Οσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας
Σύντομη βιογραφία
Ο Θεόληπτος, ο πραγματικά μεγάλος φωστήρας της Φιλαδέλφειας, ήκμασε στα χρόνια του Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου, γύρω στο 1325. Έζησε πρώτα στο Άγιον Όρος τον αναχωρητικό βίο, και από εκεί ανέλαβε ως προκαθήμενος τη Μητρόπολη Φιλαδέλφειας. Έγινε καθοδηγητής του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (τον Παλαμά) και μυσταγωγός του στα άριστα μαθήματα. Τον μυσταγώγησε στην ιερή νήψη και τη νοερά προσευχή, ενώ ακόμη ήταν κοσμικός, όπως αναφέρεται στο βίο αυτού τον Γρηγορίου που έγραψε ο πατριάρχης Φιλόθεος.
Ο παρών λόγος που φιλοπονήθηκε από αυτόν, αποτελεί άριστη παρουσίαση και ακριβή κανόνα της μελέτης που ενεργείται εσωτερικά στο όνομα του Χριστού. Τα ακόλουθα κεφάλαιά του έχουν συντεθεί άριστα με θεία νοήματα και καθαρότητα διατυπώσεως. Όλα αυτά έχουν ενταχθεί εδώ με τα λοιπά, γιατί είναι χρήσιμα όσο τίποτε άλλο και αξιόλογα για όσους επιζητούν με ζήλο ν’ αποκτήσουν σε σύντομη επιτομή το θεόσοφο μάθημα της πνευματικής φιλοσοφίας.
Λόγος για την εν Χριστώ εσωτερική εργασία και τη μοναχική ζωή
Η μοναχική ζωή είναι ένα δένδρο ψηλό, πυκνόφυλλο και γονιμότατο. Ρίζα της είναι η αποξένωση απ΄ όλα τα σωματικά· κλαδιά της η απαλλαγή της ψυχής από εμπαθείς κλίσεις και το να μην έχει ο μοναχός καμία σχέση προς τα πράγματα από τα όποια έφυγε. Καρπός της είναι η απόκτηση των αρετών, η θεοποιός αγάπη και η αδιάκοπη ευφροσύνη, καθώς λέει ο Απόστολος: « Ο καρπός του Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη κλπ.»(Γαλ. 5, 22).
Η φυγή από τον κόσμο χαρίζει την καταφυγή στο Χριστό. Και κόσμο εννοώ, την αγάπη των αισθητών πραγμάτων και της σάρκας. Εκείνος πού με επίγνωση της αλήθειας αποξενώνεται από αυτά, γίνεται φίλος του Χριστού, αποκτώντας την αγάπη Του, για την οποία αρνήθηκε όλα τα κοσμικά κι αγόρασε το «πολύτιμο μαργαριτάρι»(Ματθ. 13, 46), δηλαδή το Χριστό.
Με το σωτήριο βάπτισμα ντύθηκες το Χριστό(Γαλ. 3, 27)· με αυτό το θείο λουτρό απέβαλες την ακαθαρσία και έλαβες τη λαμπρότητα της πνευματικής χάρης και την ευγένεια πού είχε ο άνθρωπος όταν πλάστηκε. Αλλά τι έγινε; Ή μάλλον, τι έπαθε ο άνθρωπος από την απερισκεψία του; Επειδή αγάπησε τον κόσμο, αλλοίωσε τα θεϊκά χαρακτηριστικά. Επειδή στράφηκε στα πάθη της σάρκας, κακοποίησε τη θεία εικόνα. Το σκοτάδι των εμπαθών λογισμών θάμπωσε τον καθρέφτη της ψυχής στον οποίο εμφανίζεται ο νοητός ήλιος Χριστός. Εσύ όμως καθήλωσες την ψυχή σου με τον φόβο του Θεού. Κατάλαβες το σκοτάδι της ανωμαλίας του κόσμου. Συνειδητοποίησες το διασκορπισμό της διάνοιας που προξενούν οι κοσμικές μέριμνες. Είδες τον μάταιο περισπασμό που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι από την πολυτάραχη ζωή. Πληγώθηκες με το βέλος του έρωτα της ησυχίας. Ζήτησες την ειρήνη των λογισμών, επειδή εγκολπώθηκες το παράγγελμα: «Ζήτησε την ειρήνη και κυνήγησέ την»(Ψαλμ. 33, 15)· πόθησες την ανάπαυση που αυτή δίνει, επειδή άκουσες το λόγο: «Ξαναγύρισε ψυχή μου στην ανάπαυσή σου(Ψαλμ. 114, 7)». Για όλα αυτά, αναλογίστηκες να ξανακερδίσεις την ευγένεια που έλαβες κατά χάρη με το βάπτισμα, αλλά την έχασες θεληματικά από τα πάθη σου ζώντας στον κόσμο. Έτσι λοιπόν έκανες πράξη την αγαθή αυτή γνώμη με το να έρθεις στο ιερό φροντιστήριο, να φορέσεις τα σεμνά άμφια της μετάνοιας και να υποσχεθείς ολόψυχα την παραμονή σου στο μοναστήρι μέχρι θανάτου.
Τώρα έκανες δεύτερη συμφωνία με το Θεό. Την πρώτη την έκανες κατά το βάπτισμα, με την είσοδο σου σ’ αυτή τη ζωή· τη δεύτερη τώρα που σπεύδεις προς το τέλος αυτής της ζωής. Τότε σε προσέλαβε ο Χριστός με την ευσέβεια· τώρα προσκολλήθηκες στο Χριστό με τη μετάνοια. Εκεί βρήκες δωρεά· εδώ παραδέχτηκες ένα χρέος. Τότε, καθώς ήσουν νήπιο, δεν εννόησες το αξίωμα που σου δόθηκε, αν και όταν μεγάλωσες, κατάλαβες το μέγεθος της δωρεάς και έχεις στο στόμα σου χαλινάρι. Τώρα που έχεις τέλεια σκέψη, εννοείς βαθιά τι σημαίνει το ότι συντάχθηκες μ΄ Εκείνον. Πρόσεξε μην τυχόν παραβείς και αυτή την υπόσχεση και σαν αγγείο που έσπασε εντελώς, ριχθείς στο σκότος το εξώτερο, όπου είναι ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων(Ματθ. 8, 12). Γιατί έξω από το δρόμο της μετάνοιας, δεν υπάρχει άλλος δρόμος που ξαναφέρνει στη σωτηρία.
