Όσιος Ηλίας ο Πρεσβύτερος και Έκδικος

Σύντομη Βιογραφία

Ο Ηλίας, ο θείος αυτός πατέρας, ο επονομαζόμενος Έκδικος, μάς είναι άγνωστο αν είναι ο Ηλίας ο Κρήτης, ο σχολιαστής των θεολογικών λόγων του αγίου Γρηγορίου, ή κάποιος άλλος. Αλλά, όπως ο τεχνίτης κρίνεται από τα έργα του, αν κρίνομε κι αυτόν από τα παρόντα κεφάλαιά του, ήταν άνθρωπος που έφτασε όσο λίγοι στο άκρο της σοφίας, και της κοσμικής και πολύ περισσότερο της δικής μας, που είναι ανώτερη. Γιατί ένας άνθρωπος με κρίση μπορεί εύκολα, ν’ αντιληφθεί από αυτά τη δύναμη των λόγων του και τη δόξα της αρετής που απέκτησε.

Αυτά τα κεφάλαια εξετάσαμε κι εμείς και θαυμάσαμε τον άφθονο καρπό της ηθικής και γνωστικής διδασκαλίας που περιέχουν, αλλά και απολαύσαμε σαν κάποιο φύλλωμα που δίνει σκέπη στον καρπό κι αποτελεί θέαμα υπέροχο, τη χάρη των μεταφορών και των ωραίων λέξεων, με την οποία τα στόλισε άριστα ο συγγραφέας τους. Αυτά προσφέρομε φιλόφρονα στους φιλαναγνώστες και τους παρακαλούμε με αγάπη να μπουν στο ανθισμένο και μυρωμένο αυτό λιβάδι, το σκεπασμένο από πολλές και ψηλές αναδενδράδες πνευματικών λόγων και κατάρρυτο από καθαρότατα νερά θείας σοφίας, και να καθίσουν στη σκιά του. Έτσι δε θα ευχαριστηθούν μονάχα τα ρόδια της πρακτικής ασκήσεως-για να εκφραστώ σύμφωνα με το άσμα (Ά. Ασμ. 4. 13)

Γνωμικό ανθολόγιο σπουδαίων φιλοσόφων

Πηγή που αναβλύζει δροσιάς ηθικής λόγια μπορείς να βρείς δω μέσα, αν γνήσια αναζητήσεις.

Κάθε Χριστιανός που πιστεύει σωστά στο Θεό, οφείλει να μην είναι αμέριμνος, αλλά πάντοτε να προσδοκά και να περιμένει πειρασμό για να μην παραξενεύεται, ούτε να ταράζεται, όταν έρθει, αλλά να υπομένει ευχαρίστως το βάρος της θλίψεως και να εννοεί τι λέει, ψάλλοντας μαζί με τον Προφήτη: «Υπόβαλέ με, Κύριε, σε δοκιμασίες και πειρασμούς» (Ψαλμ. 25, 2). Δεν είπε ο προφήτης ότι «η παιδαγωγία σου με κατέβαλε», αλλά ότι «με ανόρθωσε τελείως» (Ψαλμ. 17, 36).

Αρχή των καλών είναι ο φόβος του Θεού, και τέλος ο πόθος Του.

Αρχή κάθε καλού είναι ο έμπρακτος λόγος και η έλλογη πράξη. Γι’ αυτό ούτε η πράξη χωρίς λόγο είναι καλή, ούτε λόγος χωρίς πράξη.

Πράξη του σώματος είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Του στόματος, η ψαλμωδία, η προσευχή και η σιωπή, η πολυτιμότερη από το λόγο. Πράξη των χεριών είναι όσα αυτά κάνουν χωρίς γογγυσμό. Των ποδιών, εκείνο που διανύουν με την πρώτη παρακίνηση.

Απ’ όλα αυτά προηγείται η ευσπλαχνία και η αλήθεια. Αυτές γεννούν την ταπείνωση και τη διάκριση που, κατά τους Πατέρες, προέρχεται από αυτήν. Χωρίς διάκριση, ούτε λόγος, ούτε πράξη πετυχαίνουν το σκοπό τους. Η μεν πράξη που περιφρονεί το ζυγό του λόγου, περιπλανιέται εδώ κι εκεί γύρω από ανώφελα πράγματα σαν δαμάλι. Ο δε λόγος που απορρίπτει τα σεμνά ενδύματα της πρακτικής, δεν είναι ευπρεπής, και αν ακόμη παίρνει αυτό το σχήμα.

Η ανδρεία ψυχή, σαν γυναίκα που κρατεί αναμμένα δύο λυχνάρια, το πρακτικό και το θεωρητικό, σε όλη της τη ζωή, πράττει όσα οφείλει. Τα αντίθετα πράττει εκείνη που έχει παραδοθεί στις ηδονές.

Δεν αρκεί στην ψυχή, για να απαλλαγεί τελείως από την κακία, η εκούσια κακοπάθεια, αν δεν αντέχει όταν πυρώνεται από την ακούσια. Γιατί αν η ψυχή, σαν κάποιο ξίφος, δεν κατεργαστεί περνώντας διαδοχικά από φωτιά και νερό (Ψαλμ. 65, 12), δηλαδή από εκούσιους και ακούσιους πόνους, δεν μπορεί να διατηρηθεί άθραυστη στα χτυπήματα εκείνων που της συμβαίνουν.

Όπως οι καθολικότερες αιτίες των εκουσίων πειρασμών είναι τρείς, η υγεία, ο πλούτος και η δόξα, έτσι είναι τρείς και των ακουσίων, οι ζημιές, οι κατηγορίες, οι ασθένειες. Αυτά σε άλλους προξενούν κατάρτιση, ενώ σε άλλους καταστροφή.

Με την ψυχή συνδέεται η επιθυμία και η λύπη, ενώ με το σώμα, η ηδονή και ο πόνος. Αιτία του πόνου είναι η ηδονή, γιατί θέλοντας να αποφύγομε την επίπονη αίσθηση της οδύνης, καταφεύγομε στην ηδονή. Αιτία της λύπης είναι η επιθυμία.

Ο ενάρετος έχει το καλό ενδιάθετο, ενώ ο κενόδοξος το έχει επίπλαστο. Το κακό αγγίζει τον αγωνιστή επιφανειακά, ενώ ο φιλήδονος το έχει σε βάθος.

Πράξη της ψυχής είναι η εγκράτεια που ενεργείται με απλότητα, και απλότητα με εγκράτεια.

Πράξη του νου είναι προσευχή ενωμένη με θεωρία και θεωρία ενωμένη με προσευχή.

Εκείνος που μισεί το κακό, πέφτει σ’ αυτό λίγες φορές και χωρίς να το επιδιώκει. Εκείνος όμως που είναι προσηλωμένος στις αιτίες του κακού πέφτει σ’ αυτό πολλές φορές και κατά διάθεση.

Όσοι δε μετανοούν με την πρόθεσή τους, αυτοί και αμαρτάνουν συνεχώς. Όσοι αμαρτάνουν χωρίς να θέλουν, αυτών η μετάνοια είναι συνειδητή και η αιτία της (η αμαρτία) όχι συχνή.

Η αίσθηση και η συνείδηση ας συνοδεύουν τον προφορικό λόγο, για να βρίσκεται ανάμεσά τους ο ειρηνικός και θείος λόγος χωρίς να ντρέπεται από την αυθάδεια ή την υπερβολή των λεγομένων.

Εκείνος που δε βλάπτει με τα έργα την ψυχή του, δε σημαίνει ότι τη φύλαξε αμόλυντη και από τα λόγια. Ούτε πάλι εκείνος που τη φύλαξε από λόγια, δε την μόλυνε και με ακάθαρτους λογισμούς. Γιατί η αμαρτία γίνεται με τρείς τρόπους.

Δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο της αρετής εφόσον κοιτάζεις μ’ ευχαρίστηση το πρόσωπο της κακίας. Τότε θα σου φανεί μισητό το πρόσωπο της κακίας, όταν αποξενώσεις τη γεύση από επιθυμητές απολαύσεις και την όραση από επιθυμητές μορφές.

Οι δαίμονες πολεμούν την ψυχή με τους λογισμούς πρώτα, κι όχι με τα πράγματα. Τα πράγματα την πολεμούν μόνα τους. Αιτία του πολέμου των πραγμάτων είναι η ακοή και η όραση, ενώ των λογισμών, η συνήθεια και οι δαίμονες.

Το πεδίο όπου αμαρτάνει η ψυχή είναι τριπλό: τα έργα, τα λόγια και οι λογισμοί. Το καλό της αναμαρτησίας είναι εξαπλό: πρέπει να διατηρούμε αναμάρτητες τις πέντε αισθήσεις και τον προφορικό λόγο. Εκείνος που δεν αμαρτάνει σ’ αυτά, είναι τέλειος άνθρωπος και έχει τη δύναμη να χαλιναγωγήσει (Ιακ. 3, 2) και τα λοιπά μέρη της ψυχής.

Το άλογο μέρος της ψυχής δέχεται εξαπλή διαίρεση: στις πέντε αισθήσεις και στον προφορικό λόγο. Ο τελευταίος, όταν είναι απαθής, δεν παύει να είναι τέτοιος στον άνθρωπο που υπόκειται σε πάθη. Όταν όμως είναι εμπαθής, κάνει έκδηλη την κακία του ανθρώπου αυτού.

Ούτε το σώμα μπορεί να καθαρθεί χωρίς νηστεία και αγρυπνία, ούτε η ψυχή χωρίς ευσπλαχνία και αλήθεια. Αλλά ούτε κι ο νους χωρίς ομιλία και θεωρία Θεού. Αυτά τα ζεύγη εδώ είναι πάρα πολύ σημαντικά.

Όταν η ψυχή περιστοιχίζεται μ’ αυτές τις αρετές, κάνει από παντού απρόσβλητο στους πειρασμούς το φρούριό της, που είναι η υπομονή. Γιατί λέει η Γραφή: «Με την υπομονή σας κερδίσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Διαφορετικά σαν πόλη χωρίς τείχη, και από κρότους μακρινούς ακόμη σείεται με τους μοχλούς της δειλίας.

Όσοι είναι φρόνιμοι στα λόγια, δεν είναι απαραίτητα και στους λογισμούς, ούτε όσοι είναι φρόνιμοι στους λογισμούς, είναι φρόνιμοι και κατά την εξωτερική αίσθηση. Γιατί αν και είναι όλοι φόρου υποτελείς στην αίσθηση, δεν πληρώνουν ωστόσο όλοι τον ίδιο φόρο. Οι περισσότεροι, από αφέλεια, δε γνωρίζουν να της αποδίδουν την τιμή που αυτή απαιτεί.

Η φρόνηση είναι ενιαία στη φύση της, ωστόσο κομματιάζεται σε διάφορα κομμάτια, γιατί σε άλλον δίνεται μεγαλύτερο τμήμα της και σε άλλον μικρότερο. Αυτό γίνεται έως ότου αυξηθεί η πρακτική αρετή και, συμβαδίζοντας με τις γενικές αρετές, ολοκληρώσει το καλό που αντιστοιχεί στην κάθε μια τους. Γιατί οι περισσότεροι, ανάλογα με την έλλειψη της πρακτικής αρετής, έχουν και τη φρόνηση.

Για όσα είναι κατά φύση, λίγοι θα βρεθούν φρόνιμοι, ενώ στα παρά φύση, πολλοί. Γιατί, από δέος προς τα παρά φύση, άδειασαν όλη τη φυσική φρόνησή τους και έχουν για τα κατά φύση λίγη φρόνηση. Την περισσότερη τη διαθέτουν στα περιττά και όχι εκ φύσεως αξιέπαινα.

Εστιάτορες στην εύλογη σιωπή είναι ο καιρός μαζί με το μέτρο. Το λαμπρό συμπόσιο είναι η αλήθεια. Οπότε ο πατέρας του ψεύδους διάβολος έρχεται στη ψυχή που έχει αποδημήσει από τα υλικά, και δεν βρίσκει τίποτε από εκείνα που επιζητεί.

Αληθινός ελεήμων είναι όχι εκείνος που δίνει θεληματικά τα περιττά, αλλά εκείνος που αφήνει ακόμη και τα αναγκαία σ’ αυτούς που του τα αρπάζουν.

Άλλοι, με τον υλικό πλούτο αποκτούν τον άϋλο πλούτο μέσω της ελεημοσύνης. Άλλοι απορρίπτουν τον υλικό πλούτο με τον άυλο, επειδή κατάλαβαν ότι ο άϋλος είναι που δεν χάνεται.

Όλοι επιθυμούν να πλουτούν στα αγαθά. Λυπάται όμως εκείνος που, ενώ πλούτισε στα θεία, δεν του παραχωρήθηκε να χαρεί περισσότερο τον πλούτο αυτό.

