Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Σύντομη βιογραφία
Ο αγιότατος πατέρας μας Συμεών, ο οποίος για το θεόσδοτο χάρισμα της θεολογίας που έλαβε, επονομάστηκε Νέος Θεολόγος, έζησε στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, γύρω στο 1000 μ.Χ. Υπήρξε μαθητής του Συμεών που επονομαζόταν Ευλαβής, από τον οποίο γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνες. Και έφτασε σε τόσο ύψος αρετής και απάθειας, και αξιώθηκε να λάβει τόσο πλούσια τη θεία χάρη, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να γράψει κανείς τα σχετικά με αυτόν, όπως εξιστορεί διεξοδικότατα η μακροσκελής βιογραφία του. Γιατί αφού δέχθηκε μέσα του όλη, μπορούμε να πούμε, τη δύναμη του Παρακλήτου και έγινε δοχείο των ελλάμψεών Του, αναδείχθηκε πηγή θεολογίας, κατάλυμα θείου φωτισμού, τερπνότατο κατοικητήριο ανέκφραστων μυστηρίων, και γενικά, οίκος πνευματικής σοφίας και θείας γνώσεως. Από αυτήν φωτιζόμενος, συνέθεσε κάθε λογής συγγράμματα, έμμετρα και πεζά, σε μεγάλο αριθμό και γεμάτα πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια.
Από τα έργα του διαλέξαμε και συμπεριλάβαμε μόνο αυτά που ακολουθούν, και αυτά που είναι στο τέλος της Φιλοκαλίας, μεταφρασμένα για την ωφέλεια των πολλών. Γιατί απ’ αυτά ξεχύνεται πολλή και άφθονη ωφέλεια στους αναγνώστες.
154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια
Πίστη είναι να πεθάνει κανείς για το Χριστό και για χάρη της εντολής Του, πιστεύοντας ότι ο θάνατος αυτός θα του γίνει πρόξενος ζωής· να θεωρεί τη φτώχεια σαν πλούτο, την ευτέλεια και την ασημότητα σαν αληθινή δόξα και κοινωνική λάμψη· και να πιστεύει ότι με το να μην έχει τίποτε, κατέχει τα πάντα ή μάλλον απέκτησε τον ανεξερεύνητο πλούτο της επιγνώσεως του Χριστού, και όλα τα ορατά να τα βλέπει σαν λάσπη ή καπνό.
Πίστη στο Χριστό είναι όχι μόνο να καταφρονήσομε όλα τα ευχάριστα του κόσμου, αλλά και να έχομε εγκαρτέρηση και υπομονή σε κάθε πειρασμό που μας έρχεται και μας προκαλεί λύπες, θλίψεις και συμφορές, ώσπου να ευδοκήσει να μας επισκεφθεί ο Θεός, όπως λέει ο ψαλμωδός: «με κάθε υπομονή περίμενα τον Κύριο, και Αυτός με επισκέφθηκε».
Εκείνοι που προτιμούν σε κάτι τους γονείς τους από την εντολή του Θεού, δεν έχουν πίστη στο Χριστό, και οπωσδήποτε καταδικάζονται από τη συνείδησή τους, αν βέβαια έχουν ζωντανή συνείδηση της απιστίας τους. Γνώρισμα των πιστών είναι να μην παραβαίνουν σε τίποτε απολύτως την εντολή του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Η πίστη στο Χριστό, τον αληθινό Θεό, γεννά την επιθυμία των καλών και το φόβο της κολάσεως. Η επιθυμία των πράγματι καλών και ο φόβος της κολάσεως, προξενούν την ακριβή τήρηση των εντολών. Η ακριβής τήρηση των εντολών διδάσκει στους ανθρώπους πόσο αδύνατοι είναι. Η κατανόηση της πραγματικής αδυναμίας μας γεννά τη μνήμη του θανάτου. Όποιος απέκτησε σύνοικό του τη μνήμη του θανάτου, θα ζητήσει με πόνο να μάθει, τι τον περιμένει μετά την έξοδο και την αναχώρησή του από αυτή τη ζωή. Και όποιος φροντίζει να μάθει για τα μετά θάνατον, οφείλει πρώτα απ’ όλα να στερήσει τον εαυτό του από τα παρόντα· γιατί όποιος είναι δεμένος με εμπάθεια σ’ αυτά, έστω και στο παραμικρό, δεν μπορεί να αποκτήσει την τέλεια γνώση των μελλόντων. Αλλά και αν ακόμη, κατά θεία οικονομία, γευθεί κάπως τη γνώση αυτή, δεν αφήσει όμως το ταχύτερο αυτά με τα οποία είναι δεμένος με εμπάθεια, για να παραμείνει ολοκληρωτικά στη γνώση αυτή, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από αυτή, τότε και η γνώση που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί.
Η απάρνηση του κόσμου και η τέλεια αναχώρηση από αυτόν, μαζί με την αποξένωση απ’ όλα τα υλικά, τις συνήθειες, τις γνώμες και τα πρόσωπα του κόσμου, και με την άρνηση του σώματος και του θελήματος, προξενεί μέσα σε λίγο καιρό μεγάλη ψυχική ωφέλεια σ’ εκείνον που με τόση θέρμη απαρνήθηκε τον κόσμο.
Έσύ που φεύγεις από τον κόσμο, πρόσεξε μην αφήσεις στην αρχή την ψυχή σου να ζητά παρηγοριά μένοντας μέσα σ’ αυτόν, και ας σε αναγκάζουν όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αυτά τους τα συμβουλεύουν οι δαίμονες, για να σβήσουν τη θέρμη της καρδίας σου. Γιατί και αν ακόμη δεν εμποδίσουν ολότελα την πρόθεσή σου, πάντως την κάνουν πιο χαύνη και ασθενική.
Όταν σε όλα τα ευχάριστα του βίου σταθείς ανδρείος και ανυποχώρητος, τότε οι δαίμονες στρέφουν τους συγγενείς σου σε συμπάθεια τάχα, και τους κάνουν να κλαίνε και να θρηνούν για σένα μπροστά σου. Θα καταλάβεις όμως αυτή την αλήθεια όταν, εσύ μεν μείνεις ακλόνητος και σ’ αυτή τη δαιμονική επίθεση, ενώ εκείνους θα τους δεις να ανάβουν ξαφνικά εναντίον σου από μανία και μίσος και να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν ούτε να σε δουν.
Όταν βλέπεις τη θλίψη που προκαλείται εξαιτίας σου στους γονείς, τους αδελφούς και τους φίλους, γέλα σε βάρος του δαίμονα που υποβάλλει ποικιλότροπα να γίνονται όλα αυτά εναντίον σου. Με φόβο και μεγάλη σπουδή αποτραβήξου και παρακάλεσε εκτενώς το Θεό να φτάσεις το ταχύτερο σε λιμάνι καλού πνευματικού πατέρα, όπου αυτός θα αναπαύσει την κουρασμένη και φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί το πέλαγος του βίου κρύβει πολλά που προξενούν κινδύνους και την πλήρη απώλεια.
Εκείνος που θέλει να μισήσει τον κόσμο, οφείλει να έχει αγάπη στο Θεό από τα βάθη της ψυχής του, και αέναη τη μνήμη Του. Γιατί τίποτε, εκτός από αυτά, δεν κάνει τον άνθρωπο να αφήνει τα πάντα με χαρά και να τα αποστρέφεται σαν σκύβαλα.
Μη θελήσεις καθόλου να μείνεις στον κόσμο για εύλογες ή παράλογες αιτίες, αλλ’ όταν κληθείς, υπάκουσε αμέσως. Γιατί σε κανένα άλλο δεν ευχαριστείται ο Θεός, όσο στην ταχεία ανταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα υπακοή με φτώχεια, παρά αργοπορία με πολλά υπάρχοντα.
Αφού ο κόσμος και τα του κόσμου είναι όλα πρόσκαιρα, κι ο Θεός είναι άφθαρτος και αθάνατος, να χαίρεστε όσοι γι’ Αυτόν αφήσατε τα φθαρτά. Φθαρτά δεν είναι μόνον ο πλούτος και τα χρήματα, αλλά και κάθε ηδονή και απόλαυση της αμαρτίας είναι φθορά. Μόνο οι εντολές του Θεού είναι φως και ζωή. Και έτσι τις ονομάζουν όλοι.
Αν έλαβες, αδελφέ, μέσα σου θεία φλόγα και γι’ αυτό έτρεξες σε κοινόβιο ή σε πνευματικό πατέρα, αν σε παρακινεί αυτός ή οι συνασκούμενοι αδελφοί σου να αναπαύεσαι με λουτρά ή φαγητά ή άλλες περιποιήσεις του σώματος, μη δεχτείς, αλλά να είσαι πάντοτε έτοιμος για νηστεία, κακοπάθεια και αυστηρότατη εγκράτεια. Έτσι, αν παρακινηθείς από τον πνευματικό σου πατέρα να περιποιηθείς λίγο το σώμα σου, να βρεθείς έτοιμος να υπακούσεις, χωρίς ούτε και σ’ αυτό να κάνεις το δικό σου θέλημα. Αν πάλι δε συμβεί αυτό, να υπομείνεις με χαρά ό,τι θεληματικά προτίμησες, και έτσι να ωφελείσαι ψυχικά. Αν το τηρείς αυτό, θα είσαι πάντοτε σε όλα νηστευτής και εγκρατευτής και ολότελα αρνητής του δικού σου θελήματος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και τη φλόγα της καρδιάς σου θα την φυλάξεις άσβηστη, που σε πείθει να καταφρονείς τα πάντα.
Όταν οι δαίμονες κάνουν τα πάντα και δεν μπορέσουν να κλονίσουν τον κατά Θεόν σκοπό μας ή να τον εμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφά σ’ αυτούς που υποκρίνονται ευλάβεια και προσπαθούν μέσω αυτών να εμποδίζουν τους αγωνιζόμενους. Και στην αρχή, σαν να κινούνται τάχα από αγάπη και συμπάθεια, τους παρακινούν σε σωματικές αναπαύσεις, για να μην αδυνατίσει το σώμα –λένε – και πέσει σε ακηδία. Τους παρασύρουν έπειτα σε ανώφελες συνομιλίες και τους κάνουν να ξοδεύουν σ’ αυτές τις ημέρες τους. Και όταν κανείς από τους αγωνιστές τους ακούσει και γίνει όμοιός τους, αυτοί αλλάζουν και γελούν για την απώλειά του. Αν πάλι δεν ακούσει τα λόγια τους, αλλά κρατά τον εαυτό του ξένο απ’ όλα αυτά και σκεφτικό και συνεσταλμένο, αρχίζουν να τον φθονούν και κάνουν τα πάντα, για να τον διώξουν και από τη Μονή ακόμη. Γιατί η κενοδοξία όταν δεν τιμάται, δεν υποφέρει να βλέπει απέναντί της να επαινούν την ταπείνωση.
Πνίγεται ο κενόδοξος βλέποντας τον ταπεινόφρονα να χύνει δάκρυα και να ωφελείται διπλά: εξιλεώνει μ’ αυτά το Θεό, και χωρίς να θέλει κάνει τους ανθρώπους να τον επαινούν.
Αφότου αναθέσεις τον εαυτό σου ολόκληρο στον πνευματικό σου πατέρα, να ξέρεις ότι είσαι ξένος πλέον σε όλα εκείνα τα οποία φέρνεις μαζί σου απ’ έξω: ανθρώπους, πράγματα και χρήματα. Χωρίς τη γνώμη του τίποτε μη θελήσεις να κάνεις, αλλά μήτε να ζητήσεις από αυτόν κάτι, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, εκτός αν εκείνος με δική του γνώμη σε διατάξει να πάρεις, ή σου δώσει με τα χέρια του.
Χωρίς γνώμη του πνευματικού σου πατέρα ούτε ελεημοσύνη να δώσεις από τα χρήματα που έφερες, μα ούτε και να θελήσεις να λάβεις από αυτόν κάτι από αυτά με τη μεσολάβηση άλλου. Καλύτερα να είσαι φτωχός και ξένος και να υπακούς, παρά να σκορπάς χρήματα και να δίνεις στους φτωχούς όσο είσαι αρχάριος. Απόδειξη της καθαρής πίστεώς σου είναι να αναθέσεις τα πάντα στον πνευματικό σου πατέρα, σαν να τα ανέθεσες στο χέρι του Θεού.
Ούτε νερό να ζητήσεις, και ας σου συμβαίνει να φλέγεσαι, μέχρις ότου μόνος του ο πνευματικός σου πατέρας σε προτρέψει. Πίεζε τον εαυτό σου και βίαζέ τον σε όλα, πείθοντας το λογισμό σου με τα λόγια: «Αν θέλει ο Θεός και είσαι άξιος να πιείς, θα το φανερώσει στον πατέρα σου και θα σου πει να πιείς. Και τότε θα πιείς με καθαρή συνείδηση, κι ας μην είναι ακόμη η ώρα.» Κάποιος που δοκίμασε πνευματική ωφέλεια και απέκτησε ανόθευτη πίστη στον πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα της αλήθειας το Θεό είπε: «Έχω πάρει μέσα μου αυτή την απόφαση· να μη ζητήσω από τον πνευματικό μου πατέρα ούτε να φάω ούτε να πιω τίποτε, ή να γευθώ κάτι χωρίς να μου πει εκείνος, έως ότου ο Θεός τον πληροφορήσει και με διατάξει ο ίδιος. Και με αυτό τον τρόπο δεν αστόχησα ποτέ».
Εκείνος που απέκτησε καθαρή πίστη στον κατά Θεόν πατέρα του, θεωρεί ότι βλέποντας αυτόν, βλέπει τον ίδιο το Χριστό. Και όταν βρίσκεται μαζί του ή τον ακολουθεί, πιστεύει ακλόνητα ότι βρίσκεται μαζί με το Χριστό και ότι Αυτόν ακολουθεί. Αυτός ο υποτακτικός ποτέ δε θα επιθυμήσει να συναναστραφεί με κάποιον άλλο, ούτε θα προτιμήσει κανένα από τα πράγματα του κόσμου παραπάνω από την μνήμη εκείνου και την αγάπη του. Γιατί τι είναι μεγαλύτερο και ωφελιμότερο και στην παρούσα ζωή και στη μέλλουσα από το να είναι κανείς μαζί με το Χριστό; Και τι είναι ωραιότερο και γλυκύτερο από τη θέα του Χριστού; Κι αν μάλιστα αξιωθεί να συνομιλεί μαζί Του, εξάπαντος από αυτό θ’ αντλήσει ζωή αιώνια.
Εκείνος που αγαπά με όλη του την ψυχή εκείνους που τον υβρίζουν ή τον αδικούν και του στερούν τα πράγματά του, και προσεύχεται γι’ αυτούς, ανεβαίνει σε λίγο καιρό σε υψηλό βαθμό προκοπής. Γιατί όταν αυτό γίνεται με αίσθηση της καρδιάς, κατεβάζει τον άνθρωπο σε άβυσσο ταπεινώσεως και σε πηγές δακρύων, όπου βυθίζεται το τριμερές της ψυχής, και ανεβάζει στον ουρανό της απάθειας το νου και τον κάνει θεωρητικό. Και με τη γεύση της ουράνιας αγαθότητας τον κάνει να θεωρεί σκύβαλα όλα τα πράγματα αυτής της ζωής, και να παίρνει ακόμη και αυτήν την τροφή και το νερό πιο αραιά και χωρίς ηδονική διάθεση.
Ο ασκητής δεν πρέπει να απέχει μόνον από κακές πράξεις, αλλά και να φροντίζει να είναι ελεύθερος από λογισμούς και έννοιες κακές, και να ασχολείται συνεχώς με ψυχωφελείς και πνευματικές ενθυμήσεις, για να μένει έτσι αμέριμνος από τα βιοτικά.
Αν κανείς ξεγυμνώσει όλο το σώμα του, έχει όμως κάλυμμα στα μάτια και δε θελήσει να το πετάξει, δεν μπορεί με μόνη τη γύμνια του σώματος να δει το φως. Έτσι κι εκείνος που καταφρόνησε όλα τα άλλα πράγματα και τα χρήματα και ελευθερώθηκε από τα πάθη του, αν δεν ελευθερώσει και τα μάτια της ψυχής του από τις ενθυμήσεις του κόσμου και τις πονηρές έννοιες, δε θα δει ποτέ το νοητό φως, δηλαδή τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Ό,τι κάνει το κάλυμμα που εμποδίζει τα μάτια, το ίδιο κάνουν και οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές ενθυμήσεις στη διάνοια, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Όσον καιρό λοιπόν τις έχομε, δεν πρόκειται να δούμε· όταν όμως αφαιρεθούν με τη μνήμη του θανάτου, τότε θα δούμε ολοκάθαρα το αληθινό Φως, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον άνω κόσμο.
Εκείνος που είναι τυφλός εκ γενετής δε θα μάθει, ούτε θα πιστέψει την αξία των γραφομένων εκείνος όμως που κάποτε θ’ αξιωθεί να δει, θα μαρτυρήσει ότι είναι αλήθεια τα λεγόμενα.