Άκουσε τι σου υπόσχεται ο Δαβίδ: « Έκανες καταφυγή σου τον Ύψιστο. Αφού λοιπόν επέλεξες την κατά Χριστόν ζωή με τις δυσκολίες της, δε θα σε πλησιάσουν πια τα κακά που απέκτησες από την κοσμική σου ζωή. Αφού αποφάσισες να μετανοείς, δε θα σε ακολουθήσει έρωτας χρημάτων, τρυφή, τιμή, καλλωπισμός, ακράτεια των αισθήσεων· δε θα παραμείνουν μπροστά σου παράνομοι, δηλαδή μετεωρισμοί της διάνοιας, αιχμαλωσία του νου, χαύνωση που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι λογισμοί, και κάθε άλλη θεληματική εκτροπή και σύγχυση. Ούτε θα βρεθεί μπροστά σου αγάπη γονέων, αδελφών, συγγενών, φίλων και γνωστών· ούτε θα βρει τόπο σε σένα η άκαιρη και ανώφελη συνάντηση και συντροφιά μαζί τους. Αν αγαπήσεις την απάρνηση των παραπάνω με το σώμα σου και την ψυχή σου, δε θ΄ αγγίξει την ψυχή σου το μαστίγιο του πόνου, και το βέλος της λύπης δε θα πληγώσει την καρδιά σου, ούτε το πρόσωπό σου θα σκυθρωπάσει»(Ψαλμ. 90, 9–10 και 5, 5–6). Εκείνοι δηλαδή που απομακρύνθηκαν από τη φιλήδονη συνήθεια και απώθησαν τον εμπαθή δεσμό με όλα όσα είπαμε, αμβλύνουν τα κεντριά της λύπης. Γιατί ο Χριστός φανερώνεται στην ψυχή που αγωνίζεται και δίνει στην καρδιά ανέκφραστη χαρά, και την πνευματική χαρά δεν μπορεί ποτέ να την αναιρέσει κανένα από τα ευχάριστα ή δυσάρεστα του κόσμου. Μελέτες αγαθές και σωτήριες μνήμες και θεία διανοήματα και λόγοι σοφίας υπηρετούν τον αγωνιστή, και τον φυλάγουν σε όλους τους δρόμους των έργων που κάνει για το Θεό. Γι΄ αυτό και πατάει πάνω σε κάθε άλογη επιθυμία και αυθάδη θυμό σαν πάνω σε φίδια ασπίδα και βασιλίσκο, και καταπατεί την οργή σαν λιοντάρι και την ηδονή σαν δράκοντα(Ψαλμ. 90, 13). Και η αιτία τούτου είναι ότι, αφού απομάκρυνε κάθε ελπίδα του από τους ανθρώπους και τα πράγματα που είπαμε, την έδεσε στο Θεό και είναι πλούσιος σε γνώση Θεού και πάντοτε καλεί νοερά το Θεό να τον βοηθήσει. Όπως λέει και στη Γραφή: «Στήριξε την ελπίδα του σ΄ εμένα, γι΄ αυτό και θα τον σώσω· θα τον προφυλάξω, γιατί γνωρίζει το όνομά Μου. Όταν με φωνάξει, θα τον ακούσω, και όχι μόνο θα τον απαλλάξω από εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και θα τον δοξάσω»(Ψαλμ. 90, 14–15).
Βλέπεις τους αγώνες και τα ακόλουθα βραβεία όσων ασκούνται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Προσπάθησε λοιπόν να κάνεις την κλήση πράξη. Και όπως μονώθηκες σωματικά κι απέβαλες και τα νοήματα των πραγμάτων και άλλαξες αμφίεση, γίνε και ξένος αποθέτοντας και τούς λόγους σου και τους συγγενείς σου. Γιατί αν δε σταματήσεις την περιπλάνηση στα εξωτερικά, δε θα ξεσηκωθείς εναντίον εκείνων που ενεδρεύουν μέσα σου. Αν δεν νικήσεις εκείνους πού σε πολεμούν με τα φανερά, δεν μπορείς να κατατροπώσεις τούς αόρατους εχθρούς. Όταν καταργήσεις τους εξωτερικούς πειρασμούς και αφήσεις τούς εσωτερικούς λογισμούς, τότε διεγείρεται ο νους για τα έργα και τούς λόγους του Πνεύματος. Και αντί να έχεις συναναστροφή με συγγενείς και φίλους, εκτελείς τις αρετές. Και αντί να ασχολείσαι με τα μάταια λόγια πού γεννά η κοσμική συναναστροφή, φωτίζει και συνετίζει την ψυχή η μελέτη και η φανέρωση των θεϊκών λόγων, που κινούνται μέσα στη διάνοια. Η απελευθέρωση των αισθήσεων γίνεται δέσμευση της ψυχής. Και η δέσμευση των αισθήσεων, χαρίζει ελευθερία στην ψυχή. Η δύση του ηλίου φέρνει τη νύχτα. Και ο Χριστός αποχωρεί από την ψυχή και την κυριεύει το σκοτάδι των παθών και τα νοητά θηρία την κατασπαράζουν. Ανατέλλει ο αισθητός ήλιος και τα θηρία μαζεύονται στα σπήλαιά τους. Ανατέλλει και ο Χριστός στο στερέωμα της προσευχόμενης διάνοιας, και φεύγει και χάνεται κάθε κοσμική συνήθεια, η αγάπη της σάρκας περνά και ο νους βαδίζει στο έργο του, δηλαδή στη μελέτη των θείων, «ως το βράδυ»(Ψαλμ. 103, 23). Η έκφραση αυτή δε σημαίνει ότι η εργασία του πνευματικού νόμου περιορίζεται σε κάποιο χρονικό διάστημα ή ότι έχει ορισμένο μέτρο, αλλά ότι διαρκεί ώσπου να φτάσει το τέλος αυτής της ζωής, προκαλώντας την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Αυτό ακριβώς φανέρωνε και ο προφήτης Δαβίδ με τα λόγια: «Πόσο αγάπησα το νόμο Σου, Κύριε! Είναι η μελέτη μου όλη την ημέρα»(Ψαλμ. 118, 97). Ημέρα εννοεί όλη τη διάρκεια της ζωής αυτής.
Σταμάτησε λοιπόν τις εξωτερικές συναναστροφές και πάλεψε με τους εσωτερικούς λογισμούς, έως ότου βρεις τον τόπο της καθαρής προσευχής και τον οίκο όπου κατοικεί ο Χριστός, φωτίζοντας και γλυκαίνοντάς σε με την επίγνωση και την επίσκεψή Του, και κάνοντάς σε να θεωρείς χαρά τις θλίψεις για χάρη Του και να αποφεύγεις τις κοσμικές ηδονές όπως το κατάπικρο αψίνθιο.