Η ψυχή φαίνεται υγιής εξωτερικά, αλλά η αρρώστια της συνήθως κρύβεται στο βάθος της αισθήσεως. Αν τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βγει έξω η αρρώστια με την επανάληψη των ελέγχων, και να μπει μέσα η υγεία με τον ανακαινισμό του νου, είναι ανόητος εκείνος που αποκρούει τους ελέγχους και δεν ντρέπεται να είναι ξαπλωμένος πάντοτε στο νοσοκομείο της αναισθησίας.

Μη θυμώσεις εναντίον εκείνου που σε χειρούργησε χωρίς να θέλεις με τους ελέγχους του. Κοίταξε την αηδία που έβγαλε από μέσα σου, ελεεινολόγησε τον εαυτό σου και μακάρισε εκείνον που σου έγινε πρόξενος αυτής της ωφέλειας κατά θεία οικονομία.

Μη για κάποιο λόγο απελπιστείς με την αρρώστια σου, συ που επιμελείσαι την υγεία της ψυχής σου, αλλά με τα πιο δραστικά φάρμακα της φιλοπονίας, φεύγα μακριά απ’ αυτήν.

Μην αποφεύγεις εκείνον που σου δίνει καίριο πλήγμα με τον έλεγχό του. Πλησίασέ τον, και θα σου δείξει πόσο καλό είναι εκείνο που καθαρίζει την αίσθησή σου. Και θα φας το γλυκό προσφάγι της υγείας, αφού πρώτα καταναλώσεις την πικρία που απέρριπτες.

Όσο αισθάνεσαι τους πόνους, τόσο περισσότερο να δέχεσαι εκείνον που με τους ελέγχους του σου τους υποδεικνύει. Σου γίνεται αίτιος τέλειας καθάρσεως, χωρίς την οποία ο νους δεν μπορεί να μπει στον καθαρό χώρο της προσευχής.

Όταν ελέγχεται κανείς, ή πρέπει να σωπαίνει ή να απολογείται με ηπιότητα στον κατήγορό του. Όχι για να υποστηρίζει τα δικά του ο ελεγχόμενος, αλλά για να διορθώσει ίσως το σφάλμα εκείνου που τον ελέγχει χωρίς να ξέρει.

Όποιος λυπηθεί από τον δίκαιο έλεγχο κάποιου και, πριν προσκληθεί από αυτόν, ζητήσει συγχώρηση, δεν χάνει τίποτε απ’ όσα του ανήκουν. Εκείνος που ζήτησε συγχώρηση μετά την πρόσκληση, έχασε το μισό καρπό. Εκείνος πάλι που η λύπη από τον έλεγχο ποτέ δεν τον οδηγεί στο να εγκαταλείψει τους άλλους και να απομονωθεί στον εαυτό του, κέρδισε όλη την προκαταβολή, ενώ εκείνος που σε κάθε τι ρίχνει το σφάλμα πάνω του, παίρνει μισθό.

Ούτε ο υπερήφανος έχει επίγνωση των ελαττωμάτων του, ούτε ο ταπεινός των αρετών του. Τον πρώτο τον καλύπτει κακή ανοησία, ενώ τον άλλον θεάρεστη άγνοια.

Ο υπερήφανος δε θέλει να μετριέται στα καλά με τους ίσους του. Σε σύγκριση όμως με όσους τον ξεπερνούν στα ελαττώματα, θεωρεί το δικό του υποφερτό.

Ο ψόγος κάνει την ψυχή στερεή, ενώ ο έπαινος την κάνει χαλαρή και οκνηρή στα καλά.

Βάση του πλούτου είναι το χρυσάφι, ενώ της αρετής, η ταπείνωση. Όπως λοιπόν εκείνος που δεν έχει χρυσάφι είναι φτωχός, και ας μη φαίνεται εξωτερικά, έτσι και χωρίς ταπείνωση, δεν μπορεί να είναι ενάρετος εκείνος που αγωνίζεται.

Χωρίς χρυσό ο έμπορος δεν είναι έμπορος, και ας είναι πολύ επιτήδειος για το εμπόριο. Έτσι και χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν μπορεί να αποκτήσει ο ασκητής τα καλά της αρετής, ακόμη και αν έχει πάρα πολύ μεγάλη πεποίθηση στη φρόνησή του.

Εκείνος που ανεβαίνει στην ταπεινοφροσύνη, χαμηλώνει την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, ενώ τη μεγαλώνει όποιος δεν έχει ταπεινοφροσύνη. Αυτός, ούτε να παραβάλλεται με τους τελευταίους δεν καταδέχεται, και γι’ αυτό λυπάται όταν δεν του δίνουν την πρωτοκαθεδρία.

Είναι καλό, ο αγωνιστής να έχει μικρότερη ιδέα για τον εαυτό του απ’ όσο αναλογεί στην πνευματική εργασία του, να πράττει όμως ανώτερα από τη δειλία του. Έτσι και στους ανθρώπους θα είναι σεβάσμιος, και μπροστά στο Θεό θα είναι εργάτης που δεν θα ντρέπεται για το έργο του.

Όποιος φοβάται μη βρεθεί χώρια από εκείνους που παρακάθονται στην αίθουσα του γάμου (Ματθ. 22, 10), πρέπει ή όλες τις εντολές του Θεού να κατορθώνει ή να επιμελείται μία απ’ αυτές, την ταπεινοφροσύνη.

Ανάμειξε με την απλότητα την εγκράτεια και ζέψε μαζί με την ταπεινοφροσύνη την αλήθεια. Τότε θα γίνεις ομοτράπεζος της δικαιοσύνης, στο τραπέζι της οποίας αγαπά να παρακάθεται κάθε άλλη αρετή.

Η αλήθεια χωρίς ταπεινοφροσύνη είναι τυφλή. Γι’ αυτό και μεταχειρίζεται την αντιλογία σαν χειραγωγό της, για να στηριχθεί πάνω της όταν αγωνίζεται για κάτι. Δε βρίσκει όμως άλλο από το να οχυρωθεί στην μνησικακία.

Το αγαθό ήθος μαρτυρεί την ωραιότητα της αρετής, ενώ η σταθερότητα των μελών, την ειρηνική ψυχή.

Πρώτο καλό είναι το να μη σφάλλει κανείς πουθενά. Δεύτερο, το να μη κρύβει από ντροπή το σφάλμα του, ούτε πάλι να καυχιέται γι’ αυτό, αλλά μάλλον να ταπεινώνεται και όταν τον κατηγορούν να κατηγορεί και αυτός τον εαυτό του και να δέχεται με προθυμία το επιτίμιο. Αν δε γίνεται αυτό, όποια προσφορά στο Θεό είναι ανίσχυρη.

Κοντά στη θεληματική κακοπάθεια, πρέπει να δέχεται κανείς ευχαρίστως και την αθέλητη, που προέρχεται από τους δαίμονες, από ζημίες και από ασθένειες. Εκείνος που δεν τα δέχεται αυτά με ευχαρίστηση, αλλά τα απωθεί με δυσαρέσκεια, είναι όμοιος μ’ εκείνον που δεν θέλει να τρώει το ψωμί του με αλάτι, αλλά μόνο με μέλι. Αυτός δεν έχει διαρκώς σύντροφο την ηδονή, έχει όμως πάντα γείτονα τον κόρο.

Ενώ είναι κύριος, παρουσιάζεται με εμφάνιση δούλου εκείνος που με ένθεα λόγια πλύνει το σχισμένο ρούχο του πλησίον, ή το ράβει με τη μετάδοση των δικών του καλών. Όποιος όμως το κάνει αυτό, ας προσέχει μη τυχόν δεν το κάνει ως δούλος, και χάσει από κενοδοξία και το μισθό και το αξίωμα που έχει.

Η πίστη είναι που δίνει υπόσταση σ’ όσα ελπίζομε (Εβρ. 11, 1), όπως και η φρόνηση στη ψυχή και η ταπείνωση στην αρετή. Και είναι παράδοξο, πως τα αυτοτελή-όπως είναι τα ελπιζόμενα αγαθά, η ψυχή και η αρετή- είναι ατελή χωρίς τις ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν-όπως είναι η πίστη, η φρόνηση και η ταπείνωση.

«Ο Κύριος θα προφυλάξει, λέει ο Ψαλμωδός, την είσοδό σου και την έξοδό σου» (Ψαλμ. 120, 8), δηλαδή την είσοδο των φαγητών και την έξοδο των λόγων με την εγκράτεια. Γιατί εκείνος που έχει εγκράτεια εισόδου και εξόδου στα φαγητά και στα λόγια, αποφεύγει την επιθυμία των οφθαλμών και πραΰνει τον παράλογο θυμό. Αυτά πρέπει περισσότερο απ’ όλα να φροντίζει ο αγωνιζόμενος και να τα επιδιώκει με κάθε τρόπο. Γιατί με αυτά δυναμώνει η πρακτική άσκηση και στερεώνεται η θεωρητική επίδοση.

Μερικοί έχουν πολλή επιμέλεια για την είσοδο των φαγητών, για την έξοδο όμως των λόγων δείχνουν αμέλεια. Αυτοί δεν γνωρίζουν να διώχνουν το θυμό από την καρδιά τους, ούτε την επιθυμία από την σάρκα τους, κατά τον Εκκλησιαστή (Εκκλ. 11, 10), με τα οποία κτίζεται η καθαρή καρδιά από το καινοποιό Πνεύμα.

Η λιτότητα των φαγητών βρίσκεται στην κατώτερη ποιότητα της τροφής, ενώ το ακατηγόρητο των λόγων βρίσκεται στην καλύτερη ποιότητα της σιωπής.

Καθάρισε στην πυρά της ασιτίας τους νεφρούς σου-την έδρα του επιθυμητικού-, και δοκίμασε την καρδιά σου-την έδρα του θυμικού-με την εγκράτεια των λόγων. Και θα έχεις υπηρέτες στα καλά και το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής.

Η σαρκική ηδονή εξασθενίζει σε όσους ασκούνται, όταν παρακμάζει το σώμα. Παραμένει όμως η ηδονή του φάρυγγα σ’ εκείνον που δεν κατάφερε να την τιμωρήσει δίκαια. Πρέπει λοιπόν να επιδιώξεις να αποβάλεις την ντροπή του αποτελέσματος-της ηδονής-με την αποβολή του αιτίου-των ηδονικών φαγητών-,για να μη βρεθείς εκεί χωρίς την αρετή της εγκράτειας και ντυθείς με την ντροπή.

Είναι ανάγκη ο ασκητής να γνωρίζει πότε και με ποια φαγητά πρέπει να τρέφει το σώμα σαν εχθρό, και πότε να το στηρίζει σαν φίλο, και πότε να το παρηγορεί σαν ασθενή. Για να μην κάνει λάθος και δώσει στον φίλο εκείνα που αρμόζουν σε εχθρό, και στον εχθρό εκείνα που αρμόζουν σε φίλο, και εκείνα που αρμόζουν σε εχθρό τα δώσει στον ασθενή, και επειδή τους έχει σκανδαλίσει όλους, τον πολεμήσουν σε καιρό πειρασμού.

Όταν εκείνος που τρώει, προτιμά την τροφή παρά την τρυφή, τότε έρχεται η χάρη των δακρύων και αρχίζει να τον γλυκαίνει και να τον κάνει να ξεχνά κάθε άλλη γλυκύτητα, γιατί την έχει καταπιεί η ασύγκριτη γλυκύτητα των δακρύων.

Σ’ εκείνον που επιδιώκει την άνεση, στερεύουν τα δάκρυα. Αναβλύζουν σ’ εκείνον που αγάπησε το στενό δρόμο (Ματθ. 7, 13).

Δεν είναι χωρίς λύπη ούτε ο αμαρτωλός, ούτε ο δίκαιος. Ο πρώτος γιατί δεν εγκατέλειψε ολότελα το κακό. Ο δεύτερος γιατί δεν άγγιξε ακόμη την τελειότητα.

Από τις αρετές που εξαρτώνται από μας, οι σύμφωνες με τη δύναμή μας είναι η προσευχή και η σιωπή. Από αυτές που δεν εξαρτώνται από μας, αλλά κυρίως από την κατασκευή του σώματος, είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Όποιο λοιπόν ο αγωνιστής μπορεί ευκολότερα να κάνει, μ’ εκείνο πρέπει να καταπιάνεται.

Σπίτι της ψυχής είναι η υπομονή, επειδή μέσα σ’ αυτήν ζει εξασφαλισμένη. Περιουσία της είναι η ταπείνωση, γιατί τρέφεται από αυτήν.

Αν δεν είσαι καρτερικός στους κόπους, δεν θα τιμηθείς με επαίνους. Κι αν πριν από την ηδονή προβλέπεις την οδύνη, θα αποφύγεις τη λύπη της.

Μη δεσμεύεις το μικρό ελάττωμα, και δε θα γίνεις δούλος του μεγαλύτερου. Γιατί το μεγαλύτερο κακό δε γίνεται πριν από το μικρό.