Εκείνος που βλέπει με τα αισθητά μάτια, ξέρει πότε είναι νύχτα και πότε ημέρα, ενώ ο τυφλός αγνοεί και τα δύο. Και εκείνος που θεραπεύτηκε από την πνευματική τύφλωση και βλέπει με τα νοερά μάτια, έχοντας δει το αληθινό και άδυτο Φως, όταν από ραθυμία γυρίσει στην πρωτινή του τύφλωση και στερηθεί το φως, αισθάνεται έντονα τη στέρησή του, και δεν αγνοεί από που του προήλθε αυτή. Εκείνος όμως που είναι τυφλός εκ γενετής, δε γνωρίζει τίποτε από αυτά ούτε με την πείρα, ούτε από την ενέργειά τους, εκτός αν εξ ακοής ακούσει και μάθει κάτι γι’ αυτά που ποτέ δεν είδε, και διηγηθεί σε άλλους εκείνα που άκουσε· όμως κι αυτός και όσοι τον ακούνε δε θα γνωρίζουν για ποια πράγματα μιλούνε.
Είναι αδύνατο και στη σάρκα να προξενεί κανείς κόρο με άφθονα φαγητά, και παράλληλα να απολαμβάνει πνευματικά τη νοερή και θεία χρηστότητα. Όσο υπηρετήσει κανείς την κοιλιά του, τόσο θα στερηθεί τη θεία χρηστότητα. Και στο βαθμό που θα ταλαιπωρήσει κανείς το σώμα του, ανάλογα θα χορτάσει πνευματική τροφή και παρηγοριά.
Ας αφήσομε όλα τα επίγεια· όχι μόνο τον πλούτο και το χρυσάφι και τα άλλα υλικά πράγματα του βίου, αλλά ας διώξομε τελείως και την επιθυμία τους από τις ψυχές μας. Ας μισήσομε όχι μόνον τις ηδονές του σώματος, αλλά και τις άλογες κινήσεις του και ας φροντίσομε να το νεκρώσομε με κόπους. Γιατί με το σώμα εκδηλώνεται η επιθυμία και καταλήγει στην πράξη. Και όσο αυτό ζεί, είναι επόμενο η ψυχή μας να είναι νεκρή και δυσκίνητη για κάθε θεία εντολή, ή και τελείως ακίνητη.
Όπως η φλόγα στρέφεται πάντοτε προς τα πάνω, και μάλιστα αν ανακατέψεις τα ξύλα, έτσι και η καρδιά του κενόδοξου δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά έτσι και του πεις εκείνα που τον ωφελούν, υπερηφανεύεται περισσότερο. Όταν δηλαδή τον ελέγχουν ή τον νουθετούν, αντιλέγει έντονα· ενώ όταν τον επαινούν και τον κολακεύουν, επαίρεται άπρεπα.
Εκείνος που αποφάσισε να αντιλέγει, είναι για τον εαυτό του δίκοπο μαχαίρι· χωρίς να το καταλαβαίνει φονεύει την ψυχή του και την αποξενώνει από την αιώνια ζωή.
Εκείνος που αντιλέγει είναι όμοιος μ’ εκείνον που παραδίνεται θεληματικά στους εχθρούς του βασιλιά. Γιατί η αντιλογία είναι αγκίστρι, με δόλωμα τη δικαιολογία, από την οποία δελεαζόμαστε και καταπίνομε το αγκίστρι της αμαρτίας. Μ’ αυτό συνηθίζουν να πιάνουν τη δύστυχη ψυχή από τη γλώσσα και το λαιμό τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε να την τινάζουν ψηλά στην υπερηφάνεια, άλλοτε να την καταποντίζουν σε αβυσσαλέο χάος αμαρτίας, και έτσι να την καταδικάζουν μαζί με τους δαίμονες που έπεσαν από τον ουρανό.
Εκείνος που οταν δέχεται ατιμίες και ύβρεις αισθάνεται μεγάλο πόνο στην καρδιά, ας μάθει από αυτό ότι κουβαλάει στον κόρφο του το παλιό φίδι. Αν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με μεγάλη ταπείνωση, εξασθενίζει αυτό το φίδι και το παραλύει. Αν όμως αντιπεί πικρόλογα ή μιλήσει με αυθάδεια, δίνει δύναμη στο φίδι να χύνει το δηλητήριό του μέσα στην καρδιά του και να του κατατρώει ανελέητα τα εντόσθιά του· έτσι αυτό θα δυναμώνει κάθε μέρα και θα κατατρώει τη βελτίωση στο αγαθό και τη δύναμη της άθλιας ψυχής του, με αποτέλεσμα να ζει στο εξής για την αμαρτία, να είναι όμως τελείως νεκρός για την αρετή.
Αν θελήσεις να απαρνηθείς τον κόσμο και να διδαχθείς τον ευαγγελικό τρόπο ζωής, μην παραδώσεις τον εαυτό σου σε άπειρο ή εμπαθή δάσκαλο, για να μη διδαχθείς αντί ευαγγελική τη διαβολική ζωή. Γιατί των καλών δασκάλων είναι καλά τα μαθήματα, ενώ των κακών, κακά. Και οι κακοί σπόροι οπωσδήποτε δίνουν κακούς καρπούς.
Να ικετεύεις το Θεό με προσευχές και δάκρυα να σου στείλει οδηγό απαθή και άγιο. Αλλά και συ ο ίδιος να μελετάς τις θείες Γραφές, και μάλιστα τα πρακτικά συγγράμματα των αγίων Πατέρων, για να αντιπαραβάλλεις σ’ αυτά τη διδασκαλία και τις πράξεις του διδασκάλου και γέροντά σου, βλέποντάς τες όπως σε καθρέφτη και εξετάζοντάς τες. Και όσα είναι σύμφωνα με τις Γραφές να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατείς στο νου σου, τα νόθα όμως και ξένα να τα διακρίνεις και να τα απορρίπτεις, για να μην πλανηθείς. Γιατί να ξέρεις, πολλοί πλάνοι και ψευδοδιδάσκαλοι υπάρχουν σήμερα.
Εκείνος που δε βλέπει και υπόσχεται να οδηγεί άλλους, είναι πλάνος και οδηγεί στην απώλεια εκείνους που τον ακολουθούν, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «Όταν ένας τυφλός οδηγεί άλλον τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο».
Όποιος είναι τυφλός προς το Ένα, είναι τελείως τυφλός προς όλα. Όποιος βλέπει στο Ένα, βρίσκεται στη θεωρία των πάντων· απέχει από τη θεωρία των πάντων και φτάνει στη θεωρία των πάντων, όντας έξω από τα θεωρούμενα. Όταν έτσι βρίσκεται στο Ένα, βλέπει τα πάντα· και ενώ είναι στα πάντα, δε βλέπει τίποτε από αυτά. Όποιος βλέπει στο Ένα, μέσω του Ενός βλέπει και τον εαυτό του και όλα και όλους· και όντας κρυμμένος στο Ένα, τίποτε από τα πάντα δεν βλέπει.
Εκείνος που δεν ντύθηκε την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του επουρανίου ανθρώπου και Θεού, κατά το λογικό και νοερό του μέρος με συναίσθηση και γνώση, είναι μόνο σάρκα και αίμα, μην μπορώντας να λάβει αίσθηση της πνευματικής δόξας με τα λόγια, όπως και οι γεννημένοι τυφλοί δεν μπορούν να εννοήσουν το φως του ηλίου μόνο με τα λόγια.
Όποιος έτσι ακούει και βλέπει και αισθάνεται, καταλαβαίνει τη σημασία των λεγομένων, επειδή φόρεσε ήδη την εικόνα του επουρανίου και έφτασε στην τέλεια πνευματική ωριμότητα, που μέτρο της είναι ο Χριστός. Σ’ αυτή την κατάσταση μπορεί να οδηγεί καλά στο δρόμο των θείων εντολών το ποίμνιο του Θεού. Εκείνος που δεν έχει αυτή τη γνώση, αλλά είναι σε άλλη κατάσταση, είναι φανερό ότι ούτε τα αισθητήρια της ψυχής έχει καθαρά και υγιή. Αυτός είναι καλό να οδηγείται μάλλον, παρά να οδηγεί άλλους.
Εκείνος που βλέπει τον πνευματικό του δάσκαλο και οδηγό σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγει. Αν νομίζει και λέει ότι κάνει και τα δυο, να ξέρει πως έχει πλανηθεί. Γιατί δεν ξέρει τι διάθεση προς το Θεό έχουν οι άνθρωποι του Θεού.
Εκείνος που πιστεύει ότι στο χέρι του οδηγού του είναι η ζωή και ο θάνατός του, δεν αντιλέγει ποτέ. Η άγνοια αυτού του πράγματος γεννά την αντιλογία, που προξενεί το νοητό και αιώνιο θάνατο.
Πριν ακούσει την απόφαση ο υπόδικος, έχει την άδεια να απολογηθεί και να μιλήσει μπροστά στο δικαστή για ό,τι έκανε. Έπειτα όμως, αφού φανερωθούν όσα έκανε και βγάλει την απόφασή του ο δικαστής, δε φέρνει καμία αντίρρηση, είτε μικρή είτε μεγάλη, σ’ εκείνους που τον τιμωρούν.
Πριν να εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει όσα κρύβει στην καρδιά του, ίσως να του επιτρέπεται να αντιλέγει, είτε από άγνοια, είτε γιατί νομίζει ότι κρύβει τις αμαρτίες του. Μετά την φανέρωση όμως των λογισμών του και την ειλικρινή εξομολόγηση, ποτέ πιά δεν του επιτρέπεται να αντιλέγει στο δεύτερο μετά το Θεό δικαστή του και εξουσιαστή, μέχρι το θάνατό του. Γιατί ο μοναχός που μπήκε από την αρχή σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεγύμνωσε όσα κρύβει η καρδιά του, είναι από πριν πεπεισμένος –αν έχει κάποια πνευματική γνώση– ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι με την υπακοή και την ταπείνωσή του θα λυτρωθεί από κάθε τιμωρία και κόλαση. Αυτά βέβαια αν αληθινά γνωρίζει τι σημαίνει αυτό το μυστήριο.
Όποιος φυλάει αυτά ανεξάλειπτα στη διάνοιά του, δε θα έχει ποτέ καμία εμπαθή κίνηση στην καρδιά του όταν παιδαγωγείται ή νουθετείται ή ελέγχεται. Γιατί όποιος πέφτει στα σφάλματα αυτά, εννοώ την αντιλογία και την απιστία στον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο, γκρεμίζεται αξιοθρήνητα, ενώ ζει ακόμη, στα βαθύτερα μέρη του άδη. Και γίνεται κατοικία του σατανά και όλου του ακάθαρτου συρφετού του, επειδή είναι απειθής και βαδίζει στην απώλεια.
Παρακαλώ εσένα, το τέκνο της υπακοής, να έχεις συνεχώς αυτά μέσα στο νου σου, και να αγωνίζεσαι με όλη τη δύναμή σου να μην γκρεμιστείς στα δεινά του άδη που αναφέραμε, αλλά να παρακαλείς θερμά κάθε μέρα το Θεό λέγοντας: «Θεέ και Κύριε των απάντων, Εσύ που έχεις εξουσία πάνω σε κάθε πνοή και ψυχή, που Εσύ μόνος μπορείς να με γιατρέψεις, άκουσε τη δέησή μου του ταλαίπωρου, και το φίδι που φωλιάζει μέσα μου, θανάτωσέ το με την επιφοίτηση του παναγίου Σου Πνεύματος και αφάνισέ το. Και εμένα που είμαι φτωχός και γυμνός από κάθε αρετή, αξίωσέ με να πέσω στα πόδια του αγίου μου πατέρα με δάκρυα· και έλκυσε την αγία του ψυχή σε συμπάθεια για να με ελεήσει. Και δώσε Κύριε ταπείνωση στην καρδιά μου και λογισμούς που αρμόζουν σε αμαρτωλό, ο οποίος σου υποσχέθηκε να μετανοεί. Και μην εγκαταλείψεις τελείως μια ψυχή που ήρθε μια για πάντα μαζί Σου και σε ομολόγησε και σε διάλεξε και σε προτίμησε αντί όλο τον κόσμο. Γνωρίζεις Κύριε ότι θέλω να σωθώ, αν και η κακή μου συνήθεια μού γίνεται εμπόδιο. Αλλά σε Σένα Κύριε είναι δυνατά, όλα όσα είναι αδύνατα στους ανθρώπους».
Όποιοι με φόβο και τρόμο έβαλαν το καλό θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας στην αυλή της ευσέβειας, και στήριξαν τα πόδια τους ασάλευτα στο βράχο της υπακοής σε πνευματικούς πατέρες και ακούνε τις εντολές τους σαν να προέρχονται από το στόμα του Θεού, και πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής τις κτίζουν αδίστακτα με ταπείνωση, αυτοί παρουσιάζουν αμέσως προκοπή. Και κατορθώνουν το μεγάλο και πρώτο κατόρθωμα, την απάρνηση του εαυτού των. Γιατί το να εκπληρώνει κανείς το ξένο θέλημα και οχι το δικό του, αυτό προξενεί όχι μόνον απάρνηση της ψυχής του, αλλά και νέκρωση προς τον κόσμο όλο.
Με αυτόν που αντιλέγει στον πνευματικό του πατέρα, χαίρονται οι δαίμονες. Εκείνον που
ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τον θαυμάζουν οι Άγγελοι. Γιατί αυτός εργάζεται θεϊκό έργο, καθώς εξομοιώνεται με τον Υιό του Θεού, που έκανε υπακοή στον Πατέρα Του μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού.
Η υπερβολική και άκαιρη συντριβή της καρδιάς σκοτίζει και θολώνει τη διάνοια· εξαφανίζει την καθαρή προσευχή και την κατάνυξη από την ψυχή και προξενεί πολύ μεγάλο πόνο στην καρδιά, και απ’ αυτό φέρνει σκληρότητα και άπειρη πώρωση. Μ’ αυτό τον τρόπο επιχειρούν οι δαίμονες να οδηγήσουν τους πνευματικούς σε απόγνωση.
Όταν, Μοναχέ, σου συμβούν αυτά, έχεις όμως στην ψυχή σου μεγάλο ζήλο και πόθο για την τελειότητα, ώστε να επιθυμήσεις να εκπληρώσεις κάθε εντολή του Θεού, και να μην πέφτεις και αμαρτάνεις ούτε ακόμη και σε μάταιο λόγο, και να μην υπολειφθείς κανένα από τους παλιούς Αγίους στην πράξη, στη γνώση και στη θεωρία· και παρ’ ολα αυτά βλέπεις τον εαυτό σου να εμποδίζεται από εκείνον που σπέρνει τα ζιζάνια της αθυμίας και δε σε αφήνει να φτάσεις σε τέτοιο ύψος αγιοσύνης υποβάλλοντάς σου λογισμούς αθυμίας και λέγοντας: «Αδύνατο μέσα στον κόσμο να σωθείς και να φυλάξεις απαρασάλευτα όλες τις εντολές του Θεού»· τότε εσύ κάθισε μόνος σε μιά γωνιά, περιόρισε τον εαυτό σου, συγκέντρωσε το λογισμό σου, πάρε καλή απόφαση στην ψυχή σου και πες: «Γιατί, ψυχή μου, είσαι περίλυπη; Γιατί με συνταράζεις; Στήριξε την ελπίδα σου στο Θεό, γιατί σ’ Αυτόν θ’ ανοίξω την καρδιά μου. Σωτηρία μου δεν είναι τα έργα μου, αλλά ο Θεός μου. Με τα έργα του νόμου ποιος μπορεί να σωθεί; Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δικαιώσει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Πιστεύοντας όμως στο Θεό μου, ελπίζω να μου χαρίσει Αυτός τη σωτηρία ένεκα της ανέκφραστης ευσπλαχνίας Του. Φύγε πίσω μου, σατανά. Εγώ προσκυνώ τον Κύριο και Θεό μου και Τον λατρεύω από τη νεότητά μου. Αυτός μπορεί να με σώσει με μόνο το έλεός Του. Απομακρύνσου λοιπόν από μένα. Ο Θεός που με έκανε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, θα σε καταργήσει.» Ο Θεός μόνον αυτό ζητά από μας τους ανθρώπους, να μην αμαρτάνομε. Αυτό δεν είναι έργο νόμου, αλλά φύλαξη απαράβατη της θείας εικόνας που έχομε και του θείου αξιώματος. Μένοντας σ’ αυτά, όπως επιβάλλει η φύση μας, και φορώντας το λαμπρό χιτώνα του Πνεύματος, μένομε μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σε μας και γινόμαστε θεοί κατά χάρη και υιοί Θεού, φωτιζόμενοι με το φως της γνώσεως του Θεού.