Οι άνεμοι σηκώνουν κύματα στη θάλασσα, και αν αυτοί δε σταματήσουν, δεν ησυχάζουν τα κύματα και δεν ημερεύει η θάλασσα. Και τα πνεύματα της πονηρίας ανακινούν μέσα στην ψυχή του αμελούς την ενθύμηση γονέων, αδελφών, συγγενών, γνωστών, συμποσίων, πανηγυριών, θεάτρων και όλες τις άλλες φαντασίες της ηδονής και του υποβάλλουν να τοποθετεί την ευτυχία στα μάτια, στη γλώσσα και στο σώμα. Έτσι και την ώρα εκείνη σπαταλάς μάταια, και στη συνέχεια την ώρα που μένεις μόνος μέσα στο κελί σου, την ξοδεύεις στην αναπόληση εκείνων που είδες και συζήτησες. Και έτσι περνά χωρίς προκοπή η ζωή του μοναχού, καθώς αποτυπώνουν τις μνήμες τους στη διάνοιά του οι κοσμικές ασχολίες, όπως τα πόδια του ανθρώπου αποτυπώνουν τα ίχνη τους πάνω στο χιόνι.Αν δίνομε τροφή στα θηρία, πότε θα τα θανατώσομε; Κι αν διαρκώς απασχολούμαστε με έργα και λογισμούς της άλογης φιλίας και συνήθειας, πότε θα νεκρώσουμε το φρόνημα της σάρκας; Πότε θα ζήσομε την κατά Χριστόν ζωή πού υποσχεθήκαμε; Τα ίχνη των ποδιών πάνω στο χιόνι ή διαλύονται όταν λάμψει ο ήλιος, ή όταν βρέξει, εξαφανίζονται. Και οι μνήμες που έχουν σκάφτει στη διάνοια, από τη φιλήδονη διάθεση και τις ανάλογες πράξεις, εξαφανίζονται όταν ανατέλλει ο ήλιος στην καρδιά, με την προσευχή και την κατανυκτική βροχή των δακρύων. Ο Μοναχός λοιπόν που δεν πράττει σύμφωνα με το λόγο, πότε θα εξαλείψει από τη διάνοιά του τις εμπαθείς μνήμες;
Οι πρακτικές αρετές τελούνται με το σώμα, αν αφήσεις τη σχέση με τον κόσμο. Οι αγαθές μνήμες εντυπώνονται στην ψυχή και οι θεϊκοί λόγοι αναπαύονται σ΄ αυτήν, αν με συνεχείς προσευχές που αναπέμπονται με θερμή κατάνυξη από τη διάνοια, εξαλείψεις τις μνήμες των προηγουμένων σου πράξεων. Γιατί ο φωτισμός από την πίστη και τη μνήμη του Θεού και τη συντριβή της καρδιάς, αποξέουν σαν ξυράφι τις πονηρές μνήμες. Μιμήσου τη σοφία των μελισσών. Αυτές όταν αντιληφθούν το σμήνος των σφηκών να πετούν γύρω τους, παραμένουν μέσα στην κυψέλη και αποφεύγουν τη βλάβη από τους εχθρούς. Σφήκες να θεωρείς τις κοσμικές συναναστροφές, τις οποίες αποφεύγοντας με πολλή σπουδή, παράμενε μέσα στο κελί σου στο μοναστήρι. Και από εκεί πάλι να προσπαθείς να μπαίνεις στο εσωτερικότερο φρούριο της ψυχής, που είναι ο οίκος του Χριστού και εκεί αστράφτει αδιατάρακτη ειρήνη και χαρά και γαλήνη. Τα δώρα αυτά, σαν κάποιες ακτίνες τα εκπέμπει από τον εαυτό Του ο νοητός ήλιος Χριστός και με αυτά αμείβει την ψυχή που Τον υποδέχεται με πίστη και καλή ετοιμασία.
Όταν λοιπόν κάθεσαι στο κελί σου, να μνημονεύεις το Θεό, ανυψώνοντας το νου σου απ΄ όλα και οδηγώντας τον άφωνο προς το Θεό, και να συγκεντρώνεις ενώπιον του Θεού όλη τη διάθεση της καρδιάς σου, προσκολλώμενος σ’ Αυτόν με την αγάπη. Γιατί η μνήμη του Θεού είναι θεωρία του Θεού, ο οποίος έλκει την όραση και την επιθυμία του νου προς τον εαυτό Του και τον περιλάμπει με το φως Του. Όταν δηλαδή ο νους επιστρέφει στο Θεό, αφήνοντας όλες τις ειδοποιούς έννοιες των όντων, βλέπει χωρίς εικόνες και λαμπρύνει την όρασή του με την αγνωσία αυτή που υπερβαίνει κάθε γνώση, λόγω του ότι η θεία δόξα είναι απρόσιτη. Και ενώ δε γνωρίζει, αφού το βλεπόμενο είναι ακατάληπτο, γνωρίζει ωστόσο επειδή βλέπει την αλήθεια του κυρίως Όντος, του μόνου που έχει το είναι που υπερβαίνει κάθε είναι. Και με την πλούσια αγαθότητα που αναβλύζει από εκεί, τρέφοντας τον έρωτά του και ικανοποιώντας πλήρως την κινητικότητά του, αξιώνεται την χωρίς τέλος μακάρια ανάπαυση. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ορθής μνήμης του Θεού.
Προσευχή τώρα είναι διάλογος της διάνοιας με τον Κύριο. Ο διάλογος αυτός μεταφέρει λόγια δεήσεως στο Θεό, με ολοκληρωτική προσήλωση του νου προς Αυτόν. Γιατί όταν η διάνοια επικαλείται συνεχώς το όνομα του Κυρίου και ο νους προσέχει με ενάργεια στην επίκληση του θείου ονόματος, έρχεται το φως της γνώσεως του Θεού κι επισκιάζει σαν φωτεινή νεφέλη ολόκληρη την ψυχή. Την ορθή μνήμη του Θεού ακολουθεί η αγάπη και η χαρά, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και γέμισα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76, 4). Την καθαρή προσευχή ακολουθεί η γνώση και η κατάνυξη, όπως λέει ο ίδιος: « Όποια μέρα θα σε επικαλεστώ, ιδού, γνωρίζω ότι εσύ είσαι ο Θεός μου»(Ψαλμ. 55, 10), και: «Θυσία πού αρέσει στο Θεό είναι το συντετριμμένο πνεύμα»(Ψαλμ. 50, 19).
