστότητας, αγαθοσύνης, μακροθυμίας και ανέκφραστης αγάπης(Γαλ. 5, 22). Και καθώς έτσι εργάζεται με σπουδή και έτσι φυλάει(Γεν. 2, 15), απομακρύνεται από το σώμα και εισδύει στο γνόφο της θεολογίας. Φεύγει με την έκσταση απ΄ όλα, επειδή δεν την κρατάει τίποτε από τα ορατά, και αφού ενωθεί με το Θεό, σταματά ν’ αγωνίζεται και να ποθεί.

Ποιο από τα δύο στοιχεία μας είναι ανώτερο – ερωτώνται οι αγωνιστές -, το ορώμενο ή το νοούμενο; Αν είναι ανώτερο το ορώμενο, άρα τίποτε άλλο δεν πρέπει να προτιμήσομε και να δεχτούμε εκτός από τα φθαρτά, κι επομένως ούτε η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα. Αν όμως ανώτερο είναι το νοούμενο, ο Θεός είναι πνεύμα και όσοι Τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά κι αληθινα(Ιω. 4, 24). Κι έτσι περιττεύει η σωματική άσκηση όταν είναι ακμαία η νοερή εργασία της ψυχής, η οποία κάνει ελαφρό το σώμα που κλίνει στα κάτω και το μετατρέπει όλο σε πνευματικό, ενώνοντάς το με το ανώτερο.

Τρεις είναι οι ταξεις εκείνων που προοδεύουν στις τελειοποιητικές αναβάσεις: η καθαρτική, η φωτιστική και η μυστική, που είναι και η τελειοποιητική. Η πρώτη είναι των αρχαρίων, η άλλη των μέσων και η τρίτη των τελείων. Αυτές τις τρεις ταξεις περνώντας με τη σειρά ο αγωνιστής, προχωρεί στην κατά Χριστόν ηλικία και γίνεται ώριμος άνδρας, αποκτώντας την τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13).

Η καθαρτική τάξη είναι για όσους αρχίζουν τους πνευματικούς αγώνες. Το χαρακτηριστικό της είναι η απόρριψη της μορφής του χοϊκού ανθρώπου, η απολύτρωση από κάθε πρόσυλη κακία και η ένδυση του νέου ανθρώπου, που τον ανακαινίζει το Άγιο Πνεύμα(Κολ. 3, 10). Έργο της είναι το μίσος της ύλης, το λιώσιμο της σάρκας, η αποφυγή κάθε αιτίας που ωθεί το λογιστικό σε πάθος, η μετανοια για τα περασμένα αμαρτήματα. Είναι ακόμη να ξεπλύνει με δάκρυα την αλμύρα της αμαρτίας, να ρυθμίσει τη διαγωγή σύμφωνα με την χρηστότητα του πνεύματος και να καθαρίσει με την κατάνυξη το εσωτερικό του ποτηριού(Ματθ. 23, 26), δηλαδή το νου, από κάθε σαρκικό και πνευματικό μολυσμό(Β΄ Κορ. 7, 1). Κι έτσι να βάλει μέσα του το κρασί του λόγου, το οποίο ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου(Ψαλμ. 103, 15) που καθαίρεται, και να το προσφέρει στον Βασιλιά των πνευμάτων για να το γευθεί. Σκοπός της τάξεως αυτής είναι να πυρακτωθεί ο άνθρωπος στην πράξη με τη φωτιά της ασκήσεως και με τους σωματικούς κόπους ώστε να αποβάλει κάθε σκουριά της αμαρτίας, να χαλυβδωθεί, και αφού βουτηχθεί στο νερό της κατανύξεως, να γίνει ξίφος κοφτερό και δυνατό εναντίον των παθών και των δαιμόνων. Εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το σημείο με πολλούς κόπους ασκήσεως, έσβησε τη δύναμη του έμφυτου πυρός, έφραξε τα στόματα των λεόντων, των άγριων παθών, δυνάμωσε το αδύνατο πνεύμα του, έγινε ισχυρός(Εβρ. 11, 33–34), και σαν άλλος Ιώβ έστησε τρόπαιο υπομονής, αφού νίκησε το διάβολο που τον πείραζε.

Η φωτιστική είναι η τάξη εκείνων οι οποίοι από τους ιερούς αγώνες προχώρησαν στην πρώτη απάθεια. Χαρακτηριστικό της είναι η γνώση των όντων, η θεωρία των λόγων της κτίσεως και η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος. Έργο της είναι η κάθαρση του νου, που γίνεται με τη θεϊκή φωτιά, η νοερή αποκάλυψη των οφθαλμών της καρδιάς και η γέννηση του λόγου μαζί με υψηλά νοήματα της γνώσεως. Σκοπός της είναι ο λόγος της σοφίας που σαφηνίζει τις φύσεις των όντων, η επίγνωση των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων και η φανέρωση των μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών. Όποιος έφτασε σ’ αυτό το σημείο με την πνευματική εργασία του νου, κάθεται σαν άλλος Ηλίας Θεσβίτης(Δ΄ Βασ. 2, 11) πάνω σε πύρινο άρμα που έχει για άλογα τις τέσσερις γενικές αρετές και, ενώ ζει ακόμη, ανυψώνεται στον νοητό αέρα και περιοδεύει στα ουράνια, αφού ξεπέρασε την ταπεινότητα του σώματος.

Η μυστική και τελειοποιητική τάξη είναι εκείνων που τα πέρασαν όλα και έφτασαν στην πλήρη ωριμότητα του Χριστού(Εφ. 4, 13). Χαρακτηριστικό τους είναι να διασχίσουν τον αέρα και να υπερβούν τα πάντα και να φτάσουν όπου οι άνω τάξεις των ουρανών να πλησιάσουν το Πρώτο Φως και να ερευνήσουν με το πνεύμα τα βάθη του Θεού. Έργο της τάξεως αυτής είναι να γεμίσει το νου που είναι θεατής όλων αυτών, με τους λόγους για την πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια του Θεού και τους λόγους για τη λύση αινιγμάτων και παραβολών και σκοτεινών λόγων της θείας Γραφής. Και σκοπός της, να μυσταγωγήσει αυτόν που τελειοποιήθηκε έτσι, τα απόκρυφα μυστήρια του Θεού, να τον γεμίσει ανείπωτη σοφία με τη συνάφεια με το Πνεύμα και να τον αναδείξει σοφό θεολόγο μέσα στη μεγάλη Εκκλησία του Θεού, να φωτίζει τους ανθρώπους με το λόγο της θεολογίας. Εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το σημείο με βαθύτατη ταπεινοφροσύνη και κατάνυξη, ανέβηκε στον τρίτο ουρανό της θεολογίας σαν άλλος Παύλος και άκουσε άρρητα ρήματα(Β΄ Κορ. 12, 4), τα οποία δεν επιτρέπεται να τα ακούσει άνθρωπος κυριαρχούμενος από την αίσθηση, και γεύθηκε τα απόρρητα αγαθά που δεν τα είδαν μάτια και αυτιά δεν τα άκουσαν(Α΄ Κορ. 2, 9). Ακόμη, έγινε διάκονος των μυστηρίων του Θεού, επειδή έγινε στόμα Θεού και μεταδίδει όλα αυτά στους ανθρώπους με το λόγο, ζώντας, τέλειος μέσα στον τέλειο Θεό, την μακάρια ανάπαυση, ενωμένος με τους θεολόγους στις υπέρτατες δυνάμεις των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, οι οποίες έχουν ως ιδίωμα τη σοφία και τη γνώση.

Ο βίος των ανθρώπων διαιρείται σε δύο τρόπους, ενώ οι στόχοι του σε τρεις τάξεις. Ο ένας τρόπος είναι ο κοινωνικός και εγκόσμιος. Ο άλλος είναι έξω από την κοινωνία των ανθρώπων και υπερκόσμιος. Ο κοινωνικός διαιρείται σε σωφροσύνη και σε απληστία. Ο ακοινώνητος διαιρείται σε φιλοσοφία, σε φυσική γνώση και σε υπερφυσική ενέργεια. Ο πρώτος τώρα, ή συνάπτεται στο δίκαιο, οπότε έρχεται στην κατά φύση κατάσταση, ή στην αδικία, οπότε φτάνει στην αδικία, χάνοντας τη φυσική του κίνηση. Ο άλλος πάλι, αν βαδίσει προς τον επιδιωκόμενο σκοπό στοιχώντας στον κανόνα, καταλήγει στην άπειρη Φύση, με τελειότητα πάνω από τη φύση· αν όμως η άσκησή του γίνεται από φιλοδοξία, αποτυγχάνει το σκοπό του και καταντά σε αδόκιμο νου(Ρωμ. 1, 28), οπότε ως ατελής, εύλογα απορρίπτεται από την τάξη του τελείου.

Φως και ζωή και ειρήνη είναι το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος λοιπόν που φωτίζεται από το θείο Πνεύμα, ειρηνεύει και περνά τη ζωή του με γαλήνη. Από τούτο πηγάζει σ’ αυτόν η γνώση των όντων και η σοφία του λόγου και αποκτά το νου του Χριστού. Αυτός γνωρίζει τα μυστήρια της Βασιλείας, εισχωρεί στα βάθη του Θεού και μέρα με τη μέρα προφέρει αγαθούς λόγους ζωής από ακύμαντη και φωτισμένη καρδιά στους ανθρώπους, επειδή είναι αγαθός, έχοντας μέσα του τον Αγαθό να λαλεί «καινά και παλαιά»(Ματθ. 13, 52).

Ο Θεός είναι σοφία, κι εκείνους που βαδίζουν με λόγο και σοφία, αφού τους θεοποιήσει με τη γνώση των όντων, τους ενώνει με φως με τον εαυτό Του και τους αναδεικνύει θέσει θεούς. Κι όπως ο Θεός, αφού κατασκεύασε τα πάντα με σοφία από το μηδέν, με σοφία κυβερνά και κατευθύνει τα εγκόσμια, και με σοφία επίσης εργάζεται πάντοτε τη σωτηρία όλων εκείνων που Τον πλησιάζουν με τη μετάνοια, έτσι κι εκείνος που αξιώθηκε να γίνει μέτοχος της ανώτατης σοφίας λόγω καθαρότητας, πάντοτε και αυτός, ως εικόνα του Θεού, με σοφία εκτελεί και εργάζεται το θέλημα του Θεού. Συναγει δηλαδή τον εαυτό του από τα εξωτερικά και πολυσχιδή, και μέρα με τη μέρα υψώνει και εκτείνει το λογιστικό του με τη γνώση των απορρήτων, προς αγγελικούς πράγματι τρόπους ζωής. Και κάνοντας, όσο είναι εφικτό, ενοειδή τη ζωή του, ενώνει τον εαυτό του με τις άνω δυνάμεις, οι οποίες κινούνται ενιαία γύρω από το Θεό· και με αυτές, σαν καλούς οδηγούς, ανυψώνεται προς την πρώτη αρχή και Αιτία.