Η ακηδία και η αίσθηση βάρους του σώματος που προκαλούνται στην ψυχή από την οκνηρία και την αμέλεια, οδηγούν σε εγκατάλειψη του συνηθισμένου κανόνα και σε σκοτισμό του νου και σε αθυμία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στην καρδιά λογισμοί δειλίας και βλασφημίας, ώστε ούτε στο συνηθισμένο τόπο της προσευχής να μην μπορεί να μπει εκείνος που πειράζεται από τον δαίμονα της ακηδίας, αλλά να γίνεται οκνηρός, ή ακόμη και να κάνει παράλογες σκέψεις σε βάρος του Δημιουργού των όλων. Αφού λοιπόν έμαθες ποιά είναι η αιτία αυτών και από που σου προξενήθηκαν, σπεύσε στο συνηθισμένο τόπο της προσευχής σου, πέσε εμπρός στον φιλάνθρωπο Θεό και παρακάλεσέ Τον με στεναγμούς της καρδίας, με πόνο και δάκρυα, ζητώντας να ελευθερωθείς από το βάρος της ακηδίας και από τους πονηρούς λογισμούς. Θα σου δοθεί γρήγορα η απαλλαγή από αυτά, καθώς θα το ζητάς με πόνο και επιμονή.
Όποιος απέκτησε καθαρή καρδιά, αυτός νίκησε τη δειλία. Όποιος βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της καθάρσεως, άλλοτε χτυπά τη δειλία και άλλοτε τον χτυπά αυτή. Εκείνος που δεν αγωνίζεται καθόλου, είναι τελείως αναίσθητος και είναι φίλος των δαιμόνων και των παθών και μαζί με την κενοδοξία έχει και υπερηφάνεια, νομίζοντας ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι τίποτε· ή είναι δούλος και υποχείριος της δειλίας και εξαιτίας του νηπιώδους φρονήματός του τρέμει και φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος, ούτε δειλία για εκείνους που φοβούνται τον Κύριο.
Εκείνος που φοβάται τον Κύριο, δε φοβάται τις επιθέσεις των δαιμόνων, ούτε τις αδύναμες εφόδους τους, αλλά ούτε και τις απειλές των πονηρών ανθρώπων. Όντας ολόκληρος σαν κάποια φλόγα και φωτιά που καίει, όταν περπατεί νύχτα ή ημέρα σε επικίνδυνα και σκοτεινά μέρη, διώχνει τους δαίμονες, οι οποίοι, αυτοί μάλλον τον αποφεύγουν και όχι αυτός εκείνους, για να μην πυρποληθούν από τη φλόγα της θείας φωτιάς που ακτινοβολεί από αυτόν.
Όποιος βαδίζει με το φόβο του Θεού, αυτός και αν ζει ανάμεσα σε πονηρούς ανθρώπους δε
φοβάται, γιατί έχει μέσα του το φόβο του Θεού και το ακαταμάχητο όπλο της πίστεως, με τα οποία έχει δύναμη και μπορεί όλα να τα κάνει, και αυτά ακόμη που φαίνονται στους πολλούς δύσκολα και αδύνατα. Είναι σαν γίγαντας ανάμεσα σε πιθήκους ή σαν βρυχόμενο λιοντάρι ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, στηρίζοντας την πεποίθησή του στον Κύριο. Και με το στέρεό του φρόνημα τους χτυπά και τους τρομάζει, κρατώντας σαν σιδερένια ράβδο το θείο λόγο της σοφίας.
Όχι μόνο όποιος ησυχάζει μόνος ή είναι υποτακτικός, αλλά και ο ηγούμενος και ο προϊστάμενος πολλών, και όποιος επίσης εκτελεί διακονία, οφείλει χωρίς αμφιβολία να είναι αμέριμνος, δηλαδή ελεύθερος από όλα τα βιοτικά. Γιατί αν μεριμνούμε γινόμαστε παραβάτες της εντολής του Θεού που λέει: «Μη βάλετε μέριμνα στην ψυχή σας τι θα φάτε ή τι θα ντυθείτε· αυτά όλα τα επιδιώκουν τα έθνη», και πάλι: «Προσέξετε μη βαρύνουν οι καρδιές σας από την κραιπάλη και τη μέθη και τις βιοτικές μέριμνες».
Εκείνος που έχει το λογισμό του να μεριμνά για τα πράγματα του βίου, δεν είναι ελεύθερος. Γιατί κυριεύεται από τη μέριμνα γι’ αυτά και υποδουλώνεται σ’ αυτήν, είτε για τον εαυτό του μεριμνά, είτε για τους άλλους. Ο ελεύθερος από αυτή τη μέριμνα, δε θα μεριμνήσει για βιοτικά, είτε για τον εαυτό του πρόκειται, είτε για τους άλλους, και αν συμβεί να είναι Επίσκοπος ή Διάκονος ή Ηγούμενος. Ούτε όμως και θα μείνει αργός, ούτε θα καταφρονήσει κάτι, ακόμη και από τα πιο ευτελή και πολύ μικρά. Πράττοντας θεάρεστα όλα, θα είναι αμέριμνος σε όλα και σε όλο το βίο του.
Μην γκρεμίσεις το δικό σου σπίτι θέλοντας να χτίσεις το σπίτι του πλησίον σου. Πρόσεξε πόσο επικίνδυνο και δύσκολο έργο είναι αυτό· μήπως, επιδιώκοντας αυτό το πράγμα, και το δικό σου σπίτι κατεδαφίσεις, και το σπίτι του πλησίον σου δεν μπορέσεις να χτίσεις.
Αν δεν αποκτήσεις τέλεια ελευθερία από εμπαθείς προσκολλήσεις στα πράγματα και στα χρήματα του βίου, μη θελήσεις να αναλάβεις τη διαχείριση πραγμάτων, για να μην κυριευθείς από αυτά και αντί να λάβεις μισθό διακονίας, υποστείς καταδίκη κλέφτη και ιερόσυλου. Κι αν σε υποχρεώνει σ’ αυτό ο ηγούμενος, εσύ να έχεις τέτοια διάθεση, σαν να μεταχειρίζεσαι φωτιά που μπορεί να σε κάψει. Κι αν σου έρθει λογισμός να αφαιρέσεις τίποτε από αυτά, εμπόδιζέ τον με εξομολόγηση και μετάνοια- και με την ευχή του ηγουμένου θα φυλαχθείς αβλαβής.
Όποιος δεν έγινε απαθής, δε γνωρίζει ούτε ότι υπάρχει απάθεια, αλλά ούτε πιστεύει ότι υπάρχει κανένας απαθής πάνω στη γη. Γιατί πώς, εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τον εαυτό του και δεν έχυσε το αίμα του γι’ αυτή την πράγματι μακάρια ζωή, θα διανοηθεί ότι το έκανε άλλος για να αποκτήσει την απάθεια; Έτσι και εκείνος που νομίζει ότι έχει Πνεύμα Άγιο, ενώ δεν έχει καθόλου, δεν πιστεύει ποτέ όταν ακούει για τις ενέργειές Του που εκδηλώνονται σ’ εκείνους που έχουν το Άγιο Πνεύμα. Ούτε πιστεύει ότι υπάρχει στη γενεά αυτή κανένας που να δέχεται σαν τους Αποστόλους του Χριστού και όλους τους Αγίους τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και να κινείται από Αυτό, ή που να αξιώνεται να το δει με γνώση και αίσθηση. Γιατί ο καθένας κρίνει τους άλλους από την δική του κατάσταση, είτε αρετή έχει, είτε κακία.
Άλλο πράγμα είναι η απάθεια της ψυχής και άλλο η απάθεια του σώματος. Η πρώτη καθαγιάζει και το σώμα με τη λαμπρότητά της και τη φωτοχυσία του Πνεύματος. Η άλλη, από μόνη της δεν ωφελεί διόλου εκείνον που την απέκτησε.
Αυτός που από τον τελευταίο βαθμό της φτώχειας ανυψώθηκε από τον βασιλιά σε πλούτο και σπουδαίο αξίωμα και έλαβε από αυτόν λαμπρή στολή και εντολή να στέκεται δίπλα του, αυτός λοιπόν κοιτάζει με πόθο τον βασιλιά και τον υπεραγαπά ως ευεργέτη του και βλέπει ολοκάθαρα τη στολή που φόρεσε και έχει επίγνωση του αξιώματος και του πλούτου που του δόθηκε. Κατά τον όμοιο τρόπο και ο Μοναχός που αναχώρησε αληθινά από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου και προσήλθε στο Χριστό υπακούοντας με συναίσθηση στην πρόσκλησή Του και ανυψώθηκε σε υψηλή πνευματική θεωρία με την εργασία των εντολών, βλέπει χωρίς πλάνη τον ίδιο το Θεό και αντιλαμβάνεται ολοκάθαρα την αλλοίωση που του έχει γίνει. Βλέπει δηλαδή πάντοτε τη χάρη του Πνεύματος που τον περιλάμπει, η οποία και ένδυμα ονομάζεται και βασιλική πορφύρα. Ή μάλλον που είναι αυτός ο Χριστός, Αφού Αυτόν ντύνονται όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν.
Πολλοί διαβάζουν τις θείες Γραφές, ενώ άλλοι τις ακούνε όταν διαβάζονται. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να γνωρίζουν ορθά την αξία και τη σημασία όσων διαβάζουν. Οι πολλοί άλλοτε αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, κι άλλοτε τα βρίσκουν απίστευτα ή τους δίνουν σφαλερή αλληγορική ερμηνεία. Και εκείνα που λένε οι Γραφές ότι θα γίνουν στον παρόντα χρόνο, τα νομίζουν για μέλλοντα, ενώ τα μέλλοντα, νομίζουν ότι έγιναν και κάθε μέρα γίνονται. Και δεν έχουν ορθή κρίση μέσα τους, ούτε αληθινή διάκριση σε θεία και ανθρώπινα πράγματα.
Όλους τους πιστούς οφείλομε να τους βλέπομε σαν έναν, και να σκεφτόμαστε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός. Και να έχομε για τον καθένα τέτοια αγάπη, ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσομε για χάρη του και τη ζωή μας. Γιατί οφείλομε να μη λέμε ούτε να θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, αλλά όλους να τους βλέπομε ως καλούς, όπως είπαμε. Κι αν δεις ένα αδελφό να ενοχλείται από πάθη, να μην τον μισήσεις αυτόν μίσησε τα πάθη που τον πολεμούν. Και αν τον δεις να τυραννείται από επιθυμίες και συνήθειες προηγουμένων αμαρτιών, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μην τυχόν δοκιμάσεις και συ πειρασμό, Αφού είσαι από υλικό που εύκολα γυρίζει από το καλό στο κακό.
Όποιος είναι κίβδηλος λόγω υποκρισίας, ή επίμεμπτος για τα έργα του, ή ραγισμένος από κάποιο πάθος, ή κάπως ελλιπής από αμέλεια σε κάτι, αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται στους ακέραιους κρίκους, αλλά απορρίπτεται ως άχρηστος και αδόκιμος. Γιατί αυτός μπορεί να γίνει αιτία σε καιρό εντάσεως να σπάσει η συνοχή της αλυσίδας, και να προξενήσει διαίρεση στα αδιαίρετα και λύπες και στα δύο μέρη: σ’ όσους έχουν προχωρήσει, λύπη για κείνους που έμειναν πίσω- και σ’ αυτούς, πόνο για το χωρισμό τους από αυτούς που προχωρούν.
Όπως όταν ρίξει κανείς χώμα πάνω στη φλόγα αναμμένου καμινιού, τη σβήνει, έτσι και οι βιοτικές μέριμνες και κάθε είδους εμπαθής προσκόλληση, έστω και σ’ ένα ευτελές και παραμικρό πράγμα, εξαφανίζει τη φλόγα που άναψε από την αρχή στην καρδιά.
Εκείνος που εγκυμονεί το φόβο του θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητό και ποτό και στολισμό στην ενδυμασία. Και δε θα φάει, ούτε νερό θα πιει ηδονικά· θα δώσει μόνο τα απαραίτητα στο σώμα, μόνο όσα του αρκούν για να ζήσει. Θα απαρνηθεί κάθε του θέλημα και θα γίνει με διάκριση δούλος για όλα όσα τον διατάζουν.
Εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του δούλο στους κατά Θεόν πατέρες του, από φόβο της κολάσεως, δε θα προτιμήσει να τον διατάζουν εκείνα που ανακουφίζουν τον πόνο της καρδιάς του, ούτε εκείνα που λύνουν τα δεσμά του φόβου. Ούτε θα υπακούσει σ’ εκείνους που επιδιώκουν να τον οδηγήσουν σ’ αυτά με τρόπο φιλικό ή κολακευτικό ή επιτακτικό. Αλλά μάλλον θα προτιμήσει εκείνα που μεγαλώνουν αυτόν τον πόνο και θα θελήσει εκείνα που σφίγγουν τα δεσμά του φόβου και θ’ αγαπήσει όσα ενισχύουν αυτόν το δήμιο. Σ’ αυτά θα εμμείνει, σαν να μην περιμένει ποτέ να ελευθερωθεί ολότελα από αυτά. Γιατί η ελπίδα της απαλλαγής κάνει ελαφρότερο τον πόνο, πράγμα που δεν ωφελεί εκείνον που μετανοεί θερμά.
Σε καθένα που αρχίζει να ζει κατά Θεόν, είναι ωφέλιμος ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννιέται από αυτόν. Εκείνος που φαντάζεται ότι μπορεί να βάλει αρχή χωρίς αυτόν τον πόνο και το δεσμό, δε θεμελιώνει μόνο πάνω στην άμμο τις πράξεις του, αλλά και νομίζει ότι μπορεί να χτίσει σπίτι στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα τελείως αδύνατο. Γιατί ο πόνος αυτός σε λίγο γεννά κάθε χαρά, και ο δεσμός αυτός συντρίβει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και των παθών, και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο, αλλά ζωή αιώνια.
Όποιος δε θελήσει να αποσκιρτήσει και να ξεφύγει τον πόνο που γεννά ο φόβος της αιώνιας κολάσεως, αλλά τον ακολουθήσει με την προαίρεσή του και σφίξει περισσότερο τα δεσμά του ανάλογα με την αντοχή του, θα έχει συντομότερο δρόμο και θα παρουσιαστεί εμπρός στον Βασιλέα των βασιλευόντων. Μόλις γίνει αυτό και δει αμυδρά τη δόξα Του, παρευθύς θα λυθούν τα δεσμά, ο δήμιος φόβος θα φύγει μακριά του και ο πόνος της καρδιάς του θα γίνει χαρά· και θα γίνει πηγή, η οποία αισθητώς θα αναβλύζει δάκρυα αέναα σαν ποτάμι, και νοητώς γαλήνη, πραότητα και ανέκφραστη γλυκύτητα. Κι ακόμη θα του δώσει ανδρεία και προθυμία να τρέχει ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς την απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στους αρχαρίους· είναι γνώρισμα όσων έχουν προκόψει και φτάσει στο μέσο. για όσους όμως πλησιάζουν στην τελείωση, η πηγή αυτή γίνεται φως με ξαφνική αλλοίωση και μεταβολή της καρδιάς.
Εκείνος που έχει μέσα του το φως του Παναγίου Πνεύματος, μην αντέχοντας να το βλέπει, πέφτει πρηνής στη γη και κράζει και φωνάζει με έκπληξη και μεγάλο φόβο, γιατί είδε και έπαθε κάτι που είναι πάνω από τη φύση και από κάθε λόγο και έννοια. Και γίνεται σαν άνθρωπος που άναψε μέσα στα σπλάχνα του φωτιά, από την οποία καίγεται και μην μπορώντας να υποφέρει την πυρπόληση αυτή, είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση και σαν να μην έχει δύναμη να ελέγξει τον εαυτό του. Και καθώς λούζεται με ακατάπαυστα δάκρυα και δροσίζεται από αυτά, ανάβει δυνατότερα τη φωτιά του πόθου του. Χύνει τότε περισσότερα δάκρυα και με αυτά πλένεται και αστράφτει πιο λαμπρά. Κι όταν πυρωθεί ολότελα και γίνει φως, τότε εκπληρώνεται το ρητό: «ο Θεός που ενώνεται με θεούς και γίνεται γνωστός σ’ αυτούς, ίσως στο βαθμό που ήδη έχει ενωθεί με όσους ενώθηκαν μαζί Του και έχει αποκαλυφθεί σε όσους Τον γνώρισαν».
Πριν αποκτήσομε το πένθος και τα δάκρυα –ας μη μας ξεγελά κανείς με απατηλά λόγια και ας μη διατηρούμε αυταπάτες– δεν υπάρχει μέσα μας μετάνοια και αληθινή μεταμέλεια, ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας, ούτε καταδικάσαμε τους εαυτούς μας, ούτε η ψυχή μας ήρθε σε αίσθηση της μελλοντικής κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Γιατί αν καταδικάζαμε τους εαυτούς μας και αποκτούσαμε τα παραπάνω, ευθύς θα κυλούσαν και τα δάκρυά μας. Χωρίς αυτά ούτε η σκληροκαρδία μας μπορεί να μαλακώσει ποτέ, ούτε η ψυχή μας θα αποκτήσει πνευματική ταπείνωση, ούτε θα βρούμε τη δύναμη να γίνομε ταπεινοί. Kι εκείνος που δεν έφτασε σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα. Εκείνος πάλι που δεν ενώθηκε με Αυτό έπειτα από κάθαρσή του, ούτε στη θεωρία και στη γνώση του Θεού μπορεί να φτάσει, ούτε είναι άξιος να διδάσκεται μυστικά τις αρετές της ταπεινώσεως.