Όταν ο νους και η διάνοια στέκονται μπροστά στο Θεό με ενεργό προσήλωση και θερμή δέηση, τότε ακολουθεί και η κατάνυξη της ψυχής. Κι όταν ο νους, ο λόγος και το πνεύμα προσπίπτουν στο Θεό, ο νους με την προσοχή, ο λόγος με την επίκληση και το πνεύμα με την κατάνυξη και την αγάπη, τότε όλος ο εσωτερικός άνθρωπος προσφέρει λατρεία στον Κύριο, σύμφωνα με την εντολή: «Θ΄ αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου, με όλη την καρδιά σου»(Δευτ. 6, 5).
Πλην όμως θέλω να γνωρίζεις και τούτο· μήπως ενώ νομίζεις ότι προσεύχεσαι, βαδίζεις μακριά από την προσευχή, κοπιάζεις χωρίς κέρδος και τρέχεις ματαίως. Ό,τι συμβαίνει στην ψαλμωδία, όταν ο νους τρέχει αλλού και διασπάται σε πάθη και διάφορα πράγματα, ώστε να χάνεται το νόημα των ψαλλομένων, το ίδιο γίνεται και με τη διάνοια. Πολλές φορές δηλαδή, ενώ αυτή λέει τα λόγια της προσευχής, ο νους δε συνοδεύει, ούτε προσηλώνεται στο Θεό, με τον οποίο γίνεται η συνομιλία κατά την προσευχή, αλλά εκτρέπεται από διάφορες σκέψεις χωρίς να το καταλάβει. Έτσι, η διάνοια λέει από συνήθεια τα λόγια, ο νους όμως απομακρύνεται από τη γνώση του Θεού. Γι΄ αυτό και η ψυχή φαίνεται τότε ότι ούτε εννοεί, ούτε έχει διάθεση, επειδή ο νους διασκορπίζεται σε κάποιες φαντασίες και απασχολείται σ΄ εκείνα που τον ξεγελούν ή σ΄ εκείνα που επιθυμεί. Γιατί όταν δεν υπάρχει γνώση της προσευχής και ο δεόμενος δεν παραστέκεται μπροστά σ΄ Αυτόν που παρέχει παρηγοριά, πώς θα γλυκαθεί η ψυχή; Πώς θα ευφρανθεί η καρδιά που υποκρίνεται ότι προσεύχεται, αλλά δεν ενδιαφέρεται για αληθινή προσευχή; Θα ευφρανθεί η καρδιά όσων ζητούν τον Κύριο(Ψαλμ. 104, 3). Ζητεί τον Κύριο εκείνος που με ολόκληρη τη διάνοια και θερμή διάθεση πέφτει εμπρός στο Θεό και απομακρύνει κάθε νόημα του κόσμου για χάρη της γνώσεως και της αγάπης του Θεού, που πηγάζουν από την συνεχή και καθαρή προσευχή.
Για να διασαφηνίσω τη θεωρία που γεννιέται στο νου κατά τη μνήμη του Θεού, και την αξία της διάνοιας κατά την καθαρή προσευχή, θα καταφύγω σε παρομοίωση με το σωματικό μάτι και τη γλώσσα. Ό,τι είναι δηλαδή η κόρη για το μάτι και η προφορά του λόγου για τη γλώσσα, το ίδιο είναι η μνήμη για το νου και η προσευχή για τη διάνοια. Όπως το μάτι όταν δει κάποιο ορατό δε λέει τίποτε, αλλά με την πείρα της οράσεως δέχεται τη γνώση του βλεπομένου, έτσι και ο νους, καθώς μέσω της μνήμης παραδίδεται ερωτικά στο Θεό με την προσκόλληση της διάπυρης διαθέσεως και με τη σιγή της ολότελα απλής νοήσεως, καταφωτίζεται από τη θεία έλλαμψη, λαμβάνοντας αρραβώνα της μέλλουσας λαμπρότητας. Και πάλι, όπως η γλώσσα, με τα λόγια που λέει, φανερώνει στον ακροατή την αθέατη θέληση του νου, έτσι και η διάνοια, όταν απαγγέλλει τα σύντομα λόγια της προσευχής με θέρμη και χωρίς διακοπή, παρουσιάζει στον παντογνώστη Θεό την αίτηση της ψυχής. Και με την παραμονή στην προσευχή και με την επίμονη συντριβή της καρδιάς, ανοίγουν τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του Κυρίου που είναι γεμάτος συμπάθεια, και ο προσευχόμενος δέχεται πλούσια τη σωτηρία, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: « Ο Θεός δε θα απορρίψει την καρδιά που έχει συντριβεί και ταπεινωθεί»(Ψαλμ. 50, 19).
Θα σε χειραγωγήσει στην καθαρή προσευχή και εκείνο που γίνεται με τον επίγειο βασιλιά. Όταν δηλαδή παρουσιαστείς στο βασιλιά, και σωματικά είσαι μπροστά του και με τη γλώσσα τον ικετεύεις και με τα μάτια τον ατενίζεις, κι έτσι προσελκύεις την ευμένειά του. Αυτό κάνε κι εσύ, είτε στη σύναξη της εκκλησίας, είτε μόνος στο δωμάτιό σου. Όταν δηλαδή συνάγεστε στο όνομα του Κυρίου με τους αδελφούς για την ακολουθία, όπως παρίστασαι με το σώμα και προσφέρεις με τη γλώσσα σου στον Κύριο την ψαλμωδία, έτσι να έχεις και το νου σου προσηλωμένο στα λόγια και στο Θεό και να γνωρίζει με ποιον συνομιλεί και ποιον πλησιάζει. Γιατί όταν η διάνοια παραδίδεται με ζέση και καθαρότητα στην προσευχή, τότε η καρδιά αξιώνεται να απολαύσει αναφαίρετη χαρά και ανέκφραστη ειρήνη. Και πάλι όταν παραμένεις μόνος στο δωμάτιό σου, μην αφήνεις την προσευχή από τη διάνοιά σου, με νήψη του νου και συντριβή του πνεύματος· και με τη νήψη θα σε επισκιάσει η θεωρία, η γνώση θα κατασκηνώσει μέσα σου με την προσευχή και η σοφία θα αναπαυτεί εντός σου με την κατάνυξη, εξορίζοντας την άλογη ηδονή και εγκαθιστώντας τη θεία αγάπη.