Αν αποβλέπεις στα μεγαλύτερα, θα είσαι φοβερός στα μικρότερα. Θα γίνεις όμως ευκαταφρόνητος στα μικρότερα αν παραιτηθείς από τα μεγαλύτερα.

Δεν θα μπορέσεις να φτάσεις στις μεγαλύτερες αρετές, αν δε φτάσεις στην κορυφή των αρετών που είναι σύμφωνες με τη δύναμή σου.

Σε όσους επικρατεί η ευσπλαχνία και η αλήθεια, σ’ αυτούς υπάρχει και κάθε άλλο θεάρεστο. Γιατί η αλήθεια δεν κρίνει κανένα χωρίς ευσπλαχνία, και η ευσπλαχνία δεν ευσπλαχνίζεται κανένα χωρίς αλήθεια.

Όταν με την απλότητα αναμείξεις την εγκράτεια, τότε θα εννοήσεις την μέλλουσα μακαριότητα.

Δεν θα δεις οπωσδήποτε τα πάθη που σε πολεμούν, αν δεν αφήσεις πρωτύτερα ακαλλιέργητη τη γη από την οποία τρέφονταν.

Άλλοι ενδιαφέρονται να καθαρίσουν μόνο την ύλη του σώματος, άλλοι και της ψυχής. Γιατί άλλοι πήραν δύναμη εναντίον μόνο της έμπρακτης αμαρτίας, ενώ άλλοι και εναντίον του πάθους. Εναντίον όμως της αμαρτωλής επιθυμίας, πολύ ελάχιστοι.

Κακή ύλη του σώματος είναι η εμπάθεια. Της ψυχής, η ηδυπάθεια. Του νου η προσπάθεια (η εμπαθής κλίση σε κάτι). Για την πρώτη ευθύνεται η αφή. Για την δεύτερη, οι υπόλοιπες αισθήσεις.

Και για την τελευταία η αντίθετη διάθεση.

Ο ηδυπαθής είναι κοντά με τον εμπαθή. Ο προσπαθής είναι κοντά με τον ηδυπαθή. Ο απαθής είναι μακριά και από τους δύο.

Εμπαθής είναι εκείνος που έχει σφοδρότερη την τάση του λογιστικού για αμαρτία, ακόμη και αν δεν αμαρτάνει εξωτερικά. Ηδυπαθής είναι εκείνος που ενεργεί την αμαρτία του λογισμού, και ας υποφέρει εσωτερικά. Προσπαθής είναι εκείνος που είναι πιο κοντά στην ελευθερία μάλλον παρά στην δουλεία των μέσων. Απαθής είναι εκείνος που αγνοεί τη διαφορά όλων αυτών.

Εξαλείφεται από την ψυχή η εμπάθεια με νηστεία και προσευχή, η ηδυπάθεια με αγρυπνία και σιωπή, και η προσπάθεια με ησυχία και προσοχή. Η απάθεια συνίσταται από τη μνήμη του Θεού.

Από τα χείλη της απάθειας στάζουν, σαν από κηρήθρα μέλι, λόγια της αιώνιας ζωής (Ασμα 4,

11). Ποιος λοιπόν θα αξιωθεί στα χείλη της απάθειας να κολλήσει τα δικά του, και να αναπαυθεί ανάμεσα στους μαστούς της (Ασμα 1, 13) και να αισθανθεί τη γλυκιά μυρωδιά των ενδυμάτων της (Ασμα 4, 10–11); Δηλαδή να γλυκαθεί με τους νόμους των αρετών που είναι ανώτεροι από την απόλαυση κάθε αρώματος;

Γυμνοί από το ένδυμα της φιλαυτίας ίσως είναι πολλοί, λίγοι όμως είναι γυμνοί από το ένδυμα της φιλοκοσμίας. Από το ένδυμα της κενοδοξίας που λέγεται και τελευταίο, γυμνούς θα βρεις τους απαθείς.

Από το ορατό σώμα θα γυμνωθεί κάθε ψυχή. Από το σώμα της αμαρτίας θα γυμνωθεί η ψυχή εκείνη που έχει απολαύσει λίγο τα ευχάριστα της εδώ ζωής.

Νεκροί θα γίνουν όλοι όσοι ζουν. Για την αμαρτία όμως θα νεκρωθούν (Ρωμ. 6, 11) μόνον εκείνοι που τη μίσησαν με όλη τη ψυχή τους.

Ποιος θα δει τον εαυτό του πριν από τον θάνατο γυμνό από την αμαρτία; Και ποιος είναι εκείνος που γνώρισε πριν από τη μέλλουσα γύμνωση τον εαυτό του και ποια είναι η φύση του;

Μία

ψυχή

από

έρωτα

θεϊκό

λαβωμένη

(Ασμα

2,

5), Ξέρει η προσευχή με το Θεό να ενώνει.

Η λογική ψυχή βρίσκεται στο μεταίχμιο του αισθητού και του νοερού φωτός. Με τη βοήθεια του πρώτου εργάζεται τα σωματικά, ενώ με του δεύτερου, τα έργα του πνεύματος. Αλλά επειδή σκοτείνιασε μέσα της το νοερό φως και επικράτησε το αισθητό εξαιτίας της από την πτώση συνήθειας, αν δεν ενωθεί τελείως με το νοερό στην προσευχή, δεν μπορεί ν’ ατενίζει ολοκληρωτικά στα θεία. Και είναι ανάγκη να βρίσκεται στο μεταίχμιο σκότους και φωτός, να ζει σε σχέση με το σκότος και κατά φαντασίαν με το φως.

Μέσα από τη στενή πύλη της προσευχής, νους γεμάτος πάθη δεν μπορεί να μπει, πριν εγκαταλείψει τη μέριμνα που προκαλεί η σχέση με τα αισθητά, αλλά θα υποφέρει παντοτινά τριγυρίζοντας στα πρόθυρά της.

Ας παραμένει μαζί με το νου η προσευχή όπως στον ήλιο η ακτίδα. Χωρίς την προσευχή, οι μέριμνες για τα αισθητά πετούν γύρω από το νου σαν άνυδρα σύννεφα και τον εμποδίζουν να δείξει τη λαμπρότητά του.

Η δυνατή προσευχή κάνει τον άνθρωπο να δέχεται θεληματικά την πείνα της τροφής. Η δυνατή πείνα τον κάνει να μη βλέπει, ούτε ν’ ακούει τίποτε από τα εγκόσμια, εκτός απ’ ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο. Εκείνος που δεν προνοεί γι’ αυτά, δε στερέωσε το οικοδόμημα της νηστείας, κι εξαιτίας της έκανε να πάθει ολόγυρα ρωγμές το οικοδόμημα της προσευχής.

Αν ο νους δεν απαλλαγεί απ’ όλα τα περιττά που αφορούν στην αίσθηση, δεν μπορεί να πετάξει προς τα πάνω και να γνωρίσει το αξίωμά του.

Η νηστεία, επειδή είναι φανερή, είναι σύμβολο της ημέρας, ενώ η προσευχή της νύχτας, επειδή είναι αφανής. Όποιος λοιπόν ασκεί ορθά τη νηστεία κατά την ημέρα και την προσευχή κατά τη νύχτα, θα συναντήσει την πόλη που επιδιώκει, απ’ όπου απουσιάζει κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός (Ησ. 35, 10).

Η πνευματική εργασία μπορεί να υπάρξει και χωρίς κοπιαστική σωματική εργασία. Μακάριος λοιπόν εκείνος που θεωρεί την άυλη εργασία ανώτερη από το υλικό έργο. Γιατί με την πνευματική εργασία αναπλήρωσε την έλλειψη της σωματικής, ζώντας την κρυφή ζωή της προσευχής, που είναι φανερή στο Θεό.

Ο θείος Απόστολος μας προτρέπει να υπομένουμε πιστεύοντας, να χαιρόμαστε ελπίζοντας και να επιμένομε στην προσευχή (Ρωμ. 12, 12), για να μένει μόνιμα σε μας το αγαθό της χαράς. Κι αφού είναι έτσι, εκείνος που δεν υπομένει, δεν είναι πιστός, και εκείνος που δεν χαίρεται, δεν έχει καλές ελπίδες, επειδή απέρριψε την αιτία της χαράς, δηλαδή την προσευχή, με το να μην επιμένει σ’ αυτήν.

Άν ο νους, απασχολημένος εξαρχής με εγκόσμιους λογισμούς, απέκτησε τόση φιλία με αυτούς, πόση οικειότητα δε θα αποκτήσει με τη συνεχή προσευχή; Γιατί όπου πολυκαιρίζει ο νους, λένε, εκεί και ευρύνεται.

Όπως παλιά ο νους, αφού απομακρύνθηκε από την κατοικία του, λησμόνησε την λαμπρότητά της, έτσι πρέπει τώρα με τη λήθη των επιγείων να τρέξει πάλι σ’ αυτήν με την προσευχή.

Σαν κάποιο νήπιο σε στερεμένους μαστούς της μητέρας του θα βρεθεί ο νους στην προσευχή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει. Στην προσευχή όμως που παρηγορεί, θα είναι σαν το νήπιο που αφυπνίζεται γλυκά στην αγκαλιά της μητέρας του.

«Εκεί», δηλαδή στο πένθιμο κρεβάτι της ενάρετης ζωής, θα πει όμοια με τη νύμφη του Άσματος (Άσμα 7, 13) και η νύμφη προσευχή στον εραστή της, «θα σου δώσω τους μαστούς μου, αν μου δοθείς ολοκληρωτικά».

Δεν μπορεί να έχει φιλία προς την προσευχή εκείνος που δεν απαρνήθηκε κάθε υλικό.

Εκτός από τη ζωή και την αναπνοή, αποχωρίσου όλα τα άλλα κατά την προσευχή, αν θέλεις να μείνεις με μόνο του νου.

Τεκμήριο για το νου που αγαπά το Θεό είναι η μονολόγιστη προσευχή. Για τον φρόνιμο λογισμό είναι ο καίριος λόγος. Και για την ελεύθερη αίσθηση είναι η ενιαία γεύση. Όταν υπάρχουν αυτά τα τρία, λέγεται ότι πάνε καλά τα της ψυχής.

Πρέπει να γίνει λεία και απαλή, σαν των παιδιών, η φύση αυτού που προσεύχεται, για να δεχθεί εύκολα όπως γίνεται στα παιδιά, την ανάπτυξη που δημιουργείται από την προσευχή. Γι’ αυτό μην αμελείς εσύ που επιθυμείς να ενωθείς μαζί της.

Δεν έχουν όλοι τον ίδιο στόχο στην προσευχή. Άλλος έχει αυτόν και άλλος άλλον. Ο ένας προσεύχεται, αν είναι δυνατόν, να είναι πάντοτε η καρδιά του μέσα στην προσευχή. Άλλος προσεύχεται και να την ξεπεράσει. Άλλος προσεύχεται να μην εμποδίζεται από λογισμούς. Όλοι όμως προσεύχονται ή να διατηρηθούν στα καλά, ή να μην παρασυρθούν στα κακά.

Αν από την προσευχή κανείς δε μένει αταπείνωτος (γιατί συντρίβεται και ταπεινώνεται ο προσευχόμενος), άρα εκείνος που συμπεριφέρεται με θρασύτητα, δεν προσεύχεται με ταπείνωση.

Όταν εκείνος που προσεύχεται έχει στο νου του τη χήρα που ζητούσε το δίκιο της από το σκληρό δικαστή (Λουκ. 18, 2–5), δε θα αποθαρρυνθεί ποτέ επειδή αργούν να εκπληρωθούν οι αγαθές υποσχέσεις του Θεού.

Δεν θα μείνει η προσευχή κοντά σ’ εσένα που χρονοτριβείς στους εξωτερικούς συλλογισμούς και τις εξωτερικές ομιλίες. Η ίδια θα φανεί να επιστρέφει σ’ εκείνον που για χάρη της περικόπτει τα περισσότερα.

Αν τα λόγια της προσευχής δεν εισχωρούν στο βάθος της ψυχής, δεν θα αφεθούν τα δάκρυα να ξεχυθούν στην επιφάνεια του προσώπου.

Θα βλαστήσουν τα στάχυα του γεωργού που δεν άφησε το σπόρο στην επιφάνεια της γης. Και θ’ αναβλύσουν τα δάκρυα του μοναχού εκείνου που δεν αφήνει να περάσουν χωρίς κόπο τα λόγια της προσευχής.

Το κλειδί της βασιλείας των ουρανών είναι η προσευχή. Εκείνος που την κατέχει όπως πρέπει, βλέπει τα αγαθά που είναι φυλαγμένα για τους φίλους της, ενώ κοιτάζει μόνο τα παρόντα εκείνος που δεν έχει παρρησία σ’ αυτήν.