Εκείνους που υποκρίνονται ότι έχουν αρετή και άλλο δείχνει το σχήμα τους και άλλο είναι το εσωτερικό τους, γεμάτο από κάθε αδικία, από φθόνο, φιλονεικία και δυσωδία των ηδονών, οι περισσότεροι τους τιμούν σαν απαθείς και αγίους, επειδή δεν έχουν καθαρά τα μάτια της ψυχής και δεν μπορούν να τους αντιληφθούν από τους καρπούς τους. Εκείνους όμως που ζουν με ευλάβεια και αρετή και απλότητα στην καρδιά και είναι πράγματι άγιοι, τους περνούν για κοινούς ανθρώπους, τους προσπερνούν με καταφρόνηση και τους θεωρούν για μηδέν.
Τέτοιοι άνθρωποι θεωρούν διδακτικό και πνευματικό τον φλύαρο και επιδεικτικό· ενώ τον σιωπηλό που αποφεύγει με προσοχή την αργολογία, τον λένε αγροίκο και αμίλητο.
Εκείνον που μιλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι υπερόπτες που σαν το διάβολο νοσούν από υπερηφάνεια, τον αποστρέφονται ως υπερόπτη και υπερήφανο, γιατί πληγώνονται μάλλον με τα λόγια του αντί να έρχονται σε κατάνυξη. Αντίθετα, εκείνον που μιλάει τορνευτά λόγια από το μυαλό του ή από μαθήματα και εξαπατά τους άλλους σχετικά με τη σωτηρία, αυτόν τον υπερεπαινούν και τον παραδέχονται. Και έτσι δεν υπάρχει ανάμεσά τους κανείς που να μπορεί να διακρίνει και να δει τα πράγματα όπως πράγματι είναι.
«Μακάριοι –λέει ο Θεός– όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό». Η καθαρή καρδιά δε γίνεται από μία αρετή, ούτε δύο, ούτε δέκα, αλλά όταν όλες μαζί αποτελέσουν μία, ας πούμε, και αυτή κατορθωθεί στον τέλειο βαθμό. Μα ούτε και τότε μπορούν οι αρετές μόνες τους να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την ενέργεια και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Όπως ο χαλκιάς εργάζεται την τέχνη του με τα εργαλεία του, αλλά χωρίς την ενέργεια της φωτιάς δεν μπορεί να κατασκευάσει το παραμικρό, έτσι και ο άνθρωπος κάνει τα πάντα και μεταχειρίζεται τις άρετές σαν εργαλεία, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός, όλα μένουν ανενέργητα και ανώφελα· δεν καθαρίζουν την ακαθαρσία και το πύον της ψυχής.
Από το άγιο Βάπτισμα παίρνομε την άφεση των αμαρτιών μας και ελευθερωνόμαστε από την παλιά κατάρα και αγιαζόμαστε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Την τέλεια όμως χάρη, σύμφωνα με το ρητό: «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα βαδίσω ανάμεσά τους», δεν την παίρνομε τότε· αυτή ανήκει σε όσους έχουν βέβαιη πίστη και την εκδηλώνουν με τα έργα τους. Γιατί όταν εκτραπούμε μετά το βάπτισμα σε πονηρές και αισχρές πράξεις, χάνομε τελείως τον αγιασμό που πήραμε σ’ αυτό. Έπειτα, με ανάλογη μετάνοια και εξομολόγηση και δάκρυα, παίρνομε πρώτα την άφεση των αμαρτιών μας, και στη συνέχεια τον αγιασμό μαζί με την ουράνια χάρη.
Με τη μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρών πράξεων. Ύστερα από αυτή, χορηγείται το Άγιο Πνεύμα, όχι βέβαια χωρίς προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα με την πίστη, τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν με όλη την ψυχή τους, κι αφού λάβουν αυτοί την τέλεια άφεση των αμαρτιών τους από τον πνευματικό τους πατέρα και ανάδοχο. Γι’ αυτό καλό είναι να μετανοούμε κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Γιατί το «μετανοείτε, έφτασε η βασιλεία των ουρανών» μας δείχνει ότι είναι απεριόριστη η εργασία της μετάνοιας.
Η χάρη του Παναγίου Πνεύματος δίνεται σαν αρραβώνας στις ψυχές που νυμφεύονται το Χριστό. Και όπως χωρίς αρραβώνα η γυναίκα δεν εξασφαλίζει ότι θα γίνει σίγουρα η ένωσή της με τον άνδρα, έτσι και η ψυχή ποτέ δε βεβαιώνεται εσωτερικά ότι θα είναι αιώνια μαζί με τον Κύριο και Θεό της, ή ότι θα ενώνεται μαζί Του με μυστικό και ανέκφραστο τρόπο και θα απολαμβάνει το απλησίαστο κάλλος Του, αν δεν λάβει τον αρραβώνα της χάρης Του και δεν τον αποκτήσει κατά τρόπο συνειδητό μέσα της.
Όπως τα προικοσύμφωνα, όταν δεν υπογραφούν από αξιόπιστους μάρτυρες, δεν κάνουν βέβαιο τον αρραβώνα, έτσι και η έλλαμψη της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών. Η εργασία των εντολών και οι αρετές είναι για τον πνευματικό αρραβώνα ό,τι και οι μάρτυρες στα προικοσύμφωνα. Μ’ αυτές δηλαδή αποκτούν οι μέλλοντες να σωθούν την τέλεια κατοχή του αρραβώνα.
Πρώτα γράφονται, ας πούμε, τα προικοσύμφωνα με την εργασία των εντολών, και κατόπιν σφραγίζονται από τις αρετές και υπογράφονται. Και τότε δίνει ο Νυμφίος Χριστός στην νύμφη ψυχή το δαχτυλίδι, δηλαδή τον αρραβώνα του Πνεύματος.
Όπως η νύμφη πριν από το γάμο παίρνει μονάχα τον αρραβώνα από τον νυμφίο, τη συμφωνημένη όμως προίκα και τα υποσχεμένα δώρα περιμένει να τα πάρει μετά το γάμο, έτσι και η νύμφη των πιστών Εκκλησία και η ψυχή του καθενός μας, πρώτα παίρνει από το Νυμφίο Χριστό μόνο τον αρραβώνα του Πνεύματος. Τα αιώνια όμως αγαθά και την ουράνια βασιλεία, περιμένει να τα λάβει μετά την αναχώρηση απ’ αυτόν τον κόσμο, όπως βεβαιώνεται από τον αρραβώνα, ο οποίος της δείχνει σαν μέσα σε καθρέφτη τα αιώνια αγαθά και τη βεβαιώνει για τα συμφωνημένα με τον Κύριο και Θεό της.
Αν καθυστερεί ο νυμφίος σε ταξίδι μακρινό, ή απασχολείται με άλλες υποθέσεις και αναβάλλει το γάμο, η νύμφη μπορεί να θυμώσει, να καταφρονήσει την αγάπη του και να σβήσει ή να σχίσει το χαρτί του αρραβώνα, εγκαταλείποντας έτσι αμέσως τις ελπίδες της για το γάμο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Αν κάποιος από τους αγωνιζόμενους σκεφτεί: «ως πότε οφείλω να υποφέρω;» και παραμελήσει ολωσδιόλου τους ασκητικούς κόπους και αγώνες, είναι σαν να σβήνει και να σχίζει με την παραμέληση των εντολών και την εγκατάλειψη της αδιάκοπης μετάνοιας τα συμφωνητικά, κι έτσι χάνει αμέσως και τον αρραβώνα και την ελπίδα προς το Θεό ολότελα.
Όταν η νύμφη μεταθέσει την αγάπη της από το νυμφίο σε κάποιον άλλον και κοιμηθεί μαζί του φανερά ή κρυφά, όχι μόνον δεν παίρνει τίποτε από όσα της υποσχέθηκε ο νυμφίος, αλλά περιμένει και άξια τιμωρία και κατηγορία κατά το νόμο. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς. Όταν κανείς μεταθέσει την αγάπη του από το νυμφίο Χριστό στην επιθυμία κάποιου άλλου πράγματος φανερά ή κρυφά, και η καρδιά του δεθεί με αυτό το πράγμα, γίνεται μισητή και σιχαμερή στον Νυμφίο της και ανάξια να ενωθεί μαζί Του. Γιατί Αυτός είπε: «Εγώ αγαπώ όσους με αγαπούνε».
Από αυτά τα σημεία πρέπει ο καθένας να κατανοεί αν έλαβε τον αρραβώνα του Πνεύματος από το Νυμφίο και Δεσπότη Χριστό. Και αν τον έλαβε, ας φροντίζει να τον κρατά. Αν όμως δεν αξιώθηκε ακόμη να τον λάβει, ας φροντίσει με τα καλά έργα και τις πράξεις και την ολόθερμη μετάνοια να τον λάβει και να τον φυλάξει με την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών.
Τη στέγη κάθε σπιτιού τη στηρίζουν τα θεμέλια και οι τοίχοι. Τα θεμέλια πάλι μπαίνουν ως απαραίτητα και χρήσιμα για να σηκώσουν τη στέγη. Και ούτε η στέγη μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς θεμέλια, ούτε τα θεμέλια χωρίς στέγη χρησιμεύουν ή ωφελούν στο παραμικρό. Έτσι και η χάρη του Πνεύματος συντηρείται με την εργασία των εντολών, ενώ τα έργα των εντολών καταβάλλονται σαν θεμέλια για τη δωρεά του Θεού. Και ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
Όπως το δίχως σκεπή σπίτι που έμεινε έτσι από αμέλεια του οικοδόμου, όχι μόνον είναι άχρηστο, αλλά και προκαλεί ειρωνείες σε βάρος εκείνου που το έκτισε, έτσι και εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αίτιες. Ή αμέλησε τη μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το άπειρο πλήθος τους και παρέλειψε κάποια από εκείνες που εμείς τις θεωρούμε πολύ μικρές, είναι όμως αναγκαίες για να ολοκληρωθεί το σπίτι των αρετών. Γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να στεγασθεί με τη χάρη του Πνεύματος.
Αν γι’ αυτό κατήλθε στη γη ο Υιός του Θεού και Θεός, για να μας συμφιλιώσει δηλαδή μέσω του εαυτού Του με τον Πατέρα Του, με τον Οποίο ήμαστε εχθροί, και να μας ενώσει συνειδητά με τον εαυτό Του μέσω του Αγίου και ομοουσίου Πνεύματός Του, ποια άλλη χάρη θα επιτύχει εκείνος που θα χάσει αυτή; Οπωσδήποτε ούτε συμφιλιώθηκε με Αυτόν, ούτε ενώθηκε μαζί Του με τη μέθεξη του Αγίου Πνεύματος.
Εκείνος που έγινε μέτοχος του θείου Πνεύματος, ελευθερώνεται από τις εμπαθείς επιθυμίες και ηδονές, δεν αποχωρίζεται όμως τις σωματικές ανάγκες της φύσεως. Ως ελευθερωμένος λοιπόν από τα δεσμά της εμπαθούς ορέξεως και ενωμένος με την αθάνατη δόξα και γλυκύτητα, βιάζεται αδιάκοπα να είναι στα ουράνια και να μένει μαζί με το Θεό, και ούτε για λίγο να μην απομακρύνεται από τη θεωρία Του και την ακόρεστη απόλαυσή Του. Αλλά και ως δεμένος με τη φθορά και με το σώμα, κατακάμπτεται από αυτό και σέρνεται και στρέφεται στα γήινα, και έχει γι’ αυτό τόση λύπη, όση νομίζω έχει η ψυχή του αμαρτωλού, όταν χωρίζεται από το σώμα.
Όπως σ’ εκείνον που αγαπά το σώμα του και τη ζωή του, τις ηδονές και τον κόσμο, ο χωρισμός από αυτά είναι θάνατος, ετσι και σ’ εκείνον που αγαπά την αγνεία και το Θεό, τα άυλα και την αρετή, είναι πραγματικός θάνατος ακόμη και ο παραμικρός χωρισμός της διάνοιάς του από αυτά. Αν εκείνος που βλέπει το αισθητό φως κλείσει λίγο τα μάτια του ή του τα καλύψει ένας άλλος, στενοχωρείται και λυπείται και δεν μπορεί διόλου να το ανεχθεί αυτό, και μάλιστα αν εβλεπε πράγματα χρήσιμα και παράξενα. Δε θα λυπηθεί και δε θα θλιβεί περισσότερο εκείνος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και βλέπει αισθητά και νοερά, στην εγρήγορση ή στον ύπνο του, εκείνα τα αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τ’ άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε, τα οποία και οι Άγγελοι επιθυμούν να καταβοήσουν, αν αποσπασθεί από τη θεωρία όλων αυτών από κάποιο άλλο πράγμα; Γιατί αυτό του φαίνεται θάνατος και αποξένωση από την αιώνια ζωή.
Άλλοι μακάρισαν τον ερημικό βίο και άλλοι τον κοινοβιακό, άλλοι το να είναι προϊστάμενοι λαού και να τον νουθετούν και να τον διδάσκουν και να συγκροτούν εκκλησίες, από τις οποίες πολλοί τρέφονται ψυχικά και σωματικά. Εγώ κανέναν δεν προτιμώ από τον άλλον ούτε τον ένα επαινώ, ούτε τον άλλο κατηγορώ, αλλά πιστεύω ότι σε όλα και σε κάθε έργο και πράξη, η ζωή που γίνεται για το Θεό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού είναι παμμακάριστη.
Η ζωή των ανθρώπων διατηρείται από διάφορες επιστήμες και τέχνες, ο καθένας δηλαδή ασκεί τη δική του εργασία και συνεισφέρει με αυτήν, και έτσι δίνοντας ο ένας στον άλλο και παίρνοντας από αυτόν, ζουν οι άνθρωποι ικανοποιώντας τις φυσικές και υλικές τους ανάγκες. Έτσι συμβαίνει και στα πνευματικά. Ασκώντας καθένας άλλη αρετή και ακολουθώντας άλλο δρόμο της ζωής, κατευθύνονται όλοι από κάθε μέρος στον ίδιο σκοπό.
Σκοπός όλων εκείνων που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι να ευαρεστήσουν το Χριστό, το Θεό μας, να επιτύχουν τη συμφιλίωση με τον Πατέρα μέσω της μετοχής του Πνεύματος, και με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν τη σωτηρία τους. Γιατί αυτό είναι η σωτηρία κάθε ψυχής, και αν αυτό δε γίνει, άχρηστος ο κόπος και μάταιη η εργασία μας. Ανώφελος θα είναι και κάθε δρόμος ζωής, ο οποίος δεν οδηγεί σ’ αυτό εκείνον που τον ακολουθεί.
Εκείνος που άφησε όλον τον κόσμο και πήγε στο βουνό τάχα για ησυχία, και από εκεί γράφει επιδεικτικά στους κοσμικούς, και άλλους μεν μακαρίζει, άλλους κολακεύει και άλλους επαινεί, μοιάζει με εκείνον που πήρε διαζύγιο από γυναίκα πόρνη, άσχημη και κακιά και έφυγε σε μακρινό τόπο για να απαλλαγεί ακόμη και από τη θύμησή της· κατόπιν όμως, αφού ξέχασε το σκοπό για τον οποίο πήγε στο βουνό, ορέγεται να γράφει προς όσους συναναστρέφονται με την πόρνη εκείνη και μολύνονται, ας πούμε, μαζί της, και να τους μακαρίζει. Αυτός, εφόσον παραδέχεται με την πρόθεσή του τους ανθρώπους αυτούς, συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στη μίξη τους με εκείνη, αν όχι με το σώμα του, αλλά οπωσδήποτε με την καρδιά και το νου του.
Όσο αξιέπαινοι και μακάριοι είναι εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο και διατηρούν καθαρές τις αισθήσεις και τις καρδιές τους από κάθε πονηρή επιθυμία, τόσο αξιοκατηγόρητοι και αξιοκαταφρόνητοι είναι εκείνοι που ζουν σε όρη και σπήλαια και επιθυμούν τους επαίνους και τους μακαρισμούς των ανθρώπων. Γιατί αυτοί θεωρούνται μοιχοί από το Θεό που ερευνά τις καρδιές μας. Εκείνος που επιθυμεί να ακουστεί ο βίος του και το όνομά του και η πολιτεία του στον κόσμο, γίνεται πόρνος και μοιχός στη σχέση του με το Θεό, σύμφωνα με τον Δαβίδ, όπως παλιά ο λαός των Ιουδαίων.