Πίστεψέ με, σου λέω αλήθεια· αν σε όλη σου την πνευματική εργασία αποκτήσεις αχώριστη την μητέρα των καλών, την προσευχή, αυτή δε θα νυστάξει ώσπου να σου δείξει τον θείο νυμφώνα, να σε οδηγήσει μέσα και να σε γεμίσει ανείπωτη δόξα και ευφροσύνη. Γιατί αυτή αφαιρεί όλα τα εμπόδια, εξομαλύνει το δρόμο της αρετής και τον κάνει εύκολο σ’ εκείνον που τη ζητεί.
Πρόσεξε τώρα τον τρόπο της προσευχής της διάνοιας. Η συνομιλία με το Θεό αφανίζει τους εμπαθείς λογισμούς. Η ανάταση του νου στο Θεό φυγαδεύει τις έννοιες του κόσμου. Η κατάνυξη της ψυχής απομακρύνει τη φιλία της σάρκας. Και τότε φανερώνεται η προσευχή, από την ασίγητη απαγγελία του θείου ονόματος, ότι είναι συμφωνία και ένωση του νου, του λόγου και της ψυχής. « Όπου είναι -λέει ο Κύριος-, δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους»(Ματθ. 18, 20). Έτσι λοιπόν η προσευχή, ανακαλώντας τις δυνάμεις της ψυχής από το διασκορπισμό που προκαλούν σ’ αυτές τα πάθη, τις συνδέει μεταξύ τους· και συνδέοντας τότε μαζί της την τριμερή ψυχή, τη συμφιλιώνει με τον ένα τρισυπόστατο Θεό. Πρώτα, δηλαδή, με τους τρόπους της αρετής αφαιρεί από την ψυχή την ασχήμια της αμαρτίας· έπειτα, αφού ξαναζωγραφίσει στην ψυχή το κάλλος των θείων χαρακτήρων με την αγία γνώση που δίνει, την παρουσιάζει στο Θεό. Και η ψυχή παρευθύς γνωρίζει τον Ποιητή της, όπως λέει ο Ψαλμωδός: « Όποια μέρα σε επικαλεστώ, ιδού, γνωρίζω ότι εσύ είσαι ο Θεός μου»(Ψαλμ. 55, 10)· και αυτή, γνωρίζεται από το Θεό. Γιατί ο Κύριος γνωρίζει τους δικούς Του(Β΄ Τιμ. 2, 19). Τον γνωρίζει, γιατί έχει μέσα της καθαρή την εικόνα Του, και κάθε εικόνα αναφέρεται στο πρωτότυπο· και γνωρίζεται από Αυτόν για την ομοίωσή της με Αυτόν λόγω των αρετών, με τις οποίες και γνώση Θεού έχει, και γνωρίζεται από το Θεό.
Εκείνος που ζητάει την εύνοια του βασιλιά, μεταχειρίζεται τρεις τρόπους: ή απευθύνει λόγους ικεσίας, ή στέκεται σιωπώντας, ή πέφτει στα πόδια εκείνου που μπορεί να τον βοηθήσει. Έτσι και η καθαρή προσευχή, συναπτόμενη με το νου, το λόγο και το πνεύμα, με το λόγο επικαλείται το θείο όνομα, με το νου ατενίζει σταθερά τον παρακαλούμενο Θεό, ενώ με το πνεύμα εκδηλώνει την κατάνυξη, την ταπείνωση και την αγάπη. Και έτσι εξευμενίζει την άναρχη Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα Θεό.
Όπως η ποικιλία των φαγητών ανοίγει την όρεξη να τα δοκιμάσει κανείς, έτσι και οι διάφορες έννοιες των αρετών ξυπνούν την κινητικότητα του νου. Γι΄ αυτό, βαδίζοντας το δρόμο της διάνοιας, να διαλέγεις τα λόγια της προσευχής και ν΄ απευθύνεσαι στον Κύριο με αδιάκοπες φωνές χωρίς να αποθαρρύνεσαι· να δέεσαι συνεχώς μιμούμενος την αναίδεια της χήρας που πέτυχε να κάμψει τον αμείλικτο δικαστή. Τότε βαδίζεις σύμφωνα με τις επιταγές του Πνεύματος(Γαλ. 5, 16)· δεν προσέχεις τις σαρκικές επιθυμίες και δε διακόπτεις με κοσμικούς λογισμούς τη συνέχεια της προσευχής, αλλά γίνεσαι ναός του Θεού καθώς Τον υμνείς απερίσπαστος. Όταν ασκείς έτσι την κατά διάνοια προσευχή, αξιώνεσαι να φτάνεις και στη μνήμη του Θεού και να εισέρχεσαι στα άδυτα του νου και να κατοπτεύεις τον Αόρατο με μυστικές θεωρίες και μόνος να λατρεύεις στη μόνωση μόνο το Θεό πλημμυρίζοντας από γνώση μαζί με αγάπη.