Εκείνος που με την ανώτερη σοφία ένωσε τον εαυτό του με τις αγγελικές δυνάμεις και γι’ αυτό ενώθηκε με το Θεό, επειδή έγινε καθ’ ομοίωση του Θεού, πλησιάζει τους πάντες με εμφιλόσοφο λόγο και συναναστροφή, και με θεία δύναμη αποδεσμεύει όσους θέλουν από τα εξωτερικά και πολυσχιδή, συνάγοντάς τους πνευματικά προς την ενοειδή ζωή ως μιμητής του Θεού, όπως ήδη έκανε με τον εαυτό του. Και τους ανυψώνει προς τη θεωρία της δόξας του ενός και πρώτου Φωτός, με τη σοφία, τη γνώση και την έλλaμψη των αποκρύφων. Και αφού τους ενώσει με τις γύρω από το Θεό αγγελικές ουσίες και τάξεις, τους οδηγεί στην ενότητα με το Θεό, αφού έχουν γίνει ολόλαμπροι από το φωτισμό του Πνεύματος.

Την τετράδα των γενικών αρετών συνακολουθούν οκτώ φυσικές αρετές, συνοδεύοντας δύο την κάθε μία, ώστε η κάθε μία από τις γενικές να σχηματίζει τριάδα. Τη φρόνηση λοιπόν συνοδεύουν η γνώση και η σοφή θεωρία. Τη δικαιοσύνη, η διάκριση και η σπλαχνική διάθεση. Την ανδρεία, η υπομονή και η σταθερότητα. Τη σωφροσύνη, η αγνεία και η παρθενία. Ως Κτίστης και Μυσταγωγός αυτής της τριαδικής δωδεκάδας των αρετών, κάθεται με σοφία ο Θεός στο θρόνο του νου, στέλνοντας το Λόγο για τη δημιουργία των αρετών. Ο Λόγος, παίρνοντας από κάθε μία από τις αρχικές αρετές που είπαμε, δημιουργεί στην ψυχή το νοητό κόσμο της ευσέβειας. Και σαν ουρανό αυτού του κόσμου απλώνει τη φρόνηση, γεμάτη αστέρια για να καταλάμπει τη ζωή, όπου σαν δύο μεγάλους φωστήρες βάζει τη θεία γνώση και τη φυσική θεωρία να λάμπουν και να τον καταφωτίζουν. σαν γη, θεμελιώνει τη δικαιοσύνη, για αδάπανη πανδαισία. Σαν αέρα απλώνει τη σωφροσύνη, ξεκούρασμα και δροσιά γνησιότατης ζωής. Σαν θάλασσα βάζει την ανδρεία γύρω από την ασθένεια της φύσεως, για να εξουδετερώνει τα οχυρώματα και τα υψώματα του σατανά(Β΄ Κορ. 10, 4). Οικοδομώντας λοιπόν έτσι αυτόν τον κόσμο ο Λόγος, βάζει μέσα του σαν δύναμη το Πνεύμα για κίνηση νοητή και αέναη και για συνοχή αδιάσπαστη και διαρκή, σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ: «Με το λόγο του Κυρίου στερεώθηκαν οι ουρανοί, και με το πνεύμα του στόματός Του είναι σ’ αυτούς όλη η δύναμή τους»(Ψαλμ. 32, 6).

Με τις μεταβάσεις των αξίων από τη μια πνευματική ηλικία στην άλλη, μεγαλώνει μαζί και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Και όταν είναι ακόμη νήπιοι και έχουν ανάγκη από γάλα(Εβρ. 5, 12), λέγεται ότι θηλάζει το γάλα των εισαγωγικών αρετών της ασκήσεως του σώματος, το οποίο λίγο είναι ωφέλιμο(Α΄ Τιμ. 4, 8) σ’ εκείνους που αυξάνουν στην αρετή και αποβάλλουν λίγο-λίγο τη νηπιότητα. Όταν φτασουν στη νεανική ηλικία και τρέφονται με τη στερεά τροφή της θεωρίας των όντων, έχοντας γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής(Εβρ. 5, 14), τότε ο Χριστός λέγεται ότι προοδεύει στην ηλικία και στη θεία χάρη(Λουκ. 2, 52) και κάθεται μεταξύ των πρεσβυτέρων(Λουκ. 2, 46) και τους φανερώνει τα βαθιά και σκοτεινά. Όταν γίνουν ώριμοι άνδρες και φτάσουν στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13), τότε λέγεται ότι κηρύττει σε όλους το λόγο της μετάνοιας και διδάσκει τους λαούς για τη βασιλεία των ουρανών(Ματθ. 4, 17) και ότι ανυπομονεί να σταυρωθεί. Γιατί αυτό είναι το τέλος καθενός που έγινε τέλειος στις αρετές· αφού περάσει όλες τις ηλικίες του Χριστού, να καταλήξει να υποστεί το πάθος των πειρασμών, όπως έπαθε και ο Κύριος.

Έως ότου είμαστε στα όρια της σωματικής ασκήσεως, αποφεύγοντας να τρώμε διάφορα φαγητά ή να χρησιμοποιούμε την αφή ή να ατενίζομε ομορφιές ή να ακούμε μελωδίες ή να οσφραινόμαστε αρώματα, είμαστε κάτω από την κηδεμονία επιτρόπων και κηδεμόνων ως νήπιοι ακόμη, αν και είμαστε κληρονόμοι και κύριοι όλων όσα έχει ο Πατέρας. Όταν όμως έρθει για την άσκηση το πλήρωμα του χρόνου και ολοκληρωθεί με την απάθεια, τότε γεννιέται μέσα μας ο Λόγος από καθαρή διάνοια και μπαίνει κάτω από το νόμο του Πνεύματος, για να εξαγοράσει εμάς που είμαστε κάτω από το νόμο του σαρκικού φρονήματος και να μας αποδώσει την υιοθεσία(Γαλ. 4, 2–5). Όταν γίνει αυτό, το Πνεύμα κράζει μέσα στις καρδιές μας: «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6), δείχνοντας και γνωρίζοντάς μας την υιική ιδιότητα μας και την παρρησία προς το Θεό και Πατέρα. Και μένει πλέον μαζί μ’ εμάς ως υιούς του Θεού και κληρονόμους Του μέσω του Χριστού και συνομιλεί, αφού δεν κρατούμαστε πιά από τη δουλεία των αισθήσεων.

Σ’ εκείνους που προόδεψαν στην πίστη όμως ο Πέτρος, και επανήλθαν στην ελπίδα σαν τον Ιάκωβο και έγιναν τέλειοι στην αγάπη όπως ο Ιωάννης, μεταμορφώνεται ο Κύριος(Ματθ. 17, 1–5) αφού ανεβεί σε υψηλό όρος θεολογίας. Και λάμπει σ’ αυτούς με τη φανέρωση και το χαρακτήρα του καθαρού λόγου όπως ο ήλιος, και με τα νοήματα της απόρρητης σοφίας γίνεται λαμπρός όπως το φως. Και παρουσιάζεται σ’ αυτούς ο Λόγος, να στέκεται μεταξύ νόμου και προφητείας. Από τη μία δηλαδή νομοθετεί και διδάσκει, ενώ από την άλλη φανερώνει από τους βαθείς και κρυφούς θησαυρούς της σοφίας· ενίοτε προβλέπει και προλέγει. Αυτούς τους επισκιάζει σαν νεφέλη φωτεινή το Πνεύμα, απ΄ όπου έρχεται σ’ αυτούς φωνή μυστικής θεολογίας και τους μυεί στο μυστήριο της τρισυπόστατης θεότητας, λέγοντας τα εξής: «Αυτός είναι ο αγαπητός μου όρος της τελειώσεως που με ικανοποιεί, να γίνεστε τέλεια τέκνα μου με το τέλειο Πνεύμα».

Η ψυχή που καταφρόνησε όλα τα χαμαίζηλα και πληγώθηκε ολοκληρωτικά από τον έρωτα του Θεού, παθαίνει μιά παράδοξη και θεϊκή έκσταση. Αφού δηλαδή δει καθαρά τις φύσεις και τους λόγους των όντων και κατανοήσει τα τέλη των ανθρωπίνων πραγμάτων, δεν ανέχεται πλέον να βρίσκεται μέσα στο σύμπαν και να περιορίζεται από το σώμα που την περιέχει. Αλλά αφού βγει έξω από τα όριά της και αφού κυριαρχήσει πάνω στην αίσθηση και ξεπεράσει τις φύσεις όλων των όντων, εισέρχεται με ανέκφραστη σιγή στο γνόφο της θεολογίας και αντικρύζει το κάλλος του Όντος μέσα σε φως νοημάτων ανείπωτης σοφίας, όσο της δοθεί τότε από τη χάρη. Με τρόπο που αρμόζει στο Θεό, εμβαθύνει με τα νοήματα στη θεωρία Του και εντρυφά με φόβο αγάπης στους καρπούς των αθανάτων φυτών, εννοώ στα νοήματα των θείων εννοιών, των οποίων τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα ποτέ δεν μπορεί να εκφράσει πλήρως όταν επιστρέψει από την έκσταση στον εαυτό της. Αλλά καθώς υφίσταται την παράδοξη ενέργεια του Πνεύματος, βιώνει το επαινετό αυτό πάθος με μιαν ανείπωτη χαρά και σιγή· τον τρόπο όμως της θείας αυτής ενέργειας, ή ποιο είναι εκείνο που την κινεί και φαίνεται και λέει σ’ αυτήν μυστικώς τα απόρρητα, δεν μπορεί να εξηγήσει.

Εκείνος που σπέρνει δάκρυα κατανύξεως για την αρετή, θα τρυγήσει σαν καρπό ζωής, χαρά ανέκφραστη. Εκείνος που ζητεί με ζήλο και αναμένει με υπομονή τον Κύριο μέχρις ότου καρπίσουν τα γεννήματα της αρετής του, αυτός θα θερίσει μεστωμένα τα στάχυα της γνώσεως του Θεού. Και θα φωτίσει τον εαυτό του με το φως της σοφίας και θα γίνει λυχνία αιωνίου φωτός, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους. και δε θα φθονήσει τον εαυτό του και τους πλησίον ώστε να κρύψει κάτω από το μόδιο(Ματθ. 5, 15) του φθόνου το φως της σοφίας που του δόθηκε, αλλά μέσα στην Εκκλησία των πιστών θα πει αγαθά λόγια για ωφέλεια πολλών και θα αναπτύξει παλαιά αινίγματα, σύμφωνα με όσα άκουσε από τον ουρανό να του υπαγορεύει το θείο Πνεύμα και όσα έμαθε σχολάζοντας στη θεωρία των όντων και όσα οι πατέρες του του διηγήθηκαν(Ψαλμ. 77, 2–3).