Εκείνος που με ανεπιφύλακτη πίστη στο Θεό απαρνήθηκε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, πιστεύει ότι ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και σπλαχνικός και δέχεται όσους έρχονται προς Αυτόν με μετάνοια. Ξέροντας ότι ο Θεός τιμά τους δούλους Του επιτρέποντας να δεχτούν ατιμώσεις, και τους πλουτίζει μέσα από τη φτώχεια τους, και τους δοξάζει μέσα από ύβρεις και εξευτελισμούς, και μέσα από το θάνατο τους καθιστά μετόχους και κληρονόμους της αιώνιας ζωής, τρέχει βιαστικά μέσω όλων αυτών προς την αθάνατη πηγή σαν το διψασμένο ελάφι. Και με αυτά ανεβαίνει προς τα επάνω σαν με σκάλα, την οποία ανεβαίνουν και κατεβαίνουν Άγγελοι για να βοηθούν τους ανερχόμενους, και στην κορυφή της κάθεται ο Θεός περιμένοντας να δείξομε όσο μπορούμε τη διάθεση και την προθυμία μας· όχι ότι ευχαριστείται να μας βλέπει να κοπιάζομε, αλλά γιατί ως φιλάνθρωπος θέλει να μας δίνει τους μισθούς, σαν να μας τους οφείλει.
Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ εκείνους που προσέρχονται ανεπιφύλακτα σ’ Αυτόν, να πέσουν χωρίς σηκωμό, αλλά όταν βλέπει ότι δεν έχουν δύναμη, συμπράττει και βοηθεί, τους προσφέρει ενίσχυση από ψηλά και τους φέρνει κοντά Του· συνεργεί και φανερά και κρυφά, και έτσι που αυτοί να μην το συνειδητοποιούν, και αλλιώς, με τρόπο συνειδητό, έως ότου αφού ανεβούν όλη την κλίμακα, προσεγγίσουν σ’ Αυτόν και ενωθούν εξ ολοκλήρου με Αυτόν, και λησμονήσουν όλα τα επίγεια και βρεθούν μαζί Του εκεί ψηλά –είτε με το σώμα τους, είτε χωρίς το σώμα, δεν γνωρίζω– να ζουν μαζί Του και να απολαμβάνουν τα απόρρητα αγαθά.
Είναι δίκαιο πρώτα να βάζομε τον τράχηλό μας κάτω από το ζυγό των εντολών του Χριστού και ούτε να αφηνιάζομε, ούτε να οπισθοχωρούμε, αλλά ορθά και με προθυμία να βαδίζομε πάνω στα ίχνη τους μέχρι θανάτου και με αυτές να καλλιεργούμε τον εαυτό μας, που είναι πράγματι ο νέος του Θεού Παράδεισος, ώσπου ο Υιός μαζί με τον Πατέρα διά μέσου του Αγίου Πνεύματος έρθει και κατοικήσει μέσα μας. Και τότε, όταν Τον άποκτήσομε ολοκληρωτικά ένοικό μας και διδάσκαλο, όποιον από μας προστάξει και όποια υπηρεσία του εμπιστευθεί θα την αναλάβει και θα την εκτελέσει πρόθυμα όπως θέλει Εκείνος. Δεν πρέπει όμως να τη ζητούμε πριν την ώρα, μα και ούτε όταν μας την αναθέτουν άνθρωποι να τη δεχόμαστε, αλλά να είμαστε σταθεροί στις εντολές του Κυρίου μας και Θεού και να αναμένομε το δικό Του πρόσταγμα.
Όταν μας ανατεθεί μια διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψομε σ’ αυτήν, αν μας κατευθύνει το Πνεύμα να στραφούμε σε άλλη διακονία ή εργασία ή πράξη, ας μη φέρομε αντίρρηση. Γιατί ο Θεός δε θέλει ούτε αργοί να είμαστε, ούτε στην ίδια εργασία που αρχίσαμε να μείνομε ως το τέλος, αλλά να προοδεύομε και να είμαστε αεικίνητοι για να επιτύχομε τα ανώτερα, καθώς θα συμμορφωνόμαστε με το θείο θέλημα και όχι με το δικό μας.
Εκείνος που φροντίζει να νεκρώσει το δικό του θέλημα, οφείλει να κάνει το θέλημα του Θεού. Και στη θέση του δικού του να αντεισάγει μέσα του το θέλημα του Θεού και να το φυτεύει και να το μπολιάζει μέσα στην καρδιά του. Οφείλει ακόμη να προσέχει με ακρίβεια εκείνα που φυτεύει και μπολιάζει, αν δηλαδή τα φυτά ρίζωσαν βαθιά και έπιασαν, και αν στα μπόλια έκλεισε η πληγή και αυτά ενώθηκαν και έγιναν ένα δένδρο· αν μεγάλωσαν και αν έβγαλαν άνθη και αν έκαναν ωραίο και γλυκό καρπό. Τότε θα λησμονήσει και τη γη που δέχθηκε πρωτύτερα το σπόρο και τη ρίζα πάνω στην οποία μπολιάστηκε το ακατανόητο και απερίγραπτο εκείνο φυτό που φέρνει ζωή.
Σ’ εκείνον που κόβει το θέλημά του από φόβο Θεού, ο Θεός χαρίζει το δικό Του θέλημα χωρίς εκείνος να το ξέρει ή να το συνειδητοποιεί, και το κρατάει ανεξάλειπτο μέσα στην καρδιά του· ακόμη, ανοίγει τα μάτια της διάνοιάς του ώστε να το γνωρίζει καθαρά, και του δίνει δύναμη να το εκπληρώνει. Αυτά τα ενεργεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.
Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε με την εξομολόγηση, είτε με την περιβολή του αγίου και αγγελικού Σχήματος, για πόση θερμή αγάπη, ευχαριστία και ταπείνωση είναι αιτία αυτό; Γιατί ενώ ήσουν άξιος για μύριες τιμωρίες, όχι μόνον απαλλάχθηκες από αυτές, αλλά και αξιώνεσαι υιοθεσία και δόξα και βασιλεία των ουρανών. Αυτά στρέφοντας στο νου σου και έχοντας πάντα στη μνήμη σου, να είσαι έτοιμος και να προπαρασκευάζεσαι να μην προσβάλεις Εκείνον που σε έπλασε και σε τίμησε και συγχώρησε τα αναρίθμητα αμαρτήματά σου, αλλά να Τον δοξάσεις και να Τον τιμήσεις με όλα τα έργα σου, για να σε δοξάσει και Αυτός περισσότερο, εσένα που σε τίμησε παραπάνω από όλη την ορατή κτίση, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο Του.
Όσο η ψυχή είναι πολυτιμότερη από το σώμα, τόσο ο λογικός άνθρωπος είναι ανώτερος από όλη την κτίση. Μη βλέπεις λοιπόν, άνθρωπε, τα μεγέθη των κτισμάτων και τα νομίζεις πιο πολύτιμα από σένα. Αλλά βλέποντας τη χάρη που σου δόθηκε και κατανοώντας την αξία της νοερής και λογικής ψυχής σου, να ανυμνείς το Θεό που σε τίμησε παραπάνω από όλα τα ορατά.
Ας σκεφτούμε πως θα δοξάσομε το Θεό. Ο Θεός δοξάζεται από μας, όχι με άλλον τρόπο, αλλά όπως δοξάστηκε από τον Υιό. Μ’ εκείνα δηλαδή που δόξασε ο Υιός τον Πατέρα, δοξάστηκε με αυτά κι Εκείνος από τον Πατέρα. Αυτά κι εμείς ας φροντίσομε να πράξομε με επιμέλεια, για να δοξάσομε Εκείνον που καταδέχθηκε νά ονομαστεί Πατέρας μας επουράνιος και να δοξαστούμε από Αυτόν με τη δόξα που είχε ο Υιός από Αυτόν προτού δημιουργηθεί ο κόσμος. Αυτά με τα οποία δόξασε ο Υιός τον Πατέρα είναι ο σταυρός, δηλαδή η νέκρωση όλου του κόσμου, οι θλίψεις, οι πειρασμοί και τα λοιπά παθήματα του Χριστού. Όταν τα υποφέρομε αυτά με μεγάλη υπομονή, μιμούμαστε τα παθήματα του Χριστού και δοξάζομε με αυτά τον Πατέρα και Θεό μας ως κατά χάρη παιδιά Του και συγκληρονόμοι του Χριστού.
Η ψυχή που δεν ένιωσε ότι ελευθερώθηκε τελείως από τη σύνδεση και την εμπαθή προσκόλληση στα ορατά, δεν μπορεί να υποφέρει χωρίς λύπη τα λυπηρά που της συμβαίνουν και τις βλάβες από ανθρώπους και δαίμονες. Αλλά καθώς είναι δεμένη γερά με την εμπαθή προσκόλληση στα ανθρώπινα πράγματα, υποφέρει στις οικονομικές ζημίες και στενοχωρείται από στερήσεις πραγμάτων και νιώθει σφοδρή οδύνη όταν δέχεται πληγές στο σώμα.
Όποιος απέσπασε την ψυχή του από τη σχέση και την επιθυμία των αισθητών και τη συνέδεσε με το Θεό, όχι μόνο θα καταφρονήσει τα χρήματα και κτήματά του και δε θα λυπηθεί αν τα χάσει, σαν να είναι ξένα, αλλά και τα λυπηρά που πλήττουν το σώμα του, θα τα υπομείνει με χαρά και την πρέπουσα ευχαριστία, βλέποντας διαρκώς, όπως λέει ο θείος Απόστολος, τον εξωτερικό άνθρωπο να φθείρεται, ενώ τον εσωτερικό να ανανεώνεται καθημερινά. Διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να υποφέρομε με χαρά τις θλίψεις που παραχωρεί ο Θεός. Τούτο χρειάζεται τέλεια γνώση και πνευματική σοφία. Εκείνος που τα στερείται αυτά, βαδίζει πάντοτε σε σκοτάδι απελπισίας και άγνοιας και δεν μπορεί διόλου να δει το φως της υπομονής και της παρηγοριάς.
Κάθε δοκησίσοφος λόγω ανθρώπινης επιστήμης, δεν θα αξιωθεί ποτέ να εμβαθύνει στα μυστήρια του Θεού και να τα δει, ώσπου να θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας μαζί με την υπεροψία και τις γνώσεις που κατέχει. Γιατί εκείνος που κάνει έτσι και ακολουθεί εκείνους που είναι σοφοί στα θεία με ανεπιφύλακτη πίστη και χειραγωγείται από αυτούς, μπαίνει μαζί τους στην πόλη του ζώντος Θεού. Και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται εκείνα τα οποία κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν μπορεί ποτέ να δει και να μάθει. Και τότε γίνεται διδαγμένος από το Θεό.
Τους διδαγμένους από το Θεό, οι μαθητές των σοφών αυτού του κόσμου τους θεωρούν μωρούς. Στ’ αλήθεια όμως οι μωροί είναι αυτοί, καθώς είναι κορεσμένοι με την απομωραμένη κοσμική σοφία, την οποία ο Θεός απέδειξε μωρία, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο. Την ίδια ο λόγος του Θεού την ονομάζει επίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη, γεμάτη εριστικότητα και φθόνο. Καθώς λοιπόν αυτοί στερούνται το θείο φως και δεν μπορούν να δουν τα θαύματα που αυτό φανερώνει, θεωρούν πλανεμένους εκείνους που ζουν μέσα στο φως και βλέπουν και διδάσκουν όσα είναι σ’ αυτό, ενώ οι πλανεμένοι είναι αυτοί, οι άγευστοι των απορρήτων αγαθών του Θεού.
Ότι και τώρα υπάρχουν ανάμεσα μας απαθείς και άγιοι και γεμάτοι θείο φώς, οι οποίοι τόσο νέκρωσαν τα γήινα μέλη τους από κάθε ακαθαρσία και εμπαθή επιθυμία, ώστε όχι μόνο οι ίδιοι να μη σκέφτονται ή να κάνουν κανένα κακό, αλλά και άλλοι αν τους ωθούν, να μην παθαίνουν καμιά αλλοίωση της απάθειάς τους· ότι λοιπόν υπάρχουν και τώρα, θα το ήξεραν εκείνοι που τους κατηγορούν ότι έχουν αδιαφορία και που απιστούν ακούγοντάς τους να διδάσκουν περί θείων πραγμάτων με τη σοφία του Πνεύματος, αν βέβαια είχαν κατανοήσει τα θεία λόγια που διαβάζουν και ψάλλουν καθημερινά. Γιατί αν είχαν αποκτήσει την τέλεια γνώση της θείας Γραφής, θα πίστευαν στα λόγια του Θεού και στα αγαθά που Αυτός μας χάρισε. Επειδή όμως στερούνται αυτά τα καλά από υψηλοφροσύνη και αμέλεια, γι’ αυτό και διαβάλλουν από απιστία εκείνους που μετέχουν σ’ αυτά και διδάσκουν γι’ αυτά.
Εκείνοι που είναι γεμάτοι από τη χάρη του Θεού και τέλειοι στην ουράνια γνώση και σοφία, θέλουν να επισκέπτονται και να βλέπουν τους κοσμικούς για τούτο μόνο, για να τους προξενήσουν κάποιο μισθό με την υπόμνηση των εντολών του Θεού και με την αγαθοεργία, αν βέβαια ακούσουν και αν εννοήσουν και πεισθούν. Γιατί όσοι δεν οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, βαδίζουν στο σκοτάδι και δεν γνωρίζουν που πηγαίνουν, ούτε σε ποιες εντολές πρέπει να προχωρήσουν· είναι όμως ενδεχόμενο να ανανήψουν κάποτε από την υψηλοφροσύνη που τους κατέχει και να δεχθούν την αληθινή διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και, αφού ακούσουν το θέλημα του Θεού ανόθευτα και ακαπήλευτα, να μετανοήσουν και με την εκπλήρωσή του να λάβουν κάποιο πνευματικό χάρισμα. Αν τελικά δεν μπορέσουν να προξενήσουν στους κοσμικούς τέτοια ωφέλεια, τότε θρηνώντας την πώρωση της καρδίας τους, γυρίζουν στα κελιά τους και παρακαλούν μέρα και νύχτα για τη σωτηρία τους. Γιατί εκείνοι που είναι πάντοτε μαζί με το Θεό και γεμάτοι από κάθε καλό, για τίποτε άλλο δεν θα λυπηθούν ποτέ, παρά μόνο γι’ αυτό.
Ποιος είναι ο σκοπός της ένσαρκης Οικονομίας του Θεού Λόγου, ο οποίος διακηρύσσεται σ’ όλη τη θεία Γραφή, αλλά εμείς μένομε στην ανάγνωση, χωρίς να φτάνομε στην επίγνωσή του; Πάντως αυτός ο σκοπός είναι, αφού μετάσχει Εκείνος στα δικά μας, να μας κάνει κοινωνούς των δικών Του. Ο Υιός δηλαδή του Θεού, έγινε υιός ανθρώπου, για να κάνει υιούς Θεού τους ανθρώπους, ανεβάζοντας το γένος μας κατά χάρη σ’ εκείνο που είναι ο Ίδιος κατά φύση, αναγεννώντας μας με το Άγιο Πνεύμα και εισάγοντάς μας ευθύς στη βασιλεία των ουρανών. Ή μάλλον μας χαρίζει να έχομε τη βασιλεία των ουρανών μέσα μας, ώστε να μην ελπίζομε απλώς ότι θα μπούμε σ’ αυτήν, αλλά κατέχοντάς την να διαλαλούμε: «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με το Χριστό μέσα στο Θεό».
Το βάπτισμα δεν αφαιρεί το αυτεξούσιο και την ελευθερία της προαιρέσεώς μας, αλλά μας χαρίζει ελευθερία να μην εξουσιαζόμαστε πια χωρίς να θέλομε από το διάβολο. Μετά το βάπτισμα, από εμάς εξαρτάται ή να μένομε με τη θέλησή μας στις εντολές του Χριστού, του Κυρίου και Θεού, στου Οποίου το όνομα βαπτιστήκαμε, και να βαδίζομε στο δρόμο των προσταγμάτων Του, ή να αφήνομε τον ίσιο αυτό δρόμο και να επιστρέφομε στον πολέμιο και εχθρό μας διάβολο.
Όποιοι μετά το άγιο βάπτισμα υποχωρούν στα θελήματα του πονηρού και πράττουν όσα υποβάλλει εκείνος, αποξενώνουν τον εαυτό τους από την αγία μήτρα του θείου βαπτίσματος, σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ. Γιατί καθένας από μας, δεν αλλοιώνεται, ούτε απομακρύνεται από τη φύση του, κατά την οποία πλάσθηκε· αλλά έχοντας πλαστεί από το Θεό αγαθός (γιατί ο Θεός δεν έκανε κανένα κακό), και όντας αμετάτρεπτος στη φύση που πλάσθηκε και στην ουσία του, πράττει εκείνα ακριβώς που με εκούσια γνώμη προαιρείται και θέλει, είτε αγαθά, είτε κακά. Όπως δηλαδή το μαχαίρι, είτε σε καλό είτε σε κακό χρησιμοποιηθεί, δε μεταβάλλεται κατά τη φύση του, αλλά παραμένει σίδερο, έτσι και ο άνθρωπος: ενεργεί και πράττει όσα θέλει, όπως είπαμε, δεν ξεφεύγει όμως από τη φύση του.