Όταν λοιπόν δεις να σε κυριεύει χαύνωση στην προσευχή, τότε να μεταχειρίζεσαι βιβλίο, και διαβάζοντας προσεκτικά, να δέχεσαι μέσα σου τη γνώση. Μην προσπερνάς βιαστικά τα λόγια, αλλά να τα στοχάζεσαι βαθιά και να θησαυρίζεις το νόημά τους. Ύστερα να αναλογίζεσαι όσα διάβασες, ώστε με τη μελέτη αυτή να τα κατανοείς, να γλυκαίνεται η διάνοιά σου και να σου μένουν αλησμόνητα. Κι έτσι ν΄ αναρρίπτεται ο ζήλος σου για τα θεία διανοήματα, σύμφωνα με το ρητό: «Κατά τη μελέτη μου θ΄ ανάψει μέσα μου φωτιά»(Ψαλμ. 38, 4). Όπως η τροφή με τη μάσηση ευχαριστεί τη γεύση, έτσι και τα θεία λόγια, όταν στρέφονται μέσα στην ψυχή, τρέφουν και κατευφραίνουν τη διάνοια, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Πόσο γλυκά είναι τα λόγια Σου στο λάρυγγά μου!»(Ψαλμ. 118, 103). Ν΄ αποστηθίζεις και λόγια του Ευαγγελίου και αποφθέγματα των μακαρίων Πατέρων και να ερευνάς τους βίους τους, για να τα έχεις μελέτημά σου κατά τις νύχτες· ώστε όταν η διάνοιά σου κουραστεί από την προσευχή, να την ανανεώνεις με την ανάγνωση και τη μελέτη των θείων λόγων και να την κάνεις προθυμότερη στην προσευχή. Επίσης να χρησιμοποιείς την ψαλμωδία, αλλά με φωνή πολύ σιγανή και με παρακολούθηση από το νου, δίχως να ανέχεσαι ν΄ αφήσεις κάποιο λόγο να περάσει χωρίς να τον εννοήσεις. Κι αν ποτέ κάτι διαφύγει την προσοχή σου, επανάλαβε το στίχο, όσες φορές χρειαστεί, μέχρις ότου κάνεις το νου σου να παρακολουθεί τα λεγόμενα. Γιατί ο νους έχει τη δύναμη και να ψάλλει με το στόμα, και το Θεό να μνημονεύει. Και αυτό διδάξου το από τη φυσική πείρα. Όπως δηλαδή εκείνος που βρίσκεται και συνομιλεί με κάποιον, τον βλέπει ταυτόχρονα και με τα μάτια του, έτσι κι εκείνος που ψάλλει με τα χείλη μπορεί συνάμα και να ατενίζει με τη μνήμη το Θεό. Τις γονυκλισίες μη τις αφήνεις, γιατί με το γονάτισμα εικονίζεται η πτώση της αμαρτίας και γίνεται ένα είδος εξομολογήσεως, ενώ με την ανόρθωση υποδηλώνεται η μετάνοια και συμβολίζεται η υπόσχεση για ενάρετο βίο. Κάθε γονυκλισία να γίνεται με τη νοερή επίκληση του Χριστού, ώστε πέφτοντας μπροστά στον Κύριο με την ψυχή και με το σώμα, να κάνεις ευδιάλλακτο το Θεό των ψυχών και των σωμάτων. Αν, τέλος, απασχολήσεις και τα χέρια σου με κάποιο έργο αθόρυβο μαζί με την κατά διάνοια προσευχή, για να αποκρούεις τον ύπνο και τη ραθυμία, και τούτο συμβάλλει στον ασκητικό αγώνα.
Όλες αυτές οι εργασίες, όταν γίνονται μαζί με την προσευχή, ακονίζουν το νου, εξορίζουν την ακηδία, κάνουν πιο ζωηρή την ψυχή και το νου οξύτερο και θερμότερο στην απασχόλησή του με την κατά διάνοιαν εργασία.
Όταν χτυπήσει το τάλαντο, βγες από το κελί σου, έχοντας τα σωματικά μάτια στραμμένα στη γη και τη διάνοια στερεωμένη στη μνήμη του Θεού. Αφού μπεις στην εκκλησία και πάρεις τη θέση σου στο χορό, μήτε να αργολογείς με τον διπλανό σου Μοναχό, μήτε να μετεωρίζεσαι με το νου σε ματαιότητες. Αλλά ν΄ ασφαλίζεις τη γλώσσα σου με μόνη την ψαλμωδία και τη διάνοιά σου με την προσευχή. Όταν γίνει απόλυση, πήγαινε στο δωμάτιό σου και άρχισε τον κανόνα που σου έχει οριστεί. Όταν πας στην τράπεζα, μην παρατηρείς γύρω τις μερίδες των αδελφών, μήτε να αφήνεις την ψυχή σου σε διάφορες υποψίες όχι καλές. Να βλέπεις και να τρως εκείνα που έβαλαν εμπρός σου, δίνοντας στο στόμα την τροφή, στην ακοή την ακρόαση των αναγνωσμάτων και στην ψυχή σου την προσευχή. Έτσι θα τρέφεσαι σωματικά και πνευματικά και θα δοξολογείς ολοκληρωμένα Αυτόν που σου παρέχει πλούσια τα αγαθά της επιθυμίας σου. Από εκεί αφού σηκωθείς με σεμνότητα και σιωπή, πήγαινε στο κελί σου και σαν εργατική μέλισσα να επιδοθείς στην εργασία των αρετών. Όταν εκτελείς μια διακονία μαζί με τους αδελφούς, να εργάζονται τα χέρια σου, τα χείλη να σιωπούν και ο νους να μνημονεύει το Θεό. Και αν κανένας αρχίσει να αργολογεί, για να διακόψεις αυτή την αταξία σήκω και βάλε μετάνοια.
Ν’ αποδιώχνεις τούς λογισμούς και να μην τους επιτρέπεις να διαβαίνουν από την καρδιά σου και να πολυκαιρίζουν σ΄ αυτήν, γιατί η παραμονή των εμπαθών λογισμών ζωογονεί τα πάθη και θανατώνει το νου. Αμέσως την ώρα που σε προσβάλλουν, με την πρώτη κίνηση του νου, βιάσου να τους εξοντώσεις με το βέλος της προσευχής. Κι αν επιμένουν να σε ενοχλούν και να προκαλούν σύγχυση στη διάνοιά σου, και άλλοτε να υποχωρούν, ενώ άλλοτε να επιτίθενται, να ξέρεις ότι είναι οχυρωμένοι πίσω από προηγούμενό σου θέλημα. Και επειδή έχουν αποκτήσει δικαιώματα στην ψυχή σου λόγω της ήττας της προαιρέσεώς της, για αυτό σε ταράζουν και σε ενοχλούν. Γι΄ αυτό πρέπει να τούς στηλιτεύεις με την εξομολόγηση· γιατί όταν φανερωθούν οι πονηροί λογισμοί, τρέπονται σε φυγή. Όπως δηλαδή όταν φωτίζει το φως, το σκότος υποχωρεί, έτσι και το φως της εξομολογήσεως αφανίζει τούς λογισμούς των παθών, πού κι αυτοί είναι σκότος. Τούτο γίνεται επειδή η κενοδοξία και η άνεση, λόγω των οποίων έβρισκαν τόπο οι λογισμοί, καταστράφηκαν με την αισχύνη της εξομολογήσεως και την κακοπάθεια του κανόνα πού επιβλήθηκε. Έτσι, καθώς οι λογισμοί βρίσκουν τη διάνοια ελεύθερη από τα πάθη με τη συνεχή και την κατανυκτική προσευχή, τρέπονται σε φυγή ντροπιασμένοι. Όταν ο αγωνιστής προσπαθεί με την προσευχή να ανακόπτει τούς λογισμούς πού τον ταράζουν, τούς ανακόπτει για λίγο και εμποδίζει τα ποικίλα νοήματά τους καθώς παλεύει και αντιπολεμά· δε λυτρώνεται όμως τελείως, γιατί αποδέχεται τις αιτίες των λογισμών πού τον ενοχλούν, δηλαδή τη σωματική ανάπαυση και την επιθυμία των κοσμικών τιμών, και γι΄ αυτές τις αιτίες δε σπεύδει στην εξομολόγηση. Έτσι δεν έχει ειρήνη, αφού κατέχει αυτά πού ανήκουν δικαιωματικά στους εχθρούς. Ποιος είναι εκείνος πού κατέχει ξένα σκεύη και δεν του τα ζητούν οι ιδιοκτήτες τους; Και ποιος, πού δεν αποδίδει όταν του ζητούν εκείνα πού κακώς κατέχει, ελευθερώνεται από τούς αντιδίκους του; Όταν όμως ο αγωνιζόμενος, ενισχυμένος από τη μνήμη του Θεού, αγαπήσει την εξουθένωση και την κακοπάθεια της σάρκας και προχωρήσει χωρίς να ντρέπεται στην εξομολόγηση των λογισμών του, αμέσως οι εχθροί αναχωρούν και η διάνοια ελευθερωμένη εξασφαλίζει αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής και τη μελέτη των θείων.
