ΑΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ
Σύντομη βιογραφία
άγιος πατέρας μας Διάδοχος, που χρημάτισε επίσκοπος της Φωτικής στην Παλαιά Ήπειρο του Ιλλυρικού, ήταν παλαιός, πρν από τον 7ο αιώνα. Αυτό το συμπεραίνουμε από τα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου, στα οποία αναφέρει κεφάλαια του Διαδόχου.
Ότι ήταν σοφός άνθρωπος που έλαμπε στην πράξη και στην θεωρία, μπορεί ο καθένας να το εννοήσει από τον λόγο του αυτό. Τον έχει συνθέσει άριστα έπειτα από φιλοσοφημένη πείρα πολλών ετών κι αφού έζησε πολλές θείες αναβάσεις μέσα στην καρδιά του. Τον διαίρεσε σε εκατό κεφάλαια και αποκάλυψε τις βαθύτατες μυστικές λειτουργίες της προσευχής με κάθε ακρίβεια· και αφού τον γέμισε πυκνά με λόγια της Αγίας Γραφής και με θεωρίες ακριβούς πνευματικής γνώσεως, ως δείγμα διδασκαλίας της ιερής νηπτικής εργασίας, αποτελούμενο από όλες τις αρετές, τον άφησε σε όλους σχεδόν τους έπειτ’ από αυτόν νηπτικούς και θεοφόρους πατέρες.
Γι’ αυτό πολλοί από αυτούς στα νηπτικά έργα τους συχνά αναφέρονται στα κεφάλαια αυτά, όπως σε ακριβείς πίνακες, και παραθέτουν αυτολεξεί μαρτυρίες από αυτά. Τα αναφέρει και ο ιερός Φώτιος (αναγν.201) λέγοντας: Αυτούς τους δέκα όρους ακολουθούν τα εκατό κεφάλαια· και είναι αυτός ο λόγος άριστα συγκροτημένος για τους ασκουμένους στην αρετή και για τους γυμνασμένους στις πράξεις της τελειότητας, χωρίς να περιέχει καμιά ασάφεια….Η Σύνοδος που έγινε με την παρουσία του Ανδρονίκου του Παλαιολόγου, ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ο Θεσσαλονίκης Συμεών, Σιναΐτης Γρηγόριος, ο αγιότατος Κάλλιστος, και άλλοι πολλοί, μαρτυρούν ότι ο λόγος αυτός είναι άμεμπτος.
Το εκατοστό κεφάλαιο, που γράφει ο Φώτιος, αν και φαίνεται επιλήψιμο, ο θείος Μάξιμος ωστόσο το απαλλάσσει από κάθε αμφιβολία, ερμηνεύοντας την έννοιά του σύμφωνα με τον ορθό σκοπό της ευσέβειας, καθώς φαίνεται εδώ στο τέλος των κεφαλαίων.
‘Οροι
Όρος* της πίστεως είναι η απαθής σκέψη και κατανόηση του Θεού.
Όρος της ελπίδας είναι η αναχώρηση του νου προς τα ελπιζόμενα αγαθά.
Όρος της υπομονής είναι το να βλέπει κανείς με τα νοητά μάτια τόν αόρατο Θεό σαν ορατό μπροστά του, έχοντας αδιάλειπτη εγκαρτέρηση.
Όρος της αφιλαργυρίας είναι το να θέλει κανείς να μην έχει, όπως άλλοι επιθυμούν να έχουν.
Όρος της πνευματικής γνώσεως είναι το να αγνοεί κανείς τον εαυτό του, με το να βρίσκεται σε έκσταση στο Θεό.
Όρος της ταπεινοφροσύνης είναι το να φροντίζει να λησμονεί κανείς όλα τα καλά έργα του.
Όρος της αοργησίας είναι το να έχει κανείς μια μεγάλη επιθυμία να μην οργίζεται.
Όρος της αγνότητας είναι η παντοτινή αίσθηση ότι είναι κανείς ενωμένος με το Θεό.
Όρος της αγάπης είναι το να αισθάνεται κανείς ότι μεγαλώνει η αγάπη του προς εκείνους που τον υβρίζουν.
Όρος της τέλειας αλλοιώσεως που αισθάνεται κανείς από την ηδονή της αγάπης του στο Θεό, είναι το να νομίζει χαρά τη φρίκη του θανάτου.
* Όρος : όριο, τέρμα, κανόνας.
Λόγος ασκητικός χωρισμένος σε 100 πρακτικά κεφάλαια πνευματικής γνώσεως και διακρίσεως
Από κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, πρέπει να προηγείται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη· προπάντων όμως η αγάπη. Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν τον άνθρωπο να καταφρονεί τα ορατά υλικά αγαθά. Ενώ η αγάπη ενώνει την ψυχή με τις αρετές του Θεού, αναζητώντας τον Αόρατο με την νοερή αίσθηση.
Κατά φύσιν αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Γίνεται και ο άνθρωπος αγαθός με την επιμέλεια της διαγωγής του μέσω του όντως αγαθού, δηλ. του Θεού. Και αλλάζει ο άνθρωπος και γίνεται αυτό που δεν είναι, δηλ. αγαθός, όταν η ψυχή με το να επιμελείται το καλό πλησιάζει τόσο το Θεό, όσο ενεργοποιείται η δύναμή της στο αγαθό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Να γίνεστε αγαθοί και σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό»(Λουκ. 6, 36).
Το κακό, ούτε φυσική ύπαρξη έχει, αλλ’ ούτε και κανένας είναι εκ φύσεως κακός. Γιατί ο Θεός δεν έπλασε τίποτε κακό. Όταν κανείς επιθυμήσει το κακό, τότε το ανύπαρκτο αρχίζει και γίνεται υπαρκτό, όπως το θέλει εκείνος που το κάνει. Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού, να αμελούμε τη συνήθεια του κακού. Γιατί είναι πιο δυνατή η φύση του καλού από τη συνήθεια του κακού. Και τούτο γιατί το καλό υπάρχει, ενώ το κακό δεν υπάρχει, παρά μόνο όταν το πράττομε.
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού. Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως το έχουν μόνον εκείνοι οι οποίοι με πολλή αγάπη υποδούλωσαν την ελευθερία τους στο Θεό· γιατί όταν δεν ανήκομε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε όμοιοι με Εκείνον που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό Του μέσω της αγάπης. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει, αν δεν πείσει την ψυχή του να μην δελεάζεται από την εύκολη δόξα αυτού του κόσμου.
Αυτεξουσιότητα είναι η θέληση της λογικής ψυχής, η οποία στρέφεται αμέσως σε ό,τι θέλει. Αυτή πρέπει να την παρακινούμε να είναι έτοιμη πάντοτε να στρέφεται μόνο προς το αγαθό, ώστε πάντοτε με τις αγαθές έννοιες να αφανίζομε τη μνήμη του κακού.
Φως αληθινής γνώσεως είναι το να διακρίνομε χωρίς λάθος το καλό από το κακό. Τότε η οδός της αρετής, οδηγώντας το νου στο Θεό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον εισάγει σε άπειρο φως γνώσεως, ώστε πλέον να ζητεί φανερά και με θάρρος την αγάπη. Πρέπει λοιπόν με θυμό χωρίς οργή να αρπάζομε το δίκαιο από εκείνους που τολμούν να το υβρίζουν και να το καταπατούν. Γιατί ο ζήλος για την ευσέβεια μάχεται και νικά όχι με μίσος, αλλά με τον έλεγχο.
Ο πνευματικός λόγος πληροφορεί τη νοερή αίσθηση, γιατί προέρχεται από το Θεό με την ενέργεια της αγάπης. Γι’ αυτό και δεν ταλαιπωρείται ο νους μας κατά τις θεολογικές του θεωρίες, επειδή δεν έχει τότε εκείνη τη φτώχεια που οδηγεί στην αναζήτηση νοημάτων, καθώς απλώνεται σε πνευματικές θεωρίες τόσο, όσο θέλει η ενέργεια της αγάπης. Καλό λοιπόν είναι πάντοτε να περιμένομε, με πίστη που την κινεί η αγάπη, τον φωτισμό του λόγου. Γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε φτωχότερο από το να φιλοσοφεί κανείς περί Θεού, χωρίς να έχει το φωτισμό του Θεού.
Όταν κάποιος είναι αφώτιστος, δεν πρέπει να καταπιάνεται με τα πνευματικά θέματα· αλλά και εκείνος που φωτίζεται πλούσια από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να αρχίσει να ομιλεί γι’ αυτά. Η φτώχεια στα πνευματικά φέρνει την άγνοια, αλλά και ο πλούτος δεν επιτρέπει την ομιλία. Γιατί τότε η ψυχή, μεθυσμένη από την αγάπη του Θεού, επιθυμεί μέσα στη σιωπή της να απολαμβάνει τη δόξα του Κυρίου. Ώστε πρέπει να παρατηρούμε πότε βρισκόμαστε σε μια μέση κατάσταση και τότε να μιλάμε για το Θεό. Αυτή η κατάσταση δίνει στην ψυχή ένα είδος λόγων γεμάτων από δόξα, ενώ η λαμπρότητα του θείου φωτισμού τρέφει με πίστη την πίστη εκείνου που λέει τους λόγους αυτούς, για να γευθεί πρώτος αυτός τον καρπό της θείας γνώσεως με την αγάπη.
Γιατί ο γεωργός που κοπιάζει πρέπει πρώτος να γεύεται τους καρπούς(Β΄ Τιμ. 2, 6).
Η σοφία και η γνώση είναι χαρίσματα του ενός Αγίου Πνεύματος. Το κάθε όμως χάρισμα ενεργεί με διάφορο τρόπο. «Σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση, από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8), όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος. Και η γνώση ενώνει με την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή σε λόγους για τα όντα. Γι’ αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση (και αυτό είναι σπάνιο), φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της θείας γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει τον νου με την εμπειρία, ενώ η σοφία με τον πνευματικό λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία και η τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η συνεχής μελέτη των λόγων του Θεού, που γίνεται χωρίς κενοδοξία· και προπάντων η χάρη του Θεού.
Όταν το θυμικό μέρος της ψυχής κινείται κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζομε ότι είναι καιρός σιωπής, γιατί είναι ώρα αγώνα. Όταν κάποιος δει ότι η ταραχή εκείνη, με την προσευχή ή με την ελεημοσύνη και τη συμπάθεια, μεταβλήθηκε σε γαλήνη, τότε ας κινεί την ψυχή του στον έρωτα των λόγων του Θεού, ασφαλίζοντας όμως με το δεσμό της ταπεινοφροσύνης τα φτερά του νου. Γιατί αν κανείς δεν ταπεινώσει υπερβολικά τον εαυτό του με τέλεια καταφρόνηση, δεν μπορεί να ομιλεί για την μεγαλειότητα του Θεού.
Ο πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε την ψυχή από την κενοδοξία, γιατί τη φωτίζει σε όλα τα μέρη της και την κάνει να μην έχει ανάγκη από ανθρώπινη τιμή. Γι’ αυτό και φυλάγει τη διάνοια από φαντασίες, καθώς την αλλοιώνει και τη στρέφει ολόκληρη στην αγάπη του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος της σοφίας του κόσμου παρακινεί πάντοτε τον άνθρωπο στη φιλοδοξία· επειδή δεν ικανοποιεί με νοερή αίσθηση την ψυχή, προξενεί στους οπαδούς του αγάπη για επαίνους, αφού είναι δημιούργημα κενόδοξων ανθρώπων. Θα γνωρίσομε λοιπόν την ενέργεια του θείου και πνευματικού λόγου χωρίς να πλανηθούμε, όταν δαπανούμε τις ώρες που δεν μιλάμε, σε σιωπή χωρίς μέριμνες και στη θερμή μνήμη του Θεού.
Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά το Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά το Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά το Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά το Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. Γιατί στο Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. Ό,τι και αν κάνομε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνομε»(Ιω. 3, 30).
Γνωρίζω κάποιον, ο οποίος αγαπά τόσο πολύ το Θεό (και όμως πενθεί γιατί δεν τον αγαπά όσο θα ήθελε), ώστε η ψυχή του να βρίσκεται ακατάπαυστα σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ο Θεός να δοξάζεται από αυτόν, ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει. Ο ίδιος ούτε γνωρίζει ότι έχει τόση αγάπη προς το Θεό, ακόμα και όταν τον επαινούν. Και αυτό συμβαίνει, γιατί από την πολλή επιθυμία της ταπεινώσεως δεν εννοεί την αξία του, αλλά υπηρετεί το Θεό, όπως είναι νόμος για τους ιερείς· και από την πολλή αγάπη του προς τον Θεό, λησμονεί την αξία του, κρύβοντας στο βάθος της αγάπης του Θεού το καύχημά του γι’ αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως. Έτσι φαίνεται πάντοτε στον εαυτό του αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από την επιθυμία της ταπεινώσεως. Αυτό πρέπει να το κάνομε κι εμείς και να αποφεύγομε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο μας αγαπά.
Εκείνος που αγαπά το Θεό με αίσθηση καρδιάς, εκείνος είναι γνώριμος του Θεού(Α΄ Κορ. 8, 3). Γιατί όσο περισσότερο δέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο αυξάνει την αγάπη του στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο το Θεό, μέχρις ότου τον αισθανθεί και με αυτή την αίσθηση των οστών του. Δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και δεν βρίσκεται σ’ αυτόν. Βρίσκεται σ’ αυτόν με το σώμα του, αλλά ζει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς το Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στο Θεό, μια και βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς το Θεό. «Είτε βγήκαμε από τον εαυτό μας, το κάναμε για το Θεό, λέει ο Απόστολος· είτε σωφρονούμε, το κάνομε για σας»(Β΄ Κορ. 5, 13).
Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές. Η κατά σάρκα φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με την θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονεικίας.
Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει το Θεό με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή φτάνει σ’ αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, με την ενέργεια του φόβου. Δεν μπορεί όμως κανείς να φτάσει στο φόβο του Θεού, με τον τρόπο που είπαμε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνία, τότε τον ενοχλεί ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει από κάθε γήινο, για να τον φέρει σε μεγάλη αγάπη της αγαθότητας του Θεού. Ώστε ο φόβος ανήκει σ’ εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο του καθαρισμού από την αμαρτία και έχουν μια μέτρια αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σ’ εκείνους που έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο· γιατί η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Αλλά, και τα δύο –ο φόβος και η αγάπη– ανήκουν στους δικαίους μόνο, οι οποίοι με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καλλιεργούν τις αρετές. Γι’ αυτό η Γραφή, αλλού λέει: «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί Του»(Ψαλμ. 33, 10), κι αλλού λέει: «Αγαπήστε τον Κύριο όλοι οι όσιοί Του»(Ψαλμ. 30, 24)· για να μάθομε καλά ότι στους δικαίους που καθαρίζονται ακόμη, ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, όπως είπαμε, ενώ η τέλεια αγάπη ανήκει σε όσους έχουν καθαριστεί. Σε αυτούς δεν υπάρχει ίχνος κανενός φόβου, αλλά ακατάπαυστη φλογερή αγάπη και προσκόλληση της ψυχής στο Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε η ψυχή μου σε Σένα και σε ακολουθεί· με κράτησε το δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62, 9).
Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαριστούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο πληθαίνει η αγάπη της, μέχρις ότου φτάσει στην τέλεια αγάπη, όπου καθώς είπαμε δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια που κατορθώνεται όλη με τη δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σ’ εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.
Εκείνη η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε το Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε τον διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει, γιατί έχει επάνω της τη μέριμνα του βίου που την κατασκεπάζει με το βάρος της. Γι’ αυτό ο νους δεν μπορεί να δικάσει με την κρίση του όσα οδηγούν στην αγάπη του Θεού ή στο μίσος του διαβόλου, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Για τον καθένα λοιπόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η αναχώρηση.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθαρής ψυχής είναι λόγος χωρίς φθόνο, ζήλος χωρίς κακία και ακατάπαυστος έρωτας της δόξας του Θεού. Τότε και ο νους παραμένει μέσα στη διάνοιά του, που έχει γίνει σαν ένα ολοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεί με ακρίβεια τις πλάστιγγές του.
Πίστη χωρίς έργα και έργα χωρίς πίστη θ’ απορριφθούν εξίσου από το Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που φανερώνεται με τα έργα. Ο πατέρας μας Αβραάμ δε θα δικαιωνόταν από την πίστη του(Ιακ. 2, 21), αν δεν πρόσφερε ως καρπό της στο Θεό το γιο του Ισαάκ(Γέν. 22, 1–19).
Εκείνος που αγαπά το Θεό, πιστεύει ειλικρινά και εκτελεί τα έργα της πίστεως μ’ ευσέβεια.
Εκείνος όμως που πιστεύει μόνο, χωρίς να έχει αγάπη, και αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει, δεν την έχει. Η πίστη του είναι ελαφρή, γιατί δεν έχει το βάρος και τη δόξα της αγάπης. Άρα η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών είναι η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη(Γαλ. 5, 6).
Ο βυθός της πίστεως, όταν τον ερευνά κανείς με περιέργεια, αναταράζεται, ενώ όταν τον παρατηρεί κανείς με απλή και απονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος. Και τούτο γιατί το βάθος της πίστεως μοιάζει με το νερό της λήθης, όπου λησμονούνται όλα τα κακά, και δεν επιτρέπει να το εξετάζει κανείς με περιέργεια. Ας πλέομε λοιπόν στο πέλαγος της πίστεως με απλότητα στη διάνοιά μας, για να μπορέσομε έτσι να φτάσομε στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.
Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν δεν έχει κατήγορο τη συνείδησή του. Όταν η συνείδησή μας είναι ταραγμένη από τους ελέγχους της, τότε ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκοσμίων αγαθών, αλλά πέφτει σε αμφιβολία και διχάζεται. Και έχει θερμή επιθυμία γι’ αυτά, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστεως, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με αίσθηση της καρδιάς, εξαιτίας των ελέγχων της συνειδήσεως. Εντούτοις, αφού καθαρίσομε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιτύχομε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα.
Όπως οι αισθήσεις του σώματος μας παρακινούν με βίαιο τρόπο προς αυτά που μας φαίνονται καλά, έτσι και η αίσθηση του νου, όταν γευθεί τη θεία αγαθότητα, συνηθίζει να μας οδηγεί προς τα αόρατα αγαθά. Το καθένα από αυτά ορέγεται εκείνα με τα οποία συγγενεύει. Η ψυχή ως ασώματη επιθυμεί τα ουράνια αγαθά, ενώ το σώμα ως χώμα που είναι επιθυμεί την επίγεια απόλαυση.
Λοιπόν, τότε θα δοκιμάσομε χωρίς πλάνη την άυλη αίσθηση, όταν μπορέσομε να λεπτύνομε την ύλη (το σώμα) με τους κόπους της ασκήσεως.
Η ενέργεια της θείας γνώσεως μας διδάσκει ότι μία φυσική αίσθηση υπάρχει στην ψυχή, αλλά λόγω της παρακοής του Αδάμ διαιρείται σε δύο ενέργειες. Επίσης ότι μία και απλή είναι η αίσθηση, η οποία δίνεται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτή την πνευματική αίσθηση κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει, παρά μόνον εκείνοι που ελευθερώνονται με χαρά από τα καλά του βίου, για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, και με την εγκράτεια μαραίνουν κάθε όρεξη των σωματικών αισθήσεων. Μόνο σ’ αυτούς, λόγω της αμεριμνίας, ο νους κινείται μ’ ευρωστία και μπορεί να αισθάνεται, με τρόπο ανέκφραστο, την θεία αγαθότητα· και τότε, ανάλογα με την προκοπή του, ο νους μεταδίδει τη χαρά του και στο σώμα και αισθάνεται άπειρη αγαλλίαση καθώς δοξολογεί με αγάπη το Θεό. «Σ’ Αυτόν, λέει, έβαλε η καρδιά μου την ελπίδα της και βρήκα βοήθεια και ξαναβλάστησε η σάρκα μου· και με το θέλημά μου θα τον δοξολογήσω»(Ψαλμ. 27, 7). Η χαρά που έρχεται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμηση της αθάνατης ζωής.
Oι αγωνιζόμενοι πρέπει να διατηρούν πάντοτε ατάραχη τη διάνοιά τους, για να μπορεί ο νους να διακρίνει τους λογισμούς που περνούν απ’ αυτόν και τους καλούς που τους στέλνει ο Θεός, να τους αποθηκεύει στα ταμεία της μνήμης, ενώ τους κακούς και δαιμονικούς να τους απορρίπτει.
Όταν η θάλασσα έχει γαλήνη, οι ψαράδες διακρίνουν τι κινείται ως κάτω στο βυθό και σχεδόν τίποτε δεν τους διαφεύγει από τις κινήσεις των ψαριών. Όταν όμως ταράζεται από τους ανέμους, κρύβει εξαιτίας της ταραχής όσα αφήνει να φαίνονται τον καιρό της γαλήνης· και βλέπομε τότε ανίσχυρη την τέχνη των ψαράδων. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου που ασχολείται σε θείες θεωρίες, και μάλιστα όταν ταράζεται το βάθος της ψυχής από την άδικη οργή.
Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν με ακρίβεια και διακρίνουν τα σφάλματά τους και των οποίων ο νους ποτέ δεν απομακρύνεται από τη μνήμη του Θεού. Τα μάτια μας, όταν έχουν την υγεία τους, μπορούν και βλέπουν τα πάντα, μέχρι και τα μικρά κουνούπια στον αέρα· ενώ αν χάσουν την υγεία και τη διαύγειά τους κι αρχίσουν να βλέπουν θολά, τότε αν είναι κάτι μεγάλο μπροστά τους το βλέπουν αμυδρά, και τα μικρά δεν τα βλέπουν διόλου. Έτσι και η ψυχή, αν θεραπεύσει με τη μεγάλη προσοχή την αναπηρία που έχει υποστεί λόγω της φιλοκοσμίας της, τότε και τα πιο μικρά σφάλματά της τα θεωρεί πολύ μεγάλα, και χύνει δάκρυα ακατάπαυστα με πολλή ευχαριστία. Γιατί λέει η Γραφή: «Οι δίκαιοι θα δοξολογήσουν το όνομά Σου»(Ψαλμ. 139, 14). Αν όμως η ψυχή εξακολουθεί να έχει το κοσμικό φρόνημα, τότε και φόνο αν διαπράξει, ή κανένα άλλο αμάρτημα άξιο μεγάλης τιμωρίας, μόλις το αισθάνεται· ενώ τα μικρά αμαρτήματα ουδέ καν τα αντιλαμβάνεται, αλλά και ως κατορθώματα πολλές φορές τα νομίζει και δεν ντρέπεται η άθλια να τα διηγείται με καύχημα.
Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει το νου. Γιατί αν δεν μπει μέσα στο σπίτι ο δυνατός για να αφαιρέσει τα κλεμμένα και να δέσει τον κλέφτη(Λουκ. 11, 21–22), δεν ελευθερώνεται το λάφυρο. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο, και προπάντων με την ειρήνη της ψυχής, να αναπαύομε το Άγιο Πνεύμα, για να διατηρούμε το λυχνάρι της πνευματικής γνώσεως μέσα μας πάντοτε αναμμένο. Όταν αυτό αστράφτει ακατάπαυστα μέσα στα βάθη της ψυχής, τότε όχι μόνον είναι ολοφάνερες μέσα στο νου οι πικρές εκείνες και σκοτεινές προσβολές των δαιμόνων, αλλά και εξασθενούν υπερβολικά, επειδή ελέγχονται και φανερώνονται από το άγιο εκείνο και ένδοξο φως. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει: «Μη σβήνετε το Πνεύμα»(Α΄ Θεσ. 5, 19), αντί να πει: «Μη λυπείτε με κακά έργα ή κακούς λογισμούς την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, για να μη στερηθείτε το ακατανίκητο φως Του». Επειδή το Αιώνιο και Ζωοποιό Πνεύμα δεν σβήνεται, αλλά η λύπη Του, δηλαδή η αποστροφή Του, αφήνει τον νου του ανθρώπου σκυθρωπό και αφώτιστο από τη θεία γνώση.
Η φυσική αίσθηση της ψυχής, όπως είπα, είναι μια, ενώ οι αισθήσεις του σώματος είναι πέντε, ανάλογα με τις σωματικές μας ανάγκες, όπως μας διδάσκει το πανάγιο και φιλάνθρωπο Πνεύμα του Θεού. Αλλά και αυτή η μιά ψυχική αίσθηση διαιρείται ανάλογα με τις κινήσεις της ψυχής, λόγω του ολισθήματος του νου από την παρακοή των πρωτοπλάστων. Γι’ αυτό, από τη μια πλευρά η ψυχή ακολουθεί το εμπαθές μέρος της αισθήσεως· και τότε αισθανόμαστε ευχαρίστηση για τα καλά του βίου. Αλλά όταν είμαστε σώφρονες, η ψυχή θέλγεται πολλές φορές από τη λογική και νοερή κίνηση της αισθήσεως· και τότε ο νους μας επιθυμεί να τρέχει προς τα ουράνια κάλλη. Αν λοιπόν συνηθίσομε να καταφρονούμε τα καλά του κόσμου, θα μπορέσομε να ενώσομε τη γήινη όρεξη της ψυχής με τη λογική και νοερή της διάθεση, με τη βοήθεια που δίνει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Γιατί αν η θεότητά Του δεν καταφωτίσει με τις ενέργειές Του τα βάθη της ψυχής μας, δεν θα μπορέσομε να γευθούμε με αδιαίρετη αίσθηση το αγαθό, δηλαδή με ολόκληρη την ψυχική διάθεση.
Αίσθηση του νου είναι η ικανότητά του να διακρίνει με ακρίβεια όσα εξετάζει. Όταν έχομε υγιή την σωματική αίσθηση της γεύσεως, διακρίνομε χωρίς λάθος τα καλά από τα άνοστα φαγητά και ορεγόμαστε τα καλά. Έτσι και ο νους μας, όταν αρχίσει να κινείται υγιώς και χωρίς καμιά μέριμνα, τότε μπορεί να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την θεϊκή παρηγοριά και να μην παρασύρεται ποτέ από δαιμονικές παρηγοριές. Το σώμα, όταν γεύεται γήινες νόστιμες τροφές, διατηρεί την εμπειρία της γεύσεως χωρίς να σφάλλει. Έτσι και ο νους όταν κατανικήσει το σαρκικό φρόνημα, μπορεί να γεύεται χωρίς κίνδυνο πλάνης την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει η Γραφή: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9)· και με την ενέργεια της αγάπης να έχει αλησμόνητη την ανάμνηση αυτής της γεύσεως, για να διακρίνει χωρίς λάθος όσα δοκιμάζει, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Προσεύχομαι η αγάπη σας να περισσεύει όλο και περισσότερο με επίγνωση και με κάθε αίσθηση, για να διακρίνετε σωστά τα ωφέλιμα»(Φιλιπ. 1, 9–10).
Όταν ο νους μας αρχίσει να αισθάνεται την παρηγοριά του Παναγίου Πνεύματος, τότε και ο σατανάς έρχεται μέσα στη νυκτερινή ησυχία, όταν κανείς έρθει σε ελαφρότατο ύπνο, και με κάποια αίσθηση που φαίνεται γλυκιά, παρηγορεί την ψυχή. Αν λοιπόν ο νους βρεθεί να κρατεί θερμά τη μνήμη του αγίου ονόματος του Κυρίου Ιησού και μεταχειρίζεται σαν όπλο το πανάγιο και ένδοξο αυτό όνομα, εγκαταλείπει ο πλάνος τη δολοπλοκία του, αλλά σηκώνει φανερό πόλεμο κατά της ψυχής. Από αυτό ο νους μαθαίνει με ακρίβεια την απάτη του πονηρού και αυξάνει περισσότερο την πείρα του στη διάκριση.
Η παρηγοριά που δίνει το Άγιο Πνεύμα, έρχεται όταν το σώμα είναι ξύπνιο ή και όταν πρόκειται να παραδοθεί σε ελαφρό ύπνο, όταν κανείς με την θερμή μνήμη του Θεού, είναι σαν κολλημένος στην αγάπη Του. Η παρηγοριά όμως από τη σατανική πλάνη έρχεται όταν –καθώς είπα– ο αγωνιστής βρίσκεται σε λεπτό ύπνο, έχοντας μέτρια μνήμη του Θεού. Η πρώτη, επειδή προέρχεται από το Θεό, θέλει να παρηγορεί φανερά τους αγωνιστές της ευσέβειας με πολλή χαρά της ψυχής, αυξάνοντας την αγάπη. Η αντίθετη συνηθίζει να σπρώχνει την ψυχή προς την πλάνη και επιχειρεί με τον ύπνο του σώματος να απομακρύνει την αίσθηση του υγιούς νου από τη μνήμη του Θεού. Αν λοιπόν –όπως είπα– βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού, διασκορπίζει τη φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως όπλο, μαζί με την χάρη, και την πείρα που απέκτησε.
Αν η ψυχή, χωρίς καμιά αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο, είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δεν σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνον το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με ανυποχώρητη χαρά. Αν όμως, μέσα σ’ αυτή την θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του θείου Ονόματος για άμυνα και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγοριά εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή. Αυτή η χαρά είναι άγευστη και άτακτη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προκαλεί με αγαθοφανείς παρηγοριές την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από την χαύνη και κάθυγρη εκείνη γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό διακρίνομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης. Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα, ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστεύουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού.
Άλλη είναι η φυσική αγάπη που έχει η ψυχή και άλλη εκείνη που έρχεται σ’ αυτή με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη κινείται όταν θέλομε, ανάλογα με τη θέλησή μας, και γι’ αυτό εύκολα λεηλατείται από τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κρατάμε με τη βία την αγαπητική μας προαίρεση. Η άλλη όμως που γίνεται από το Άγιο Πνεύμα, διεγείρει τόσο πολύ την ψυχή προς την αγάπη του Θεού, ώστε όλα τα μέρη της ψυχής να προσκολλώνται με ανέκφραστο τρόπο στην αγαθότητα του θείου πόθου, με μια απέραντη απλότητα διαθέσεως. Γιατί τότε ο νους, γεμάτος από την πνευματική ενέργεια, σαν να κυοφορεί, αναβλύζει κάποια πηγή αγάπης και χαράς.
Όπως η ταραγμένη θάλασσα γαληνεύει αν χύσομε λάδι, και νικιέται η τρικυμία από την παχύτητα του λαδιού, έτσι και η ψυχή μας, όταν λιπαίνεται από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, αισθάνεται μια γλυκιά γαλήνη και δέχεται με χαρά την ήττα της από την απαθή εκείνη και ανέκφραστη αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος που την επισκιάζει, λέγοντας κατά τον προφήτη Δαβίδ: «Όμως, ψυχή μου, υποτάξου στο Θεό»(Ψαλμ. 61, 6). Τότε οσοιδήποτε πειρασμοί και αν σηκωθούν από τους πονηρούς δαίμονες εναντίον της ψυχής, αυτή μένει χωρίς οργή και γεμάτη από κάθε χαρά. Σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται κανείς και παραμένει, όταν καταγλυκαίνει ακατάπαυστα την ψυχή του με τον φόβο του Θεού. Στους αγωνιζόμενους για τη σωτηρία, ο φόβος του Κυρίου Ιησού φέρνει ένα είδος αγνισμού. «Γιατί ο φόβος του Κυρίου –λέει η Γραφή– είναι αγνός και μένει σ’ όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10).
Όταν ακούει κανείς για αίσθηση του νου, να μη νομίζει ότι θα του φανερωθεί με ορατό τρόπο η δόξα του Θεού. Λέμε βέβαια, ότι όταν η ψυχή είναι καθαρή αισθάνεται τη θεία παρηγοριά και τη γεύεται κατά τρόπο ανέκφραστο· δεν φαίνεται όμως σ’ αυτή κανένα από τα αόρατα, επειδή, όπως λέει ο μακάριος Παύλος, στην παρούσα ζωή προχωρούμε με την πίστη, όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 6–7). Αν λοιπόν φανερωθεί σε κάποιον αγωνιστή φως ή κανένα σχήμα φωτεινό, να μην παραδεχτεί διόλου το δράμα αυτό. Αυτά είναι φανερή απάτη του πονηρού, τα οποία πολλοί τα παραδέχτηκαν από άγνοια και ξέφυγαν από το δρόμο της αλήθειας. Εμείς όμως γνωρίζομε ότι εφόσον μένομε στο φθαρτό σώμα μας, είμαστε μακριά από το Θεό, δηλαδή δεν είναι δυνατό να βλέπομε με τα μάτια μας ούτε Αυτόν, ούτε κανένα από τα επουράνια θαύματά Του.
Τα όνειρα που φανερώνονται στην ψυχή λόγω της αγάπης του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο αλάθητα τεκμήρια της υγείας της. Γι’ αυτό ούτε από το ένα σχήμα μεταβάλλονται σε άλλο, ούτε προκαλούν φόβο στην αίσθησή της, ούτε γελούν ή σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, αλλά γεμάτα επιείκεια προσεγγίζουν την ψυχή και την γεμίζουν από πνευματική χαρά. Γι’ αυτό και όταν ξυπνήσει το σώμα, με μεγάλο πόθο η ψυχή ζητεί τη χαρά του ονείρου. Οι φαντασίες όμως των δαιμόνων είναι σε όλα αντίθετες· ούτε στο ίδιο σχήμα παραμένουν, ούτε η μορφή τους είναι ατάραχη για πολύ. Γιατί η γαλήνη που δεν την έχουν εξαιτίας της προαιρέσεώς τους, αλλά τη μιμούνται μόνο από διάθεση να πλανήσουν την ψυχή, δεν μπορεί να μείνει σ’ αυτούς για πολύ· αλλά λένε μεγάλα λόγια και πολλές απειλές και παίρνουν συχνά τη μορφή στρατιωτών και κάποτε ψάλλουν με κραυγές στην ψυχή. Από αυτά ο νους, όταν είναι καθαρός, αναγνωρίζει την παρουσία των δαιμόνων από τις φαντασίες και ξυπνά το σώμα· κάποτε και χαίρεται, γιατί μπόρεσε να εννοήσει την πανουργία τους. Γι’ αυτό και μέσα στο όνειρο πολλές φορές τους ελέγχει, οπότε και τους προκαλεί μεγάλη οργή. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου και τα αγαθά όνειρα δεν προξενούν χαρά στην ψυχή, αλλά φέρνουν μια γλυκιά λύπη και δάκρυα χωρίς πόνο. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνους που έχουν προκόψει σε πολλή ταπεινοφροσύνη.
Εμείς είπαμε σχετικά με τη διάκριση των καλών και των κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από εκείνους που έχουν πείρα. Κι ας μας είναι αρκετό και χρήσιμο για την αρετή, το να μη δίνομε ολότελα πίστη σε καμιά φαντασία. Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών ή –όπως προείπα– και εμπαιγμοί των δαιμόνων. Όποτε και αν μας σταλεί καμιά φορά από την αγαθότητα του Θεού κανένα όραμα και δεν το παραδεχτούμε, δεν θα οργιστεί γι’ αυτό ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς εναντίον μας· γιατί γνωρίζει ότι αυτό το κάνομε από φόβο της πανουργίας των δαιμόνων. Αυτή η διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ακριβής. Συμβαίνει όμως η ψυχή να μολυνθεί από μια ανεπαίσθητη αφορμή –κάτι από το οποίο νομίζω κανείς δεν εξαιρείται– και να χάσει την ακρίβεια της διαγνώσεως και τότε πιστεύει τα κακά όνειρα ως καλά.
Ας πάρομε ως παράδειγμα του ζητήματος αυτού, ένα δούλο που τον κάλεσε από την αυλή του σπιτιού ο κύριός του μιά νύχτα ύστερα από μακρά απουσία· και ο δούλος αρνήθηκε τελείως να ανοίξει την πόρτα, από φόβο μήπως παραπλανηθεί από την ομοιότητα της φωνής και γίνει προδότης της περιουσίας του κυρίου του ανοίγοντας σε κάποιον άλλο. Όταν ξημέρωσε, όχι μόνο δεν οργίστηκε ο κύριος εναντίον του δούλου, αλλά και πολύ τον επαίνεσε, γιατί και την φωνή του ακόμη την νόμισε απατηλή, για να μη χαθεί τίποτε από τα πράγματά του.
Δεν πρέπει κανείς να αμφιβάλλει ότι, όταν ο νους αρχίσει να δέχεται συχνά την ενέργεια του θείου φωτός, γίνεται ολόκληρος διαφανής, ώστε ο ίδιος να βλέπει το φως του πλουσιοπάροχα. Αυτό συμβαίνει όταν η δύναμη της ψυχής κατανικήσει τα πάθη και κυριαρχήσει πάνω τους. Όμως κάθε σχήμα που φανερώνεται στο νου, είτε σαν φως, είτε σαν φωτιά, προέρχεται από την πανουργία του εχθρού, όπως μας διδάσκει φανερά ο θείος Παύλος, λέγοντας ότι ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14). Δεν πρέπει λοιπόν με μια τέτοια ελπίδα οραμάτων να διεξάγει κανείς τον ασκητικό βίο, μην τυχόν βρει ο σατανάς έτοιμη την ψυχή και την παρασύρει. Μόνη επιδίωξή μας ας είναι να αγαπήσομε το Θεό με κάθε αίσθηση ψυχής και με κάθε εσωτερική πληροφορία –δηλαδή με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή και με όλη τη διάνοια(Ματθ. 22, 37). Γιατί εκείνος στον οποίο η χάρη του Θεού ενεργεί σ’ αυτό το βαθμό, παρόλο που ζει σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως βρίσκεται μακριά από τον κόσμο.
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ότι είναι η πρώτη ανάμεσα στις εισαγωγικές αρετές. Γιατί καταργεί την οίηση, δηλ. τη μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, και γεννά την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό, σ’ εκείνους που την κρατούν με ευχαρίστηση γίνεται θύρα που οδηγεί στην αγάπη του Θεού. Επειδή αθέτησε την υπακοή ο Αδάμ, γλύστρησε στον Άδη. Αυτή την αρετή αγάπησε ο Κύριος και έγινε άνθρωπος οικονομώντας την δική μας σωτηρία. Μέχρι σταυρού και θανάτου υπάκουσε στον Πατέρα Του(Φιλιπ. 2, 6–8), αν και δεν ήταν διόλου κατώτερος από τη μεγαλοσύνη Εκείνου, για να καταργήσει το έγκλημα της ανθρώπινης παρακοής με τη δική Του υπακοή και να επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους που θα ζήσουν με υπακοή. Πρώτα λοιπόν για την υπακοή πρέπει να φροντίζουν εκείνοι που θέλουν να πολεμήσουν την οίηση του διαβόλου. Και αυτή με τον καιρό θα μας δείξει χωρίς λάθος όλους τους δρόμους των αρετών.
Η εγκράτεια είναι γενικό όνομα όλων των αρετών. Πρέπει λοιπόν εκείνος που εγκρατεύεται, δηλ. καλλιεργεί τις αρετές, να εγκρατεύεται σε όλα. Όταν αφαιρεθεί από τον άνθρωπο οιοδήποτε μέλος του, έστω και το ελάχιστο, τότε παραμορφώνεται ο άνθρωπος· έτσι και μιά μόνο αρετή αν παραμελήσει κανείς, καταστρέφει όλη την ομορφιά της εγκράτειας. Πρέπει λοιπόν να καλλιεργούμε όχι μόνο τις σωματικές αρετές, αλλά και εκείνες που μπορούν να καθαρίζουν τον εσωτερικό άνθρωπο. Ποιά η ωφέλεια σ’ εκείνον που διατήρησε το σώμα του παρθένο, αν μολύνεται από τον δαίμονα της παρακοής; Ή πώς θα στεφανωθεί εκείνος που απέχει από τη γαστριμαργία και από κάθε σωματική επιθυμία, αλλά δε φροντίζει να νικήσει την οίηση και τη φιλοδοξία, ούτε ανέχεται την παραμικρή θλίψη; Γιατί στη μέλλουσα κρίση θα δοθεί ως αντιστάθμισμα στη πλάστιγγα το φως της δικαιοσύνης σε όσους έπραξαν τα έργα της δικαιοσύνης με πνεύμα ταπεινώσεως.
Όσοι αγωνίζονται για τη σωτηρία τους, πρέπει να φροντίζουν τόσο πολύ να μισούν όλες τις παράλογες επιθυμίες, ώστε να αποκτήσουν τη συνήθεια αυτού του μίσους. Την εγκράτεια όμως των τροφών πρέπει να την ασκούν προσέχοντας ώστε να μη φτάσουν να σιχαθούν καμιά απ’ αυτές, γιατί κάτι τέτοιο είναι επικατάρατο και τελείως δαιμονικό. Δεν απέχομε από τις τροφές γιατί είναι κακές –μη γένοιτο· αλλά αποφεύγομε τις πολλές και απολαυστικές τροφές για να χαλιναγωγούμε τα μέλη της σάρκας που βρίσκονται σε έξαψη. Επίσης και για να μοιράζομε το περίσσευμα στους φτωχούς, κάτι που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης.
Το να τρώμε και να πίνομε απ’ όλα όσα μας παραθέτουν, ευχαριστώντας το Θεό, δεν είναι καθόλου αντίθετο με την πνευματική γνώση· γιατί όλα τα δημιουργήματα είναι πολύ καλά(Γέν. 1, 31). Το να απέχομε όμως ευχαρίστως από τα πολλά και ευχάριστα φαγητά, αυτό είναι δείγμα μεγαλύτερης πνευματικής διακρίσεως και γνώσεως. Αλλά δεν θα καταφρονήσομε ευχαρίστως τα ευχάριστα αυτού του κόσμου, αν με όλη μας την πνευματική αίσθηση και με πληροφορία καρδιάς δεν γευθούμε την γλυκύτητα του Θεού.
Όταν το σώμα είναι βαρύ από πολλά φαγητά, κάνει το νου δειλό και δυσκίνητο· ενώ όταν ατονεί από την μεγάλη εγκράτεια, κάνει το θεωρητικό μέρος της ψυχής να γίνεται σκυθρωπό και να αποφεύγει τους λόγους. Πρέπει λοιπόν να κανονίζομε τις τροφές ανάλογα με την κατάσταση του σώματος, ώστε όταν είναι υγιές να χαλιναγωγείται όπως πρέπει, και όταν είναι άρρωστο να περιθάλπεται με μέτρο. Γιατί δεν πρέπει να ατονεί στο σώμα ο αγωνιστής, αλλά να έχει την απαραίτητη αντοχή για τον αγώνα, ώστε και οι σωματικοί κόποι να συμβάλλουν ανάλογα στην κάθαρση της ψυχής.
Όταν η κενοδοξία μάς φλογίζει πολύ να επιδειχτούμε, βρίσκοντας αφορμή την επίσκεψη αδελφών ή ξένων, καλό είναι κατά τον χρόνο αυτό να αφήνομε τη συνηθισμένη δίαιτά μας. Έτσι θα διώξομε το δαίμονα άπρακτο και θα τον κάνομε να πενθεί περισσότερο για την επίθεση, και άριστα θα εκπληρώσομε τον νόμο της αγάπης, και με τη συγκατάβαση δεν θα φανερώσομε το μυστικό της εγκράτειας.
Η νηστεία είναι βέβαια αφορμή για καύχηση, αλλά όχι απέναντι στο Θεό. Είναι ένα εργαλείο που βοηθεί όσους θέλουν να αποκτήσουν σωφροσύνη. Δεν πρέπει λοιπόν οι αγωνιστές της ευσέβειας να έχουν μεγάλη ιδέα γι’ αυτήν, αλλά μόνο να περιμένουν με πίστη στο Θεό, την εκπλήρωση του σκοπού τους. Οι τεχνίτες δεν καυχιούνται για τα εργαλεία της τέχνης τους ποτέ, αλλά περιμένει ο καθένας το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του, για να δείξει με αυτό την ακρίβεια της τέχνης του.
Όταν η γη ποτίζεται με μέτρο, αποδίδει το σπόρο πολλαπλάσιο, ενώ όταν δέχεται υπερβολική βροχή, φέρνει μόνον αγκάθια και τριβόλια. Έτσι και η γη της καρδιάς, αν μεταχειριζόμαστε με μέτρο το κρασί παράγει καθαρά τα φυσικά σπέρματά της, και όσα σπείρονται σ’ αυτήν από το Άγιο Πνεύμα τα παρουσιάζει θαλερά και πολύκαρπα. Αν όμως βραχεί πολύ από την πολυποσία, τότε όλοι οι λογισμοί της γίνονται αγκάθια και τριβόλια.
Όταν ο νους μας κολυμπά στο κύμα της πολυποσίας, όχι μόνο βλέπει εμπαθώς τις μορφές που του παρουσιάζουν στον ύπνο του οι δαίμονες, αλλά και ο ίδιος πλάθει ωραίες μορφές και με τη φαντασία του τις μεταχειρίζεται σαν ερωμένες του με πολύ πόθο. Γιατί όταν ζεσταίνονται από το κρασί τα συνουσιαστικά όργανα, κατ’ ανάγκην ο νους δημιουργεί μέσα του ηδονικές παραστάσεις του πάθους. Πρέπει λοιπόν να μεταχειριζόμαστε το μέτρο, για να αποφύγομε την βλάβη του πλεονασμού. Γιατί όταν ο νους δεν έχει την ηδονή να τον σύρει στη ζωγραφιά της αμαρτίας, τότε μένει ολόκληρος χωρίς φαντασία και, το καλύτερο, χωρίς σαρκική επιθυμία.
Όλα τα φτιαχτά ποτά, τα οποία οι τεχνίτες αυτής της επινοήσεως τα ονομάζουν προπόματα (ορεκτικά), επειδή φαίνεται οδηγούν στην κοιλιά πλήθος φαγητών, δεν πρέπει να τα πίνουν εκείνοι που θέλουν να χαλιναγωγούν τα μέρη του σώματος που πυρώνονται. Γιατί αυτά τα ποτά όχι μόνον είναι επιβλαβή στα σώματα των αγωνιστών, αλλά και αυτή η παράλογη σύνθεσή τους επηρεάζει πολύ τη συνείδηση στην οποία ενεργεί ο Θεός. Τί είναι εκείνο που λείπει από το κρασί, ώστε να το ανακατώνομε με διάφορα γλυκαντικά και έτσι να εκθηλύνομε την ξηρότητά του;
O Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο Διδάσκαλος της ιερής ασκητικής ζωής, κατά το πάθος Του ποτίστηκε με ξύδι από αυτούς που υπηρετούσαν στις διαβολικές διαταγές, για να μας αφήσει – όπως νομίζω– σαφές παράδειγμα για τους ιερούς ασκητικούς αγώνες. Λέει δηλαδή ότι δεν πρέπει να μεταχειρίζονται τα ευχάριστα φαγητά και ποτά όσοι αγωνίζονται κατά της αμαρτίας, αλλά μάλλον να υποφέρουν με καρτερία την πικρότητα της μάχης. Ας προσθέσομε και το ύσσωπο στο σφουγγάρι της ύβρεως(Ιω. 19, 29), για να εννοήσομε τελείως το σχήμα της καθάρσεώς μας. Γιατί η δριμύτητα που έχει το ξύδι χαρακτηρίζει τους πνευματικούς αγώνες, ενώ η καθαρτική ιδιότητα του υσσώπου(Ψαλμ. 50, 9) την τελείωση.
Το να πηγαίνομε στο λουτρό, δεν μπορεί κανείς να το πει αμαρτωλό ή παράλογο. Το να απέχει όμως κανείς απ’ αυτό για εγκράτεια, το θεωρώ δείγμα ανδρείας και πολλής σωφροσύνης. Γιατί ούτε χαλαρώνει το σώμα μας η ηδονική εκείνη υγρασία, ούτε ερχόμαστε στην ενθύμηση της άδοξης εκείνης γύμνιας του Αδάμ, για να φροντίσομε να σκεπάσομε για δεύτερη φορά την αισχύνη μας με φύλλα. Αυτό είναι πιο σημαντικό για μας, που πρόσφατα απαρνηθήκαμε την κακία του βίου και οφείλομε με την αγνότητα του σώματός μας να ενωθούμε με το κάλλος της σωφροσύνης.
Τίποτε δεν εμποδίζει να καλούμε γιατρούς όταν αρρωστήσομε. Επειδή έμελλε κάποτε από την πείρα του ανθρώπου να δημιουργηθεί η ιατρική, γι’ αυτό προϋπήρχαν τα φάρμακα. Αλλά δεν πρέπει να έχομε σ’ αυτούς την ελπίδα της θεραπείας μας, αλλά στον αληθινό σωτήρα μας και γιατρό Ιησού Χριστό. Αυτά τα λέω για κείνους που ζουν σε κοινόβια ή ασκούνται στις πόλεις, επειδή εξαιτίας των περιστάσεων που τους συμβαίνουν δεν έχουν ακατάπαυστη την ενέργεια της πίστεως μέσω της αγάπης, αλλά και για να μη πέφτουν σε κενοδοξία και πειρασμό διαβόλου· γιατί μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη από γιατρούς. Αν όμως κανείς ζει τον αναχωρητικό βίο σε πιο ερημικά μέρη μαζί με δύο ή τρεις ομόφρονες αδελφούς, αυτός ας προσφέρει τον εαυτό του με πίστη μόνο στον Κύριο που θεραπεύει κάθε αρρώστια και κάθε αδιαθεσία(Ματθ. 4, 23), οποιαδήποτε ασθένεια και αν έχει. Γιατί έχει αρκετή παρηγοριά στις ασθένειες, μετά τον Κύριο, την ερημία. Γι’ αυτό και ουδέποτε του λείπει η ενέργεια της πίστεως, επειδή δεν έχει και που να δείξει την αρετή της υπομονής, διαθέτοντας την ερημιά σαν καλό παραπέτασμα από την κενοδοξία. Γι’ αυτό ο Κύριος «κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω»(Ψαλμ. 67, 7) (δηλ. τους μεμονωμένους και απροστάτευτους τους προστατεύει και τους εγκαθιστά σε σπίτι με ευτυχία).
Όταν δυσανασχετούμε για τις σωματικές ασθένειες που μας συμβαίνουν, πρέπει να γνωρίζομε ότι η ψυχή μας είναι ακόμη υποδουλωμένη στις επιθυμίες του σώματος. Γι’ αυτό και επειδή επιθυμεί την υλική καλοπέραση, ούτε να φύγει θέλει από τα καλά της ζωής, αλλά και στενοχώρια μεγάλη νομίζει το να μη μπορεί, όταν αρρωστήσει, να απολαμβάνει τα ωραία πράγματα του βίου. Αν όμως δέχεται ευχαρίστως τις στενοχώριες της αρρώστιας, τότε φανερώνεται ότι δεν είναι μακριά από τα σύνορα της απάθειας. Γι’ αυτό και τον θάνατο τότε τον περιμένει με χαρά, ως αφορμή αληθινής ζωής.
Η ψυχή δεν μπορεί να επιθυμήσει να χωριστεί από το σώμα, αν η διάθεσή της δεν γίνει ανεξάρτητη από τον αέρα αυτό (δηλ. το σώμα). Όλες οι αισθήσεις του σώματος είναι αντίθετες στην πίστη, επειδή αναφέρονται στα παρόντα· ενώ η πίστη υπόσχεται τη μεγαλοπρέπεια των μελλόντων αγαθών. Δεν πρέπει λοιπόν εκείνος που αγωνίζεται για τη σωτηρία του να νοσταλγεί ποτέ δένδρα φουντωμένα και σκιερά, ή πηγές με καλά τρεχούμενα νερά, ή λειβάδια με άνθη, ή ωραία σπίτια, ή και συγγενικές συναναστροφές, ούτε να θυμάται επιδείξεις σε γιορταστικές, αν τύχει, συγκεντρώσεις· αλλά να χρησιμοποιεί τα αναγκαία της ζωής με ευχαριστία και να νομίζει τον βίο σαν κάποιο αλλόκοτο δρόμο, που δεν διαθέτει καμιά σαρκική απόλαυση. Έτσι μόνον περιορίζοντας τη διάνοιά μας, θα την κατευθύνομε ολόκληρη στο δρόμο που οδηγεί στα αιώνια.
Η όραση και η γεύση διασκορπίζουν τη μνήμη της καρδιάς, όταν τις χρησιμοποιούμε υπέρμετρα. Παράδειγμα η Εύα. Εκείνη, όσο δεν έβλεπε το δένδρο της εντολής με ευχαρίστηση, θυμόταν με επιμέλεια τη θεϊκή διαταγή. Γι’ αυτό και σκεπαζόταν ακόμη με τα φτερά του θείου έρωτα και απ’ αυτό δεν γνώριζε την γυμνότητά της. Όταν όμως είδε με ευχαρίστηση το δένδρο και το άγγιξε με μεγάλη επιθυμία και έφαγε με κάποια μεγάλη ηδονή τον καρπό, ευθύς στράφηκε στη σωματική ένωση, γιατί ενώθηκε με το πάθος καθώς ήταν γυμνή. Έδωσε όλη την επιθυμία της στην απόλαυση των παρόντων και παρέσυρε με τον φαινομενικά ωραίο καρπό και τον Αδάμ στο δικό της φταίξιμο. Γι’ αυτό δύσκολα πλέον ο ανθρώπινος νους μπορεί να θυμάται το Θεό ή τις εντολές Του. Εμείς λοιπόν ας προσηλώνομε τον νου μας πάντοτε στο βάθος της καρδιάς μας, έχοντας ακατάπαυστη τη μνήμη του Θεού, και ας ζούμε σαν τυφλοί στον απατηλό και ψεύτικο αυτό βίο. Γιατί γνώρισμα πνευματικής φιλοσοφίας είναι το να διατηρούμε πάντοτε χωρίς φτερά τον έρωτα των ορατών. Αυτό διδάσκει και ο πολυπαθέστατος ‘Ιώβ λέγοντας: «Γνωρίζει ο Θεός ότι η καρδιά μου δεν ακολούθησε τα μάτια μου»(Ιώβ 31, 7). Πράγματι, αυτό είναι γνώρισμα πάρα πολύ μεγάλης εγκράτειας.
Εκείνος που διατρίβει πάντοτε μέσα στην καρδιά του, απομακρύνεται από όσα θεωρούνται ωραία στη ζωή. Γιατί καθώς ζει πνευματικά, δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιθυμίες της σάρκας(Γαλ. 5, 16). Ο άνθρωπος αυτός περιφέρεται λοιπόν μέσα στο φρούριο των αρετών έχοντας τις ίδιες τις αρετές ως θυρωρούς που φυλάγουν την πόλη της αγνότητας. Γι’ αυτό μένουν άπρακτες οι εναντίον του μηχανές των δαιμόνων, ακόμη και αν φτάσουν μέχρι τις θύρες, δηλ. τις φυσικές αισθήσεις, τα βέλη του σαρκικού έρωτα.
Όταν η ψυχή αρχίσει να μην επιθυμεί τα ωραία της γης, τότε δημιουργείται σ’ αυτήν ένα πνεύμα ακηδίας, που δεν την αφήνει μήτε να υπηρετεί με ευχαρίστηση στη διακονία του λόγου, μήτε να έχει δυνατή επιθυμία των μελλόντων αγαθών. Αλλά και αυτή την πρόσκαιρη ζωή την παρουσιάζει τελείως άχρηστη, γιατί δεν μπορεί να έχει κανένα έργο που να είναι άξιο της αρετής. Και αυτήν ακόμη την πνευματική γνώση την εξευτελίζει με τον ισχυρισμό ότι έχει δοθεί και σε πολλούς άλλους ή ότι δεν μας υπόσχεται τίποτε τέλειο. Αυτό το πάθος που κάνει την ψυχή χλιαρή και νωθρή, θα το αποφύγομε αν περιορίσομε τη διάνοιά μας μέσα σε στενά όρια, ώστε να προσηλωνόμαστε στη μνήμη του Θεού. Μόνο με τον τρόπο αυτό ο νους θα επιστρέψει στην προηγούμενη θερμότητα και θα μπορέσει να απομακρυνθεί από την παράλογη αυτή αλλοίωση.
Πάντως απαιτεί από μας ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, κάτι να του δώσομε να κάνει που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε μόνο το «Κύριε Ιησού» για την ολοκληρωτική εκπλήρωση του σκοπού μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριος Ιησούς» χωρίς το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3). Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, ώστε να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα στο βάθος της καρδιάς τους το άγιο και ένδοξο τούτο όνομα, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν αυτό το άγιο όνομα κρατείται με πολλή επιμονή από τη διάνοια, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· και αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Δευτ. 4, 24). Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίσει το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου στη θέρμη της καρδιάς, μας προξενεί οπωσδήποτε συνήθεια να αγαπούμε την αγαθότητά Του, χωρίς να υπάρχει πια κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και για την εύρεση του οποίου να έχει μια ανέκφραστη χαρά.
Άλλη είναι η προκαταρκτική και άλλη η τέλεια χαρά. Η πρώτη δεν είναι αμέτοχη φαντασίας, ενώ η δεύτερη έχει τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Ανάμεσα σ’ αυτές υπάρχει μια λύπη ανάμικτη με αγάπη του Θεού και δάκρυ χωρίς πόνο. Γιατί όπου υπάρχει πλήθος σοφίας, εκεί υπάρχει και πλήθος γνώσεως· κι εκείνος που λαμβάνει περισσότερη γνώση, προσθέτει αίσθημα πόνου(Εκκλ. 1, 18). Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει με την προκαταρκτική χαρά να κληθεί η ψυχή στους ασκητικούς και πνευματικούς αγώνες στην αρχή, και έπειτα να ελεγχθεί και να κριθεί από την αλήθεια του Αγίου Πνεύματος για όσα κακά έχει κάνει, ή και για όσα φαντασμένα ακόμη κάνει. Γιατί λέει η Γραφή: «Με ελέγχους για την ανομία του, διόρθωσες (Κύριε) τον άνθρωπο, και έλιωσες σαν αράχνη την ψυχή του»(Ψαλμ. 38, 12). Κι αφού η ψυχή δοκιμαστεί από το θείο έλεγχο, σαν να μπήκε σε ένα καμίνι, τότε θα δεχτεί την ενέργεια της χαράς χωρίς φαντασίες μέσα στη θερμή μνήμη του Θεού.
Όταν η ψυχή ταράζεται από οργή, ή θολώνεται από μέθη, ή ενοχλείται από φοβερή λύπη, δεν μπορεί ο νους να κρατήσει τη μνήμη του Κυρίου Ιησού, ακόμη και αν κανείς τον βιάζει. Γιατί όπως είναι σκοτισμένος από την σκληρότητα των παθών, χάνει την πνευματική του αίσθηση. Γι’ αυτό η επιθυμία της ευχής δεν έχει πού να τυπώσει τη σφραγίδα της, ώστε ο νους να διατηρεί αλησμόνητα τα λόγια της ευχής, επειδή η μνήμη της διάνοιας σκληραίνει από την ωμότητα των παθών. Αν όμως η ψυχή είναι ελεύθερη από αυτά τα πάθη, ακόμη και αν για λίγο λησμονήσει το ποθούμενο όνομα, αμέσως ο νους μεταχειρίζεται την ενεργητικότητά του και ξαναπιάνει γερά το πολυπόθητο εκείνο και σωτήριο θήραμα. Γιατί τότε η ψυχή έχει την ίδια τη θεία χάρη που μελετά και κράζει μαζί της το «Κύριε Ιησού», όπως μια μητέρα διδάσκει στο βρέφος της το όνομα «πατέρα» και το επαναλαμβάνει μαζί του μέχρις ότου το συνηθίσει να φωνάζει «πατέρα» ακόμη και όταν κοιμάται, αντί να λέει ο,τιδήποτε άλλο από αυτά που συνηθίζουν τα βρέφη. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει: «Έτσι και το Πνεύμα μάς βοηθεί και μας στηρίζει στην ασθένειά μας· γιατί δε γνωρίζομε τι να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το ίδιο το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας και μας εμπνέει στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λόγια»(Ρωμ. 8, 26). Επειδή εμείς είμαστε νήπια απέναντι στην τελειότητα της προσευχητικής αρετής, έχομε πάντοτε ανάγκη από τη βοήθεια του Πνεύματος, το οποίο με την ανέκφραστη γλυκύτητά Του συγκεντρώνει και γλυκαίνει όλους τους λογισμούς μας και μας κατευθύνει ώστε να κινηθούμε με ολόκληρη τη διάθεσή μας στη μνήμη και την αγάπη του Θεού και Πατέρα μας. Γι’ αυτό, όπως πάλι λέει ο θεσπέσιος Παύλος, με την παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος, όταν Αυτό μας διδάσκει να ονομάζομε ακατάπαυστα το Θεό Πατέρα, λέμε: «Αββά, Πατέρα»(Ρωμ. 8, 15).
Ο θυμός, περισσότερο από τα άλλα πάθη, ταράζει και συγχύζει την ψυχή· κάποτε όμως και την ωφελεί πολύ. Γιατί όταν τον μεταχειριζόμαστε χωρίς ταραχή κατά των ασεβών ή ασελγών για να σωθούν ή να ντραπούν, τότε προσθέτομε πραότητα στην ψυχή μας, γιατί συμβαδίζομε με το σκοπό της δικαιοσύνης και της αγαθότητας του Θεού. Αλλά και το γυναικώδες φέρσιμο της ψυχής πολλές φορές το μετατρέπομε σε αρρενωπό, όταν οργιστούμε πολύ κατά της αμαρτίας. Και δεν πρέπει να αμφιβάλλομε ότι, όταν βρισκόμαστε σε πολλή αθυμία, αν αγανακτήσομε πνευματικά κατά του δαίμονα της φθοράς, υψωνόμαστε πάνω από την καύχηση του θανάτου. Για να μας διδάξει αυτό ο Κύριος, δύο φορές αγανάκτησε κατά του θανάτου και τάραξε τον εαυτό Του, αν και χωρίς ταραχή μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, και έτσι ανάστησε τον Λάζαρο(Ιω. 11, 33–38). Ώστε, νομίζω ότι ο φρόνιμος θυμός δόθηκε ως όπλο δικαιοσύνης στην ανθρώπινη φύση από τον δημιουργό Θεό. Αν η Εύα χρησιμοποιούσε αυτό το όπλο κατά του φιδιού, δεν θα νικιόταν από την εμπαθή εκείνη ηδονή. Γι’ αυτό, νομίζω ότι εκείνος που μεταχειρίζεται από ζήλο προς την ευσέβεια με σύνεση τον θυμό, θα βρεθεί οπωσδήποτε καλύτερος στη ζυγαριά των ανταποδόσεων από εκείνον που λόγω δυσκινησίας του νου δε θυμώνει ποτέ. Αυτός ο δεύτερος φαίνεται ότι έχει αγύμναστο τον ηνίοχο των ανθρωπίνων φρενών, ενώ ο πρώτος τρέχει πάντοτε στον αγώνα καθισμένος στα άλογα της αρετής και περνά ανάμεσα από τις δαιμονικές παρατάξεις, γυμνάζοντας το τέθριππο άρμα της εγκράτειας με φόβο Θεού. Αυτό το άρμα η Γραφή το ονομάζει «άρμα Ισραήλ»(Δ΄ Βασ. 2, 11) στην ανάληψη του θείου Ηλιού, επειδή στους Ιουδαίους πρώτους φαίνεται ότι μίλησε με διάφορους τρόπους ο Θεός για τις τέσσερις αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ανδρεία). Γι’ αυτό και πάνω σε άρμα πυρός αναλήφθηκε ο μέγας αυτός μαθητής της σοφίας· καθώς νομίζω, χρησιμοποίησε φρόνιμα ως άλογα του άρματος τις αρετές του, καθώς τον άρπαξε το Πνεύμα στο φύσημα της πύρινης αύρας.
Εκείνος που έγινε μέτοχος αγίας γνώσεως και γεύθηκε την γλυκύτητα του Θεού, ούτε να δικάζει πρέπει ποτέ, ούτε δίκη να κινεί εναντίον κανενός, και αν ακόμη του αφαιρέσει κανείς αυτά τα ρούχα που φορεί. Γιατί η δικαιοσύνη των αρχόντων του κόσμου τούτου είναι πολύ κατώτερη από τη δικαιοσύνη του Θεού, ή μάλλον δεν είναι τίποτε απέναντι στη δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα τέκνα του Θεού και στα τέκνα του κόσμου, αν όχι η δικαιοσύνη των τελευταίων να είναι ατελής σε σύγκριση με τη δικαιοσύνη των πρώτων; Και έτσι το πρώτο λέγεται ανθρώπινο δίκαιο, και το δεύτερο, θεία δικαιοσύνη. Έτσι και ο Κύριος Ιησούς, ούτε όταν τον κακολογούσαν απαντούσε με ύβρεις, ούτε όταν έπασχε απειλούσε(Α΄ Πέτρ. 2, 230, αλλά και την αφαίρεση των ενδυμάτων Του την υπέμενε σιωπηλός(Ματθ. 27, 28) και υπέφερε πόνους και οδύνες για χάρη της σωτηρίας μας(Ησ. 53, 4). Και το μεγαλύτερο, παρακαλούσε τον Πατέρα για χάρη εκείνων που τον κακοποιούσαν(Λουκ. 23, 34). Οι άνθρωποι όμως του κόσμου δεν παύουν να δικάζονται, αν δεν πάρουν από τους αντίδικους τα πράγματα που ζητούν, και κάποτε με το παραπάνω, παίρνοντας και τους τόκους πριν από το χρέος, ώστε το δίκαιό τους να γίνεται αρχή μεγάλης αδικίας.
Άκουσα μερικούς ευλαβείς να λένε ότι δεν πρέπει να επιτρέπομε στους τυχόντες να αρπάζουν εκείνα που έχομε για τον εαυτό μας ή για ανακούφιση των φτωχών, για να μη γινόμαστε με την ανεξικακία μας αφορμή αμαρτίας σ’ εκείνους που μας αδικούν, και μάλιστα αν είναι χριστιανοί. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά να θέλομε τα πράγματά μας για τον εαυτό μας και μάλιστα με παράλογη πρόφαση. Γιατί αν εγκαταλείψω την προσευχή και την προσοχή της καρδιάς μου και αρχίσω να φιλονεικώ μ’ εκείνους που με αδικούν, σε λίγο θ’ αρχίσω να συχνάζω στα προαύλια των δικαστηρίων, και έτσι γίνεται φανερό ότι εκείνα που διεκδικώ, τα θεωρώ ανώτερα από τη σωτηρία μου, για να μην πω και από αυτή τη σωτήρια εντολή του Κυρίου. Γιατί πώς θα ακολουθήσω την ευαγγελική προσταγή, που διατάζει να μη ζητώ τα πράγματά μου από εκείνον που μου τα αφαιρεί(Λουκ. 6, 30), αν δεν υπομείνω με χαρά, κατά τον Απόστολο, τη διαρπαγή των υπαρχόντων μου(Εβρ. 10, 34); Ακόμη και αν πάρει κανείς πίσω με δίκη όσα του άρπαξαν, δεν ελευθερώνει τον πλεονέκτη από την αμαρτία, επειδή τα φθαρτά δικαστήρια δεν περιορίζουν το άφθαρτο δικαστήριο του Θεού. Γιατί ο αίτιος κάποιου κακού πρέπει να ικανοποιήσει εκείνους τους νόμους, με τους οποίους δικάζεται και απολογείται. Ώστε είναι καλό να υπομένομε τη βία εκείνων που μας αδικούν και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς ώστε με τη μετάνοια και όχι με την ανταπόδοση όσων μας άρπαξαν, να απαλλαγούν από την κατηγορία της πλεονεξίας. Γιατί αυτό θέλει η δικαιοσύνη του Θεού, αυτόν τον πλεονέκτη και όχι αυτό που άρπαξε να ελευθερώσομε από την αμαρτία με τη μετάνοια.
Είναι πρέπον και πολύ ωφέλιμο, όταν εννοήσομε βαθιά το δρόμο της ευσέβειας, αμέσως να πουλήσομε τα υπάρχοντά μας και τα χρήματα να τα μοιράσομε στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Ματθ. 19, 21), και όχι με την πρόφαση ότι θέλομε να κάνομε διαρκώς τις εντολές, να παρακούμε τη σωτήρια αυτή εντολή. Γιατί απ’ αυτό θα προέλθει σ’ εμάς η καλή αμεριμνία και η πενία που δεν την επιβουλεύεται κανένας, που βρίσκεται ανώτερη από κάθε αδικία και δίκη, καθώς δε θα έχομε πλέον υλικά αγαθά που ανάβουν την όρεξη των πλεονεκτών. Θα μας σκεπάσει τότε περισσότερο από τις άλλες αρετές η ταπεινοφροσύνη, και θα μας αναπαύσει γυμνούς από όλα στους κόλπους της, όπως η μητέρα περιθάλπει στην αγκαλιά της το παιδάκι της, όταν λόγω της νηπιακής απλότητάς του ξεντυθεί και πετάξει μακριά τα ρούχα του, καθώς από την πολλή ακακία του ευχαριστιέται πιο πολύ να είναι γυμνό, παρά ντυμένο με ποικίλα φορέματα. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο Κύριος φυλάγει τα νήπια· έγινα ταπεινός και με έσωσε»(Ψαλμ. 114, 6).
Σύμφωνα με όσα έχομε θα μας ζητήσει δίχως άλλο ο Κύριος λόγο για την ελεημοσύνη, όχι με όσα δεν έχομε(Β΄ Κορ. 8, 12). Αν λοιπόν εκείνο που είχα να δώσω σε πολύν καιρό, το δαπανήσω μέσα σε λίγο για το φόβο του Θεού, για ποιό πράγμα τότε θα κατηγορηθώ, αφού δεν έχω τίποτε; Αλλά θα ρωτήσει κανείς, πώς θα ελεηθούν στο εξής εκείνοι οι φτωχοί που συνήθισαν να ελεούνται από εμάς; Ας μάθει αυτός που ρωτάει, να μην κατηγορεί το Θεό με την πρόφαση της φιλοχρηματίας του. Γιατί δεν θα σταματήσει ο Θεός να οικονομεί όπως πάντοτε το πλάσμα του· ούτε πριν δώσει ο ένας και ο άλλος ελεημοσύνη στους φτωχούς, αυτοί στερούνταν τροφή και σκεπάσματα. Καλό λοιπόν είναι, μόλις λάβομε τη βαθιά γνώση του θείου θελήματος, να απορρίψομε με καλή διαχείριση το ανόητο φρόνημα και καύχημα του πλούτου, αφού μισήσομε τις επιθυμίες μας, γιατί αυτό σημαίνει το να μισήσομε την ίδια μας την ψυχή(Λουκ. 14, 26). Έτσι δεν θα χαιρόμαστε ότι σκορπίζομε τα χρήματά μας, και θα ταπεινώσομε πάρα πολύ την ψυχή μας, ότι δεν κάνομε κανένα καλό. Επειδή όσο έχομε χρήματα, χαιρόμαστε υπερβολικά (αν μας κινεί αγαθή διάθεση) όταν τα διασκορπίζομε, πιστεύοντας ότι υπηρετούμε με ιλαρότητα το θείο θέλημα. Όταν όμως εξαντλήσομε τα χρήματα, τότε μας έρχεται πολύ μεγάλη λύπη και ταπείνωση, γιατί δεν εκτελούμε καμιά πράξη αρετής. Από αυτό λοιπόν, επιστρέφει στον εαυτό της η ψυχή με πολλή ταπείνωση, και εκείνο που δεν μπορεί να αποκτά κάθε ημέρα με την ελεημοσύνη, το αποκτά με την κοπιαστική προσευχή, την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο φτωχός και ο άπορος θα δοξάσουν Κύριε το όνομά Σου»(Ψαλμ. 73, 21). Ούτε και το χάρισμα της θεολογίας δίνεται από το Θεό, αν δεν απορρίψει κανείς από πάνω του όλα τα υπάρχοντά του για χάρη της δόξας του Ευαγγελίου του Θεού, για να αναγγέλλει με τη φτώχεια που αγαπά ο Θεός, τον πλούτο της βασιλείας του Θεού. Αυτά ακριβώς εννοεί ο Δαβίδ, που είπε: «Έχεις ετοιμάσει για τον φτωχό με την αγαθότητά Σου, Θεέ μου»· και συμπλήρωσε: «Ο Κύριος θα δώσει λόγο σε όσους ευαγγελίζονται με δύναμη πολλή»(Ψαλμ. 67, 11–12).
Όλα τα χαρίσματα του Θεού είναι πολύ καλά και ικανά να παρέχουν κάθε αγαθότητα. Κανένα όμως άλλο δεν ανάβει και δεν κινεί την καρδιά στην αγάπη της αγαθότητάς Του, όσο η θεολογία. Γιατί με το να είναι πρώιμο γέννημα της χάρης του Θεού, χαρίζει τα μεγαλύτερα δώρα στην ψυχή. Πρώτα μάς πείθει να καταφρονούμε με χαρά τη φιλία του κόσμου, επειδή έχομε αντί για φθαρτές επιθυμίες τον ανεκλάλητο πλούτο των λόγων του Θεού. Έπειτα φωτίζει το νου μας με την φωτιά της θείας αλλοιώσεως και έτσι τον κάνει να επικοινωνεί με τα λειτουργικά πνεύματα, τους αγγέλους. Όσοι λοιπόν έχομε προετοιμάσει γι’ αυτό τις ψυχές μας, ας ποθούμε ειλικρινά την αρετή της θεολογίας την ωραία, που θεωρεί τα πάντα, που προξενεί κάθε αμεριμνία, που τρέφει το νου με τα λόγια του Θεού μέσα στη λάμψη του ανέκφραστου φωτός, που έχει ενώσει –για να μην πολυλογώ– τη λογική ψυχή με το Θεό Λόγο σε μια ένωση αχώριστη, όπως είχαν εξαγγείλει οι άγιοι προφήτες. Και έτσι η θεολογία που οδηγεί τις ψυχές σαν νύμφες στο Θεό, εναρμονίζει και στους ανθρώπους –ω του θαύματος– φωνές που υμνούν το Θεό και ψάλλουν με δύναμη τα θαυμαστά έργα Του.
Ο νους μας τις πιο πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία με χαρά δίνει τον εαυτό του, επειδή είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην του επιτρέπομε λοιπόν να θέλει να λέει πολλά ή να πετά υπέρμετρα με χαρά, ας ασχολούμαστε κυρίως με την προσευχή και την ψαλμωδία και την ανάγνωση των Γραφών. Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λόγιων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμίξει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης, ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και πολυλογία. Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις σκέψεις του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και αισθάνεται γλυκύτητα, και μάλιστα από το γλυκασμό της ευχής, όχι μόνον ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι θα προοδεύει στη θεωρία της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι για κείνους μόνο που με κάθε πνευματική αίσθηση και εσωτερική πληροφορία είναι γεμάτοι από τη θεία χάρη.
Η χάρη στην αρχή συνηθίζει να καταλάμπει με το φως της την ψυχή με πολλή αίσθηση. Όσο όμως προχωρούν οι αγώνες, ενεργεί κυρίως με άγνωστο τρόπο τα μυστήριά της στην ψυχή που θεολογεί. Στην πρώτη περίπτωση ενεργεί έτσι, για να μας τοποθετήσει χαρούμενους πάνω στο δρόμο των θείων θεωριών, καθώς καλούμαστε από την άγνοια στη γνώση. Στο μέσο όμως των αγώνων θέλει να φυλάξει την πνευματική γνώση μας μακριά από την κενοδοξία. Πρέπει λοιπόν να λυπούμαστε με μέτρο σαν εγκαταλειμμένοι, ώστε να ταπεινωθούμε περισσότερο και να υποταχθούμε στη δόξα του Κυρίου, αλλά και να χαιρόμαστε όταν πρέπει, παίρνοντας φτερά από την αγαθή ελπίδα. Όπως η πολλή λύπη φέρνει την ψυχή σε απελπισία και απιστία, έτσι και η πολλή χαρά φέρνει σε οίηση την ψυχή· και λέω για κείνους που είναι ακόμη πνευματικά νήπιοι. Γιατί μεταξύ του φωτισμού και της εγκαταλείψεως είναι η πείρα, και μεταξύ της λύπης και της χαράς, η ελπίδα. Λέει η Γραφή: «Με πολλή υπομονή ανέμενα τον Κύριο και μου έδωσε την προσοχή Του»(Ψαλμ. 40, 1)· και πάλι: «Όσο το πλήθος των θλίψεών μου μέσα στην καρδιά μου, τόσες οι παρηγοριές Σου γέμισαν ευφροσύνη την ψυχή μου»(Ψαλμ. 93, 19).
Όταν ανοίγονται συνεχώς οι πόρτες των λουτρών, βγαίνει γρήγορα η θερμότητα έξω. Έτσι και η ψυχή όταν θέλει να λέει πολλά, ακόμη και καλά, διασκορπίζει με τη φωνή της τη μνήμη του Θεού. Γι’ αυτό ο νους στερείται τις καίριες και ωφέλιμες σκέψεις και γίνεται ενοχλητικός μιλώντας στους τυχόντες για τους ανόητους λογισμούς του, καθώς δεν έχει πλέον το Άγιο Πνεύμα που διατηρεί την ψυχή χωρίς φαντασίες. Και τούτο, γιατί το Αγαθό Πνεύμα αποφεύγει την πολυλογία, επειδή είναι ξένο από κάθε ταραχή και φαντασία. Καλή λοιπόν είναι η σιωπή που γίνεται στον κατάλληλο καιρό, γιατί είναι μητέρα πολύ σοφών εννοιών.
Πολλά πάθη ενοχλούν στην αρχή την ψυχή που θεολογεί. Έτσι μας διδάσκει ο ίδιος ο λόγος της πνευματικής γνώσεως. Περισσότερο από όλα, ο θυμός και το μίσος. Κι αυτό το παθαίνει όχι τόσο από τους δαίμονες που προκαλούν τα πάθη αυτά, όσο από τη δική της προκοπή. Ενόσω η ψυχή συμπαρασύρεται από το φρόνημα του κόσμου, και αν ακόμη δει το δίκαιο οπωσδήποτε να καταπατείται από κάποιους, μένει ασυγκίνητη και ατάραχη. Γιατί με το να φροντίζει για τις δικές της επιθυμίες, δεν νοιάζεται για τη δικαιοσύνη του Θεού. Όταν όμως αρχίσει να κυριαρχεί πάνω στα πάθη της, τόσο με την καταφρόνηση των παρόντων, όσο και με την αγάπη του Θεού, δεν υποφέρει ούτε στο όνειρό της να βλέπει να παραβιάζεται το δίκαιο, αλλά οργίζεται κατά των αδίκων και ταράζεται μέχρις ότου τους δει να επιστρέφουν και να αναγνωρίζουν την αδικία τους. Γι’ αυτό τους άδικους τους μισεί, ενώ τους δίκαιους τους υπεραγαπά. Γιατί, οπωσδήποτε το μάτι της ψυχής παύει πια να παρασύρεται, όταν το παραπέτασμά της, δηλ. το σώμα, φτάσει σε μεγάλη λεπτότητα με την εγκράτεια. Αλλά από το να μισεί κανείς τους άδικους, είναι πολύ καλύτερο να κλαίει την αναισθησία τους. Αν και είναι άξιοι μίσους οι άδικοι, αλλά η ευσέβεια θέλει, η ψυχή που αγαπά το Θεό, να μην ενοχλείται από μίσος. Γιατί όσο υπάρχει μίσος στην ψυχή, δεν ενεργεί σ’ αυτήν η πνευματική γνώση.
Ο θεολόγος που ευφραίνεται και θερμαίνεται στην ψυχή από τα λόγια του Θεού, φτάνει με τον καιρό σε μεγάλα μέτρα απάθειας. Γιατί λέει η Γραφή: «Τα λόγια του Κυρίου είναι αγνά, είναι ασήμι που πυρακτώθηκε και δοκιμάστηκε σε κλίβανο»(Ψαλμ. 11, 7). Ενώ ο γνωστικός, αυτός δηλ. που έχει πνευματική γνώση, στηρίζεται στην πρακτική πείρα και κυριαρχεί στα πάθη. Γεύεται ωστόσο και ο θεολόγος, αν διαθέσει πιο ταπεινά τον εαυτό του, την γνωστική πείρα· αλλά και ο γνωστικός γεύεται και αυτός λίγο από την θεωρητική αρετή, αν διατηρεί καθαρό το διακριτικό μέρος της ψυχής, τη διάκριση. Γιατί και τα δύο χαρίσματα δεν συμβαίνει να βρίσκονται εξ ολοκλήρου στον καθένα, για να θαυμάζει ο καθένας τον άλλο για κείνο στο οποίο ο ίδιος είναι ελλιπής και να ταπεινοφρονούν με ζήλο για την αρετή. Γι’ αυτό και ο Απόστολος λέει: «Στον ένα δίνεται από το Πνεύμα λόγος σοφίας, και στον άλλο λόγος γνώσεως από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8).
Όταν η ψυχή βρίσκεται σε αφθονία των φυσικών της καρπών, τότε και την ψαλμωδία εκτελεί με μεγάλη φωνή και θέλει φωναχτά μάλλον να προσεύχεται. Όταν όμως δέχεται την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τότε ψάλλει με άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται μόνο μέσα στην καρδιά.
Στην πρώτη περίπτωση ακολουθεί μια φαντασμένη χαρά· στη δεύτερη περίπτωση ακολουθεί πνευματικό δάκρυ και κατόπιν μια ήρεμη και χαρούμενη ψυχική διάθεση. Επειδή με τη μέτρια φωνή, η μνήμη του Θεού μένει θερμή και προξενεί στην καρδιά έννοιες ήπιες και κατανυκτικές. Εκεί βλέπομε πράγματι το σπόρο της προσευχής να σπέρνεται με δάκρυα στη γη της καρδιάς με την ελπίδα της χαράς του θερισμού(Ψαλμ. 125, 6). Όταν ωστόσο μάς κατέχει πολλή βαρυθυμία, πρέπει λίγο δυνατότερα να ψάλλομε, ανακρούοντας τους φθόγγους της ψυχής με τη χαρά της ελπίδας, μέχρις ότου διαλυθεί το βαρύ αυτό σύννεφο με τους ανέμους της μελωδίας.
Όταν η ψυχή γνωρίσει καλά τον εαυτό της, τότε πηγάζει μια θερμότητα αγάπης του Θεού. Γιατί, επειδή δεν συγχύζεται από τις μέριμνες του βίου, γεννά μέσα της κάποιο θείο έρωτα για την ειρήνη, που ζητά τον Θεό της ειρήνης. Αλλά η διάθεση αυτή γρήγορα διασκορπίζεται, ή γιατί οι αισθήσεις παρασύρουν τη μνήμη του Θεού, ή επειδή η φύση εξαντλεί γρήγορα το δικό της αγαθό, λόγω πνευματικής πενίας. Γι’ αυτό και οι σοφοί των Ελλήνων, εκείνο που νόμιζαν ότι κατορθώνουν με την εγκράτεια, δεν το είχαν όπως έπρεπε, επειδή ο νους τους δεν δεχόταν την ενέργεια της παντοτινής και αληθινής σοφίας του Θεού. Η θέρμη όμως που προξενείται στην καρδιά από το Άγιο Πνεύμα, είναι ειρηνική και συνεχής και προσκαλεί όλα τα μέρη της ψυχής στον πόθο του Θεού. Ούτε ανεμίζεται έξω από την καρδιά, αλλά μέσω της καρδιάς ευφραίνει ολόκληρο τον άνθρωπο με απέραντη αγάπη και χαρά. Πρέπει λοιπόν, αφού κατανοήσομε την φυσική θέρμη της ψυχής μας, να φτάσομε σ’ αυτή τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η φυσική αγάπη αποτελεί γνώρισμα της φύσεως που είναι υγιής λόγω της εγκράτειας· δεν μπορεί όμως αυτή να οδηγήσει το νου στην απάθεια, όπως η πνευματική αγάπη.
Ο αέρας που μας περιβάλλει, όταν φυσά στην κτίση ο βορριάς, είναι καθαρός, γιατί αυτός ο άνεμος έχει κάποια λεπτή φύση που προξενεί καθαρότητα· ενώ όταν φυσά ο νοτιάς, γίνεται κάπως πυκνός, επειδή η ομιχλώδης φύση αυτού του ανέμου συγκεντρώνει τα σύννεφα, με τα οποία συγγενεύει, και καλύπτει όλη τη γη. Έτσι και η ψυχή, όταν δέχεται την ενέργεια της πνοής του Αληθινού και Αγίου Πνεύματος, βρίσκεται έξω από την δαιμονική ομίχλη· ενώ όταν δέχεται το σφοδρό φύσημα του πνεύματος της πλάνης, σκεπάζεται ολόκληρη από τα σύννεφα της αμαρτίας. Πρέπει λοιπόν με όλη μας τη δύναμη να στρέφομε πάντοτε την πρόθεσή μας προς την καθαριστική και ζωοποιό αύρα του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή προς εκείνο το Πνεύμα που είδε να έρχεται από τον Βορρά με το φως της γνώσεως ο προφήτης Ιεζεκιήλ(Ιεζ. 1, 4). Έτσι θα μένει πάντοτε καθαρό το θεωρητικό κυρίως μέρος της ψυχής, ώστε να ασχοληθούμε χωρίς κίνδυνο πλάνης με τις θείες θεωρίες, βλέποντας τα σχετικά με το θείο φως μέσα σ’ ένα φωτεινό αέρα. Αυτό είναι το φως της αληθινής γνώσεως.
Μερικοί νόμισαν ότι η χάρη και η αμαρτία μαζί, δηλαδή το Πνεύμα της αλήθειας και το πνεύμα της πλάνης, κρύβονται στο νου όσων βαπτίζονται. Γι’ αυτό λένε ότι το ένα προτρέπει το νου στα καλά, και το άλλο αμέσως στα αντίθετα. Εγώ όμως, από τις θείες Γραφές και από τη δική μου νοερή αίσθηση, κατάλαβα ότι πριν από το άγιο Βάπτισμα, από έξω η χάρη παρακινεί την ψυχή προς τα καλά, ενώ ο σατανάς είναι φωλιασμένος στα βάθη της ψυχής, προσπαθώντας να φράξει όλες τις διεξόδους προς το αγαθό. Από τη στιγμή του βαπτίσματος, ο διάβολος διώχνεται έξω και η χάρη μπαίνει μέσα στην ψυχή. Γι’ αυτό, όπως πριν από το Βάπτισμα κυριαρχούσε η πλάνη πάνω στην ψυχή, έτσι μετά κυριαρχεί η αλήθεια. Αλλά και μετά το Βάπτισμα ο σατανάς ενεργεί εναντίον της ψυχής όπως και πριν, και τις περισσότερες φορές και χειρότερα. Όχι όμως πως συνυπάρχει με τη χάρη –μη γένοιτο! αλλά θολώνει το νου με την γλυκύτητα των παράλογων ηδονών εξαιτίας της χαυνότητας του σώματος. Αυτό γίνεται κατά παραχώρηση του Θεού, με σκοπό, αφού περάσει ο άνθρωπος από την τρικυμία και τη φωτιά της δοκιμασίας, τότε να απολαύσει (αν θέλει) το αγαθό. Όπως λέει η Γραφή: «Περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό, και μας έβγαλες σε τόπο αναψυχής»(Ψαλμ. 65, 12).
Η χάρη, όπως είπα, από εκείνη την στιγμή που βαπτιζόμαστε, κρύβεται στο βάθος του νου, αλλά κρύβει την παρουσία της από την αίσθησή του. Όταν αρχίσει κανείς με όλη τη διάθεσή του να αγαπά το Θεό, τότε με κάποιο ανέκφραστο τρόπο, η χάρη μέσω της αισθήσεως του νου μεταδίδει στην ψυχή ένα μέρος των αγαθών της. Απ’ αυτό, εκείνος που θέλει με ασφάλεια να κρατήσει αυτό που βρήκε –τη χάρη–, επιθυμεί με μεγάλη χαρά να χάσει όλα τα υλικά αγαθά για να αποκτήσει πράγματι το χωράφι, όπου βρήκε τον κρυμμένο θησαυρό(Ματθ. 13, 44) της ζωής. Όταν αποχωριστεί κανείς από όλο τον πλούτο του βίου, τότε βρίσκει τον τόπο όπου είναι κρυμμένη η χάρη του Θεού, γιατί ανάλογα με την προκοπή της ψυχής, και το θείο δώρο φανερώνει στο νου την αγαθότητά του. Όμως τότε παραχωρεί ο Κύριος να πειράζεται η ψυχή περισσότερο από τους δαίμονες, για να την διδάσκει κατάλληλα τη διάκριση του καλού και του κακού και να την φέρνει σε μεγαλύτερη ταπείνωση, λόγω της μεγάλης αισχύνης που προκαλούν οι δαιμονικοί λογισμοί στην ψυχή, όταν αυτή είναι στο στάδιο της καθάρσεως.
Είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού ως προς την νοερή κίνηση της ψυχής, ενώ το σώμα είναι σαν σπίτι της ψυχής. Με τη παράβαση του Αδάμ, όχι μόνο λερώθηκαν οι γραμμές της εικόνας που είχε η ψυχή, αλλά και το σώμα υπέπεσε στη φθορά. Γι’ αυτό ο άγιος Λόγος του Θεού σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και μας χάρισε το νερό του αγίου Βαπτίσματος, ως Θεός, για να αναγεννηθούμε. Η αναγέννηση αυτή γίνεται με το νερό με την ενέργεια του Αγίου και Ζωοποιού Πνεύματος· και αμέσως καθαριζόμαστε κατά την ψυχή και κατά το σώμα, αν βέβαια προσερχόμαστε στο Θεό με όλη μας τη διάθεση. Τότε το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα μας, ενώ η αμαρτία εξορίζεται από Αυτό. Γιατί δεν είναι δυνατό, αφού η ψυχή είναι μία και απλή κατά τον χαρακτήρα της, να βρίσκονται σ’ αυτήν δύο πρόσωπα, όπως νόμισαν μερικοί. Όταν η θεία χάρη προσαρμόζει τον εαυτό της με απέραντη στοργή στις γραμμές του «κατ’ εικόνα», ως προκαταβολή της ομοιώσεως με το Θεό, που μπορεί να χωρέσει το πρόσωπο του σατανά; Αφού μάλιστα δεν υπάρχει καμιά επικοινωνία του φωτός με το σκοτάδι(Β΄ Κορ. 6, 14). Εμείς λοιπόν που τρέχομε στους ιερούς αγώνες της αρετής, πιστεύομε ότι με το Βάπτισμα της αφθαρσίας εξορίζεται από τα βάθη του νου το πολύμορφο φίδι, ο σατανάς. Και ας μη θαυμάζομε, γιατί μετά το βάπτισμα σκεφτόμαστε πάλι κακά μαζί με τα καλά. Αυτό συμβαίνει επειδή το Βάπτισμα της αγιότητας αφαιρεί την ακαθαρσία της αμαρτίας, το διπλό όμως χαρακτήρα της θελήσεώς μας δεν τον αλλάζει από τώρα· ούτε και εμποδίζει τους δαίμονες να μας πολεμούν ή να μας ψιθυρίζουν απατηλά λόγια. Ώστε, εκείνα που δεν φυλάξαμε όταν ήμαστε ψυχικοί(Ιούδα 19), δηλ. χωρίς Πνεύμα Θεού, να τα τηρήσομε τώρα με τη δύναμη του Θεού και με τα όπλα της δικαιοσύνης(Β΄ Κορ. 6, 17) που λάβαμε στο Βάπτισμα.
Ο σατανάς, όπως είπα, με το άγιο Βάπτισμα εκδιώκεται από την ψυχή. Του επιτρέπεται όμως, για τους λόγους που είπαμε, να πειράζει την ψυχή διά μέσου του σώματος. Η χάρη του Θεού κατοικεί σ’ αυτό το βάθος της ψυχής, δηλαδή στο νου, όπως λέει η Γραφή: «Όλη η δόξα της θυγατέρας του βασιλιά είναι μέσα της»(Ψαλμ. 44, 14), και δε φαίνεται στους δαίμονες· γι’ αυτό αισθανόμαστε μέσα απ’ αυτό το βάθος της καρδιάς μας να αναβλύζει ο θείος πόθος, όταν κρατούμε θερμή τη μνήμη του Θεού. Τα πονηρά πάλι πνεύματα πηδούν και φωλιάζουν έξω στις αισθήσεις του σώματος και ενεργούν στους ψυχικά νήπιους μέσω της αδυναμίας της σάρκας. Έτσι λοιπόν ο νους μας πάντοτε, κατά τον Απόστολο, ευχαριστείται πάρα πολύ με το νόμο του Πνεύματος(Ρωμ. 7, 22), ενώ τα αισθητήρια της σάρκας θέλουν να συμπαρασύρονται από τις ηδονές. Γι’ αυτό η χάρη σ’ εκείνους που προκόβουν στην πνευματική γνώση, ευφραίνει το σώμα τους μέσω της αισθήσεως του νου με ανέκφραστη αγαλλίαση. Οι φονικοί δαίμονες όμως αιχμαλωτίζουν βίαια την ψυχή με τις αισθήσεις του σώματος, ιδίως όταν μας βρουν να τρέχομε το δρόμο της ευσέβειας με αμέλεια, και την σύρουν σ’ εκείνα που δεν θέλει.
Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το πρόσωπο της χάρης και το πρόσωπο της αμαρτίας βρίσκονται μαζί στις καρδιές των πιστών, θέλουν να στηρίξουν την υπόνοιά τους αυτή στο λόγο του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Και το φως φέγγει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν κατέλαβε το φως»(Ιω. 1, 5). Λένε λοιπόν ότι η θεία λαμπρότητα δεν μολύνεται διόλου από την συνύπαρξη με τον πονηρό, όσο και αν το θείο φως πλησιάζει μέσα στην ψυχή το σκοτάδι του δαίμονα. Αλλά απ’ αυτό το ίδιο ευαγγελικό ρητό, ελέγχονται ότι βρίσκονται έξω από την αληθινή έννοια των Γραφών. Επειδή ο Λόγος του Θεού, το αληθινό φως, ευδόκησε να φανεί στον κόσμο με σάρκα και από απέραντη φιλανθρωπία άναψε μέσα μας το φως της αγίας γνώσεως, το φρόνημα όμως του κόσμου δεν εννόησε τη βουλή του Θεού –γιατί το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς το Θεό(Ρωμ. 8, 7). Γι’ αυτό ακριβώς ο Θεολόγος έκανε αυτή τη διατύπωση. Και μετά από μερικά, ο θεσπέσιος προσθέτει: «Ήταν το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», αντί να πει ότι οδηγεί και ζωοποιεί. «Ήταν μέσα στον κόσμο και ο κόσμος έγινε μέσω Αυτού, και όμως ο κόσμος δεν τον γνώρισε. Ήρθε στους δικούς Του και αυτοί δεν τον δέχτηκαν. Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, όσοι πιστεύουν στο όνομά Του»(Ιω. 1, 9–12). Και ο σοφότατος Παύλος, ερμηνεύοντας το «δεν κατέλαβε»(Ιω. 1, 5), λέει: «Δεν λέω ότι ήδη το έλαβα ή ότι έχω ήδη γίνει τέλειος· αλλά αγωνίζομαι να καταλάβω επειδή με κατέλαβε ο Ιησούς Χριστός»(Φιλιπ. 3, 12). Ώστε ο Ευαγγελιστής δεν λέει ότι ο σατανάς δεν «κατέλαβε» το αληθινό φως, γιατί εξαρχής το φως τούτο ήταν ξένο στον σατανά, επειδή δεν φωτίζει σ’ αυτόν. Αλλά εννοεί τους ανθρώπους εκείνους που ενώ ακούν τις δυνάμεις και τα θαυμάσια του Υιού του Θεού, δεν θέλουν ωστόσο να προσεγγίσουν λόγω της σκοτισμένης καρδιάς τους στο φως της γνώσεώς Του, και με το λόγο του τους ντροπιάζει όπως τους αξίζει.
Ο λόγος της πνευματικής γνώσεως μας διδάσκει ότι υπάρχουν δύο, ας πούμε, κατηγορίες πονηρών πνευμάτων. Της μιας είναι λεπτότερα, της άλλης κάπως πιο υλικά. Τα λεπτότερα πολεμούν την ψυχή, τα άλλα συνηθίζουν να αιχμαλωτίζουν την σάρκα με ηδονικές παρακινήσεις. Γι’ αυτό και μάχονται μεταξύ τους οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή και οι άλλοι που πολεμούν το σώμα, αν και έχουν την ίδια πρόθεση να βλάπτουν τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν η χάρη δεν κατοικεί στον άνθρωπο, τότε αυτοί φωλιάζουν σαν φίδια στα βάθη της καρδιάς και δεν επιτρέπουν διόλου στην ψυχή να επιθυμήσει το καλό. Όταν όμως η χάρη είναι κρυμμένη μέσα στο νου, τότε οι δαίμονες κινούνται σαν σκοτεινά σύννεφα στα μέρη της καρδιάς και παίρνουν μορφές αμαρτωλών παθών και διαφόρων φαντασιών, για να απομακρύνουν τη μνήμη του Θεού από το νου και έτσι να τον αποσπούν από την ένωσή του με τη χάρη. Όταν λοιπόν οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή μάς διεγείρουν στα ψυχικά πάθη και μάλιστα στην οίηση, η οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατό μας και τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε και όταν οι δαίμονες που πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθυμίες. Γιατί μόνο η ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τις προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού. Αν πάλι οι ψυχικοί δαίμονες από τη μνήμη του θανάτου μάς υποβάλλουν λογισμούς εξουδενώσεως της ανθρώπινης φύσεως, ότι δεν έχει καμιά αξία γιατί συνδέεται με τη σάρκα, (αυτό συνηθίζουν να κάνουν όταν κανείς τους βασανίζει με τη μνήμη του θανάτου), τότε ας σκεφτόμαστε την τιμή και τη δόξα της επουράνιας Βασιλείας, χωρίς όμως και να παραβλέπομε την πικρότητα και το σκοτάδι της κρίσεως· κι έτσι από τη μια θα παρηγορούμε την αθυμία μας και από την άλλη θα συγκρατούμε την επιπολαιότητα της καρδιάς μας.
Ο Κύριος μάς διδάσκει στα Ευαγγέλια ότι όταν επιστρέψει ο σατανάς και βρει σκουπισμένο και άδειο το σπίτι του, δηλαδή την άκαρπη καρδιά, τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα πονηρότερα απ’ αυτόν και μπαίνει και φωλιάζει εκεί μέσα και γίνεται η κατάσταση του ανθρώπου χειρότερη από πρώτα(Ματθ. 12, 44–45). Από αυτό πρέπει να εννοήσομε ότι εφόσον είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, δεν μπορεί ο σατανάς να μείνει στο βάθος της ψυχής. Αλλά και ο θείος Παύλος μας διδάσκει φανερά τη σημασία των λόγων αυτών. Θεωρώντας το θέμα αυτό από την άποψη της γνώσεως του πνευματικού αγώνα, λέει: «Ευχαριστούμαι πολύ στο νόμο του Θεού κατά τον εσωτερικό μου άνθρωπο. Βλέπω όμως να κυριαρχεί στα μέλη μου άλλος νόμος, ο οποίος αντιστρατεύεται το νόμο του νου μου και με κάνει αιχμάλωτο στο νόμο της αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου»(Ρωμ. 7, 22–23). Από την άποψη της τελειότητας, λέει: «Δεν υπάρχει καμία καταδίκη στους ενωμένους με τον Ιησού Χριστό. Γιατί ο νόμος του Πνεύματος της ζωής με ελευθέρωσε από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου»(Ρωμ. 8, 1–2). Και σε άλλο μέρος γράφει, για να διδάξει ότι μέσω του σώματος πολεμεί ο σατανάς την ψυχή, η οποία έχει το Άγιο Πνεύμα: «Σταθείτε λοιπόν στον αγώνα, ζωσμένοι στη μέση σας με την αλήθεια, φορώντας το θώρακα της δικαιοσύνης, και με υποδήματα στα πόδια, έτοιμοι για το ευαγγέλιο της ειρήνης. Πάνω απ’ όλα αυτά κρατείστε την ασπίδα της πίστεως, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλα τα πυρωμένα βέλη του πονηρού, και δεχτείτε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το μαχαίρι του Πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού»(Εφ. 6, 14–17). Άλλο πράγμα είναι η αιχμαλωσία και άλλο η πάλη. Το πρώτο σημαίνει βίαιη απαγωγή, ενώ το άλλο σημαίνει αγώνα με ίσες δυνάμεις. Γι’ αυτό και λέει ο Απόστολος ότι ο διάβολος επιτίθεται κατά των χριστοφόρων ψυχών με πυρωμένα βέλη. Γιατί εκείνος που δεν έχει στα χέρια του τον αντίπαλό του, χρησιμοποιεί βέλη για να μπορέσει να τον χτυπήσει από μακριά. Έτσι και ο σατανάς, επειδή δεν μπορεί να φωλιάσει όπως πρωτύτερα στο νου των αγωνιζομένων, όπου βρίσκεται η χάρη, χρησιμοποιεί την υγρότητα του σώματος μέσα στο οποίο φωλιάζει, για να δελεάζει την ψυχή με την χαλαρότητα του σώματος. Γι’ αυτό πρέπει με μέτρο να ταλαιπωρούμε το σώμα, για να μη γλυστρά ο νους λόγω της υγρότητας του σώματος στις ηδονές. Από αυτό το αποστολικό ρητό που αναφέρθηκε, πρέπει να πεισθούμε ότι ο νους των αγωνιστών δέχεται την ενέργεια του θείου φωτός και γι’ αυτό υποτάσσεται και ευχαριστείται στο θείο νόμο, ενώ η σάρκα, με την χαλαρότητα που έχει, δέχεται μ’ ευχαρίστηση τα πονηρά πνεύματα και γι’ αυτό σύρεται στο να δουλεύει στην πονηρία τους. Από αυτό φαίνεται πολύ καλά ότι ο νους δεν είναι κοινό κατοικητήριο του Θεού και του διαβόλου. Γιατί πώς γίνεται με το νου μου να δουλεύω στο νόμο του Θεού και με την σάρκα στον νόμο της αμαρτίας(Ρωμ. 7, 25), αν ο νους μου δεν είναι εντελώς ελεύθερος να αντιπαρατάσσεται στον πόλεμο κατά των δαιμόνων, ευχαρίστως υποδουλωμένος στην αγαθότητα της χάρης, και το σώμα μου να δέχεται ευχαρίστως την οσμή των παραλόγων ηδονών, επειδή –όπως είπα– στο σώμα των αγωνιζομένων παραχωρείται να εμφωλεύουν τα πονηρά πνεύματα; «Γνωρίζω ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στη σάρκα μου, το αγαθό»(Ρωμ. 7, 18). Αυτό το λέει ο Απόστολος για κείνους που βρίσκονται στο μέσον των αγώνων κατά της αμαρτίας, όχι για τον εαυτό του. Οι δαίμονες πολεμούν εναντίον του νου και επιχειρούν να χαλαρώνουν με τις απολαυστικές τροφές τη σάρκα, ώστε να την παρασύρουν στις ηδονές. Έχουν την παραχώρηση, κατά δίκαιη κρίση του Θεού, να βρίσκονται στα βάθη του σώματος και σ’ εκείνους ακόμη που αγωνίζονται με δύναμη εναντίον της αμαρτίας, επειδή το αυτεξούσιο του ανθρωπίνου φρονήματος είναι συνεχώς υπό δοκιμασία. Αν όμως μπορέσει κανείς, ζωντανός ακόμη, να νεκρωθεί με τους ασκητικούς κόπους, αυτός γίνεται τελείως οίκος του Αγίου Πνεύματος· γιατί αυτός αναστήθηκε πριν πεθάνει, όπως ήταν ο μακάριος Παύλος και όσοι αγωνίστηκαν ως το τέλος και αγωνίζονται κατά της αμαρτίας.
Η καρδιά παράγει και από τον εαυτό της λογισμούς καλούς και κακούς· δεν καρποφορεί όμως εκ φύσεως τούς μη καλούς, αλλά σαν να έχει στην έξη της τη μνήμη του μη καλού, εξαιτίας της εξαπατήσεως των πρωτοπλάστων. Όμως οι περισσότεροι κακοί λογισμοί δημιουργούνται στην καρδιά από την κακία των δαιμόνων. Πάντως εμείς τους αισθανόμαστε σαν να προέρχονται από αυτή. Και από αυτό νόμισαν μερικοί ότι μέσα στο νου, μαζί με την χάρη είναι και η αμαρτία. Και γι’ αυτό λένε ότι ο Κύριος είπε: «Όσα βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά κι αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· γιατί από την καρδιά βγαίνουν πονηροί διαλογισμοί, μοιχείες κτλ.»(Ματθ. 15, 18–19). Και δεν γνωρίζουν αυτοί ότι ο νους, επειδή έχει την ενέργεια μιάς πολύ λεπτής αισθήσεως, ιδιοποιείται μέσω της σάρκας τούς λογισμούς που του υποβάλλουν τα πονηρά πνεύματα. Γιατί η χαλαρότητα του σώματος δημιουργεί λογισμούς στην ψυχή λόγω της συνδέσεώς της με αυτό, με τρόπο που δεν γνωρίζομε· επειδή η σάρκα αρέσει υπέρμετρα να κολακεύεται από την απάτη των δαιμόνων. Γι’ αυτό και οι κακοί λογισμοί που σπέρνονται στην ψυχή από τους δαίμονες φαίνονται σαν να βγαίνουν από την καρδιά. Αυτούς όμως τους λογισμούς τους κάνομε πράγματι δικούς μας όταν νιώθομε ευχαρίστηση γι’ αυτούς, και αυτό είναι που κατηγορεί ο Κύριος με τα παραπάνω θεία λόγια. Γιατί εκείνος που ευχαριστείται με τους λογισμούς που του υπαγορεύει η πονηρία του σατανά και γράφει κατά κάποιο τρόπο την ενθύμησή τους στην καρδιά του, είναι φανερό ότι στο εξής τούς καρποφορεί από τη δική του σκέψη.
Λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια ότι δεν είναι δυνατό να εξοριστεί ο δυνατός από το σπίτι του αν ο δυνατότερός του δεν τον δέσει, και αφού τον λαφυραγωγήσει, τον εκδιώξει(Ματθ. 12, 29). Πώς λοιπόν μπορεί εκείνος που με τόση ντροπή εξορίστηκε, να ξαναμπεί και να συγκατοικεί με τον οικοδεσπότη που αναπαύεται στο σπίτι του; Ούτε και κανένας βασιλιάς, όταν καταβάλει κάποιο τύραννο που επαναστάτησε εναντίον του, θα σκεφτεί ποτέ να είναι μαζί του μέσα στα ανάκτορα. Μάλλον θα τον σφάξει αμέσως, ή θα τον δέσει και θα τον παραδώσει στα στρατεύματά του για να τιμωρηθεί υπερβολικά και οικτρά να θανατωθεί.
Όποιος νομίζει ότι το Άγιο Πνεύμα και ο διάβολος κατοικούν μαζί μέσα στο νου επειδή έχομε καλούς λογισμούς μαζί με κακούς, ας μάθει ότι αυτό γίνεται γιατί ουδέποτε γευθήκαμε και είδαμε ότι ο Κύριος είναι αγαθός(Ψαλμ. 33, 9). Στην αρχή, όπως είπα πιο πάνω, κρύβει η χάρη την παρουσία της από όσους βαπτίζονται, αναμένοντας την πρόθεση της ψυχής. Όταν επιστρέψει εξ ολοκλήρου ο άνθρωπος προς τον Κύριο, τότε με ανέκφραστη αίσθηση φανερώνει στην καρδιά του ανθρώπου την παρουσία της. Αλλά και πάλι περιμένει προς τα που θα στραφεί η κίνηση της ψυχής και παραχωρεί τα δαιμονικά βέλη να φτάνουν μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής, για να ζητήσει το Θεό με θερμότερη θέληση και ταπεινή διάθεση. Αν λοιπόν αρχίσει να προχωρεί ο άνθρωπος με την τήρηση των εντολών, και επικαλείται ακατάπαυστα τον Κύριο Ιησού, τότε η φωτιά της αγίας χάρης απλώνεται και στα εξωτερικά αισθητήρια της καρδιάς και κατακαίει τα ζιζάνια της ανθρώπινης γης με πληροφορία καρδιάς. Έτσι οι δαιμονικές σκέψεις φτάνουν από μακριά σ’ αυτόν τον τόπο και προσβάλλουν αδύναμα το εμπαθές μέρος της ψυχής. Όταν όμως ο αγωνιστής άνθρωπος ντυθεί όλες τις αρετές και μάλιστα την τέλεια ακτημοσύνη, τότε η χάρη με μια βαθύτερη αίσθηση καταφωτίζει ολόκληρη την ύπαρξή του και τον θερμαίνει στην αγάπη του Θεού. Και τότε τα δαιμονικά βέλη σβήνουν μακρύτερα από το σώμα, γιατί η αύρα τού Αγίου Πνεύματος κινεί στην καρδιά τους ανέμους της ειρήνης και σβήνει τα βέλη του πυρφόρου δαίμονα ενώ αυτά είναι ακόμα στον αέρα. Πλην όμως και αυτόν που έφτασε σε τέτοια πνευματική κατάσταση, τον αφήνει κάποτε ο Θεός στην κακία των δαιμόνων και δε φωτίζει το νου του, για να μην είναι εντελώς δεμένο το αυτεξούσιό μας με τα δεσμά της χάρης, με σκοπό όχι μόνο να νικηθεί η αμαρτία με αγώνα, αλλά και γιατί οφείλει να προοδεύει ο άνθρωπος στην πνευματική πείρα. Γιατί η τελειότητα που νομίζομε ότι έχει ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, είναι ακόμη ατελής μπροστά στον πλούτο και τη γενναιοδωρία του Θεού, που μας παιδαγωγεί με αγάπη, ακόμη και αν μπορέσει κανείς να ανέβει όλη την κλίμακα του Ιακώβ(Γέν. 28, 12) με την προκοπή στους ασκητικούς κόπους.
Ο ίδιος ο Κύριος λέει ότι ο σατανάς έπεσε σαν αστραπή από τον ουρανό(Λουκ. 10, 18), για να μη βλέπει ο κακόμορφος τα κατοικητήρια των αγίων Αγγέλων. Πώς λοιπόν αυτός που δεν κρίνεται άξιος της επικοινωνίας με τους καλούς δούλους, μπορεί να έχει ως κοινό κατοικητήριο μαζί με το Θεό, τον ανθρώπινο νου; Αλλά και αν προβάλλουν ότι γίνεται αυτό κατά παραχώρησιν, τίποτε δεν λένε. Γιατί η παιδαγωγική μεν παραχώρηση δεν στερεί διόλου την ψυχή από το θεϊκό φως: η χάρη μόνο, όπως ήδη είπα, κρύβει συνήθως από το νου την παρουσία της, για να εκθέτει κατά κάποιο τρόπο την ψυχή στην κακία των δαιμόνων, ώστε αυτή να ζητά με κάθε φόβο και πολλή ταπείνωση τη βοήθεια του Θεού, καθώς θα γνωρίζει λίγο-λίγο την κακία του εχθρού· έτσι και η μητέρα, όταν το βρέφος της δυστροπεί να θηλάσει, το απωθεί λίγο από την αγκαλιά της για να φοβηθεί από τη (φανταστική) παρουσία άσχημων ανθρώπων ή διαφόρων θηρίων, και έτσι με μεγάλο φόβο και δάκρυα να επιστρέψει στη μητρική αγκαλιά. Η δε παραχώρηση που γίνεται από αποστροφή του Θεού, παραδίνει την ψυχή που δεν θέλει το Θεό στους δαίμονες σαν δέσμια. Εμείς όμως δεν είμαστε τέκνα που ο Θεός αποστράφηκε, μη γένοιτο· αλλά πιστεύομε ότι είμαστε γνήσια βρέφη της χάρης του Θεού, που μας γαλουχεί με μικρές παραχωρήσεις και πολλές ενθαρρύνσεις, ώστε με την αγαθότητά της να φτάσομε να γίνομε άνδρες τέλειοι, με πλήρη πνευματική ωριμότητα.
Η παιδαγωγική παραχώρηση φέρνει μεγάλη λύπη και ταπείνωση, και μετά μέτρια απελπισία στην ψυχή, για να έρχεται το φιλόδοξο και δειλό μέρος της σε ταπείνωση. Αμέσως όμως φέρνει φόβο Θεού και δάκρυα εξομολογήσεως στην καρδιά και μεγάλη επιθυμία για την άριστη σιωπή. Η δε παραχώρηση από αποστροφή του Θεού αφήνει να γεμίσει η ψυχή· από απελπισία, απιστία, οργή και υπερηφάνεια. Πρέπει λοιπόν να διακρίνομε με την πείρα μας το είδος της παραχωρήσεως και ανάλογα να προσερχόμαστε στο Θεό. Στην πρώτη περίπτωση, οφείλομε να του προσφέρομε ευχαριστία και απολογία, γιατί παιδαγωγεί την απαίδευτη γνώμη μας, αποσύροντας την χάρη Του, για να μας διδάσκει ως αγαθός Πατέρας τη διαφορά αρετής και κακίας. Στην δεύτερη περίπτωση, πρέπει να προσφέρομε ακατάπαυστη εξομολόγηση των αμαρτημάτων μας, αδιάκοπα δάκρυα και μεγαλύτερο χωρισμό από τους ανθρώπους, για να μπορέσομε με την προσθήκη των κόπων μας να εξιλεώσομε το Θεό, ώστε να επιβλέψει όπως και πριν στις καρδιές μας. Πρέπει όμως να γνωρίζομε ότι όταν η μάχη γίνεται με πραγματική συμπλοκή μεταξύ ψυχής και σατανά, εννοώ στην περίπτωση της παιδευτικής παραχωρήσεως, τότε η χάρη αποτραβιέται όπως προείπα, αλλά βοηθεί την ψυχή χωρίς αυτή να το γνωρίζει, για να επιδείξει στους εχθρούς της ψυχής ότι η νίκη είναι μόνο δική της.
Το χειμώνα, όταν σταθεί κανείς στο ύπαιθρο και βλέπει προς την ανατολή το πρωί, το μπροστινό μέρος του σώματός του ζεσταίνεται λίγο από τον ήλιο, όχι όμως και το πίσω μέρος, γιατί δεν είναι ο ήλιος κατακόρυφα από πάνω του. Έτσι και εκείνοι που αρχίζουν να δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος, θερμαίνονται λίγο στην καρδιά από τη θεία χάρη και γι’ αυτό ο νους τους αρχίζει να καρποφορεί πνευματικά νοήματα. Φανερά όμως μέρη της καρδιάς τους μένουν ακόμη με το σαρκικό φρόνημα, επειδή δεν καταφωτίζονται ακόμα όλα τα μέλη της καρδιάς με βαθιά αίσθηση από την αγία χάρη. Μερικοί δεν μπόρεσαν να το εννοήσουν αυτό και νόμισαν ότι στο νου υπάρχουν δύο υποστάσεις (υπάρξεις) που αντιμάχονται μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν συμβαίνει η ψυχή την ίδια στιγμή να σκέφτεται και καλά και κακά, όπως στο παράδειγμα που αναφέραμε ότι ο άνθρωπος και κρυώνει και ζεσταίνεται. Αφότου ο νους μας έπεσε στην κατάσταση της διπλής γνώσεως, δηλ. του καλού και του κακού, εξ ανάγκης και χωρίς να θέλει, την ίδια στιγμή κάνει και καλές και κακές σκέψεις, και μάλιστα σ’ εκείνους που αποκτούν λεπτή διάκριση. Όπως δηλαδή σπεύδει πάντοτε να σκέφτεται το καλό, ευθύς θυμάται και το κακό, επειδή με την παρακοή του Αδάμ, σχίστηκε στα δύο η μνήμη του άνθρωπου. Αν λοιπόν αρχίσομε με θερμό ζήλο να εκτελούμε τις εντολές του Θεού, τότε η χάρη φωτίζει με βαθιά αίσθηση όλα τα αισθητήριά μας, και κατακαίει τις δικές μας ενθυμήσεις· και ευφραίνοντας την καρδιά μας με μια ειρήνη ανυποχώρητης αγάπης, μας κάνει έτσι να σκεφτόμαστε πλέον μόνο πνευματικά και όχι σαρκικά. Αυτό πάρα πολύ συμβαίνει σ’ εκείνους που προσεγγίζουν την τελειότητα, οι οποίοι έχουν στην καρδιά τους ακατάπαυστη τη μνήμη του Κυρίου Ιησού.
Δύο καλά μάς προμηθεύει η θεία χάρη με το Βάπτισμα, από τα οποία το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Το ένα το χαρίζει αμέσως: μας ανακαινίζει με το νερό του Βαπτίσματος και λαμπρύνει όλες τις γραμμές της ψυχής, δηλαδή την «εικόνα» του Θεού μέσα μας, και μας καθαρίζει από κάθε κηλίδα της αμαρτίας. Το δεύτερο αγαθό –το «καθ’ ομοίωσιν»– η χάρη περιμένει να το πραγματοποιήσει μαζί μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με πολλή αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι η χάρη άρχισε να ζωγραφίζει πάνω στο «κατ’ εικόνα», το «καθ’ ομοίωσιν». Οι ζωγράφοι στην αρχή ιχνογραφούν το σχήμα του ανθρώπου, και σιγά-σιγά, προσθέτοντας τα διάφορα χρώματα, φτάνουν να απεικονίσουν μέχρι και τις τρίχες τη μορφή αυτού που ζωγραφίζουν. Έτσι και η θεία χάρη, πρώτα με το Βάπτισμα ρυθμίζει το «κατ’ εικόνα», επαναφέροντας τον άνθρωπο στο τι ήταν όταν δημιουργήθηκε. Και όταν δει ότι με όλη τη διάθεσή μας επιθυμούμε το κάλλος της «ομοιώσεως» και ότι στεκόμαστε γυμνοί και άφοβοι στο εργαστήριό της, τότε ζωγραφίζει αρετή πάνω στην αρετή και προσθέτει στη μορφή της ψυχής δόξα πάνω στη δόξα και της προσδίδει τον χαρακτήρα της ομοιώσεως. Ώστε η αίσθηση μάς φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο «καθ’ ομοίωσιν», αλλά την τελειότητα της ομοιώσεως θα τη γνωρίσομε από τον φωτισμό. Ο νους αποκτά με την αίσθηση όλες τις αρετές με κάποιο μέτρο και κάποια τάξη ανέκφραστη, όταν προχωρεί στην τελειότητα· αλλά την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να την αποκτήσει αν δεν φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν ο νους δεν πάρει τελείως το «καθ’ ομοίωσιν» μέσω του θείου φωτός, όλες σχεδόν τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, αλλά είναι αμέτοχος ακόμη της τέλειας αγάπης. Όταν ομοιωθεί με την αρετή του Θεού (εννοώ όσο μπορεί ο άνθρωπος να ομοιωθεί με το Θεό), τότε έχει πάνω του και την ομοίωση της θείας αγάπης. Σε μια προσωπογραφία όταν προστεθεί στο σχέδιο η κατάλληλη απόχρωση από κάθε χρώμα, η προσωπογραφία μοιάζει στον εικονιζόμενο ακόμη και στο μειδίαμα. Έτσι και σ’ εκείνους που ζωγραφίζονται από τη θεία χάρη για να γίνουν «καθ’ ομοίωσιν», όταν προστεθεί ο φωτισμός της αγάπης, τότε φανερώνει ότι το «κατ’ εικόνα» βρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν στην ωραιότητα του «καθ’ ομοίωσιν». Καμιά άλλη αρετή δεν μπορεί να προξενήσει απάθεια στην ψυχή, παρά μόνο η αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι εκπλήρωση όλου του νόμου(Ρωμ. 13, 10). Ώστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα με την ημέρα ο εσωτερικός μας άνθρωπος(Β΄ Κορ. 4, 16) με τη γεύση της αγάπης, και ολοκληρώνεται όταν φτάσει στην τελειότητά της.
Το Άγιο Πνεύμα στην αρχή της πνευματικής προόδου, αν αγαπήσομε με θερμότητα την αρετή του Θεού, δίνει στην ψυχή να γευθεί την γλυκύτητα του Θεού με όλη την αίσθηση και κάθε εσωτερική πληροφορία, για να μπορέσει να εννοήσει ο νους με ακριβή γνώση το τέλειο βραβείο των κόπων που καταβάλλονται για το Θεό. Κατόπιν όμως κρύβει το πολύτιμο και ζωοποιό αυτό δώρο, ώστε και αν εργαζόμαστε όλες τις άλλες αρετές, να νομίζομε ότι δεν είμαστε τίποτε, για το λόγο ότι δεν κάναμε ακόμη συνήθεια την αγία αγάπη. Τότε λοιπόν, κυρίως ο δαίμονας του μίσους ενοχλεί τις ψυχές όσων αγωνίζονται, ώστε και εναντίον εκείνων που τους αγαπούν να σηκώνει μίσος, και μέχρι προδοσίας να φέρνει την καταστρεπτική ενέργεια του μίσους. Γι’ αυτό περισσότερο πονεί η ψυχή με το να θυμάται την πνευματική αγάπη, χωρίς να μπορεί να την αποκτήσει με αίσθηση, γιατί υστερεί στους τέλειους ασκητικούς κόπους. Είναι ανάγκη λοιπόν, έστω και βιάζοντας τον εαυτό μας, να εργαζόμαστε την τέλεια αγάπη για να φτάσομε να την γευθούμε με κάθε αίσθηση και εσωτερική πληροφορία. Γιατί την τελειότητα της αγάπης κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα, παρά μόνο οι άγιοι που έφτασαν ως το μαρτύριο και την τέλεια ομολογία της πίστεως. Επειδή εκείνος που έφτασε ως το μαρτύριο, μεταβάλλεται ολόκληρος και ούτε για τροφή δεν έχει εύκολη την όρεξη· γιατί εκείνος που τρέφεται από τη θεία αγάπη, τι να επιθυμήσει πλέον από αυτόν τον κόσμο; Γι’ αυτό και ο σοφότατος Παύλος, ο γεμάτος από πνευματική γνώση, μας αναγγέλλει την μέλλουσα απόλαυση των δικαίων από τη δική του πείρα και λέει: «Η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητό και ποτό, παρά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά που δίνει το Άγιο Πνεύμα»(Ρωμ. 14, 17)· και αυτά είναι ο καρπός της τέλειας αγάπης. Ώστε μπορούν να γεύονται εδώ συνεχώς την τέλεια αγάπη εκείνοι που προκόβουν στην τελειότητα. Τέλεια όμως κανείς δεν μπορεί να την αποκτήσει, παρά όταν καταποθεί η θνητότητα από τη ζωή(Β΄ Κορ. 5, 4).
Μου διηγήθηκε κάποιος από εκείνους που αγαπούν αχόρταγα το Θεό, ότι επιθύμησε κάποτε να γνωρίσει φανερά την αγάπη του Θεού, και του το έδωσε με πολλή αίσθηση και εσωτερική πληροφορία ο Αγαθός. «Και τόσο πολύ αισθάνθηκα την ενέργειά της, είπε, ώστε η ψυχή μου να βιάζεται να βγει από το σώμα με μια ανέκφραστη χαρά και αγάπη και να μεταβεί στον Κύριο, σαν να αγνοεί αυτή την πρόσκαιρη ζωή». Εκείνος που έλαβε πείρα της τέτοιας αγάπης, και αν πάρα πολύ υβριστεί ή αδικηθεί από άλλον –γιατί συμβαίνει να έχει αυτός κάποιον να τον λυπεί– δεν οργίζεται εναντίον του, αλλά μένει σαν να είναι κολλημένος με την αγάπη στην ψυχή εκείνου που τον έβρισε ή τον αδίκησε. Εξάπτεται μόνο εναντίον εκείνων οι οποίοι ή καταδιώκουν τους φτωχούς ή απευθύνουν κατά του Θεού λόγους άδικους, όπως λέει η Γραφή(Ψαλμ. 74, 6), ή ζουν με άλλο κακό τρόπο. Γιατί εκείνος που αγαπά το Θεό πολύ παραπάνω από τον εαυτό του, ή μάλλον που δεν αγαπά πλέον τον εαυτό του, αλλά μόνο το Θεό, δεν μάχεται πλέον για τη δική του τιμή, αλλά μόνο θέλει να τιμάται η δικαιοσύνη Εκείνου, που τον τίμησε με αιώνια τιμή. Αυτό δεν το θέλει με μισή καρδιά, αλλά έχει αυτή τη διάθεση σαν συνήθεια, λόγω της πολλής πείρας της αγάπης του Θεού. Εκτός από αυτά, πρέπει να γνωρίζομε ότι εκείνος που με την ενέργεια της χάρης έχει τόση πολλή αγάπη, ξεπερνά και την πίστη κατά τον καιρό αυτής της θείας ενέργειας, επειδή από την πολλή αγάπη κρατά με αίσθηση καρδιάς Αυτόν, που τιμά με την πίστη. Αυτό το φανερώνει με σαφήνεια ο άγιος Απόστολος λέγοντας: «Τώρα μένουν αυτά τα τρία, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη. Το μεγαλύτερο όμως από αυτά είναι η αγάπη»(Α΄ Κορ. 13, 13). Γιατί εκείνος που –όπως είπα– κατέχει το Θεό με τον πλούτο της αγάπης, είναι τότε πολύ ανώτερος από την πίστη του, αφού βρίσκεται ολόκληρος μέσα στον θείο πόθο.
Η μέτρια ενέργεια της αγίας γνώσεως μάς κάνει να λυπούμαστε πολύ όταν εξαιτίας κάποιου ερεθισμού υβρίσομε άλλον και τον κάνομε εχθρό μας. Γι’ αυτό δεν παύει να κεντά τη συνείδησή μας μέχρις ότου με πολλή απολογία προς τον υβρισθέντα τον επαναφέρομε στην προηγούμενη διάθεση. Η τέλεια όμως ενέργεια της αγίας γνώσεως, και άδικα αν οργιστεί κάποιος κοσμικός άνθρωπος εναντίον μας, μας κάνει να εξετάζομε και να φροντίζομε πολύ γι’ αυτό, επειδή οπωσδήποτε γινόμαστε εμπόδιο σε κάποιον που είναι στραμμένος στα παρόντα. Από αυτό και ο νους μας παύει τις πνευματικές θεωρίες· γιατί ο λόγος της γνώσεως, που είναι όλο αγάπη, δεν επιτρέπει στη διάνοια να απλωθεί για να συλλάβει τα θεία αντικείμενα της θεωρίας, αν προηγουμένως δεν επαναφέρομε στην αγάπη και εκείνον που οργίζεται άδικα εναντίον μας. Αν όμως εκείνος δεν θέλει να γίνει αυτό ή έχει απομακρυνθεί από τα μέρη που ζούμε, τότε η αγία γνώση μάς ωθεί να έχομε τη μορφή του προσώπου του στη ψυχή μας με απεριόριστη αγάπη, και έτσι στο βάθος της καρδιάς να εκπληρώσομε το νόμο της αγάπης. Γιατί έχει λεχθεί ότι πρέπει και τα πρόσωπα εκείνων που χωρίς λόγο οργίζονται εναντίον μας, να τα βλέπομε στη διάνοιά μας χωρίς οργή, όσοι θέλομε να έχομε γνώση Θεού. Και αν κάνομε αυτό, τότε όχι μόνον ο νους μας θα κινηθεί στη θεολογία χωρίς πλάνη, αλλά και στην αγάπη του Θεού θα ανέβει με μεγάλη παρρησία, τρέχοντας χωρίς εμπόδιο από τη δεύτερη βαθμίδα στην πρώτη.
Ο δρόμος της αρετής, σ’ εκείνους που αρχίζουν να έχουν έρωτα για την ευσέβεια φαίνεται σκληρός και πολύ σκυθρωπός, όχι γιατί είναι πράγματι τέτοιος, αλλά γιατί η ανθρώπινη φύση ευθύς από τη γέννηση ζει και συναναστρέφεται μέσα στο πλάτος των ηδονών. Σ’ εκείνους που μπόρεσαν να φτάσουν στο μέσο του δρόμου, φαίνεται ευχάριστος και ξεκούραστος, επειδή έχει υποταχθεί η κακία στην συνήθεια της αρετής και χάνεται μαζί με την ανάμνηση των παράλογων ηδονών. Γι αυτό η ψυχή στο εξής βαδίζει μ’ ευχαρίστηση το δρόμο των αρετών. Για τούτο ο Κύριος, όταν μας προτρέπει στο δρόμο της σωτηρίας, στην αρχή λέει: «Πόσο στενός και δύσκολος είναι ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία! Και είναι λίγοι όσοι τον βρίσκουν»(Ματθ. 7, 14). Σ’ εκείνους πάλι που με θερμή διάθεση αποφασίζουν την τήρηση των αγίων εντολών Του, λέει: «Ο ζυγός μου είναι ήπιος και το φορτίο μου ελαφρό»(Ματθ. 11, 30). Πρέπει λοιπόν από την αρχή του πνευματικού αγώνα να εργαζόμαστε με κάποια βία τις άγιες εντολές του Θεού, ώστε ο αγαθός Κύριος, βλέποντας το σκοπό και τον κόπο μας, να μας δώσει θέληση έτοιμη να υπηρετεί με πολλή ευχαρίστηση τα ένδοξα θελήματά Του. Γιατί ο Κύριος είναι που κάνει πρόθυμη τη θέληση(Παροιμ. 8, 35), ώστε με πολλή χαρά να εργαζόμαστε ακατάπαυστα το αγαθό. Τότε πράγματι θα αισθανθούμε ότι ο Θεός είναι αυτός που ενεργεί μέσα μας και το να θέλομε και το να ενεργούμε κατά τη θέλησή Του(Φιλιπ. 2, 13).
Όπως το κερί αν δεν ζεσταθεί και μαλαχθεί πολύ δεν μπορεί να δεχτεί τη σφραγίδα που βάζομε πάνω του, έτσι και ο άνθρωπος αν δεν δοκιμαστεί με κόπους και ασθένειες δεν μπορεί να λάβει τη σφραγίδα της αρετής του Θεού. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει στο θείο Παύλο: «Σου αρκεί η χάρη μου· γιατί η δύναμή μου ολοκληρώνεται στην ασθένεια». Και ο ίδιος ο Απόστολος καυχιέται με τα εξής λόγια: «Με πολλή ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχηθώ περισσότερο για τις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 12, 9). Αλλά και το βιβλίο των Παροιμιών γράφει: «Όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί· μαστιγώνει όποιον παραδέχεται παιδί Του»(Παροιμ. 3, 12). Ο Απόστολος λέγοντας «ασθένειες» εννοεί τις επιθέσεις των εχθρών του σταυρού, που συνεχώς συνέβαιναν και σ’ αυτόν και σε όλους τους τότε αγίους, για να μην υπερηφανεύονται, όπως λέει ο ίδιος, εξαιτίας των υπερβολικών αποκαλύψεων(Β΄ Κορ. 12, 7)· αλλά μάλλον να μένουν με την ταπείνωση στην κατάσταση της τελειότητας, και με τους συχνούς εξευτελισμούς να διατηρούν τη δωρεά του Θεού με οσιότητα. Εμείς όμως τώρα όταν λέμε «ασθένειες», εννοούμε τους πονηρούς λογισμούς και τις σωματικές αρρώστιες. Τότε, επειδή τα σώματα των αγίων που αγωνίζονταν κατά της αμαρτίας παραδίνονταν σε θανατηφόρες πληγές και σε διάφορες άλλες κακοπάθειες, ήταν πολύ ανώτερα από τα πάθη που μπήκαν λόγω της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση. Τώρα όμως, επειδή πληθύνεται με τη χάρη του Κυρίου η ειρήνη των εκκλησιών, πρέπει να δοκιμάζονται οι αγωνιστές της ευσέβειας, στο σώμα με συνεχείς αρρώστιες και στην ψυχή με πονηρούς λογισμούς· και μάλιστα εκείνοι στους οποίους η πνευματική γνώση ενεργεί με κάθε αίσθηση και εσωτερική πληροφορία, για να αποφεύγουν κάθε κενοδοξία και κάθε υπερήφανη σκέψη και να μπορέσουν –καθώς είπα– να δεχτούν μέσα στις καρδιές τους με μεγάλη ταπείνωση τη σφραγίδα της θείας ωραιότητας, σύμφωνα μ’ εκείνο που λέει ο Δαβίδ: «Τυπώθηκε επάνω μας Κύριε το φως του προσώπου Σου»(Ψαλμ. 4, 7). Πρέπει λοιπόν με ευχαριστία να υπομένομε το θέλημα του Κυρίου· και αυτό θα μας λογαριαστεί ως ένα δεύτερο μαρτύριο, τόσο οι συνεχείς αρρώστιες, όσο και η μάχη εναντίον των δαιμονικών λογισμών. Γιατί ο διάβολος που έλεγε τότε στους αγίους μάρτυρες μέσω των άνομων εκείνων αρχόντων να αρνηθούν το Χριστό και να επιθυμήσουν τη δόξα του βίου, στέκεται και τώρα και λέει τα ίδια στους δούλους του Θεού ακατάπαυστα. Αυτός που έκανε τότε να υποφέρουν τα σώματα των αγίων και κακοποιούσε υπερβολικά τους τιμημένους δασκάλους του Ευαγγελίου μέσω εκείνων που υπηρετούσαν τα διαβολικά εκείνα φρονήματα, ο ίδιος φέρνει και τώρα στους ομολογητές της ευσέβειας τα διάφορα παθήματα, με πολλές ύβρεις και εξευτελισμούς, όταν μάλιστα αυτοί βοηθούν για τη δόξα του Κυρίου με πολλή δύναμη τους φτωχούς που κακοπαθοϋν. Και γι’ αυτό, είναι ανάγκη με βεβαιότητα και υπομονή να εργαζόμαστε το μαρτύριο της συνειδήσεώς μας ενώπιον του Θεού, όπως λέει ο Δαβίδ: «Περίμενα με πολλή υπομονή τον Κύριο, και μου έδειξε προσοχή»(Ψαλμ. 39, 2).
Η ταπεινοφροσύνη είναι κάτι που δύσκολα κανείς αποκτά, γιατί όσο μεγάλο πράγμα είναι, τόσο με πολλούς αγώνες κατορθώνεται. Όμως έρχεται με δύο τρόπους σ’ εκείνους που μετέχουν στη θεία γνώση. Όταν δηλαδή ο αγωνιστής της ευσέβειας βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση της πνευματικής πείρας, τότε έχει κάπως ταπεινότερο το φρόνημα, ή λόγω ασθένειας του σώματος, ή εξαιτίας εκείνων που χωρίς λόγο εχθρεύονται όσους αγωνίζονται για τη δικαιοσύνη, ή εξαιτίας των πονηρών λογισμών. Όταν όμως ο νους με πολλή αίσθηση και πληροφορία καταφωτιστεί από τη θεία χάρη, τότε η ψυχή έχει την ταπεινοφροσύνη σαν φυσική· γιατί καθώς τρέφεται πλούσια από τη θεία αγαθότητα, δεν μπορεί πλέον να φουσκώνει στην έπαρση της φιλοδοξίας, ακόμη και αν εργάζεται ακατάπαυστα τις εντολές του Θεού, και μάλλον νομίζει τον εαυτό της κατώτερο απ’ όλους, γιατί έχει έρθει σε κοινωνία με τη θεία επιείκεια. Η πρώτη εκείνη ταπεινοφροσύνη έχει συνήθως λύπη και στενοχώρια, ενώ η δεύτερη έχει χαρά και συστολή γεμάτη σοφία. Γι’ αυτό – όπως είπα– η πρώτη έρχεται σ’ εκείνους που βρίσκονται στο μέσο των αγώνων, ενώ η άλλη αποστέλλεται σ’ εκείνους που πλησιάζουν την τελειότητα. Γι’ αυτό η πρώτη πολλές φορές αλλοιώνεται από τις βιοτικές επιτυχίες, ενώ η άλλη, και αν της προσφέρουν όλες τις βασιλείες του κόσμου, δεν επηρεάζεται, ούτε αισθάνεται διόλου τα φοβερά βέλη της αμαρτίας. Γιατί αφού είναι ολόκληρη πνευματική, αγνοεί οπωσδήποτε τις σωματικές δόξες. Πρέπει όμως ο αγωνιστής με κάθε τρόπο να περάσει από την πρώτη για να φτάσει στη δεύτερη· γιατί αν η χάρη δε μαλακώσει προηγουμένως με την πρώτη το αυτεξούσιό μας, για να μας δοκιμάσει μέσω των παιδαγωγικών θλίψεων, δε μας χαρίζει τη μεγαλοπρέπεια της τέλειας ταπεινοφροσύνης.
Εκείνοι που αγαπούν τις ηδονές του βίου, φτάνουν στην αμαρτία από τους λογισμούς. Καθώς τους οδηγεί μια γνώμη χωρίς διάκριση, επιθυμούν όλες τις εμπαθείς σκέψεις τους να τις κάνουν λόγια άνομα και ασεβή έργα. Όσοι αντίθετα προσπαθούν να κατορθώσουν τον ασκητικό βίο, από τα σφάλματα έρχονται στους πονηρούς λογισμούς, ή σε πονηρά και επιβλαβή λόγια. Γιατί όταν οι δαίμονες δούνε τους ανθρώπους αυτούς να ακούν με ευχαρίστηση κατηγορίες για άλλους, ή να αργολογούν και να λένε λόγια που δεν αρμόζουν, ή να γελούν απρεπώς, ή να θυμώνουν υπερβολικά, ή να επιθυμούν την κούφια και μάταιη δόξα, τότε όλοι μαζί οπλίζονται εναντίον τους. Και μεταχειρίζονται κυρίως τη φιλοδοξία για πρόφαση της κακίας τους και μέσω αυτής σαν από σκοτεινή θυρίδα πηδούν και αρπάζουν τις ψυχές. Πρέπει λοιπόν εκείνοι που θέλουν να ζουν με όλες τις αρετές, να μην επιθυμούν τη δόξα, ούτε με πολλούς να αναστρέφονται, ούτε να βγαίνουν συχνά έξω, ή να κατηγορούν τους άλλους, και αν ακόμη οι κατηγορούμενοι είναι άξιοι της κατηγορίας, ούτε πολύ να μιλούν, και αν ακόμη μπορούν να λένε πάντοτε καλά. Γιατί η πολυλογία διασκορπίζει υπερβολικά το νου, και όχι μόνο τον κάνει αδρανή στην πνευματική εργασία, αλλά και τον παραδίνει στο δαίμονα της ακηδίας· αυτός πάλι, αφού τον εξασθενήσει υπέρμετρα, τον παραδίνει στους δαίμονες της λύπης και της οργής. Πρέπει λοιπόν πάντοτε να απασχολούμε το νου στην τήρηση των αγίων εντολών και στη βαθιά μνήμη του ένδοξου Κυρίου. Γιατί λέει η Γραφή: «Όποιος εφαρμόζει εντολή, δε θα γνωρίσει πονηρό λόγο»(Εκκλ. 8, 5), δηλαδή δεν θα ξεστρατίσει σε πονηρούς λογισμούς ή λόγους.
Όταν η καρδιά με έναν πόνο που καίει δέχεται τα τοξεύματα των δαιμόνων, ώστε να νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι πραγματικά βέλη, τότε η ψυχή μισεί με πόνο τα πάθη, καθώς βρίσκεται στην αρχή της καθάρσεως· γιατί αν δεν πονέσει πολύ για την αναίδεια της αμαρτίας, δε θα μπορέσει να χαρεί πλουσιοπάροχα για την αγαθότητα της αρετής. Εκείνος λοιπόν που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του, ας την φλογίζει διαρκώς με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού, αυτό μόνον έχοντας μελέτη και ακατάπαυστη εργασία. Δεν πρέπει άλλοτε να προσεύχονται κι άλλοτε όχι, εκείνοι που θέλουν να αποβάλουν τη σαπρότητά τους, αλλά πάντοτε να ασχολούνται με την προσευχή και τη φύλαξη του νου, ακόμη και όταν βρίσκονται έξω από τις εκκλησίες. Εκείνος που θέλει να καθαρίσει τον χρυσό, αν για λίγο αφήσει τη φωτιά να σταματήσει, σκληραίνεται πάλι το μετάλλευμα που καθαρίζει. Έτσι και εκείνος που άλλοτε θυμάται το Θεό και άλλοτε όχι, εκείνο που νομίζει ότι αποκτά με την προσευχή το χάνει με την απραξία. Το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αγαπά την αρετή είναι να αφανίζει πάντοτε, με τη μνήμη του Θεού, ό,τι γήινο υπάρχει στην καρδιά, ώστε σιγά-σιγά το κακό να αφανιστεί τελείως από τη φωτιά της μνήμης του αγαθού και η ψυχή να επανέλθει με μεγαλύτερη δόξα στη φυσική της λαμπρότητα.
Απάθεια δεν είναι το να μη μας πολεμούν οι δαίμονες –γιατί τότε θα έπρεπε να φύγομε από τον κόσμο, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 5, 10)– αλλά ενώ μας πολεμούν, να μένομε απολέμητοι. Οι σιδερόφρακτοι πολεμιστές τοξεύονται από τους αντιπάλους τους, ακούνε και τον ήχο του βέλους, ακόμη βλέπουν και τα βέλη που ρίχνουν εναντίον τους οι εχθροί, αλλά δεν τραυματίζονται λόγω της στερεότητας των πολεμικών ενδυμάτων τους. Αλλά εκείνοι μένουν απολέμητοι, επειδή είναι περιφραγμένοι από σιδερένια ενδύματα. Εμείς όμως, φορώντας την πανοπλία του αγίου φωτός και την περικεφαλαία της σωτηρίας και οπλισμένοι με όλα τα καλά έργα, ας διασπάσομε τις σκοτεινές φάλαγγες των δαιμόνων. Γιατί την καθαρότητα δεν τη φέρνει μόνο το να μην πράττομε τα κακά, αλλά το να καταστρέψομε ολότελα τα κακά με την επιμέλεια των καλών.
Όταν ο άνθρωπος του Θεού νικήσει όλα σχεδόν τα πάθη, δυο δαίμονες απομένουν που παλεύουν εναντίον του. Από αυτούς ο ένας ενοχλεί την ψυχή, και από τη μεγάλη αγάπη προς το Θεό την οδηγεί σ’ ένα άκαιρο ζήλο, ώστε να μη θέλει κανέναν άλλο να αρέσει όπως αυτή στο Θεό. Ο άλλος πολεμεί το σώμα παρακινώντας το σε μια φλογερή επιθυμία συνουσίας. Αυτό συμβαίνει στο σώμα, από το ένα μέρος επειδή η ηδονή αυτή είναι μέσα στη φύση του για τη γέννηση παιδιών, κι έτσι εύκολα νικά· κι από το άλλο μέρος κατά παραχώρηση του Θεού. Όταν δει ο Κύριος κανένα αγωνιστή που ακμάζει με πλήθος αρετών, παραχωρεί κάποτε να καταμολύνεται από τον δαίμονα αυτόν, για να έχει αιτία να νομίζει τον εαυτό του χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Η ενόχληση από αυτό το πάθος ακολουθεί τα κατορθώματα, ή άλλοτε προηγείται, ώστε είτε πριν είτε μετά ενεργεί το πάθος, η ψυχή να φαίνεται αχρεία, όσο και αν είναι μεγάλα τα κατορθώματά της. Αλλά τον πρώτο δαίμονα θα τον πολεμήσομε με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και αγάπη, και τον δεύτερο με εγκράτεια, έλλειψη οργής και βαθιά μελέτη του θανάτου, για να αισθανόμαστε με τους τρόπους αυτούς ακατάπαυστα την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και να νικήσομε με τη χάρη τού Κυρίου και τα πάθη αυτά.
Όσοι γίναμε μέτοχοι της αγίας γνώσεως, πάντως θα δώσομε λόγο και για τους αθέλητους μετεωρισμούς μας, όπως λέει και ο θείος Ιώβ: «Επεσήμανες και κάθε τυχόν ακούσιο παράπτωμά μου»(Ιώβ 14, 17). Και αυτό είναι δίκαιο- γιατί αν δε σταματήσει κανείς την παντοτινή μνήμη του Θεού, και δεν παραμελήσει τις άγιες εντολές Του, δε θα πέσει ούτε σε εκούσιο, ούτε σε ακούσιο παράπτωμα. Πρέπει λοιπόν αμέσως και για τα ακούσια παραπτώματα να προσφέρομε θερμή εξομολόγηση στον Κύριο, δηλαδή για τις παραβάσεις του μοναχικού κανόνα (γιατί δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μην κάνει ανθρώπινα λάθη), μέχρις ότου πληροφορηθεί η συνείδησή μας μέσα σε δάκρυα αγάπης για τη συγχώρησή τους. «Γιατί αν ομολογούμε τις αμαρτίες μας –λέει η Γραφή– είναι αξιόπιστος και δίκαιος και θα συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία»(Α΄ Ιω. 1, 9). Πρέπει λοιπόν να προσέχομε αδιάκοπα το είδος της εξομολογήσεως, μήπως η συνείδησή μας ξεγελά τον εαυτό της, με το να νομίζει ότι αρκετά εξομολογήθηκε στο Θεό. Γιατί η κρίση του Θεού είναι πολύ ανώτερη από τη συνείδησή μας, ακόμη και αν κανείς, με κάθε εσωτερική πληροφορία, τίποτε δεν αισθάνεται για το οποίο να τον κατηγορεί η συνείδηση, καθώς ο σοφότατος Παύλος μάς διδάσκει λέγοντας: «Αλλά ούτε τον εαυτό μου δεν ανακρίνω· για τίποτα δε βρίσκω να με κατηγορεί η συνείδησή μου, αλλά η δικαίωσή μου δε βρίσκεται εδώ. Αυτός που με κρίνει είναι ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 4, 3–4). Γιατί αν δεν εξομολογηθούμε και γι’ αυτά όπως πρέπει, θα δοκιμάσομε κάποιαν άγνωστη δειλία στην ώρα του θανάτου μας. Θα έπρεπε εμείς που αγαπούμε τον Κύριο, να προσευχόμαστε να βρεθούμε τότε χωρίς κανένα φόβο. Γιατί εκείνος που δοκιμάζει τότε φόβο, δε θα περάσει ελεύθερα από τους άρχοντες του ταρτάρου· γιατί αυτοί θα έχουν σαν συνήγορο της κακίας τους τη δειλία της ψυχής. Η ψυχή όμως που αισθάνεται αγαλλίαση με την αγάπη του Θεού κατά την ώρα του θανάτου, πηγαίνει πάνω από όλες τις σκοτεινές παρατάξεις μαζί με τους αγγέλους, πετώντας με τα φτερά της πνευματικής αγάπης, αφού έχει χωρίς κανένα κενό το πλήρωμα του νόμου, την αγάπη(Ρωμ. 13, 10). Γι’ αυτό και κατά την παρουσία του Κυρίου, θα αρπαγούν μαζί με όλους τους αγίους εκείνοι που θα τελειώνουν τον βίο με τέτοια παρρησία, ενώ εκείνοι που και λίγο δειλιάζουν την ώρα του θανάτου, θα αφεθούν μαζί με το πλήθος των άλλων ανθρώπων, σαν υπόδικοι, για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως, και έτσι να δεχτούν την κληρονομιά που τους οφείλεται κατά τα έργα τους από τον αγαθό Θεό μας και βασιλιά Ιησού Χριστό. Γιατί Αυτός είναι ο Θεός της δικαιοσύνης και δικός Του είναι ο πλούτος της αγαθότητας της βασιλείας Του που δίνει σ’ εμάς που τον αγαπούμε, σε όλους τους αιώνες. Αμήν.
Ερμηνεία του Αγ. Μαξίμου στη φράση του 100ου κεφ. «για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως». Εκείνοι που απέκτησαν την τελειότητα της αγάπης προς το Θεό και ανύψωσαν την ψυχή με τις αρετές, θ’ αρπαχτούν μέσα σε σύννεφα, κατά τον Απόστολο(Α΄ Θεσ. 4,17), και δε θα υποστούν κρίση. Εκείνοι όμως που δεν απέκτησαν ολόκληρη την τελειότητα, αλλά έχουν αμαρτήματα μαζί με τα κατορθώματα, αυτοί έρχονται στο δικαστήριο της κρίσεως. Και εκεί, με την εξέταση των καλών και των κακών πράξεων, θα είναι σαν να φλογίζονται, και αν βαρύνει η πλάστιγγα των καλών πράξεων, καθαρίζονται από την κόλαση.