Δε σώζει τον άνθρωπο το να ελεήσει έναν· αντίθετα, το να καταφρονήσει έναν, του προξενεί την κόλαση. Γιατί τα λόγια του Χριστού: «Πείνασα και δίψασα κλπ.» δεν αναφέρονται σε μιά φορά, ούτε σε μια ημέρα, αλλά σε όλη τη ζωή. Και το να δοθεί τροφή, νερό, ένδυμα και τα όμοια στο Χριστό, δεν είναι για μια φορά, αλλά ο Κύριος και Θεός μας διακήρυξε ότι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση τα δέχεται από τους δούλους Του.
Εκείνος που έδωσε ελεημοσύνη σε εκατό ανθρώπους και μπορούσε να δώσει και σε άλλους, και να ξεδιψάσει και να θρέψει πολλούς που τον παρακαλούσαν και φώναζαν κι ωστόσο τους έδιωξε, θα κριθεί από το Χριστό ότι δεν έθρεψε Αυτόν τον ίδιο. Γιατί και σ’ όλους εκείνους βρίσκεται Αυτός, που τρέφεται από μας στο πρόσωπο καθενός από τους ελαχίστους.
Εκείνος που σήμερα έδωσε σε όλους όλα τα αναγκαία του σώματος, αλλά αύριο, ενώ μπορεί να κάνει το ίδιο, παραμελήσει κάποιους αδελφούς και τους αφήσει να χαθούν από πείνα και δίψα και κρύο, στην πραγμα- τικότητα εγκατέλειψε στο θάνατο και καταφρόνησε Εκείνον που είπε: «Αφού τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους ελαχίστους, τα κάνατε για μένα».
Γι’ αυτό ο Χριστός καταδέχθηκε να πάρει τη μορφή κάθε φτωχού και εξομοίωσε τον εαυτό Του με κάθε φτωχό, για να μην υπερηφανεύεται κανείς άπ’ όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, απέναντι του αδελφού του. Αλλά βλέποντας καθένας τον αδελφό του και τον πλησίον του σαν να βλέπει το Θεό του, να λογαριάζει τον εαυτό του πιο ελάχιστο από αυτόν, αφού θα τον βλέπει σαν το Δημιουργό του, και σαν τέτοιο να τον δέχεται και να τον τιμά και να διαθέτει όλα τα υπάρχοντά του για να τον περιποιηθεί, όπως ο Χριστός και Θεός μας διέθεσε το αίμα Του για τη σωτηρία μας.
Εκείνος που διατάχθηκε να έχει τον πλησίον όπως τον εαυτό του, οφείλει οπωσδήποτε να τον έχει έτσι όχι για μια μέρα, αλλά για όλη του τη ζωή. Και εκείνος που πήρε προσταγή να δίνει σε καθένα που του ζητεί, προστάζεται να το πράττει σε όλη του τη ζωή. Και εκείνος που θέλει να κάνουν οι άλλοι σ’ αυτόν αγαθά, τα ίδια θα απαιτηθεί να κάνει και αυτός στους άλλους.
Εκείνος που έχει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, δεν ανέχεται να έχει τίποτε περισσότερο από τον πλησίον του. Αν τώρα έχει, αλλά δεν τα μοιράζει άφθονα, ώστε να γίνει και ο ίδιος φτωχός και να εξομοιωθεί με τους πλησίον, δεν είναι εκπληρωτής της εντολής του Κυρίου. Το ίδιο κι εκείνος που θέλει να δίνει σε όλους όσοι του ζητούν, αν συμβεί να έχει έστω και ένα νόμισμα ή ένα κομμάτι ψωμί και αρνηθεί σε κάποιον που του ζητεί. Επίσης κι εκείνος που δεν κάνει στον πλησίον όσα και αυτός θέλει να του κάνουν οι άλλοι. Έτσι και εκείνος που έθρεψε, ξεδίψασε και έντυσε κάθε φτωχό και ελάχιστο και του έκανε και όλα τα άλλα, αν καταφρονήσει και παραβλέψει ένα μόνο από αυτούς, θα θεωρηθεί ότι παρέβλεψε πεινασμένο και διψασμένο τον ίδιο το Χριστό, το Θεό.
Βαριά ίσως να φανούν σε όλους τα παραπάνω. Γι’ αυτό και θα νομίσουν πώς τάχα είναι εύλογο να αναρωτιούνται: «Ποιος άραγε μπορεί να εκτελέσει όλα αυτά, ώστε να τους φροντίσει και να τους θρέψει όλους και να μην παραβλέψει κανέναν;». Αλλά ας ακούσουν τον Παύλο που διακηρύττει: «Η αγάπη του Χριστού μας διακατέχει, αφού σχηματίσαμε την πεποίθηση ότι, εφόσον ένας –ο Χριστός– πέθανε για χάρη όλων, άρα πέθαναν όλοι.
Όπως οι περιεκτικές εντολές περιέχουν μέσα τους και όλες τις επιμέρους εντολές, έτσι και οι περιεκτικές αρετές συμπεριλαμβάνουν τις μερικές αρετές. Γιατί όποιος πούλησε τα υπάρχοντά του και τα διαμοίρασε στους φτωχούς και έγινε μεμιάς φτωχός, εκπλήρωσε με μία του πράξη όλες τις μερικές εντολές, δηλαδή δεν έχει πλέον ανάγκη να δίνει σ’ εκείνον που του ζητεί, ή να μην αποστραφεί εκείνον που θέλει να δανειστεί από αυτόν. Έτσι και εκείνος που προσεύχεται αδιαλείπτως, μέσα σ’ αυτό έχει κλείσει τα πάντα, και δεν υποχρεώνεται πλέον να δοξολογεί τον Κύριο επτά φορές την ημέρα ή κατα το βράδυ, το πρωι και το μεσημέρι, αφού εχει ήδη εκπληρώσει ολα όσα κανονικά και σε τακτές ώρες προσευχόμαστε και ψάλλομε. Έτσι και εκείνος που συνειδητά δέχθηκε μέσα του το Θεό που δίνει γνώση στους ανθρώπους, διεξήλθε όλη την αγία Γραφή και καρπώθηκε όλη την ωφέλειά της, και δεν έχει πλέον ανάγκη από βιβλία. Πώς να έχει ανάγκη από βιβλία εκείνος που έχει αχώριστο σύντροφό του Εκείνον που ενέπνευσε τους συγγραφείς των αγίων Γραφών, και μυείται από Εκείνον στα απόρρητα και απόκρυφα μυστήρια; Θα είναι ο ίδιος βιβλίο θεόπνευστο για τους άλλους, που περιέχει καινούργια και παλαιά μυστήρια, γραμμένα μέσα του με το χέρι του Θεού, επειδή εκπλήρωσε τα πάντα και αναπαύθηκε από όλα τα έργα του στο Θεό, στην αρχική Τελειότητα.
Η ρεύση που συμβαίνει στον ύπνο γίνεται από πολλές αφορμές: από γαστριμαργία, από κενοδοξία και από φθόνο των δαιμόνων. Γίνεται επίσης από την πολλή αγρυπνία, όταν κυριεύεται από τον ύπνο το σώμα, έχοντας το φόβο μήπως το πάθει αυτό. Ή την παραμονή της θείας λειτουργίας αν είναι κανείς ιερέας, ή της θείας Κοινωνίας, όταν ξαπλώσει κανείς με λογισμούς δειλίας, μήπως δηλαδή το πάθει, αποκοιμιέται και το παθαίνει· πράγμα που κι αυτό οφείλεται σε φθόνο των δαιμόνων. Ακόμη, αν δεί κανείς την ημέρα ένα όμορφο πρόσωπο και έπειτα αναπολώντας το νοερά κοιμηθεί με αυτούς τους πορνικούς λογισμούς που από χαυνότητα δεν έδιωξε, το παθαίνει στον ύπνο του· ή και ξύπνιος ίσως, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Συμβαίνει κι αλλιώς· είναι μερικοί σαν και μένα ράθυμοι, που κάθονται και συζητούν για εμπαθή πράγματα, είτε μ’ εμπάθεια, είτε όχι. Πηγαίνοντας έπειτα για ύπνο, ενώ τα κλώθουν στο μυαλό τους και συνομιλούν νοερά μ’ αυτά, κοιμούνται και το παθαίνουν. Ίσως και εκεί που συνομιλούν, ο ένας από τους δύο παθαίνει τη βλάβη. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχομε τους εαυτούς μας πάντοτε και να μελετούμε το λόγο του Ψαλμωδού: «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε εμπρός μου, ότι είναι στα δεξιά μου για να μην κλονιστώ», και να κλείνομε τ’ αυτιά μας σε τέτοια λόγια. Πολλές φορές πάλι, μόλις άφησαν την προσευχή μερικοί, ωθήθηκαν σε σαρκικά σκιρτήματα, όπως είπαμε και στο κεφάλαιο περί προσευχής.
Αδελφέ, φρόντισε από την αρχή της αποταγής σου να φυτέψεις μέσα σου καλές αρετές, ώστε και στην αδελφότητα να γίνεις χρήσιμος, και να σε ανυψώσει στα τέλη σου ο Κύριος. Μην αποκτήσεις ποτέ θάρρος με τον ηγούμενο, όπως και άλλοτε είπαμε, μήτε να ζητείς απ’ αυτόν να σε τιμήσει. Μην αποκτήσεις φιλία με τους προϊσταμένους, μήτε να συχνάζεις στα κελιά τους, ξέροντας ότι αν το κάνεις, όχι μόνον το πάθος της κενοδοξίας θ’ αρχίσει να ριζώνει μέσα σου, αλλά και θα γίνεις μισητός στον ηγούμενο. Πώς θα γίνει αυτό, ο νοών νοείτω. Να κάθεσαι ειρηνικός στο κελί σου, όποιο και αν είναι αυτό. Και εκείνον που θέλει να σου μιλήσει μην τον αποστραφείς, από ευλάβεια τάχα. Αλλά με πατρική γνώμη αν του μιλήσεις, δεν θα βλαφθείς ποτέ, ακόμη και αν αυτός είναι από τους εναντίους σου. Και αν δεν το βλέπεις αυτό συμφέρον, ωστόσο πρέπει να συμμορφώνεσαι με το σκοπό αυτού που ωφελείται.
Πρέπει να έχεις ακατάπαυστα το φόβο του Θεού και να ανακρίνεις κάθε μέρα τον εαυτό σου, τι καλό ή τι κακό έπραξες. Και τα καλά να τα λησμονείς, μην τυχόν πέσεις στο πάθος της κενοδοξίας. Για τα κακά όμως να χύνεις δάκρυα, να εξομολογείσαι και να προσεύχεσαι θερμά. Η ανάκριση αυτή να γίνεται κατά τον εξής τρόπο. Αφού τελειώσει η ημέρα και έρθει το βράδυ, να συλλογίζεσαι: «Πώς άραγε, με τη βοήθεια του Θεού, πέρασα την ημέρα; Μήπως κατέκρινα κανένα, ή πρόσβαλα, ή σκανδάλισα, ή κοίταξα άλλον με εμπάθεια, ή παράκουσα εκείνον που επιστατεί στη διακονία και αμέλησα το διακόνημά μου, ή οργίσθηκα εναντίον κανενός, ή εκεί που στεκόμουν στην ακολουθία απασχόλησα το νου μου σε ανώφελα πράγματα, ή βάρυνα από τη ραθυμία και άφησα την εκκλησία και τον κανόνα;» Όταν βρεις σ’ όλα αυτά τον εαυτό σου ανεύθυνο (πράγμα αδύνατο, γιατί κανείς δεν είναι καθαρός από αμαρτία ούτε μία ημέρα της ζωής του και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά), τότε φώναξε στο Θεό με πολλά δάκρυα: «Κύριε συγχώρεσέ μου όσα αμάρτησα με πράξεις και λόγια, με γνώση μου ή με άγνοια». Γιατί σε πολλά φταίμε χωρίς να το γνωρίζομε.
Πρέπει καθημερινά να εξομολογείσαι κάθε λογισμό στον πνευματικό πατέρα, και εκείνο που σου λέει να το δέχεσαι σαν από το στόμα του Θεού με εσωτερική βεβαιότητα. Να μην τα κοινολογείς αυτά σε κανένα, ότι δηλαδή «ρώτησα το και το τον πνευματικό πατέρα και μου είπε τούτο· άραγε μου είπε καλά ή όχι; Και τι πρέπει να κάνω για τη διόρθωσή μου;». Γιατί αυτά τα λόγια είναι γεμάτα από απιστία προς τον πατέρα κι επιζήμια για την ψυχή. Αυτό συνήθως συμβαίνει κυρίως στους αρχαρίους.
Όλους τους αδελφούς του κοινοβίου πρέπει να τους βλέπεις ως αγίους και μόνο τον εαυτό σου να θεωρείς αμαρτωλό και τελευταίο απ’ όλους και ότι, ενώ όλοι θα σωθούν, μόνο εσύ θα κολασθείς. Και όταν στέκεσαι στην ακολουθία, αυτά να συλλογίζεσαι και να μην παύεις να κλαις θερμά και με κατάνυξη, χωρίς να επηρεάζεσαι από εκείνους που για τη στάση σου σκανδαλίζονται ή περιγελούν. Αν όμως βλέπεις ότι απ’ αυτό γλιστράς στην κενοδοξία, τότε να βγεις από την εκκλησία, να κλάψεις κάπου κρυφά και πάλι να επιστρέψεις γρήγορα στη θέση σου. Αυτό είναι πάρα πολύ καλό για τους αρχαρίους, και περισσότερο στον εξάψαλμο, στη στιχολογία του ψαλτηρίου, στην ανάγνωση και στη θεία λειτουργία. Πρόσεχε ακόμη να μην κατακρίνεις κανένα, αλλά να σκέφτεσαι ότι «όσοι με βλέπουν να θρηνώ και να οδύρομαι, θα καταλάβουν ότι έχω πάρα πολλές αμαρτίες και θα προσεύχονται για τη σωτηρία μου». Και οπωσδήποτε, αν πάντοτε αυτό συλλογίζεσαι και εκτελείς ακατάπαυστα, θα ωφεληθείς πολύ και θα ελκύσεις πάνω σου τη χάρη του Θεού και θα γίνεις μέτοχος του θείου μακαρισμού.
Μην πηγαίνεις στο κελί κανενός, εκτός από του ηγουμένου, και εκεί πάλι σπάνια. Αν θέλεις να τον ρωτήσεις για κάποιο λογισμό, ρώτησέ τον στην εκκλησία. Μετά την ακολουθία ν’ αποσύρεσαι αμέσως στο κελί σου, και κατόπιν στο διακόνημά σου. Ύστερα από το απόδειπνο, αφού βάλεις μετάνοια έξω από το ηγουμενείο και ζητήσεις την ευχή του ηγουμένου, τρέχα σιωπηλός και με σκυμμένο κεφάλι στο κελί σου. Γιατί είναι καλύτερο να πείς ένα τρισάγιο με προσοχή και να κοιμηθείς, παρά να αγρυπνήσεις τέσσερις ώρες με ανώφελες συνομιλίες. Όμως όπου υπάρχει κατάνυξη και πνευματικό πένθος, εκεί ακολουθεί θεία έλλαμψη. Όταν αυτή επιφοιτήσει, διώχνει την ακηδία και τη νόσο.
Ιδιαίτερη αγάπη να μην έχεις με κανένα πρόσωπο, και μάλιστα με αρχάριο, ακόμη και αν σου φαίνεται ότι έχει άριστο βίο, και πολύ περισσότερο φυσικά αν έχει βίο ύποπτο. Γιατί συνήθως αυτή η αγάπη από πνευματική μετατρέπεται μέσα σου σε εμπαθή και συ πέφτεις σε ανώφελες θλίψεις. Αυτό μάλιστα συμβαίνει συχνά στους αγωνιστές. Όμως η ταπείνωση και η συνεχής προσευχή θα σε διδάξουν γι’ αυτό. Ο καιρός δε μας επιτρέπει να επεκταθούμε στο θέμα. Ο νοών νοείτω.
Πρέπει να κρατάς τον εαυτό σου ξένο προς κάθε αδελφό του κοινοβίου, και περισσότερο προς τους γνωστούς που είχες στον κόσμο. Όλους όμως να τους αγαπάς εξίσου, και τους ευλαβείς και αγωνιστές να τους βλέπεις ως αγίους. Για εκείνους πάλι που είναι σαν και μένα ράθυμοι, να προσεύχεσαι εκτενώς. Όμως, όπως προείπα, θεωρώντας τους όλους αγίους, σπεύδε με το πένθος να καθαρθείς από τα πάθη, για να φωτιστείς από τη χάρη, οπότε θα τους βλέπεις όλους ίσους και θα επιτύχεις το μακαρισμό των καθαρών στην καρδιά .
Να φρονείς, αδελφέ, ότι η τέλεια αναχώρηση από τον κόσμο είναι καταρχήν η ολοκληρωτική απονέκρωση του θελήματός σου, και έπειτα η αποδέσμευση από τον σύνδεσμο και η απάρνηση των γονέων, συγγενών και φίλων.