Θα συμβεί σε κάθε αγωνιστή, κατά την ημέρα της τελειώσεώς του στην αρετή, να του σταλάξουν τα όρη της εργασίας των θείων εντολών γλυκύτητα ευφροσύνης, καθώς θα βασιλεύει στη Σιών, στην καθαρή διάνοια. και από τα βουνά, τους λόγους δηλαδή των αρετών, θα ρεύσει γάλα, προσφέροντάς του την τροφή ενώ θα αναπαύεται πάνω στην κλίνη της απάθειας. Και όλες οι πηγές του Ιούδα, εννοώ της πίστεως και της γνώσεώς του, θα αναβλύσουν νερά, δόγματα δηλαδή και παραβολές και αινίγματα θείων πραγμάτων. Από την καρδιά του, σαν από τον οίκο Κυρίου, θα βγει πηγή ανέκφραστης σοφίας και θα ποτίσει τον χείμαρρο των σχοίνων(Ιωήλ. 4, 18), δηλαδή τους ανθρώπους που ξεράθηκαν από την ξηρασία και τον καύσωνα των παθών. Και τότε θα διαπιστώσει στον εαυτό του την πραγματοποίηση των λόγων του Κυρίου: «Από τα βάθη όποιου πιστεύει σ’ εμένα, θα ρεύσουν ποτάμια ζωντανό νερό»(Ιω. 7, 38).

«Θα ανατείλει, λέει ο Θεός, σ’ εκείνους που με φοβούνται, ήλιος δικαιοσύνης, και οι πράξεις τους θα οδηγήσουν στην ίαση. Θα βγουν από τη φυλακή των παθών και θα χοροπηδήσουν σαν μοσχαράκια ελευθερωμένα από δεσμά αμαρτίας. και θα καταπατήσουν τους άνομους και τους δαίμονες κάτω από τα πόδια τους σαν στάχτη, κατά την ημέρα της αποκαταστάσεώς τους, την οποία επιφέρω εγώ, λέει ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ»(Μαλ. 4, 2–30. Αυτό βέβαια θα γίνει όταν ανυψωθούν μέσω όλων των αρετών και τελειοποιηθούν με τη σοφία και τη γνώση από τη μέθεξη του Πνεύματος.

Αν στο πεδινό όρος του κόσμου τούτου και της Εκκλησίας του Χριστού, σηκώσεις ψηλά τη σημαία της καινούργιας γνώσεως και υψώσεις, σύμφωνα με τον Προφήτη(Ησ. 13, 2), τη φωνή της σοφίας που σου έδωσε ο Θεός, στηρίζοντας με το λόγο σου και διδάσκοντας τους αδελφούς σου και αποκαλύπτοντάς τους το νόημα της θείας Γραφής ώστε να κατανοούν τις θαυμαστές δωρεές του Θεού, και οδηγώντας τους στην εργασία των εντολών Του, τότε μη φοβηθείς από εκείνους που φθονούν τη δύναμη των λόγων σου και διαστρεβλώνουν κάθε θεία Γραφή, γιατί αυτοί είναι άδειοι, σαρωμένοι και έτοιμοι για κατοικία του διαβόλου(Ματθ. 12, 44). Γιατί ο Θεός καταγράφει τα λόγια σου στο βιβλίο των ζώντων και δε θα πάθεις βλάβη από αυτούς, όπως ούτε ο Πέτρος από τον Σίμωνα τον μάγο. Θα πεις μάλλον και συ εκείνη την ημέρα μαζί με τον Προφήτη(Ησ. 12, 2 και 4), όταν βλέπεις τους ανθρώπους αυτούς να κατασκευάζουν εναντίον σου παγίδες στο δρόμο σου: «Ιδού, ο Θεός μου και Κύριος είναι σωτήρας μου· θα έχω την πεποίθησή μου σ’ Αυτόν, θα με σώσει και δε θα φοβηθώ. Γιατί η δόξα μου και η ύμνησή μου είναι ο Κύριος, και Αυτός έγινε σωτήρας μου. Δε θα πάψω να αναγγέλλω τα ένδοξα έργα Του σε όλη τη γη».

Αν κατάλαβες ότι η ορμή των παθών είναι μέσα σου άπρακτη και ότι η κατάνυξη και η ταπεινοφροσύνη αναβλύζουν από τα μάτια σου, τότε να γνωρίζεις ότι ήρθε σ’ εσένα η βασιλεία του Θεού και εγκυμονείς το Άγιο Πνεύμα. Αν επιπλέον νιώθεις το Πνεύμα να ενεργεί, να κινείται και να λαλεί στα έγκατά σου και να σε παρακινεί να λες σε μεγάλη συνάθροιση της Εκκλησίας την σωτηριώδη αλήθεια του Θεού, μην εμποδίσεις τα χείλη σου φοβούμενος τον φθόνο των ιουδαιοφρόνων. Αλλά κάθισε και γράψε σε πινακίδα, όπως λέει ο Ησαΐας(Ησ. 30, 8), εκείνα που σου υπαγορεύει το Πνεύμα, γιατί αυτά θα παραμείνουν για πολύ καιρό, για πάντα. Εκείνοι που κοιλοπονούν τον φθόνο είναι λαός απειθής, παιδιά νόθα, που δεν έχουν πίστη και δε θέλουν να ακούσουν ότι το Ευαγγέλιο ενεργεί και σήμερα, δημιουργώντας φίλους του Θεού και προφήτες. Αλλά λένε στους προφήτες και στους διδασκάλους της Εκκλησίας: «Μην αναγγέλλετε σ’ εμάς τη σοφία του Θεού», και σ’ εκείνους που βλέπουν τα οράματα της φυσικής θεωρίας, λένε: «Μη μας λέτε τέτοια, να μας λέτε και να μας αναγγέλλετε άλλα, τα λόγια της πλάνης που αγαπά ο κόσμος· πάρετε από μας το λόγο του Ισραήλ»(Ησ. 30, 9–11). Μην προσέξεις λοιπόν το φθόνο και τα λόγια τους. Γιατί εκείνα που σου υπαγορεύονται από ψηλά για την ωφέλεια πολλών, θα τα ακούσουν όσοι είναι ολότελα κωφοί, και εκείνοι που βρίσκονται στο σκοτάδι του βίου και τα μάτια των τυφλών που βρίσκονται στην ομίχλη της αμαρτίας, θα δουν το φως των λόγων σου, και θα νιώσουν αγαλλίαση γι’ αυτούς οι πνευματικά φτωχοί. Οι απελπισμένοι άνθρωποι θα γεμίσουν ευφροσύνη· οι πλανεμένοι θα αντιληφθούν τη σύνεση που έχουν τα λόγια σου· όσοι γογγύζουν εναντίον σου, θα μάθουν να υπακούουν στα λόγια του Πνεύματος· και οι γλώσσες που τραυλίζουν, θα μάθουν να λαλούν ειρηνικά(Ησ. 29, 18–19 και 24).

Λέει ο Ησαΐας(Ησ. 31, 9· 32, 2–6 και 8): Είναι μακάριος εκείνος που έχει στη Σιών, δηλαδή στην Εκκλησία του Θεού, τέκνα της διδασκαλίας των λόγων του και υιούς δικούς του πνευματικούς στην άνω Ιερουσαλήμ των πρωτοτόκων. Γιατί, λέει, ο άνθρωπος εκείνος θα κρύβει τα λόγια του για τον κατάλληλο καιρό και θα κρυφτεί σαν να προφυλάγεται από ορμητικά νερά. Και τέλος θα φανεί στη Σιών, στην Εκκλησία των πιστών, σαν ένδοξος ποταμός που τρέχει μεγαλόπρεπα σε διψασμένη γη, με τα νάματα της σοφίας του. Και όσοι παρασύρονται από τους φθονερούς, θα πάψουν να έχουν πεποίθηση σ’ αυτούς, αλλά θα τείνουν τ’ αυτιά τους ν’ ακούσουν τα λόγια του ανθρώπου εκείνου, και η καρδιά όσων ασθενούν στην ψυχή θ’ ακούσει προσεκτικά. Δε θα του πουν πλέον οι υπηρέτες του φθόνου «σώπασε»· επειδή, όντας ευσεβής, σκέφθηκε συνετά και δεν είπε μωρίες όπως οι μωροί σοφοί του κόσμου. Ούτε η καρδιά του σκέφθηκε μάταια να πράττει άνομα και να λέει για το Θεό λόγια πλάνης, ώστε να διασκορπίσει ψυχές που πεινούν, και αυτές που διψούν να τις αφήσει ανικανοποίητες. Γι’ αυτό οι λόγοι του θα παραμείνουν προς ωφέλεια πολλών, κι ας μην αρέσει αυτό στους φθονερούς.

Σ’ αυτόν που κατοικεί σε υψηλό σπήλαιο ισχυρού βράχου, θα δοθεί χορταστικά ο άρτος της γνώσεως, και το οινοδοχείο της σοφίας μέχρι να μεθύσει· παρόμοια θα είναι άφθονο και το νερό που θα πίνει. Θα δει τον Βασιλιά με τη δόξα Του, και τα μάτια του θα αντικρύσουν από μακριά γη(Ησ. 33, 16–17). Η ψυχή του θα μελετήσει σοφία και θα μιλήσει σ’ όλους για τον αιώνιο τόπο(Ησ. 33, 14), έξω από τα όρια του οποίου δεν υπάρχει τίποτε.

Aφού λοιπόν η παιδαγωγία του Κυρίου είναι που ανοίγει τα αυτιά καθενός που έχει το φόβο Του, και του παρέχει αυτί για ν’ ακούει, και του δίνει γλώσσα παιδαγωγημενη για να γνωρίζει πότε πρέπει να μιλήσει(Ησ. 50, 4–5), τότε ποιος άλλος είναι που αποδιώχνει άπρακτους τους φρόνιμους και σοφούς του κόσμου και αποδεικνύει μωρή τη σοφία τους, ενώ βεβαιώνει μόνο τα λόγια των δούλων Του(Ησ. 44, 25–26); δεν είναι άλλος από Αυτόν που πραγματοποιεί πρωτοφανή και παράδοξα έργα προς δόξαν Του, που ανοίγει στην έρημο και κατάξερη καρδιά οδό ταπεινώσεως και πραότητας, και στην ξερή και άνυδρη διάνοια ποταμούς ανείπωτης σοφίας, για να ξεδιψάσει το εκλεκτό γένος Του, τον λαό που διάλεξε για να διηγείται τις αρετές Του(Ησ. 43, 19–21). Αυτός πορεύεται μπροστά από αυτούς που Τον αγαπούν και Τον φοβούνται, και για χάρη τους ισοπεδώνει τα βουνά των παθών και συντρίβει τις χάλκινες θύρες της άγνοιας, ενώ τους ανοίγει τις θύρες της δικής Του γνώσεως και τους φανερώνει τους θησαυρούς της που είναι σκοτεινοί, απόκρυφοι και αόρατοι. Και όλα αυτά, για να μάθουν ότι Αυτός είναι ο Κύριος, ο Θεός, που τους έδωσε το όνομα Ισραήλ(Ησ. 45, 2–3).

Ποιος είναι που ταράζει τη θάλασσα των παθών και καταπαύει τα κύματά της; Είναι ο Κύριος Σαβαώθ, ο οποίος σώζει όσους Τον αγαπούν από τον κίνδυνο της αμαρτίας και γαληνεύει την τρικυμία των λογισμών τους, ο οποίος θέτει τα λόγια Του στο στόμα τους και τους σκεπάζει κάτω από τη σκιά των χεριών Του, με τα οποία έστησε τον ουρανό και θεμελίωσε τη γη(Ησ. 51, 15–16). Αυτός δίνει σ’ όσους έχουν το φόβο Του γλώσσα παιδαγωγημενη και ακοή συνετή για να ακούν από ψηλά τη φωνή Του και να απαγγέλλουν τα προστάγματά Του στον οίκο του Ιακώβ, δηλαδή στην Εκκλησία των πιστών. Σ’ εκείνους όμως που δεν έχουν μάτια να βλέπουν τις ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης και αυτιά ν’ ακούνε τα ένδοξα του Θεού, το σκοτάδι είναι ο κλήρος της άγνοιάς τους και η ελπίδα τους μάταιη, καθώς και τα λόγια τους. Κανείς από αυτούς δε μιλά σύμφωνα με το δίκαιο, ούτε μπορεί να κρίνει σύμφωνα με την αλήθεια· στηρίζονται στα μάταια και λένε λόγια χωρίς περιεχόμενο· κυοφορούν φθόνο και γεννούν κακολογία(Ησ. 59, 4). Γιατί τ’ αυτιά τους είναι απερίτμητα και δεν μπορούν ν’ ακούνε, και γι’ αυτό ονειδίζουν το λόγο της γνώσεως του Θεού και δεν πρόκειται να θελήσουν να τον ακούσουν.

Ποιά σοφία υπάρχει σ’ αυτούς που κοιλοπονούν τον φθόνο κατά του πλησίον; Πώς δηλαδή θα πουν οι φθονεροί, λέει ο Ιερεμίας(Ιερ. 8, 8–9), ότι «εμείς είμαστε σοφοί και ο Νόμος του Κυρίου είναι μαζί μας», όταν λιώνουν από ζήλεια προς όσους έλαβαν τη χάρη του Πνεύματος μέσω της σοφίας και της γνώσεως του Θεού; Αλλά αποδείχθηκε μάταιη η ψεύτικη γνώση στους γραμματείς και σοφούς του κόσμου, αφού αστόχησαν την αληθινή γνώση. Γι’ αυτό και ντροπιάστηκαν οι σοφοί που κρίθηκαν ανάξιοι για τη σοφία του Παρακλήτου, βλέποντάς την να πληθύνεται σε ψαράδες, και φοβήθηκαν τη δύναμη των λόγων τους· και πιάστηκαν στα δίχτυα των νοημάτων τους, επειδή αποδοκίμασαν την αληθινή σοφία και τη γνώση του Κυρίου.

Αφού οι φθονεροί εγκατέλειψαν την πηγή της σοφίας του Θεού, γιατί λιώνουν από ζήλεια προς όσους δέχτηκαν πλούσια τη χάρη του Πνεύματος και έλαβαν πύρινη γλώσσα σαν γραφίδα ταχογράφου γραφέα(Ψαλμ. 44, 2); Αν είχαν ακολουθήσει κι αυτοί το δρόμο του Θεού, θα είχαν κατοικήσει για πάντα στην ειρήνη της απάθειας· θα είχαν μάθει που βρίσκεται η φρόνηση, που βρίσκεται η ισχύς, που βρίσκεται η σύνεση και η γνώση των όντων, που βρίσκεται μακροβιότητα και ζωή, που βρίσκεται φως των ματιών και σοφία με ειρήνη· θα είχαν μάθει ποιος βρίσκει τον τόπο της σοφίας και ποιος εισέρχεται στους θησαυρούς της(Βαρ. 3, 12–15). Θα έβλεπαν τι προσταζει ο Θεός μέσω του Προφήτη στους μύστες του λόγου, λέγοντας: «Ο Προφήτης που είδε αποκαλυπτικό όνειρο, ας διηγηθεί την οπτασία του, και όποιος δέχθηκε λόγο δικό μου, ας διηγηθεί το λόγο μου αληθινά»(Ιερ. 23, 28), και πάλι: «Γράψε όλους τους λόγους που σου είπα σε βιβλίο»(Ιερ. 37, 2). και έτσι ποτέ δε θα έλιωναν από φθόνο για τους ανθρώπους αυτούς.

Αν αλλάξει ο αιθίοπας το δέρμα του και η λεοπάρδαλη τα στολίσματά της, τότε και οι φθονεροί θα μπορέσουν να σκεφτούν και να πουν κάτι καλό, που είναι μαθημένοι στη μελέτη των κακών(Ιερ. 13, 23). Γιατί δίνουν ύπουλα ισχυρό κτύπημα στους πλησίον τους, όντας δόλιοι και υποκριτικοί προς τους φίλους τους. Δε λένε την αλήθεια, γιατί έμαθε η γλώσσα τους στα μάταια και ψεύτικα λόγια(Ιερ. 9, 4–5). Κατάλαβέ το, λοιπόν, εσύ που για τη γνώση του Θεού και το λόγο φθονείσαι· και εμπαίζεσαι από αυτούς, και κάνε, όμοια με τον Ιερεμία, εκτενή δέηση, λέγοντας: «Θυμήσου με, Κύριε, και έλα κοντά μου και απάλλαξέ με από τους φθονερούς που με καταδιώκουν. Μη μακροθυμήσεις, θέλοντας να με δοκιμάσεις περισσότερο. Γνώρισε ότι με εμπαίζουν αυτοί που απορρίπτουν τη γνώση Σου. Δώσε τέλος στη ζήλεια τους. Και τότε ο λόγος της γνώσεώς Σου θα είναι αφορμή ευφροσύνης και χαράς της καρδίας μου. Γιατί ποτέ δεν κάθισα μαζί με αυτούς που χλευάζουν τη γνώση Σου, αλλά ένιωθα φόβο για την παρουσία της δυνάμεώς Σου, και έμενα μόνος μου, καθώς πικράθηκα πολύ από το φθόνο τους»(Ιερ. 15, 15–17). Και θ’ ακούσεις: «Τα ξέρω καλά αυτά. Αν όμως επιστρέψεις κάποιον πλανεμένο από την πλάνη του, θα σε συναριθμήσω με τους φίλους μου και θα σταθείς μπροστά μου· και αν μετατρέψεις κάποιον ανάξιο σε άξιο, θα είσαι σαν στόμα μου. Θα σε λυτρώσω από τα χέρια των φθονερών κακούργων, λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ»(Ιερ. 15, 19 και 21).

Ας ακούσουν την κατακλείδα του λόγου οι φθονεροί σοφοί: Οι Ναζιραίοι του Θεού, έγιναν με τους κόπους τους πιο καθαροί από το χιόνι· λαμπρύνθηκαν στη ζωή τους πιο πολύ από το γάλα· η ομορφιά της σοφίας τους είναι ανώτερη από το ζαφείρι(Θρ. Ιερ. 4, 7–8), και ο χαρακτήρας των λόγων τους από το καθαρό μαργαριτάρι. Αντίθετα, αυτοί που έτρωγαν με απόλαυση την κοσμική γνώση, πέθαναν από πείνα μπροστά στις πηγές του Πνεύματος· αυτοί που ανατρέφονταν μέσα στην πορφύρα της σοφίας των Ελλήνων, ντύθηκαν την κόπρο της άγνοιας(Θρ. Ιερ. 4, 5), και έβαλαν πάνω τους δεσμά και τους έδεσαν. Γιατί η γλώσσα τους κόλλησε στο λάρυγγά τους και έχασαν την ακοή τους, αφού αποδοκίμασαν την αληθινή σοφία και τη γνώση του θείου Πνεύματος και δε θέλησαν να τη λάβουν με κόπους.

Ο Θεός που ταπεινώνει το υψηλό δένδρο και υψώνει το ταπεινό, που ξεραίνει το χλωρό δένδρο και ξανακάνει θαλερό το ξερό(Ιεζ. 17, 24), Αυτος είναι που δίνει στους δούλους Του στόμα ανοιχτό(Ιεζ. 29, 21) ενώπιον μεγάλης συνάξεως, και λόγο να ευαγγελιστούν την αλήθεια Του με πολλή δύναμη(Ψαλμ. 67, 12). Γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η σοφία, η σύνεση και η ισχύς, και όπως μεταβάλλει χρόνους και καιρούς, έτσι αλλοιώνει τις ψυχές που Τον ζητούν και Τον ποθούν και δίνει σ’ αυτές τη βασιλεία κατά των παθών και τις ανεβάζει από ζωή σε ζωή. Αυτός δίνει σοφία στους πνευματικά σοφούς και φρόνηση στους συνετούς, και αποκαλύπτει τα βαθιά και απόκρυφα σ’ όσους ερευνούν τα βάθη του Θεού, δίνοντάς τους τη γνώση των σκοτεινών αινιγμάτων. Γιατί Αυτός έχει το φως(Δαν. 2, 20–22) της σοφίας και της γνώσεως, και το δίνει όπου θέλει.

Σε καθέναν που εργάζεται με υπομονή τις εντολές εξωτερικά και εσωτερικά, αποβλέποντας μόνο στη δόξα του Θεού, δίνεται τιμή ουράνιας γνώσεως, ειρήνη ψυχής και αφθαρσία, επειδή είναι τηρητής και όχι απλός ακροατής του νόμου(Ρωμ. 2, 13) της χάρης. Αυτού τη γνώση, που μαρτυρείται από τα έργα, δεν την περιφρονεί ο Θεός, αλλά τη δοξάζει μαζί με τους λόγους της γνώσεως εκείνων που έλαμψαν με τη θεία σοφία στην Εκκλησία των πιστών γιατί στο Θεό δεν υπάρχει προσωποληψία(Ρωμ. 2, 11). Σ’ εκείνον όμως που αγωνίζεται από εγωισμό και απειθεί στα λόγια αυτών που καθοδηγούνται από το Πνεύμα, ενώ πείθεται στη δική του σύνεση και στα απατηλά λόγια αυτών που έχουν εξωτερικό μόνο σχήμα ευσέβειας και ενεργούν από φιλοδοξία και φιληδονία, δίνεται θλίψη και στενοχώρια. Και ο φθόνος, ο θυμός και η οργή(Ρωμ. 2, 8–9) θα είναι για το παρόν η αμοιβή της πλάνης του, ενώ για το μέλλον θα είναι προς κατηγορία των λογισμών του, όταν θα αλληλοκατηγορούνται ή και θα απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 15–16) και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του(Ρωμ. 2, 6).