Δεν μπορεί ο νους στον καιρό της προσευχής να λέει με παρρησία προς τον Θεό: «Έσπασες τα δεσμά μου. Θα σου προσφέρω σαν θυσία τη δοξολογία» (Ψαλμ 115, 7–8), αν από επιθυμία των θείων, δεν αποσπαστεί από τη δειλία, τη ραθυμία, την πολυυπνία και την καλοφαγία, που προκαλούν τις αμαρτίες.

Όποιος αφήνει το νου του να περιπλανιέται κατά την προσευχή, στέκεται έξω από το πρώτο καταπέτασμα (Εβρ. 9, 2–3), ενώ εκείνος που ασκεί τη μονολόγιστη προσευχή, περνά μέσα απ’ αυτό. Στα άγια των αγίων όμως μπαίνει μόνο εκείνος που έχοντας την ειρήνη των φυσικών λογισμών, εξετάζει και τα σχετικά με την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε νου (Φιλιπ. 4, 7), και γίνεται άξιος από αυτό κάποιας θεοφάνειας.

Όταν η ψυχή ησυχάσει από τα έξω και ενωθεί με την προσευχή, τότε η προσευχή την περικυκλώνει σαν φλόγα, όπως η φωτιά το σίδερο, και την πυρακτώνει ολόκληρη. Και η ψυχή βέβαια παραμένει η ίδια, αλλά δε δέχεται άγγισμα, όπως και το πυρωμένο σίδερο δεν μπορεί να το αγγίσει κανείς.

Μακάριος εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σε τέτοια μέτρα σ’ αυτή τη ζωή και είδε το κατά φύση πήλινο σώμα του, κατά χάρη πύρινο.

Στους αρχαρίους, ο νόμος της προσευχής είναι πάνω τους σαν βαρύς αφέντης. Για όσους έχουν προκόψει, είναι σαν έρωτας που ωθεί τον πεινασμένο σε πολυτελές συμπόσιο.

Σ’ εκείνους που ασκούν ορθά την πρακτική αρετή, η προσευχή, σαν νεφέλη που τους επισκιάζει (Εξ. 13, 21), άλλοτε εμποδίζει τους καυστικούς λογισμούς, και άλλοτε τους ραντίζει με σταγόνες δακρύων και δείχνει σ’ αυτούς τις πνευματικές θεωρίες.

Είναι γλυκιά η μελωδία της κιθάρας που παίζεται από κάποιον. Η ψυχή όμως, στην οποία δεν συνηχεί κατά την προσευχή και η μυστική προσφώνηση του Πνεύματος, δεν μπορεί να γίνει ευκατάνυκτη. Η διαπίστωση που κάνει ο Απόστολος Παύλος: «Πως θα προσευχηθούμε όμως πρέπει, δεν γνωρίζομε κλπ.» (Ρωμ. 8, 26), σ’ αυτό οδηγεί εκείνον που προσεύχεται.

Γνωστικά κεφάλαια

Φωτίζεται ο νους που ανέβηκε στο ύψος της γνωστικής θεωρίας μελετώντας τους λόγους.

Σκοτίζεται όμως πάλι, όταν κυλιστεί σε πάθος.

Είναι ανάγκη να γνωρίζει ο γνωστικός πότε ο νους του βρίσκεται στον χώρο των νοημάτων, πότε στο χώρο των λογισμών και πότε στο χώρο της αισθήσεως. Και σ’ αυτόν τον τελευταίο, αν είναι σε πράγματα του καιρού, ή σε παράκαιρα μάλλον.

Όταν ο νους δε βρίσκεται σε νοήματα, βρίσκεται οπωσδήποτε σε λογισμούς. Όταν βρίσκεται σε λογισμούς, δε βρίσκεται σε νοήματα. Όταν βρίσκεται με την αίσθηση, βρίσκεται με όλα.

Με το νόημα, ο νους περνάει στα νοητά. Με το λογισμό, το λογικό περνάει στα λογικά. Η αίσθηση μέσω της φαντασίας περνάει στα πρακτικά.

Όταν ο νους μαζεύεται στον εαυτό του, δε θεωρεί τίποτε ούτε από τα αισθητά, ούτε από τα λογικά, αλλά μόνο γυμνά νοερά πνεύματα και θεϊκές λάμψεις που αναβλύζουν ειρήνη και χαρά.

Άλλο είναι το περιεχόμενο του πράγματος, άλλο η έννοιά του και άλλο εκείνο που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση. Το πρώτο είναι ουσία, το δεύτερο συμβεβηκός, το τρίτο είναι η διαφορά του υποκειμένου.

Ο νους, καθώς ανοίγεται σε πολλούς δρόμους, γίνεται αχόρταστος. Όταν μαζεύεται σε ένα μόνο, στο δρόμο της προσευχής, πριν από την τελειότητα στενοχωρείται, και παρακαλεί μ’ επιμονή αυτόν, στο οποίον ανήκει, ν’ αφεθεί και να πάει σ’ εκείνα από τα οποία ήρθε.

Ο νους, ενώ προέρχεται από ψηλά, δε θα επιστρέψει πάλι εκεί, αν δεν καταφρονήσει τελείως τα κάτω με την ασχολία στα θεία.

Αν δεν μπορείς να κάνεις την ψυχή σου να περιοριστεί στους λογισμούς που την αφορούν, τουλάχιστον ανάγκασε το σώμα σου να μονάζει σκεπτόμενος πάντα την αθλιότητά του. Γιατί έτσι, με τον καιρό και με το έλεος του Θεού, θα μπορέσεις να επιστρέψεις στο αρχικό αξίωμα της θείας ευγένειας.

Ο πρακτικός εύκολα μπορεί να υποτάξει το νου του στην προσευχή, ενώ ο θεωρητικός την προσευχή στο νου. Ο πρώτος με το να συμμαζεύει την αίσθηση από τα φαινόμενα σχήματα, ο δεύτερος με το να μεταφέρει την ψυχή προς τους κρυμμένους μέσα στα σχήματα λόγους. Ο πρώτος κάνει το νου του να αγνοεί τους λόγους των σωμάτων, ενώ ο δεύτερος τον κάνει να κατανοεί τους λόγους των ασωμάτων. Ασώματα είναι οι λόγοι των σωμάτων, οι ιδιότητες και οι ουσίες τους.

Όταν ελευθερώσεις το νου σου από την ηδυπάθεια των σωμάτων, των πραγμάτων και των φαγητών, τότε οποιοδήποτε δώρο κάνεις στο Θεό θα σου λογαριαστεί καθαρό. Ως ανταπόδοση θα λάβεις ν’ ανοίξουν τα μάτια της καρδιάς σου για να μελετάς καθαρά τους λόγους του Θεού που είναι γραμμένοι εκεί που θα φανούν πιο γλυκοί από μέλι και κηρήθρα (Ψαλμ. 118, 103) στο νοητό λάρυγγά σου, από τη γλυκύτητα που βγαίνει απ’ αυτούς.

Δεν θα μπορέσεις να κάνεις το νου σου ανώτερο από την επιθυμία των σωμάτων, των πραγμάτων και των όχι απαραίτητων φαγητών, εκτός αν τον εισαγάγεις στην καθαρή χώρα των δικαίων, οπότε θα αναπηδήσει η μνήμη του θανάτου και η μνήμη του Θεού και θα σβήσει από τη γήινη καρδιά κάθε βλάστημα επιθυμίας.

Τίποτε άλλο δεν είναι πιο φοβερό από τη μνήμη του θανάτου, ούτε πιο θαυμάσιο από τη μνήμη του Θεού. Η πρώτη προξενεί σωτήρια λύπη, ενώ η άλλη χαρίζει ευφροσύνη (Ψαλμ. 76, 4), όπως λέει ο Προφήτης: «Σκέφτηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη». Και ο σοφός λέει: « Έχε στο νου σου τα τελευταία σου, και δε θα αμαρτήσεις» (Σ. Σειράχ 7, 36). Είναι αδύνατο να κάνει κάποιος κτήμα του το δεύτερο, αν δε λάβει προηγουμένως πείρα της στρυφνότητας του πρώτου.

Έως ότου ο νους αντικρύσει τη δόξα του Θεού με ακάλυπτο πρόσωπο (Β΄ Κορ. 3, 18), δεν μπορεί η ψυχή να λέει με συναίσθηση: «Εγώ θα νιώσω αγαλλίαση εξαιτίας του Κυρίου, θα ευφρανθώ για τη σωτηρία που θα μου στείλει» (Ψαλμ. 34, 9). Γιατί το κάλυμμα της φιλαυτίας της σκεπάζει την καρδιά, για να μην της φανερωθούν τα θεμέλια της οικουμένης, τα οποία είναι οι λόγοι των δημιουργημάτων. Το κάλυμμα αυτό δεν αφαιρείται από την καρδιά χωρίς θεληματικούς και αθέλητους κόπους.

Ούτε μετά τη φυγή από την Αίγυπτο, η οποία είναι η έμπρακτη αμαρτία, ούτε μετά τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης, η οποία είναι η δουλεία στα αισθητά, αλλά μετά τη διαμονή στην έρημο, που βρίσκεται ανάμεσα στα ενεργήματα και τα κινήματα της κακίας, μπορεί ο οδηγός του Ισραήλ να κατασκοπεύει τη γη της επαγγελίας, η οποία είναι η απάθεια, αποστέλλοντας ως κατασκόπους (Ι. Ναυή 2, 1–3) την οπτική και τη θεωρητική του δύναμη.

Εκείνοι που κάθονται στην έρημο, δηλαδή στην απραξία των παθών, εξ ακοής μαθαίνουν τα αγαθά της μακαρίας εκείνης γης της επαγγελίας. Εκείνοι που τα κατασκόπευσαν, πήραν κάποια απλή ιδέα με τη θεωρία των ορατών. Εκείνοι όμως που καταξιώθηκαν να μπουν σ’ αυτήν, χόρτασαν με όλη την αίσθησή τους απ’ όσα ρέουν μέλι και γάλα (Εξ. 3, 8) απ’ αυτήν δηλαδή από τους λόγους της πρώτης και της δεύτερης θεωρίας.

Δεν σταυρώθηκε ακόμη μαζί με το Χριστό εκείνος που εξακολουθεί να έχει φυσικές κινήσεις στη σάρκα του, ούτε έχει ταφεί μαζί Του εκείνος που σέρνει μαζί του κακές ψυχικές ενθυμίσεις. Πως λοιπόν θα αναστηθεί αυτός μαζί με το Χριστό για να ζήσει την καινούργια ζωή (Ρωμ. 6, 4–6);

Επειδή τρεις είναι οι πιο περιεκτικές αρετές της ψυχής, η νηστεία, η προσευχή και η σιωπή, είναι ανάγκη εκείνος που πρόκειται να σταματήσει την προσευχή, να αναπαύεται σε κάποια φυσική θεωρία. Εκείνος που πρόκειται να λύσει τη σιωπή, να ασχοληθεί σε κάποια ηθική ομιλία. Κι εκείνος που θα καταλύσει τη νηστεία, να λάβει κάποια τροφή που επιτρέπεται.

Όσο ο νους βρίσκεται στα θεία, διατηρεί τη θεία ομοίωση, παραμένοντας αγαθός και σπλαχνικός. Όταν όμως βρεθεί στα αισθητά, αν μεν κατεβαίνει προς αυτά στον καιρό και με τον τρόπο που πρέπει, δίνοντας και παίρνοντας εμπειρία, επιστρέφει πάλι στον εαυτό του ξαναβρίσκοντας την ευρωστία του. Αν όμως κατεβαίνει σε ακατάλληλο καιρό και χωρίς ανάγκη, τότε θα βρεθεί σαν κάποιος στρατηγός απερίσκεπτος που χάνει στη μάχη την περισσότερη δύναμή του.

Ο παράδεισος της απάθειας που είναι κρυμμένος μέσα μας, είναι εικόνα του παραδείσου που μέλλει να υποδεχθεί τους Δικαίους. Αλλά δε θα βρεθούν έξω από αυτόν όλοι όσοι δεν μπόρεσαν να μπουν στον παράδεισο που περιέχεται μέσα μας.

Ο αισθητός ήλιος κρατάει τις ακτίνες του έξω από κλειστά σπίτια. Ο νοητός όμως ήλιος δε θα ρίξει τις γλυκές του ακτίνες στην ψυχή, η οποία τον περιμένει, αλλά δεν έχει κλειστές τις αισθήσεις για τα ορατά.

Γνωστικός είναι αυτός που ενεργεί με μεγαλοσύνη τις καταβάσεις του στα αισθητά, και με ταπείνωση τις αναβάσεις της ψυχής του στα νοητά.

Η μέλισσα γυρίζοντας στα λιβάδια, βρίσκει εκεί από πού θα μαζέψει το μέλι. Η ψυχή περιδιαβάζοντας τους ποικίλους αιώνες, από εκεί χύνει τη γλυκύτητα στη διάνοια.

Το ελάφι που έφαγε φίδια τρέχει στις πηγές για να σβήσει ο κάψιμο του δηλητηρίου. Η ψυχή που πληγώθηκε από θεϊκά βέλη, έχει ακατάπαυστο έρωτα προς το Θεό που την πλήγωσε.

Στη μοναχική ζωή γεννιούνται ψιλοί λογισμοί, ενώ στην έγγαμη, γεννιούνται και πρόσθετοι λογισμοί. Στην πολυσχιδή όμως ψυχή, οι λογισμοί εκδιώκονται. Την πλησιάζουν μόνο ασώματοι νόες και της αποκαλύπτουν τους λόγους περί προνοίας και κρίσεως, σαν κάποια θεμέλια της γης.

Στην έγγαμη ζωή, το αρσενικό και το θηλυκό δεν μπορούν να βλέπονται απαθώς. Αυτό συμβαίνει μόνο στη μοναχική ζωή, όπου χάρη στον Ιησού Χριστό, δεν αναγνωρίζεται διαφορά αρσενικού και θηλυκού (Γαλ. 3, 28), λόγω της θείας ομοιώσεως.

Οι λογισμοί δεν προέρχονται ούτε από το άλογο μέρος της ψυχής (γιατί δεν υπάρχουν λογισμοί στα άλογα όντα), ούτε από το νερό (γιατί ούτε στους αγγέλους υπάρχουν). Είναι γεννήματα της λογικής της και χρησιμοποιούν σαν σκάλα τη φαντασία. Ανεβαίνουν δηλαδή στο νου από την αίσθηση και του μεταφέρουν τα σχετικά με αυτή, και κατεβαίνουν από το νου στην αίσθηση, υποβάλλοντας τα σχετικά με το νου σ’ αυτήν.

Σαν κάποιοι που ανεβαίνουν από το βυθό και προσπαθούν να πιαστούν από κάπου για να

σωθούν, θα παρουσιαστούν οι πονηροί λογισμοί, όταν η κακία κινδυνεύει σαν πλοίο να βυθιστεί στον κατακλυσμό των δακρύων.

Ανάλογα με την ποιότητα της ψυχής, μαζεύονται γύρω από αυτήν οι λογισμοί ή ως πειρατές να την βυθίσουν, ή ως κωπηλάτες να τη βοηθήσουν όταν κινδυνεύει. Οι πρώτοι την τραβούν προς το πέλαγος των απρεπών λογισμών, ενώ οι δεύτεροι, προτιμώντας την πλησιέστερη ακτή, κάνουν το πλοίο ν’ αράξει σε γαλήνιες ακτές.

Η ψυχή που επιθυμεί να αποβάλλει τον έβδομο και τελευταίο λογισμό της κενοδοξίας, αν δεν ξεντυθεί τους έξι προηγούμενους, δεν θα μπορέσει να ντυθεί τον όγδοο, τον οποίο ο θείος Απόστολος ονομάζει «ουράνιο κατοικητήριο» (Β΄ Κορ. 5, 2–4). Που εξαιτίας των στεναγμών τους γίνονται ικανοί να το φορούν εκείνοι που για χάρη του γυμνώθηκαν από τα υλικά πράγματα.

Στην τέλεια προσευχή έρχονται αγγελικοί λογισμοί. Στη μέση προσευχή, πνευματικοί, και στην εισαγωγική, οι φυσιολογικοί.

Όπως η καλή ποιότητα του σπόρου φανερώνεται με το στάχυ, έτσι και η γνησιότητα της θεωρίας φανερώνεται με την προσευχή. Το στάχυ, για να εμποδίζει τα πουλιά που τρώνε σπόρους, έχει γύρω του σαν δόρατα τα άγανα. Αντίστοιχα, ο προσευχόμενος έχει τους λογισμούς που φιλοσοφούν την ώρα των πειρασμών, για να τους αφανίσουν.

Όσα από την ψυχή μπορούμε να δούμε επειδή συνδέονται με την πράξη, μοιάζουν ασημένια φτερά περιστεριού. Οι πλάτες της, δηλαδή όσα δεν φαίνονται επειδή συνδέονται με τη θεωρία, αλλά τα νοούμε, έχουν τη λάμψη του χρυσαφιού (Ψαλμ. 67, 14). Η ψυχή που δεν έγινε έτσι ωραία, δεν μπορεί να πετάξει και ν’ αναπαυθεί (Ψαλμ. 54, 7) εκεί όπου, όλοι όσοι κατοικούν, έχουν διαρκή ευφροσύνη (Ψαλμ. 86, 7).

Πρακτικά και Θεωρητικά κεφάλαια

Λιβάδι είναι εδώ καρπούς γεμάτο πνευματικής πράξεως και θεωρίας.

Οι παλιοί είχαν εντολή να προσφέρουν στο Ναό τις απαρχές, δηλαδή τους πρώτους καρπούς από το αλώνι και το πατητήρι (Έξ. 22, 29). Και εμείς τώρα, ως απαρχές της πρακτικής πρέπει να προσφέρομε στο Θεό την εγκράτεια και την αλήθεια, και της θεωρητικής αρετής, την αγάπη και την προσευχή. Με τα πρώτα λυγίζομε τις ορμές της παράλογης επιθυμίας και του θυμού. Με τα δεύτερα, τις κούφιες σκέψεις και τις επιβουλές από τους γύρω μας.

Αρχή της πρακτικής είναι η εγκράτεια και η αλήθεια. Μεσότητα, η σωφροσύνη και η ταπεινοφροσύνη. Τέλος της η ειρήνη των λογισμών και ο αγιασμός του σώματος.

Πράξη είναι όχι μόνο το να μπορεί κανείς να κάνει απλώς τα καλά, αλλά να τα κάνει και όπως πρέπει. Δηλαδή αυτός που πράττει, να έχει υπόψη για τις πράξεις του τον καιρό και το μέτρο τους.

Θεωρία δεν είναι μόνο να θεωρεί κανείς με το νου του πως είναι τα όντα, αλλά και τους λόγους τους, σε τι αποβλέπουν.

Ούτε πράξη ασφαλής υπάρχει χωρίς θεωρία, ούτε αληθινή θεωρία χωρίς πράξη. Πρέπει και η πράξη να είναι έλλογη, και η θεωρία έμπρακτη, ώστε στη πρώτη να μην έχει δύναμη η κακία, και στη δεύτερη να είναι δυνατή η αρετή με διάθεση καλοσύνης.

Κατάληξη των πρακτικών είναι η νέκρωση των παθών, ενώ τέρμα των γνωστικών, η θεωρία των αρετών.

Όπως είναι η ύλη σε σχέση με τη μορφή, έτσι είναι η πράξη σε σχέση με τη θεωρία. Και όπως είναι τα μάτια στο πρόσωπο, έτσι είναι η θεωρία για τη πράξη.

Πολλοί τρέχουν στο στάδιο της πρακτικής αρετής, ένα όμως παίρνει το βραβείο (Α΄ Κορ. 9,

24): εκείνος που επιθυμεί να φτάσει στο τέλος της με τη θεωρία.

Ο πρακτικός πίνει ποτό κατανύξεως στην προσευχή, ενώ με ποτήρι εκλεκτού κρασιού μεθά ο θεωρητικός (Ψαλμ. 22, 5). Ο πρώτος φιλοσοφώντας τα φυσικά, ο άλλος αγνοώντας και τον εαυτό του στην προσευχή.

Ο πρακτικός δεν έχει τη δύναμη να εγκαρτερήσει πολύ σε πνευματική θεωρία, γιατί βρίσκεται εκεί σαν φιλοξενούμενος και γρήγορα βγαίνει από εκείνο το σπίτι.

Οι πρακτικοί όταν προσεύχονται είναι σαν να μπαίνουν στις πύλες των εντολών του Θεού. Οι θεωρητικοί σαν να μπαίνουν στις αυλές των αρετών, όταν υμνούν. Οι πρώτοι ευχαριστούν γιατί λύθηκαν από τα δεσμά, ενώ οι άλλοι γιατί και αιχμαλώτους έπιασαν τους εχθρούς που τους πολεμούσαν.

Η δύναμη της θεωρίας πρέπει να είναι ανάλογη με τη δύναμη της πρακτικής, για να μην της συμβεί ό,τι σε πλοίο που έχει δυσανάλογα πανιά και ή κινδυνέψει από την σφοδρότητα του αέρα λόγω του υπερβολικού μεγέθους των πανιών, ή πάθει ζημιά από τους ανέμους λόγω της μικρότητάς τους σε σχέση με το σκάφος.

Ως κωπηλάτες του νοητού πλοίου να θεωρείς τους ευσεβείς λογισμούς. Ως κουπιά τις ζωτικές δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το θυμό, την επιθυμία, τη βούληση και την προαίρεση. Αυτές ο πρακτικός τις χρειάζεται πάντοτε όχι όμως και ο θεωρητικός. Γιατί ο θεωρητικός, στο καιρό της προσευχής αφού τα αποχαιρετήσει όλα, κάθεται ο ίδιος στο τιμόνι της διακρίσεως και ξαγρυπνά όλη τη νύχτα της θεωρίας, προσφέροντας δοξολογίες σ’ Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα. Και κάπου-κάπου πιάνει και κάποιο ερωτικό τραγούδι και το ψάλλει στην ψυχή του, παρατηρώντας τα ψηλά κύματα και τις θορυβώδεις κινήσεις της τρικυμισμένης θάλασσας και νιώθοντας θαυμασμό για τις κρίσεις και τα προστάγματα του Θεού.

Εκείνος που είναι στη μεσότητα της πράξεως και της θεωρίας, ούτε με μόνα τα κουπιά πλέει, ούτε με μόνα τα νοητά πανιά, αλλά και με τα δύο, όπως οι ναυτικοί, εξυπηρετείται στο ταξίδι του. Υποφέρει με χαρά και κόπους της πράξεως, επειδή έχει σε κάποιο μέτρο τη θεωρία, και τους λόγους της ατελούς θεωρίας, επειδή βοηθείται από τη πράξη.

Ο θεωρητικός, επειδή έχει τη φύση σύμφωνη με την προαίρεσή του, πλέει χωρίς κόπο, σαν να τον βοηθεί κάποιο ρεύμα. Ο πρακτικός επειδή βρίσκει τη διάθεση αντίθετη προς την προαίρεσή του, αντιμετωπίζει μεγάλη τρικυμία λογισμών και από τη σφοδρότητά τους κινδυνεύει ακόμη και σε απόγνωση να έρθει.

Το χωράφι που δεν καλλιεργήθηκε καλά, συνήθως δεν ανταποδίδει πλούσιο και καθαρό το σπόρο στο γεωργό. Και εκείνος που εργάζεται την πρακτική άσκηση, αν δεν την εργάζεται με επιμέλεια και χωρίς επίδειξη, δε θα δει τον καρπό της προσευχής πολύ καθαρό.

Η διάνοια που τρίβεται από αδιάλειπτα βήματα προσευχής, μοιάζει με τη γη που πατιέται συνεχώς. Αυτή η γη γίνεται λεία, ενώ μια τέτοια διάνοια γίνεται ευθεία. Και γίνονται κατάλληλες για να δεχτούν, η πρώτη ευαίσθητα πόδια, η άλλη καθαρές προσευχές.

Στα ένυλα ο νους έχει συνεργό το λογισμό. Στα άυλα όμως, αν δεν τον απορρίψει, θα τον έχει σαν αγκάθι να τον ταλαιπωρεί (Β΄ Κορ. 12, 7).

Ο πρακτικός έχει σαν κάλυμμα πάνω στην καρδιά του κατά την ώρα της προσευχής τη γνώση των αισθητών, το οποίο δεν μπορεί ν’ αφαιρεθεί λόγω της σχέσεώς του μ’ αυτά. Μόνο ο θεωρητικός, επειδή δεν εμποδίζεται από τα αισθητά, μπορεί να βλέπει με ακάλυπτο πρόσωπο εν μέρει τη δόξα του Θεού (Β΄Κορ. 3, 18).

Η προσευχή που γίνεται με πνευματική θεωρία είναι η γη της επαγγελίας, από την οποία ρέει σαν γάλα και μέλι (Έξ. 3, 8) η γνώση των λόγων των σχετικών με την πρόνοια και την κρίση του Θεού. Η προσευχή που γίνεται με κάποια φυσική θεωρία είναι η Αίγυπτος, όπου έρχεται στον προσευχόμενο η μνήμη των πιο υλικών επιθυμιών. Η απλή προσευχή είναι το μάννα της ερήμου (Αρ. 11, 7), το οποίο, καθώς είναι μονοειδές, αποκλείει σ’ όσους δεν έχουν καρτερία τα υποσχεμένα καλά, σ’ εκείνους όμως που εγκαρτερούν σ’ αυτή τη στενόχωρη τροφή, προξενεί την ανώτερη γεύση που δεν χάνεται.

Πράξη ενωμένη με θεωρία είναι σαν σώμα ενωμένο με πνεύμα ηγεμονικό (Ψαλμ. 50, 14). Χωρίς θεωρία, θα θεωρηθεί σαν σάρκα ενωμένη με πνεύμα ευμετάβολο.

Αυλή της λογικής ψυχής είναι η αίσθηση, ναός της η διάνοια και αρχιερέας ο νους. Στην αυλή λοιπόν στέκεται ο νους που εμποδίζεται από λογισμούς όχι εύλογους, ενώ στο ναό στέκεται εκείνος που εμποδίζεται από εύλογους λογισμούς. Από κανενός είδους λογισμούς όμως δεν εμποδίζεται εκείνος που αξιώθηκε να μπει στα άγια των αγίων.

Στο σπίτι της πρακτικής ψυχής υπάρχουν θρήνοι και μοιρολόγια και αλοίμονο (Παροιμ. 23, 29), εξαιτίας του κόπου. Ενώ στης θεωρητικής ψυχής ακούγονται φωνές αγαλλιάσεως και δοξολογίας (Ψαλμ. 41, 5), λόγω της γνώσεως.

Ο πρακτικός, εξαιτίας των κόπων, επιθυμεί να πεθάνει και να βρεθεί μαζί με το Χριστό (Φιλιπ. 1, 23). Ο θεωρητικός επιθυμεί πολύ περισσότερο να παραμένει στο σώμα, και για τη χαρά που δοκιμάζει από την προσευχή, και για την ωφέλεια που γίνεται στον πλησίον.

Στους πιο προικισμένους στο λογικό, η θεωρία προηγείται από την πράξη, ενώ στους λιγότερο προικισμένους, προηγείται η πράξη από την θεωρία. Και οι δύο καταλήγουν στο ίδιο τέλος. Συντομότερα όμως θα φανεί σ’ εκείνους που προηγείται η θεωρία από την πράξη.

Η θεωρία των νοητών είναι παράδεισος. Σ’ αυτόν, ο γνωστικός μπαίνει όπως στο δικό του σπίτι κατά την προσευχή. Ο πρακτικός θα φανεί σαν περαστικός, που έχει την επιθυμία να σκύψει μέσα να δει, αλλά δεν μπορεί γιατί ο φράχτης είναι ψηλότερος από το πνευματικό του ανάστημα.

Τα σωματικά πάθη μοιάζουν με θηρία, τα ψυχικά με πουλιά. Τα θηρία τα εμποδίζει με φράχτη από το λογικό αμπέλι ο πρακτικός, όχι όμως και τα πουλιά, αν δε φτάσει στην πνευματική θεωρία, ακόμη κι αν φροντίζει πολύ για την φύλαξη του εσωτερικού του.

Ο πρακτικός δεν μπορεί να γίνει ανώτερος από την ηθική ευπρέπεια, εκτός αν και αυτός, σαν τον πατριάρχη Αβραάμ (Γεν. 12, 1), βγει έξω από τη γη του δηλαδή από το φυσικό νόμο, και από τη συγγένειά του, δηλαδή από την ως τότε ζωή του που στρεφόταν στα αισθητά. Έτσι και αυτός θα λάβει σαν σφραγίδα (Ρωμ. 4, 11), την αφαίρεση της γενικής ηδονής. από αυτή είναι που το κάλυμμα που έχομε από τη γέννησή μας, δεν επιτρέπει να μας δοθεί η πλήρης ελευθερία.

Το πουλάρι την άνοιξη δεν ανέχεται να μένει μέσα στο παχνί και να τρώει την τροφή που περιέχει. Ούτε νεοδίδακτος νους μπορεί να υπομείνει για πολύ τα στενά όρια της προσευχής. Ευχαριστείται περισσότερο να βγαίνει στα πλατωσιά της φυσικής θεωρίας που βρίσκεται στην ψαλμωδία και στην ανάγνωση.

Η πρακτική έχει ζωσμένες, σαν να ήταν μέση της (Λουκ. 12, 35), με νηστεία και αγρυπνία τις ζωτικές της δυνάμεις, ενώ η θεωρητική αρετή προβάλλει, σαν λυχνάρια που καίνε με τη σιωπή και την προσευχή, τις γνωστικές της δυνάμεις. Η πρώτη έχει το λογισμό σαν παιδαγωγό, ενώ η άλλη έχει σαν νυμφαγωγό τον έμφυτο εσωτερικό λόγο.

Ο ατελής νους δεν επιτρέπεται να μπαίνει στο κατάκαρπο αμπέλι της προσευχής. Επιτρέπεται μόνο και με δυσκολία, όπως ο φτωχός τ’ αποτρυγάδια, να παίρνει τον απλό απόηχο των ψαλμών.

Όλοι όσοι έρχονται σε επικοινωνία με το βασιλιά, δεν μπορούν και να γευματίσουν μαζί του. έτσι και όσοι φτάνουν στην ευτυχία της προσευχής, δε θα φτάσουν και στη θεωρία που αυτή προσφέρει.

Χαλινάρι του θυμού είναι η σιωπή που γίνεται στην ώρα της. της παράλογης επιθυμίας, η μετρημένη τροφή. του δυσκολοκράτητου λογισμού, η μονολόγιστη προσευχή.

Κι εκείνος που εισδύει στο βυθό της θάλασσας για να βγάλει το αισθητό μαργαριτάρι, κι εκείνος που εισδύει στο γνωστικό βυθό για να βγάλει πάνω το νοητό μαργαριτάρι, αν δεν γυμνωθούν, ο πρώτος από τα ρούχα του, και ο δεύτερος από την αίσθηση, και οι δύο θα αποτύχουν.

Ο νους ο οποίος κατά την προσευχή βρίσκεται μέσα στη διάνοιά του είναι σαν νυμφίος μαζί με τη νύμφη στο νυμφικό θάλαμο. Εκείνος που δεν του επιτρέπεται να μπει, στέκεται απ’ έξω και φωνάζει στενάζοντας: «Ποιος θα με φέρει σε πόλη περιτειχισμένη; Και ποιος θα με οδηγήσει (Ψαλμ. 59, 11) ώστε να μην αποβλέπω σε ματαιότητες (Ψαλμ. 39, 5) και σε ψεύτικους ενθουσιασμούς κατά την προσευχή;» Όπως είναι το ανάλατο φαϊ στο λάρυγγα, έτσι θα φανεί στο νου η προσευχή χωρίς κατάνυξη.

Η ψυχή που κυνηγά ακόμη να φτάσει την προσευχή, μοιάζει με τη γυναίκα που κοιλοπονά. εκείνη που την έφτασε, μοιάζει με τη γυναίκα που γέννησε και είναι γι’ αυτό γεμάτη χαρά.

Παλιά ο λαός των Αμορραίων που κατοικούσε στο βουνό, κατέβαινε και πλήγωνε όσους επιχειρούσαν να περάσουν με τη βία (Δευτ. 1, 43–44). Και τώρα η κακή λήθη διώχνει εκείνους που, χωρίς ν’ αποκτήσουν ακόμη την αγνεία, προσπαθούν ν’ ανεβούν στην υψηλότερη προσευχή της απλότητας.

Οι δαίμονες έχουν εκ φύσεως μεγάλη έχθρα εναντίον της καθαρής προσευχής. Τους κατατρομάζει όχι το πλήθος των ψαλμών, όπως τους πολεμιστές το πλήθος των αντιπάλων, αλλά η συμφωνία των τριών, του νου με το λογικό και του λογικού με την αίσθηση.

Η ψιλή προσευχή είναι σαν ψωμί που στηρίζει τους προσευχομένους. Η προσευχή που γίνεται με κάποια θεωρία, είναι σαν λάδι που τρέφει. Και η προσευχή που είναι χωρίς μορφή, είναι σαν ευωδιαστό κρασί, που όσοι το πίνουν αχόρταστα, έρχονται σε έκσταση.

Ο άγριος όνος αποφεύγει περιφρονητικά την πόλη με την οχλαγωγία της, και ο μονόκερως δεν είναι δυνατόν από κανένα να δεθεί, όπως λέει η Γραφή (Ιώβ 39, 7 και 10). Έτσι και ο νους που κυριάρχησε πάνω στη φύση και στους παρά φύση λογισμούς, περιφρονεί, όταν προσεύχεται, την ματαιότητα των λογισμών, και δεν είναι δυνατόν να εξουσιάζεται από κανένα αισθητό.

Όποιος απειλεί τους σκύλους με το ραβδί του, τους εξαγριώνει εναντίον του. Κι εκείνος που προσπαθεί να επιτύχει την καθαρή προσευχή, εξαγριώνει τους δαίμονες.

Ο αγωνιστής πρέπει να περιορίζει την αίσθησή του στη μονοειδή τροφή και το νου του στη μονολόγιστη προσευχή. Έτσι βγαίνοντας από την σχέση με τα πάθη, θα φτάσει και στο να αρπάζεται προς τον Κύριο κατά την προσευχή του.

Οι ηδυπαθείς όταν προσεύχονται, σαν υλικοί που είναι, έχουν τους λογισμούς σαν βατράχους να τους απασχολούν. Οι μετριοπαθείς έχουν τις θεωρίες σαν αηδόνια που τους ευφραίνουν πάρα πολύ, πετώντας από το ένα κλωνάρι στο άλλο, δηλαδή από θεωρία σε θεωρία. Στους απαθείς υπάρχει σιγή και πολλή ηρεμία λογισμών και νοημάτων όταν προσεύχονται.

Παλιά η Μαρία, η αδελφή του Μωυσή, όταν είδε την ήττα των εχθρών, πήρε το τύμπανο και μπήκε επικεφαλής στις γυναίκες που έψαλλαν τα επινίκια (Έξ. 15, 20–21). Τώρα προς έπαινο της ψυχής που νίκησε τα πάθη, η ανώτερη αρετή, δηλαδή η αγάπη, αφού σηκωθεί τραγουδώντας και παίζοντας την κιθάρα, σαν να επιδίδεται σε κάποια θεωρία, επαινεί αυτήν που αγωνίστηκε ν’ αποκτήσει ομορφιά και δεν παύει χαρούμενη, μαζί με τις άλλες αρετές, να δοξολογεί το Θεό.

Όταν από την συνεχή προσευχή κατεβούν τα λόγια των ψαλμών στην καρδιά του προσευχομένου, τότε και αυτή, σαν γη γόνιμη που είναι, αρχίζει από μόνη της ν’ ανθοφορεί: σαν τριαντάφυλλα την θεωρία των ασωμάτων, σαν κρίνα τη λαμπρή θεωρία των σωμάτων, και σαν μενεξέδες τη θεωρία των ποικίλων και ανεξιχνίαστων θείων αποφάσεων.

Η φλόγα που δεσμεύτηκε σε ξύλα, γίνεται φωτοφόρος. Και η ψυχή που απελευθερώνεται από την ύλη, γίνεται θεοφόρος. Η φλόγα υψώνεται όσο κρατούν τα ξύλα, ενώ η ψυχή, ώσπου να καταλήξει στο τέρμα του θείου έρωτα.

Η ψυχή που απαρνήθηκε τελείως τον εαυτό της και υψώθηκε ολοκληρωτικά στην προσευχή, δεν κατεβαίνει όταν το θέλει η ίδια, αφού βρίσκεται πάνω από την κτίση. κατεβαίνει όταν αυτό κριθεί σωστό από Εκείνον που κυβερνά με ζύγι και μέτρο τη ζωή μας.

Όταν διωχθεί από την ψυχή μας η ακηδία και από τη διάνοια η πονηρία, τότε ο νους, μένοντας γυμνός στην απλότητά του, στην ανυπόκριτη ζωή που δεν καλύπτεται από πράξεις αισχύνης, ψάλλει κι αυτός καινούργιο ύμνο στο Θεό και Τον ευχαριστεί παίζοντας μελωδία ευφροσύνης, εορτάζοντας τα εγκαίνια της μέλλουσας ζωής.

Όταν η προσευχόμενη ψυχή αρχίσει να έχει θειότερες εμπειρίες τότε κι αυτή, όπως η νύμφη του Άσματος, τέτοια λόγια λέει στις όμοιές της ψυχές: «Ο αγαπημένος μου άπλωσε το χέρι από το άνοιγμα της θύρας, και τα σπλάχνα μου ταράχθηκαν γι’ αυτόν» (Άσμα 5, 4).

Όπως ο στρατιώτης, όταν επιστρέψει από τον πόλεμο, βγάζει από πάνω του το βάρος των όπλων, έτσι και ο πρακτικός τους λογισμούς, ερχόμενος στη θεωρία. Γιατί ούτε ο πρώτος έχει ανάγκη τα όπλα, αν δεν είναι σε πόλεμο, ούτε ο δεύτερος τους λογισμούς, αν δεν στρέφεται στα αισθητά.

Οι πρακτικοί θεωρούν τα όντα πως είναι κατά την εξωτερική κατάσταση, ενώ οι θεωρητικοί πως αυτά είναι κατά τη φύση τους. Μόνο οι γνωστικοί θεωρούν τους λόγους των όντων και κατά τους δύο τρόπους.

Στους λόγους των σωματικών όντων αναγνωρίζονται τα ασώματα. Στα ασώματα επισημαίνεται ο υπερούσιος λόγος, προς τον οποίο βιάζεται να φτάσει κάθε αγωνιζόμενη ψυχή.

Οι λόγοι των ασωμάτων είναι σαν κόκκαλα που σκεπάζονται εξωτερικά από τα αισθητά. Αυτούς δεν θα τους δει κανείς απ’ όσους δεν έχουν ελευθερωθεί από την εμπαθή προσκόλληση στα αισθητά.

Βγάζει από πάνω του τα όπλα ο στρατιώτης, όταν αφήσει τον πόλεμο . Και ο θεωρητικός τους λογισμούς, όταν καταλήγει στον Κύριο.

Ο στρατηγός που δε βρίσκει λάφυρα στον πόλεμο, στεναχωρείται. Όμοια και ο πρακτικός στην προσευχή, όταν δεν πετύχει την πνευματική θεωρία.

Το ελάφι, όταν δαγκωθεί από κάποιο φίδι, τρέχει στις πηγές. Και η ψυχή που πληγώθηκε από το γλυκύτατο βέλος της προσευχής, τρέχει στις λάμψεις των ασωμάτων.

Ούτε ο σωματικός οφθαλμός μπορεί να δει τον κόκκο του σιταριού, ούτε ο πρακτικός νους την ίδια του τη φύση, αν δε γυμνωθεί, ο μεν κόκκος από το έλυτρό του, ο δε νους από τη σχέση του με τα αισθητά, η οποία τον περικαλύπτει.

Τα άστρα κρύβονται με την ανατολή του ηλίου, και οι λογισμοί εγκαταλείπουν το νου όταν ο νους ξαναγυρίζει στο βασίλειό του.

Μετά το τέλος της πρακτικής, οι πνευματικές θεωρίες ξεχύνονται στο νου, σαν ακτίνες του ήλιου που ανέτειλαν από τον ορίζοντα. φαίνονται ότι προέρχονται έξω από το νου, ενώ είναι δικές του, και τον αγκαλιάζουν για την καθαρότητά του.

Ο θεωρητικός νου, όταν κατεβεί από το ύψος του ουρανού υποκύπτοντας στις ανάγκες της φύσεως, μπορεί να λέει παρόμοια με αυτά που είπε ο Μέγας Βασίλειος: «Τι είναι πιο θαυμάσιο από το θείο κάλλος; Και ποια είναι πιο χαριτωμένη από την έννοια της μεγαλοπρέπειας του Θεού; Ποιος πόθος είναι τόσο σφοδρός και αφόρητος, όπως ο πόθος του Θεού που γίνεται μέσα στην καθαρή από κάθε κακία ψυχή, που λέει με όλη τη διάθεσή της, ”Εγώ είμαι λαβωμένη από αγάπη” ; (Άσμα 2, 5)».

Εκείνος μπορεί να λέει: «Θερμάνθηκε η καρδιά μου μέσα μου και από τη μελέτη μου άναψε μέσα μου φωτιά» (Ψαλμ. 38, 4), ο όποιος δεν κουράζεται να ακολουθεί από κοντά το Θεό με την προσευχή, και δεν επιθυμεί να ζει με ανθρώπινες αδυναμίες (Ιερ. 17, 16).

Η πρακτική ψυχή, που μετά την αποβολή των κακών πιέζεται από τους πονηρούς δαίμονες και λογισμούς να στραφεί πάλι σε μάταια πράγματα και σε ψεύτικους ενθουσιασμούς (Ψαλμ. 39, 5), ας λέει παρόμοια με τη νύμφη του Άσματος: «Ξεντύθηκα το φόρεμά μου, πώς να το φορέσω πάλι; Έπλυνα τα πόδια μου, πώς να τα λερώσω;» (Άσμα 5, 3) Είναι προνόμιο της ψυχής που αγαπά το Θεό, να τολμά να λέει: «Πες μου, εσύ ο καλός Ποιμένας, που βόσκεις τα πρόβατά σου και που ξεκουράζεις το μεσημέρι τα αρνιά σου, για να τα ακολουθήσω, μη τυχόν βρεθώ ανάμεσα στα κοπάδια των συντρόφων σου;» (Άσμα 1, 7) Η πρακτική ψυχή που ζητεί να κρατήσει την προσευχή και δεν μπορεί, λέει κι αυτή παρόμοια με τη νύμφη του Άσματος: «Τις νύχτες στο κρεβάτι μου αναζήτησα εκείνον που αγάπησα. Τον ζήτησα και δεν τον βρήκα, τον κάλεσα και δεν με άκουσε. Θα σηκωθώ λοιπόν- με προσευχή πιο εντατική-, θα φέρω γύρω την πόλη, στις αγορές και στις πλατείες θα ζητήσω εκείνον που αγάπησα (Άσμα 3, 1–2). ίσως και βρω εκείνον που είναι πάντοτε εδώ, και έξω από κάθε τι, και χορτάσω όταν αντικρύσω τη δόξα του (Ψαλμ. 16, 15)».

Όταν η ψυχή από τη χαρά της προσευχής αρχίζει να λούζεται από τα δάκρυα, τότε κι αυτή, παίρνοντας θάρρος, φωνάζει σαν νύμφη στον νυμφίο της: « Ας κατεβεί ο αγαπημένος μου στο κήπο του και ας φάει σαν ακρόδρυα (Άσμα 4, 16) την παρηγοριά που έφτιαξαν με κόπο τα δάκρυά μου».

Όταν η πρακτική ψυχή, βλέποντας το μέγεθος και την ομορφιά των δημιουργημάτων (Σ. Σολ. 13, 5), αρχίζει να θαυμάζει τον Δημιουργό και να απολαμβάνει την ηδονή από αυτά, τότε με έκπληξη αναφωνεί: «Πόσο ωραίος είσαι νυμφίε, κήπε του πατέρα σου! Είναι άνθος της πεδιάδας και κέδρος σαν τους κέδρους του Λιβάνου. επιθύμησα τη σκιά του και κάθισα κάτω από αυτήν, και ο καρπός του ήταν γλυκός στον λάρυγγά μου» (Άσμα 2, 1–3).

Αν εκείνος που δέχεται στο σπίτι του βασιλιάδες παρουσιάζεται τόσο επίσημος και λαμπρός και γεμίζει από χαρά, πόσο μάλλον θα συμβεί αυτό στην ψυχή που, αφού καθαρίστηκε, δέχτηκε μέσα της το Βασιλέα των βασιλέων (Αποκ. 19, 16), σύμφωνα με αψευδή υπόσχεσή Του (Ιω. 14, 23). Αλλά η ψυχή αυτή οφείλει να ασφαλίζεται με πάρα πολύ μεγάλη ευλάβεια, βγάζοντας έξω κάθε τι που φαίνεται ότι δεν αναπαύει Εκείνον, και να φέρνει μέσα ό,τι αρέσει σ’ Εκείνον.

Εκείνος που περιμένει να κληθεί αύριο από τον βασιλιά, για τι άλλο θα φροντίσει, παρά να μελετήσει λόγια που θα του αρέσουν; Αυτό αν τηρήσει η ψυχή, δε θα βρεθεί απροετοίμαστη στο μελλοντικό δικαστήριο.

Μακάρια είναι η ψυχή η οποία, περιμένοντας καθημερινά να έρθει ο Κύριός της, δεν λογαριάζει καθόλου τον κόπο της ημέρας, ούτε της νύχτας, επειδή Αυτός πρόκειται να εμφανισθεί ευθύς το πρωί.

Όλους τους βλέπει ο Θεός, αλλά τον Θεό τον βλέπουν εκείνοι που δεν θεωρούν τίποτε, όταν προσεύχονται. Και όσοι βλέπουν το Θεό, εισακούονται συνάμα από Αυτόν. Όσοι όμως δεν εισακούονται, δεν Τον βλέπουν. Είναι μακάριος εκείνος που πιστεύει ότι τον βλέπει ο Θεός. Γιατί δε θα σαλευθεί από τη θέση του (Ψαλμ. 72, 2) χωρίς να θέλει ο Θεός.

Τα αγαθά της βασιλείας που είναι μέσα μας (Λουκ. 17, 21), τα οποία δεν είδε μάτι που αγαπά τα ωραία και δεν τ’ άκουσε ακοή που αγαπά τις τιμές και δεν τα διανοήθηκε καρδιά άδεια από Άγιο Πνεύμα (Α΄ Κορ. 2, 9), είναι προκαταβολές που μέλλουν να δοθούν στους δικαίους στη μέλλουσα βασιλεία από το Θεό. Και εκείνος που δεν απολαμβάνει αυτά, τα οποία είναι οι καρποί του Πνεύματος (Γαλ. 5, 22), δεν μπορεί να απολαύσει εκείνα τα μέλλοντα.

Οι λογισμοί των πρακτικών μοιάζουν με ελάφια. Γιατί όπως εκείνα άλλοτε είναι πάνω στα βουνά από το φόβο των κυνηγών κι άλλοτε κάτω στις κοιλάδες σύμφωνα με τον πόθο τους, έτσι και αυτοί. Ούτε πάντοτε μπορούν να βρίσκονται σε πνευματική θεωρία, από την αδυναμία τους, ούτε συνέχεια στη φυσική θεωρία, αφού δεν ζητούν πάντοτε την ανάπαυση. Οι λογισμοί όμως των θεωρητικών γίνονται υπεροπτικοί απέναντι στα χαμηλά θεωρήματα.

Οι σταγόνες της δροσιάς ποτίζουν τη γη. Τις διαθέσεις της ψυχής κατά την προσευχή, τις ποτίζουν στεναγμοί με δάκρυα που βγαίνουν από την καρδιά.

Κανείς δε θα φτάσει στη θεωρία της θεότητας, η οποία νοείται ως Τριάδα, αν δεν ξεπεράσει την υλική δυάδα και τη γειτονική σ’ αυτήν μονάδα μέσα στα νοούμενα.

Δεν είναι τόσο δύσκολο να κόψει κανείς το ρεύμα του ποταμού να μην τρέχει προς τα κάτω, όσο να αναχαιτίσει την ορμή του νου να μη σκορπίζεται στα ορατά, αλλά να συγκεντρώνεται όταν θέλει προς τα ουράνια και συγγενή του κατά την προσευχή. Παρόλο που αυτό είναι κατά φύση, ενώ το πρώτο είναι παρά φύση.

Εκείνοι που καθαίρονται, εισδύοντας με το νου τους στο εσωτερικό των ορατών, γεμίζουν από τόση έκπληξη και χαρά, ώστε να μην μπορούν να χωρέσουν πλέον κανένα επίγειο, ακόμη και αν τους περικύκλωσουν όλα τα περιζήτητα.

Και μόνο να ονομάσει κανείς τους νόμους της φύσεως, είναι αρκετό ώστε να προκαλέσουν μεγάλο θαυμασμό. Όταν πάλι κατανοούνται, φαίνονται σαν ανθισμένα λιβάδια που αναβλύζουν τη γλυκύτητα της πνευματικής πανδαισίας, σαν νέκταρ ουράνιο από αγνά λουλούδια.

Στα δροσερά άνθη των λιβαδιών, οι μέλισσες περιτριγυρίζουν τη βασίλισσά τους. Και την ψυχή που έφτασε να βρίσκεται σε αδιάλειπτη κατάνυξη, την περικυκλώνουν οι νοερές δυνάμεις σαν φίλες και οικείες και βοηθούν να εκπληρωθούν οι επιθυμίες της.

Μέσα στον ορατό κόσμο σαν άλλος κόσμος φαίνεται ο άνθρωπος, ενώ στο νοητό κόσμο, ο λογισμός. Ο άνθρωπος είναι ο μηνυτής του ουρανού και της γης και όσων είναι ανάμεσά τους, ενώ ο λογισμός είναι εξηγητής του νου και της αισθήσεως και όσων σχετίζονται μ’ αυτήν. Χωρίς αυτούς, και οι δύο κόσμοι θα ήταν βουβοί.

Δεν περπατά με τόση χαρά ο αιχμάλωτος που ελευθερώνεται μετά από πολύ χρόνο όσο βαδίζει προς τα ουράνια ως προς οικεία με αγαλλίαση ο νους που ελευθερώνεται από τη σχέση με τα αισθητά.

Για εκείνον που δεν προσεύχεται με προσοχή, αλλά διασπάται εδώ και εκεί, ο ψαλμός θα λογαριαστεί βαρβαρικός, κι ο ίδιος βάρβαρος για τον ψαλμό, και οι δύο θα θεωρηθούν από τους δαίμονες μανιακοί.

Δεν είναι το ίδιο εκείνοι για τους οποίους σταυρώθηκε ο κόσμος και σταυρώθηκαν για τον κόσμο (Γαλ. 6, 14). Για τους πρώτους καρφιά είναι η νηστεία και η αγρυπνία. για τους δεύτερους, η ακτημοσύνη και η καταφρόνηση. Χωρίς τα δεύτερα, οι κόποι των πρώτων είναι ανώφελοι.

Κανένας δεν μπορεί να προσευχηθεί καθαρά, αν έχει αιχμαλωτιστεί από πάθος προς τα ωραία ή τις τιμές. Γιατί οι σχέσεις με τα αισθητά και οι μάταιοι λογισμοί, καθώς έχουν οικειότητα με τα πάθη αυτά γίνονται σαν σχοινιά πλεγμένα τριγύρω του και τραβούν παρόμοια με δεμένο σπουργίτι προς τα κάτω το νου που προσπαθεί να πετάξει στον καιρό της προσευχής.

Αδύνατον στο καιρό της προσευχής να είναι ειρηνικός ο νους που δεν απέκτησε την αγαπητή εγκράτεια και την αγάπη. Γιατί η εγκράτεια αγωνίζεται να καταργήσει την έχθρα του σώματος κατά της ψυχής, ενώ η αγάπη την έχθρα προς τον πλησίον για χάρη του Θεού. Και τότε η ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου (Φιλιπ. 4, 7), αφού έρθει, υπόσχεται να μείνει μαζί με εκείνον που ειρήνευσε μ’ αυτό τον τρόπο.

Πρέπει όποιος αγωνίζεται να μπει στη βασιλεία του Θεού, να έχει πλούσια σε αγαθά την ενάρετη εργασία του. σε ελεημοσύνες με παροχή από το υστέρημά του, και σε κόπους για χάρη της ειρήνης, με την απόφαση της υπομονής που παρέχει ο Κύριος.

Ούτε ο φτωχός στην αρετή από αμέλεια, ούτε ο πλούσιος στην αρετή από οίηση, θα βρεθούν μέσα στο λιμάνι της απάθειας. Γιατί κανένας τους δεν απόλαυσε τα αγαθά της δικαιοσύνης , εφόσον μεσολαβεί έλλειψη ή υπερβολή.

Ούτε η γη μπορεί να κάνει πλούσιο το γεωργό, αν δεν του χαρίσει πολλαπλάσιο καρπό, αλλά του επιστρέψει μόνο το σπόρο ή και μια μικρή προσθήκη, ούτε τον πρακτικό μπορεί να τον κάνει δίκαιο ή πνευματική εργασία του, αν ο ζήλος του προς το Θεό δεν είναι ανώτερος από την προαίρεση του.

Ούτε όλοι όσοι δεν αγαπούν τον πλησίον, μπορούν να τον μισούν, ούτε όσοι δεν τον μισούν , να τον αγαπούν. Και είναι άλλο να φθονεί κανείς την προκοπή του πλησίον, κι άλλο να του γίνεται εμπόδιο στην προκοπή. Το κατώτερο όμως σκαλοπάτι της κακίας είναι, όχι μόνον να λυπάται για τα προτερήματα του άλλου, αλλά και να τα διαβάλλει ότι δεν είναι προτερήματα.

Άλλα είναι τα σωματικά πάθη και άλλα τα ψυχικά. Άλλα τα φυσικά και άλλα τα παρά φύση. Εκείνος που απωθεί τα σωματικά και φυσικά πάθη, αλλά δε δείχνει καμία φροντίδα για τα άλλα, είναι όμοιος με άνθρωπο που στήνει φράχτη ψηλό και πυκνό κατά των θηρίων, χαίρεται όμως αν τα πουλιά τσιμπολογούν τα σταφύλια του λογικού αμπελιού, που πράγματι δεν κρύβονται.

Η ψυχή πρώτα φαντάζεται το κακό, κατόπιν το επιθυμεί, έπειτα νιώθει ηδονή ή λύπη γι’ αυτό, κι έτσι στη συνέχεια φτάνει στην αίσθησή του και μετά στην επαφή μ’ αυτό, την φανερή και την αφανή. Όλα τα στάδια συνοδεύουν οι λογισμοί, εκτός από την πρώτη κίνηση αν αυτή δε γίνει δεκτή, το μετέπειτα κακό μένει ανενέργητο.

Εκείνοι που πλησιάζουν στην απάθεια, σαλεύονται μόνον από φαντασίες, ενώ όσοι έχουν

μετριάσει τα πάθη τους, από επιθυμίες. Στην αίσθηση του κακού φτάνουν εκείνοι που κάνουν κακή χρήση των πραγμάτων αλλά λυπούνται γι’ αυτό, ενώ στην επαφή με το κακό, εκείνοι που το πραγματοποιούν χωρίς λύπη.

Η ηδονή έχει εγκατασταθεί σε όλα τα μέλη του σώματος, αλλά δεν τα ενοχλεί όλα ομοίως.

Άλλα τα ενοχλεί σε σχέση μάλλον με το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, άλλα με το θυμικό και άλλα με το λογιστικό, με τη γαστριμαργία, την οξυθυμία και την πονηρία, την αιτία όλων των ανόσιων παθών.

Είναι ανάγκη τα αισθητήρια να ανοίγονται σαν πύλες πόλεως. Είναι όμως απαραίτητο να μην επιτρέπομε, μαζί με όσα είναι αναγκαία, να μπαίνουν και “έθνη που θέλουν τους πολέμους” (Ψαλμ. 67, 31) και γίνονται αίτια μάχης.

Η ηδονή είναι η μητέρα της επιθυμίας, η οξυθυμία του θυμού και η πονηρία του φθόνου. Δεν μπορεί να ειρηνεύει με τα δεύτερα όποιος δεν αγωνίζεται εναντίον των πρώτων. Ούτε πάλι μπορεί να μπει στο λιμάνι του μετριασμού των παθών εκείνος που εργάζεται τις εντολές αναγκαστικά.

Εκείνοι που αποκρούουν τις προσβολές των λογισμών, δεν τους επιτρέπουν να μπαίνουν μέσα στο λογικό αμπέλι σαν θηρία και να το καταστρέφουν. Εκείνοι που προχωρούν στο συνδυασμό με τους λογισμούς, αλλά δεν τους δέχονται με ευχαρίστηση, απλώς τους επιτρέπουν να μπουν στο αμπέλι, αλλ’ όχι και να αγγίξουν τίποτε απ’ αυτό. Εκείνοι που συνομιλούν μ’ ευχαρίστηση με τα πάθη μέσω των λογισμών, αλλά δεν φτάνουν στη συγκατάθεση, είναι όμοιοι με εκείνους που άφησαν τον αγριόχοιρο να περάσει μέσα στο αμπέλι και το φράχτη (Ψαλμ. 79, 14), αλλά δεν του επέτρεψαν να χορτάσει από τα σταφύλια. Έπειτα όμως τον βρίσκουν ισχυρότερο από τη δύναμή τους, όταν πληθύνουν τις συγκαταθέσεις τους στα πάθη.

Δεν έφτασε στην απλότητα εκείνος που έχει ακόμη ανάγκη να φροντίζει για το φραγμό που είναι η εγκράτεια. Δεν είναι ο τέλειος, λέει, που εγκρατεύεται, αλλά αυτός που ακόμη αγωνίζεται (Α΄Κορ. 9, 25). Αυτός μοιάζει μ’ εκείνον που έχει αμπέλι η χωράφι όχι ανάμεσα σε άλλα αμπέλια ή χωράφια, αλλά κάπου απόμερα, και γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη φύλαξη και νήψη. Γιατί το αμπέλι εκείνου που έφτασε στην απλότητα, μένει ανέγγιχτο από οποιονδήποτε, σαν να ανήκει σε κάποιο βασιλιά ή φοβερό άρχοντα, που και μόνον ακούγοντας το όνομά του οι κλέφτες και οι περαστικοί τρομάζουν στη σκέψη να μπουν μέσα.

Πολλοί ανεβαίνουν στο σταυρό της κακοπάθειας, λίγοι όμως είναι εκείνοι που υποφέρουν και τα καρφιά του. Γιατί πολλοί δέχονται υπάκουα τους θεληματικούς κόπους και τις θλίψεις, τους αθέλητους όμως, μόνο εκείνοι οι οποίοι πέθαναν τελείως για τον κόσμο αυτό και την ανάπαυσή του.

Πολλοί είναι που ξεντύθηκαν όλους τους δερμάτινους χιτώνες (Γεν. 3, 21), τον τελευταίο όμως της κενοδοξίας, μόνο εκείνοι που σιχάθηκαν τη μητέρα της την αυταρέσκεια.

Εκείνος που του προσφέρονται ανθρώπινοι έπαινοι και σωματική ανάπαυση, αλλά δεν τα αποδέχεται, αυτός έχοντας γυμνωθεί από τον τελευταίο χιτώνα της κενοδοξίας, αξιώθηκε να φορέσει από εδώ τη λαμπρότητα της ουράνιας κατοικίας που με πολλούς στεναγμούς επιζητούμε (Β΄Κορ. 5, 2).

Άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το έργο. Το έργο φανερώνει την ολοκληρωμένη αμαρτία, ενώ η ενέργεια είναι δείγμα ηδυπάθειας που ενεργείται εσωτερικά και όχι εξωτερικά. Όπως εκείνοι που δε μετακινούνται από τη γη τους πληρώνουν όμως φόρους στους δυνάστες τους εκείνα που επιθυμούν.

Όσο η γεύση επιμένει στις ηδονές, αδύνατο να μην ακολουθούν και όλες τις αισθήσεις, ακόμη και αν στους πιο ψυχρούς φαίνεται ότι ησυχάζουν τα υπογάστρια, όπως των γερόντων που δε διεγείρονται λόγω μαρασμού. Αλλά μια στείρα που μοιχεύεται, δε θα θεωρηθεί φρόνιμη επειδή δε γεννά. Φρόνιμο θα πούμε εκείνον που δεν παθαίνεται εσωτερικά, ούτε θέλγεται από την όραση.

Η ποιότητα του επιθυμητικού της ψυχής ελέγχεται στις τροφές, στις μορφές και στις φωνές, τις θελκτικές και τις όχι θελκτικές. Είτε κάνει απλή χρήση τους με τη γεύση, την όραση και την ακοή, είτε κατάχρηση, είτε βρίσκεται σε μια μια μέση κατάσταση.

Όπου δεν προηγείται ο φόβος, οι λογισμοί βρίσκονται σε σύγχυση σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα (Μαρκ. 6, 34). Όταν όμως ο φόβος προηγείται ή ακολουθεί, βρίσκονται σε τάξη και μέσα στη μάνδρα της ευνομίας.

Ο φόβος είναι γιος της πίστεως, είναι και βοσκός των εντολών. Εκείνος που δεν απέκτησε την μητέρα του, δε θα αξιωθεί να γίνει πρόβατο της βοσκής του Κυρίου.

Άλλοι έχουν μόνο τις αρχές των καλών, άλλοι και τις μεσότητές τους, άλλοι έχουν και τα τέλη τους. Χωρίς αυτά, ο καθένας θα βρεθεί σαν απλός στρατιώτης ή αξιωματικός χωρίς μισθοδοσία. Και γι’ αυτό, ο μεν στρατιώτης μόνο το δικό του σπίτι φυλάει από εκείνους που θέλουν να το βλάψουν ο δε αξιωματικός δεν έχει τη πρέπουσα τιμή από όποιους συναντά.

Εκείνοι που μας παρακινούν να τους ακολουθούμε στις ηδονές του λάρυγγα, ενώ είμαστε ατελείς, κάνουν κάτι παρόμοιο με εκείνους που μας προτρέπουν να αναξέομε τις θεραπευμένες πληγές μας ή για ευχαρίστηση να ξύνομε την ψώρα, ή να τρώμε εκείνα που προκαλούν πυρετό, ή να ξεφράζομε το αμπέλι και να αφήνομε να μπαίνει σαν αγριόχοιρος (Ψαλμ. 79, 14) το φρόνημα της σάρκας και να βόσκει σαν να ήταν σταφύλια τις καλές έννοιες. Σ’ αυτούς δεν πρέπει να πειθόμαστε, ούτε να μας λυγίζουν οι ενοχλητικές κολακείες ανθρώπων και παθών. Αντίθετα, να ενισχύομε το φράχτη με την εγκράτεια, έως ότου πάψουν να ουρλιάζουν τα θηρία, τα σαρκικά πάθη, και οι μάταιοι λογισμοί να μην κατεβαίνουν σαν πουλιά και να βλάπτουν το αμπέλι, δηλαδή την ψυχή που είναι φορτωμένη με θεωρίες σταλμένες από τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Комментарии для сайта Cackle