Επίσης, το να απογυμνωθείς απ’ όλα τα υπάρχοντά σου και να τα μοιράσεις στους φτωχούς, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς».
Ακόμη, να λησμονήσεις όλα τα πρόσωπα που αγαπούσες είτε σωματικώς, είτε πνευματικώς.
Επίσης, να εξομολογηθείς όλα τα μυστικά της καρδιάς σου, όσα έπραξες από τη βρεφική σου ηλικία μέχρι τώρα, στον πνευματικό πατέρα ή στον ηγούμενο, σαν να εξομολογείσαι στον ίδιο το Θεό, ο οποίος εξετάζει «καρδίας και νεφρούς». Γνωρίζεις πώς όταν ο Ιωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετανοίας, πήγαιναν όλοι σ’ αυτόν και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Γιατί από την εξομολόγηση γίνεται χαρά μεγάλη στην ψυχή και ανακούφιση στη συνείδηση, σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη: «Λέγε πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, και θα δικαιωθείς.
Να βάλεις επίσης στο λογισμό σου, μετά την ένταξή σου στο κοινόβιο, τη βεβαιότητα, ότι πέθαναν όλοι, και οι γονείς και οι φίλοι σου. Και να θεωρείς πατέρα και μητέρα το Θεό και τον ηγούμενο. Μη ζητήσεις ποτέ από τους γονείς και φίλους κάτι που σου χρειάζεται. Αν τώρα αυτοί προνοήσουν και σου στείλουν τίποτε, δέξου το και προσευχήσου γι’ αυτούς που σε θυμούνται, δώσε όμως ό,τι σου έστειλαν στον ξενώνα ή στο νοσοκομείο της μονής. Και αυτό να το κάνεις με ταπείνωση· γιατί δεν είναι έργο των τελείων, αλλά των πολύ μικρών.
Κάθε τι που είναι καλό, να το κάνεις με ταπείνωση, έχοντας στο νου σου τον Κύριο που είπε: «Όταν τα πράξετε όλα, να λέτε ότι είμαστε άχρηστοι δούλοι και κάναμε ό,τι οφείλαμε να πράξομε».
Να φυλάγεσαι να μην κοινωνήσεις ποτέ έχοντας τίποτε εναντίον άλλου, ακόμη και απλό λογισμό, έως ότου επιτύχεις τη συνδιαλλαγή με τη μετάνοια. Αλλά και αυτό θα το μάθεις από την προσευχή.
Να είσαι κάθε μέρα έτοιμος να δεχθείς κάθε θλίψη. Να σκέφτεσαι ότι μ’ αυτές θ’ απαλλαγείς από τις πολλές σου αμαρτίες, και να ευχαριστείς τον Άγιο Θεό. Γιατί απ’ αυτό αποκτά κανείς παρρησία που δεν ντροπιάζει, σύμφωνα με τον μέγα Απόστολο που λέει: «Η θλίψη οδηγεί στην υπομονή, η υπομονή στην σταθερότητα, και η σταθερότητα στην ελπίδα. Και η ελπίδα δε θα ντροπιάσει αυτόν που ελπίζει». Γιατί αυτά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν και νους ανθρώπου δεν τα διανοήθηκε, αυτά είναι που θα δοθούν σύμφωνα με την αδιάψευστη υπόσχεση σ’ εκείνους οι οποίοι με τη συνεργεία της χάρης δείχνουν υπομονή στις θλίψεις. Γιατί χωρίς τη χάρη τίποτε δεν μπορεί να κατορθωθεί.
Να μην έχεις στο κελί σου τίποτε υλικό, μέχρι και βελόνα, έξω από μία ψάθα, μια προβειά, ένα ράσο και ό,τι φοράς. Αν είναι δυνατόν, να μην έχεις ούτε σκαμνί ν’ ακουμπάς τα πόδια σου. Γιατί και γι’ αυτό υπάρχει λόγος. Ο νοών νοείτω.
Ούτε πάλι να απαιτείς από τον ηγούμενο τίποτε απ’ όσα σου χρειάζονται, εκτός από τα κανονισμένα, και αυτά όταν αυτός σε καλέσει και σου τα δώσει. Ούτε να πείθεσαι στο λογισμό που σου έρχεται να αλλάξεις κάτι από εκείνα που σου δίνει. Αλλά ό,τι λογής και αν είναι, να τα δέχεσαι με ευχαριστία σαν από το Θεό, και με αυτά να πορεύεσαι. Δεν πρέπει ακόμη να προμηθεύεσαι άλλο με αγορά. Όταν λερώνεται το ζωστικό σου, δύο φορές το χρόνο να το πλένεις, ζητώντας με σχήμα φτωχού και ταπεινού και με κάθε ταπείνωση, ζωστικό από άλλο αδελφό, μέχρις ότου πλυθεί και στεγνώσει το δικό σου, κι έπειτα πάλι με ευχαριστία να το επιστρέφεις. Το ίδιο και με το ράσο και με ό,τι άλλο.
Να κοπιάζεις όσο μπορείς στη διακονία. Μέσα στο κελί σου να καρτερείς στην προσευχή με κατάνυξη και προσοχή και αδιάκοπα δάκρυα. Μη βάλεις στο νου σου ότι, σήμερα κοπίασα πάρα πολύ κι ας αφαιρέσω κάτι από την προσευχή εξαιτίας του σωματικού κόπου. Γιατί σου λέω, ότι όσο και αν βιάσει κανείς τον εαυτό του στη διακονία, αν στερηθεί την προσευχή, πρέπει να θεωρεί ότι κάτι μεγάλο έχασε. Και πράγματι έτσι είναι.
Να πηγαίνεις πρώτος στις εκκλησιαστικές συνάξεις και να φεύγεις τελευταίος, εκτός μεγάλης ανάγκης, και κυρίως στον όρθρο και στη θεία λειτουργία.
Να έχεις πλήρη υποταγή στον ηγούμενο από τον οποίο έγινες μοναχός, και να εκτελείς ανεπιφύλακτα μέχρι θανάτου όσα σε προστάζει, και αν ακόμη σου φαίνονται αδύνατα. Γιατί με αυτό μιμείσαι Εκείνον που υπάκουσε μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού. Κι όχι μόνο τον ηγούμενο, αλλά και όλη την αδελφότητα και εκείνον που έχει αναλάβει να κατανέμει τις διακονίες, δεν πρέπει να παρακούσεις σε τίποτε, αλλά και αν είναι παραπάνω από τη δύναμη σου αυτό που σε διατάζει, αφού βάλεις μετάνοια, ζήτησε συγχώρηση. Αν όμως αυτός δεν αποσύρει τη διαταγή, τότε να βιάζεις τον εαυτό σου να την εκτελέσεις, έχοντας υπόψη ότι η βασιλεία των ουρανών είναι για όσους ασκούν βία στον εαυτό τους, και αυτοί την αρπάζουν.
Ακόμη, να κυλιέσαι με συντετριμμένη καρδιά στα πόδια όλης της αδελφότητας, σαν αφανής και άγνωστος και τελείως ανύπαρκτος. Όποιος στη ζωή του φέρεται έτσι, τολμώ να πω ότι θα γίνει διορατικός και πολλά θα προλέγει με τη συνεργεία της χάρης. Ο άνθρωπος αυτός θρηνεί και για τα ελαττώματα των άλλων, μένοντας απερίσπαστος και μη προσηλωμένος στα υλικά, καθώς δεν τον αφήνει να γλιστρήσει σ’ αυτά ο πνευματικός και θείος έρωτας. Δεν είναι βέβαια θαυμαστό το να προλέγει κανείς· αυτό πολλές φορές προέρχεται και από τους δαίμονες. Όμως εκείνος που έχει νου, θα το εννοήσει. Πλην όμως αν κανείς αρχίσει να δέχεται εξομολογήσεις, ίσως στερηθεί τα παραπάνω, με το ν’ απασχολείται στην εξέταση ξένων λογισμών. Αν όμως από μεγάλη ταπείνωση πάψει να το κάνει, δηλαδή να λέει και να ακούει, επιστρέφει πάλι στην προηγούμενη κατάσταση. Την πλήρη γνώση βέβαια γι’ αυτά την εχει μόνον ο Θεός· εγώ είμαι γεμάτος φόβο και δεν τολμώ να έχω γνώμη για τέτοια.
Να έχεις πάντοτε το νου σου στο Θεό, είτε κοιμάσαι είτε είσαι ξυπνητός, και στο φαγητό και στη συνομιλία και στο εργόχειρο και σε κάθε άλλη πράξη, σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη: «Έβλεπα πάντοτε τον Κύριο ενώπιόν μου». Και να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό από όλους τους ανθρώπους. Γιατί όταν πολυκαιρίζει αυτός ο λογισμός, συνήθως ακολουθεί στη διάνοια κάποια έκλαμψη σαν ακτίνα. Και όσο περισσότερο την επιζητείς με πολλή προσοχή και με απερίσπαστη διάνοια, με μεγάλο κόπο και δάκρυα, τόσο φαίνεται λαμπρότερα. Και όταν φαίνεται, αγαπιέται· καθώς αγαπιέται, προξενεί κάθαρση· καθαίροντας, κάνει τον άνθρωπο όμοιο με το Θεό και τον φωτίζει και τον διδάσκει να διακρίνει το καλό από το κακό. Αλλά, αδελφέ, χρειάζεται πολύς κόπος, μαζί με τη βοήθεια του Θεού, για να κατοικήσει μόνιμα στην ψυχή σου και να την καταφωτίσει όπως η σελήνη το σκοτάδι της νύχτας. Πρέπει ακόμη να προσέχεις και τις προσβολές των λογισμών της κενοδοξίας και της οϊήσεως και να μην κατακρίνεις κανένα που θα δεις να κάνει μια απρέπεια. Γιατί οι δαίμονες παρουσιάζουν τέτοιους λογισμούς στην ψυχή, αν τη δουν ότι ελευθερώθηκε από τα πάθη και τους πειρασμούς με την ενοίκηση της χάρης και την ειρηνική κατάσταση. Όμως η βοήθεια έρχεται από το Θεό. Επίσης, να σου γίνει το πένθος ακατάπαυστο και να μη χορταίνεις από τα δάκρυα. Πρόσεχε όμως να μην πάθεις τίποτε από την πολλή χαρά και κατάνυξη, ούτε να πιστέψεις ότι τα δάκρυα σού ήρθαν από δικό σου κόπο και όχι από τη χάρη του Θεού· αλλιώς θα σου αφαιρεθούν και θα τα ζητήσεις πολύ με προσευχή και δεν θα τα βρεις, και θα μάθεις πόσο μεγάλο δώρο έχασες. Αλλά Κύριε, είθε ποτέ να μη στερηθούμε τη χάρη Σου. Πλην, αδελφέ, αν και αυτό συμβεί, άφησε στο Θεό την ασθένειά σου και αφού σηκωθείς άπλωσε τα χέρια σου και προσευχήσου λέγοντας: «Κύριε, έλέησόν με τον αμαρτωλό και αδύναμο και ταλαίπωρο, και στείλε μου τη χάρη Σου. Μη με αφήσεις να πειρασθώ παραπάνω απ’ ό,τι μπορώ. Ιδού Κύριε, οι πολλές αμαρτίες μου σε πόση αθυμία και σε τι λογισμούς με έφεραν. Εγώ Κύριε, και να θελήσω να αποδώσω στους δαίμονες ή στην οίηση τη στέρηση της δικής Σου παρηγοριάς, δεν μπορώ. Γιατί γνωρίζω ότι οι δαίμονες πολεμούν εναντίον αυτών που εκτελούν θερμώς το θέλημά Σου. Εγώ όμως που εκτελώ κάθε μέρα το θέλημά τους, πώς θα δεχθώ πειρασμό απ’ αυτούς; Οπωσδήποτε πειράζομαι εξαιτίας των αμαρτιών μου. Και τώρα Κύριε, Κύριέ μου, αν είναι θέλημά Σου και συμφέρον μου, ευδόκησε να έρθει πάλι η χάρη Σου σ’ εμένα τον δούλο Σου· να την βλέπω και να χαίρομαι γεμάτος κατάνυξη και κλαυθμό, φωτιζόμενος από την αέναη έλλαμψή της· να με φυλάγει από ακάθαρτους λογισμούς και από κάθε πονηρό πράγμα και από τα σφάλματά μου, που διαπράττω κάθε μέρα, με έργα και με λόγια, με γνώση ή με άγνοιά μου. Και να βεβαιώνομαι, Κύριε, ότι έχω παρρησία ενώπιόν Σου, από τις θλίψεις που πέφτουν καθημερινά πάνω σ’ εμένα τον δούλο Σου και που τις προξενούν οι δαίμονες και οι άνθρωποι, και από την εκκοπή του θελήματός μου, έχοντας στο νου μου και τα αιώνια αγαθά που περιμένουν όσους σε αγαπούν. Γιατί Εσύ, Κύριε, είπες ότι όποιος αιτεί, παίρνει· και όποιος ζητά, βρίσκει· και σ’ όποιον χτυπά, του ανοίγεται η θύρα». Εκτός από αυτά αδελφέ, και με όσα άλλα σου βάλει ο Θεός μέσα στη διάνοιά σου, επίμενε να παρακαλείς, χωρίς να χαλαρώνεις από ακηδία. Και ο αγαθός Θεός δε θα σε εγκαταλείψει.
Στο κελί που έλαβες στην αρχή από τον ηγούμενο, εκεί καρτέρησε μέχρι τέλους. Αν είναι παλιό ή ετοιμόρροπο και σου προξενεί ανησυχία, βάλε μετάνοια στον ηγούμενο με ταπείνωση και υπενθύμισέ του το. Και αν ακούσει, να χαρείς· αν όχι, και πάλι ευχαρίστησε, ενθυμούμενος τον Κύριό σου, ο οποίος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Γιατί αν τον ενοχλήσεις δύο φορές ή τρεις ή τέσσερις γι’ αυτό το θέμα, αποκτάς απέναντί του παρρησία, κατόπιν απιστία και τέλος καταφρόνηση. Αν λοιπόν θέλεις να ζήσεις ήρεμη και ησυχαστική ζωή, μη ζητείς τίποτε για σωματική σου άνεση από τον ηγούμενο. Γιατί στην αρχή δεν υποσχέθηκες τούτο, αλλά αντίθετα να σε καταφρονούν και να σε εξουθενώνουν όλοι και εσύ, κατά την εντολή του Κυρίου, να τα υποφέρεις αυτά με γενναιότητα. Αν λοιπόν θέλεις να διατηρείς την πίστη και την αγάπη στον ηγούμενο και να τον βλέπεις σαν άγιο, φύλαξε αυτά τα τρία: μη ζητείς τίποτε για την άνεσή σου, μην έχεις θάρρος μαζί του, και μην πηγαίνεις συχνά σ’ αυτόν, όπως κάνουν μερικοί, επειδή τάχα εξυπηρετούνται από αυτόν, πράγμα αβέβαιο σαν όλα τα ανθρώπινα. Δεν κατακρίνω και το να φανερώνεις σ’ αυτόν κάθε λογισμό που σου έρχεται. Αν τα τηρήσεις αυτά, θα περάσεις χωρίς τρικυμίες τη θάλασσα του βίου και τον πνευματικό σου πατέρα, όποιος και αν είναι, θα τον θεωρείς άγιο. Αν μέσα στην εκκλησία τον πλησιάσεις για να τον ερωτήσεις σχετικά με κάποιον λογισμό και τον βρείς απασχολημένο με άλλον αδελφό για την ίδια αιτία ή κάποια άλλη, και σε αφήσει γι’ αυτό να περιμένεις λίγο, μη δυσανασχετήσεις και μη σκεφτείς τίποτε κακό· αλλά στάσου στην άκρη με τα χέρια σταυρωμένα μέχρις ότου τελειώσει ο άλλος και προσκαλεσθείς εσύ. Γιατί αυτό το συνηθίζουν οι πατέρες ίσως επίτηδες, για δοκιμή και απαλλαγή από τις προηγούμενες αμαρτίες μας.
Να νηστεύεις τις τρεις σαρακοστές. Τη μεγάλη Σαρακοστή να τρως κάθε δυο ημέρες, εκτός αν είναι μεγάλη εορτή, Σάββατο ή Κυριακή. Τις δυο άλλες, μέρα παρά μέρα. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, να τρως μία φορά την ημέρα, εκτός αν είναι Σάββατο, Κυριακή ή εορτή, αλλά και τότε να μη χορταίνεις.