Κάθε υπόνοια πού δημιουργείται στην καρδιά σου εναντίον κάποιου, να την απορρίπτεις τελείως, γιατί καταλύει την αγάπη και την ειρήνη. Κάθε συμφορά πού σου έρχεται απ΄ έξω, να τη δέχεσαι με γενναιότητα, γιατί προξενεί τη σωτήρια υπομονή, την υπομονή πού χαρίζει τη διαμονή και την ανάπαυση στους ουρανούς. Όταν έτσι περνάς τις ημέρες σου, θα ζήσεις την παρούσα ζωή με καλή διάθεση, καθώς θα σε ευφραίνουν οι μακάριες ελπίδες, ενώ κατά το θάνατό σου θα μετατεθείς από τα εδώ με παρρησία και θα μεταβείς στους τόπους της αναπαύσεως, τούς οποίους σου ετοίμασε ο Κύριος, ως ανταπόδοση των εδώ κόπων σου, για να συμβασιλεύσεις με Αυτόν.
Στον Κύριο ανήκει κάθε τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο, αγαθό και ζωοποιό Του Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σε όλους τούς αιώνες. Αμήν
Κεφάλαια
Όταν ο νους φεύγει από τα έξω πράγματα και συνάγεται προς τα έσω, τότε επιστρέφει στον εαυτό του· ενώνεται δηλαδή φυσικώς με τον κατά διάνοια λόγο και, με το λόγο που ενυπάρχει ουσιωδώς μέσα του, ενώνεται με την προσευχή. Και δια μέσου της προσευχής ανεβαίνει στη γνώση του Θεού με όλη την αγαπητική του δύναμη και διάθεση. Τότε η σαρκική επιθυμία αναχωρεί, κάθε ηδονική αίσθηση μένει αργή και τα ωραία της γης φαίνονται αηδή. Γιατί η ψυχή, αφού έριξε πίσω της όλα όσα ανήκουν στο σώμα ή σχετίζονται με αυτό, τρέχει πίσω από την ωραιότητα του Χριστού, ακολουθώντας Τον υπάκουα με τα έργα της σεμνής πολιτείας και της αγνείας της διάνοιας και ψάλλοντας: «Παρθένες θ’ ακολουθήσουν πίσω από τον βασιλιά»(Ψαλμ. 44, 15). Φαντάζεται και βλέπει εμπρός της το Χριστό, και λέει: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο εμπρός μου, γιατί στέκεται στα δεξιά μου»(Ψαλμ. 15, 8). Στο Χριστό προσκολλάται με την αγάπη και του λέει: «Κύριε, σ’ εσένα στρέφεται όλη η επιθυμία μου»(Ψαλμ. 37, 10). Στο Χριστό ατενίζει διαρκώς και αναφωνεί: «Τα μάτια μου είναι διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο»(Ψαλμ. 24, 15). Με το Χριστό συνομιλεί μέσω της καθαρής προσευχής προξενώντας ευχαρίστηση σ’ Αυτόν και ευφροσύνη στον εαυτό της, κατά το ψαλμικό: «Είθε να ευχαριστήσει τον Κύριο η συνομιλία μου με Αυτόν, κι εγώ θα ευφρανθώ από την επικοινωνία μου μαζί Του»(Ψαλμ. 103, 34). Γιατί ο Θεός δέχεται τη συνομιλία της προσευχής επειδή Αυτός είναι που η ψυχή αγαπά και επικαλείται και ζητά τη βοήθειά Του, και χαρίζει στην δεόμενη ψυχή την ανέκφραστη χαρά. Καθώς δηλαδή αυτή μνημονεύει το Θεό κατά τη συνομιλία της προσευχής, ευφραίνεται από τον Κύριο, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και ευφράνθηκα»(Ψαλμ. 76, 4).
Ν’ αποφεύγεις τις αισθήσεις, και θα αδρανοποιήσεις την ηδονή των αισθητών. Ν’ αποφεύγεις τις φαντασίες των ευχαρίστων πραγμάτων κατά τη διάνοια, και θα καταργήσεις την ηδυπάθεια των λογισμών. Κι όταν ο νους μένει χωρίς φαντασίες, γιατί δεν επιτρέπει ούτε στους τρόπους της ηδονής, ούτε στους λογισμούς της επιθυμίας να του αποθέτουν το εκτύπωμα και τη σφραγίδα τους, τότε βρίσκεται στην καθαρότητα. Και αφού ανεβεί πάνω απ΄ όλα τα αισθητά και τα νοητά, ανεβάζει την έννοια στο Θεό. Και με τη συνεχή μνήμη, φωνάζει από τα βάθη της ψυχής του το όνομα του Κυρίου και τίποτε άλλο, όπως το βρέφος φωνάζει το όνομα του πατέρα του. «Θα καλέσω, λέει στη Γραφή, με το όνομά μου τον Κύριο ενώπιόν σου»(Εξ. 33, 19). Κι όπως ο Αδάμ, αφού πλάστηκε από χώμα με το χέρι του Θεού, έγινε ψυχή ζώσα με το θείο εμφύσημα(Γεν. 2, 7), έτσι κι ο νους, αφού διαπλαστεί με τις αρετές, προφέροντας αδιάκοπα την επίκληση του Κυρίου με καθαρή διάνοια και θερμή διάθεση, υφίσταται τη θεία αλλοίωση, καθώς ζωογονείται και θεοποιείται, επειδή γνωρίζει και αγαπά το Θεό.
Αν απομακρυνθείς από την επιθυμία των γηίνων με την συνεχή και ειλικρινή προσευχή και αναπαυθείς όχι με ύπνο, αλλά αφήνοντας κάθε έννοια που αφορά στα κτίσματα και στηριχτείς αποκλειστικά σε μόνη τη μνήμη του Θεού, θα οικοδομηθεί μέσα σου, σαν άλλη βοηθός, η αγάπη του Θεού. Γιατί η κραυγή της προσευχής που βγαίνει από την εσωτερική διάθεση, κάνει να βλαστήσει η θεία αγάπη· και η θεία αγάπη αφυπνίζει το νου για να του φανερώσει τα απόκρυφα. τότε ο νους, αφού ενωθεί με την αγάπη, καρπώνεται τη σοφία· και με τη σοφία εξαγγέλλει τα απόρρητα. Ο Θεός Λόγος δηλαδή, όταν καλείται με την κραυγή της προσευχής που βγαίνει από την εσωτερική διάθεση, παίρνει τη νοητική ενέργεια του νου σαν να ήταν η πλευρά του Αδάμ, χαρίζοντας τη γνώση· και στη θέση της αναπληρώνει την αγαθή διάθεση, δωρίζοντας την αρετή. Στη συνέχεια οικοδομεί τη φωτοποιό αγάπη και την οδηγεί στο νου που βρίσκεται σε έκσταση και ύπνο και αναπαύεται από κάθε γήινη επιθυμία. Η αγάπη παραστέκεται σαν άλλη βοηθός του νου, ο οποίος αναπαύθηκε από την άλογη προσκόλληση στα αισθητά, γι’ αυτό και τον αφυπνίζει, γιατί είναι πια καθαρός, για ν’ ακούσει τα λόγια της σοφίας. Τότε ο νους, βλέποντας προς την αγάπη και γεμίζοντας από ηδονή, φανερώνει στους άλλους τις κρυφές καταστάσεις των αρετών και τις αθέατες ενέργειες της γνώσεως, αναπτύσσοντάς τις με το λόγο.
Αποσπάσου από όλα τα αισθητά και εγκατάλειψε το νόμο της σάρκας και ο πνευματικός νόμος θα γραφεί στη διάνοιά σου. Όπως δηλαδή εκείνος που κινείται από τις εμπνεύσεις του Πνεύματος, δεν εκτελεί τις επιθυμίες της σάρκας, κατά τον Απόστολο(Γαλ. 5, 16), έτσι κι εκείνος που βγαίνει έξω από τις αισθήσεις και τα αισθητά, δηλαδή έξω από τη σάρκα και τον κόσμο, φτάνει να κινείται από το πνεύμα και να φρονεί τα του Πνεύματος. Και αυτό μάθε το από εκείνα τα οποία έκανε ο Θεός στον Αδάμ πριν από την παρακοή.
Εκείνον που αγωνίζεται να φυλάει τις εντολές και καρτερεί μέσα στον παράδεισο της προσευχής και μένει κοντά στο Θεό με την αδιάκοπη μνήμη Του, ο Θεός τον αποσπά από τις φιλήδονες ενέργειες της σάρκας, απ’ όλα τα κινήματα της αισθήσεως και απ’ όλα τα εμπαθή σχήματα της διάνοιας. Και κάνοντάς τον νεκρό για τα πάθη και την αμαρτία, τον καθιστά μέτοχο της θείας ζωής. Όπως δηλαδή εκείνος που κοιμάται, και με νεκρό μοιάζει, και ζωντανός είναι, το πρώτο κατά την ενέργεια του σώματος, το δεύτερο με τη συνέργεια της ψυχής, έτσι κι εκείνος που μένει κοντά στο Πνεύμα· γίνεται νεκρός για τη σάρκα και τον κόσμο, ζει όμως κατά το φρόνημα του Πνεύματος.
Αν κατανοείς εκείνα που ψάλλεις, αποκτάς την επίγνωσή τους. Από την επίγνωση αποκτάς σύνεση. Από τη σύνεση βλαστάνει η πράξη εκείνων που κατανόησες. Από την πράξη καρπώνεσαι την γνώση που αποτελεί έξη. Η γνώση που συνοδεύεται από την πείρα, πηγάζει την αληθινή θεωρία. Από αυτήν ανατέλλει η σοφία και γεμίζει με τα φωτοβόλα λόγια της χάρης τον αέρα της διάνοιας και εξηγεί και στους άλλους τα απόκρυφα.
Πρώτα ο νους ζητά και βρίσκει, και κατόπιν ενώνεται μ’ εκείνο που βρήκε. Την αναζήτηση την κάνει με το λογικό, ενώ την ένωση με την αγάπη. Και η μεν αναζήτηση μέσω του λογικού γίνεται για την αλήθεια, η δε ένωση της αγάπης για το αγαθό.
Εκείνος που ξεπερνά τη ρευστή φύση των παρόντων και παραβλέπει την επιθυμία των προσκαίρων, δε βλέπει κάτω, δεν επιθυμεί τα ωραία της γης· αλλά του ανοίγονται τα άνω θεάματα και κατοπτεύει τα κάλλη των ουρανών και τη μακαριότητα των αμόλυντων πραγμάτων. Όπως δηλαδή για κείνον, που χάσκει εμπρός στα υλικά πράγματα και είναι σκυμμένος στις ηδονές της σάρκας, είναι κλειστοί οι ουρανοί, αφού είναι σκοτισμένα τα νοερά μάτια του, έτσι κι εκείνος που περιφρονεί τα κάτω και τ’ αποστρέφεται, έχει υψωμένο επάνω το νου του και βλέπει τη δόξα των αιωνίων, και αντικρύζει τη λαμπρότητα που έχει ετοιμαστεί για τους Αγίους. Αυτός δέχεται και την αγάπη του Θεού που κατέρχεται σ’ αυτόν από τον ουρανό και γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και ποθεί τα θελήματα του Θεού και οδηγείται από το πνεύμα του Θεού και αξιώνεται την υιοθεσία και ο Θεός ευαρεστείται και ικανοποιείται από αυτόν. Γιατί όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού(Ρωμ. 8, 14).
Όσο αναπνέεις, μην αφήσεις εξαιτίας ασθένειας την προσευχή ούτε μία ημέρα, ακούγοντας τον Απόστολο που λέει: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12, 10). Όταν κάνεις έτσι, θα ωφεληθείς πολύ, και η προσευχή θα σε σηκώσει γρήγορα επάνω, με τη βοήθεια της χάρης. Γιατί όπου υπάρχει η παρηγοριά του Πνεύματος, δεν επιμένει η ασθένεια ή η ακηδία.