Δεν είναι Ιουδαίος, όπως λέει ο Απόστολος, αυτός που έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα, ούτε η περιτομή ταυτίζεται μ’ ένα σωματικό σημάδι· Ιουδαίος αληθινός είναι αυτός που έχει τα εσωτερικά γνωρίσματα, που έχει περιτμηθεί στην καρδιά από το Πνεύμα, και όχι σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου(Ρωμ. 2, 28–29). Έτσι, δεν είναι τέλειος στη γνώση και στη σοφία αυτός που είναι λαμπρός στον φανερό και εξεζητημένο λόγο, ούτε είναι άκρος αγωνιστής όποιος επιδίδεται στην εξωτερική σωματική άσκηση των κόπων αλλά αγωνιστής είναι αυτός που επιδίδεται στην εσωτερική νοερή εργασία, και τέλειος στη σοφία και στη γνώση είναι αυτός που τα λόγια του βγαίνουν από καθαρή και αγαθή καρδιά με το φωτισμό του Πνεύματος του Θεού, και όχι από βιβλία. Αυτός έχει τον έπαινο όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό(Ρωμ. 2, 29)· γιατί οι άνθρωποι τον αγνοούν ή και τον φθονούν, και μόνον ο Θεός και αυτοί που κινούνται από το ίδιο Πνεύμα τον αγαπούν και τον γνωρίζουν.

Αν από τα έργα του Νόμου δε θα δικαιωθεί κανένας άνθρωπος ενώπιον του Θεού(Γαλ. 2, 16), κατά τον Απόστολο, τότε ποιος θα τελειωθεί ενώπιον του Θεού μόνον με τους αγώνες και τους κόπους της ασκήσεως; Με την πράξη παίρνομε τα στοιχεία για την έξη της αρετής και σταματούμε την ενέργεια των παθών, δεν αποκτούμε όμως, μόνο με αυτή, την τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Ποιο είναι λοιπόν εκείνο που μας ανεβάζει στην τελειότητα; Είναι η συνειδητή πίστη στο Θεό, η οποία κάνει χειροπιαστά αυτά που ελπίζομε(Εβρ. 11, 1). Με τέτοια πίστη πρόσφερε ο Άβελ καλύτερη θυσία στο Θεό και του δόθηκε η μαρτυρία ότι είναι δίκαιος(Εβρ. 11, 4), και ο Αβραάμ υπάκουσε στην κλήση του Θεού και έφυγε από τη χώρα του για να ζήσει σαν ξένος στη γη της επαγγελίας(Εβρ. 11, 8). Αυτή ανυψώνει, εκείνους που το θέλουν αληθινά, στις μεγάλες ελπίδες των υψηλών δωρεών του Θεού, και από εκεί, στη γνώση των όντων, και γεμίζει την καρδιά τους με ανεξάντλητους θησαυρούς του Πνεύματος, ώστε να βγάζουν από εκεί καινούργια και παλαιά(Ματθ. 13, 52) μυστήρια του Θεού και να δίνουν σ’ όσους έχουν ανάγκη. Εκείνος λοιπόν που αξιώθηκε να έχει τέτοια πίστη, ανέβηκε με την αγάπη και έγινε τέλειος στη γνώση του Θεού, και πέρασε στον τόπο αναπαύσεως που δίνει ο Θεός, όπου αναπαύθηκε και αυτός απ΄ όλα τα έργα του, όπως από τα δικά Του ο Θεός(Εβρ. 4, 10).

Αν τα παλιά χρόνια ο Θεός ορκίστηκε ότι δε θ’ άφηνε να μπουν στη γη της αναπαύσεως όσοι απείθησαν, και πράγματι για την απιστία τους δεν μπόρεσαν να μπουν , πώς είναι δυνατον μερικοί με μόνη τη σωματική άσκηση, χωρίς πίστη, να μπορέσουν να φτάσουν στην ανάπαυση της απάθειας και στην τελειότητα της γνώσεως; Γι’ αυτό και βλέπομε πολλούς που δεν μπόρεσαν να φτάσουν και να αναπαυθούν απ΄ όλους τους κόπους τους. Πρέπει λοιπόν ο καθένας να προσέχει μήπως έχει σκληρή και άπιστη καρδιά(Εβρ. 3, 12), και γι’ αυτό, παρά τους πολλούς κόπους, δεν πετυχαίνει την ανάπαυση και τελείωσή του. Γι’ αυτό και ταλαιπωρείται πάντοτε στα έργα της πρακτικής και τρώει το ψωμί της οδύνης(Ψαλμ. 126, 2). Αφού λοιπόν τον αναμένει «σαββατισμός»(Εβρ. 4, 9) (ημέρα αναπαύσεως), ας αγωνιστεί να φτάσει με την πίστη στην ανάπαυση της απάθειας και στην τελειότητα της γνώσεως, για να μην πέσει στο παλιό παράδειγμα της απείθειας και πάθει τα ίδια με τους τότε απειθείς(Εβρ. 4, 11).

Αφού έχομε αισθήσεις, λόγο και νόηση, οφείλομε κι εμείς να προσφέρομε από τον εαυτό μας κάποιο φόρο στο Θεό. Ως όντα με αισθήσεις, να αισθανόμαστε σωστά τα αισθητά πράγματα και μέσω του κάλλους τους να ανατρέχομε στο Δημιουργό και να οδηγούμε σ’ Αυτόν την ορθή γνώση μας γι’ αυτά. Ως λογικοί, να μιλάμε ορθά για τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Και ως έχοντες νόηση, να νοούμε χωρίς σφάλμα για το Θεό, για την αιώνια ζωή, για τη βασιλεία των ουρανών και για τα μυστήρια του Πνεύματος που είναι κρυμμένα σ’ αυτήν. Και τούτο, για να αποδεικνύεται ότι και η αίσθηση και ο λόγος και η νόηση είναι υγιή και ανένοχα έναντι του Θεού. Αυτό είναι όντως αληθινό και θείο μετρο και ιερή προσφορά στο Θεό.

Εισφορά της δεκάτης στο Θεό είναι κυρίως το ψυχικό πάσχα, δηλαδή το ξεπέρασμα κάθε εμπαθούς έξεως και κάθε άλογης αισθήσεως. Στο πάσχα αυτό θυσιάζεται ο Λόγος με τη θεωρία των όντων, τρώγεται με τον άρτο της γνώσεως, και το τίμιο αίμα Του πίνεται μέσα στο οινοδοχείο της απόρρητης σοφίας. Όποιος λοιπόν έφαγε και γιόρτασε αυτό το πάσχα, θυσίασε στον εαυτό του τον αμνό που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου(Ιω. 1, 29), και δε θα πεθάνει πλέον, αλλά θα ζήσει αιώνια(Ιω. 6, 58).

Εκείνος που σηκώθηκε από την πτώση στα νεκρά έργα, αναστήθηκε μαζί με το Χριστό. Κι αν αναστήθηκε μαζί με το Χριστό μέσω της γνώσεως, και ο Χριστός δεν πεθαίνει πλέον, τότε ούτε αυτόν θα τον κυριεύσει ο θάνατος της άγνοιας. Γιατί όταν πέθανε τότε από την αμαρτία, βγαίνοντας από την κατά φύση κίνηση, πέθανε μιά φορά, ενώ αυτό που τώρα ζει, το ζει κοντά στο Θεό(Ρωμ. 6, 9–10) με την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τον ανέστησε από τα νεκρά έργα της αμαρτίας. Ωστε δε ζει πλέον αυτός για τη σάρκα και τον κόσμο, γιατί νεκρώθηκε για το σώμα του και τα πράγματα του κόσμου, αλλά ζει μέσα του ο Χριστος(Γαλ. 2, 20), επειδή υποτάχθηκε πλέον στη χάρη του Αγίου Πνεύματος και δεν είναι πια κάτω από το νόμο της σάρκας, αφού τα μέλη του τα έδωσε στο Θεό και Πατέρα για να είναι όπλα της αρετής(Ρωμ. 6, 13).

Εκείνος που ελευθέρωσε τα μέλη του από τη δουλεία των παθών και τα υποδούλωσε στην αρετη(Ρωμ. 6, 19), αυτός πλησίασε τον αγιασμό του Αγίου Πνεύματος, αφού ανέβηκε πάνω από το νόμο της σάρκας. Και δε θα τον κυριεύσει πλέον η αμαρτία, γιατί σχολάζει μέσα στην ελευθερία και στο νόμο του Πνεύματος. Γιατί τα αποτελέσματα της δουλείας στα πάθη δεν είναι όμοια με τα αποτελέσματα της δουλείας στην αρετή. Εκείνα συνήθως καταλήγουν σε νοητό όλεθρο της ψυχής, ενώ αυτά σε ζωή αιώνια, η οποία είναι κρυμμένη στον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας.

Όσο ο άνθρωπος ζει σαρκικά, ο νόμος της σάρκας τον εξουσιάζει· όταν όμως πεθάνει και νεκρωθεί για τον κόσμο, ελευθερώνεται από το νόμο αυτό(Ρωμ. 7, 1–2). Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να νεκρωθούμε για τον κόσμο, παρά να νεκρώσομε τα μέλη του σώματος. Και τα μέλη του σώματος νεκρώνονται, όταν γίνομε μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος. Και τότε αναγνωριζόμαστε ότι είμαστε μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, όταν προσφέρομε στο Θεό καρπούς άξιους του Πνεύματος(Γαλ. 5, 22–23), δηλαδή αγάπη στο Θεό από όλη την ψυχή μας και προς τον πλησίον από ειλικρινή διάθεση, χαρά της καρδίας που προέρχεται από την καθαρή συνείδηση, ειρήνη ψυχής από την απάθεια και την ταπείνωση, αγαθοσύνη των λογισμών του νου, μακροθυμία στις θλίψεις και τους πειρασμούς, χρηστότητα από την τακτοποίηση των ηθών, πίστη στο Θεό συνειδητή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πραότητα από την ταπεινοφροσύνη και την κατάνυξη, και γενική εγκράτεια των αισθήσεων. Όταν προσφέρομε τέτοιους καρπούς στο Θεό, διατελούμε έξω από το νόμο της σάρκας. Και δεν υπάρχει νόμος να μας τιμωρεί για τους καρπούς τους οποίους καρποφορήσαμε για το θάνατο, όταν ακόμη ζούσαμε σαρκικά. Γιατί ελευθερωθήκαμε από το νόμο της σάρκας(Ρωμ. 7, 4–6), αφού αναστηθήκαμε από τα νεκρά έργα μαζί με το Χριστό, με την ελευθερία του πνεύματος.

Εκείνοι που έλαβαν την απαρχή του Πνεύματος μέσω της αναγεννήσεως του βαπτίσματος και τη φύλαξαν άσβηστη, αυτοί, καθώς πιέζονται από το βάρος της σάρκας, στενάζουν από τα βάθη της καρδίας τους, περιμένοντας την υιοθεσία με την πλήρωσή τους από τον Παράκλητο, για να δουν την απολύτρωση του σώματός τους από την υποδούλωση στη φθορά(Ρωμ. 8, 23). Γιατί το Πνεύμα βοηθεί την αδύνατη φύση τους και μεσιτεύει για χάρη τους με αλάλητους στεναγμούς(Β΄ Κορ. 4, 10), επειδή το φρόνημά τους είναι κατά Θεόν και με ελπίδα περιμένουν να δουν στο θνητό σώμα τους την αποκάλυψη των υιών του Θεού, η οποία είναι η ζωοποιός νέκρωση του Ιησού. Ώστε κι αυτοί να γίνουν υιοί του Θεού, ως οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα και ελευθερωμένοι από την δουλεία της σάρκας να φτάσουν στην ένδοξη ελευθερία των τέκνων του Θεού(Ρωμ. 8, 21)· σ’ αυτούς, επειδή αγαπούν το Θεό, όλα συνεργούν στο καλό τους(Ρωμ. 8, 28).

Επειδή η θεία Γραφή εξηγείται πνευματικά και οι θησαυροί της φανερώνονται από το Άγιο Πνεύμα σε πνευματικούς ανθρώπους, γι’ αυτό ο ψυχικός άνθρωπος (που δεν έχει δηλαδή το Πνεύμα), δεν μπορεί να δεχθεί τη φανέρωσή τους(Α΄ Κορ. 2, 13–14), γιατί δεν καταδέχεται να νοήσει ή να ακούσει να λέγεται από άλλον, κάτι έξω από τα πλαίσια των δικών του λογισμών. Δεν έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ερευνά τα βάθη του Θεού και γνωρίζει τα του Θεού, αλλά έχει το πνεύμα του κόσμου(Α΄ Κορ. 2, 10–12) το υλικό, το γεμάτο ζηλοτυπία και φθόνο, φιλονεικία και διχοστασία, και γι’ αυτό του φαίνεται μωρία να ερευνά την έννοια και να ανιχνεύει το νόημα της Γραφής. Επειδή δεν μπορεί δηλαδή να καταλάβει ότι όλη η θεία Γραφή κατανοείται πνευματικά, περιγελά εκείνους που εξηγούν πνευματικά τα θεία και ανθρώπινα πράγματα, και τους ονομάζει όχι πνευματικούς, ούτε καθοδηγούμενους από το θείο πνεύμα, αλλά αλληγορικούς, και όσο μπορεί διαστρέφει και ανατρέπει, όπως ο Δημάς εκείνος(Β΄ Τιμ. 4, 10), τους λόγους και τα θεία νοήματά τους. Ο πνευματικός άνθρωπος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όλα τα εξετάζει κινούμενος από το θείο πνεύμα, ενώ ο ίδιος δεν είναι καταληπτός από κανένα(Α΄ Κορ. 2, 15). Και τούτο γιατί έχει το νου του Χριστού, στον οποίο κανείς δε θα μπορέσει να γίνει σύμβουλος(Α΄ Κορ. 2, 16).

Η τελευταία ημέρα της Κρίσεως θα φανερωθεί με τρόπο πύρινο, και με φωτιά θα δοκιμαστούν, όπως λέει ο Παύλος(Α΄ Κορ. 3, 13–15), τα έργα του καθενός. Αν δηλαδή κάποιου τα έργα, με τα οποία οικοδόμησε τον εαυτό του, είναι από άφθαρτη ουσία, θα μείνουν άφθαρτα μέσα στη φωτιά· κι όχι μόνο δε θα κατακαούν, αλλά και θα λαμπρυνθούν, καθώς θα καθαριστούν ολότελα από καμιά τυχόν μικρή κηλίδα. Αν όμως κάποιου τα έργα, με τα οποία φόρτωσε βαριά τον εαυτό του, είναι από φθαρτή ύλη, θα καούν και θα καταστραφούν και θα τον αφήσουν με άδεια χέρια μέσα στη φωτιά. Τα άφθαρτα έργα που παραμένουν είναι τα δάκρυα της μετανοίας, η ελεημοσύνη, η συμπάθεια, η προσευχή, η ταπείνωση, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη και ο,τιδήποτε άλλο πράττεται για την ευσέβεια. Αυτά όλα, και όσο ζει ο άνθρωπος συνοικοδομούνται σε άγιο ναό του Θεού, και όταν φύγει πηγαίνουν μαζί του και διαμένουν άφθαρτα στους αιώνες. Τα έργα που τα καταστρέφει εκείνη η φωτιά είναι φανερά σε όλους: φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία, μίσος, φθόνος, κλοπή, μέθη, κακολογία, κατάκριση και κάθε τί φαύλο που ενεργείται με το σώμα από επιθυμία ή θυμό. Αυτά, και όσο ζει ο άνθρωπος φθείρονται μαζί του, καθώς αυτός φλογίζεται από τη φωτιά της επιθυμίας, αλλά και όταν χωρίζεται από το σώμα τον ακολουθούν, μα δε μένουν για πάντα μαζί του· αφού κατακαούν, αφήνουν τον άνθρωπο που τα έπραττε, μέσα στη φωτιά να κολάζεται αθάνατα στους αιώνες των αιώνων.

Η γνώση του Θεού σημαίνει ότι, αυτός που οικοδομήθηκε σ’ αυτήν με την ταπεινοφροσύνη και την προσευχή, έχει γνωριστεί από το Θεό κι έχει λάβει πλούσια από Αυτόν την αψευδή γνώση των υπερφυσικών Του μυστηρίων. Αν όμως παρατηρείται σ’ αυτόν οίηση, τότε δεν έχει οικοδομηθεί στη γνώση μ’ αυτές τις δύο αρετές, αλλά τον κυβερνά το υλικό πνεύμα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό κι ένας τέτοιος άνθρωπος, νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε από τα θεία πράγματα όπως πρέπει να γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2). Ενώ όποιος αγαπά το Θεό και δεν προτιμά τίποτε άλλο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον, αυτός έμαθε τα βάθη του Θεού και τα μυστήρια της βασιλείας Του, όπως πρέπει να τα γνωρίζει εκείνος που κινείται από το θείο πνεύμα, και έχει γνωριστεί από το Θεό(Α΄ Κορ. 8, 3) ως αληθινός εργάτης του μεγάλου κήπου της Εκκλησίας Του, που θα εργαστεί με αγάπη το θέλημα του Θεού. Δηλαδή θα επιστρέφει ψυχές και θα μεταβάλλει αναξίους σε άξιους(Ιερ. 15, 19) με το λόγο που του δόθηκε από το Άγιο πνεύμα. Και θα φυλάγει απρόσβλητο το έργο του με την ταπεινοφροσύνη και την κατάνυξη.

Όλοι έχομε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού με νερό και πνεύμα Άγιο και όλοι τρώμε την ίδια πνευματική τροφή και πίνομε το ίδιο πνευματικό ποτό, κι αυτά είναι ο Χριστος· αλλά με τους περισσότερους από μας δεν ευαρεστείται ο Θεός(Α΄ Κορ. 10, 3–5). Γιατί πολλοί πιστοί και αγωνιστές ταλαιπώρησαν και έκαναν κάτισχνα τα σώματά τους με μεγάλους κόπους ασκήσεως και σωματικής γυμνάσεως, αλλά επειδή δεν είχαν κατάνυξη από συντετριμμένη και φιλάγαθη γνώμη, και συμπάθεια από αγάπη προς τους πλησίον και τους εαυτούς των, αφέθηκαν άδειοι από την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος κι έμειναν μακριά από τη γνώση του Θεού, έχοντας στείρα τη μήτρα της διάνοιάς τους και λόγο ανάλατο και αφώτιστο.

Εκείνο που ζητεί ο λόγος του Θεού από τους Ναζιραίους, δεν είναι μόνο ν’ ανεβούν με την πράξη στο όρος Σινά, ούτε να καθαριστούν πριν την ανάβαση και να πλύνουν τα ρούχα τους και να μην πλησιάσουν γυναίκα(Εξ. 19, 14–15), αλλά και να δουν, όχι τα οπίσθια του Θεού(Εξ.33,23), αλλά τον ίδιο το Θεό μέσα στη δόξα Του, να ευαρεστείται σ’ αυτούς και να τους δίνει τις πλάκες της γνώσεως(Εξ. 31, 18) και να τους αποστέλλει για την πνευματική κατάρτιση του λαού Του.

Ο Λόγος δεν παίρνει μαζί Του όλους τους υπηρέτες και τους μαθητές Του κατά τη φανέρωση των απόκρυφων και ανωτέρων μυστηρίων Του, αλλά μόνο μερικούς, εκείνους στους οποίους χορηγήθηκε δεκτική ακοή και ανοίχθηκαν μάτια οπτασίας και δόθηκε ευκρινής καινούργια γλώσσα. Αυτούς λοιπόν τους παραλαμβάνει και τους ξεχωρίζει από τους άλλους, που είναι επίσης μαθητές Του, και ανεβαίνει στο Θαβώριο όρος της θεωρίας και μεταμορφώνεται μπροστά τους(Ματθ. 17, 2)· δεν τους μυσταγωγεί πλέον τα περί της βασιλείας των ουρανών, αλλά τους δείχνει τη δόξα και τη λαμπρότητα της θεότητας. Και από αυτό τους δίνει να λάμπουν κατά τον χαρακτήρα του βίου και του λόγου τους σαν τον ήλιο μέσα στην Εκκλησία των πιστών. Τα νοήματά τους τα μεταβάλλει, δίνοντάς τους λευκότητα και καθαρότητα υπέρλαμπρου φωτός. Και αποθέτει το δικό Του νου μέσα τους, αποστέλλοντάς τους να διηγούνται καινούργια και παλαιά(Ματθ. 13, 52) προς οικοδομή της Εκκλησίας Του.

Πολλοί καλλιέργησαν με μεγάλη επιμέλεια τα χωράφια τους και έσπειραν καθαρό σπόρο σ’ αυτά, αφού προηγουμένως έκοψαν τα αγκάθια και έκαψαν τα τριβόλια με τη φωτιά της μετάνοιας, αλλά επειδή δεν έβρεξε πάνω σ’ αυτά ο Θεός βροχή Πνεύματος Αγίου με την κατάνυξη, δε θέρισαν τίποτε απ΄ αυτά. Γιατί από την ξηρασία ξεράθηκαν και δεν καρποφόρησαν μέσα τους άφθονο το στάχυ της γνώσεως του Θεού. Γι’ αυτό και πέθαναν, αν και όχι πεινασμένοι για λόγο Θεού, πάντως φτωχοί από γνώση Θεού και μ’ άδεια χέρια, λίγα μόνο εφόδια παίρνοντας για τροφή τους από εισφορά άλλων.

Καθένας που βγάζει από το στόμα του ωφέλιμα λόγια για την οικοδομή του πλησίον, τα βγάζει από τους αγαθούς θησαυρούς της καρδιάς του, όντας ο ίδιος αγαθός, όπως είπε ο Κύριος(Λουκ. 6, 45). Κανείς δεν μπορεί να κινηθεί σε θεολογία και να πει τα περί Θεού, παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3). και κανείς που μιλά με πνεύμα Θεού δε λέει πράγματα αντίθετα στην πίστη στο Χριστό, αλλά όσα ωφελούν, όσα οδηγούν στο Θεό και στη βασιλεία Του και αποκαθιστούν στην παλιά ένδοξη καταγωγή και ενώνουν με το Θεό μερικούς από τους σωζόμενους. Αν τώρα η φανέρωση του Πνεύματος δωρίζεται στον κάθε ένα προς το συμφέρον όλων(Α΄ Κορ. 12, 7), άρα εκείνος που απέκτησε πλούσια το λόγο της σοφίας του Θεού και αξιώθηκε να λάβει το λόγο της γνώσεως, ενεργείται από το θείο Πνεύμα και είναι θησαυροφυλάκιο των ακένωτων θησαυρών του Θεού.

Όποιος πίστεψε στο Χριστό και βαπτίστηκε στο όνομά Του, δεν αφήνεται άμοιρος της χάρης του Πνεύματος, έκτος αν παραδόθηκε σε κάθε ενέργεια του διαβόλου και μόλυνε την πίστη με τα έργα ή ζει με ραθυμία και αμέλεια. Γιατί εκείνος που φύλαξε άσβηστη την απαρχή του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε κατά το άγιο βάπτισμα, ή που την άναψε πάλι όταν έσβησε, δεν είναι δυνατό να μη λάβει από τον ουρανό και την πληρότητα του Πνεύματος. αφού δηλαδή αγωνιστεί καλά, αξιώνεται μέσω της πληρότητας του Πνεύματος να λάβει ή το λόγο της σοφίας του Θεού για να διδάσκει στην Εκκλησία· ή το λόγο της γνώσεως των μυστηρίων του Θεού, σύμφωνα με το αυτό Πνεύμα, για να γνωρίζει τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών· ή, με το ίδιο πάλι Πνεύμα, τη συνειδητή πίστη, για να πιστεύει τις επαγγελίες του Θεού όπως ο Αβραάμ· ή το χάρισμα των ιαμάτων από το ίδιο πνεύμα, για να θεραπεύει τις ασθένειες· ή το χάρισμα της ενέργειας δυνάμεων, για να βγάζει δαιμόνια και να κάνει θαύματα· ή το χάρισμα της προφητείας, για να προβλέπει και να προλέγει τα μελλοντα· ή το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων για να διακρίνει ποιος ομιλεί με πνεύμα Θεού και ποιος όχι· ή το χάρισμα της ερμηνείας διαφόρων γλωσσών(Α΄ Κορ. 12, 8–11), ή το χάρισμα της συμπαραστάσεως σε όσους καταπονούνται· ή το χάρισμα διακυβερνήσεως των ποιμνίων και του λαού του Θεού(Α΄ Κορ. 12, 28)· ή το χάρισμα της αγάπης προς όλους και των δωρεών της αγάπης, δηλαδή της μακροθυμίας, της χρηστότητας και όλων των λοιπών(Α΄ Κορ. 13, 4). Αν όμως κανείς είναι άμοιρος όλων αυτών, δε γνωρίζω πώς να χαρακτηρίσω αυτόν τον άνθρωπο πιστό, ή ότι ανήκει στον κατάλογο εκείνων που ντύθηκαν το Χριστό με το άγιο βάπτισμα(Γαλ. 3, 27).

Εκείνος που έχει την αγάπη, δε φθονεί από ζήλεια, δεν περιαυτολογεί σαν ένας επηρμένος και αυθάδης, δεν αλαζονεύεται απέναντι σε κανένα, δεν ασχημονεί κάνοντας απρέπειες κατά του πλησίον. Δε ζητεί μόνο το δικό του συμφέρον, αλλά και του πλησίον. Δεν εξάπτεται εναντίον εκείνων που τον λυπούν, και αν πάθει κανένα κακό από άλλον, δεν το λογαριάζει. Δεν χαίρεται όταν, αυτοί που αγαπά, βρίσκονται στο άδικο, ενώ χαίρεται μαζί τους όταν βρίσκονται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ανέχεται όλα τα λυπηρά που του έρχονται. τα πιστεύει όλα, από απλότητα και ακακία. Ελπίζει ότι θα αποκτήσει όλα όσα μας έχει υποσχεθεί ο Θεός. Υπομένει κάθε πειρασμό, χωρίς να ανταποδίδει κακό στο κακό. Γενικά, ποτέ δε χάνει την αγάπη προς τον πλησίον ο εργάτης της αγάπης(Α΄ Κορ. 13, 4–8).

Από όσους αξιώθηκαν να λάβουν την ουράνια χάρη του Αγίου Πνεύματος με διάφορα χαρίσματα, άλλοι είναι νήπιοι και ατελείς ακόμη στα θεία χαρίσματα, ενώ άλλοι είναι τέλειοι άνδρες και τα έχουν στην πληρότητά τους. Οι πρώτοι, καθώς επεκτείνονται στην εργασία των θείων εντολών, προοδεύουν στα χαρίσματα, και γεμίζοντας από μεγαλύτερες δωρεές του Πνεύματος, καταργούν τα προηγούμενα χαρίσματα της νηπιότητας. Οι άλλοι, έχοντας φτάσει στην κορυφή της αγάπης και της γνώσεως του Θεού, αφήνουν πια τα επιμέρους χαρίσματα, είτε προφητείες είναι, είτε διακρίσεις πνευμάτων, είτε χαρίσματα συμπαραστάσεως, διακυβερνήσεως κλπ., κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 12, 28). Γιατί εκείνος που μπήκε στα ανάκτορα της αγάπης δε γνωρίζει πλέον κατά ένα μέρος το Θεό, ο οποίος είναι αγάπη, αλλά συνομιλώντας πρόσωπο με πρόσωπο με Αυτόν, Τον γνωρίζει με πληρότητα, όπως και Αυτός τον έχει γνωρίσει(Α΄ Κορ. 13, 12).

Εκείνος που από ζήλο των πνευματικών χαρισμάτων επεδίωξε την αγάπη και την απέκτησε, δεν ανέχεται να μιλάει κατά την προσευχή και την ανάγνωση μόνο για πνευματικό καταρτισμό του εαυτού του· γιατί εκείνος που μιλάει μόνο στο Θεό με τη γλώσσα όταν προσεύχεται και ψάλλει, τον εαυτό του οικοδομεί, όπως λέει ο Παύλος(Α΄ Κορ. 14, 40. Αυτός επιβάλλεται, κατά τον Παύλο πάλι, να «προφητεύει», για την οικοδομή της Εκκλησίας του Θεού. να διδάσκει δηλαδή στους πλησίον του την εργασία των θείων εντολών και πώς πρέπει να σπεύδουν να ευαρεστήσουν το Θεό. Σε τι θα μπορέσει να ωφελήσει μερικούς ο ηγούμενος που μιλάει πάντοτε μόνο με τον εαυτό του και το Θεό με την προσευχή και την ψαλμωδία, αν δε μιλήσει και στους υποτακτικούς του, ή με αποκάλυψη από το Άγιο πνεύμα ή με γνώση των μυστηρίων του Θεού ή με το προορατικό χάρισμα της προφητείας ή με διδαχή(Α΄ Κορ. 14, 6) του λόγου της σοφίας του Θεού; Γιατί αν δεν τους δώσει ευκολονόητο λόγο διδασκαλίας, γραπτό ή προφορικό, ποιος από τους υποτακτικούς του θα ετοιμαστεί για πόλεμο(Α΄ Κορ. 14, 8) εναντίον παθών και δαιμόνων; Πράγματι, αν ο ποιμένας δε ζητά να έχει πλούσια το λόγο της διδασκαλίας και τη γνώση του Πνεύματος για την οικοδομή του ποιμνίου του, δεν είναι ζηλωτής των χαρισμάτων του Θεού(Α΄ Κορ. 14, 12). Γιατί με το να προσεύχεται μόνο και να ψάλλει πολύ με τη γλώσσα, προσευχόμενος με το πνεύμα του, δηλαδή την ψυχή του, οικοδομεί τον εαυτό του. Ο νους του όμως είναι άκαρπος(Α΄ Κορ. 14, 13–14), αφού δεν προφητεύει με το λόγο της διδασκαλίας και δεν οικοδομεί την Εκκλησία του Θεού. Αν ο Παύλος, ο οποίος περισσότερο από κάθε άνθρωπο ενωνόταν μέσω της προσευχής με το Θεό, ήθελε πέντε λόγια μονάχα του έγκαρπου νου του να πει στην Εκκλησία για να κατηχήσει και τους άλλους, παρά χιλιάδες λόγους ψαλμωδίας με τη γλώσσα(Α΄ Κορ. 14, 19), άρα έχασαν το δρόμο της αγάπης όσοι είναι πνευματικοί οδηγοί άλλων και περιόρισαν μόνο στην ψαλμωδία και την ανάγνωση το αξίωμα του ποιμένα.

Εκείνος που μας έδωσε την ύπαρξη από ύλη και από νοερή ουσία και αυτά τα αντίθετα κατά τη φύση τα ένωσε κατά τρόπο παράδοξο σε μία υπόσταση, Αυτός μας έδωσε και τη μακαριότητα με το λόγο της σοφίας Του και της γνώσεως. Και αυτό το έκανε, από τη μία για να δούμε με την πνευματική γνώση τους απόκρυφους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών που μας χάρισε, κι από την άλλη, για να γνωστοποιήσομε στους πλησίον μας με το λόγο της σοφίας τον πλούτο της αγαθότητάς Του(Ρωμ. 2, 4) και τα αγαθά της αιώνιας ζωής, τα οποία ετοίμασε να απολαύσουν εκείνοι που Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9).

Εκείνος που ανέβηκε πάνω από τις απειλές και τις υποσχέσεις των τριών νόμων, έφτασε στη ζωή που δεν υπόκειται σε νόμο· έγινε αυτός νόμος της Εκκλησίας και δεν εξουσιάζεται από νόμο. Η ελεύθερη ζωή είναι εκείνη που δεν υπόκειται σε νόμο, άρα είναι πάνω από κάθε φυσική ανάγκη και παραστράτισμα. και εκείνος που έφτασε σ’ αυτή τη ζωή, ελευθερώθηκε, επειδή ξεπέρασε τη σάρκα, κι έγινε πυρ με τη μέθεξη του Πνεύματος, οπότε ενώθηκε και αυτός ολοκληρωτικά με το Χριστό που είναι πάνω από κάθε φύση, και καταργήθηκε γι’ αυτόν το μερικό και ατελές(Α΄ Κορ. 13, 10).

Εκείνος που έγινε δεκτικός της γνώσεως του πρώτου νου, – ο οποίος είναι αρχή και τέλος όλων, αόριστος καθ’ εαυτόν και μέσα και έξω ως προς όλα τα άλλα–, αυτός γνωρίζει και μόνος μονάζει, αλλά και ανάμεσα σε μόνους να μονάζει· ώστε μήτε μένοντας μόνος υφίσταται ζημία στην τελειότητά του, μήτε όντας μαζί με πολλούς υφίσταται ζημία της μονώσεως, αλλά είναι ο ίδιος παντού και σε όλα μόνος, γιατί είναι για τους άλλους αρχή της κινήσεώς τους για να μονάσουν, και τέλος τελειότατο της αρετής που βρίσκεται μπροστά τους.

Η ασύγχυτη ένωση και συνάφεια της ψυχής και του σώματος, όταν συμφωνεί με τον εαυτό της, εκτελεί ένα έργο, είτε της ύλης, είτε της πνευματικής φύσεως. Όταν όμως δε συμφωνεί, τότε δημιουργεί εμφύλια μάχη, όπου το καθένα επιθυμεί τη νίκη. Έρχεται όμως ο λόγος και ασκώντας το κύρος του, διαλύει αμέσως τη φιλονεικία, δίνοντας τα πρωτεία στην ομόνοια, κι αναθέτει το σύνολο των έργων στη φύση και στο πνεύμα.

Από τα τρία βασικά μέρη της ψυχής μας, το ένα (το λογιστικό) άρχει, αλλά δεν άρχεται· το άλλο (το θυμικό) και άρχει και άρχεται· το τρίτο (το επιθυμητικό) δεν άρχει, ενώ άρχεται. Όταν λοιπόν αυτό που άρχει τεθεί κάτω από την αρχή ενός από αυτά που άρχονται, τότε το εκ φύσεως ελεύθερο παρουσιάζεται δούλο στα εκ φύσεως δούλα και βγαίνει από τα πλαίσια της αρχής και της φύσεώς του, οπότε γίνεται μεγάλη στάση ανάμεσά τους. Και όσο υπάρχει τέτοια στάση σε αυτά, δε βλέπομε ακόμη τα πάντα υποταγμένα στον Λόγο(Εβρ. 2, 8). Όταν όμως εκείνο που άρχει, επικρατήσει πάνω στα άλλα και τα φέρει κάτω από την αρχή και την εξουσία του, τότε τα χωρισμένα συνενώνονται και συμφωνούν, οπότε έχουν ειρήνη με το Θεό. Και αφού υποταχθούν όλα στο Λόγο, παραδίδεται από αυτόν η βασιλεία στο Θεό και Πατέρα(Α΄ Κορ. 15, 24).

Αφού οι πέντε αισθήσεις υποταχθούν στις τέσσερις αρχές των γενικών αρετών και μείνουν ευπειθείς σ’ αυτές, κάνουν την ανθρώπινη φύση που πλάσθηκε από τα τέσσερα στοιχεία να κινείται ατάραχα γύρω από τον τροχό της ζωής. Και όταν αυτή κινείται έτσι, δε στασιάζουν οι δυνάμεις της ψυχής μεταξύ τους· αλλά αφού το παθητικό μέρος – θυμός και επιθυμία – ενωθεί με το λογιστικό, αναλαμβάνει ο νους τη φυσική του εξουσία και κάνει άρμα του τις τέσσερις αρχές και θρόνο του τη δούλη πεντάδα των αισθήσεων. Και αφού κατατροπώσει την τύραννο σάρκα, αρπάζεται με το τέθριππο άρμα και υψώνεται στους ουρανούς, όπου παραστέκεται στον Βασιλιά των αιώνων και στεφανώνεται με το στεφάνι της νίκης, καταπαύοντας σ’ Αυτόν την όλη πορεία του.

Σ’ εκείνους που γίνονται τέλειοι κατά την διάρκεια της θεωρίας και στηρίζονται στους στύλους του Πνεύματος, ετοιμάζεται κύπελο και προσφέρεται άρτος από τη βασιλική πανδαισία. Τους δίνεται θρόνος ν’ αναπαυθούν και χρήματα να πλουτίσουν, και θησαυρός από μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους είναι έτοιμος γι’ αυτούς, και πλούτος αναρίθμητος τους παραδίνεται στα χέρια. Αυτούς, καθώς είναι ταχύτατοι στα έργα, η πράξη τους κάνει διορατικούς και τους ετοιμάζει να παραστέκονται όχι σε ανθρώπους νωθρούς, αλλά στον ίδιο τον Βασιλιά.

Ποιο από τα δύο συμβαίνει· η βασιλεία των ουρανών δίνεται από εδώ στους αγωνιστές ή μετα το θάνατο; Αν λοιπόν δίνεται από εδώ, τότε η νίκη είναι ακαταμάχητη, η χαρά ανέκφραστη, και η άνοδός μας στον Παράδεισο, ελεύθερη. Γιατί ο Παράδεισος αυτός βρίσκεται κατευθείαν στη θεία ανατολή(Γεν. 2, 8). Αν όμως δίνεται μετά το θάνατο, πρέπει να εξετάσομε αν η έξοδος από τη ζωή γίνεται χωρίς φόβο, και τι είναι βασιλεία ουρανών και βασιλεία Θεού και Παράδεισος, και τι διαφέρει το ένα από το άλλο και ποιος είναι ο καιρός καθενός από αυτά και αν αποκτούμε και τα τρία και πώς και πότε και ύστερα από πόσον καιρό. Γιατί εκείνος που βρέθηκε μέσα στην πρώτη ενώ ακόμη ζει και φορά τη σάρκα, δεν έχασε και τα άλλα.

Ο άνω κόσμος είναι ακόμη ελλιπής και περιμένει την ολοκλήρωσή του, για να αποκατασταθεί στην πληρότητά του, από τους πρωτότοκους του νέου Ισραήλ που βλέπουν το Θεό. Γιατί ο άνω κόσμος ολοκληρώνεται καθώς γεμίζει από εκείνους που ανατρέχουν στη γνώση του Θεού. Και όταν ολοκληρωθεί, ορίζοντας τα τέλη του κάτω κόσμου των πιστών και των απίστων, θα αποτελέσει μία ενιαία συνάθροιση, δίνοντας στον καθένα το βαθμό του και χωρίζοντας μεταξύ τους τις δύο αυτές ασύμφωνες τάξεις. Ο άνω κόσμος οδηγεί προς τον εαυτό του τις αρχές και τα τέλη των άλλων, και τα ορίζει σαν όριο απεριόριστο· ο ίδιος όμως από άλλη αρχή ούτε οδηγείται, ούτε κατευθύνεται, ώστε να περιορίζεται. Ιδίωμά του έχει την αεικινησία, ώστε μήτε συστέλλεται στον εαυτό του, μήτε εκτείνεται πέρα από τα όριά του, αλλά είναι για τους άλλους σαββατισμός και κατάπαυση κάθε αρχής και κινήσεως.

Οι ουράνιες δυνάμεις ως σύνολο, σαν υμνωδοί που πρωτοστατούν στους ύμνους, συντάσσονται σε χορείες κατά τριαδικό τρόπο, και παραστέκονται τριαδικά στην Αγία Τριάδα, όπου προσφέρουν τον ύμνο λειτουργώντας με φόβο. Από αυτές, άλλες απλώνονται κάτω από την αρχή και Αιτία των πάντων, όσες είναι πλησιέστερες σ’ Αυτήν και επικεφαλής των ύμνων· αυτές είναι με την σειρά οι Θρόνοι, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Ιδίωμά τους είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων και κύριο έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «Γέλ», κατά την εβραϊκή γλώσσα. Άλλες είναι ενδιάμεσες, ανάμεσα στις προηγούμενες και στις επόμενες, δηλαδή οι Εξουσίες, οι Κυριότητες και οι Δυνάμεις, που στέκονται γύρω από το Θεό. Ιδίωμά τους είναι οι διευθετήσεις των μεγάλων πραγμάτων, οι διενέργειες των θαυμάτων και οι επιτελέσεις θαυμαστών σημείων· κύριο έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος, το «Άγιος, Άγιος, Άγιος»(Ησ. 6, 3). Άλλες καταλήγουν σε μας τους ανθρώπους, όντας πάνω από εμάς και κάτω από τις ανώτερες· στέκονται γύρω από το Θεό και λέγονται Αρχές, Αρχάγγελοι και Άγγελοι. Ιδίωμά τους είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες, και κύριο έργο τους ο ιερός ύμνος «Αλληλούια». Όταν λοιπόν η λογική φύση των ανθρώπων τελειοποιείται με κάθε αρετή και ανυψώνεται με κάθε γνώση και σοφία του Πνεύματος και της θεϊκής φωτιάς, τότε γίνεται οικεία μέσω των θείων χαρισμάτων με τις Δυνάμεις αυτές, καθώς έλκει προς τον εαυτό της το ιδίωμα καθεμιάς λόγω καθαρότητας. Με τις τελευταίες γίνεται οικεία με τη διακονία και την εργασία των εντολών του Θεού· με τις μεσαίες, με τη συμπάθεια και την προστασία των συνανθρώπων, κι ακόμη με την οικονομία των μεγάλων και θείων πραγμάτων και με τις ενέργειες του Πνεύματος· με τις πρώτες συγκοινωνεί με την πύρινη σοφία του λόγου και με τη γνώση των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Καθώς τελειοποιείται έτσι η ανθρώπινη φύση και δέχεται διαδοχικά τις δωρεές, ενώνεται μέσω αυτών με τη δεκάδα-Θεό*, επειδή πρόσφερε σ’ Αυτόν την απαρχή δέκατης τάξεως από τον εαυτό της.

Ο Θεός είναι Μονάδα και Τριάδα· αρχίζει από μονάδα και, καθώς είναι δεκάδα, καταλήγει κυκλικά στον εαυτό Του. Ο Θεός έχει μέσα Του τις αρχές και τα τέλη των πάντων. Είναι όμως έξω από τα πάντα, γιατί είναι επάνω απ΄ όλα. Όποιος βρέθηκε μέσα σ’ Αυτόν, χώρεσε μέσα του τους λόγους και τη γνώση των όντων και ενώ στέκεται έξω απ΄ όλα, παραμένει μέσα σε όλα, γνωρίζοντας τις αρχές και τα τέλη τους, γιατί απέκτησε νοερή συνάφεια με τον Πατέρα μέσω του Λόγου και έγινε τέλειος από το πνεύμα. Σ’ αυτήν την παντέλεια και αδιαίρετη και ομοούσια Τριάδα που προσκυνείται στα πρόσωπα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και δοξάζεται ως μία φύση και βασιλεία και δύναμη θεότητας, σ’ αυτήν ανήκει η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

* Ο αριθμός δέκα θεωρήθηκε σύμβολο του Θεού από την αρχαιότητα. Οι Πυθαγόρειοι τον ονόμαζαν “τετρακτύ” γιατί είναι ίσος με το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων αριθμών, και τον θεωρούσαν μέγιστο και τέλειο, ρίζα και πηγή κάθε δημιουργίας. Το συμβολισμό αυτό χρησιμοποιούν και Χριστιανοί συγγραφείς (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ωριγένης κ.ά.).

Комментарии для сайта Cackle