Φρόντισε να γίνεις ωφέλιμο υπόδειγμα για όλη την αδελφότητα σε κάθε αρετή, στην ταπείνωση, στην πραότητα, στην ελεημοσύνη, στην υπακοή ακόμη και στους πιο ασήμαντους, στην αοργησία, στην αποδέσμευση από πάθη, στην ακτημοσύνη, στην κατάνυξη, στην ακακία, στην απεριέργεια, στην απλότητα, στην αποξένωση από κάθε άνθρωπο, στην επίσκεψη ασθενών, στην παρηγοριά των θλιβομένων, στο να μην αποστραφείς κανέναν που έχει ανάγκη να του φανείς ωφέλιμος, με δικαιολογία την επικοινωνία με το Θεό –γιατί η αγάπη είναι ανώτερη από την προσευχή. Ακόμη, να δείχνεις συμπάθεια σε όλους, να σου λείπει η κενοδοξία, η παρρησία και η ελεγκτικότητα προς τους άλλους, να μη ζητείς τίποτε από τον ηγούμενο ή από τον διακονητή, να τιμάς όλους τους ιερείς, να είσαι προσεκτικός στην προσευχή και ανεπιτήδευτος στους τρόπους και να δείχνεις αγάπη σε όλους. Να μη δείχνεις σπουδή να περιεργάζεσαι και να ερευνάς τις Γραφές με στόχο να σε δοξάζουν. Αυτά θα σου τα διδάξει η προσευχή που γίνεται με δάκρυα και η έκλαμψη της χάρης. Όταν λοιπόν ερωτηθείς για κάτι ωφέλιμο, να διδάσκεις με πολλή ταπείνωση για τις υψηλές πνευματικές καταστάσεις όπως σε φωτίζει η χάρη, αναφέροντας περιστατικά από τη ζωή σου σαν να ανήκουν σε άλλον, με ακενόδοξο λογισμό, όποιος και να είναι εκείνος που ερωτά επιθυμώντας να ωφεληθεί. Και εκείνον που θέλει να σε συμβουλευτεί για έναν λογισμό, μη τον αποστραφείς, αλλά πάρε πάνω σου τα σφάλματά του, όποια και αν είναι, και κλάψε και προσευχήσου γι’ αυτόν. Γιατί αυτό μαρτυρεί αγάπη και τέλεια συμπάθεια. Μην τον διώξεις από φόβο μήπως βλαφθείς απ’ όσα ακούσεις, γιατί με τη συνεργεία της χάρης δεν θα πάθεις τίποτε. αλλά για να μη βλαφθούν άλλοι, να τον ακούσεις σε απόκρυφο τόπο. Ίσως βέβαια, ως άνθρωπος, να υποστείς προσβολή λογισμού, αν όμως έχεις τη χάρη, ούτε αυτό δε θα το πάθεις. Γιατί έχομε διδαχθεί να μη ζητούμε το δικό μας συμφέρον, αλλά των άλλων, για να σωθούν. Όπως προείπαμε, πρέπει να ζεις βίο αμέριμνο και ακτήμονα. Και τότε θα καταλάβεις ότι η χάρη ενεργεί μέσα σου, όταν θεωρείς αληθινά τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό από όλους τους ανθρώπους. Το πώς γίνεται αυτό δεν μπορώ να το πώ, ο Θεός το γνωρίζει.
Κατά την αγρυπνία, οφείλεις να αφιερώνεις δυο ώρες στην ανάγνωση, και άλλες δύο να προσεύχεσαι με κατάνυξη και με δάκρυα· να κάνεις όποιον κανόνα θέλεις, και ψαλμούς, αν θέλεις, να λες τους δώδεκα και τον Άμωμο και την ευχή του αγίου Ευστρατίου *. Αυτά, τις μεγάλες νύχτες. Στις μικρές νύχτες να κάνεις συντομότερη ακολουθία, ανάλογα με τη δύναμη που σου δίνει ο Θεός. Γιατί χωρίς Αυτόν κανένα αγαθό δεν κατορθώνεται, όπως λέει ο Προφήτης: «από τον Κύριο κατευοδώνονται τα όσα κάνει ο άνθρωπος», και ο ίδιος ο Σωτήρας: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Χωρίς δάκρυα να μην κοινωνήσεις ποτέ.
* Είναι η ευχή : »Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε…» που λέγεται στο Μεσονυκτικό του Σαββάτου. Βλ. στο Μέγα Ωρολόγιο.
Να τρως ό,τι σου παραθέτουν ό,τι και αν είναι. Επίσης να πίνεις κρασί με εγκράτεια χωρίς γογγυσμό. Αν κάθεσαι μόνος σου διότι είσαι ασθενής, τρώγε ωμά λαχανικά με ελιές. Αν κανείς αδελφός σου στείλει κάτι φαγώσιμο, δέξου το με ευχαριστία και ταπείνωση σαν ξένος· φάγε από αυτό, ό,τι και να είναι, και το υπόλοιπο στείλε το σε άλλον αδελφό φτωχό και ευλαβή. Αν σε καλέσει κανείς να σε φιλέψει, φάγε από όλα που προσφέρει, αλλά λίγο, σύμφωνα με την εντολή, φυλάγοντας την εγκράτεια. Αφού σηκωθείς και του βάλεις μετάνοια σαν ξένος και φτωχός, ευχαρίστησέ τον λέγοντας: «Ο Θεός, πάτερ άγιε, να σου το ανταποδώσει». Πρόσεχε όμως μην πεις τίποτε, ακόμη και αν σου φανεί ωφέλιμο.
Αν κανένας αδελφός στενοχωρήθηκε από τον ηγούμενο ή τον οικονόμο ή από άλλον και έρθει σε σένα, παρηγόρησέ τον και πές του: «Πίστεψέ με αδελφέ, για δοκιμή σου έγινε αυτό. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό με διάφορους τρόπους, και από μικροψυχία λυπόμουνα. Όταν όμως βεβαιώθηκα ότι είναι για δοκιμή μου, υποφέρω ευχαρίστως. Και συ λοιπόν έτσι κάνε, και μάλλον θα χαρείς για τέτοιες θλίψεις». Αν πάλι αρχίσει να κακολογεί, ούτε τότε να τον αποστραφείς, αλλά παρηγόρησέ τον όπως σε φωτίζει η χάρη. Γιατί η διάκριση είναι πολλών ειδών, και όπως εννοείς την κατάσταση του αδελφού και τους λογισμούς του, πλησίασέ τον ανάλογα και μην τον αφήσεις να φύγει αθεράπευτος.
Αν κάποιος αδελφός είναι άρρωστος και συμβεί να μη τον επισκεφθείς πολύν καιρό, στείλε του πρωτύτερα κάτι και μήνυσέ του: «Πίστεψε, πάτερ άγιε, σήμερα έμαθα ότι είσαι άρρωστος και ζητώ συγχώρηση». Κατόπιν πήγαινε και αφού βάλεις μετάνοια και κάνετε προσευχή, πες του: «Πώς ο Θεός σε βοήθησε πάτερ άγιε;». Και αφού καθίσεις με σταυρωμένα χέρια, μείνε σιωπηλός. Αν είναι παρόντες και άλλοι επισκέπτες, πρόσεχε μην πεις τίποτε, είτε αγιογραφικό, είτε άλλο, και μάλιστα αν δεν ερωτηθείς, για να μην στενοχωρηθείς ύστερα. Γιατί αυτό το παθαίνουν συνήθως οι πιο απλοί αδελφοί.
Αν τύχει και καθίσεις για φαγητό μαζί με ευλαβείς αδελφούς, πρέπει να τρως από τα παρατιθέμενα, ό,τι και αν είναι αυτά. Αν έχεις εντολή να μην τρως κάτι, ψάρι ας πούμε ή κάτι τέτοιο, και έχουν παρατεθεί στο τραπέζι και αυτά, αν είναι κοντά εκείνος που σου έδωσε την εντολή, πήγαινε και πείσε τον να σου επιτρέψει να φας. Αν όμως δεν είναι, ή αν γνωρίζεις ότι δεν σου το επιτρέπει, και από το άλλο μέρος δε θέλεις να τους σκανδαλίσεις, φάγε και κατόπιν ανάφερε αυτό που έκανες, ζητώντας συγχώρηση. Αν κανένα απ’ αυτά δεν θέλεις να κάνεις, καλύτερα να μην πας στο τραπέζι. Γιατί έτσι θα έχεις διπλό κέρδος: και τον δαίμονα της κενοδοξίας θα αποφύγεις και αυτούς θα τους γλυτώσεις από σκανδαλισμό και στενοχώρια. Αν τα φαγητά είναι από τα παχύτερα, φύλαξε τον κανόνα. Καλύτερο όμως είναι και τότε να φας απ’ όλα λίγο. Ομοίως και όταν τύχεις σε εορταστικό τραπέζι, σύμφωνα με τον Απόστολο που νομοθετεί: «Ό,τι σας παραθέτουν να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτε και να δημιουργείτε πρόβλημα στη συνείδησή σας».
Αν προσεύχεσαι μέσα στο κελί σου και χτυπήσει κανείς την πόρτα, άνοιξέ του. Και αφού καθίσεις, μίλησέ του με ταπείνωση, για όποιο ωφέλιμο θέμα σε ρωτήσει. Και αν τον βαραίνει κάποια στενοχώρια, φρόντισε να τον ανακουφίσεις ή με λόγο ή με έργο. Και όταν φύγει, κλείσε και συνέχισε την προσευχή σου. Γιατί το ίδιο σπουδαία με την εξιλέωση του Θεού είναι και η ανακούφιση των προσερχόμενων. Στους κοσμικούς όμως δεν πρέπει να κάνεις έτσι, αλλά αφού τελειώσεις την προσευχή, κατόπιν να συνομιλείς μαζί τους.
Όταν προσεύχεσαι, αν νιώσεις δειλία, ή ακούσεις κτύπο, ή δεις φως ή κάτι άλλο, μην ταραχθείς, αλλά μάλλον καρτέρησε στην προσευχή πιο επίμονα. Γιατί είναι oι δαίμονες που προξενούν ταραχή και φρίκη και έκσταση για να χάσεις την ψυχραιμία σου και ν’ αφήσεις την προσευχή, και κατόπιν όταν συνηθίσεις σ’ αυτό να σε έχουν υποχείριο. Αν όμως εκεί που κάνεις την προσευχή σου, λάμψει άλλο φως, που δεν μπορώ να το παραστήσω, και γεμίσει η ψυχή σου από χαρά και κυριευθείς από επιθυμία των επουρανίων και δάκρυα πολλά με κατάνυξη, γνώριζε ότι αυτό είναι θεία επίσκεψη και βοήθεια. Και αν επιμένει αυτή η κατάσταση πολύ, επειδή δε θα αντέξεις περισσότερο στα πολλά δάκρυα, αιχμαλώτισε το νου σου σε κάτι το σωματικό και με αυτό θα κατεβείς από αυτό το ύψος. Πρόσεχε όμως μην αφήσεις την προσευχή από τα φοβερίσματα των δαιμόνων αλλά όπως το μικρό παιδί, που όταν το φοβερίζουν καταφεύγει στην αγκαλιά της μητέρας ή του πατέρα και διώχνει το φόβο, έτσι και συ τρέξε με την προσευχή στο Θεό και θα αποφύγεις το φόβο των δαιμόνων.
Αν εκεί που κάθεσαι στο κελί σου, έρθει αδελφός και σε ρωτήσει επειδή έχει σαρκικό πόλεμο, μην τον διώξεις, αλλά με κατάνυξη, όπως σε φωτίσει η χάρη του Θεού και από ό,τι γνωρίζεις από την πείρα σου, ωφέλησέ τον και έτσι άφησέ τον να φύγει. Όταν φεύγει, βάλε του μετάνοια και πές του: «Πίστεψέ με αδελφέ, ελπίζω στη φιλανθρωπία του Θεού, ότι θα φύγει από σένα αυτός ο πόλεμος· μόνο μην υποχωρήσεις ή χαλαρώσεις». Μόλις φύγει, σήκω επάνω και, αφού αναλογιστείς τον πόλεμό του, σήκωσε τα χέρια σου προς το Θεό και προσευχήσου με δάκρυα και στεναγμούς για τον αδελφό, λέγοντας: «Κύριε ο Θεός, εσύ που δε θέλεις τον θάνατο του αμαρτωλού, οικονόμησε για τον αδελφό όπως γνωρίζεις και συμφέρει σ’ αυτόν». Και ο Θεός που γνωρίζει την πίστη του αδελφού προς εσένα και τη δική σου συμπάθεια από αγάπη και την ειλικρινή προσευχή σου για τον αδελφό, θα ανακουφίσει τον σαρκικό του πόλεμο.
Όλα αυτά, αδελφέ, είναι κατάλληλα για κατάνυξη, και πρέπει να τα επιτελείς με συντετριμμένη καρδιά, υπομονή και ευχαριστία, γιατί φέρνουν δάκρυα, καταργούν τα πάθη και προξενούν τη βασιλεία των ουρανών. Γιατί η βασιλεία των ουρανών ανήκει σ’ αυτούς που βιάζουν τον εαυτό τους, και αυτοί την αρπάζουν. Και αν τα κατορθώσεις αυτά, θα απαλλαγείς ολότελα από τις παλιές σου συνήθειες, ίσως ακόμη και από αυτές τις προσβολές των λογισμών. Γιατί είναι φυσικό να υποχωρεί το σκοτάδι μπροστά στο φως και η σκιά στον ήλιο. Αν όμως δείξει κανείς στην αρχή αμέλεια σ’ αυτά, και χαλαρώσει το φρόνημά του και περιεργάζεται άλλα, θα στερηθεί τη χάρη· και τότε, αφού πέσει σε κακά πάθη, θα γνωρίσει την αδυναμία του και θα κυριευθεί από δειλία. Εκείνος πάλι που τα κατορθώνει, δεν πρέπει να τα αποδίδει στο δικό του κόπο, αλλά στη χάρη του Θεού. Προηγουμένως δε, πρέπει να καθαρίζει τον εαυτό του, σύμφωνα με το λόγο του αγίου Γρηγορίου: «Πρώτα θα καθαρθεί κανείς κι έπειτα θα πλησιάσει τον Καθαρό». Από τα πολλά δηλαδή δάκρυα καθαίρεται ο νους και δέχεται έλλαμψη του θείου φωτός, το οποίο αγαπά να σκηνώνει σε όσους φροντίζουν γι’ αυτό, και δε λιγοστεύει ακόμη και αν το λάβει όλος ο κόσμος.
Ερώτησαν κάποτε αυτόν τον άγιο και μακάριο Συμεών, πώς πρέπει να είναι ο ιερέας· κι αυτός αποκρίθηκε: «Εγώ δεν είμαι άξιος να είμαι ιερέας, αλλά γνωρίζω ακριβώς πώς πρέπει να είναι εκείνος που μέλλει να ιερουργεί ενώπιον του Θεού. Πρέπει λοιπόν εν πρώτοις να είναι αγνός όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και ακόμη να είναι αμέτοχος από κάθε αμαρτία. Δεύτερον, να είναι ταπεινός και στην εξωτερική διαγωγή και στην εσωτερική στάση της ψυχής. Κατόπιν, όταν στέκεται μπροστά στην ιερή και αγία Τράπεζα, οφείλει, βλέποντας αισθητά τα άγια Δώρα που είναι μπροστά του, να βλέπει νοερά τη Θεότητα, χωρίς να έχει καμιά αμφιβολία. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά και Αυτόν τον Κύριο που είναι παρών στα Τίμια Δώρα αοράτως, οφείλει να Τον έχει ένοικο μέσα στην καρδιά του ενσυνείδητα, για να μπορεί με παρρησία να προσφέρει τις ικετευτικές ευχές, και μιλώντας σαν φίλος προς φίλο, να λέει: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά Σου», σε τρόπο ώστε η προσευχή αυτή να φανερώνει ότι τον φύσει Υιό του Θεού, τον εχει ένοικο μέσα του μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Τέτοιοι λοιπόν, καθώς γνωρίζω, πρέπει να είναι οι πρεσβύτεροι. Συγχωρήστε με, πατέρες και αδελφοί».
Έλεγε και τούτο, για άλλον τάχα, κρύβοντας τον εαυτό του για να αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων, αλλά αναγκαζόμενος από φιλανθρωπία φανερώνεται από τα λόγια του: «Μου είπε κάποιος Ιερομόναχος, από θάρρος διότι με αγαπούσε, ότι «ποτέ δε λειτούργησα χωρίς να δω το Άγιο Πνεύμα, όπως το είδα όταν χειροτονήθηκα και ο Μητροπολίτης έλεγε την ευχή της χειροτονίας έχοντας το Ευχολόγιο πάνω στην άθλια μου κεφαλή». Εγώ τον ρώτησα πώς είδε το Άγιο Πνεύμα και σε ποια μορφή. Και μου αποκρίθηκε: «Το είδα απλό, χωρίς μορφή, αλλά σαν φως. Και καθώς απορούσα στην αρχή βλέποντας εκείνο που ποτέ δεν είχα δει, και συλλογιζόμουν τι να είναι, Αυτό μου έλεγε μυστικά σαν να μου μιλούσε με γνωστή φωνή: Εγώ έτσι επιφοιτώ σε όλους τους Προφήτες και Αποστόλους και στους τωρινούς εκλεκτούς και αγίους του Θεού. Γιατί εγώ είμαι το Άγιο Πνεύμα του Θεού». Σ’ Αυτό ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν».