Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Σύντομη βιογραφία

O όσιος πατέρας μας Πέτρος, που χρημάτισε επίσκοπος Δαμασκού, έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου κατά το έτος 775. Αυτός λοιπόν, ασκώντας πρώτα το μοναχικό και αναχωρητικό βίο, ζούσε με τόση ακτημοσύνη, ώστε ούτε βιβλίο δικό του δεν είχε, όπως μαρτυρεί ο ίδιος για τον εαυτό του. Παίρνοντας ωστόσο από άλλους τα βιβλία, εννοώ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας και όλων γενικά των άλλων νηπτικών και θεοφόρων Πατέρων, έδειξε τέτοια φιλοπονία, ώστε, μελετώντας νύχτα – μέρα το νόμο του Κυρίου και πίνοντας από τα ζωοποιά νερά του, αναδείχθηκε δένδρο αληθινά ψηλό και ουράνιο, κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 1, 3), φυτεμένο σ’ αυτές τούτες τις πηγές των νερών του Πνεύματος.Με μιά διαφορά: το δένδρο δίνει τον καρπό του σε μιά μόνον εποχή· το άλλο όμως δένδρο, ο όσιος Πέτρος, δεν έκανε το ίδιο, αλλά, μένοντας αδιάκοπα και αμείωτα θαλερό, έδωσε όλες τις εποχές πνευματικούς καρπούς ωραίους στην όψη, γλυκούς στη γεύση, ευωδιαστούς στην όσφρηση, που χορταίνουν κάθε αίσθηση σώματος και ψυχής με την αθάνατη και ευωδιαστή γλυκύτητα που αναδίδουν.

Ο όσιος πατέρας, όσο ζούσε, απέδωσε πολλούς και μεγάλους καρπούς με τους ασκητικούς κόπους του. Κατά το θάνατό του απέδωσε περισσότερους και μεγαλύτερους, καθώς έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου· γιατί, ελέγχοντας την κακόδοξη αίρεση των Αράβων και των Μανιχαίων, τιμωρήθηκε με κόψιμο της γλώσσας από τον Ουαλίδ, γιο του αρχηγού των Αράβων Ισήμ, και εξορίστηκε στην ευδαίμονα Αραβία, όπου τελείωσε τη ζωή του μιλώντας καθαρά και ιερουργώντας. Μετά δε το θάνατό του αποδίδει πάρα πολλούς και υπερβολικά μεγάλους καρπούς με το αληθινά πανέμορφο και πανάρετο αυτό βιβλίο, που μας άφησε σαν κάποια πατρική και αναφαίρετη κληρονομιά.

Το βιβλίο του αυτό το φιλοπόνησε με τέχνη και τόση χάρη, που δέ λέγεται. Και είναι κοινή και ψυχωφελέστατη παρότρυνση για όλες τις αρετές, θησαυροφυλάκιο των θεωριών, συστοιχία των πνευματικών χαρισμάτων, όρος των θείων μακαρισμών, βάση της σωματικής ασκήσεως, λεπτότατη ανατομία των επιμέρους παθών, κέρας της ασκητικής Αμάλθειας, ταμείο της θείας γνώσεως και σοφίας και, με μιά λέξη, συγκεφαλαίωση της ιερής νήψεως.

Βλέποντας λοιπόν κι εμείς ότι το βιβλίο αυτό είναι συγγενικό με τη Φιλοκαλία και ότι συμβάλλει πάρα πολύ στο σκοπό που επιδιώκομε, κρίναμε αναγκαιότατο να το εντάξομε σ’ αυτήν, σαν μικρό κύκλο σε μεγάλο κύκλο, όπως θα έλεγε έξυπνα κάποιος, και σαν συνεπτυγμένη Φιλοκαλία στην εκτενή Φιλοκαλία. Μας φάνηκε απαράδεκτο να χωρίσομε το βιβλίο αυτό –που είναι, όπως είπαμε, μια συσσώρευση τόσων πνευματικών καρπών– από το θείο χορό των ιερών Νηπτικών· αλλιώς, και το ίδιο το βιβλίο θα μας κατηγορούσε για την απειροκαλία μας, μην υποφέροντας με κανένα τρόπο το χωρισμό του από τους γνώριμους και αγαπητούς του Πατέρες. Αν το χωρίζαμε, θα κολοβώναμε στο σημείο αυτό την όλη Φιλοκαλία, η οποία απαιτεί ως αναγκαία την παρουσία αυτού του βιβλίου· επίσης, θ’ αποστερούσαμε τους αδελφούς από τόση ωφέλεια –γιατί πάντα η προσθήκη των καλών είναι φυσικό να κάνει μεγαλύτερη την ευεργεσία.

Αν λοιπόν κανείς επιθυμεί ν’ αποκτήσει τα δύο φτερά του πνευματικού περιστεριού, που και ο Δαβίδ παλιά ζητούσε αλλά δεν εύρισκε (Ψαλμ. 54, 7), ας διαβάζει το βιβλίο αυτό με φιλοπονία. Και θα βρει σ’ αυτό με θαυμαστό τρόπο, από τη μιά το φτερό της πράξεως ασημωμένο ολόκληρο, κι από την άλλη το φτερό της θεωρίας όλο χρυσό. Με τα δύο αυτά φτερά, θα φύγει απ’ όλα τα γήινα, θα πετάξει στους αιθέρες και, κουρνιάζοντας σαν καλό περιστέρι στις ουράνιες φωλιές, θα αναπαυθεί στην ουράνια μακαριότητα.

Βιβλίο πρώτο

Προοίμιο Επειδή πολλές και μεγάλες δωρεές αξιώθηκα να λάβω κατά χάρη εγώ ο άθλιος από το Θεό, αλλά δεν έκανα ποτέ κανένα καλό, φοβήθηκα μήπως η απραξία και η οκνηρία μου με κάνουν να λησμονήσω τις τόσες πολλές και μεγάλες ευεργεσίες του Θεού, αλλά και τις αμαρτίες μου, και μη δείξω τουλάχιστον ευγνωμοσύνη και ευχαριστία στον Ευεργέτη. Γι’ αυτό έγραψα, για να ελέγχω την άθλια ψυχή μου, αυτήν εδώ την υπόμνηση και όσα κείμενα των αγίων Πατέρων, βίους και λόγους συνάντησα, τα παραθέτω ονομαστικά, για να τα έχω και να θυμάμαι τους λόγους τους, έστω και εν μέρει. Το έκανα επειδή δικό μου βιβλίο ούτε έχω, ούτε είχα ποτέ αλλά δανειζόμουν από τους φιλόχριστους αδελφούς, όπως και και όλα τα απαραίτητα για τις σωματικές μου ανάγκες, για την αγάπη του Θεού. Τα βιβλία αυτά αφού τα μελετούσα με κάθε επιμέλεια, τα επέστρεφα πάλι στους κατόχους τους. Αυτά είναι τα εξής: Παλαιά και Καινή Διαθήκη, δηλαδή το Ψαλτήρι, τα τέσσερα βιβλία των Βασιλειών, τα έξι βιβλία της Σοφίας (Ιώβ, Παροιμίες, Εκκλησιαστής, Άσμα, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ), τα Προφητικά, τα βιβλία των Παραλειπομένων, οι Πράξεις των Αποστόλων, τα άγια Ευαγγέλια και οι ερμηνείες όλων αυτών. Είναι ακόμη όλα τα πατερικά και διδασκαλικά των μεγάλων, δηλαδή Διονυσίου, Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Νύσσης, Αντωνίου, Αρσενίου, Μακαρίου, Νείλου, Εφραίμ, Ισαάκ, Μάρκου, Δαμασκηνού, Ιωάννη της Κλίμακος, Μάξιμου, Δωροθέου, Φιλήμονος και όλων των Αγίων οι βίοι και οι λόγοι.

Αξιώθηκα ο ανάξιος να τα ερευνήσω όλα αυτά με κάθε άνεση και επιμέλεια, ζητώντας την αρχή και την αιτία της σωτηρίας και της απώλειας του ανθρώπου, και αν κάθε τι που επιχειρεί ή επιτηδεύεται ο άνθρωπος σώζει ή όχι, ερευνώντας ακόμη ποιο είναι εκείνο που ζητούν όλοι, και πως παλιοί και νέοι ευαρέστησαν το Θεό, μέσα σε πλούτη ή σε φτώχεια, ανάμεσα σε πολλούς αμαρτωλούς ή μέσα σε έρημο, σε έγγαμη ή σε παρθενική ζωή. Γιατί γενικά σε κάθε τόπο και σε κάθε προσπάθεια βρίσκομε ζωή και θάνατο, σωτηρία ή απώλεια. Επιπλέον δε, και σ’ εμάς τους μοναχούς βρίσκομε διάφορες καταστάσεις. Εννοώ την σωματική και ψυχική υποταγή σε Πνευματικό πατέρα, την ησυχία, η οποία καθαρίζει την ψυχή, την πνευματική συμβουλή αντί για την υποταγή, την ηγουμενία και την αρχιερωσύνη. Σε κάθε κατάσταση βρίσκομε άλλους να σώζονται και άλλους να χάνονται.

Και δεν ήταν που θαύμαζα μόνο αυτό, αλλά και εκείνον που ήταν άγγελος στον ουρανό μ’ άυλη φύση, γεμάτος από κάθε αρετή, κι έγινε ξαφνικά διάβολος, σκοτάδι και άγνοια, αρχή και τέλος κάθε κακίας και πονηρίας. Έπειτα τον Αδάμ, που απολάμβανε τόση τιμή και τόσα αγαθά και οικειότητα με το Θεό, στολισμένος με αρετή και σοφία, μέσα στο Παράδεισο μόνος μαζί με την Εύα(Γεν. 2,22), και βρέθηκε ξαφνικά στην εξορία, να έχει γίνει εμπαθής και θνητός και να εργάζεται με κόπο και μόχθο, με ιδρώτα και πολλή θλίψη(Γεν. 3,17–19). Απ’ αυτόν γεννήθηκαν ο Κάιν και ο Άβελ, μόνοι πάνω σ’ όλη τη γη. Πώς νίκησε ο φθόνος, ήρθε ο δόλος και γέννησε το φόνο, την κατάρα και τον τρόμο(Γεν. 4,8–12); Αναλογιζόμουν έπειτα τους άλλους απογόνους του Αδάμ, για τους οποίου, εξαιτίας των πολλών αμαρτιών τους έγινε ο κατακλυσμός(Γεν. 6,5–7). Πάλι όμως, αφού ο Θεός από φιλανθρωπία έσωσε όσους μπήκαν στην Κιβωτό, ένας απ’ αυτούς δέχθηκε την κατάρα, ο Χαναάν, ο γιος του Χαμ που είχε αμαρτήσει, επειδή ο δίκαιος Νωε, για να μην ανατρέψει την ευλογία του Θεού, καταράστηκε το γιο αντί τον πατέρα(Γεν. 9,22 και 24–27). Έπειτα εκείνους που έκτισαν το πύργο της Βαβέλ(Γεν. 11,4–7), τους κατοίκους των Σοδόμων(Γεν. 18,20 . 19,24–25), τους Ισραηλίτες(Αριθ. 14, 22–23), το Σολομώντα(Γ΄ Βασ. 11,8–11), τους Νινευίτες(Ιωνά 1,2), το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5,27), τον Ιούδα(Ματθ. 26,24) και όλους όσους, ενώ ήταν μέσα στα καλά στράφηκαν και έγιναν κακοί.

Θαύμαζα επίσης πως, ενώ είναι αγαθός και υπεράγαθος και πολυεύσπλαχνος Θεός, παραχώρησε να έρθουν στον κόσμο οι πολλοί και ποικίλοι πειρασμοί και θλίψεις. Άλλους απ’ αυτούς, ο Θεός τους παραχωρεί θέλοντας όπως είναι οι κόποι της μετάνοιας, δηλαδή η πείνα, η δίψα, το πένθος, η στέρηση των αναγκαίων, η εγκράτεια στα ευχάριστα, το λιώσιμο του σώματος στην άσκηση, οι αγρυπνίες, οι κόποι, οι πόνοι, τα πολλά και πικρά δάκρυα, οι στεναγμοί ο φόβος του θανάτου, της εξετάσεως, της απολογίας και της κατοικήσεως στον Άδη μαζί με τους δαίμονες, η φρικτή εκείνη ημέρα της κρίσεως, η μέλλουσα αισχύνη μπροστά σε όλη την κτίση, ο τρόμος ο πικρός έλεγχος για τις πράξεις, τους λόγους και τις σκέψεις, η απειλή, η οργή, η πολύτροπες και αιώνιες τιμωρίες, ο ανώφελος θρήνος και τα ακατάπαυστα δάκρυα, το άφεγγο σκοτάδι, ο φόβος, ο πόνος, ο ξεπεσμός, η λύπη, η στενοχώρια και το πνίξιμο της ψυχής και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα. Σ’ αυτά ας προσθέσομε τους κινδύνους σ’ αυτόν τον κόσμο, τα ναυάγια, τις ποικίλες ασθένειες, τις αστραπές, τις βροντές, το χαλάζι, τους σεισμούς, τους λιμούς, τους καταποντισμούς, τους πρόωρους θανάτους, και γενικά όλα τα λυπηρά που μας έρχονται χωρίς να θέλομε, κατά παραχώρηση του Θεού. Άλλους πάλι πειρασμούς δεν τους θέλει ο Θεός, αλλά εμείς και οι δαίμονες. Τέτοιοι είναι οι μάχες, τα πάθη, οι πολλών ειδών αμαρτίες-που προχωρώντας στο λόγο μας θα πούμε και τα ονόματά τους, από τη αφροσύνη μέχρι την απόγνωση και την τέλεια απώλεια-, η επιδρομή των δαιμόνων η τυραννία των παθών, οι εγκαταλείψεις, οι ταραχές και μεταβολές του βίου, οι θυμοί, οι συκοφαντίες, και κάθε θλίψη που εμείς θεληματικά προξενούμε ο ένας στον άλλον χωρίς να το θέλει ο Θεός. Και πάλι, πως ανάμεσα σε τόσα κακά πολλοί σώθηκαν, χωρίς τίποτε να μπορέσει να τους εμποδίσει και πολλοί χάθηκαν χωρίς να το θέλει ο Θεός.

Όλα αυτά και άλλα περισσότερα από τις θείες Γραφές, καθώς τα στοχαζόμουν με πόνο, ένιωθα συντριβή στην ψυχή και, σαν νερό που χύνεται, έπεφτα πολλές φορές σε αμηχανία-αν και δεν αισθανόμουν τελείως τα λεγόμενα. Γιατί αν τα αισθανόμουν, δεν θα μπορούσα να παραμείνω σ’ αυτή τη ζωή που είναι γεμάτη κακία και παρακοή Θεού, από την οποία έγιναν όλα τα φοβερά και αυτής της ζωής και της μέλλουσας. Με τη βοήθεια όμως της χάρης, πήρα την απάντηση που επιθυμούσα στις απορίες μου, καθώς βρήκα τις διακρίσεις τους στους αγίους Πατέρες ως εξής: Αρχή κάθε αγαθού είναι η φυσική γνώση που δίνεται από το Θεό, είτε από τις Γραφές μέσω κάποιου ανθρώπου, είτε μέσω αγγέλου, είτε ως δωρεά που δίνεται κατά το άγιο βάπτισμα, η οποία λέγεται κατά συνείδηση, για φύλαξη της ψυχής κάθε πιστού και για υπενθύμιση των αγίων εντολών του Χριστού. Μ’ αυτές, αν θελήσει να τις τηρήσει, φυλάγεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος στον βαπτιζόμενο. Υστερα από τη γνώση είναι η προαίρεση του ανθρώπου. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας. Αυτό θα πει, να εγκαταλείψει ο άνθρωπος τα δικά του θελήματα και νοήματα και να κάνει τα θελήματα και τα νοήματα του Θεού. Και αν μπορέσει να τα κάνει αυτά, δεν βρίσκεται σε όλη την κτίση πράγμα ή προσπάθεια ή τόπος που να μπορεί να τον εμποδίσει να γίνει όπως ο Θεός εξαρχής θέλησε να είναι, «κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσιν Αυτού»(Γεν. 1,26) και κατά χάρη θέσει θεός, απαθής, δίκαιος, αγαθός και σοφός, είτε πλούσιος είναι, είτε φτωχός, είτε ζει την παρθενική ζωή, είτε τη συζυγική, είτε είναι άρχοντας και ελεύθερος, είτε υποτακτικός και δούλος, γενικά σε κάθε περίσταση και τόπο και πράγμα. Γι’ αυτό και υπάρχουν πολλοί δίκαιοι και στην περίοδο πριν δοθεί ο Νόμος, και κατά το Νόμο, και στην εποχή της χάρης, γιατί προτίμησαν τη γνώση του Θεού και το θέλημά Του, από τα δικά τους νοήματα και θελήματα. Και αντίθετα, πολλούς βρίσκομε στους ίδιους καιρούς και στα ίδια πράγματα να έχουν απωλεσθεί, γιατί προτίμησαν τα δικά τους νοήματα και θελήματα από αυτά του Θεού. Αυτά λοιπόν έτσι έχουν.

Έχουν όμως διαφορά οι τόποι και τα έργα, και καθένας οφείλει να έχει διάκριση, είτε αυτή που δίνει ο Θεός σ’ όσους έχουν ταπεινοφροσύνη, είτε με ερώτηση εκείνων που έχουν τα χαρίσματα της διακρίσεως. Γιατί χωρίς τη διάκριση δεν είναι καλά τα έργα μας, και αν ακόμη από άγνοιά μας νομίζομε ότι είναι καλά. Κι αφού κανείς μάθει με τη διάκριση για τη δύναμή του σχετικά με αυτό που θέλει να κάνει, τότε κάνει αρχή να ευαρεστεί το Θεό. Αλλά όπως είπαμε, πρέπει σε όλα να αρνηθεί τα δικά του θελήματα για να επιτύχει το θεϊκό σκοπό και να εκτελέσει το έργο του όπως θέλει ο Θεός. Αν δεν κάνει έτσι, δεν μπορεί με τίποτε να σωθεί. Τούτο γιατί από την παράβαση του Αδάμ, συνηθίσαμε όλοι στα πάθη και κυριευτήκαμε από αυτά, και δεν αποδεχόμαστε το αγαθό με χαρά, ούτε επιθυμούμε τη γνώση του Θεού, ούτε εργαζόμαστε το αγαθό από αγάπη, όπως οι απαθείς, αλλά μάλλον αγαπούμε τα πάθη και τις πονηρίες, ενώ δεν επιθυμούμε καθόλου τα αγαθά από ανάγκη, για το φόβο των κολάσεων. Και αυτά όσοι με σταθερή πίστη και πρόθεση δέχονται τον λόγο. Οι λοιποί, ούτε αυτή τη θέληση έχομε, αλλά, μη λογαριάζοντας διόλου τις θλίψεις του βίου και τις μέλλουσες κολάσεις, δουλεύομε στα πάθη με όλη μας την ψυχή. Μερικοί μάλιστα χωρίς να αισθάνονται την πικρότητά τους, αναλαμβάνουν εξ’ ανάγκης και όχι θεληματικά τους κόπους των αρετών. Και έγιναν σ’ εμάς ποθητά τα αξιομίσητα, από άγνοιά μας.

Όπως οι άρρωστοι χρειάζονται τις εγχειρίσεις και τις καυτηριάσεις για την υγεία που έχασαν, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε τους πειρασμούς, τους κόπους της μετάνοιας και το φόβο του θανάτου και των κολάσεων για να ξαναποκτήσομε την αρχική υγεία της ψυχής και να διώξομε την αρρώστια που μας προξένησε η ανοησία μας. Όσο μάλιστα ο Γιατρός των ψυχών μας χαρίζει θεληματικό ή αθέλητο πόνο, τόσο περισσότερο να ευχαριστούμε τη φιλανθρωπία Του και να το δεχόμαστε με χαρά. Γιατί μας ευεργετεί όταν πληθαίνει τους πόνους, είτε τους θεληματικούς που συνδέονται με τη μετάνοια, είτε τους αθέλητους των πειρασμών και τιμωριών, ώστε εκείνοι που θέλουν να θλιβούν θεληματικά, να λυτρώνονται έτσι από την αρρώστια και τις μέλλουσες τιμωρίες, ίσως μάλιστα και από τις τωρινές, ενώ οι αγνώμονες, με τις τιμωρίες έστω και τους ποικίλους πειρασμούς να θεραπευθούν από ευεργεσία του Γιατρού. Εκείνοι όμως που αγαπούν την αρρώστια και μένουν σ’ αυτή, προξενούν στον εαυτό τους τις αιώνιες τιμωρίες, αφού έγιναν όμοιοι με τους δαίμονες, και δικαίως θα απολαύσουν μαζί τους τις αιώνιες κολάσεις που είναι ετοιμασμένες για τους δαίμονες(Ματθ. 25,41), επειδή θέλησαν μαζί με αυτούς να είναι αχάριστοι στον Ευεργέτη.

Γιατί δε δεχόμαστε όλοι τις ευεργεσίες με τον ίδιο τρόπο. Μερικοί αφού δεχτούν τη φωτιά του Κυρίου(Ησ. 66,16), δηλαδή το λόγο Του, με την εφαρμογή του γίνονται πιο μαλακοί στην καρδιά, σαν το κερί, ενώ άλλοι με την απραξία όπως ο πηλός, γινόμαστε σκληρότεροι και πέτρινοι. Και ενώ δε δεχόμαστε όλοι όμοια το λόγο Του, ο Θεός δεν αναγκάζει κανένα από εμάς, αλλά είναι όπως ο ήλιος που στέλνει τις ακτίνες του και φωτίζει όλον τον κόσμο. Εκείνος που θέλει να τον βλέπει, φωτίζεται από αυτόν, ενώ εκείνος που δεν θέλει να τον βλέπει, δεν εξαναγκάζεται απ’ αυτόν. Και κανένας άλλος δεν είναι αίτιος που στερείται κάποιος το φως, παρά ο ίδιος που δεν θέλει να το έχει. Γιατί ο Θεός έκανε τον ήλιο και τα μάτια, κι ο άνθρωπος έχει εξουσία να δει. Έτσι κι εδώ. Ο Θεός όλους τους καταφωτίζει με τις γνώσεις σαν ακτίνες, και μετά τη γνώση έδωσε και τη πίστη σαν μάτι.

Εκείνος λοιπόν που θέλει να λάβει βέβαιη τη γνώση δια μέσου της πίστεως φυλάγει με τα έργα τη μνήμη. Σ’ αυτόν ο Θεός δίνει μεγαλύτερη προθυμία, γνώση και δύναμη. Από τη φυσική γνώση δηλαδή, γεννιέται προθυμία σ’ εκείνον που την προτιμά, και από την προθυμία γεννιέται δύναμη να εργάζεται. Με την εργασία φυλάγεται η μνήμη , και από τη μνήμη προέρχεται μεγαλύτερη εργασία, και μέσω αυτής δίνεται μεγαλύτερη γνώση. Από αυτήν, που λέγεται φρόνηση, γεννιέται η εγκράτεια των παθών και η υπομονή στα οδυνηρά. Από αυτές γεννιέται η μελέτη των θείων και η επίγνωση των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Αυτές πάλι γεννούν την ευγνωμοσύνη, από την οποία προξενείται ο φόβος του Θεού, μέσα στον οποίο πραγματώνεται η τήρηση των εντολών. Θέλω να πω, το πένθος, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη. Από αυτά γεννιέται η διάκριση, κι από αυτήν η διόραση, δηλαδή η πρόβλεψη των μελλοντικών πταισμάτων και η εκκοπή τους πριν πραγματοποιηθούν, από πείρα και θύμηση με την καθαρότητα του νου των προηγουμένων και των τωρινών αμαρτιών και όσων γίνονται χωρίς να το νιώσομε. Από αυτές γεννιέται η ελπίδα, που φέρνει την αποσύνδεση από τα πάθη και την τέλεια αγάπη. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος δε θέλει τίποτε άλλο παρά το θέλημα του Θεού, αλλά και αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με χαρά την αφήνει, ένεκα της αγάπης του Θεού και του πλησίον, γιατί έγινε σοφός και μέσα του κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και υιοθετήθηκε από το Θεό, επειδή έχει σταυρωθεί και ταφεί και αναστηθεί και αναληφθεί νοερά μαζί με το Χριστό(Ρωμ. 6,4–6) με τη μίμησή Του, δηλαδή με τη διαγωγή Του στο κόσμο. Και γενικά γίνεται θέσει κατά χάρη, παίρνοντας τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας , όπως λέει ο Θεολόγος, και μ’ αυτόν γινόμενος σχετικά με τους οχτώ λογισμούς απαθής, δίκαιος, αγαθός, και σοφός, έχοντας μέσα του το Θεό, όπως είπε ο Χριστός, με την τήρηση των εντολών Του(Ιω. 14–23) με τη σειρά, από την πρώτη και τις λοιπές. Γι’ αυτές θα μιλήσω παρακάτω, πως πρέπει να γίνεται η εργασία των εντολών.

Επειδή όμως έγινε λόγος για τις αρετές, ας πούμε και για τα πάθη. Έρχεται η γνώση σαν ήλιος και ο ανόητος κλείνει θεληματικά τα μάτια, δηλαδή την προαίρεση, από απιστία ή οκνηρία, κι αμέσως στέλνει τη γνώση στη λησμοσύνη με την αργία, η οποία προέρχεται από ραθυμία. Γιατί η ανοησία γεννά τη ραθυμία, κι αυτή την αργία, από την οποία δημιουργείται η λησμοσύνη, και απ’ αυτήν η φιλαυτία- δηλαδή το να αγαπά κανείς τα δικά του θελήματα και νοήματα-η φιληδονία και η φιλοδοξία. Από αυτές γεννιέται η φιλαργυρία, η ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6,10). Αυτή φέρνει τον περισπασμό στα βιοτικά, κι αυτός την τέλεια αγνωσία των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Από αυτό επακολουθεί η κατοίκηση μέσα μας των λοιπών παθών. Εννοώ τα οχτώ πάθη-αρχηγούς, δηλαδή τη γαστριμαργία που φέρνει την πορνεία και μαζί της τη φιλαργυρία, από την οποία γεννιέται η οργή, όταν κανείς δεν πετυχαίνει αυτό που ποθεί, δηλαδή το θέλημά του. Από την οργή διαδοχικά γεννιούνται η λύπη, η ακηδία, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Από τα οχτώ αυτά πάθη γεννιέται κάθε κακία, πάθος και αμαρτία. Κι εκείνος, που αυτά θα τον καταπιούν, καταντά στην απόγνωση, την τέλεια απώλεια, την έκπτωση από το Θεό και την ομοίωση με τους δαίμονες, όπως είπαμε.

Ο άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους, δηλαδή την αρετή και την αμαρτία, και σ’ όποια θέλει βαδίζει και αυτήν πραγματοποιεί. Ο δρόμος τώρα που τον κέρδισε και οι οδηγοί του δρόμου, είτε Άγγελοι είτε δαίμονες και κακοί άνθρωποι, τον τραβούν μέχρι το τέλος και χωρίς να το θέλει. Οι αγαθοί στο Θεό και στη βασιλεία των ουρανών, οι αμαρτωλοί στον διάβολο και στην αιώνια κόλαση. Κανένας δεν είναι αίτιος της απώλειας, παρά το θέλημα του ανθρώπου. Ο Θεός είναι αίτιος της σωτηρίας, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή και τη μακαριότητα, τη γνώση και τη δύναμη, τα οποία δεν μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος χωρίς τη χάρη του Θεού. Αλλά ούτε και ο διάβολος μπορεί να κάνει τίποτε που να οδηγεί στην απώλεια, όπως λόγου χάρη να προκαλέσει αντίθετη προαίρεση ή αδυναμία ή αθέλητη άγνοια ή ο,τιδήποτε άλλο, ώστε να βιάσει τον άνθρωπο παρά μόνο βάζει στο νου ενθύμηση του κακού. Εκείνος λοιπόν που εργάζεται το αγαθό πρέπει να αποδώσει τη χάρη στο Θεό, γιατί μετά την ύπαρξη μας δώρισε τα πάντα. Εκείνος πάλι που κάνει το κακό, μόνο τον εαυτό του ας κατηγορεί, γιατί κανείς δεν τον τραβά δια της βίας. Ο Θεός τον έκανε αυτεξούσιο, ώστε να γίνει άξιος για επαίνους εκ μέρους Του, όταν παρουσιάζεται να προτιμά με τη θέλησή του το αγαθό και όχι να μετέχει σ’ αυτό από ανάγκη της φύσεως, όπως τα άλογα ζώα και τα άψυχα, αλλά όπως ταιριάζει στο λογικό του, με το οποίο ο Θεός τον τίμησε. Εμείς όμως θεληματικά και με τη γνώμη μας προτιμούμε να κάνομε το κακό, που το μάθαμε από τον εφευρέτη του κακού , και δεν μας βιάζει ο υπεράγαθος Θεός, για να μην παρακούομε παρά τη βία και έχομε βαρύτερη τιμωρία. Ούτε και το αυτεξούσιο μας αφαιρεί, το οποίο καλώς μας χάρισε.

Εκείνος λοιπόν που θέλει να κάνει το καλό, ας ζητά με την προσευχή από το Θεό, και αμέσως του δίνεται η γνώση και η δύναμη, για να φαίνεται ότι δίκαια στέλνει ο Θεός τη χάρη. Γιατί χωρίς προσευχή μπορούσε να τη δωρίσει, όπως το κάμει και μετά την προσευχή. Εκείνος που αναπνέει τον αέρα, γνωρίζοντας ότι χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ζήσει, δεν είναι άξιος επαίνου, αλλά μάλλον χρωστά πολλές ευχαριστίες σ’ Εκείνον που έκανε τον αέρα και του χάρισε τη δύναμη της αναπνοής και την υγεία, ώστε να αναπνέει και να ζει. Έτσι κι εμείς έχομε χρέος μάλλον να ευχαριστούμε το Θεό, γιατί και την προσευχή και τη γνώση και τη δύναμη και τις αρετές κι εμάς τους ίδιους και τα γύρω μας, όλα τα έκανε κατά χάρη. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και τα πάντα δεν παύει να μηχανεύεται για να νικήσει την κακία τη δική μας και των εχθρών μας των δαιμόνων.

Ο διάβολος, επειδή έχασε τη γνώση του Θεού από αγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, έμεινε αναγκαστικά χωρίς γνώση. Γι’ αυτό δε γνωρίζει από μόνος του τι να κάνει, αλλά βλέπει τι κάνει ο Θεός για να μας σώσει και πονηρεύεται και κάνει τα αντίθετα για να χαθούμε. Γιατί μισεί το Θεό και μη μπορώντας να τον πολεμήσει, πολεμά εμάς που είμαστε «κατ’ εικόνα Θεού»(Γεν. 1,26), νομίζοντας ότι με αυτό θα εκδικηθεί το Θεό, και μας βρίσκει υπάκουους στο θέλημά του, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Αφού δηλαδή είδε το Θεό που έπλασε την Εύα για βοήθεια του Αδάμ(ΓΕν. 2,18), ο διάβολος την έκανε συνεργό της παρακοής και της παραβάσεως(Γεν. 3,6). Έδωσε ο Θεός εντολή(Γεν. 2,16–17) στον Αδάμ, ώστε με την τήρησή της να θυμάται τις τόσες δωρεές και να ευγνωμονεί τον Ευεργέτη, κι ο διάβολος έκανε την εντολή να γίνει αφορμή παρακοής και θανάτου. Αντί προφήτες, ο διάβολος κάνει ψευδοπροφήτες. Αντί Αποστόλους, ψευδαποστόλους. Αντί νόμο, παρανομία. Αντί αρετές, κακίες. Αντί εντολές, παραβάσεις. Αντί δικαιοσύνη, σιχαμερές αιρέσεις. Και πάλι βλέποντας το Χριστό να δίνει συγκατάβαση, από άκρα αγαθότητα, και να εμφανίζεται στους αγίους Μάρτυρες και τους οσίους Πατέρες είτε ο ίδιος, είτε μέσω Αγγέλων, είτε με κάποια άλλη ανέκφραστη οικονομία, όπως είπε(Ιω. 14–21), άρχισε και ο διάβολος να δείχνει σε μερικούς πολλές πλάνες, για να τους οδηγήσει στην απώλεια. Και γι’ αυτό έγραψαν οι Πατέρες που είχαν διάκριση, ότι αυτά δεν πρέπει να τα δεχόμαστε, είτε με εικόνες φανερώνονται, είτε με φως ή με φωτιά, είτε με άλλη πλάνη. Γιατί μηχανεύεται ο πονηρός να μας πλανήσει μ’ αυτά είτε στον ύπνο, είτε στην εγρήγορση. Κι αν τα δεχόμαστε, τότε κάνει το νου από υπερηφάνεια και τέλεια αγνωσία να ζωγραφίσει σχήματα ή χρώματα, για να νομίσει ότι είναι φανερώσεις Θεού ή Άγγελου. Πολλές φορές πάλι δείχνει και δαίμονες στον ύπνο ή και στην εγρήγορση, να φεύγουν δήθεν νικημένοι, και γενικά μηχανεύεται τα πάντα για την απώλειά μας όταν πειθόμαστε σ’ αυτόν.

Μπορεί να τα κάνει όλα αυτά ο διάβολος και ν’ αποτύχει, αν ακούμε τους αγίους Πατέρες που λένε ότι στην ώρα της προσευχής πρέπει να έχομε το νου άμορφο, ασχημάτιστο, άχρωμο, να μη δέχεται τίποτε, είτε φως, είτε φωτιά, ή ο,τιδήποτε άλλο ολωσδιόλου, αλλά μ’ όλη μας τη δύναμη να προσηλώνομε τη διάνοια σ’ εκείνα που λέμε, γιατί εκείνος που προσεύχεται μόνο με το στόμα, προσεύχεται στον αέρα και όχι στο Θεό επειδή ο Θεός προσέχει στο νου και όχι στα λόγια όπως οι άνθρωποι. Όπως λέει και η Γραφή: «Πρέπει να προσκυνούμε το Θεό πνευματικά και αληθινά»(Ιω. 4,24), και: «Προτιμώ να πω πέντε λόγια με το νου μου, παρά μύρια λίγα με τη γλώσσα»(Α΄ Κορ. 14,19). Όταν λοιπόν ο διάβολος αποτύχει, τότε, μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο μας φέρνει λογισμό απογνώσεως, ότι «Άλλοι καιροί ήταν εκείνοι και άλλοι οι άνθρωποι στους οποίους ο Θεός έδειξε θαύματα για να πιστέψουν. Τώρα δεν είναι ανάγκη να κοπιάσομε. Χριστιανοί είμαστε όλοι και έχομε βαπτιστεί, κι όπως λέει η Γραφή, όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί(Μαρκ. 16,16). Τι ανάγκη λοιπόν έχομε;» Αν πεισθούμε και μείνομε σ’ αυτά, θα βρεθούμε έρημοι, έχοντας μόνο το όνομα του χριστιανού και αγνοώντας ότι αυτός που πίστεψε και βαπτίσθηκε, οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Χριστού και, όταν κατορθώσει τα πάντα, να λέει ότι «είμαι άχρηστος δούλος»(Λουκ. 17,10). Ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, να διδάσκουν στους ανθρώπους να τηρούν όλα όσα τους διέταξε(Ματθ. 28,20). Και καθένας που βαπτίζεται, λέει: «Αποτάσσομαι το σατανά και πάσι τοις έργοις αυτού και συντάσσομαι τω Χριστώ και πάσι τοις έργοις Αυτού». Που είναι η αποταγή μας, αν δεν αφήσομε κάθε πάθος και κάθε αμαρτία που θέλει ο διάβολος; Ή μάλλον, αν δεν τον μισήσομε με την ψυχή μας και δεν αγαπήσομε το Χριστό με την τήρηση των εντολών Του; Και πως θα τηρήσομε τις εντολές Του, αν δεν αρνηθούμε κάθε δικό μας νόημα καιθέλημα;

Θελήματα και νοήματα λέγονται εκείνα που είναι αντίθετα στα προστάγματα του Θεού. Επειδή συχνά υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι είτε από την ιδιοσυγκρασία τους, είτε από συνήθεια, αγαπούν σε μερικά πράγματα το καλό και μισούν το κακό. Υπάρχουν επίσης και νοήματα καλά, που μαρτυρούνται κι από τις άγιες Γραφές, χρειάζονται όμως και τη διάκριση από τους εμπείρους. Χωρίς διάκριση, κι αυτά ακόμα που νομίζονται καλά, δεν είναι καλά, επειδή γίνονται είτε παράκαιρα, είτε χωρίς να πρέπει, είτε αναξίως, ή επειδή κατανοούμε σφαλερά τα λεγόμενα. Γιατί, όχι μόνο για τη Γραφή, αλλά και για οποιοδήποτε ερώτημα, αν δεν προσέχουν και ο ερωτώμενος και αυτός που ερωτά, απομακρύνονται από το νόημα των λεγομένων, πράγμα που προξενεί όχι μικρή ζημία. Αυτό και εγώ έπαθα πολλές φορές, και όταν έθετα ερωτήσεις, και όταν μου έθεταν. Κι όταν κάποτε καταλάβαινα το ζήτημα όπως πρέπει, ύστερα δοκίμαζα έκπληξη, πως τα λόγια είναι τα ίδια ενώ οι έννοιες διαφέρουν η μία από την άλλη. Έτσι και σ’ όλα τ’ άλλα έχομε ανάγκη από διάκριση, πως πρέπει να πράξομε, για να κάνομε τα θελήματα του Θεού. Γιατί Αυτός γνωρίζει την ανθρώπινη φύση μας με ακρίβεια, ως Ποιητής των όλων, και οικονόμησε το συμφέρον μας και νομοθέτησε όχι ξένα προς τη φύση μας, αλλά σύμφωνα με αυτήν. Εκτός αν θέλουν από μόνοι τους κάποιοι ν’ ανεβούν προς Αυτόν ξεπερνώντας τη φύση και επιδιώκοντας την τελειότητα. Γι’ αυτούς είναι η παρθενία, η ακτημοσύνη, η ταπεινοφροσύνη. Η ευγνωμοσύνη δεν είναι μόνο γι’ αυτούς, γιατί είναι φυσική, ενώ η ταπεινοφροσύνη είναι, γιατί είναι υπέρ φύση. Ο ταπεινόφρων εργάζεται κάθε αρετή και, ενώ δε χρωστά τίποτε, έχει χρεώστη τον εαυτό του και κατώτερο απ’ όλους. Ο ευγνώμων αντίθετα, χρωστά και ομολογεί το χρέος. Παρόμοια, όποιος ελεεί, ελεεί από εκείνα που έχει και δεν είναι πάνω από τη φύση όπως ο ακτήμων. Ούτε ο έγγαμος είναι όπως αυτός που παρθενεύει. Γιατί η παρθενία είναι υπερφυσικό χάρισμα. Γι’ αυτό ο έγγαμος σώζεται, αν αφήσει τα δικά του θελήματα και εκπληρώνει τα θελήματα του Θεού, ενώ ο παρθένος θα λάβει στεφάνι για την υπομονή του και δόξα από το Θεό, επειδή δεν άφησε μόνο τα απαγορευμένα από τους νόμους, αλλά μαζί μ’ αυτά και την ίδια τη φύση του, με τη βοήθεια του Θεού, και αγάπησε ολόψυχα τον υπέρ φύση Θεό προσπαθώντας να μιμηθεί όσο μπορούσε την απάθειά Του. Όμως επειδή αγνοούμε όχι μόνο τους εαυτούς μας και εκείνα που κάνομε, αλλά και ποιος είναι ο σκοπός τους, και τι ζητούμε με αυτά, γι’ αυτό μας φαίνονται ότι δε συμφωνούν οι θείες Γραφές και οι λόγοι των Αγίων, των παλιών Προφητών και Δικαίων και των νέων αγίων Πατέρων. Και τώρα που θέλομε να σωθούμε, τους βρίσκομε ασύμφωνους μεταξύ τους, πράγμα που δεν συμβαίνει.

Με λίγα λόγια, ας δούμε από τη φύση των πραγμάτων ότι, αν θέλει κάποιος άνθρωπος να σωθεί, κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει, ούτε ο καιρός, ούτε ο τόπος, ούτε κάποια πράξη. Φτάνει να μην κάνει χρήση άπρεπη του πράγματος που θέλει, αλλά να κλίνει με διάκριση σε κάθε νόημά Του προς τον θεϊκό σκοπό. Γιατί δεν είναι αναγκαία εκείνα που γίνονται, αλλά αυτό που οδηγεί σ’ αυτά. Ούτε αθέλητα αμαρτάνομε, αλλά θεληματικά συγκατανεύομε πρώτα στο λογισμό και γινόμαστε έπειτα αιχμάλωτοί του, και αυτός τότε οδηγεί τον αιχμάλωτο στο να αμαρτήσει, ακόμη και χωρίς να θέλει. Επίσης και τα πταίσματα που γίνονται από άγνοια, από τα εν γνώσει προέρχονται. Αν λόγου χάρη, δεν μεθύσει κανείς είτε από κρασί, είτε από επιθυμία, δεν του δημιουργείται άγνοια. Όταν μεθύσει, αρχίζει και σκοτίζεται ο νους, και απ’ αυτό προέρχεται το πέσιμο, και από το πέσιμο ο θάνατος. Ώστε ο θάνατος δεν ήρθε από άγνοια, αλλά η εν γνώσει μέθη έφερε το θάνατο από άγνοια. Και πολλά θα βρει κανείς, μάλιστα στα νοήματα, που δείχνουν ότι από τα εκούσια πέφτομε στα ακούσια, και από τα εν γνώσει πέφτομε σε πταίσματα άγνοιας. Αλλά με το να μας φαίνονται τα πρώτα ελαφρά και γλυκά, ερχόμαστε στα δεύτερα χωρίς να θέλομε και χωρίς να καταλάβομε. Αν θέλαμε από την αρχή να τηρούμε τις εντολές και να μένομε καθαροί όπως βαπτιστήκαμε, δε θα φτάναμε σε τόσα αμαρτήματα και δε θα είχαμε ανάγκη από τους κόπους και τους πόνους της μετάνοιας. Όμως και πάλι, αν θέλομε, η δεύτερη χάρη του Θεού, δηλαδή η μετάνοια, μπορεί να μας ανεβάσει στο αρχικό κάλλος. Αν όμως ούτε για τη μετάνοια δε φροντίζομε, τότε αναγκαστικά, ως αμετανόητοι σαν τους δαίμονες, πηγαίνομε μαζί τους στην αιώνια κόλαση, μάλλον με τη θέλησή μας, παρά χωρίς αυτή. Ο Θεός μας δημιούργησε για να δοκιμάσομε όχι την οργή Του, αλλά την αγάπη Του(Α΄ Θεσ. 5,9), ώστε απολαμβάνοντας τα αγαθά Του, να έχομε διάθεση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον Ευεργέτη. Αλλά η αμέλειά μας να γνωρίσομε τις δωρεές Του, μας έφερε σε ραθυμία, και αυτή μας παρέδωσε στη λησμοσύνη, από την οποία κυριάρχησε πάνω μας η άγνοια.

Όταν θέλομε να βάλομε αρχή επιστροφής εκεί από όπου ξεπέσαμε, έχομε ανάγκη από πολύν κόπο, γιατί δε θέλομε να αφήσομε τα θελήματά μας αλλά νομίζομε ότι μαζί με αυτά μπορούμε να κάνομε και τα θελήματα του Θεού, πράγμα αδύνατο. Γιατί και ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Δεν κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα που με απέστειλε»(Ιω. 6,38), αν και το θέλημα του Πατέρα, του Υιού και του Πνεύματος είναι ένα, αφού είναι και μία φύση αχώριστη. Αλλά για μας το είπε αυτό και για το θέλημα της σάρκας. Γιατί αν δεν ξεπεραστεί η σάρκα, ώστε να κυβερνιέται όλος ο άνθρωπος από το Πνεύμα του Θεού(Ρωμ. 8,14), δεν πράττει το θέλημα του Θεού, παρά μόνο δια της βίας. Όταν όμως κυριαρχήσει η χάρη του Πνεύματος μέσα μας, τότε δεν έχομε πια δικό μας θέλημα, αλλά ό,τι κάνομε είναι θέλημα Θεού. Τότε ειρηνεύουμε. Και θα ονομαστούν ”παιδιά του Θεού” οι τέτοιοι άνθρωποι γιατί θέλουν το θέλημα του Πατέρα, όπως ο Υιός του Θεού και Θεός.

Αυτό είναι αδύνατο να το πετύχει κανείς, χωρίς την τήρηση των εντολών, με τις οποίες έρχεται η αποκοπή κάθε ηδονής και του θελήματός μας και κάθε οδύνης, λόγω της υπομονής για την τήρηση του θελήματος του Θεού. Γιατί από την ανοησία γεννιούνται η ηδονή και η οδύνη, όπως προείπαμε, και από αυτά, κάθε κακία. Ο ανόητος είναι φίλαυτος και δεν μπορεί να είναι φιλάδελφος, ούτε φιλόθεος, ούτε έχει εγκράτεια στις ηδονές, δηλαδή στα θελήματα που του αρέσουν, ούτε υπομονή στα οδυνηρά, αλλά άλλοτε επιτυγχάνει το θέλημά του και αυξάνεται η ηδονή και η έπαρσή του, κι άλλοτε αποτυγχάνει και πέφτει σε μικροψυχία και πνίξιμο της ψυχής, το οποίο είναι αρραβώνας της κολάσεως. Ενώ από τη γνώση, δηλαδή τη φρόνηση, γεννιούνται η εγκράτεια και η υπομονή, γιατί ο φρόνιμος κυριαρχεί στο θέλημά του και υπομένει την οδύνη απ’ αυτό. Και πιστεύοντας ότι είναι ανάξιος για τα αγαθά, έχει διάθεση ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας προς τον Ευεργέτη και φοβάται μήπως από τα πολλά αγαθά που του έδωσε ο Θεός στη ζωή αυτή ζημιωθεί στον μέλλοντα αιώνα. Και έτσι με την εγκράτεια εργάζεται και τις άλλες αρετές και θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη σε όλα, χωρίς να βρίσκει τίποτε να αντιπροσφέρει στον Ευεργέτη, αλλά και τις αρετές τις νομίζει σαν μεγαλύτερο χρέος. Γιατί παίρνει και δε δίνει, και τούτο μόνο, το ότι αξιώθηκε να ευχαριστεί το Θεό και ότι δέχεται ο Θεός την ευχαριστία του, το θεωρεί μεγαλύτερο χρέος, και ευχαριστεί αδιάκοπα το Θεό πράττοντας πάντοτε το αγαθό. Και έχει πάντοτε τον εαυτό του περισσότερο χρεώστη και ταπεινοφρονώντας, τον θεωρεί κατώτερο απ’ όλους, ευφραίνεται από το Θεό που τον ευεργετεί, και ενώπιόν Του νιώθει αγαλλίαση μαζί με τρόμο(Ψαλμ. 2,11). Φτάνοντας στη θεία και αδιάπτωτη αγάπη με την ταπεινοφροσύνη, δέχεται τα λυπηρά σαν να είναι άξιος γι’ αυτά. Ή μάλλον, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι άξιος και για περισσότερες θλίψεις, και χαίρεται γιατί αξιώθηκε έστω και λίγο να θλιβεί σ’ αυτή τη ζωή και να ξελαφρωθεί λίγο από τις πολλές κολάσεις που προετοίμασε στον εαυτό του, για τη μέλλουσα ζωή, και γιατί έτσι γνωρίζει την ασθένειά του για να μην υπερηφανεύεται. Και επειδή αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να υπομένει με τη χάρη του Θεού, έρχεται σε θείο πόθο. Γιατί η ταπεινοφροσύνη γεννιέται από τη γνώση, και η γνώση από τους πειρασμούς. Σ’ εκείνον που γνώρισε την εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων. Και εκείνος που υποτάσσεται στο Θεό, υποτάσσει στον εαυτό του κάθε σαρκικό φρόνημα, και ύστερα θα υποταχθούν σ’ αυτόν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση πάνω στα μέλη του. Όπως λένε οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος, εκείνος που εννόησε ότι ο εαυτός του βρίσκεται μεταξύ μεγέθους και ταπεινότητας- επειδή έχει νοερή ψυχή και θνητό και γήινο σώμα-, ποτέ δεν υπερηφανεύεται, ούτε απελπίζεται, αλλά από σεβασμό στη νοερή φύση της ψυχής του αποστρέφεται όλα τα αισχρά, και γνωρίζοντας την ασθένειά του αποφεύγει κάθε υψηλοφροσύνη.

Εκείνος λοιπόν που γνώρισε την ασθένειά του από τους πολλούς πειρασμούς των ψυχικών και σωματικών παθών, αυτός είδε την άπειρη δύναμη του Θεού, πως λυτρώνει τους ταπεινούς που φωνάζουν προς Αυτόν με προσευχή γεμάτη πόνο από την καρδιά τους, και πλέον του γίνεται η προσευχή σαν απόλαυση, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς το Θεό δεν μπορεί να κάνει τίποτε(Ιω. 15,5). Και από φόβο να μην πέσει, από τη μία αγωνίζεται να μένει προσκολλημένος στο Θεό, κι από την άλλη θαυμάζει καθώς σκέφτεται πως ο Θεός τον λύτρωσε από τόσους πειρασμούς και πάθη και ευχαριστεί Εκείνον που μπορεί να τον λυτρώσει. Και μαζί με την ευχαριστία αποκτά την ταπείνωση και την αγάπη, και δεν τολμά να κρίνει κανένα, γνωρίζοντας ότι όπως ο Θεός βοήθησε τον ίδιο, έτσι και όλους μπορεί να τους βοηθήσει όταν θέλει όπως λέει ο άγιος Μάξιμος. Σκέφτεται ακόμη ότι ίσως μπορεί κανείς να παλεύει με πολλά πάθη και να νικά, ο ίδιος όμως είναι ασθενής και αδύνατος, και γι’ αυτό τον βοήθησε γρήγορα ο Θεός για να μη χαθεί ολότελα η ψυχή του. Και άλλα περισσότερα σκέφτεται εκείνος που γνωρίζει την ασθένειά του, και μένει έτσι άπτωτος. Και είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σ’ αυτό, αν δεν πάθει πολλούς πειρασμούς ψυχικούς και σωματικούς και αν κάνοντας υπομονή με τη βοήθεια του Θεού δε λάβει την πείρα τους. Ο άνθρωπος αυτός δεν τολμά να κάνει καθόλου το δικό του θέλημα χωρίς να ρωτήσει εκείνους που έχουν πείρα, ούτε να προβάλει κάποιο δικό του νόημα. Γιατί ποια είναι η ανάγκη να κάνει ή να σκεφτεί κάτι που δεν χρειάζεται για τη ζωή ή για τη σωτηρία της ψυχής;

Αν τώρα κανείς δε γνωρίζει ποιο θέλημα και ποιο νόημα να παραμερίσει, ας δοκιμάζει κάθε πράγμα και κάθε νόημα, τι είδους αντίδραση του προκαλεί κατά την αποχή και την επικράτησή του. Αν προκαλεί ηδονή όταν γίνεται ,και οδύνη όταν εμποδίζεται, είναι κακό και οφείλει να το καταφρονεί πριν πολυκαιρίσει, οπότε θα κοπιάσει να το νικήσει όταν καταλάβει ότι είναι βλαβερό. Αυτό το λέω για κάθε πράγμα και νόημα, χωρίς τα οποία μπορούμε να ζήσομε σωματικά και να ευαρεστήσομε το Θεό. Γιατί η συνήθεια, όταν πολυκαιρίσει, παίρνει δύναμη φυσικής ιδιότητας, ενώ αν δεν υποχωρείς σ’ αυτήν αδυνατίζει και σιγά-σιγά χάνεται. Είτε καλή συνήθεια είναι, είτε κακή, ο χρόνος την τρέφει, όπως τα ξύλα τρέφουν τη φωτιά. Γι’ αυτό οφείλομε να μελετούμε και να πράττομε το αγαθό με όλη μας τη δύναμη, για να μας γίνει έξη. Και τότε η συνήθεια εργάζεται αυτόματα το κάθε αγαθό χωρίς κόπο όπως οι Πατέρες νίκησαν με τα μικρά τα μεγάλα. Εκείνος π.χ. που δεν παραδέχεται ούτε τ’ απαραίτητα για το σώμα, αλλά τα απορρίπτει για να βαδίζει τη στενή και γεμάτη δυσκολίες οδό(Ματθ. 7,14), πότε θα πέσει στη φιλοκτημοσύνη;

Δεν είναι βέβαια φιλιοκτημοσύνη μόνο η κτήση πολλών πραγμάτων, αλλά και η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι και η κακή ή η υπερβολική χρήση του. Πολλοί από τους παλιούς Αγίους είχαν πολλά όπως ο Αβραάμ(Γεν. 13,2), ο Ιώβ(Ιωβ. 1,3), ο Δαβίδ(Α΄ Παρ. 29,28) και άλλοι πολλοί.

Όμως δεν είχαν προσκόλληση σ’ αυτά, αλλά τα είχαν ως πράγματα του Θεού, και μάλλον με αυτά ήθελαν να ευαρεστήσουν το Θεό. Ο Κύριος όμως, καθώς είναι υπερτέλειος και η ίδια η σοφία, έκοψε και τη ρίζα: όχι μόνο δηλαδή συμβούλεψε εκείνους που Τον ακολουθούν με τη μίμηση της τελειότατης αρετής Του, να μην έχουν χρήματα και κτήματα αλλά ούτε ψυχή(Λουκ. 14,26), δηλαδή θέλημα ή νόημα δικό τους.

Γνωρίζοντας αυτό οι Πατέρες, απέφυγαν τον κόσμο ως εμπόδιο για την τελειότητα, αλλά απέφυγαν ακόμη και τα θελήματά τους. Γιατί κανείς ποτέ από αυτούς δεν έκανε δικό του θέλημα. Αλλά άλλοι έγιναν υποτακτικοί για να έχουν στη θέση του Χριστού τον πνευματικό πατέρα οδηγό σε κάθε τους νόημα. Άλλοι έζησαν στην έρημο με τέλεια αποφυγή των ανθρώπων κι είχαν τον ίδιο Θεό δάσκαλο, που για χάρη Του θέλησαν να υπομείνουν το θάνατο της προαιρέσεώς τους. Άλλοι ακολούθησαν τη βασιλική οδό, έζησαν δηλαδή μαζί με έναν ή δύο άλλους αδελφούς τον ησυχαστικό βίο και είχαν ο ένας τον άλλο σύμβουλο για ευαρέστηση του Θεού. Και όσοι μετά την υποταγή, με άδεια του πνευματικού τους, τάχθηκαν να καθοδηγούν άλλους αδελφούς, ζούσαν σαν να ήταν υποτακτικοί, φυλάγοντας τις παραδόσεις των Πατέρων τους, και πήγαινε καλά ό,τι επιχειρούσαν. Τώρα όμως, επειδή δεν θέλομε ούτε οι υποτακτικοί, ούτε οι υπεύθυνοι να παραμερίσομε τα θελήματά μας, γι’ αυτό κανείς δεν προκόβει. Και ίσως έχει απομείνει, αν έχει μείνει κι αυτό, η αποφυγή των ανθρώπων και των βιοτικών υποθέσεων, η πορεία στη βασιλική οδό και ο βίος της ησυχίας μαζί με έναν ή δύο άλλους και η μελέτη των εντολών του Χριστού και όλης της Γραφής νύχτα και ημέρα, ώστε καθώς θα ελέγχεται απ’ όλα αυτά και από τη συνείδηση και από την προσοχή κατά την ανάγνωση και την προσευχή, να καταλήξει τουλάχιστον κανείς στην πρώτη εντολή, δηλαδή το φόβο του Θεού, ο οποίος έρχεται από την πίστη και την μελέτη των θείων Γραφών. Και από το φόβο του Θεού να φτάσει στο πένθος, και με αυτό στις εντολές που είπε ο Απόστολος, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη(Α΄ Κορ. 13,13). Γιατί εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση, κι εκείνος που φοβάται την κόλαση, τηρεί τις εντολές. Κι εκείνος που τηρεί τις εντολές, υπομένει τις θλίψεις. Κι εκείνος που υπομένει τις θλίψεις, θα αποκτήσει την ελπίδα στο Θεό. Η ελπίδα χωρίζει το νου από κάθε δεσμό με τα πάθη. Κι εκείνος που απαλλάχθηκε από κάθε δεσμό με τα πάθη θα αποκτήσει την αγάπη στο Θεό. Αυτά όπου κι αν θέλει κανείς να τα εκτελεί, σώζεται.

Η ησυχία πάλι, επειδή είναι αρχή καθάρσεως της ψυχής, πραγματοποιεί χωρίς κόπο όλες τις εντολές για εκείνον που έχει αγαθή προαίρεση. Όπως λένε: «Φεύγε από τον κόσμο, σώπαινε, ησύχαζε, γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας». Και πάλι λένε: «Απόφευγε τους ανθρώπους, και σώζεσαι». Γιατί οι συναντήσεις κι οι συνομιλίες δεν αφήνουν το νου να δει ούτε τα αμαρτήματά του, ούτε τις πανουργίες των δαιμόνων, για να φυλάει τον εαυτό του ο άνθρωπος, αλλά ούτε και τις ευεργεσίες και τις πρόνοιες του Θεού, για να αποκτήσει από αυτά τη γνώση του Θεού και τη ταπείνωση. Και γι’ αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να βαδίζει σύντομο δρόμο προς το Χριστό, δηλαδή την απάθεια και τη γνώση, και να φτάσει με χαρά στην τελειότητα, να μη βαδίζει αλλού κι αλλού, δηλαδή δεξιά ή αριστερά, αλλά σ’ όλη του τη ζωή ν’ ακολουθεί με προθυμία τη βασιλική οδό. Και να αποφεύγει με σταθερότητα και τις υπερβολές και τις ελλείψεις, γιατί και οι δύο προκαλούν ηδονή. Ούτε δηλαδή με το πλήθος των φαγητών και των συνομιλιών να σκοτίζει το νου, και από τους περισπασμούς σε διάφορα πράγματα να τον κάνει τυφλό. Ούτε πάλι με τη μακρά νηστεία και αγρυπνία να θολώνει τη διάνοια. Αλλά να εργάζεται ορθά και με υπομονή τους επτά τρόπους, δηλαδή τις σωματικές πράξεις, και να ανεβαίνει όπως σε σκάλα, κατέχοντας όλες μαζί τις επτά και βαδίζοντας προς την ηθική πράξη, με την οποία δίνονται από τη χάρη του Θεού οι πνευματικές θεωρίες σ’ εκείνον που πιστεύει, όπως λέει ο Κύριος(Ματθ. 13,11–12).

Και να ξέρει ότι όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη(Β΄ Τιμ. 3,16), και ότι δεν μπορεί κανείς να εμποδίσει εκείνον που θέλει να σωθεί, ούτε έχει κανείς άλλος εξουσία πάνω μας, παρά μόνο Εκείνος που μας έπλασε, που είναι και έτοιμος να βοηθήσει και να σκεπάσει από κάθε πειρασμό εκείνους που Τον επικαλούνται με όλη τους την καρδιά και θέλουν να κάνουν το άγιο θέλημά Του. Γιατί χωρίς Αυτόν, κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι καλό(Ιω. 15,5), ούτε να πάθει αθέλητα κανένα κακό, αν Αυτός δεν παραχωρήσει, για να παιδαγωγήσει τον αμαρτωλό και να σώσει την ψυχή του. Και να ξέρει επίσης ότι τα πονηρά έργα είναι δικά μας και γίνονται από ραθυμία δική μας και συνέργεια των δαιμόνων, ενώ κάθε γνώση και αρετή και δύναμη είναι χάρη Θεού, όπως και όλα τα άλλα. Και ότι ο Θεός κατά χάρη έδωσε σ’ όλους τη δυνατότητα να γίνουν παιδιά Του(Ιω. 1,12) με την τήρηση των θείων εντολών, που μάλλον απ’ αυτές φυλάγουν εμάς και είναι χάρη Θεού. Γιατί χωρίς τη χάρη του Θεού ούτε αυτές δεν μπορούμε να τηρήσομε, μα ούτε κι έχομε τίποτε άλλο να Του προσφέρομε, παρά πίστη και καλή προαίρεση. Και γενικά, κατέχοντας όλα τα ορθά δόγματα με τη βέβαιη πίστη και την ακοή, να αρχίζομε την εργασία με απερίσπαστη προσοχή, σαν τα μαθήματα στο σχολείο, και έτσι να μαθαίνουμε με επιμέλεια τις πετά πράξεις που προείπαμε, οι οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Περί των επτά σωματικών πράξεων Πρώτη είναι η ησυχία, δηλαδή τρόπος ζωής χωρίς περισπασμούς, μακριά από κάθε βιοτική μέριμνα, για να μπορέσει κανείς με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τους περισπασμούς να αποφύγει το θόρυβο και το διάβολο που σαν λιοντάρι βρυχιέται και περπατά ζητώντας ποιόν θα καταπιεί(Α΄Πετρ. 5,8) με τις συνομιλίες και τις μέριμνες του βίου, και για να έχει μια μόνο μέριμνα, πώς να αρέσει στο Θεό και να κάνει την ψυχή του να βρεθεί ακατάκριτη στην ώρα του θανάτου, και για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα τεχνάσματα των δαιμόνων και τις αμαρτίες του που είναι περισσότερες από την άμμο της θάλασσας και οι περισσότεροι τις αγνοούν όπως τη λεπτή σκόνη. Πάντοτε θρηνώντας, λυπάται την ανθρώπινη φύση, ενθαρρύνεται όμως από το Θεό, γιατί έγινε ευγνώμων, και παρηγορείται γιατί αξιώθηκε να δει εκείνα που δεν ήλπιζε να δει, όταν κάποτε ζούσε έξω από το κελί του. Έχοντας επίγνωση της δικής του αδυναμίας και της δυνάμεως του Θεού, φοβάται και ελπίζει, ώστε μήτε από άγνοια να εμπιστευθεί τον εαυτό του και να πέσει, μήτε να λησμονήσει τη φιλανθρωπία του Θεού και ν’ απελπιστεί, αν κάτι του συμβεί.

Δεύτερη είναι η νηστεία με μέτρο, δηλαδή να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα και να μη χορταίνει, να τρώει ένα είδος από ευτελείς τροφές που βρίσκονται εύκολα και που δεν τις επιθυμεί η ψυχή, εκτός και δεν υπάρχει άλλο τίποτε. Αυτό για να νικήσει τη γαστριμαργία, τη λαιμαργία και την επιθυμία και να παραμένει χωρίς περισπασμούς, και ταυτόχρονα να μην απέχει από κανένα είδος τροφής, απορρίπτοντας κακώς εκείνα που έγιναν από το Θεό πολύ καλά(Γεν. 1,31). Ούτε πάλι να τα καταπίνει όλα χωρίς να κρατιέται από τη φιληδονία, αλλά να τρώει κάθε μέρα από ένα είδος με εγκράτεια και έτσι να τα μεταχειρίζεται όλα για τη δόξα του Θεού, χωρίς να απέχει από κανένα, θεωρώντας το κακό, όπως κάνουν οι καταραμένοι αιρετικοί. Κρασί μόνο στον κατάλληλο καιρό, γιατί στα γηρατειά, στην ασθένεια και στο κρύο το κρασί είναι πάρα πολύ χρήσιμο, αλλά και τότε λιγοστό. Στη νεότητα όμως στη ζέστη και στη υγεία, καλύτερο είναι το νερό αλλά και αυτό λίγο, όσο το δυνατόν, γιατί η δίψα είναι καλύτερη απ’ όλες τις σωματικές πράξεις.

Τρίτη, η αγρυπνία με μέτρο, δηλαδή τι μισή νύχτα κανείς να κοιμάται και την άλλη μισή ν’ αφιερώνει σε ψαλμωδία και προσευχή, στεναγμούς και δάκρυα, για να γίνει με τη μετρημένη νηστεία και αγρυπνία το σώμα υπάκουο στην ψυχή, υγιές και έτοιμο για κάθε καλό έργο, η δε ψυχή να γίνει ανδρεία και να φωτιστεί για να βλέπει και να κάνει τα πρέποντα.

Τέταρτη ψαλμωδία, δηλαδή η σωματική προσευχή με ψαλμούς και γονυκλισίες για να ταλαιπωρηθεί το σώμα και να ταπεινωθεί η ψυχή, να φύγουν οι εχθροί δαίμονες και να πλησιάσουν οι σύμμαχοί μας Άγγελοι και να μάθει κανείς από πού παίρνει βοήθεια. Γιατί όταν το αγνοεί, μπορεί να υπερηφανευθεί, νομίζοντας πως είναι δικό του, ό,τι έπραξε, και να εγκαταλειφθεί από το Θεό για να αναγνωρίζει την ασθένειά του.

Πέμπτη, η πνευματική προσευχή που γίνεται με το νου , μακριά από κάθε έννοια. Τότε ο νους, μένοντας στα λόγια της προσευχής και προσπίπτοντας στο Θεό με απερίγραπτη συντριβή, ζητεί μόνο να γίνει το θείο θέλημα σε όλα τα έργα και τα νοήματα, χωρίς να δέεται διόλου λογισμό ή σχήμα ή χρώμα ή φως ή φωτιά ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά καθώς βλέπεται από το Θεό και συνομιλεί με Αυτόν μόνον, να γίνεται άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος. Αυτή είναι η καθαρή προσευχή, που αρμόζει στον πρακτικό ακόμη. Στο θεωρητικό όμως πρέπουν άλλα, μεγαλύτερα απ’ αυτά.

Έκτη, η ανάγνωση των λόγων και των βίων των Πατέρων-χωρίς διόλου κανείς ν’ ακούει ξένα δόγματα ή τίποτε άλλα, και μάλιστα αιρετικά-, για να μάθει από τις ιερές Γραφές και από τη διάκριση των Πατέρων, πώς να νικήσει τα πάθη και ν’ αποκτήσει τις αρετές. Επίσης για να γεμίσει ο νους του από τα λόγια του Αγίου Πνεύματος ώστε να λησμονήσει τα προηγούμενα άπρεπα λόγια και νοήματα που άκουσε, όταν ήταν έξω από το κελί του, και να φτάσει από την πολλή προσευχή και ανάγνωση, να έχει στο νου του καλές έννοιες. Γιατί η προσευχή βοηθείται από την ανάγνωση που γίνεται στην ησυχία, και η ανάγνωση από την καθαρή προσευχή, όταν κανείς προσέχει στα λεγόμενα και δεν διαβάζει ή ψάλλει σαν πάρεργο, ακόμη και όταν καθόλου δεν μπορεί να εννοήσει όπως πρέπει τη δύναμη εκείνων που διαβάζει, ένεκα του σκοτισμού των παθών. Συχνά βέβαια γελιόμαστε από την οίηση, και μάλιστα εκείνοι που νομίζουν ότι έχουν τη σοφία αυτού του κόσμου, αγνοώντας ότι χρειαζόμαστε έμπρακτη γνώση για να κατανοούμε αυτά και ότι δεν ωφελείται μόνον από την ακοή εκείνος που θέλει ν’ αποκτήσει τη γνώση του Θεού. Γιατί άλλο είναι η ακοή και άλλο η πράξη. Όπως δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει τεχνίτης, ακούγοντας μόνο να του λένε, αλλά εκτελώντας και βλέποντας και λαθεύοντας συχνά και ακούγοντας τις υποδείξεις των εμπειριών, ώστε με την υπομονή και με το κόψιμο των θελημάτων του και με την πολυκαιρία να φτάσει στην κατοχή της τέχνης, έτσι και η πνευματική γνώση δεν έρχεται από τη μελέτη μόνο, αλλά δίνεται κατά χάρη από το Θεό στους ταπεινόφρονες. Γιατί εκείνος που διαβάζει τις Γραφές και ίσως φαίνεται πως εν μέρει γνωρίζει, δεν είναι για θαυμασμό, αν μάλιστα είναι πρακτικός. Δεν έχει ακόμη αυτός γνώση Θεού, αλλά ακούει τα λόγια εκείνων που έχουν γνώση. Ώστε εκείνοι που τα έγραψαν είχαν πολλές φορές γνώση Θεού, όπως οι προφήτες, αυτός όμως όχι ακόμη. Και εγώ λοιπόν έτσι γνωρίζω, επειδή μάζεψα από τις θείες Γραφές, και όχι επειδή αξιώθηκα να ακούσω από το Πνεύμα, αλλά άκουσα από εκείνους που ακούνε το Πνεύμα, όπως εκείνοι που ακούνε για κάποια πόλη ή για κάποιον άνθρωπο από εκείνους που γνωρίζουν περί αυτών.

Έβδομη , η ερώτηση των εμπειριών για κάθε λόγο και ζήτημα, για να μην εννοεί και κάνει κανείς άλλα αντ’ άλλων από απειρία ή αυταρέσκεια και πλανάται έτσι πολλές φορές και πέφτει στην οίηση νομίζοντας ότι γνωρίζει όπως πρέπει, ενώ δε γνωρίζει τίποτε ακόμη, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄Κορ. 8,2).

Έπειτα, μαζί με αυτές τις σωματικές πράξεις, πρέπει να έχει κανείς υπομονή σ’ όλα τα λυπηρά, τα οποία παραχωρεί ο Θεός, για να μάθει και να αποκτήσει πείρα και γνώση της αδυναμίας του. Και μήτε να ξεθαρεύει, μήτε να απελπίζεται για ό,τι του συμβεί καλό ή κακό. Κάθε όνειρο και λόγο και έργο άχρηστο οφείλει να τ’ αποστρέφεται. Επίσης να μελετά πάντοτε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή του σε κάθε καιρό, τόπο και έργο, και να προσπίπτει σ’ Αυτόν ολόψυχα, μαζεύοντας το νου από όλα τα νοήματα του κόσμου και μόνο να ζητεί να γίνει το θέλημά του Θεού. Και τότε αρχίζει ο νους να βλέπει τα σφάλματά του, που είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και τεκμήριο της υγείας του. Και γενικά συντρίβεται η ψυχή και ταπεινώνεται η καρδιά(Ψαλμ. 50,19) και νομίζει τον εαυτό της αληθινά κάτω απ’ όλους. Αρχίζει τότε να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και τις ειδικές και τις ευρύτερες, που βρίσκονται στις θείες Γραφές, όπως και τα αμαρτήματά του, και να τηρεί τις εντολές με γνώση, από την πρώτη και τις λοιπές όλες. Επειδή ο Κύριος τις έβαλε όπως σε σκάλα και δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεπεράσει τη μια για να ανεβεί στην άλλη, όπως και στα σκαλοπάτια, έτσι και από την πρώτη εντολή ανεβαίνομε στη δεύτερη, και από αυτή στη Τρίτη, ώσπου αυτές να κάνουν τον άνθρωπο θεό με τη χάρη Εκείνου που τις χάρισε σε όσους έχουν καλή προαίρεση.

Περί του θείου φόβου ως πρώτης εντολής Αν κανείς θέλει να προχωρήσει σύντομα, πρέπει στις εντολές μάλλον να δείχνει την επιμέλειά του και όχι αλλού, γιατί αλλιώς θα πέσει σε γκρεμό, ή μάλλον σε χάος. Γιατί όπως στα επτά χαρίσματα του Πνεύματος, αν δεν αρχίσει από το φόβο, δεν μπορεί κανείς ν’ ανέβει ποτέ στα άλλα, έτσι και στους μακαρισμούς του Κυρίου. Καθώς λέει ο Δαβίδ, αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου(Ψαλμ. 110,10). Και άλλος Προφήτης, αναφέροντας τα χαρίσματα από την κορυφή προς τα κάτω, είπε: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11,2–3). Και ο Κύριος από το φόβο άρχισε να διδάσκει, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι νιώθουν φτωχοί μπροστά στο Θεό»(Ματθ. 5,3). Αυτό σημαίνει να γίνει κανείς κατατρομαγμένος από το φόβο του Θεού, και να έχει ταπείνωση συντριβή ψυχής. Ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο αυτή την εντολή, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν, ακόμη και όταν κανείς ζει στον ουρανό, δεν ωφελείται, αν έχει την παραφροσύνη με την οποία έπεσαν ο διάβολος και ο Αδάμ και πάρα πολλοί άλλοι.

Γι’ αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να τηρήσει την πρώτη εντολή, δηλαδή τον φόβο όπως είπαμε, να μελετά με μεγάλη επιμέλεια τα συναπαντήματα της ζωής που γράφτηκαν παραπάνω και τις ευεργεσίες του Θεού, τις αμέτρητες και ανεξερεύνητες, και όσα έκανε και κάνει σ’ εμάς με ορατά και αόρατα μέσα, με εντολές και δόγματα, με απειλές και υποσχέσεις, φυλάγοντάς μας, τρέφοντάς μας, προνοώντας, ζωογονώντας και λυτρώνοντάς μας από ορατούς και αόρατους εχθρούς. Τις ασθένειες που προκαλεί η δική μας αταξία, τις θεραπεύει με τις προσευχές και τις πρεσβείες των Αγίων Του. Στις αμαρτίες, στις ασέβειες και στις ανομίες μας μακροθυμεί πάντα, για όσα κάναμε και κάνομε και όσα μέλλομε να κάνομε. Από αυτά μας λύτρωσε η χάρη Του. Να μελετά επίσης πόσο παροργίζομε το Θεό με έργα, λόγια και διαλογισμούς. Και όχι μόνο μας ανέχεται, αλλά και περισσότερο μας ευεργετεί είτε ο Ίδιος, είτε μέσω των Αγγέλων, των Γραφών, των Δικαίων και Προφητών, των Αποστόλων και Μαρτύρων, των διδασκάλων και των οσίων Πατέρων. Και κατανοώντας τους άθλους των μαρτύρων και τους αγώνες των οσίων, έπειτα θαυμάζοντας τη συγκατάβαση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τη ζωή Του στο κόσμο, τα άχραντα πάθη Του, το Σταυρό, τον θάνατο, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, τα άρρητα θαύματα που γίνονται πάντοτε και κάθε ημέρα, τον παράδεισο, τα στεφάνια, την υιοθεσία που μας αξίωσε και όλα όσα περιέχει η θεία Γραφή και άλλα πολλά σκεπτόμενος, κυριεύεται από έκπληξη βλέποντας τη φιλανθρωπία του Θεού, ενώ τρέμει και θαυμάζει τη μακροθυμία Του και την ανοχή Του προς εμάς. Και λυπάται για τη ζημιά που έπαθε η ανθρώπινη φύση, που έχασε δηλαδή την αγγελική απάθεια, τον παράδεισο και όλα τα αγαθά από τα οποία ξεπέσαμε, ενώ πέσαμε σε τόσα κακά εννοώ τους δαίμονες, τα πάθη και τις αμαρτίες, και συντρίβεται η ψυχή, κατανοώντας πόσα κακά δημιουργήθηκαν από τη δική μας πονηρία και από την πανουργία των δαιμόνων.

Περί του πένθους ως δεύτερης εντολής Και έτσι ο Θεός του χαρίζει το μακάριο πένθος, δηλαδή τη δεύτερη εντολή. «Μακάριοι οι πενθούντες»(Ματθ. 5,4), λέει, δηλαδή εκείνοι που πενθούν τον εαυτό τους και τον πλησίον από αγάπη και συμπάθεια γι’ αυτόν. Και φτάνει ο άνθρωπος αυτός να πενθεί όπως για ένα νεκρό, προ του θανάτου, από τα φρικτά νοήματα εκείνων που γίνονται μετά θάνατον, ολολύζοντας και στενάζοντας από τα βάθη της καρδιά του με πολλά πικρά και επίπονα δάκρυα και απερίγραπτους θρήνους. Και έτσι η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων μας, του χαρίζει την πραότητα, την αρχή της μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή την τρίτη εντολή, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι πράοι»(Ματθ. 5,5). Και γίνεται σταθερός σαν βράχος που δεν σαλεύει διόλου από τον άνεμο ή τα κύματα του βίου, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην αφθονία και στη φτώχεια, και στην ευκολία και στη δυσκολία, στην τιμή και στην ατιμία. Και γενικά γνωρίζει σε κάθε περίσταση και κάθε πράξη με τη διάκριση, ότι όλα περνούν, και τα ευχάριστα και τα οδυνηρά, και ότι αυτός ο βίος είναι δρόμος προς τον μέλλοντα αιώνα. Και ότι ίσως και χωρίς να θέλομε, γίνονται εκείνα που γίνονται, ώστε μάταια ταραζόμαστε(Ψαλμ. 38,7) και χάνομε το στεφάνι της υπομονής και παρουσιαζόμαστε αντίθετοι στο θέλημα του Θεού. Γιατί όλα όσα κάνει ο Θεός είναι πολύ καλά, μα εμείς δεν το γνωρίζομε. Όπως λέει η Γραφή, Αυτός θα οδηγήσει τους πράους με κρίση(Ψαλμ. 24,9), ή μάλλον, με τη διάκριση των πραγμάτων.

Αλλά και σε καιρό οργής, ο άνθρωπος αυτός δεν ταράζεται καθόλου. Μάλλον χαίρεται, γιατί βρήκε καιρό κέρδους και φιλοσοφίας, σκεπτόμενος ότι δεν έγινε ο πειρασμός χωρίς αιτία, αλλά θα λύπησε πρωτύτερα συνειδητά ή ασυνείδητα το Θεό ή τον αδελφό ή κανένα άλλο, και ότι μάλλον βρέθηκε αφορμή για τη συγχώρησή του, ώστε τουλάχιστον με την υπομονή να λάβει συγχώρηση των πολλών του αμαρτιών. Σκέφτεται ακόμη ότι αν δεν συγχωρήσει όσα του έφταιξαν οι άλλοι, ούτε ο ουράνιος Πατέρας θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά του(Ματθ. 6,15), και ότι δεν υπάρχει από αυτήν πιο σύντομη αρετή, δηλαδή την εντολή για την συγχώρηση των άλλων. Γιατί ο Κύριος λέει: «Συγχωρήστε και θα συγχωρηθείτε»(Ματθ. 6,14). Χαίρεται και γιατί αξιώθηκε να τα γνωρίζει αυτά και να τα πράττει κατά μίμηση του Χριστού και να γίνει με τη χάρη της εντολής πράος. Λυπάται όμως για τον αδελφό, επειδή με τις αμαρτίες του μπήκε σε πειρασμό ο αδελφός από τον κοινό εχθρό, το διάβολο, και έγινε φάρμακο για θεραπεία της δικής του ασθένειας. Γιατί κάθε πειρασμός παραχωρείται από το Θεό για τη θεραπεία της ψυχής του αρρώστου, επειδή χαρίζει τη συγχώρηση προηγουμένων και παρόντων κακών και γίνεται εμπόδιο για μελλοντικά. Δεν έχει όμως έπαινο ούτε ο διάβολος, ούτε ο αίτιος του πειρασμού, ούτε ο πειραζόμενος. Γιατί ο διάβολος είναι άξιος μίσους ως κακοποιός, αφού ό,τι κάνει δεν το κάνει για καλό. Ο αίτιος του πειρασμού είναι άξιος να τον ελεήσει ο πειραζόμενος, επειδή ενεργεί όχι από αγάπη, αλλά γιατί εμπαίζεται και ταλαιπωρείται από το διάβολο. Ο πειραζόμενος τέλος, υπομένει τις θλίψεις εξαιτίας των αμαρτιών του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, ώστε να έχει έπαινο- γιατί δεν είναι ο ίδιος αναμάρτητος. Αλλά και να είναι, πράγμα αδύνατο, και πάλι υπομένει με την ελπίδα της ανταποδόσεως και από φόβο κολάσεως. Έτσι είναι μ’ αυτούς. Ο Θεός τώρα, επειδή δεν έχει καμιά ανάγκη ή έλλειψη, αλλά σε όλους οικονομεί το συμφέρον, είναι άξιος ευχαριστίας, αφού ανέχεται με μακροθυμία και το διάβολο και τη πονηρία των ανθρώπων, και παρέχει κάθε καλό, και πριν την αμαρτία και μετά την αμαρτία, σε όσους μετανοούν.

Αφού λοιπόν έμαθε κάθε διάκριση εκείνος που αξιώθηκε να γίνει τηρητής της τρίτης εντολής, της πραότητας, δε θα γελαστεί ποια είτε με γνώση του είτε με άγνοιά του, αλλά έχοντας λάβει το χάρισμα της ταπεινώσεως, θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι μηδέν. Γιατί η πραότητα είναι το υλικό της ταπεινώσεως, κι αυτή είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια αγάπη εκείνος που γνωρίζει τη φύση του, δηλαδή τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γίνει μετά θάνατον. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, παρά λίγη δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή, κι απ’ όλη την κτίση χειρότερος. Κι αυτό γιατί κανένα άλλο κτίσμα, άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε το θέλημα του Θεού ποτέ, παρά η ανθρώπινη φύση, που δέχεται πολλές ευεργεσίες από το Θεό, κι ωστόσο πάντοτε πού Τον παροργίζει.

Και έτσι ο άνθρωπος αξιώνεται της τέταρτης εντολής, δηλαδή του πόθου της αποκτήσεως των αρετών, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη»(Ματθ. 5,6). Και γίνεται ο άνθρωπος σαν το πεινασμένο και διψασμένο για κάθε δικαιοσύνη, εννοώ κάθε αρετή σωματική και ηθική, δηλαδή ψυχική. Αν κανείς δε γευθεί κάποιο πράγμα, δεν γνωρίζει τι στερείται, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος όμως που γεύθηκε, το ποθεί πολύ. Έτσι και εκείνος που γεύθηκε λίγο τη γλυκύτητα των εντολών και κατάλαβε ότι οι εντολές τον φέρνουν σιγά-σιγά στη μίμηση του Χριστού, ποθεί την απόκτηση όλων, ώστε για χάρη τους και τον θάνατο πολλές φορές καταφρονεί. Κι αφού καταλάβει λίγο τα μυστήρια του Θεού που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, διψά πολύ να φτάσει σ’ αυτά. Και όταν τα γνωρίσει, διψά περισσότερο και καίγεται, σαν να πίνει φλόγα. Επειδή όμως το θείο είναι ακατάληπτο για όλους, μένει πάντοτε διψασμένος. Ό,τι είναι για το σώμα η υγεία και η ασθένεια, αυτό είναι για την ψυχή η αρετή και η κακία, και για το νου η γνώση και η αγνωσία. Και όσο κανείς φροντίζει την ευσέβεια, δηλαδή την πρακτική αρετή, τόσο φωτίζεται ο νους στη γνώση.

Και έτσι αξιώνεται του ελέους μέσω της πέμπτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες»(Ματθ. 5,7). Ελεήμων είναι εκείνος που ελεεί τον πλησίον από εκείνα που έλαβε από το Θεό, είτε χρήματα, είτε φαγητά, είτε δύναμη, είτε λόγο ωφέλιμο, είτε προσευχή, και γενικά από ό,τι έχει που μπορεί να δείξει ευσπλαχνία σ’ εκείνον που έχει την ανάγκη του, πιστεύοντας πως είναι χρεώστης, γιατί έλαβε περισσότερα απ’ όσα του ζητούνται και γιατί αξιώθηκε σαν το Θεό να ονομάζεται ελεήμων, και μάλιστα από το Χριστό σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, μπροστά σε όλη την κτίση. Σκέφτεται ότι μέσω του αδελφού, ζητεί τη βοήθειά του ο Θεός και γίνεται χρεωφειλέτης του, και ότι ο φτωχός μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό που του ζητεί, ενώ αυτός, χωρίς να ελεεί κατά τη δύναμή του, δεν μπορεί να ζήσει, ούτε να σωθεί. Γιατί αν δε θέλει να σπλαχνιστεί το συνάνθρωπο, πως παρακαλεί το Θεό να σπλαχνιστεί αυτόν; Και άλλα πολλά συλλογιζόμενος έτσι εκείνος που αξιώθηκε να τηρήσει τις εντολές, δίνει όχι μόνο τα πράγματά του, αλλά και τη ζωή του ακόμη για χάρη του πλησίον. Αυτή είναι η τέλεια ελεημοσύνη. Όπως ο Χριστός υπέφερε το θάνατο για χάρη μας και έδωσε σε όλους παράδειγμα και τύπο(Α΄ Πετρ.2,21), να πεθάνομε ο ένας για χάρη του άλλου, κι όχι μονάχα για τους φίλους μας, αλλά και για τους εχθρούς, όταν το καλεί η περίσταση.

Δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς, δήθεν για να ελεεί. Αυτό μάλλον είναι μεγάλη ασθένεια. Αλλά κι αν δε έχει κανείς κάτι για να ελεεί, να έχει ευσπλαχνία σε όλους και με ό,τι μπορεί, να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη, αφήνοντας κάθε εμπαθή προσκόλληση στα πράγματα του βίου και έχοντας συμπάθεια ια τους ανθρώπους. Ούτε πρέπει να διδάσκει από κενοδοξία, για να ωφελήσει δήθεν ψυχές ασθενών, αυτός που δεν έκανε προηγουμένως πράξη τα λόγια του, αφού ο ίδιος είναι πιο ασθενής από εκείνους που νομίζει ότι θα ωφελήσει. Κάθε πράγμα χρειάζεται τον καιρό του και διάκριση, για να μη γίνει τίποτε χωρίς να είναι καιρός ή δίχως να χρειάζεται. Για τον αδύνατο προτιμότερο είναι η φυγή απ’ όλα, και η ακτημοσύνη είναι υπερβολικά καλύτερη από την ελεημοσύνη.

Με την απουσία εμπαθών προσκολλήσεων αξιώνεται της έκτης εντολής, όπως λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά»(Ματθ. 5,8), δηλαδή εκείνοι που κατόρθωσαν κάθε αρετή με άγιους διαλογισμούς και έφτασαν να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Και έτσι περνά κανείς στην ειρήνη των λογισμών. «Μακάριοι, λέει οι ειρηνοποιοί»(Ματθ. 5,9), δηλαδή εκείνοι που έχουν ειρηνοποιήσει την ψυχή και το σώμα με το να υποτάξουν τη σάρκα στο πνεύμα, για να μην επιθυμεί πια η σάρκα εναντίον του πνεύματος(Γαλ. 5,17), αλλά να βασιλεύει η χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή και να την οδηγεί όπως θέλει, αφού της χαρίσει τη θεία γνώση. Με τη γνώση μπορεί ο άνθρωπος να υπομένει διωγμό, ονειδισμό και κακοποίηση για την αρετή και χαίρεται γιατί η ανταμοιβή του θα είναι μεγάλη στους ουρανούς(Ματθ. 5,10–12).

Όλοι λοιπόν οι μακαρισμοί κάνουν τον άνθρωπο θεό κατά χάρη, με το να γίνει πράος, να ποθεί κάθε αρετή, να είναι ελεήμων, απαθής, ειρηνοποιός, να υπομένει κάθε πόνο με χαρά για την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Ώστε είναι δώρα του Θεού και οφείλομε να ευχαριστούμε πολύ το Θεό γι’ αυτούς και για τα έπαθλα που έχουν, δηλαδή τη βασιλεία των ουρανών στο μέλλον, ενώ σ’ αυτή τη ζωή, παρηγοριά και αφθονία κάθε αγαθού και έλεος από το Θεό, και τη φανέρωση του Θεού με τη θεωρία των κρυφών μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις άγιες Γραφές και σε όλα τα κτίσματα, και μεγάλη ανταμοιβή στους ουρανούς. Και γινόμαστε όμοιοι με το Χριστό με τη μίμησή Του εδώ στη γη και οι ”μακάριοι” κάθε εντολής, πράγμα που είναι το ακρότατο αγαθό, το ανώτερο που μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος. Επειδή κατά τον Απόστολο μόνο ο Θεός είναι μακάριος και κατοικεί σε απρόσιτο φως(Α΄Τιμ. 6,15–16). Αλλά μ’ όλο που έχομε χρέος να φυλάξομε τις εντολές, ή μάλλον να μας φυλάξουν οι εντολές, ο φιλάνθρωπος Θεός ωστόσο, θα χαρίσει τα έπαθλα της εντολής και εδώ και στον ουρανό σ’ εκείνον που πιστεύει σ’ Αυτόν.

Μ’ όλα αυτά που προέρχονται από το μακάριο πένθος, ανακουφίζεται ο νους από τα πάθη, και συμφιλιώνεται με το Θεό για τις αμαρτίες του με τα πικρά και πολλά δάκρυα. Σταυρώνεται νοερά μαζί με το Χριστό με την ηθική ζωή, δηλαδή με την τήρηση των εντολών, όπως είπαμε, και τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων, για να μην κάνουν τίποτε απολύτως πέρα απ’ ότι χρειάζεται.

Κυριαρχώντας ο νους στις παράλογες ορμές, αρχίζει να διευθύνει σαν ηνίοχος τα σχετικά μ’ αυτόν πάθη, θέλω να πω, το θυμό και την επιθυμία. Και άλλοτε το θυμό που αγριεύει, τον καταπραϋνει με την ηπιότητα της επιθυμίας, κι άλλοτε με την αυστηρότητα του θυμού κατευνάζει την επιθυμία.

Και τότε ο νους, αναλογιζόμενος τον εαυτό του, καταλαβαίνει το αξίωμά του, ότι είναι κύριος του εαυτού του, και αποκτά την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα όπως είναι στη φύση τους. Γιατί ανοίγει το αριστερό μάτι, που το τύφλωσε ο διάβολος με την επικράτηση των παθών, και καταξιώνεται ο άνθρωπος να ταφεί μαζί με το Χριστό νοερά σε σχέση με τα πράγματα του κόσμου. Δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ομορφιά, αλλά βλέπει το χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους και ξέρει ότι από τη γη βγαίνουν όπως τα λοιπά άψυχα, τα ξύλα και οι πέτρες. Ξέρει επίσης ότι ο άνθρωπος είναι σαν τη σαπίλα και λίγο χώμα μέσα στον τάφο μετά το θάνατο. Και όλα τα ευχάριστα του βίου τα θεωρεί μηδέν και βλέπει τις αλλοιώσεις τους πάντοτε με πολλή σκέψη που προέρχεται από τη γνώση. Και γίνεται με χαρά νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος νεκρώνεται γι’ αυτόν, και δε δυσκολεύεται πλέον, αλλά μάλλον έχει ανάπαυση και έλλειψη εμπαθούς προσκολλήσεως σε ο,τιδήποτε.

Και έτσι με την καθαρότητα της ψυχής καταξιώνεται να αναστηθεί νοερά μαζί με το Χριστό και παίρνει δύναμη να βλέπει απαθώς και τις εξωτερικές ομορφιές των πραγμάτων και δια μέσου αυτών δοξάζει τον Ποιητή των όλων. Και θεωρώντας στα αισθητά κτίσματα τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού, την αγαθότητα και τη σοφία Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Ρωμ. 1,20), και βλέποντας τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές, αξιώνεται να αναληφθεί ο νους του μαζί με το Χριστό με τη θεωρία των νοητών κτισμάτων, δηλαδή τη γνώση των νοερών δυνάμεων. Και κατανοώντας με τα πολλά δάκρυα της συνέσεως και της χαράς, από τα ορατά τα αόρατα και από τα πρόσκαιρα τα αιώνια, στοχάζεται ότι, αν ο πρόσκαιρος αυτός κόσμος, που λέγεται εξορία και καταδίκη εκείνων που έχουν παραβεί την εντολή του Θεού, είναι τόσο ωραίος, πόσο περισσότερο είναι τα αιώνια και ακατανόητα αγαθά, που ο Θεός ετοίμασε για όσους Τον αγαπούν(Α΄Κορ. 2,9); Και αν εκείνα τα αγαθά υπερβαίνουν κάθε κατανόηση, πόσο μάλλον ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν;

Αν κανείς σχολάζει * απ’ όλα και φροντίζει τις σωματικές και ψυχικές πράξεις που ονομάζονται από τους Πατέρες ευσέβεια, και δεν πιστεύει κανένα όνειρο και κανένα δικό του νόημα που δεν έχει μαρτυρία από τη Γραφή, κι αν αποφύγει κάθε περιττή συνομιλία, ώστε να μην ακούει διόλου ή να διαβάζει αργό λόγο, και μάλιστα περί αιρέσεως, πληθαίνουν σ’ αυτόν τα δάκρυα της συνέσεως και χαράς, τόσο που να τα πίνει. Και φτάνει στην άλλη προσευχή, την καθαρή, η οποία αρμόζει στον θεωρητικό. Γιατί όπως πριν οφείλει να έχει άλλα αναγνώσματα και άλλα δάκρυα και προσευχή, έτσι και τώρα. Επειδή ο νους ανέβηκε σε πνευματικές θεωρίες, γι’ αυτό από εδώ και πέρα οφείλει να μελετά όλες τις θείες Γραφές, αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο από τα δυσνόητα λόγια της Γραφής όπως όσοι ασχολούνται ακόμη με την πράξη και είναι αδύνατοι στη διάνοια. Τούτο γιατί έχοντας πολυκαιρίσει στον αγώνα των σωματικών και ηθικών πράξεων, σταυρώθηκε και τάφηκε μαζί με το Χριστό με τη γνώση των πραγμάτων, και κατά τη φύση και κατά τη μεταβολή, κι αναστήθηκε μαζί με το Χριστό με την απάθεια και τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, που βρίσκονται στα αισθητά κτίσματά Του. Και από αυτήν ανέβηκε μαζί Του στα υπερκόσμια με τη γνώση των νοητών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.

* Οι νηπτικοί και ασκητικοί όροι ”σχολάζω” και ”(κατά Θεόν) σχολή” σημαίνουν την ανενεργησία του όλου ανθρώπου σ’ ολες τις μέριμνες του κόσμου και την παράδοση των ψυχικών δυνάμεων στον Θεό μέσα στη νηπτική κατάσταση της ησυχίας. Η ”σχολή” αποτελεί την προυπόθεση της προσεγγίσεως του Θεού και της διαμονής σ΄Αυτόν με την προσευχή και τη θεωρία.

Από τον φόβο ανεβαίνει κανείς στην ευσέβεια, από την οποία προέρχεται η γνώση. Απ’ αυτήν προέρχεται η ουλή, δηλαδή η διάκριση, κι απ’ αυτήν η ισχύς που προξενεί τη σύνεση. Κι έτσι καταλήγει στη σοφία(Ησ. 11,2–3). Με όλες λοιπόν τις προηγούμενες πράξεις και θεωρίες καταξιώνεται να αποκτήσει την καθαρή και τέλεια προσευχή, που δημιουργείται από την ειρήνη και την αγάπη του Θεού και την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εκείνο που λένε: «Απόκτησε το Θεό μέσα σου». Επίσης τη φανέρωση και την ενοίκηση του Θεού, όπως είπε ο Χρισόστομος, με το να γίνουν το σώμα και η ψυχή, κατά το δυνατόν, όπως του Χριστού, αναμάρτητα. Και να έχει κανείς νου που να νοεί για το Χριστό με τη χάρη και τη σοφία του Πνεύματος, η οποία είναι γνώση θείων και ανθρώπινων πραγμάτων(Δ΄ Μακ. 1,16).

Οι τέσσερις αρετές της ψυχής Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας: η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνομε και η εγρήγορση του νου. η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσομε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στο Θεό. η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς. η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά. Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση. Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία. Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία. Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία. Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου(Α΄Κορ. 15,49).

Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Του»(Γεν. 1,26). Εκείνος που λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται. Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό. Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλ’ ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος. Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει. Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος *. Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 8,2).

* Τρίτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 80 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.87).

Η έμπρακτη γνώση Υπάρχει γνώση αληθινή και υπάρχει καθολική αγνωσία. Ανώτερη απ’ όλες είναι η έμπρακτη γνώση. Γιατί, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν έχει όλη τη γνώση, ή μάλλον αφού τη λάβει κατά χάρη από Θεό όπως ο Σολομών(Γ΄Βασ. 3,12)-είναι βέβαια αδύνατο να παρουσιαστεί δεύτερη όμοια περίπτωση- και έπειτα να πάει στη κόλαση; Τι ωφελείται αν δε λάβει πληροφορία με τη μαρτυρία της συνειδήσεως από τα έργα και τη βέβαιη πίστη του ότι ελευθερώθηκε από τη μέλλουσα κόλαση, καθώς δε θα τον κατηγορεί η συνείδηση ότι παραμέλησε κάτι απ’ όσα κατά τη δύναμή του χρεωστούσε, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος; «Αν η καρδιά μας, λέει , δεν μας κατηγορεί πια έχομε παρρησία μπροστά στο Θεό»(Α΄Ιω. 3,21). Μ’ όλα τούτα, όπως λέει ο άγιος Νείλος και αυτή η συνείδηση κάποτε ψεύδεται. Τούτο γίνεται όταν σκοτεινιάζει από τα πάθη και πέφτει στην κακία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Αν η πονηρία μόνη εκ φύσεως σκοτίζει ο νου, λέει ο Μέγας Βασίλειος , και αν η ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του τον κάνει τυφλό και δεν τον αφήνει να γίνει ότι νομίζει πως είναι, τι λοιπόν να πούμε για κείνους που δουλεύουν στα πάθη, αν νομίζουν ότι έχουν καθαρή συνείδηση; Και μάλιστα όταν βλέπομε τον Απόστολο Παύλο, που είχε μέσα του το Χριστό, να λέει και με τα έργα και με το λόγο ότι « η συνείδησή μου δε με ελέγχει για καμία αμαρτία, αλλά δε σημαίνει ότι μ’ αυτό έχω δικαιωθεί»(Α΄Κορ. 4,4). Οι πολλοί από τη μεγάλη αναισθησία που έχομε, νομίζομε ότι είμαστε κάτι, ενώ δεν είμαστε τίποτε. «Αλλά όταν λέει ο Απόστολος, λένε οι άνθρωποι ότι έχουν ειρήνη, τότε επέρχεται σ’ αυτούς η καταστροφή»(Α΄Θεσ. 5,3). Γιατί δεν είχαν ειρήνη, αλλά έλεγαν ότι έχουν επειδή έτσι νόμιζαν, λέει ο Χρυσόστομος, από την πολλή αναισθησία του. Και όπως λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος για τους ανθρώπους αυτούς ότι «ξέχασαν τις αμαρτίες τους»(Ιακ. 1,25), έτσι πάρα πολλοί υπερήφανοι, χωρίς να το καταλάβουν, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, νόμισαν ότι έχουν απάθεια.

Και εγώ λοιπόν, επειδή τρέμω τους τρείς γίγαντες του διαβόλου, για τους οποίους έγραψε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, δηλαδή τη ραθυμία, τη λήθη και την άγνοια *, γιατί κατέχομαι από αυτές πάντοτε, και επειδή φοβούμαι μήπως αγνοώντας τα όριά μου βρεθώ έξω από τον ίσιο δρόμο, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, έγραψα την παρούσα συλλογή. Γιατί όπως λέει ο Άγιος της Κλίμακος, εκείνος που μισεί τον έλεγχο, είναι φανερό ότι έδειξε το πάθος της υπερηφάνειας. Ενώ εκείνος που τρέχει στον έλεγχο, είναι ελεύθερος από τα δεσμά της. Κι ο Σολομών λέει: «Αν ο ανόητος ρωτάει για σοφία, αυτό θα του λογαριασθεί σοφία»(Παροιμ. 17,28). Γι’ αυτό και έβαλα στην αρχή τα ονόματα των βιβλίων και των Αγίων, για να μη λέω για το κάθε ρητό τίνος είναι και μακραίνει ο λόγος. Γιατί και οι άγιοι Πατέρες έγραφαν τα λόγια των θείων Γραφών πολλές φορές όπως είναι στο κείμενο, όπως ο Θεολόγος Γρηγόριος τα λόγια του Σολομώντα, και οι λοιποί, όπως ο Λογοθέτης Συμεών ο Μεταφραστής είπε περί του Χρυσοστόμου ότι « δεν είναι σωστό να παραμερίσω τα λόγια του και να γράφω τα δικά μου», αν και μπορούσε, γιατί από το ίδιο Άγιο Πνεύμα έλαβαν όλοι. Έτσι οι άγιοι Πατέρες, άλλοτε αναφέρουν τίνος είναι το ρητό που χρησιμοποιούν , επειδή από ταπείνωση αρέσκονται να προτιμούν τα λόγια των Γραφών, και άλλοτε τ’ αφήνουν ανώνυμα λόγω της πληθώρας για να μη μακραίνει ο λόγος.

* Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ.175.

Οι σωματικές αρετές είναι εργαλεία των ψυχικών ‘Aλλά ἐπειδή εἶναι καλύτερη ἡ συχνότερη ὑπενθύμιση, ἰδού θά ἀρχίσω τά περισσότερα ἀπ’ ὅσα εἶπα, καί δέν εἶναι δικά μου αὐτά, ἀλλά λόγια καί διακρίσεις τῶν θείων Γραφῶν καί Ἁγίων ἀνδρῶν. Λέει ὁ Δαμασκηνός * ὅτι οἱ σωματικές ἀρετές, ἤ μάλλον τά ἐργαλεία τῶν ἀρετῶν, εἶναι ἀναγκαῖες ὅταν τίς ἐργάζεται κανείς μέ ταπείνωση καί πνευματική γνώση, ἐπειδή χωρίς αὐτές δέν ἐπιτυγχάνονται οὕτε οἱ ψυχικές ἀρετές. Ἄν ὅμως δέ γίνονται ἔτσι, ἀλλά σάν νά εἶναι αὐτοσκοπός, δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε, ὅπως οὔτε τά φυτά χωρίς τούς καρπούς τους. Οὔτε χωρίς σχολή καί κοπή τῶν θελημάτων του μπορεῖ κανεῖς νά μάθει ποτέ ὀρθά καί μέ ἀσφάλεια κάποια τέχνη. Γι’ αὐτό λοιπόν, μετά τήν πράξη, ἔχομε ἀνάγκη καί τή γνώση καί προπάντων τήν κατά Θεόν σχολή ἀπ’ ὅλα καί τήν ἀπασχόληση μέ τίς θεῖες Γραφές, χωρίς τήν ὁποία, κανείς δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποκτήσει ἀρετή. Ἐκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά σχολάζει πάντοτε καί ὁλοκληρωτικά, πέτυχε τό τελειότατο ἀγαθό· ἐκεῖνος ὅμως πού δέν ἀξιώθηκε, ἄς μήν ἀμελήσει νά σχολάζει ἐν μέρει. Μακάριοι ὡστόσο εἶναι ἐκεῖνοι πού σχολάζουν ὁλοκληρωτικά, εἴτε μέ τήν ὑποταγή τους σέ κάποιον πρακτικό πού ἀσκεῖ τήν ἡσυχία ὀρθά, εἴτε μέ ἡσυχία καί ἀμεριμνία ὑποταγμένοι τελείως στό θεῖο θέλημα καί ζητώντας τίς συμβουλές τῶν ἐμπείρων γιά κάθε τους προσπάθεια, λόγο καί νόημα, ὅσοι μάλιστα θέλουν νά φτάσουν χωρίς κόπο στήν ἀπάθεια καί τήν πνευματική γνώση, μέ τήν ὁλοκληρωτική κατά Θεόν σχολή, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶπε μέσω τοῦ Προφήτη: «Σχολάσετε καί μάθετε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός»(Ψαλμ. 45,11).

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.301.

Οἱ ἀπασχολημένοι μέ τά βιοτικά κοσμικοί καί οἱ δῆθεν μοναχοί, ἄς σχολάσομε ἔστω καί ἐν μέρει, ὅπως οἱ παλιοί Δίκαιοι, γιά νά ἐξετάζομε τήν ἄθλια ψυχή μας πρίν ἀπό τό θάνατο καί νά τῆς προξενήσομε διόρθωση ἤ ταπείνωση καί νά μή χαθεῖ τελείως μέ τήν καθολική ἀγνωσία καί τά συνειδητά καί ἀσυνείδητα ἀμαρτήματά της. Γιατί καί ὁ Δαβίδ, ἄν καί ἧταν βασιλιάς, ἐντούτοις κάθε νύχτα ἔβρεχε τό στρῶμα του καί τό κρεβάτι του μέ τά δάκρυα(Ψαλμ. 6,7), ἐνῶ ὁ Ἰώβ ἔλεγε: «Ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ θείου ἀνορθώθηκαν οἱ τρίχες μου»(Ιωβ. 4,15) καί τά λοιπά. Κι ἐμεῖς λοιπόν ἄς σχολάσομε, ὅπως οἱ κοσμικοί, μέρος ἔστω τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας, καί ἄς δοῦμε τί θά ἀπολογηθοῦμε στόν δίκαιο Κριτή τή φοβερή ἡμέρα τῆς κρίσεως. Καί ἄς φροντίσομε γι’ αὐτό σάν γιά ἀναγκαῖο ζήτημα, ἀπό τό φόβο τῆς αἰώνιας κολάσεως, καί ὄχι γιά τό πῶς θά ζήσουν οἱ φτωχοί καί πῶς θά πλουτήσουν οἱ φιλάνθρωποι, καί μή στρέφομε ἀνόητα ὅλη μας τή φροντίδα στά βιοτικά πράγματα. Ὅπως λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, πρέπει νά ἐργαζόμαστε, ὅχι ὅμως νά φροντίζομε καί νά ἀγωνιοῦμε γιά πολλά(Λουκ. 10,41), ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στή Μάρθα. Γιατί ἡ μέριμνα τοῦ βίου δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά φροντίζει γιά τήν ψυχή του καί νά μαθαίνει πῶς εἶναι, ὅπως ἐκεῖνος πού σχολάζει καί προσέχει στόν ἑαυτό του. Ὅπως λέει καί στό Νόμο: «Πρόσεχε σεαυτῷ κ.λ.π»(Δευτ.15,9). Περί τοῦ ρητοῦ αὐτοῦ ἔγραψε ὁ Μέγας Βασίλειος λόγο ἀξιοθαύμαστο και γεμάτο από κάθε σοφία.

Περί προσοχής και φυλάξεως του νου Χωρίς προσοχή καί ἐγρήγορση τοῦ νοῦ εἶναι ἀδύνατο νά σωθοῦμε καί νά λυτρωθοῦμε ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος περπατᾶ σάν λιοντάρι πού βρυχιέται καί ζητεῖ ποιόν νά καταπιεῖ(Α΄ Πετρ. 5,8),

λέει ό Δαμασκηνός. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἔλεγε συχνά στούς μαθητές Του: «Νά εἶστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε, γιατί δέν ξέρετε κλπ.»(Ματθ. 24,42 . 26,41) προκαταγγέλοντας σ’ ὅλους μ’ αὐτά

τή μνήμη τοῦ θανάτου, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε εὐπρόσδεκτη ἀπολογία, ἡ ὁποία γίνεται

ἀπό ἔργα καί προσοχή. Οἱ δαίμονες, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱλαρίων, εἶναι ἄυλοι, ἄυπνοι καί ὅλη ἡ

φροντίδα τους εἶναι νά μᾶς πολεμοῦν καί νά ὁδηγήσουν στήν ἀπώλεια τίς ψυχές μας, μέ λόγο, μέ

ἔργο καί λογισμό, ἐνῶ ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἔτσι. Ἀλλά ἄλλοτε φροντίζομε γιά ἀπόλαυση καί δόξα πού

περνάει, ἄλλοτε γιά πράγματα τοῦ βίου καί γιά ἄλλα πολλά, καί δέ θέλομε οὔτε λίγο ν’ ἀναλάβομε

νά ἐξετάζομε τό βίο μας, γιά νά συνηθίσει μ’ αὐτό ὁ νοῦς καί νά μπορέσει νά προσέχει στόν ἑαυτό

του χωρίς προσπάθεια. Ὅπως λέει ὁ Σολομών, περνοῦμε ἀνάμεσα ἀπό πολλές παγίδες(Σ. Σειρ.

9,13). Γι’ αὐτές ἔγραψε ὁ Χρυσόστομος, κι ἐξηγεῖ λεπτομερῶς ποιές εἶναι αὐτές οἱ παγίδες, μέ

μεγάλη ἀκρίβεια καί πολλή σοφία. Καί ὁ Κύριος, θέλοντας νά κόψει κάθε φροντίδα μας, διέταξε νά

καταφρονοῦμε καί αὐτή τήν τροφή καί τήν ἐνδυμασία, γιά νά ἔχομε μία μόνο μέριμνα, τό πῶς νά

γλυτώσομε σάν ζαρκάδι ἀπό τή θηλειά καί σάν ὄρνεο ἀπό τήν παγίδα(Παροιμ. 6,5), γιά νά φτάσομε στήν ὀξυδέρκεια τοῦ ζαρκαδιοῦ καί στό πέταγμα ψηλά τοῦ ὀρνέου μέ τήν ἀμεριμνία. Καί τό πιό

θαυμαστό εἶναι ὅτι ὁ Σολομών τά ἔλεγε, ἄν καί ἦταν βασιλιάς· ἐπίσης καί ὁ πατέρας του, ὁ Δαβίδ,

ἔλεγε καί ἔπραττε τά ἴδια. Καί ἐνῶ εἶχαν τόσο μεγάλη προσοχή καί πολλούς ἀγώνες καί διέθεταν

κάθε σοφία καί ἀρετή, ὕστερα ἀπό τά τόσα χαρίσματα καί τή φανέρωση τοῦ Θεού, νικήθηκαν

-ἀλοίμονο- ἀπό τήν ἀμαρτία, ὥστε ὁ μέν Δαβίδ θρήνησε ταυτόχρονα γιά μοιχεία καί φόνο(Β΄ Βασ.

12,9), ὁ δέ Σολομών ἔπεσε σέ τόσα δεινά(Γ΄ Βασ. 11,1–9). Λοιπόν, αὐτό δέν εἶναι γεμάτο ἀπό

φρίκη καί τρόμο γιά ὅσους ἔχουν νοῦ ὅπως λένε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καί ὁ ἀσκητής

Φιλήμων * ; Πῶς λοιπόν δέν φρίττομε καί δέν ἀποφεύγομε τόν περισπασμό τοῦ βίου, ἐξαιτίας τῆς

ἀσθένειάς μας, ἐμεῖς πού δέν εἴμαστε τίποτε, ἀλλά μένομε ἀναίσθητοι σάν ἄλογα ζῶα; Καί μακάρι

σάν τά ἄλογα ζῶα νά εἶχα φυλάξει τή φύση μου ὁ ἄθλιος, γιατί σ’ αὐτό ὁ σκύλος εἶναι καλύτερος

ἀπό μένα.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.320.

Περί αποφυγής των θελημάτων, υποταγής και ησυχίας Ἄν θέλομε λοιπόν νά δοῦμε τούς ἑαυτούς μας, σέ ποιά θανατηφόρα κατάσταση εἴμαστε, αν ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά θελήματά μας καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. Καί μέ τήν ἀποφυγή ὅλων ἄς σχολάσομε μέ φιλοπονία στή μακάρια καί κατά Θεόν σχολή, ζητώντας ὁ καθένας τήν ψυχή του μέσα στή μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, εἴτε μέ τέλεια ὑποταγή τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, εἴτε στήν πανύμνητη ζωή τῶν ἀγγέλων, τήν ἡσυχία, καί μάλιστα ὅσοι εἶναι ἀκόμη ἐμπαθεῖς καί ἀσυγκράτητοι στίς ὀρέξεις τους, μικρές καί μεγάλες. «Κάθισε, λένε στό κελί σου, καί αὐτό θά σέ διδάξει τά πάντα». Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: « Ἀρχή τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἡσυχία». Καί ὁ Σολομών: «Ὁ Θεός ἔδωσε περισπασμό πονηρό στούς ἀνθρώπους, νά περισπῶνται στά μάταια»(Εκκλ. 1,13)· τοῦτο, γιά νά μήν στραφοῦν πρός τά χειρότερα ἀπό τήν ἄλογη καί ἐμπαθή ἀργία. Ἐκεῖνος τώρα πού μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γλύτωσε ἀπό τούς δύο αὐτούς γκρεμούς καί καταξιώθηκε νά γίνει μοναχός καί νά φορέσει τό μοναχικό καί ἀγγελικό σχῆμα, ὥστε ἀπ’ αὐτό νά φανεῖ ὅτι ἀποτελεῖ μίμηση τοῦ μόνου Θεοῦ, κατά τό δυνατόν, μέ ἔργα καί λόγια, ὅπως λέει ὁ Μέγας Διονύσιος, πῶς δέν ὀφείλει νά σχολάζει πάντοτε καί νά προσέχει νοερά σέ κάθε ἔργο καί νά ἔχει πάντοτε κάποια συνεχή θεάρεστη μελέτη, ἀνάλογη μέ τήν κατάστασή του; Ἔτσι λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁ Εφραίμ καί οἱ λοιποί, πρός τούς ἀρχαρίους. Ἄλλος, λένε, νά ἔχει τόν ψαλμό στά χείλη, ἄλλος τό στίχο, καί ἄλλοι νά παρακολουθοῦν μέ τό νοῦ τους προσεκτικά στούς ψαλμούς καί τά τροπάρια, ὅσοι, ἐννοῖται, δέν ἀξιώθηκαν ἀκόμη νά φτάσουν σέ κάποια θεωρία, δηλαδή γνώση, γιά νά μή βρίσκεται κανείς ἔξω ἀπό κάποια μελέτη, εἴτε ἐργάζεται, εἴτε βαδίζει, εἴτε ξαπλώνει γιά νά κοιμηθεῖ. Ἀλλά μόλις κάνει τόν κανόνα του, εὐθύς νά περιορίσει τό νοῦ του σέ κάποια μελέτη, γιά νά μή τόν βρεῖ ὁ ἐχθρός ἀργό ἀπό τή θεία μνήμη καί τόν προσβάλει μέ τά ἴδια δεινά. Καί αὐτά λέγονται γιά ὅλους. Ὅταν ὅμως κανεῖς μέ πολλούς ἀγῶνες, δηλαδή σωματικές καί ψυχικές ἀρετές, μπορέσει νά ἀνεβεῖ νοερά σέ ἐργασία πνευματική, δηλαδή νοητή, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πενθήσει τήν ψυχή του, τότε ἔχει χρέος, ἐκεῖνο τό στοχασμό πού φέρνει τά ἐπίπονα δάκρυα, νά τόν φυλάξει σάν κόρη ὀφθαλμοῦ, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μέχρις ὅτου ἡ φωτιά καί τό νερό φύγουν κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, γιά νά ἀποφύγει δηλαδή τήν ἔπαρση. Ἡ φωτιά εἶναι ὁ καρδιακός πόνος καί ἡ θερμή πίστη, ἐνῶ τό νερό εἶναι τά δάκρυα. Δέν δίνονται αὐτά σέ ὅλους, ἀλλά σ’ ἐκείνους – ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος – πού καταξιώθηκαν νά βλέπουν τά πρίν ἀπό τό θάνατο καί τά μετά τόν θάνατο δεινά μέ τή γύρω ἀπ’ αὐτά ἀκατάπαυστη θύμηση στήν ἡσυχία. Ὅπως λέει ὁ Ἡσαΐας, «τό αὐτί τοῦ ἡσυχαστῆ ἀκούει ἐξαίσια»(Ιωβ 4,12), καί ἀλλοῦ λέει: «Σχολάσετε καί μάθετε»(Ψαλμ. 45,11). Μόνον ἡ ἡσυχία γεννᾶ τή γνώση τοῦ Θεοῦ, καθώς μπορεῖ νά βοηθήσει τούς πολύ ἐμπαθεῖς καί τούς πιό ἀδύνατους, μέ τήν χωρίς περισπασμό ζωή καί τήν ἀποφυγή τῶν ἀνθρώπων καί τῶν συναντήσεων καί τῶν φροντίδων πού σκοτίζουν τό νοῦ, ὄχι μόνο τῶν ἀναγκαίων γιά τή ζωή, ἀλλά καί τῶν μηδαμινῶν καί ἐκείνων πού δέ νομίζονται ἐφάμαρτες. Ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, καί μιά μικρή τρίχα ταράζει τό μάτι, καί τά λοιπά. Καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέει: «Μή νομίζεις ὅτι μόνο ὁ χρυσός καί τό ἀσήμι συνιστοῦν φιλαργυρία, ἀλλά ὁ,τιδήποτε στό ὁποῖο κλίνει ὁ λογισμός». Καί ὁ Κύριος λέει: «Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας»(Ματθ. 6,21), δηλαδή, εἴτε στά θεῖα, εἴτε στά γήινα πράγματα καί νοήματα. Γι’ αὐτό σέ ὅλους ταιριάζει ἡ ἀμεριμνία καί ἡ κατά Θεόν σχολή, εἴτε στούς κοσμικούς ἐν μέρει, ὅπως εἴπαμε, γιά νά ἔρθουν σιγά-σιγά σέ φρόνηση καί πνευματική γνώση, εἴτε σ’ ἐκείνους πού μποροῦν νά σχολάζουν ὁλοκληρωτικά καί νά στρέψουν ὅλη τήν φροντίδα τους στό νά εὐαρεστήσουν τό Θεό, γιά νά δεῖ ὁ Θεός τήν προαίρεσή τους καί νά τούς χαρίσει ἀνάπαυση μέσω τῆς πνευματικῆς γνώσεως καί νά τούς φέρει σέ σημεῖο νά μελετοῦν τήν πρώτη θεωρία, γιά νά ἀποκτήσουν ἀνέκφραστη συντριβή ψυχῆς, καί νά γίνουν φτωχοί στό φρόνημα(Ματθ. 5,3). Καί ἔτσι σιγά σιγά ἀνεβάζοντάς τους καί στίς λοιπές θεωρίες, νά τούς καταξιώσει νά φυλάξουν τούς μακαρισμούς μέχρις ὅτου φτάσουν στήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἡ ὁποία εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νεῖλος, χρησιμοποιώντας τά λόγια τοῦ ψαλτηρίου: «Ὁ τόπος του βρίσκεται σέ εἰρηνικό μέρος»(Ψαλμ. 75,3).

Οι οκτώ νοητές θεωρίες Οι πνευματικές θεωρίες, όπως γνωρίζω, είναι οκτώ: οι επτά είναι αυτού του κόσμου, ενώ η όγδοη είναι εργασία του μελλοντικού, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ.

Πρώτη λοιπόν είναι η γνώση των θλίψεων και πειρασμών του βίου, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και η λύπη για κάθε ζημία που έπαθε η ανθρώπινη φύση από την αμαρτία.

Δεύτερη, η γνώση των αμαρτιών μας και των ευεργεσιών του Θεού όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο άγιος Ισαάκ και πολλοί άλλοι πατέρες.

Τρίτη, η γνώση των πριν από το θάνατο και των μετά τον θάνατο δεινών, όπως αναφέρονται μέσα στις θείες Γραφές.

Τέταρτη, η μελέτη της ζωής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των μαθητών Του στον κόσμο αυτό, και των έργων και των λόγων των λοιπών αγίων μαρτύρων και οσίων πατέρων.

Πέμπτη γνώση της φύσεως και της μεταβολής των πραγμάτων, όπως λένε οι άγιοι πατέρες Γρηγόριος και Δαμασκηνός.

Έκτη, η θεωρία των όντων, δηλαδή η γνώση και προσεκτική παρατήρηση των αισθητών κτισμάτων του Θεού.

Έβδομη, η προσεκτική παρατήρηση των νοητών κτισμάτων του Θεού.

Όγδοη, η γνώση που λέγεται Θεολογία.

Αυτές λοιπόν είναι οι οκτώ θεωρίες. Οι τρείς αρμόζουν στον πρακτικό, για να μπορέσει με πολλά και πικρά δάκρυα να καθαρίσει την ψυχή του από όλα τα πάθη. Και τότε δέχεται κατά χάρη από το Θεό και τις λοιπές. Οι άλλες πέντε αρμόζουν στον θεωρητικό, δηλαδή στο γνωστικό, γιατί φυλάει καλά και εκτελεί πάντοτε τις σωματικές πράξεις και τις ηθικές, δηλαδή τις ψυχικές. Από αυτές αξιώνεται νοερά και με ενάργεια να αισθανθεί τις πέντε τελευταίες θεωρίες. Από την πρώτη, ο πρακτικός παίρνει την αρχή της γνώσεως, και φροντίζει έκτοτε την εργασία και μελετά τα νοήματα που του δίνει η χάρη και προκόβει σ’ αυτά, μέχρις ότου φτάσει να τα οικειωθεί. Τότε επακολουθεί αυτόματα η άλλη γνώση στο νου. Το ίδιο και στις λοιπές θεωρίες. Αλλά για να ξεκαθαρίσω τα λεγόμενα, θα μιλήσω για κάθε μία θεωρία χωριστά, αν και δεν έχω τη δύναμη. Θα πω ποια είναι όσα κατανοούνται και όσα λέγονται, για να βρούμε αφορμή να μάθομε πως πρέπει να πράττομε, όταν η χάρη αρχίζει να ανοίγει τα μάτια της ψυχής, για να κατανοεί και να θαυμάζει από τα νοήματα και τα λόγια που να μπορούν να κάνουν κάτοικο μέσα μας το φόβο, όπως προείπαμε, δηλαδή τη συντριβή της ψυχής.

Η πρώτη γνώση Πρώτη γνώση είναι εκείνη που μέσω της δίνονται και οι λοιπές σ’ εκείνον που εχει την προαίρεση. Εκείνος λοιπόν που θα κριθεί άξιος να φτάσει σ’ αυτήν, πρέπει να κάνει ως εξής: να καθήσει στραμμένος προς την ανατολή, όπως κάποτε ο Αδάμ, και να μελετά τα εξής:«Κάθισε ο Αδάμ τότε και έκλαψε απέναντι του Παραδείσου, χτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του, και έλεγε: “Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα”». Επίσης και το άλλο του Τριωδίου: «Όταν είδε ο Αδάμ τον Άγγελο που έσπρωξε κι έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε δυνατά και έλεγε: “Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα”».Κατόπιν κατανοώντας όσα έγιναν, αρχίζει να θρηνεί έτσι με στεναγμούς απ’ όλη την ψυχή του, και κουνώντας το κεφάλι του, λέει με πόνο καρδιάς: «Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Αλοίμονο, τι ήμουν και τι έγινα; Αλοίμονο, τι έχασα και τι βρήκα; Αντί τον παράδεισο, βρήκα το φθαρτό αυτόν κόσμο· αντί το Θεό και τη συναναστροφή των Αγγέλων, βρήκα τον διάβολο και τους ακάθαρτους δαίμονες· αντί την ανάπαυση, τον κόπο· αντί την απόλαυση και τη χαρά, τη θλίψη του κόσμου και τη λύπη· αντί την ειρήνη και την ατέλειωτη ευφροσύνη, το φόβο και τα επίπονα δάκρυα· αντί την αγαθότητα και την απάθεια, την πονηρία και τα πάθη· αντί τη σοφία και την οικειότητα με το Θεό, την άγνωσία και την εξορία· αντί την αμεριμνία και την ελευθερία, βρήκα τη γεμάτη φροντίδες ζωή και την κάκιστη δουλεία. Αλοίμονο, Αλοίμονο· πώς δημιουργήθηκα βασιλιάς και έγινα δούλος στα πάθη με την ανοησία μου! Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, πώς αντί τη ζωή τράβηξα κοντά μου τον θάνατο με την παρακοή! Αλοίμονο, Αλοίμονο· τι έπαθα ο ταλαίπωρος με την αστοχασιά μου! Τι να κάνω; Από εδώ είναι πόλεμοι, απ’ εκεί ταραχές· απ’ εδώ αρρώστιες κι απ’ εκεί πειρασμοί· εδώ κίνδυνοι, εκεί ναυάγια· εδώ φόβοι, εκεί λύπες· εδώ πάθη, εκεί αμαρτίες· εδώ πίκρες, εκεί στενοχώριες. Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τι θά κάνω; Που να φύγω; Από παντού αδιέξοδο, όπως είπε η Σωσάννα. Τι να ζητήσω δέν ξέρω· αν ζητήσω ζωή, φοβούμαι τους πειρασμούς του βίου και τις μεταβολές του και τα συναπαντήματα.

»Βλέπω τον άγγελο σατανά, που ήταν σαν τον αυγερινό που ανατέλλει το πρωί, να γίνεται και να λέγεται διάβολος· τον πρωτόπλαστο, εξόριστο· τον Κάιν, αδελφοκτόνο· τον Χαναάν, καταραμένο· τους Σοδομίτες, καμένους με φωτιά· τον Ησαΰ, έκπτωτο· τους Ισραηλίτες, να δέχονται την οργή του Θεού· τον Γιεζή και τον απόστολο Ιούδα, έκπτωτους, γιατί νοσούσαν από φιλαργυρία· τον μεγάλο προφήτη και βασιλιά, να κλαίει για δύο αμαρτήματα· τον Σολομώντα με την τόση σοφία, έκπτωτο· έναν από τους επτά διακόνους και εναν από τους σαράντα μάρτυρες, έκπτωτους. Για τον τελευταίο, λέει ο Μέγας Βασίλειος: “Με χαρά ο αρχέκακος διάβολος άρπαξε από τους δώδεκα, τον Ιούδα τον ταλαίπωρο· από την Εδέμ, τον άνθρωπο· από τους σαράντα, τον έκπτωτο”. Τον οποίο πάλι θρηνεί ο ίδιος και λέει: “Ο ανόητος και αξιοθρήνητος, έχασε και την εδώ ζωή και τη μέλλουσα· γιατί, μόλις πλησίασε τη φωτιά, ξεψύχησε και πήγε στην αιώνια φωτιά”. Και πολλούς άλλους αναρίθμητους βλέπω που ξέπεσαν· όχι μόνον απίστους, αλλά και πολλούς από τους πατέρες με πολλούς αγώνες.» Και ποιος είμαι λοιπόν εγώ, ο χειρότερος, ο πιο αναίσθητος και πιο αδύνατος από όλους; Τι να ονομάσω τον εαυτό μου; Ο Αβραάμ αποκαλεί τον εαυτό του “χώμα και στάχτη”· ο Δαβίδ, “ψόφιο σκύλο και ψύλλο μεταξύ των Ισραηλιτών”· ο Σολομών, “μικρό παιδί που δεν ξεχωρίζει δεξιά ή αριστερά”. Οι τρεις παίδες λένε: “Γίναμε ντροπή κι ονειδισμός”· ο προφήτης Ησαΐας λέει: “Ταλαίπωρος που είμαι!”· ο προφήτης Αββακούμ λέει: “Εγώ είμαι μικρός στην ηλικία”. Ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του “πρώτο από τους αμαρτωλούς”· και όλοι οι άλλοι Άγιοι λένε ότι δεν είναι τίποτε. Εγώ λοιπόν τι θα κάνω; Που θα κρυφτώ από τις πολλές μου αμαρτίες; Τι θα γίνω εγώ που είμαι μηδέν, και χειρότερος από το μηδέν; Γιατί το μηδέν δεν αμάρτησε, ούτε ευεργετήθηκε όπως εγώ. Αλοίμονο, πώς θα περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου; Πώς θα ξεφύγω τις παγίδες του διαβόλου; Οι δαίμονες είναι άγρυπνοι και άυλοι, κι ο θάνατος κοντά, κι εγώ αδύνατος. Κύριε βοήθησέ με, μην αφήσεις το πλάσμα σου να χαθεί, αφού Εσύ νοιάζεσαι για μένα τον άθλιο. Φανέρωσέ μου Κύριε, δρόμο να βαδίσω, γιατί σε Σένα ανύψωσα την ψυχή μου. Μη μ’ εγκαταλείψεις Κύριε, Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από μένα· πλησίασε και βοήθησέ με, Κύριε της σωτηρίας μου».

Και έτσι συντρίβεται η ψυχή από αυτά τα λόγια, αν έχει κάποια αίσθηση. Κι όταν πολυκαιρίσει κανείς σ’ αυτά και αποκτήσει το θείο φόβο, αρχίζει ο νους να παρατηρεί και να μελετά τα λόγια της δεύτερης θεωρίας, τα οποία είναι τα εξής.

Η δεύτερη θεωρία «Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τι θα κάνω; Τι θα γίνω; Πολλές οι αμαρτίες μου. Πολλές οι θείες ευεργεσίες. Πολλή η αδυναμία μου. Οι πειρασμοί πολλοί, η ραθυμία με κρατά, η λησμοσύνη με σκοτίζει και δεν με αφήνει να δω τον εαυτό μου και το πλήθος των αμαρτιών μου. Η άγνοια είναι κακή, η ενσυνείδητη παράβαση χειρότερη, η αρετή δυκολοκατόρθωτη, τα πάθη πολλά, οι δαίμονες πανούργοι, η αμαρτία πρόχειρη, ο θάνατος κοντά, η λογοδοσία πικρή. Αλλοίμονό μου, τι θα κάνω; Που θα ξεφύγω από τον εαυτό μου; Επειδή εγώ είμαι η αιτία της απώλειά μας, έχω τιμηθεί με το αυτεξούσιο και κανείς δεν μπορεί να με υποχρεώσει. Εγώ αμάρτησα και αμαρτάνω πάντοτε και ζω με αμέλεια για κάθε καλό έργο και κανείς δε με αναγκάζει σ’ αυτό. Ποιόν να κατηγορήσω; Ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και ποθεί πάντοτε την επιστροφή σ’ Αυτόν και τη μετάνοια. Οι άγγελοι με αγαπούν και με φυλάνε. Οι άνθρωποι επίσης θέλουν την προκοπή μου. Οι δαίμονες δεν μπορούν ν’ αναγκάσουν κανένα να χαθεί χωρίς να θέλει, είτε από αμέλεια, είτε από απελπισία. Ποιος είναι λοιπόν ο αίτιος, αν όχι εγώ ο ίδιος ο ταλαίπωρος; Να, μόλις κατάλαβα ότι χάνεται η ψυχή μου, και δε θέλω να βάλω αρχή στην ευσέβεια.

Γιατί , ψυχή μου, αμελείς τον εαυτό σου; Γιατί δεν ντρέπεσαι εμπρός στο Θεό και τους αγγέλους Του που αμαρτάνεις, όπως ντρέπεσαι τους ανθρώπους; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο σε μένα που ούτε σαν άνθρωπο δεν ντρέπομαι τον Ποιητή και Κύριό μου. Γιατί εμπρός σε ένα άνθρωπο δεν μπορών να αμαρτάνω, αλλά μεταχειρίζομαι κάθε τέχνασμα, για να δείξω ότι πράττω το καλό.Και όταν στέκομαι εμπρός στο Θεό, δεν ντρέπομαι να σκέφτομαι και να λέω πολλές φορές τα πονηρά. Τι ανόητος που είμαι! Δε φοβούμαι να κάνω το κακό ενώ με βλέπει ο Θεός, και δεν μπορώ να εξομολογηθώ τα δικά μου σ’ έναν άνθρωπο, για να διορθωθώ. Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου. Γνωρίζω την κόλαση και δε θέλω τη μετάνοια. Αγαπώ την ουράνια βασιλεία και δεν έχω την αρετή. Πιστεύω στο Θεό, και τις εντολές Του παρακούω πάντοτε.Τον διάβολο μισώ, και δεν παύω να κάνω εκείνα που του αρέσουν. Όταν προσεύχομαι με πιάνει η αμέλεια και είμαι σαν αναίσθητος. Όταν νηστεύω, υπερηφανεύομαι και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν αγρυπνήσω, νομίζω ότι κάτι κάνω, για να πάει κι αυτό χαμένο. Όταν μελετώ, κάνω ένα από τα δύο ο αναίσθητος. Είτε επιδιώκω την πολυμάθεια από κενοδοξία, και έτσι περισσότερο σκοτίζομαι, είτε μαθαίνω αλλά δεν πράττω, και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν ίσως σταματώ με τη χάρη του Θεού ν’ αμαρτάνω στην πράξη, δεν παύω ωστόσο ν’ αμαρτάνω με το λόγο. Αν και απ’ αυτό με σκεπάζει η χάρη του Θεού, με τους λογισμούς μου παροργίζω παντοτινά το Θεό ο δυστυχής. Αχ, λοιπόν, τι να κάνω; Όπου πάω, βρίσκω αμαρτίες. Παντού δαίμονες. Η απελπισία χειρότερη απ’ όλα. Το Θεό παρόργισα, επίσης λύπησα τους αγγέλους, και πολλές φορές έβλαψα και σκανδάλισα τους ανθρώπους. Ήθελα να εξαλείψω με τα δάκρυά μου το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Κύριε, και να σε ευαρεστήσω με τη μετάνοια την υπόλοιπη ζωή μου. Όμως ο εχθρός μ’ εξαπατά και πολεμεί την ψυχή μου. Κύριε σώσε με, πριν χαθώ ολότελα. Αμάρτησα σε σένα, τον Σωτήρα μου, όπως ο άσωτος γιός. Δέξου με, Πατέρα, μετανοιωμένο και ελέησέ με, Θεέ μου. Σου κράζω, Χριστέ, Σωτήρα μου, με τα λόγια του τελώνη. Σπλαχνίσου με, όπως εκείνον, και ελέησέ με, Θεέ μου.

Άραγε τι είναι στο τέλος; Τι θα συμβεί; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο. Ποιος θα δώσει νερό στο κεφάλι μου, ώστε τα μάτια μου να γίνουν πηγές από δάκρυα; Ποιος θα μπορέσει να με κλάψει όσο χρειάζεται; Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ελάτε τα βουνά και σκεπάστε με τον άθλιο. Αχ, τι έχω να πω; Πόσα καλά μου έκανε ο Θεός, τα οποία μόνο Εκείνος γνωρίζει, και πόσα δεινά προξένησε η αγνωμοσύνη μου! Παροργίζω πάντοτε τον Ευεργέτη με το έργο, με το λόγο, με τη διάνοια. Και όσο Εκείνος μακροθυμεί, τόσο εγώ καταφρονώ, ο ταλαίπωρος, και γίνομαι πιο αναίσθητος κι από τις άψυχες πέτρες. Δεν απελπίζομαι όμως, αλλά αναγνωρίζω τη φιλανθρωπία Σου Κύριε. Ούτε μετάνοια έχω, μα ούτε και δάκρυα. Γι’ αυτό, Σωτήρα μου σε ικετεύω, να με επιστρέψεις πριν το τέλος μου και να μου δώσεις μετάνοια για να λυτρωθώ από την κόλαση. Κύριε, Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν είμαι τίποτε εμπρός Σου, αλλά όλος βουτηγμένος στην αμαρτία, και που άραγε θα μπορέσω να βρω συναίσθηση των πολλών μου αμαρτιών; Γιατί κι αυτό μονάχα, το να μην κάνω το καλό, μου προξενεί μεγάλη καταδίκη. Για μένα έκανε ο Θεός τον ουρανό και τη γη, για μένα τα τέσσερα στοιχεία και εκείνα που γίνονται απ’ αυτά, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Τα υπόλοιπα δε θα τα πω, γιατί δεν είμαι άξιος να λέω τίποτε, λόγω του πλήθους των αμαρτιών μου. Γιατί, ποιος μπορεί, ακόμη κι αν αξιώθηκε να έχει αγγελικό νου, να κατανοήσει τις ευεργεσίες που έχει κάνει σε μένα ο Θεός; Και να με την αμετανοησία μου θα ξεπέσω απ’ όλες αυτές ο άθλιος».

Έτσι, όταν αυτά μελετά κανείς, έρχεται ύστερα από κάποιον καιρό στην Τρίτη γνώση, και λέει πάντοτε με θρήνους: Η τρίτη θεωρία «Αλοίμονο, τι αγωνία έχει η ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Αλοίμονο, πόσα δάκρυα χύνει τότε και κανείς δεν υπάρχει να την ελεήσει! Στρέφει τα μάτια προς τους αγγέλους, αλλά οι ικεσίες της μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Απλώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους, αλλά κανείς δεν την βοηθεί. Θρηνώ και οδύρομαι όταν συλλογιστώ το θάνατο και αντικρύσω την κατ’ εικόνα Θεού πλασμένη ωραιότητα του ανθρώπου να κείτεται στους τάφους, άμορφη, άδοξη, χωρίς κάλλος. Τι παράδοξο! Πώς έγινε αυτό το σχετικό μ’ εμάς μυστήριο; Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά; Πώς μπήκαμε στο ζυγό του θανάτου; Πράγματι, αυτό έγινε με πρόσταξη Θεού, όπως λέει η Γραφή(Γεν. 3,19). Αχ, τι θα κάνω τότε ο πανάθλιος στην ώρα του θανάτου, όταν οι δαίμονες θα περικυκλώσουν την άθλια ψυχή μου και θα κρατούν στα χέρια τους γραμμένα τα κακά που έπραξα, συνειδητά και ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, και θα ζητούν λόγο για όλα αυτά; Αλλά, αλοίμονο, και χωρίς άλλη αμαρτία, θα καταδικαστώ βαριά για τις εντολές που δεν έπραξα, και δικαιολογημένα.

»Ταλαίπωρη ψυχή μου, πες μου τώρα, πού είναι οι υποσχέσεις που έδωσες κατά το βάπτισμα; Που είναι η συμφωνία με το Χριστό και η απάρνηση του σατανά; Πού είναι η φύλαξη των εντολών του Θεού, πού η μίμηση του Χριστού με τις σωματικές και ψυχικές αρετές, για την οποία έλαβα το όνομα του Χριστιανού; Πού είναι και η υπόσχεση του μοναχικού σχήματος; Κι αν προφασίζεσαι ασθένεια σωματική, πού είναι η πίστη, η οποία αναθέτει όλη τη φροντίδα στο Θεό και με την οποία θα μπορούσες και όρη να μετακινήσεις, αν είχες απ’ αυτή όσο ένα κόκκο σινάπι(Ματθ. 17,20); Πού είναι η ολοκληρωτική μετάνοια που απέχει από κάθε έργο και λόγο πονηρό; Πού είναι η συντριβή της ψυχής και το υπερβολικό και ακρότατο πένθος; Πού είναι η πραότητα, η ελεημοσύνη, η καθαρότητα της καρδιάς από πονηρές σκέψεις, η γενική εγκράτεια, που συγκρατεί όλα τα μέλη του σώματος και κάθε νόημα και θέλημα που δε στρέφεται στις ανάγκες του σώματος ή τη σωτηρία της ψυχής; Πού είναι η υπομονή, η οποία υποφέρει τις διάφορες θλίψεις για τη βασιλεία των ουρανών; Πού είναι η ευχαριστία σε όλα, η αδιάλειπτη προσευχή, η μέριμνα του θανάτου, τα δάκρυα της λύπης, αφού δεν έφτασα στα δάκρυα της αγάπης; Πού η θεϊκή φρόνηση που φυλάει την ψυχή από τις παγίδες των εχθρών και αντιπάλων; Πού η σωφροσύνη που απέχει από ό,τι είναι αντίθετο στο Θεό ή απορρέει από το δικό μου θέλημα; Πού είναι η ανδρεία που υπομένει τα λυπηρά και έχει θάρρος εναντίον των εχθρών με την ελπίδα; Πού η δικαιοσύνη που αποδίδει στον καθένα το ίσο; Πού η ταπεινοφροσύνη που γνωρίζει τη δική της ασθένεια και άγνοια, και τη φιλανθρωπία του Θεού, με την οποία θα γλύτωνες από όλα τα τεχνάσματα του εχθρού; Πού είναι η απάθεια, η τέλεια αγάπη και η ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου(Φιλιπ.4,7), με την οποία θα ονομαζόμουν υιός Θεού(Ματθ. 5,9); Όλα αυτά μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος που θέλει, και χωρίς σωματική δύναμη, με μόνη την προαίρεσή του.» Τι έχω τάχα να πω σ’ αυτά; Τι θα κάνω ο ταλαίπωρος; Αν και λίγο μόνο δειλιάζω από την έλλειψη πληροφορίας, επειδή έστω και λίγο αμέλησα σε κάτι οφειλόμενο που μπορούσα να πράξω, θα βρεθώ στον άδη, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Αλοίμονο στην αθλιότητά μου! Τι προκάλεσα στον εαυτό μου, όχι μόνο με όσες αμαρτίες έκανα, αλλά μάλλον με όσες περιπτώσεις δε θέλησα να μετανοήσω; Γιατί αν μετανοούσα όπως ο άσωτος(Λουκ. 15,21), θα δεχόταν την επιστροφή μου ο φιλόστοργος Πατέρας· και αν έδειχνα ειλικρίνεια, όπως ο τελώνης(Λουκ.18,13), κατακρίνοντας μόνο τον εαυτό μου και όχι άλλον, θα έπαιρνα και εγώ την άφεση των αμαρτιών μου από το Θεό, και μάλιστα αν Τον παρακαλούσα κι εγώ ολόψυχα, όπως εκείνος. Αλλά τώρα δε βλέπω έτσι τον εαυτό μου. Γι’ αυτό φοβούμαι ότι θα κατοικήσω στον άδη μαζί με τους δαίμονες, φοβούμαι την μέλλουσα κρίση, όπου είναι ο πύρινος ποταμός, οι θρόνοι και τα ανοιχτά βιβλία(Δαν. 7,9–10) όπου οι Άγγελοι προπορεύονται και όλο το ανθρώπινο γένος είναι παρόν, και όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα(Εβρ. 4,13) εμπρός στον φοβερό και δίκαιο Κριτή.» Αλοίμονο, πώς θα υποφέρω τον έλεγχο, την αγανάκτηση του φοβερού και αδέκαστου Κριτή, την συνάθροιση των αμέτρητων Αγγέλων, την απαίτηση του χρέους με φοβερές απειλές, την αμετάκλητη απόφαση, τον ακατάπαυστο θρήνο, το ανώφελο δάκρυ, το άφεγγο σκοτάδι, το ακοίμητο σκουλήκι, τη φωτιά που δε σβήνει, τις ποικίλες τιμωρίες, τον ξεπεσμό από τη βασιλεία, το χωρισμό από τους Αγίους, την απομάκρυνση από τούς Αγγέλους, την αποξένωση από το Θεό, τη μικροψυχία, τον αιώνιο θάνατο, το φόβο, τον πόνο, τη λύπη, την ντροπή, το βασανισμό της συνειδήσεως; Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Γιατί χάνομαι άθλια; Έχω ακόμη καιρό για μετάνοια. Ο Κύριος με ενθαρρύνει, κι εγώ αναβάλλω; Ως πότε ψυχή μου επιμένεις στις αμαρτίες, ως πότε αναβάλλεις τη μετάνοια; Σκέψου τη μέλλουσα κρίση, φώναξε δυνατά στο Χριστό και Θεό: Καρδιογνώστη, αμάρτησα· πριν με καταδικάσεις, ελέησέ με. Στη φοβερή παρουσία Σου, Χριστέ, ας μην άκούσομε ότι δε μας γνωρίζεις(Ματθ. 25,12)· στηρίζομε την ελπίδα σε σένα, το Σωτήρα, αν και δεν πράττομε τα προστάγματά Σου εξαιτίας της αμέλειάς μας. Σε παρακαλούμε όμως, λυπήσου τις ψυχές μας. Αλοίμονό μου Κύριε, γιατί σε λύπησα πολύ και δεν το συναισθάνθηκα. Αλλά η χάρη Σου με έκανε να συναισθανθώ λίγο, και απόρησα ο δυστυχής, τρόμαξε η άθλια ψυχή μου. Αλλ’ άραγε μου μένει λίγη ζωή ακόμη για να κλάψω πικρά και να πλύνω την μολυσμένη μου σάρκα και ψυχή; Ή πάλι θα πενθήσω μιά ώρα και θα πάψω ξανά σαν αναίσθητος όπως πάντοτε; Άραγε τι να κάνω για να βρω πόνο ψυχής ακατάπαυστο; Να νηστέψω και ν’ αγρυπνήσω; Αλλά χωρίς ταπείνωση δεν ωφελούμαι τίποτε. Να ψάλλω και να διαβάζω μόνο με το στόμα; Αλλά τα πάθη σκότισαν το νου μου και δεν μπορώ να καταλάβω τη δύναμη των λεγομένων. Να μείνω πεσμένος πολλή ώρα μπροστά σ’ Εσένα, τον δοτήρα των αγαθών; Αλλά δεν έχω παρρησία. Απελπίστηκα από τη ζωή μου, έχασα την ψυχή μου. Κύριε, βοήθησέ με και δέξου με σαν τον τελώνη. Όπως ο άσωτος, αμάρτησα στον ουρανό και σε Σένα(Λουκ. 15,18κ΄ 21), και όπως η πόρνη που έκλαψε(Λουκ. 7, 37–38), για την οποία λέγεται στην υμνολογία: “Αυτή που ήταν σε απόγνωση εξαιτίας της ζωής της και που Εσύ τη δέχτηκες για τη μετάνοιά της, σε πλησίασε Κύριε, βαστάζοντας μύρα και λέγοντας· ‘Μή με απορρίψεις την πόρνη, Υιέ της Παρθένου· μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου, χαρά των αγγέλων· αλλά δέξου με μετανοιωμένη, όπως δε με απώθησες όταν αμάρτησα, Κύριε, από τη μεγάλη Σου ευσπλαχνία’.” Επειδή και εγώ ο άθλιος είμαι σε απόγνωση από τις πολλές μου αμαρτίες, αλλά δεκτός χάρη στην ανέκφραστη φιλανθρωπία και το άπειρο πέλαγος των οικτιρμών Σου, όπου αφού έριξα την απόγνωση της ψυχής μου, τολμώ να συγκεντρώσω το νου μου στην άγια θύμησή Σου. Και καθώς σηκώνομαι, τουλάχιστον μια αίτηση θα κάνω με φόβο και τρόμο πολύ: να αξιωθώ και εγώ ο ανάξιος να είμαι δούλος Σου, και να έχω με τη χάρη Σου το νου μου άμορφο και ασχημάτιστο, άχρωμο και άυλο· κι όπως κάποτε ο Δανιήλ έπεσε μπροστά στον άγγελό Σου(Δαν.10,9), έτσι κι εγώ να πέφτω στα γόνατα μπροστά σε Σένα, τον μόνο Θεό και Ποιητή των όλων, ακουμπώντας στη γη τις παλάμες, και να Σου προσφέρω πρώτα ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και έτσι να αρχίσω να ζητώ το πανάγιο θέλημά Σου ο ταλαίπωρος και να αναγνωρίζω όλα τα αγαθά που έδωσες σε μένα που είμαι χώμα και σκόνη και στάχτη. Και καθώς αξιώθηκα με μόνο το νου να σταθώ εμπρός Σου, εγώ που είμαι ολόκληρος γήινος, και πιστεύοντας ότι με βλέπεις, φωνάζω με όλη μου την ψυχή και λέω: »Κύριε πολυέλεε, σε ευχαριστώ, σε δοξάζω, σε υμνώ και σε προσκυνώ, γιατί με αξίωσες τον ανάξιο αυτή την ώρα να σε ευχαριστώ και να ακούω κάποια από τα θαύματα και τις ευεργεσίες Σου, που έκανες και κάνεις κατά χάρη σ’ εμάς· ψυχικές και σωματικές, αμέτρητες και ανεξερεύνητες, φανερές και αφανέρωτες, εκείνες που ξέρομε κι εκείνες που δεν ξέρομε. Ομολογώ τις δωρεές Σου, δεν κρύβω τις ευεργεσίες, κηρύττω τα ελέη Σου. Σε δοξολογώ με όλη μου την καρδιά Κύριε, Θεέ μου, και δοξάζω το όνομά Σου στον αιώνα, γιατί το έλεός Σου φάνηκε μεγάλο επάνω μου(Ψαλμ. 85, 12–13) και είναι ανέκφραστη η ανοχή και η μακροθυμία Σου για το πλήθος των ανομιών και αμαρτιών μου, των ασεβειών και πονηριών μου, όσων έκανα και κάνω πάντοτε και έμελλε να κάνω, αλλά με φύλαξε η χάρη Σου· όσων έκανα συνειδητά ή ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, που τις γνωρίζεις καρδιογνώστη Κύριε, από τη γέννησή μου μέχρι το τέλος της ζωής μου. Γι’ αυτές τολμώ ο πανάθλιος να κάνω εξομολόγηση ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, ανόμησα, ασέβησα, έπραξα το πονηρό ενώπιόν Σου(Ψαλμ. 50,6) και δεν είμαι άξιος να ατενίσω και να δω το ύψος του ουρανού. Αλλά έχοντας θάρρος στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Σου και την αγαθότητα και ευσπλαχνία Σου που υπερβαίνουν κάθε νου, πέφτω εμπρός Σου και σε ικετεύω. Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι αδύνατος(Ψαλμ. 6,3), και συγχώρεσε το πλήθος των αμαρτιών μου. Μη με αφήσεις άλλο να αμαρτήσω ή να πλανηθώ από τον ίσιο δρόμο Σου, ούτε να βλάψω, ούτε να λυπήσω κανένα. Αλλά βάλε χαλινάρι σε κάθε μου κακία και κακή συνήθεια και παράλογη ορμή της ψυχής και του σώματος και του θυμού και της επιθυμίας, και δίδαξέ με να πράττω το θέλημά Σου. Ελέησε και τους αδελφούς και πατέρες μου και όλους παντού τους μοναχούς και ιερείς, τους γονείς μου, τους αδελφούς και συγγενείς· εκείνους που μας υπηρετούν και μας υπηρέτησαν· εκείνους που προσεύχονται για μας και όσους μας έδωσαν εντολή να προσευχόμαστε γι’ αυτούς· εκείνους που μας μισούν και εκείνους που μας αγαπούν· όποιους έβλαψα ή λύπησα και όποιους μου έκαναν τα ίδια ή πρόκειται να μου κάνουν και όλους, όσοι πιστεύουν σε Σένα. Συγχώρεσέ μας κάθε αμάρτημα θεληματικό και αθέλητο και φύλαξέ μας στην ζωή και στον θάνατο από τα ακάθαρτα πνεύματα και από κάθε πειρασμό και κάθε αμαρτία και πονηρία, από υπερηφάνεια και απόγνωση, από απιστία και απελπισία, από έπαρση και δειλία, από πλάνη και τυραννική διάθεση, από απάτη και παγίδα του διαβόλου. Χάρισέ μας τα συμφέροντα στις ψυχές μας, και σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, όπως ευαρεστείται η φιλανθρωπία Σου. Ανάπαυσε τους πατέρες και τους αδελφούς μας που έφυγαν από τη ζωή. Με τις προσευχές όλων, δείξε οίκτο στην αθλιότητά μου, σπλαχνίσου με στην απώλειά μου, κοίτα πόσο έχω καταπονηθεί απ’ όλα. Διόρθωσε τον βίο μου, κυβέρνησε με ειρήνη τη ζωή και το τέλος μου. Κάνε με τέτοιον που με θέλεις και με όποιον τρόπο θέλεις, είτε θέλω, είτε δε θέλω· μη χάσω μόνο τη θέση στα δεξιά Σου την ημέρα της κρίσεως, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, και ας είμαι ο τελευταίος από τους δούλους Σου που σώζονται. Ειρήνεψε τον κόσμο Σου και ελέησε όλους όπως γνωρίζεις. Αξίωσέ με να μεταλάβω το άχραντο σώμα Σου και το τίμιο αίμα Σου για τη συγχώρηση των αμαρτιών μου, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και τον αρραβώνα της αιώνιας ζωής κοντά Σου μαζί με τους εκλεκτούς Σου, με τις πρεσβείες της πανάχραντης Μητέρας Σου, των αγίων Σου επουρανίων δυνάμεων και όλων των Αγίων Σου. Γιατί Σου πρέπει να ευλογείσαι στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, όλες οι ουράνιες δυνάμεις των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων και όλοι οι Άγιοι, πρεσβεύσατε για μένα τον αμαρτωλό. Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, Κύριε Υιέ Μονογενές Ιησού Χριστέ και Άγιο Πνεύμα κτλ.».

Και αμέσως στρέφεται κανείς στους λογισμούς του και λέει: «Ελάτε να προσκυνήσομε και να προσπέσομε στο βασιλέα μας Θεό» (τρεις φορές). Και αρχίζει τους ψαλμούς, λέγοντας σε κάθε αντίφωνο το τρισάγιο, και συγκεντρώνοντας το νου του στα λεγόμενα. Στο τέλος των σαράντα «Κύριε ελέησον» καθενός αντιφώνου κάνει προσευχή και τελειώνει προσκυνώντας με το «Αμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ με» (μιά φορά), ενώ σηκώνεται υψώνοντας τα χέρια και λέει: «Θεέ μου σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό»(Λουκ. 18,13) (μια φορά). Και αφού προσευχηθεί, πρέπει να λέει τη δεύτερη προσευχή, το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» τρεις φορές και το άλλο αντίφωνο επίσης. Πλήν, όσες φορές η χάρη του δίνει στην καρδιά κατάνυξη, οφείλει μάλλον να έχει το νου του μέσα στα νάματα της κατανύξεως, και αν ακόμη σταματά το στόμα να ψάλλει και αιχμαλωτίζεται η διάνοια στην καλή αιχμαλωσία της κατανύξεως, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί τότε είναι καιρός του τρύγου, όχι του φυτέματος(Εκκλ. 3,2)· και γι’ αυτό οφείλει να επιμένει σ’ αυτές τις έννοιες για να κατανυχθεί πιο πολύ η καρδιά και να δώσει τον καρπό, δηλαδή τα κατά Θεόν δάκρυα. Όταν ένας λόγος σου προκαλεί κατάνυξη, λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, μένε σ’ αυτόν. Επειδή κάθε σωματική ενέργεια, νηστεία και αγρυπνία, ψαλμωδία και ανάγνωση, ησυχία και τα λοιπά, γίνονται για να καθαρίζεται ο νους. Ο νους όμως χωρίς πένθος δεν μπορεί να καθαριστεί, για να ενώνεται με το Θεό μέσω της καθαρής προσευχής, που τον αρπάζει απ’ όλα τα νοήματα και τον κάνει άμορφο και ασχημάτιστο. Γιατί έτσι γίνονται καλά όσα αναφέραμε, που βέβαια είναι καλά· όπως και αντίθετα.

Κάθε πράγμα έχει ανάγκη από διάκριση για να γίνει ορθά. Χωρίς διάκριση δεν γνωρίζομε την φύση των πραγμάτων και ίσως οι περισσότεροι σκανδαλιζόμαστε, όταν δούμε ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους εκείνα πού λένε και εκείνα που κάνουν οι Πατέρες. Όπως για παράδειγμα· η Εκκλησία παρέλαβε να ψάλλει τροπάρια με μέλος και ύμνους πολλούς, ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εγκωμιάζοντας αυτούς που πενθούν κατά Θεόν, λέει ότι αυτοί δε θα ψάλλουν ύμνους. Και ο άγιος Ισαάκ για εκείνους που προσεύχονται καθαρά λέει ότι πολλές φορές βρίσκεται κανείς να έχει συγκεντρώσει το νου του στην προσευχή και αμέσως πέφτει αβίαστα στη γη και γονατίζει, όπως κάποτε ο προφήτης Δανιήλ(Δαν. 6,10)· έχει υψωμένα τα χέρια και τα μάτια του ατενίζουν το σταυρό του Χριστού, ενώ οι λογισμοί του μεταβάλλονται και παραλύουν τα μέλη του από τα καινούργια νοήματα που έρχονται αυτόματα στο νου του. Όμοια πάλι πολλοί από τους αγίους Πατέρες γράφουν για κάτι τέτοιους ότι όχι μόνο τους ύμνους και τις ψαλμωδίες ξεπέρασαν από την έκπληξη του νου, αλλά και αυτόν το νου τον λησμόνησαν, όπως λέει ο άγιος Νείλος. Και η Εκκλησία καλά και θεάρεστα βέβαια δέχθηκε τα άσματα και τα λοιπά τροπάρια, για την ασθένεια του νου μας· για να υμνούμε με τη γλυκύτητα της μελωδίας το Θεό εμείς, που δεν έχομε γνώση επειδή δε θέλομε. Εκείνοι όμως που έχουν γνώση και εννοούν τα λεγόμενα, έρχονται σε κατάνυξη. Και σαν με σκάλα ανεβαίνομε στο επίπεδο να έχομε καλές έννοιες, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Και όσο προοδεύομε με τη συνήθεια των κατά Θεόν εννοιών, τόσο ο πόθος του Θεού μας έλκει στο να εννοούμε και να φτάσομε να προσκυνούμε τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4,24), όπως λέει ο Κύριος. Και ο Απόστολος λέει: «Θέλω να πω πέντε λόγια με το νου μου παρά χιλιάδες με τη γλώσσα»(Α΄ Κορ. 14,19), και πάλι: «Θέλω οι άνθρωποι σε κάθε τόπο να σηκώνουν όσια χέρια στην προσευχή, χωρίς οργή και ολιγοπιστία»(Α΄ Τιμ. 2,8). Ώστε τα άσματα και οι ψαλμωδίες είναι φάρμακα της ψυχικής μας ασθένειας, ενώ τα άλλα που είπαμε είναι τελειότητες του νου. Αυτή είναι η λύση αυτών των ζητημάτων. Γιατί όλα είναι καλά στον καιρό τους(Σ.Σειρ. 39,34), όταν όμως δεν είναι στον καιρό τους, φαίνονται σ’ εκείνους που δεν ξέρουν τον καιρό του καθενός, ότι δεν συμφωνούν μεταξύ τους· κάθε πράγμα έχει τον καιρό του(Εκκλ. 3,1), όπως λέει ο Σολομών.

Όταν όμως φτάσει κανείς σε αγαθές έννοιες, οφείλει να προσέχει με ακρίβεια να παραμένουν μέσα του οι θεωρίες αυτές, μην τυχόν από αμέλεια ή έπαρση εγκαταλειφθεί από τη χάρη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί αν πληθαίνουν στην ψυχή του ανθρώπου οι κατά Θεόν έννοιες και τον οδηγούν σε μεγαλύτερη κατάνυξη και ταπείνωση, οφείλει να ευχαριστεί πάντοτε και να ομολογεί στο Θεό τη χάρη, γιατί αξιώθηκε να μάθει αυτά, και να λογαριάζει τον εαυτό του ότι είναι ανάξιος. Αν όμως αυτές σταματήσουν και σκοτίζεται πάλι η διάνοια και αποβάλλει το φόβο και το πένθος, οφείλει να λυπηθεί πολύ και να ταπεινώσει τον εαυτό του με έργο και λόγο, ότι τον εγκατέλειψε η χάρη, για να γνωρίζει την ασθένειά του και ν’ αποκτήσει ταπείνωση και να φροντίσει για τη διόρθωσή του· όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν αμελούσε κανείς το κατά Θεόν πένθος, δεν θα του έλειπαν τα δάκρυα, όταν θα τα ήθελε. Γι’ αυτό έχομε χρέος πάντοτε να γνωρίζομε την ασθένειά μας και τη χάρη του Θεού, και μήτε ν’ απελπιζόμαστε ό,τι και αν συμβεί, μήτε πάλι να νομίζομε ότι είμαστε κάτι, αλλά μάλλον να ελπίζομε πάντοτε στο Θεό με ταπείνωση. Αυτά αρμόζουν σ’ εκείνον που ζητά πολύ τα δάκρυα με έργο και λόγο, επειδή αξιώθηκε να λάβει τόσο μεγάλη χάρη, μα δε φύλαξε εκείνο που ο Θεός γνώριζε από πριν, εξαιτίας προηγούμενης ή τωρινής ή μελλοντικής αμέλειας ή επάρσεως, όπως είπαμε. Σ’ εκείνον όμως που με τη θέλησή του άφησε τα χαρίσματα αυτά, δηλαδή το πένθος και τα δάκρυα και τα φωτεινά νοήματα, τι άλλο αρμόζει, παρά το αλοίμονο; Γιατί δεν έχει ο κόσμος πιο ανόητο απ’ αυτόν, που αφού αξιώθηκε αυτά τα χαρίσματα και έμελλε από τα παρά φύση να φτάσει στα υπέρ φύση, δηλαδή στα δάκρυα της συνέσεως και της αγάπης, για τιποτένια πράγματα ή λογισμούς άσχετους και για χάρη των δικών του θελημάτων στρέφεται στην αγνωσία των ζώων, όπως ο σκύλος στον εμετό του(Β΄ Πέτρ. 2,22). Αλλά αν θέλει πάλι και σχολάσει κατά Θεόν στην ανάγνωση των θείων Γραφών με προσοχή και μέριμνα του θανάτου και φυλάξει όσο μπορεί το νου του από μάταιους λογισμούς κατά την προσευχή, θα ξαναβρεί εκείνα πού έχασε· και μάλιστα αν δε λυπάται ποτέ εναντίον κανενός, ακόμη και αν παθαίνει τα χειρότερα δεινά απ’ αυτόν, και αν δεν αφήσει κανένα να λυπηθεί εναντίον του, αλλά με όλη του τη δύναμη τον υπηρετεί με έργο και με λόγο. Τότε μάλλον περισσότερο χαίρεται ο νους, καθώς ελευθερώνεται από την ταραχή του θυμού. Και αποκτά πείρα ώστε να μην παραμελήσει ποτέ την ψυχή του, από το φόβο μήπως πάλι εγκαταλειφθεί. Και από το φόβο, δεν πέφτει σε αμαρτίες, και έχει πάντοτε τα δάκρυα της μετάνοιας και του πένθους, μέχρις ότου φτάσει στα δάκρυα της αγάπης και της χαράς και από αυτά έρθει στην ειρήνη των λογισμών με τη χάρη του Χριστού. Έτσι είναι αυτά.

Εμείς όμως οι εμπαθείς και αναίσθητοι, έχομε χρέος να μελετούμε πάντοτε τα λόγια του πένθους και να εξετάζομε τους εαυτούς μας κάθε μέρα, και πρίν από τον ορισμένο κανόνα και κατά τη διάρκεια του και στο τέλος, είτε εργαζόμενοι οι πιο ασθενείς ακόμη για την κατά Θεόν απραξία και σχολή απ’ όλα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, είτε αργοί, καθισμένοι στο ίδιο μέρος, όσοι έχουν ανύσταχτα μάτια και άγρυπνη διάνοια, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πρόσεχε να προοδεύεις για να σφιχθεί η ψυχή σου και ν’ αρχίσει να δακρύζει, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος. Αλλά αυτά τα είπαμε για τις τρείς προηγούμενες θεωρίες, για να καταξιωθούμε να φτάσομε και στις υπόλοιπες, από τις οποίες ακολουθεί ευθύς αμέσως η τέταρτη θεωρία.

Η τέταρτη θεωρία Αυτή η θεωρία είναι η κατανόηση της συγκαταβάσεως και του τρόπου της ζωής στον κόσμο του γλυκύτατου Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ώστε σιγά-σιγά να λησμονήσει κανείς και την τροφή του, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και όπως ακούσαμε για τον Δαβίδ ότι λησμόνησε να φάει το ψωμί του(Ψαλμ. 101, 5) (λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), καθώς αιχμαλωτίσθηκε η διάνοιά του από τα θαυμάσια του Θεού με μεγάλη έκπληξη.Και να απορεί κανείς πώς να ανταποδώσει τις ευεργεσίες στο Θεό, όπως λέει ο εξηγητής των ουρανίων Βασίλειος: «Τι θα ανταποδώσομε στον Κύριο για όλα όσα μας χάρισε(Ψαλμ. 115,3); Για μας ο Θεός έγινε άνθρωπος· για την ανθρώπινη φύση που κυριεύθηκε από τη φθορά, ο Λόγος έγινε σάρκα και έμεινε ανάμεσά μας(Ιω. 1,14). Ηρθε ο Ευεργέτης προς τους αχαρίστους, ο Ελευθερωτής προς τους αιχμαλώτους, ο Ήλιος της δικαιοσύνης προς εμάς που ήμαστε στο σκοτάδι. Ο Απαθής ανέβηκε στο σταυρό, το Φώς πήγε στον Άδη, η Ζωή δοκίμασε το θάνατο, Αυτός που είναι η ανάσταση όσων έχουν πέσει. Ας φωνάξομε προς Αυτόν· Δόξα σε Σένα, Θεέ μας.» Και ο Δαμασκηνός λέει: «Έμεινε εκστατικός ο ουρανός και κατεπλάγησαν τα πέρατα της γης από το ότι ο Θεός εμφανίστηκε σωματικά στους ανθρώπους και η γαστέρα σου, Θεοτόκε, έγινε πιο ευρύχωρη από τους ουρανούς. Γι’ αυτό σε δοξάζουν τα πλήθη των Αγγέλων και των ανθρώπων.» Και αλλού: «Ένιωσε φρίκη καθένας που άκουσε την απόρρητη συγκατάβαση του Θεού, οτι ο Ύψιστος κατήλθε θεληματικά μέχρι το σημείο να λάβει σώμα και να γίνει άνθρωπος από παρθενική γαστέρα. Γι’ αυτό οι πιστοί δοξολογούμε την αμόλυντη Θεοτόκο.» «Ακούστε με, λαοί, και ελάτε ν’ ανεβούμε στο άγιο και επουράνιο όρος, να σταθούμε σαν άυλοι στην πόλη του ζώντος Θεού. Και να δούμε νοερά την άυλη θεότητα του Πατέρα και του Πνεύματος να απαστράπτει στον Μονογενή Υιό.» «Μ’ έθελξες με τον πόθο Σου, Χριστέ, και με αλλοίωσες με το θείο Σου έρωτα. Αλλά κατάκαψε με άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου και καταξίωσέ με να χορτάσω την τρυφή που δίνεις, για να δοξολογώ όλο χαρά, Αγαθέ, τις δύο παρουσίες Σου.» «Είσαι όλος γλυκύτητα, Σωτήρα μου, είσαι όλος επιθυμία και έφεση πραγματικά ακόρεστη· όλος είσαι κάλλος υπέρτατο».

Εκείνος ο οποίος με τις σωματικές και ψυχικές αρετές έλαβε τη γνώση αυτών και των μυστηρίων που είναι κρυμμένα μέσα στα λόγια των αγίων ανδρών και των θείων Γραφών, και μάλιστα των αγίων Ευαγγελίων, αυτός δεν ησυχάζει πλέον από τον πόθο και τα πολλά δάκρυα, που τρέχουν πάντοτε αβίαστα. Εμείς όμως που ακούμε μόνο από τις Γραφές, οφείλομε πάντοτε να σχολάζομε και να μελετούμε, για να εντυπωθεί με την πολυκαιρία ο πόθος του Θεού μέσα στην καρδιά μας, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, και όπως έκαναν οι Πατέρες, πριν λάβουν την αυτόματη γνώση. Όλος ο πόθος των Μαρτύρων είχε πετάξει προς τον Κύριο μόνο και ενώθηκε μαζί Του με αγάπη και δοξολογία· όπως είπε και ο Δαμασκηνός περί των τριών παίδων: «Αψηφώντας τον κίνδυνο της ζωής τους, για χάρη των πατρώων νόμων, οι μακάριοι παίδες στη Βαβυλώνα καταφρόνησαν την παράλογη προσταγή του βασιλιά. Και μέσα στη φωτιά, η οποία δεν τους έβλαψε, έψαλλαν επάξιο ύμνο στο Θεό(Δαν. 3)». Και είναι εύλογο. Όταν κανείς αισθανθεί τα θαυμάσια του Θεού, εξίσταται τελείως και λησμονεί κι αυτή την πρόσκαιρη ζωή του, από την κατανόηση των θείων Γραφών, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Όχι όπως εμείς που νιώθομε ίσως λίγη κατάνυξη από τις Γραφές και εξαιτίας της ραθυμίας, της λησμοσύνης και της άγνοιάς μας σκοτιζόμαστε πάλι και γινόμαστε αναίσθητοι από τα πάθη μας.Γιατί όποιος με το πένθος καθαρίστηκε από τα πάθη, αυτός αισθάνεται τα μυστήρια που είναι κρυμμένα σε όλες τις Γραφές και εκπλήσσεται απ’ όλα, ιδιαίτερα μάλιστα από τα έργα και τα λόγια που αναφέρει το Ευαγγέλιο, και από το πώς η σοφία του Θεού έκανε τα δύσκολα εύκολα, ώστε σιγά – σιγά να κάνει τον άνθρωπο θεό. Τον κάνει αγαθό, ώστε να μπορεί να αγαπά και τους εχθρούς του. Τον κάνει οικτίρμονα, όπως είναι οικτίρμων ο Πατέρας(Λουκ. 6,36). Τον κάνει απαθή, ως τον απαθή Θεό. Τον κάνει να έχει κάθε αρετή και την τελειότητα, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας(Ματθ. 5,48). Και γενικά, αυτό το άγιο βιβλίο διδάσκει τον άνθρωπο όσα πρέπουν στο Θεό, για να γίνει θέσει θεός ο άνθρωπος.

Και ποιος δε θαυμάζει το περιεχόμενο του αγίου Ευαγγελίου; Από μόνη την προαίρεση, χαρίζει κάθε ανάπαυση και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με μεγάλη τιμή, όπως λέει ο Κύριος: «Όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί»(Λουκ. 18,14). Και αυτό μαρτυρείται από το ότι ο Πέτρος, αφού άφησε τα δίχτυα, έλαβε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών(Ματθ. 16,19), και οι λοιποί Απόστολοι, αφού άφησαν ο καθένας κάτι μικροπράγματα, πήραν στα χέρια τους όλο τον κόσμο και σ’ αυτόν τον αιώνα, και στον μέλλοντα· πήραν αυτά, που μάτι δεν τα είδε κι αυτί δεν τ’ άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2,9). Αυτά δεν έγιναν μόνο στους Αποστόλους, αλλά και σε όλους όσοι έχουν την προαίρεση γίνονται και σήμερα, όπως λέει κάποιος από τους Πατέρες: «Αν και κοπίαζα όταν ήμουν στην έρημο, είχα ωστόσο μεγάλη ανάπαυση». Αυτό το έλεγε για την ατάραχη και αμέριμνη ζωή. Και ποιος άραγε νομίζομε ότι έχει μεγαλύτερη ανάπαυση και τιμή, εκείνος που σχολάζει κατά Θεόν και ασχολείται με την ψυχή του, ή εκείνος που ζεί μέσα σε μέριμνες του βίου και ταραχές και δικαστήρια; Εκείνος που συνομιλεί πάντοτε με το Θεό μέσω της μελέτης των θείων Γραφών, της απερίσπαστης προσευχής και των δακρύων, ή εκείνος που κουράζεται και ξαγρυπνά σε κλοπές και παράνομες πράξεις, στις οποίες αν αποτύχει, κερδίζει μόνο τον κόπο και ίσως και το διπλό θάνατο, το σωματικό και τον ψυχικό; Να λοιπόν ότι και τον θάνατο υποφέρομε με μεγάλο κόπο και με ατιμία, χωρίς κέρδος. Ή μάλλον, και πολύ μεγάλη ζημία της ψυχής έπαθαν πολλές φορές κάποιοι και χάθηκαν, εννοώ ληστές, πειρατές, πόρνοι, φιλόνεικοι, οι οποίοι δε θέλησαν να σωθούν με ανάπαυση, με τιμή και κέρδος της ψυχής τους. Αλλά πόσο τυφλοί είμαστε, ώστε υποφέρομε και το θάνατο ακόμη, για να χαθούμε, ενώ για να σωθούμε, δεν αγαπούμε ούτε τη ζωή. Αλλά και θάνατο αν πρόκειται να υποστούμε για χάρη της βασιλείας των ουρανών, τι παραπάνω κάνομε από το ληστή ή από τον τυμβωρύχο ή το στρατιώτη, που μόνο για το ψωμί τους βρίσκουν συχνά και τον τωρινό και τον μελλοντικό θάνατο; Εκτός αν ο πρώτος θάνατος γίνει για το Χριστό, μέσω του οποίου δίνεται η βασιλεία των ουρανών σ’ όσους θέλουν· κατά μέν το παρόν νοητά, με το να καταφρονούν τα πάντα και να τα έχουν υποχείρια, καθώς και να βασιλεύουν όχι μόνο πάνω στα πράγματα, αλλά και πάνω στο σώμα, καταφρονώντας το, και πάνω στο θάνατο με το θάρρος της πίστεως· στο δε μέλλον, για να βασιλεύουν αιώνια μαζί με το Χριστό, έχοντας και το σώμα τους, με τη χάρη της κοινής αναστάσεως. Ο θάνατος συμβαίνει και στον δίκαιο και στον αμαρτωλό, αλλά η διαφορά είναι μεγάλη. Ως θνητοί, πεθαίνουν και οι δύο και δεν είναι παράδοξο αυτό· αλλά ο αμαρτωλός χωρίς μισθό και ίσως καταδικασμένος, ενώ ο δίκαιος πεθαίνει μακάριος και τώρα και στο μέλλον. Τι σπουδαιότητα έχει ν’ αποκτά κανείς χρήματα, τα οποία και χωρίς να θέλει μέλλει να τα αφήσει, κι όχι μόνο στην ώρα του θανάτου, αλλά και πριν απ’ αυτόν πολλές φορές με μεγάλη ντροπή, κόπο και πόνο; Συμβαίνει, μερικοί και θάνατο να υποστούν για τα χρήματα, πέρα από τους αναρίθμητους πειρασμούς του πλούτου, το φόβο, θέλω να πω, τη φροντίδα, την ακατάπαυστη λύπη και ταραχή θέλοντας – μη θέλοντας.

Η αγία εντολή όμως του Ευαγγελίου ελευθερώνει τον άνθρωπο απ’ όλα αυτά και του χαρίζει κάθε αμεριμνία και αφοβία, πολλές φορές δε και ανεκλάλητη χαρά, σ’ εκείνους μάλιστα που προτιμούν θεληματικά την ακτημοσύνη. Ποιο άλλο πράγμα άραγε είναι τόσο ευχάριστο, παρά το να γίνει κανείς απαθής, να μην κυριεύεται διόλου από το θυμό ή την επιθυμία κανενός πράγματος του κόσμου; Αλλά εκείνα που οι πολλοί επιθυμούν, να τα θεωρεί μηδέν και να υψωθεί πάνω από όλα, ζώντας όπως μέσα στον Παράδεισο, ή μάλλον στον Ουρανό, ανώτερος από κάθε ανάγκη, με αμεριμνία και κατά Θεόν σχολή; Γιατί καθώς υπομένει με χαρά ό,τι του συμβεί, τον αναπαύει ό,τι γίνεται· και καθώς αγαπά τους πάντες, αγαπιέται από όλους. Και γίνεται ανώτερος απ’ όλα με το να καταφρονεί τα πάντα, και με το να μη θέλει να έχει κάτι για το οποίο άλλος μάχεται και λυπάται όταν δεν το πετυχαίνει, και κατακρίνεται ίσως όταν επιτύχει εκείνο που επιθυμεί. Εκείνος όμως που δεν ποθεί τίποτε, αυτός λυτρώνεται με την τήρηση της εντολής απ’ όλα τα δεινά αυτού του αιώνα και του μελλοντικού. Επειδή το να μη θέλει κάποιος κάτι που δεν έχει, είναι ανώτερο από κάθε ανάπαυση και πλούτο, όπως αντίθετα το να επιθυμεί κανείς κάτι που δεν έχει, είναι κόλαση πολύ μεγάλη πριν από την αιώνια κόλαση· αυτός ο άνθρωπος είναι δούλος, ακόμη και αν είναι βασιλιάς ή πλούσιος. Και τι βάρος έχουν οι εντολές του Κυρίου(Α΄ Ιω.5,3) , ώστε δεν τις κάνομε οι άθλιοι χωρίς μισθό με μεγάλη προθυμία;

Εκείνος λοιπόν που μπόρεσε να κατανοεί εν μέρει τη χάρη του αγίου Ευαγγελίου και όσα αυτό περιέχει, δηλαδή τις πράξεις και τις διδασκαλίες του Κυρίου, τις εντολές και τα δόγματα, τις απειλές και τις υποσχέσεις, αυτός γνωρίζει τι ανεξάντλητους θησαυρούς βρήκε, αν και δεν μπορεί να τα διηγηθεί όπως πρέπει, γιατί τα ουράνια είναι ανέκφραστα. Ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στο Ευαγγέλιο και εκείνος που θέλει να Τον βρει, οφείλει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και να αγοράσει το Ευαγγέλιο, για να μπορέσει όχι μόνο να βρεί το Χριστό με την ανάγνωση, αλλά και να Τον πάρει στην ψυχή του με τη μίμηση της διαγωγής Του στον κόσμο. Γιατί εκείνος που ζητά το Χριστό, λέει ο άγιος Μάξιμος *, δεν πρέπει να Τον ζητά έξω, αλλά μέσα του, δηλαδή να γίνει στο σώμα και στην ψυχή αναμάρτητος σαν το Χριστό, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, και να διατηρεί πάντοτε με όλη του τη δύναμη καλή τη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε θέλημά του και να το νικήσει με την καταφρόνηση, ακόμη και αν για τον κόσμο είναι φτωχός και άσημος. Ποια ωφέλεια έχει δηλαδή εκείνος που είναι τάχα βασιλιάς, μα εξουσιάζεται από το θυμό και την επιθυμία σ’ αυτόν τον κόσμο, ενώ στον μέλλοντα θα βρει την αιώνια κόλαση, αν βέβαια δε θελήσει να φυλάξει τις θείες εντολές;

* Δεύτερη εκατοντάδα περί θεολογίας, κεφ. 35 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.131).

Αλλά πόσο μεγάλη είναι η ανοησία μας, γιατί δεν θέλομε με κάτι μικρά και πρόσκαιρα να αποκτήσομε τα μεγάλα και αιώνια αγαθά, αλλά απορρίπτομε τα αγαθά και επιθυμούμε τα αντίθετα; Τι είναι πιο λίγο από ένα ποτήρι νερό ή ένα κομμάτι ψωμί ή από την αποφυγή ενός θελήματος ή ενός μικρού νοήματός μας; Κι όμως αυτά θα μας φέρουν τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη Εκείνου που είπε: «Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας»(Λουκ. 17,21). Γιατί δεν είναι μακριά η βασιλεία των ουρανών, ούτε έξω, αλλά μέσα μας, λέει ο Δαμασκηνός· μόνο θέλησε να κυριαρχήσεις πάνω στα πάθη σου, και αμέσως την έχεις μέσα σου με το να ζεις θεάρεστα. Αν όμως δε θέλεις, δεν έχεις τίποτε. Επειδή βασιλεία του Θεού, λένε οι Πατέρες, λέγεται η θεάρεστη ζωή και η πρώτη παρουσία του Κυρίου και η δεύτερη.

Για τη δεύτερη παρουσία του Κυρίου έχομε γράψει προηγουμένως στα περί πένθους. Εκείνος τώρα που μέσω της χάρης κατανόησε με αίσθηση ψυχής την πρώτη παρουσία του Κυρίου, οφείλει να λέει με μεγάλο θαυμασμό: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου(Σ. Σειράχ 11,4) και δεν υπάρχουν λόγια να υμνηθεί το μεγαλείο Σου. Ιδού, γλυκύτατέ μου Κύριε, ο δούλος Σου ενώπιόν Σου άφωνος, άπρακτος, στέκομαι και περιμένω από Σένα το φωτισμό της γνώσεως. Εσύ είπες Κύριε ότι “χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε”(Ιω. 15,5). Συ λοιπόν δίδαξέ με για Σένα. Για τούτο τόλμησα να καθήσω στα άχραντα πόδια Σου, σαν την αδελφή του φίλου Σου Λαζάρου(Λουκ. 10,39), για ν’ ακούσω κι εγώ κάτι νοερά, αν όχι σχετικό με την ακατάληπτη θεότητά Σου, τουλάχιστον κάτι για τη σωματική Σου ζωή μέσα στον κόσμο, για να εννοήσω λίγο τα λεγόμενα μέσα στο Ευαγγέλιο της χάρης Σου. Πώς δηλαδή συναναστράφηκες ανάμεσά μας πράος και ταπεινός στην καρδιά(Ματθ. 11,29), όπως είπε το πανάγιό Σου στόμα για να τα μάθομε αυτά εμείς από Σένα· και πώς έζησες με τόση φτώχεια Εσύ ο πλούσιος σε ευσπλαχνία(Εφ. 2,4), με κόπο και δίψα θεληματικά, Εσύ που έδωσες στη Σαμαρείτισσα το νερό της ζωής(Ιω. 4,10), όπως είπες Κύριε: “Οποιος διψά, ας με πλησιάσει και ας πιει”(Ιω. 7,37). Γιατί Συ είσαι η πηγή των ιάσεων και ποιος μπορεί να υμνεί την διαγωγή Σου στον κόσμο;

»Επειδή όμως αξίωσες εμένα το χώμα, τη στάχτη, τη σκόνη, τον παραβάτη, τον αυτοκτόνο, εμένα που πολύ σου αμάρτησα και πάντοτε αμαρτάνω, να καταλαβαίνω έστω και λίγο κάτι από τις πράξεις Σου και τα λόγια Σου και να τολμώ να σε παρακαλώ γι’ αυτά –γιατί από πίστη νομίζω ότι σε βλέπω, Εσένα τον αόρατο απ’ όλη την κτίση–, συγχώρεσέ μου την τόλμη. Εσύ γνωρίζεις, καρδιογνώστη Κύριε, ότι δεν ερωτώ από περιέργεια, αλλά επειδή θέλω να μάθω πιστεύοντας ότι αν αξιωθώ τη γνώση Σου, θα μου χαρίσεις, όπως κάνεις σ’ όσους σε ποθούν, και την κατά δύναμη εργασία για να μιμηθώ την κατά σάρκα διαγωγή Σου, με την οποία κατά χάρη έχω ονομαστεί Χριστιανός. Αν και κανείς δεν μπορεί, όπως οι μαθητές Σου, να υπομένει το θάνατο για χάρη των εχθρών του, αλλ’ ούτε και να αποκτήσει τη δική Σου και τη δική τους φτώχεια και αρετή, παρά μόνο κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με την προαίρεσή του. Γιατί κι αν κανείς κάθε μέρα πεθαίνει για χάρη Σου, ούτε έτσι μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος. Επειδή Εσύ, Κύριε, όντας Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, πέρασες χωρίς αμαρτία τη ζωή Σου σ’ αυτόν τον κόσμο και υπέφερες τα πάντα για χάρη όλων. Εμείς όμως και αν ίσως υπομείνομε κάτι, πάσχομε για τον εαυτό μας και τις αμαρτίες μας. Και ποιος δε μένει εκστατικός, όταν συλλογίζεται βαθιά την ανείπωτή Σου συγκατάβαση; Ενώ είσαι Θεός ακατάληπτος, παντοδύναμος και παντοκράτωρ, και κάθεσαι πάνω στα χερουβίμ –το όνομα θα πει “σοφία που πληθαίνει”–, για χάρη μας που σε παροργίζομε ανέκαθεν, ταπείνωσες τον εαυτό Σου, ώστε καταδέχθηκες γέννηση και ανατροφή, διωγμούς και λιθοβολισμούς, περιπαίγματα και περιγελάσματα, χτυπήματα και ραπίσματα, εμπαιγμούς και φτυσίματα, έπειτα Σταυρό και καρφιά, σπόγγο και καλάμι, ξύδι και χολή, και όσα δεν είμαι άξιος να ακούσω. Έπειτα, κεντήθηκε με λόγχη η αμόλυντη πλευρά Σου, από την οποία πήγασες για μας την αιώνια ζωή, το τίμιό Σου αίμα και το νερό.

»Υμνώ τη γέννησή Σου και Εκείνην που σε γέννησε, την οποία διατήρησες Παρθένο και μετά τη γέννησή Σου, όπως ήταν και πριν. Σε προσκυνώ σπαργανωμένο μέσα στο σπήλαιο και στην φάτνη. Σε δοξάζω, Εσένα που αναχώρησες με την Παρθένο και άχραντη Μητέρα Σου στην Αίγυπτο, και κατοίκησες στη Ναζαρέτ, και υπάκουες στους κατά σάρκα γονείς Σου, στο νομιζόμενο πατέρα Σου και στην αληθινή μητέρα Σου. Υμνώ Εσένα που βαπτίστηκες στον Ιορδάνη από τον Πρόδρομο, Κύριε, υμνώ και τον Πατέρα που σε μαρτύρησε, και το Άγιο Πνεύμα που σε φανέρωσε, και τη βάπτισή Σου, και τον βαπτιστή Ιωάννη, τον προφήτη και δούλο Σου. Σε δοξάζω που νήστεψες στην έρημο για μας και υποβλήθηκες θεληματικά σε πειρασμούς και νίκησες τον εχθρό με το σώμα που πήρες από την ανθρώπινη φύση και χαρίζεις σ’ εμάς τη νίκη κατά του εχθρού με την ανέκφραστή Σου σοφία· που ζούσες μαζί με τους μαθητές Σου, και καθάριζες λεπρούς, ανόρθωνες χωλούς, χάριζες το φως σε τυφλούς, έδινες την ακοή σε κουφούς και τη λαλιά σε άλαλους· που ευλογούσες τους άρτους, και περπατούσες πάνω στη θάλασσα σαν σε ξηρά, και δίδασκες τα πλήθη περί πράξεων και θεωριών· που μιλούσες για τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και πρόλεγες τις μέλλουσες απειλές και υποσχέσεις και έκανες όλα όσα συντελούν στη σωτηρία μας· που προλαβαίνεις αιφνιδιαστικά τον εχθρό και ξεριζώνεις τα πάθη με την πάνσοφη διδασκαλία Σου· που κάνεις σοφούς τους μωρούς, ενώ μεταβάλλεις τους πανούργους σε ασύνετους με την άπειρη σοφία Σου· που ανασταίνεις τους νεκρούς με την ανείπωτη εξουσία Σου, και βγάζεις τα δαιμόνια με εξουσία, ως Θεός των πάντων. Και όχι μόνο αυτά, αλλά δίνεις εξουσία στους δούλους Σου να κάνουν και μεγαλύτερα(Ιω. 14,12) και να θαυμάζομε περισσότερο, όπως είπες, Κύριε. Μέγα το όνομά Σου, γιατί με τη δύναμή Σου γίνονται τα θαύματα από τους Αγίους Σου.

»Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, το γλυκύτατο όνομα της σωτηρίας μας, μεγάλη η δόξα Σου· μεγάλα τα έργα Σου· θαυμαστοί οι λόγοι Σου και πιο γλυκοί από το μέλι και την κηρήθρα(Ψαλμ. 18,11). Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι. Ποιος μπορεί να δοξάζει και να υμνεί τη συγκατάβαση, την αγαθότητα, τη δύναμη, τη σοφία, τη διαγωγή Σου στον κόσμο, τη διδασκαλία Σου; Και πώς οι άγιες εντολές Σου διδάσκουν φυσικά και με ευκολία τον ενάρετο βίο; Όπως είπες Κύριε: “Συγχωρέστε, και θα συγχωρηθείτε”(Ματθ. 6,14) και: “Ζητείτε, και θα βρείτε· χτυπάτε τη θύρα, και θα σας ανοιχτεί”(Ματθ. 7,7), και: “Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε κι εσείς σ’ αυτούς”(Ματθ. 7,12). Και ποιος άραγε όταν εννοήσει τις εντολές Σου και τα λοιπά λόγια Σου δε θα εκπλαγεί κατανοώντας την άπειρη σοφία Σου;

»Σοφία του Θεού, Ζωή των πάντων, Χαρά των αγγέλων, ανέκφραστο Φως, Ανάσταση των νεκρών, καλέ Ποιμένα, που έδωσες τη ζωή Σου για χάρη των προβάτων Σου(Ιω. 10,11)! Υμνώ τη μεταμόρφωσή Σου, τη σταύρωση, την ταφή και την ανάσταση, την ανάληψη και την εγκατάσταση στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, την έλευση του Αγίου Πνεύματος και τη δευτέρα παρουσία Σου, που θα γίνει με δύναμη και δόξα μεγάλη και ακατανόητη. Χάνω τη δύναμή μου, Κύριε, μπροστά στα θαυμαστά σου έργα και από αμηχανία θέλω να καταφύγω στη σιωπή. Αλλά τι να κάνω, δεν ξέρω. Αν σωπάσω, εκπλήττομαι, αν τολμήσω να πω τίποτε, απορώ και εξίσταμαι. Θεωρώ ανάξιο τον εαυτό μου για τον ουρανό και τη γη και άξιο για κάθε κόλαση, όχι μόνο για όσα αμάρτησα, αλλά πολύ περισσότερο για όσα έχω ευεργετηθεί από Σένα, ο αχάριστος και άθλιος. Γιατί χόρτασες την ψυχή μου με κάθε αγαθό, υπεράγαθε Κύριε. Κατανόησα εν μέρει τα έργα Σου, και η διάνοιά μου κυριεύτηκε από έκσταση(Αββακ. 3,2). Έγινα μηδέν, Κύριε, μόνο βλέποντας τα έργα Σου. Γι’ αυτό κλείνω με το χέρι μου το στόμα μου, όπως κάποτε ο Ιώβ(Ιώβ 40,4), και καταφεύγω στους Αγίους από αμηχανία ο άθλιος.

»Δέσποινα του κόσμου αγαθή, εσύ γνωρίζεις ότι δεν έχομε παρρησία οι αμαρτωλοί εμπρός στο Θεό που γέννησες, αλλά με το δικό σου θάρρος οι δούλοι σου, πέφτομε στα πόδια του Κυρίου με τη μεσιτεία σου, επειδή έχεις παρρησία προς τον Υιό σου και Θεό μας. Σ’ Αυτόν λοιπόν πιστεύοντας κι εγώ ο ανάξιος, σε παρακαλώ Δέσποινα, να μου χαρίσει ο Κύριος την αίσθηση των χαρισμάτων των δικών σου και των λοιπών Αγίων, και πώς παρουσιάσατε τόσες αρετές. Εσένα βέβαια, και μόνο το ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από σένα, σε μαρτύρησε ότι είσαι ανώτερη απ’ όλα τα όντα. Γιατί εσένα βρήκε κατάλυμα άξιο να κατοικήσει Εκείνος που γνωρίζει τα πάντα και πριν να γίνουν, ως ποιητής όλων, και κανείς δεν μπορεί να εξετάζει όσα αφορούν σε σένα, επειδή υπερβαίνουν τη φύση, το νου και τη σκέψη. Σε ομολογούμε Θεοτόκο στην κυριολεξία, Αγνή Παρθένε, εμείς που μέσω σου βρήκαμε τη σωτηρία, και σε δοξολογούμε μαζί με τις χορείες των αγγέλων. Γιατί, ενώ είναι αδύνατο στους ανθρώπους να δουν το Θεό, τον Οποίο δεν τολμούν ν’ ατενίσουν ούτε τα τάγματα των αγγέλων, εντούτοις, Πάναγνη, μέσω σου παρουσιάστηκε στους ανθρώπους ο Λόγος σαρκωμένος. Δοξολογώντας Αυτόν, σε μακαρίζομε μαζί με τις ουράνιες στρατιές. Πώς να σε ονομάσομε, Κεχαριτωμένη; Ουρανό; κλπ. Θεοτόκε, εσύ είσαι η αληθινή κληματαριά, που βλάστησες τον καρπό της ζωής. Σε ικετεύομε, Ένδοξη, πρέσβευε μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους, ώστε να ελεηθούν οι ψυχές μας, που ορθόδοξα σε ομολογούμε Θεοτόκο και σε μακαρίζομε, εσένα την αειμακάριστη, όπως προείπες Δέσποινα(Λουκ. 1,48). Πράγματι, όλες οι γενιές θα σε μακαρίζομε την μόνη Θεοτόκο, που είσαι “τιμιωτέρα των Χερου-βίμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφίμ”. Αλλά επειδή δεν μπορώ να κατανοήσω ό,τι σε αφορά, θα μιλήσω με θαυμασμό για τους άλλους Αγίους.

»Πώς περνούσες, Βαπτιστή και Πρόδρομε του Κυρίου, στην έρημο; Και πώς να σε ονομάσομε, Προφήτη; Άγγελο, Απόστολο ή Μάρτυρα; Άγγελο, γιατί έζησες σαν ασώματος. Απόστολο, γιατί σαγήνευσες τα έθνη. Μάρτυρα, γιατί αποκεφαλίστηκες για το Χριστό. Αυτόν ικέτευε να σώσει τις ψυχές μας. Όπως λέει και ο Σολομών, η μνήμη του δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια(Παροιμ. 10,7). Για σένα όμως είναι αρκετή η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, γιατί αναδείχθηκες πράγματι κλπ.

»Άγιοι Απόστολοι και μαθητές του Σωτήρα, γίνατε αυτόπτες μυστηρίων και κηρύξατε τον Αθεώρητο και Άναρχο, λέγοντας: “Εν αρχή ην ο Λόγος”(Ιω.1,1), αν και δεν κτισθήκατε πριν από τους αγγέλους, ούτε διδαχθήκατε από ανθρώπους, Αλλά από την άνω σοφία. Επειδή έχετε παρρησία προς το Θεό, σας παρακαλούμε, πρεσβεύσετε για τη σωτηρία των ψυχών μας. Θαυμάζω την αγάπη σας για το Θεό, όπως λένε και τα αρχαία τροπάρια: “Κύριε, επειδή οι Απόστολοί Σου σε πόθησαν ειλικρινά, θεώρησαν σκύβαλα όλα τα γήινα, για να κερδίσουν Εσένα μόνο(Φιλιπ. 3,8), και για χάρη Σου παρέδωσαν τα σώματά τους σε πληγές. Γι’ αυτό δοξάστηκαν και πρεσβεύουν για τις ψυχές μας”. Πώς, Απόστολοι, ενώ ήσαστε άνθρωποι όπως εμείς και φορούσατε τη χωματένια σάρκα, παρουσιάσατε τόσες αρετές, ώστε να υπομείνετε θάνατο για τους φονευτές σας; Και πώς εσείς τόσο λίγοι κυριέψατε όλο τον κόσμο; Και απλοί και αγράμματοι εσείς, νικήσατε τους βασιλιάδες και τους άρχοντες, και μάλιστα άοπλοι και γυμνοί, και μέσω εκείνων νικήσατε τους αόρατους δαίμονες, εσείς οι φτωχοί και ντυμένοι την ανθρώπινη ασθένεια; Και τι ήταν αυτή η δύναμη, ή μάλλον η πίστη, με την οποία λάβατε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, εσείς και οι άγιοι Μάρτυρες, “οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες”; Πρεσβεύσετε προς τον Κύριο να σπλαχνιστεί τις ψυχές μας, Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι κλπ.

»Και ποιος δεν κυριεύεται από έκπληξη, βλέποντας, άγιοι Μάρτυρες, τον αγώνα τον καλό που αγωνιστήκατε; Πώς εσείς, ενώ είχατε σώμα, νικήσατε τον ασώματο εχθρό, αφού ομολογήσατε το Χριστό και οπλιστήκατε με το σταυρό; Γι’ αυτό επάξια αναδειχθήκατε διώκτες δαιμόνων και πολέμιοι βαρβάρων. Πρεσβεύσετε ακατάπαυστα να σωθούν οι ψυχές μας. Γιατί, όπως πριν από σας οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα, υποφέρατε τους αγώνες όχι με την ελπίδα της ανταποδόσεως, αλλά από αγάπη του Θεού, όπως εσείς είπατε. Δηλαδή, “και αν δε μας γλυτώσει ο Θεός, και τότε ακόμη δε θα τον αρνηθούμε”. Θαυμάζω και την άκρα ταπείνωσή σας, άγιοι τρεις Παίδες, που μην έχοντας τρόπο να ευχαριστήσετε μέσα στις φλόγες, είπατε: “Δεν υπάρχει αυτό τον καιρό άρχοντας ή προφήτης ή αρχηγός· ας γίνομε δεκτοί μόνο με τη συντριβή της ψυχής και την ταπείνωση του πνεύματος”. Θαυμάζω και τη δύναμη του Θεού που εκδηλώθηκε σε σας και στον προφήτη Ηλία, όπως λέει ο Δαμασκηνός: “Από τη φλόγα πήγασες δροσιά για τους οσίους Σου Παίδες, και έκαψες την περιχυμένη με νερό θυσία του δικαίου(Γ΄Βασ. 18,38). Όλα, Χριστέ, τα ενεργείς μόνο με τη θέλησή Σου”.

»Αλλά ποια να πρωτοσκεφτώ; Το περιεχόμενο του Ευαγγελίου ή τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων; Τους άθλους των αγίων Μαρτύρων ή τους αγώνες των αγίων Πατέρων; Των παλιών ή των νέων Αγίων, ανδρών και γυναικών; τους βίους και τους λόγους όλων, ή τις ερμηνείες και τις εξηγήσεις τους; Απορώ και εξίσταμαι.

»Αλλά σε παρακαλώ, φιλάνθρωπε Κύριε, μην αφήσεις να με οδηγήσουν αυτά στην καταδίκη μου για την αναξιότητα και την αχαριστία μου με το να κατανοήσω τα τόσα μυστήριά Σου, τα οποία φανέρωσες στους Αγίους Σου και μέσω εκείνων σε μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο Σου. Ιδού, Κύριε, ο δούλος Σου εμπρός Σου αργός από όλα και άφωνος σαν νεκρός, και δεν τολμώ να πώ τίποτε ή να κοιτάξω με αναίδεια, Αλλά όπως πάντα πέφτω εμπρός Σου και από το βάθος της ψυχής μου φωνάζω και λέω: “Πολυέλεε Κύριε…” και τα υπόλοιπα της ευχής.» Και την άλλη προσευχή και τους ψαλμούς πρέπει να επιμελείται κανείς, φυλάγοντας τα ήθη της ψυχής και του σώματος, για να φτάσει στην έξη των θείων νοημάτων, ώστε να μπορέσει να κατανοεί με πολλή αίσθηση όλα τα μυστήρια και θαυμάσια που υπάρχουν στις θείες Γραφές. Και με έκπληξη για τις δωρεές του Θεού, να φτάσει να αγαπά Αυτόν μόνο, και να υποφέρει με χαρά γι’ Αυτόν, όπως όλοι οι Άγιοι. Γιατί οι θείες Γραφές είναι γεμάτες από κάθε έκπληξη, όπως λέει ο Σολομών.

Μαζί με τα άλλα θαυμάσια του Θεού, θαυμάζω και τη δύναμή Του όπως εκδηλωνόταν στο μάννα. Αυτό δεν κρατούσε μέχρι την άλλη ημέρα, αλλά έλιωνε και γέμιζε σκουλήκια, για να μη φροντίζουν οι άπιστοι για το αύριο, η ποσότητα όμως που φυλαγόταν στη στάμνα μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, έμενε πάντοτε άβλαβης(Έξ. 16,20 κ΄33). Και πάλι, στη φωτιά δεν καιγόταν, ενώ από την παραμικρή ακτίνα του ήλιου έλιωνε, για να μη μαζεύουν οι άπληστοι πάνω απ’ όσο είχαν ανάγκη. Ω του θαύματος, πώς παντού ο Θεός εργάζεται τη σωτηρία των ανθρώπων, όπως είπε ο Κύριος μιλώντας περί της θείας πρόνοιας: «Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι»(Ιω. 5,17).

Εκείνος λοιπόν που έχει αυτή τη θεία σχολή, διδάσκεται με αισθητά σημεία από τις θείες Γραφές, και νοερά από την πρόνοια του Θεού, και αρχίζει να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, όπως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Δαμασκηνός. Και δεν εξαπατάται πλέον από την εξωτερική ωραιότητα των πραγμάτων του κόσμου αυτού, δηλαδή της ομορφιάς, του πλούτου, της δόξας που φεύγει, και των ομοίων, ούτε δελεάζεται από τη σκιά που τα καλύπτει, όπως εκείνοι που είναι ακόμη εμπαθείς.

Η πέμπτη γνώση Από αυτή την πέμπτη γνώση, που λέγεται “βουλή”(Ησ.11,2) κατά τον Προφήτη, γνωρίζει κανείς (όπως είπαμε στο τέλος των μακαρισμών), τη φύση και τη μεταβολή των αισθητών κτισμάτων, ότι από τη γη προέρχονται και στη γη πάλι επιστρέφουν, σύμφωνα με το ρητό του Εκκλησιαστή: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»(Εκκλ.1,2). Και ο Δαμασκηνός το ίδιο λέει: «Είναι μάταια όλα τα ανθρώπινα, όσα παύουν να υπάρχουν μετά το θάνατο. Ο πλούτος δεν παραμένει, η δόξα δε μας συνοδεύει· μόλις επέλθει ο θάνατος, όλα αυτά εξαφανίζονται.» Και πάλι λέει: «Αληθινά, όλα είναι μάταια, και ο βίος μας σκιά και όνειρο. Μάταια λοιπόν ταράζεται κάθε άνθρωπος(Ψαλμ. 38,12), όπως είπε η Γραφή. Όταν κερδίσομε τον κόσμο, τότε θα κατοικήσομε στον τάφο, όπου είναι μαζί βασιλιάδες και φτωχοί.» Η έκτη γνώση Όταν αποκτήσει κανείς με την πέμπτη γνώση την έξη να μην προσκολλάται στα πράγματα, τότε του δίνεται η έκτη γνώση, η οποία λέγεται “ισχύς”(Ησ. 11,2), και αρχίζει να βλέπει με απάθεια τα κάλλη των αισθητών κτισμάτων. Γιατί υπάρχουν τριών ειδών λογισμοί: ο ανθρώπινος, ο δαιμονιώδης και ο αγγελικός. Ο ανθρώπινος είναι η απλή έννοια που έρχεται στο νου, π.χ. άνθρωπος, χρυσάφι ή κάποιο άλλο αισθητό κτίσμα. Ο δαιμονιώδης είναι σύνθετος από νόημα και πάθος. Για παράδειγμα, η έννοια “άνθρωπος”, όταν συνδέεται με παράλογη φιλία, δηλαδή σχέση που δεν είναι κατά Θεόν φιλία, αλλά στοχεύει στην πορνεία· ή πάλι, με άκριτο μίσος, δηλαδή μνησικακία ή κατάκριση. Όμοια, η έννοια του χρυσού, όταν συνδέεται με τη φιλαργυρία, την κλοπή, την αρπαγή ή κάτι τέτοιο, ή όταν οδηγεί σε μίσος του χρυσού και βλασφημία εναντίον των έργων του Θεού, ώστε και με τα δύο να καταλήξει κανείς στην απώλεια. Επειδή αν δεν αγαπούμε τα πράγματα όσο τους πρέπει, αλλά τα προτιμούμε από την αγάπη του Θεού, δε διαφέρομε καθόλου από τους ειδωλολάτρες, λέει ο άγιος Μάξιμος *. Και πάλι· αν τα μισούμε, σαν να μην έχουν γίνει πολύ καλά(Γεν. 1,31), παροργίζομε το Θεό. Ο αγγελικός τέλος λογισμός είναι η απαθής θεωρία των πραγμάτων, δηλαδή η αληθινή γνώση, η οποία είναι εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο γκρεμούς και φυλάγει το νου και χωρίζει τον ορθό σκοπό από τις έξι παγίδες που τον περικυκλώνουν. Θέλω να πώ, από τις παγίδες που είναι από πάνω, από κάτω, από δεξιά, από αριστερά, μέσα και έξω από τον ορθό σκοπό. Είναι η αληθινή γνώση που στέκεται σαν κάποιο κέντρο στο μέσο των παραπάνω έξι παγίδων, την οποία διδάσκουν οι επίγειοι άγγελοι σ’ όσους νέκρωσαν τον εαυτό τους για τον κόσμο, ώστε να γίνει ο νους τους απαθής και να βλέπει τα πράγματα όπως πρέπει. Και μήτε από πάνω να ξεπεράσει τον ορθό σκοπό με την έπαρση, νομίζοντας ότι τα εννοεί με τη δική του φρόνηση, μήτε πάλι από κάτω με την άγνοια, νομίζοντας ότι δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα· μήτε δεξιά με την αποστροφή και το μίσος των πραγμάτων, μήτε αριστερά με την παράλογη φιλία, δηλαδή την εμπαθή προσκόλληση· μήτε μέσα από τον ορθό σκοπό με την άγνοια γενικά και την οκνηρία, μήτε έξω απ’ αυτόν με την πολυπραγμοσύνη και την παράλογη επιμέλεια, από επιπολαιότητα και πονηρία. Αλλά να δέχεται τη γνώση με υπομονή και ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα, η οποία πηγάζει από τη βέβαιη πίστη, για να ανυψώνεται με την μερική γνώση στο θείο έρωτα, με τη συνειδητή, λόγω αδυναμίας, άγνοια ν’ αποκτήσει ταπεινοφροσύνη, και με την επίμονη ελπίδα και πίστη να επιτύχει το σκοπό του πράγματος που ζητεί. Και μήτε να μισεί καθόλου κανένα πράγμα ως κακό, μήτε πάλι να το αγαπά παράλογα, αλλά να κατανοεί τον άνθρωπο και να θαυμάζει πως ο νους είναι εικόνα του αόρατου Θεού, και είναι απεριόριστος, παρόλο που περιορίζεται από το σώμα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Και πως φτάνει μέχρι τα πέρατα του σχήματος, όπως ο Θεός που προνοεί για τον κόσμο. Γιατί ο νους μετασχηματίζεται σε κάθε πράγμα και βάφεται σύμφωνα με τη μορφή κάθε πράγματος που εντυπώνει. Όταν όμως καταξιωθεί να βρεθεί μέσα στον άμορφο και ασχημάτιστο Θεό, τότε κι αυτός γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος. Έπειτα να θαυμάζει, πώς μπορεί ο νους να διατηρεί κάθε έννοια, και δεν μπορούν τα τελευταία νοήματα να αλλοιώσουν τα προηγούμενα, ούτε τα πρώτα νοήματα να φέρουν κάποια βλάβη στα τελευταία, αλλά όλα η διάνοια τα κατέχει άγρυπνα σαν θησαυρό; Και όταν θέλει ο νους φανερώνει με τη γλώσσα εκείνα που λογίζεται, όχι μόνο τα πρόσφατα, αλλά κι εκείνα που έχει αποθησαυρίσει από πολύ καιρό. Και πώς πάλι, ενώ εξέρχονται τα λόγια διαρκώς, ο νους παραμένει ίδιος και αμείωτος; Και πάλι, παρατηρώντας το σώμα, θαυμάζει πώς τα μάτια, τα αυτιά και η γλώσσα δέχονται απ’ έξω τα ερεθίσματα κατά πώς θέλει η ψυχή; Τα μάτια μέσω του φωτός, τα αυτιά μέσω του αέρα, και καμιά από τις αισθήσεις δεν παρεμποδίζει την άλλη, ούτε μπορεί να κάνει τίποτε έξω από το σκοπό της ψυχής. Και πώς το άψυχο σώμα κατά διαταγή του Θεού ενώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή; Η οποία δημιουργήθηκε από το Άγιο Πνεύμα, όπως λέει ο Δαμασκηνός, με το εμφύσημα(Γεν. 2,7), αν και μερικοί, επειδή έχουν άγνοια, νομίζουν ότι από την υπερούσια θεότητα προέρχεται, πράγμα αδύνατο. Ο Χρυσόστομος λέει: «Για να μη νομίζει ο ανθρώπινος νους τον εαυτό του θεό, του έδωσε ο Θεός λησμοσύνη και άγνοια, για να αποκτήσει έτσι ταπείνωση». Και πάλι: «Θέλησε ο Θεός να χωρίζει αυτή τη φυσική σύνθεση της ψυχής και του σώματος». Και όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, η ψυχή απέρχεται ή πάνω, δηλαδή στον ουρανό, ή, αλοίμονο, κάτω στον άδη, ενώ το γήινο σώμα επιστρέφει στη γη από την οποία έχει ληφθεί. Πάλι όμως, με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αυτά που χωρίστηκαν, στη δευτέρα παρουσία Του ενώνονται, για να αμοιφθεί καθένας μας σύμφωνα με τα έργα του. Τι μεγάλο θαύμα! Ποιος θα σκεφτεί λίγο το μυστήριο αυτό και δε θα εκπλαγεί, που ο Θεός ανασταίνει πάλι τον άνθρωπο από τη γη ύστερα από τόσα κακά που έκανε καταφρονώντας τις εντολές Του, και που του χαρίζει την αθανασία, την οποία είχε αρχικά, μα καθώς δε φύλαξε την εντολή που τον φύλαγε από το θάνατο και τη φθορά, αλλά αυθαδίασε, τράβηξε πάνω του το θάνατο.

* Πρώτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 7 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.49).

Θαυμάζοντας λοιπόν κανείς όλα αυτά σχετικά με τον άνθρωπο, που τα διδάσκεται από αγγελική επίδραση, καθώς και αλλά πολλά, κυριεύεται από έκπληξη. Και πάλι θεωρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητα του χρυσού και θαυμάζει πώς έγινε από τη γη για μας τέτοιος που οι ασθενείς να ξοδεύουν με την ελεημοσύνη τα χρήματα, κι εκείνοι που δε θέλησαν να ελεούν, να βοηθούνται δίνοντάς τα χωρίς να θέλουν, έπειτα από κάποιους πειρασμούς, για να σωθούν, αν βέβαια υποφέρουν μ’ ευχαριστία όσα τους βρίσκουν, και έτσι να σώζονται και οι δύο. Εκείνοι πάλι που προτιμούν την ακτημοσύνη, θα στεφανωθούν, γιατί μ’ αυτό που κάνουν υπερβαίνουν τη φύση, όπως και εκείνοι που ζουν με παρθενία. Και καθώς ο χρυσός είναι φθαρτό και γήινο πράγμα, δεν πρέπει κανείς να τον προτιμά από την εντολή του Θεού· ως δημιούργημα του Θεού όμως και χρήσιμο για τη σωματική ζωή και τη σωτηρία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μίσος, αλλά με εγκράτεια και αγάπη.

Και γενικά ο φωτιζόμενος άνθρωπος ποθεί τον Ποιητή όταν θεωρεί απαθώς το κάλλος και τη χρησιμότητα κάθε πράγματος και όταν κατανοεί τα αισθητά όλα, τα άνω και τα κάτω δημιουργήματα, δηλαδή τον ουρανό, τον ήλιο, τη σελήνη, τα άστρα, τα σύννεφα, τους ανεμοστρόβιλους, τις βροχές, το χιόνι, το χαλάζι, που το νερό παγώνει παρά τον τόσο καύσωνα, έπειτα τις βροντές, τις αστραπές, τους ανέμους, τον αέρα και την εναλλαγή τους, τις εποχές, τα χρόνια, τις ημέρες, τις νύχτες, τις ώρες, τις στιγμές, τη γη, τη θάλασσα, τα αμέτρητα κτήνη, τα τετράποδα ζώα, τα θηρία και ερπετά, τα πολλά γένη των πουλιών, τις πηγές, τους ποταμούς, τα άπειρα γένη, ήμερα και άγρια, των φυτών και των βοτάνων. Βλέπει σε όλα την τάξη, τη σταθερότητα, τα μεγέθη, τα κάλλη, το ρυθμό, τη συνάφεια, την αρμονία, τη χρησιμότητα, την ομόνοια, την ποικιλία, την τέρψη, τη στάση, την κίνηση, τα χρώματα, τα σχήματα, τα είδη, την επιστροφή πάλι σ’ αυτά και την παραμονή τους μέσα στα φθαρτά, και γενικά φέρνοντας στο νου του όλα τα αισθητά κτίσματα, εκπλήσσεται. Και θαυμάζει το Δημιουργό, πώς από την ανυπαρξία με μόνη τη διαταγή Του, δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία (γη, αέρα, φωτιά, νερό), και πώς ενώ είναι αντίθετα μεταξύ τους, δεν αλληλοκαταστρέφονται, και πώς από τα τέσσερα στοιχεία έκανε τα πάντα για μας. Αν και αυτά είναι μικρά σε σύγκριση με τη συγκατάβαση του Χριστού, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, και με τα μέλλοντα αγαθά. Θαυμάζει επίσης, κατανοώντας με τις τέχνες την αγαθότητα και τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια του Θεού που είναι κρυμμένες μέσα στα κτίσματα, όπως είπε ο ίδιος στον Ιώβ(Ιώβ 12, 13), κι έπειτα στα λόγια και στα γράμματα, πώς δηλαδή με το ασήμαντο αυτό και άψυχο μελάνι, τόσο πολλά και μεγάλα μυστήρια μας φανέρωσε με τις άγιες Γραφές. και το πιο θαυμαστό είναι ότι οι άγιοι Προφήτες και Απόστολοι με πολύ κόπο και αγάπη στο Θεό πέτυχαν τα τόσα αγαθά, ενώ εμείς τα μαθαίνομε με μόνη την ανάγνωση. Γιατί οι Γραφές, σαν να έχουν λογικό, μας μιλούν για πολύ παράδοξα πράγματα.

Γνωρίζοντας αυτά ο φωτιζόμενος, πιστεύει ότι στην κτίση δεν είναι κανένα περιττό, ούτε κακό, αλλά εκείνα που γίνονται παρά το θείο θέλημα, ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τα μεταβάλλει σε αγαθά. Όπως για παράδειγμα, η πτώση του διαβόλου δεν ήταν θέλημα του Θεού, αλλά να που καταλήγει προς ωφέλεια όσων σώζονται. Γιατί παραχωρεί σ’ αυτόν ο Θεός να πειράζει εκείνους που έχουν καλή προαίρεση, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, για να εμπαίζεται από τους ισάγγελους ανθρώπους, και να νικιέται με τη βοήθεια του Θεού, όχι μόνο από τους άνδρες, αλλά και από πάρα πολλές γυναίκες, με την υπομονή και την πίστη στον Αγωνοθέτη, από τον Οποίο παίρνουν τα στεφάνια της αφθαρσίας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία Του. Επειδή Αυτός είναι εκείνος που νίκησε και νικά το αναίσχυντο φίδι, τον ανθρωποκτόνο διάβολο.

Εκείνος λοιπόν που πήρε από το Θεό χάρισμα πνευματικής γνώσεως, γνωρίζει ότι όλα είναι πολύ καλά(Γεν. 1,31), ενώ εκείνος που βρίσκεται στην αρχή της θεογνωσίας, έχει χρέος να γνωρίζει με ταπείνωση ότι αγνοεί, και να λέει για κάθε τι “δεν γνωρίζω”, όπως συμβουλεύει ο Χρυσόστομος. Γιατί λέει: «Αν κάποιος πει για το ύψος του ουρανού ότι είναι τόσο, κι εγώ απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, πάντως εγώ είπα την αλήθεια· και εκείνος πλανάται νομίζοντας ότι γνωρίζει, ή δε γνωρίζει όπως πρέπει, σύμφωνα με τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 8,2)». Γι’ αυτό οφείλομε με βέβαιη πίστη και με ερώτηση των εμπείρων να δεχόμαστε τα δόγματα της Εκκλησίας και τις ερμηνείες των διδασκάλων, τόσο για τις θείες Γραφές, όσο και για τα αισθητά και νοητά κτίσματα, για να μην ακολουθούμε τη δική μας τάχα σοφία και πέφτομε γρήγορα, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος. Σε όλα οφείλομε να βρίσκομε την άγνοιά μας, ώστε ζητώντας κανείς και απιστώντας στα δικά του νοήματα, να ποθεί να μάθει· και αφού βρεθεί σε απορία με πολλή γνώση, να διαπιστώσει τη δική του άγνοια με τη σοφία του Θεού. Όπως λέει ο Θεολόγος, ο νοερός νους δέχεται νοερή αίσθηση, όταν αποκαθαίρει τον εαυτό του για το Θεό. Αλλ’ όμως οφείλομε να έχομε τη γνώση με περισσότερο φόβο, μήπως βρεθεί κανένα πονηρό δόγμα κρυμμένο μέσα στην ψυχή, ικανό να την κολάσει και χωρίς άλλη αμαρτία, λέει ο Μέγας Βασίλειος.

Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς από επιπολαιότητα ή κενόδοξη προθυμία να τρέχει πρόωρα στη θεωρία αυτή, αλλά με τάξη ας εργάζεται τις εντολές του Χριστού και τις θεωρίες που προείπαμε, χωρίς μετεωρισμούς. Και αφού ξεπλύνει την ψυχή του με την υπομονή και τα πολλά δάκρυα του φόβου και του πένθους, και φτάσει να βλέπει κατά φύση τα πράγματα, και αποκτήσει την έξη όλων αυτών, τότε έρχεται ο νους αυτόματα στη θεωρία αυτή, οδηγούμενος νοερά από τους Αγγέλους. Αν τώρα κανένας βρεθεί πιο τολμηρός και θέλει πριν από τα πρώτα να μπει στα δεύτερα, ας γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό του να ευαρεστήσει το Θεό, αλλά και πολλούς πολέμους θα σηκώσει εναντίον του, και μάλιστα από τη θεωρία γύρω από τον άνθρωπο, όπως έχομε μάθει για τον Αδάμ. Γιατί δε συμφέρει διόλου σ’ αυτούς που είναι ακόμη εμπαθείς, να κάνουν τα έργα των απαθών, η να εννοούν τα νοήματά τους, όπως στα νήπια δεν αρμόζει η στέρεη τροφή, και ας είναι πολύ ωφέλιμη στους τελείους(Εβρ. 5,14). Ο εμπαθής οφείλει με διάκριση να τα ποθεί και να απέχει, ως ανάξιος, από αυτά· και μήτε από απελπισία και οκνηρία να αποστρέφεται τη χάρη όταν έρθει, μήτε πάλι από αυθάδεια να ζητά κάτι πρόωρα. Γιατί αν ζητούμε πριν τον καιρό τους εκείνα που είναι άλλου καιρού, δε θα μπορούμε να τα βρούμε ούτε στον καιρό τους, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αλλά θα πλανηθούμε και ίσως δε βρούμε διόρθωση ούτε από κάποιο άνθρωπο, ούτε από κάποια Γραφή.

Αν κανείς έχει θεάρεστο σκοπό και με ταπείνωση και υπομονή στους πειρασμούς που του έρχονται ζητήσει κάτι από απορία και πλανηθεί ίσως σ’ αυτό, ο Θεός έχει να του υποδείξει τη λύση. Και έτσι με πολλή ντροπή και χαρά γυρίζει πίσω ζητώντας την οδό των Πατέρων, γιατί εκείνο που γίνεται κατά Θεόν, και όχι για άλλο σκοπό, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, λογαριάζεται για αγαθό από τη χάρη, ακόμη και αν απέχει πάρα πολύ από το να είναι καλό. Αν όμως δεν ενεργεί έτσι, ούτε έχει υπομονή και πολλή ταπείνωση, θα πάθει εκείνα που έπαθαν πολλοί και χάθηκαν με την ανοησία τους, γιατί πίστεψαν στα νοήματά τους και νόμισαν ότι μπορούν να βαδίσουν σωστά χωρίς οδηγό ή χωρίς την πείρα που προξενεί η υπομονή και η ταπείνωση. Γιατί η πείρα αυτή δεν έχει θλίψη, ούτε πειρασμό, ίσως ούτε και πόλεμο. Και αν παραχωρηθεί να πολεμηθεί λίγο, ο πειρασμός αυτός προξενεί μεγάλη χαρά και ωφέλεια στον έμπειρο, γιατί του παραχωρείται από το Θεό για να αποκτήσει πείρα και ανδρεία κατά των εχθρών.

Σημάδια του πειρασμού αυτού είναι τα δάκρυα και η συντριβή της ψυχής ενώπιον του Θεού, η καταφυγή στην ησυχία και στο Θεό με υπομονή, η έρευνα με κόπο και πόνο των Γραφών και η από πίστη επιδίωξη του σκοπού του Θεού. Ενώ του άλλου πειρασμού σημάδι είναι η αμφιβολία για τη βοήθεια του Θεού, η ντροπή να ερωτά κανείς με ταπείνωση, η αποφυγή της ησυχίας και της αναγνώσεως και η αγάπη των συνομιλιών και του περισπασμού, με την ιδέα ότι με αυτά θα βρει ανάπαυση, πράγμα που δεν ισχύει. Αλλά μάλλον σ’ αυτό τον καιρό ριζώνουν τα πάθη και γίνονται πιο δυνατοί οι πειρασμοί και πολλαπλασιάζεται η μικροψυχία, η αχαριστία και η ακηδία, από τη μεγάλη άγνοια. Γιατί άλλοι είναι οι πειρασμοί των υιών για παιδαγώγηση και για μάθηση κάποιου μαθήματος, και άλλοι οι πειρασμοί των εχθρών για την απώλειά τους. Πολύ περισσότερο όταν εξαπατάται κανείς από την υπερηφάνεια, γιατί ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του(Παροιμ. 3,34· Ιακ. 4,6).

Κάθε θλίψη που έχει υπομονή, είναι καλή και ωφέλιμη. Εκείνη που δεν έχει υπομονή, είναι αποστροφή του Θεού και ανώφελη. Αν δεν γιατρέψει κανείς τον εαυτό του με την ταπεινοφροσύνη, δεν έχει άλλο φάρμακο· γιατί ο ταπεινός, όταν του έρθει θλίψη, μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτό του και όχι άλλον. Και απ’ αυτό, κάνει υπομονή και ζητά από το Θεό τη λύση· και όταν έρθει η λύση, χαίρεται και υπομένει ευχαριστώντας και αποκτά πείρα απ’ αυτά και έτσι δέχεται γνώση. Και γνωρίζοντας την αδυναμία και την άγνοιά του, ζητεί με πόνο το γιατρό. Και ζητώντας, βρίσκει τη θεραπεία, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός(Ματθ.7,8). Και αφού βρει τη θεραπεία, ποθεί· και ποθώντας, ποθεί περισσότερο· και καθαρίζοντας τον εαυτό του κατά το δυνατόν, αγωνίζεται να ετοιμάσει τόπο στον ποθούμενο. Και Εκείνος αφού βρεί τόπο, κατοικεί εκεί, όπως λέει το Γεροντικό. Και αφού κατοικήσει, φυλάει το σπίτι Του και αρχίζει να το λαμπρύνει. Και καθώς λαμπρύνεται ο άνθρωπος, γνωρίζει· και γνωρίζοντας, γνωρίζεται, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Αυτά λοιπόν και όσα προείπαμε και την τάξη οφείλει να φυλάει ο καθένας. Και όσα μπορεί να φτάσει, πρέπει να τα εργάζεται. Για όσα όμως δεν μπορεί να φτάσει, πρέπει σιωπηλά να ευχαριστήσει, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και να μη νομίζει ότι θα μπει σ’ αυτά με αναίδεια. Γιατί λέει ο ίδιος, παίρνοντας τα λόγια από τον Σειράχ: «Όταν βρεις μέλι, φάγε μετρημένα, μήπως κορεσθείς και κάνεις εμετό»(Παροιμ. 25,16). Και όπως λέει ο Θεολόγος, η αχαλίνωτη θεωρία ίσως ωθήσει και στον γκρεμό. Αυτό είναι το να ζητά κανείς τα υπέρμετρα και να μη θέλει να πεί ότι “ο Θεός τα γνωρίζει αυτά, μα εγώ ποιος είμαι;”. Πρέπει επίσης να πιστεύει ότι Εκείνος που έκανε τα βουνά και τα μεγάλα κήτη, Αυτός έκανε κοίλο και το κεντρί της μέλισσας, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.

Εκείνος λοιπόν που από τη σύνεση έφτασε στην ισχύ, γνωρίζει από τα αισθητά τα νοητά, και από τα ορατά και πρόσκαιρα, τα αόρατα και αιώνια. Και εννοεί με τη χάρη όσα αφορούν στις άνω δυνάμεις. Αν δηλαδή όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένας δίκαιος (όπως λέει ο Χρυσόστομος: «Σκέψου, παρακαλώ, τα τόσα έθνη και τις φυλές: ο δίκαιος είναι ανώτερος απ’ όλα»), ο άγγελος πάντως είναι ανώτερος από τον άνθρωπο, και αρκεί η θεωρία ενός αγγέλου για να προκαλέσει κάθε έκπληξη. Αρκεί να θυμηθούμε τι έπαθε ο ισάγγελος Δανιήλ όταν είδε τον άγγελο(Δαν. 10,8).

Η έβδομη γνώση Εκείνος που αξιώθηκε την έβδομη γνώση, θαυμάζει το πλήθος των ασωμάτων δυνάμεων: τις Εξουσίες, τους Θρόνους, τις Κυριότητες, τα Σεραφίμ και Χερουβίμ, τα εννέα τάγματα που αναφέρονται σε όλες τις θείες Γραφές, και που τη φύση, την ισχύ και τις λοιπές αγαθές ιδιότητές τους τις γνωρίζει ο Θεός και ποιητής τους. Θαυμάζει και πώς στέκονται κατά την τάξη τους. Αλλά και άλλα αξιώματα έχουν οι ουράνιες στρατιές. Λέει σχετικά ο Χρυσόστομος ότι το όνομα “Κύριος Σαββαώθ”(Ησ. 6,3) ερμηνεύεται “Κύριος των στρατιών των δυνάμεων”. Και πως αυτές οι στρατιές μεταδίδουν το φωτισμό μεταξύ τους. Οι Άγγελοι, λένε, φωτίζουν τους ανθρώπους και φωτίζονται από τους Αρχαγγέλους, και οι Αρχάγγελοι από τις Αρχές. και έτσι κάθε τάγμα δέχεται από άλλο τάγμα το φωτισμό και τη γνώση. Θαυμάζει πάλι πώς το ανθρώπινο γένος είναι το ένα πρόβατο, λένε, που χάθηκε εξαιτίας του και όχι εξαιτίας του Θεού, ενώ των Αγγέλων τα τάγματα είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα(Ματθ. 18,12). Και κατανοώντας τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού, θαυμάζει, πώς έκανε τόσα πλήθη, με μόνη τη διαταγή Του; Και πρώτα, όπως λέει ο Θεολόγος, φέρνει στο νου του τις αγγελικές δυνάμεις. Και αφού περάσει νοερά μέσα από το καταπέτασμα, γίνεται άυλος, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί ο έξω ναός είναι τύπος αυτού του κόσμου, το καταπέτασμα είναι τύπος του στερεώματος του ουρανού, ενώ τα άγια των αγίων είναι τύπος των υπερκοσμίων, όπου οι ασώματοι και άυλοι υμνούν ακατάπαυστα το Θεό και τον παρακαλούν για μας, κατά τον Μέγα Αθανάσιο. Και έτσι ο άνθρωπος αυτός φτάνει στην ειρήνη των λογισμών και γίνεται υιός του Θεού κατά χάρη, και γνωρίζει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα μέσα στις θειες Γραφές, όπως λέει ο Δαμασκηνός: «Σχίστηκε το άγιο καταπέτασμα του ναού κατά τη σταύρωση του Δημιουργού(Ματθ. 27,51) για να φανερώσει στους πιστούς την αλήθεια που ήταν κρυμμένη στο γράμμα. Γι’ αυτό οι πιστοί αναφωνούν: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ των πατέρων μας». Και όπως λέει ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός: «Ο πρώτος άνθρωπος αφού έφαγε από τον καρπό του ξύλου, έγινε φθαρτός(Γέν. 3, 17–19). Γιατί αφού καταδικάστηκε σε ατιμότατο θάνατο, μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος τον θάνατο σαν μολυσματική ασθένεια. Αλλά τώρα που εμείς οι θνητοί βρήκαμε ανάκληση της καταδικαστικής αποφάσεως με το ξύλο του σταυρού, κράζομε: Υπερύμνητε κλπ.».

Η όγδοη γνώση Από αυτή την όγδοη γνώση ο άνθρωπος ανυψώνεται στη θεωρία του Θεού με τη δεύτερη, την καθαρή προσευχή, δηλαδή αυτή που αρμόζει στον θεωρητικό. Ώστε μέσα σ’ αυτή την ορμητική κίνηση της προσευχής αρπάζεται ο νους από τον θείο πόθο και δεν γνωρίζει πλέον τίποτε απ’ αυτόν τον κόσμο, όπως λένε οι άγιοι Μάξιμος και Δαμασκηνός. Και δε λησμονεί ο νους μόνο όλα τ’ άλλα, αλλά και τον εαυτό του. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Νείλος, όσο ακόμη ο νους καταλαβαίνει τον εαυτό του, δεν είναι στο Θεό μόνο, αλλά και στον εαυτό του. Τότε λοιπόν, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, δέχεται φανερώσεις περί του Θεού και γίνεται θεολόγος, γιατί αξιώθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Ακούγοντας τώρα περί Θεού, να μη νομίσει κανείς από άγνοια ότι ο Θεός είναι εκείνα που θεωρούμε περί Αυτού, δηλαδή αγαθότητα, χρηστότητα, δικαιοσύνη, αγιασμός, φως, πυρ, ουσία, φύση, δύναμη, σοφία και τα όμοια, λέει ο Μέγας Διονύσιος· αλλά ούτε και όσα ο νους μπορεί να περιλάβει. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο και δεν θεολογείται όπως πράγματι είναι, αλλά με βάση όσα θεωρούνται γύρω απ’ αυτό, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, παίρνοντας τη μαρτυρία από τον άγιο Ιερόθεο.Πιο σωστό μάλλον είναι να πούμε ότι θεολογείται από το ακατάληπτο, το ανεξιχνίαστο, το ανερμήνευτο και όσα δεν μπορούν να το ορίσουν. Γιατί ο Θεός είναι πάνω από κάθε νου και έννοια και γνωστός μόνο στον εαυτό Του, Θεός ένας, τρισυπόστατος, άναρχος, ατελεύτητος, υπεράγαθος, υπερύμνητος. Και εκείνα που λέγονται περί Αυτού από την θεία Γραφή, από έλλειψη γνώσεως λέγονται, για να μάθομε ότι υπάρχει Θεός, και όχι τι είναι Αυτός, επειδή είναι ακατάληπτος σε κάθε λογική και νοερή φύση.

Ομοίως πρέπει να θαυμάζομε και τη σάρκωση του Υιού του Θεού και την υποστατική ένωση, όπως λέει ο άγιος Κύριλλος, και πως η θεότητά Του ενώθηκε με τη σάρκα που πήρε από μας, κατά το Μέγα Βασίλειο. Επειδή όπως ενώνεται ο σίδηρος με τη φωτιά όταν πυρακτωθεί, έτσι είναι η ένωση αυτή, για να γνωρίσομε τον ένα Χριστό με δύο φύσεις, όπως είπε ο Δαμασκηνός προς την Θεοτόκο: «Με μία υπόσταση και δύο φύσεις γέννησες Πανάμωμε, τον σαρκωμένο Θεό, στον Οποίο όλοι ψάλλομε: Σου πρέπει να ευλογείσαι, Θεέ μας». Και πάλι: «Ο Απεριόριστος, παραμένοντας αμετάβλητος, ενώθηκε υποστατικά με τη σάρκα μέσα στη μήτρα σου, Παναγία, επειδή είναι εύσπλαχνος, ο μόνος ευλογημένος».

Δεν υπάρχει ασυμφωνία στις θείες Γραφές Γενικά, όποιος φωτίστηκε κάπως, όταν κατανοεί κάποια ανάγνωση ή ψαλμωδία, βρίσκει πάντοτε αφορμή για θεωρία και θεολογία, και ότι κάθε Γραφή επιβεβαιώνεται από άλλη Γραφή. Εκείνος όμως που έχει ακόμη αφώτιστο νου, νομίζει ότι οι Γραφές παρουσιάζουν διαφωνίες. Αυτό όμως δεν οφείλεται στις θείες Γραφές, μη γένοιτο. Γιατί άλλες από τις Γραφές επιβεβαιώνονται από άλλες, ενώ άλλες εξαρτώνται από τον καιρό που γράφτηκαν ή τα πρόσωπα, και γι’ αυτό κάθε λέξη της Γραφής είναι άμεμπτη. Ό,τι είναι έξω από αυτές τις περιπτώσεις, οφείλεται στην άγνοιά μας, και δεν πρέπει να κατηγορεί κανείς τις Γραφές, αλλά με όλη του τη δύναμη να τις τηρεί όπως είναι, και όχι βέβαια έτσι που θέλει αυτός. Αυτό έκαναν οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι, οι όποιοι δεν καταδέχονταν να πούνε, «δεν γνωρίζω τι είναι», αλλά από υπερηφάνεια και αυταρέσκεια έψεγαν τις Γραφές και τη φύση των πραγμάτων και τις εννόησαν όπως ήθελαν και όχι κατά το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό πλανήθηκαν και ξέπεσαν σε κάθε κακία. Γιατί όποιος ζητεί να μάθει που σκοπεύει η Γραφή, δε θα υψώσει ποτέ δικό του νόημα, καλό ή κακό. Αλλά, όπως είπαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Χρυσόστομος, έχει για δάσκαλό του τη θεία Γραφή και όχι τα μαθήματα του κόσμου. Έτσι θα δέχεται ό,τι βάλει ο Θεός στην καθαρή καρδιά, χωρίς σκέψη, αν υπάρχει και η σύμφωνη μαρτυρία των θείων Γραφών, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος. Γιατί οι έννοιες που έρχονται αυτόματα στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν, χωρίς σκέψη, είναι δεκτές, λέει ο άγιος Ισαάκ. Να ερευνά όμως κανείς και να σκέφτεται, είναι δικό του θέλημα και επιστήμη σωματική. Και μάλιστα αν βιάζει σαν κλέφτης τη Γραφή, για κάποια αλληγορία, λέει ο Χρυσόστομος, και δεν έρχεται από τη θύρα της ταπεινοφροσύνης, αλλά ανεβαίνει από αλλού(Ιω. 10,1). Δεν υπάρχει στη γη πιο ανόητος από εκείνον που βιάζει το σκοπό της Γραφής ή την κατηγορεί για να στηρίξει τη δική του γνώση, ή μάλλον αγνωσία. Και ποιά επιστήμη είναι αυτή, να μεταβάλλει κανείς το σκοπό της Γραφής όπως θέλει και να τολμά να παραλλάζει τις λέξεις; Επιστήμων είναι εκείνος που βλέπει απαρασάλευτες τις φράσεις και με τη σοφία του Πνεύματος κατορθώνει να βρει τα κρυμμένα μυστήρια, που μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές.

Τέτοιοι προπαντός είναι οι τρεις μεγάλοι φωστήρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος. Αυτοί βρίσκουν τη μαρτυρία ή από το ίδιο το ρητό, ή από άλλο ρητό της Γραφής. Έτσι, όποιος αντιλέγει, δεν έχει τι να πει. Γιατί δε φέρνουν μαρτυρία έξω από τη Γραφή, για να πει κανείς ότι είναι δικό τους νόημα, αλλά από το ίδιο το ρητό που έχουν υπόψη, ή από άλλη Γραφή, που μιλάει για το ίδιο ζήτημα. Και εύλογα. Επειδή είναι άξιοι, έχουν λάβει από το Άγιο Πνεύμα τη νόηση και το λόγο.

Κάθε πράγμα λοιπόν που δεν έχει μαρτυρία ότι είναι καλό, αλλά υπάρχει γι’ αυτό δισταγμός, δεν πρέπει κανείς να το κάνει, ούτε να συγκαταβαίνει με το λογισμό. Γιατί ποιά ανάγκη υπάρχει να αφήνει κανείς πράγμα φανερό που έχει μαρτυρία ότι είναι καλό και θεάρεστο, και να κάνει άλλο που δεν είναι σίγουρος αν είναι καλό ή όχι; Εκτός αν ενεργεί εμπαθώς. Αυτά γι’ αυτό το θέμα.

Η προσευχή που αντιστοιχεί σε κάθε μία γνώση Περί των οκτώ γνώσεων πρέπει να γνωρίζομε ότι στις τέσσερις πρώτες οφείλομε να λέμε εκείνα που γράψαμε για την κάθε μιά, ενώ στις υπόλοιπες το “Κύριε ελέησον” μόνο, όπως λέγεται για τον άγιο Φιλήμονα *, και να κρατούμε το νου ολότελα έξω από τα νοήματα. Γιατί τέτοια πρέπει να είναι η διαγωγή του αγωνιστή: Άλλοτε να έχει το νου του στη θεωρία των αισθητών, άλλοτε στη γνώση των νοητών και στο να μένει ασχημάτιστος. Είτε πάλι σε κάποια έννοια της Γραφής και στην καθαρή προσευχή. Και να απασχολεί το σώμα πότε στην ανάγνωση, πότε στην προσευχή, πότε σε δάκρυα για χάρη του εαυτού του ή κάποιου άλλου από συμπάθεια που θέλει ο Θεός, πότε σε εργασία για να βοηθήσει κάποιον που είναι ασθενής σωματικά ή ψυχικά, για να κάνει έτσι αποκλειστικά τα έργα των αγίων Αγγέλων και να μη φροντίζει διόλου για τίποτε αυτού του κόσμου. Και ο Θεός που τον διάλεξε και τον ξεχώρισε για να τον κάνει αχώριστο σύντροφό Του και του χάρισε αυτό τον τρόπο ζωής και την αμεριμνία, Αυτός θα φροντίσει γι’ αυτόν και θα του εξασφαλίσει την ψυχική και τη σωματική τροφή. Γιατί λέει η Γραφή: «Άφησε στον Κύριο τη μέριμνά σου, και Αυτός θα σου εξασφαλίσει την τροφή σου»(Ψαλμ. 54,23). Και όσο περισσότερο αναθέτει στο Θεό την ελπίδα του σε όλα όσα τον αφορούν ψυχικά και σωματικά, τόσο περισσότερο ο Θεός προνοεί γι’ αυτόν, ώστε να νομίζει τον εαυτό του κατώτερο απ’ όλα τα κτίσματα, από τις πολλές δωρεές του Θεού, τις φανερές και τις αφανείς, τις ψυχικές και τις σωματικές. Σαν χρεώστης μεγάλου χρέους, δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για τίποτε, από ντροπή μπροστά στις ευεργεσίες του Θεού. Και όσο ευχαριστεί το Θεό και αγωνίζεται να βιάζει τον εαυτό του για χάρη της αγάπης Του, τόσο τον πλησιάζει ο Θεός με τα χαρίσματά Του και επιθυμεί να τον αναπαύσει και να τον κάνει να προτιμά την ησυχία και την ακτημοσύνη παραπάνω από όλες τις βασιλείες της γης, ακόμη και χωρίς αμοιβή στο μέλλοντα αιώνα. Γιατί και οι άγιοι Μάρτυρες πονούσαν στα χτυπήματα των εχθρών, αλλά ο πόθος της βασιλείας και η αγάπη του Θεού νικούσε τους πόνους, και το να λάβουν από το Θεό δύναμη να νικούν τους εχθρούς, το θεωρούσαν μεγάλη παρηγοριά και συνάμα χρέος στο Θεό, γιατί αξιώθηκαν να υποστούν θάνατο για το όνομα του Χριστού, ώστε απ’ αυτό πολλές φορές γίνονταν αναίσθητοι στους πόνους. Επίσης και οι άγιοι Πατέρες άσκησαν πολλή βία στους εαυτούς των στην αρχή με πολλών ειδών ασκήσεις και πολέμους που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, αλλά νικούσε ο πόθος και η ελπίδα της απάθειας. Γιατί ο απαθής μετά τον κόπο γίνεται αμέριμνος, επειδή νίκησε τα πάθη. Και ο εμπαθής βέβαια νομίζει ότι είναι καλά, αλλ’ αυτός το νομίζει από την τύφλωσή του. Μόνο αυτός που τον λέμε αγωνιστή έχει τον κόπο και τον πόλεμο, γιατί θέλει να νικήσει τα πάθη και δεν μπορεί, επειδή τον αφήνει κάποτε ο Θεός να νικηθεί από τους πολεμίους του, για ν’ αποκτήσει ταπείνωση. Γι’ αυτό οφείλει να γνωρίσει την ασθένειά του και ν’ αποφεύγει εκείνα που τον βλάπτουν, με όλη του τη δύναμη, για να ξεχάσει την παλιά του συνήθεια. Γιατί αν δεν αποφεύγει κανείς πρώτα τον περισπασμό και δεν αποκτήσει τέλεια σιωπή, δεν μπορεί να φτάσει να έχει κάτι απαθώς ή να λέει πάντοτε τα καλά. Και γενικά σε κάθε πράγμα αρμόζει πρώτα η τέλεια αποφυγή του περισπασμού, για να μην έλκεται κανείς από προηγούμενη συνήθεια.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ.313.

Αλλά κανείς ακούγοντας για ταπεινοφροσύνη, απάθεια και τα όμοια, να μη νομίσει από άγνοια ότι τα έχει αυτά, αλλά οφείλει να ζητά το σημάδι κάθε αρετής και να το βρει μέσα του.

Η ταπεινοφροσύνη Σημάδια της ταπεινοφροσύνης είναι ότι ενώ έχει κανείς κάθε σωματική και ψυχική αρετή, νομίζει ότι χρεωστεί περισσότερα στο Θεό, γιατί με τη χάρη Του έλαβε πολλά όντας ανάξιος· και αν του έρθει κάποιος πειρασμός, είτε από δαίμονες είτε από ανθρώπους, θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτόν και γι’ άλλους ακόμη περισσότερους, ώστε να εξοφληθεί λίγο έστω από το χρέος του και να βρεί ελάφρυνση κατά την κρίση στις κολάσεις που περιμένει. Kαι όταν δεν πάθει κάτι τέτοιο, θλίβεται πολύ και αγωνιά και ζητεί να βρει τρόπο να εξαναγκάσει τον εαυτό του. Ενώ όταν του συμβεί αυτό, πάλι ταπεινώνεται, θεωρώντας το δώρο από το Θεό. Και μη βρίσκοντας με τι ν’ ανταμείψει τον Ευεργέτη, συνεχίζει να εργάζεται πάντοτε και να θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη ακόμα περισσότερο.

Η απάθεια Το σημάδι της απάθειας ίσως είναι τούτο: να είναι κανείς ατάραχος και άφοβος σε όλα, επειδή έλαβε δύναμη με τη χάρη του Θεού να κατορθώνει τα πάντα(Φιλιπ. 4,13), κατά τον Απόστολο, με το να μην έχει φροντίδα για το σώμα, αλλά για το να ασκήσει κάθε βία ώστε να φτάσει στην ανάπαυση της έξεως. Και ευχαριστώντας γι’ αυτό, εφευρίσκει πάλι άλλο τρόπο βίας, ώστε να πολεμείται πάντοτε και να νικά με ταπείνωση. Και αυτή είναι η προκοπή του ανθρώπου. Γιατί εκείνα που γίνονται αβίαστα δεν είναι έργα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, αλλά δώρα. Αν με τον πρώτο κόπο ήρθε η ανάπαυση, αυτό είναι βραβείο ήττας και όχι καύχημα. Δεν επαινούνται εκείνοι που παίρνουν μισθό, αλλά εκείνοι που βιάζουν τον εαυτό τους στην εργασία και δεν παίρνουν τίποτε.

Και τι έχομε να πούμε; Όσα και να κάνομε και όσο να ευχαριστούμε τον Ευεργέτη, τόσα χρωστάμε και πολύ περισσότερα, γιατί Αυτός δεν έχει καμιά έλλειψη ή ανάγκη από τίποτε, ενώ εμείς χωρίς Εκείνον κανένα αγαθό δεν μπορούμε να κάνομε(Ιω. 15,5). Εκείνος που αξιώθηκε να υμνήσει το Θεό, αυτός κερδίζει μάλλον, γιατί έλαβε μεγάλο και αξιοθαύμαστο χάρισμα. Και όσο υμνεί, τόσο περισσότερο χρεώστης γίνεται, και δε βρίσκει τέλος η διακοπή της γνώσεως του Θεού ή της ευχαριστίας ή της ταπεινώσεως ή της αγάπης. Γιατί αυτές δεν είναι από τον παρόντα αιώνα για να έχουν τέλος, αλλά από τον απέραντο εκείνο αιώνα, ο οποίος δεν έχει τέλος, αλλά μάλλον αύξηση των γνώσεων και των χαρισμάτων. Και εκείνος που καταξιώθηκε αυτά με έργο και με λόγο, ελευθερώνεται από όλα τα πάθη. Εκείνος όμως που επιθυμεί να τα αποκτήσει, οφείλει να μένει κοντά στο Θεό και να μην έχει καμιά φροντίδα για τον παρόντα αιώνα, ούτε να τρομάζει από κανένα πειρασμό, γιατί εξαιτίας του μέλλει ν’ ανεβεί σε ανώτερη προκοπή και σε ψηλότερο βαθμό. Ούτε από όνειρα κακά ή δήθεν καλά, ούτε από κάποιο νόημα πονηρό ή αγαθό, μήτε από λύπη ή δήθεν χαρά, ούτε από υπερηφάνεια ή απελπισία, ή βάθος ή ύψος ή εγκατάλειψη ή δήθεν βοήθεια και δύναμη, ούτε από αμέλεια ή προκοπή ή ραθυμία ή προθυμία δήθεν, ή φαινομενική απάθεια ή μεγάλη εμπάθεια. Αλλά να φυλάει την ήσυχη και χωρίς περισπασμό ζωή με ταπείνωση, πιστεύοντας ότι κανείς δεν μπορεί να μας κάνει κακό, αν εμείς δε θέλομε –εκτός ίσως για την υπερηφάνειά μας και για την έλλειψη διαρκούς προσφυγής στο Θεό–· και να ρίχνει τον εαυτό του μπροστά στο Θεό και να ζητά σε όλα να γίνει το θέλημά Του, λέγοντας σε κάθε λογισμό που έρχεται: «Δεν ξέρω ποιος είσαι, ο Θεός γνωρίζει, είτε καλός είσαι είτε όχι, γιατί εγώ έχω αφήσει και συνεχώς αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Του. Αυτός φροντίζει για μένα. Όπως με έκανε από το μηδέν, έτσι κατά χάρη και θα με σώσει, αν είναι σ’ Αυτόν αρεστό. Το άγιο θέλημά Του μόνο να γίνει και σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, όπως θέλει και όταν θέλει. ‘Εγώ δεν έχω θέλημα, ένα μόνο γνωρίζω, ότι πολύ αμάρτησα, πολύ ευεργετούμαι και ούτε καν ευχαριστώ με έργο ή λόγο την αγαθότητά Του. Εντούτοις μπορεί και θέλει να σώσει όλους και μαζί με όλους και έμενα, με τον τρόπο Του. Αφού είμαι άνθρωπος, από πού να ξέρω αν θέλει να είμαι έτσι ή αλλιώς; Εγώ λοιπόν για το φόβο της αμαρτίας έφυγα από τον κόσμο και ήρθα έδώ· και για τις αμαρτίες μου και τις πολλές αδυναμίες μου κάθομαι αργός στο κελί μου, όπως οι φυλακισμένοι, περιμένοντας την απόφαση του Κυρίου». Και αν δει τον εαυτό του αργό και χαμένο, να μη φοβηθεί. Γιατί μέλλει να βρει συντριβή ψυχής και επίπονα δάκρυα, αν δεν βγεί από το κελί του. Και πάλι, αν έχει μεγάλη προθυμία σε κάθε πνευματική εργασία και δάκρυα, να μην το νομίσει αυτό χαρά, αλλά να το νομίζει απάτη και ετοιμασία πολέμου. Και γενικά, κάθε πράγμα καλό ή κακό οφείλει να το καταφρονεί για να μένει ατάραχος σε όλα και να ησυχάζει και να αγωνίζεται κατά τη δύναμή του, εφαρμόζοντας όσα έμαθε, αν είχε βέβαια κανένα πνευματικό σύμβουλο. Ειδάλλως, οφείλει να έχει το Χριστό για να τον συμβουλεύεται σε κάθε εγχείρημα και λογισμό με καθαρή προσευχή από την καρδιά του με ταπείνωση. Και καθόλου να μην ξεθαρρεύει πως έγινε δοκιμασμένος μοναχός, μέχρις ότου απαντήσει το Χριστό στο μέλλον, όπως λένε ο Ιωάννης της Κλίμακος και ο αββάς Αγάθων. Και αν έχει μόνο σκοπό πώς να ευαρεστήσει το Θεό, Αυτός τον διδάσκει το θέλημά Του, είτε με νοερή πληροφορία, είτε μέσω κάποιου ανθρώπου, ή δια μέσου της Γραφής. Και αν κόβει τα θελήματά του γι’ Αυτόν, Αυτός θα τον κάνει να φτάσει στην τελειότητα με ανέκφραστη χαρά, με τρόπο που δε θα καταλάβει. Και όταν το δει αυτό, θαυμάζει υπερβολικά, πως από παντού αρχίζει να αναβρύζει η χαρά και η γνώση. Από κάθε πράγμα βρίσκει ωφέλεια και βασιλεύει μέσα του ο Θεός, επειδή δεν έχει δικό του θέλημα, καθώς υποτάχθηκε στο άγιο θέλημά Του. Και γίνεται σαν βασιλιάς, ώστε αν βάλει στο νου του κάτι, γίνεται χωρίς κόπο και αμέσως από το Θεό, ο Οποίος φροντίζει γι’ αυτόν. Αυτή είναι η πίστη που είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη κλπ.»(Ματθ. 21,21). Πάνω σ’ αυτήν την πίστη κτίζονται οι λοιπές αρετές(Κολ. 1,23), κατά τον Απόστολο. Γι’ αυτό ο εχθρός μεταχειρίζεται κάθε τέχνασμα για να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την ησυχία και να πέσει στον πειρασμό. Και κατά κάποιο τρόπο πιάνεται άπιστος, έχοντας την ελπίδα του στη δική του δύναμη και φρόνηση, ή ολοκληρωτικά ή μερικά. Και απ’ αυτό παίρνει αφορμή ο εχθρός να τον νικήσει και να τον πάρει αιχμάλωτο, τον άθλιο. Εκείνος που τα έμαθε αυτά, εγκαταλείπει κάθε απόλαυση και ανάπαυση του κόσμου, αφού γνωρίζει τι είναι αυτά, και τρέχει στην αμεριμνία. Είτε στην υποταγή, έχοντας τον γέροντα αντί το Χριστό, και αναθέτει σ’ αυτόν κάθε νόημα, με λόγο και έργο, για να μην έχει ο ίδιος τίποτε. Είτε πηγαίνει στην ησυχία από βέβαιη πίστη, αποφεύγοντας τα πάντα. Και εκεί έχει αντί όλα το Χριστό, και Αυτός γίνεται γι’ αυτόν τα πάντα, όπως λένε ο Χρυσόστομος και ο Δαμασκηνός, και σ’ αυτή τη ζωή, και στη μέλλουσα. Ο Χριστός τον τρέφει, τον ντύνει, τον χαροποιεί, τον παρηγορεί, τον ευφραίνει, τον αναπαύει, τον διδάσκει, τον φωτίζει, και γενικά όπως φρόντιζε για τους μαθητές Του, έτσι φροντίζει και γι’ αυτόν. Μόνο που αυτός δεν κοπιάζει όπως εκείνοι, αλλά έχει βέβαιη πίστη, με την οποία δε φροντίζει για τον εαυτό του όπως οι άλλοι άνθρωποι.

Αλλά από φόβο των πονηρών πνευμάτων, όπως τότε οι Απόστολοι από τον φόβο των Ιουδαίων(Ιω.20,19), κάθεται μέσα στο κελί περιμένοντας τον Διδάσκαλό του, για να τον αναστήσει νοητά από τα πάθη με την πραγματική θεωρία, δηλαδή τη γνώση των κτισμάτων Του, και να του χαρίσει την ειρήνη, όπως στους Αποστόλους ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες(Ιω. 20,19), λέει ο άγιος Μάξιμος *.

* Δεύτερη εκατοντάδα περί θεολογίας, κεφ. 46 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 133).

Υπόμνηση των επτά σωματικών πράξεων Όσα γράφτηκαν προηγουμένως στην αρχή του λόγου περί των επτά σωματικών και ηθικών πράξεων, πρέπει να τα τηρεί κανείς παντοτινά· και ούτε να τα ελαττώσει με την έλλειψη, ούτε να τα αυξήσει με την υπερβολή, εκτός αν είναι καιρός πολέμου σωματικού λόγω νεότητας ή μεγάλης σωματικής δυνάμεως, για την οποία έχει ανάγκη υπερβολικής ασκήσεως. Ή αντίθετα λόγω ασθένειας, οπότε έχει ανάγκη από λίγη ανάπαυση. Να μην κάνει όμως τέλεια κατάργηση της ασκήσεως, γιατί αυτό μπορεί να βλάψει και τους απαθείς, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Αλλά η ανάπαυση να είναι εξ ανάγκης σαν θεραπεία της ασθένειας, και όχι αφορμή στην ψυχή να χαλαρώνει την άσκηση. Η χαλάρωση γίνεται όταν θέλει κανείς με όλη την ψυχή του την ανάπαυση.

Η ανάπαυση όμως βλάπτει συνήθως τους νέους και υγιείς. Επειδή λένε οι άγιοι Πατέρες, ο Βασίλειος και ο Μάξιμος, ότι στην πείνα και τη δίψα αρκούν μόνο ψωμί και νερό· για την υγεία όμως και την ισχύ του σώματος δωρήθηκαν και τα άλλα από το Θεό με φιλανθρωπία, για να μην αηδιάσει ο ασθενής άνθρωπος τρώγοντας συνεχώς το ίδιο, αλλά να ωφελείται με την εναλλαγή των τροφών, όπως προείπαμε. Η αποχή και η ακράτεια είναι που προξενούν τις ασθένειες, ενώ η εγκράτεια και η εναλλαγή των τροφών κάθε μέρα προξενούν την υγεία, για να διατηρηθεί το σώμα μακριά από ηδονή και ασθένεια και να γίνει βοηθός στην απόκτηση των αρετών.

Αυτά τα είπαμε για όσους ακόμη αγωνίζονται. Οι απαθείς τώρα, που έχουν φτάσει στην κατά Χριστόν νηπιότητα, πολλές φορές δεν τρώνε επί πολλές ημέρες, καθώς ξεχνούν και το σώμα, όπως ο άγιος Σισώης. Αυτός, αφού έτρωγε, ζητούσε να μεταλάβει τα άχραντα Μυστήρια, από την έκσταση που είχε προς το Θεό. Σχετικά λέει ο Απόστολος, προς ωφέλεια πολλών: «Αν βρισκόμαστε σε έκσταση, αυτό γίνεται για το Θεό· αν είμαστε σώφρονες, είμαστε για χάρη σας»(Β΄ Κορ. 5,13). Παρόμοια λέει και ο Μέγας Βασίλειος για ορισμένους, και μερικοί άλλοι. Ούτε πάλι οι τέτοιοι άνθρωποι, όταν έτρωγαν μαζί με άλλους πολλά φαγητά, τα αισθάνονταν, αλλά ήταν σαν να μην έτρωγαν τίποτε. Γιατί ο νους των ανθρώπων αυτών δεν είναι στο σώμα, για να αισθάνεται την ανάπαυση ή τον πόνο. Και αυτό είναι φανερό από πολλούς Πατέρες και αγίους Μάρτυρες. Είναι φανερό και από τον Άγιο εκείνο, για τον οποίο έγραψε ο άγιος Νείλος *. Ήταν, λέει, ένας γέροντας στην έρημο και προσευχόταν με το νου του· αυτόν, κατά παραχώρηση Θεού, για ωφέλεια του ίδιου και άλλων πολλών, τον έπιαναν οι δαίμονες από τα χέρια και τα πόδια και τον τίναζαν ψηλά, και πάλι για να μη βλαφτεί το σώμα του πέφτοντας από τόσο ύψος, τον έπιαναν μέσα σε μια ψάθα. και αυτό το έκαναν επί πολύ για να δοκιμάσουν αν κατεβαίνει ο νους του από τον ουρανό, πράγμα που δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν. Ένας τέτοιος μπορεί ποτέ να έχει αίσθηση τροφής ή ποτού ή κάποιου από τα σωματικά; Και πάλι, ο άγιος Εφραίμ, αφού νίκησε τα ψυχικά και σωματικά πάθη με τη χάρη του Χριστού, για να μη μένει αργός από τους πολέμους του εχθρού και καταδικαστεί, όπως νόμιζε από την πολύ μεγάλη ταπείνωσή του, παρακαλούσε το Θεό να του πάρει τη χάρη της απάθειας. Γι’ αυτόν ο Ιωάννης της Κλίμακος, γεμάτος έκπληξη, έγραψε ότι «υπάρχουν μερικοί που είναι πιο απαθείς από τους απαθείς, όπως ο Σύρος εκείνος κλπ.».

* Περί προσευχής, κεφ. 111 (Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 231).

Η διάκριση Γι’ αυτό σε κάθε τι χρειαζόμαστε τη διάκριση για να κρίνομε ανάλογα με τον καιρό κάθε εγχείρημα. Η διάκριση είναι φως που δείχνει σ’ εκείνον που την έχει τον καιρό, το εγχείρημα, το έργο, την ισχύ, τη γνώση, την ηλικία, τη δύναμη, την ασθένεια, την προαίρεση, την προθυμία, την συντριβή, την έξη, την άγνοια, τη δύναμη και την κράση του σώματος, την υγεία και την κακοπάθεια, τον τρόπο, τον τόπο, τη συμπεριφορά, την ανατροφή, την πίστη, τη διάθεση, το σκοπό, τη διαγωγή, την άδεια, την εμπειρία, τη φυσική φρόνηση, την επιμέλεια, την εγρήγορση, την αργοπορία και τα όμοια. Έπειτα, δείχνει τη φύση των πραγμάτων, τη χρήση, την ποσότητα, τα είδη, το σκοπό του Θεού που υπάρχει στις θείες Γραφές, την έννοια κάθε λέξεως, όπως για παράδειγμα το λεγόμενο στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ότι «ήρθαν οι Έλληνες ζητώντας τον Κύριο· και Αυτός είπε αμέσως “Έφτασε η ώρα κλπ.”»(Ιω.12,23). Εδώ φανερά εννοεί ότι έφτασε η ώρα της κλήσεως των Εθνών στην πίστη· είχε αρχίσει ο καιρός του Πάθους κι αυτό το θέτει σαν σημάδι. Η διάκριση λοιπόν σαφηνίζει όλα αυτά, και όχι μόνο αυτά, αλλά και το σκοπό της ερμηνείας των Πατέρων, ότι εκείνο που ζητείται δεν είναι εκείνο που γίνεται, αλλά γιατί γίνεται, λέει ο άγιος Νείλος. Και εκείνος που κάνει κάτι χωρίς να γνωρίζει όσα είπαμε παραπάνω, ίσως να κοπιάζει πολύ, αλλά τίποτε δεν κατορθώνει, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος και ο άγιος Ισαάκ για εκείνους που αγωνίζονται στις σωματικές αρετές, αμελούν όμως την εργασία του νου, αν και αυτό είναι μάλλον το ζητούμενο, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος· δώσε, λέει, στο σώμα την κατά δύναμη εργασία, και όλο σου τον αγώνα στρέψε τον στο νου *. Γιατί, λέει, εκείνος που εργάζεται σωματικώς, άλλοτε νικιέται από τη γαστριμαργία και πολυυπνία, από περισπασμό και πολυλογία και απ’ αυτά σκοτίζεται ο νους. Άλλοτε πάλι, με την παρατεταμένη νηστεία και αγρυπνία και με τους υπερβολικούς κόπους, θολώνει τη διάνοια. Εκείνος όμως που φροντίζει το νου, θεωρεί, προσεύχεται, θεολογεί και μπορεί να κατορθώσει κάθε αρετή. Γιατί ο φρόνιμος άνθρωπος αγωνίζεται με εμπειρία και επιτηδειότητα να ελαττώσει όσο μπορεί τις ανάγκες του σώματος για να γίνει ολιγομέριμνος ή και αμέριμνος, ώστε να τηρεί τις εντολές, όπως λέει ο Κύριος: «Μη μεριμνάτε κλπ.»(Ματθ.6,25). Όταν είναι κανείς πολυμέριμνος, ούτε τον εαυτό του δεν μπορεί να βλέπει· και πώς μπορεί να βλέπει τις παγίδες του εχθρού που είναι ετοιμασμένες από καιρό;

* Τέταρτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 63 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 97).

Γιατί ο εχθρός έχει τη συνήθεια να μην κάνει πάντοτε πόλεμο φανερό, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Αν έκανε φανερό πόλεμο, τότε δεν θα πέφταμε εύκολα στις παγίδες του πολλοί, ώστε να βρεθούν λίγοι οι σωζόμενοι(Λουκ.13,23), όπως λέει ο Κύριος. Αλλά όταν θελήσει ο εχθρός να ρίξει κάποιον σε μεγάλα αμαρτήματα, τον κάνει πρώτα να αμελεί στα μικρά και αφανή: πριν από τη μοιχεία, τον ρίχνει στο συχνό και ακόλαστο κοίταγμα· πριν από το φόνο, στο μικρό θυμό· πριν από το σκοτισμό του νου, στο μικρό περισπασμό· και πριν από τον περισπασμό, του παρουσιάζει τη δήθεν ανάγκη του σώματος. Γι’ αυτό ο Κύριος, που είναι η σοφία του Πατέρα(Α΄ Κορ. 1,24) και προγνωρίζει τα πάντα, προλαμβάνοντας τις πανουργίες του διαβόλου, διατάζει τους ανθρώπους να κόβουν από πριν τις αφορμές, για να μη νομίζομε ότι είναι ευκολοσυγχώρητα τα μικρά και πέφτομε ελεεινά στα φοβερά και μεγάλα αμαρτήματα. Για το λόγο αυτό λέει: «Ακούσατε ότι οι παλιοί (όσοι δηλαδή είχαν το Νόμο) έλαβαν αυτή και αυτή την εντολή· εγώ όμως σας λέω κλπ.»(Ματθ.. 5,21–22).

Εκείνος λοιπόν που έγινε μαθητής του αγίου Ευαγγελίου, οφείλει να προσέχει στα διδάγματα του Σωτήρα και να τα εκτελεί, για να λυτρωθεί από τις παγίδες του εχθρού, και να θεωρεί τις εντολές μεγάλη τιμή και ευεργεσία, γιατί μπορούν με μεγάλη σοφία να σώζουν την ψυχή. Οι εντολές είναι δώρα του Θεού, και πολύ εύλογα, γιατί όπως λέει ο Αδελφόθεος, κάθε καλή προσφορά και κάθε τέλειο δώρημα έρχεται από το Θεό(Ιακ. 1,17). Όπως λέει και ο Δαμασκηνός: «Όρισες τη Μητέρα Σου, Χριστέ, για να πρεσβεύει ευπρόσδεκτα για μας. Με τις προσευχές της, είθε να μας δώσεις το σπλαχνικό Πνεύμα που μεταδίδει αγαθότητα, το οποίο έρχεται από τον Πατέρα δια μέσου Σου.» Εκείνος που έλαβε το χάρισμα να προσέχει τις θείες Γραφές, όπως λένε οι Πατέρες, βρίσκει κάθε καλό κρυμμένο μέσα σ’ αυτές, όπως λέει ο Κύριος: «Όποιος έγινε μαθητής στη βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 13,52), δηλαδή στην κατά Θεόν σχολή και την ανάγνωση των θείων Γραφών.

Γιατί άλλο πρόσωπο φανερώνει η Γραφή στους λοιπούς ανθρώπους, ακόμη και αν νομίζουν ότι γνωρίζουν, και άλλο σ’ εκείνον που αφιερώθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή, δηλαδή στο να έχει την έννοια του Θεού αντί αναπνοή σε όλα, ακόμη και αν κατά κόσμον είναι άπειρος και αμαθής στα μαθήματα των ανθρώπων, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Στην απλότητα μάλλον και στην ταπείνωση φανερώνεται ο Θεός, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, και όχι στους κόπους και την ανθρώπινη σοφία που καταργείται. Αυτή μάλιστα την αποστρέφεται ο Θεός, αν δε συνοδεύεται με ταπείνωση. Γιατί είναι καλύτερος ο άπειρος στο λόγο και όχι στη γνώση, κατά τον Απόστολο(Β΄ Κορ. 11,6). Επειδή η πνευματική γνώση είναι χάρισμα, ενώ η επιστήμη του λόγου είναι μάθημα ανθρώπινο, όπως και τα λοιπά μαθήματα του κόσμου τούτου, και δεν βοηθεί καθόλου στη σωτηρία της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερό από τους Έλληνες.

Η ανάγνωση γίνεται για να θυμούνται εκείνοι που γνωρίζουν τα πράγματα από την πείρα, και για να μαθαίνουν εκείνοι που δεν τα γνωρίζουν. Όταν, λέει ο Μέγας Βασίλειος, βρει ο Θεός την καρδιά καθαρή από όλα τα κοσμικά πράγματα και μαθήματα, τότε σαν πάνω σε άγραφο πίνακα γράφει τα δικά Του δόγματα. Αυτό το λέω για να μη διαβάσει κανείς εκείνα που δεν αρέσουν στο Θεό. Αλλά και αν κάποτε διάβασε από άγνοια, ας αγωνίζεται γρήγορα να τα σβήσει από τη μνήμη του με πνευματική ανάγνωση θείων Γραφών, και μάλιστα εκείνων που τον βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής του, ανάλογα με την κατάσταση που έχει φτάσει. Αν είναι ακόμη πρακτικός, να μελετά τους βίους και τους λόγους των Πατέρων· αν η χάρη τον ανύψωσε στη θεία γνώση, ας μελετά όλες τις θείες Γραφές, επειδή μπορεί, κατά τον Απόστολο, να ανατρέψει κάθε τι που ορθώνεται με αλαζονεία αντίθετα στη γνώση του Θεού και να τιμωρεί κάθε παρακοή(Β΄ Κορ. 10, 5–6) και παράβαση, με την πράξη και την αληθινή γνώση των θείων εντολών και δογμάτων του Χριστού. Πέρα απ’ αυτά, να μη διαβάζει τίποτε. Ποιά η ανάγκη να λάβει πνεύμα ακάθαρτο αντί Πνεύμα Άγιο; Γιατί σε όποια αναγνώσματα σχολάζει κανείς, αυτών το πνεύμα θέλει να έχει, αν και δεν του φαίνεται κακό αυτό, όπως φαίνεται σ’ εκείνους που έχουν πείρα.

Η κατά Θεόν ανάγνωση Η κατά Θεόν ανάγνωση πρέπει να γίνεται για να μην περιπλανιέται ο νους εδώ και εκεί. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας, γιατί ο εχθρός μισεί, καθώς λέει ο Σολομών, τον ήχο που προειδοποιεί για τον ερχομό του(Παροιμ. 11,15)· όπως και ο ρεμβασμός της διάνοιας είναι η αρχή της αμαρτίας, καθώς λέει ο άγιος Ισαάκ. Εκείνος που θέλει να αποφύγει την αμαρτία τελείως, πρέπει το πιο πολύ να μένει στο κελί του. Αν τον κυριεύει η ακηδία, ας εργάζεται λίγο, όπως και ο απαθής και ο γνωστικός, για ωφέλεια άλλων και βοήθεια κάποιων ασθενών. Έτσι έκαναν οι μεγάλοι Πατέρες από συγκατάβαση και εξομοιώνονταν με τους εμπαθείς, από ταπεινοφροσύνη, γιατί μπορούσαν παντού να έχουν το Θεό μέσα τους και να σχολάζουν στην κατά Θεόν θεωρία, ακόμα και στο εργόχειρο και στην αγορά, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος για τους πάρα πολύ τέλειους, ότι «αυτοί και ανάμεσα στο πλήθος είναι πάντοτε σαν μόνοι στον εαυτό τους και στο Θεό». Εκείνος τώρα που δεν τα έχει ακόμη αυτά, αλλά θέλει να δώσει διαζύγιο στην ακηδία, οφείλει να απορρίπτει κάθε συναναστροφή με τους ανθρώπους και τον υπέρμετρο ύπνο και να την αφήσει να του λιώσει το σώμα και την ψυχή, μέχρις ότου βαρεθεί και φύγει, διαπιστώνοντας την υπομονή του στην κατά Θεόν ακατάπαυστη σχολή και στην ανάγνωση και στην καθαρή προσευχή. Γιατί όταν ο εχθρός δει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, εξακολουθεί να πολεμά· αλλιώς, υποχωρεί, ή τελείως ή προσωρινά. Γι’ αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να νικήσει τους εχθρούς, να έχει μεγάλη υπομονή· όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22). «Είναι δίκαιο για το Θεό, λέει ο Απόστολος, να ανταποδώσει θλίψη σ’ όσους μας λυπούν, και σ’ εμάς που θλιβόμαστε, ανακούφιση»(Β΄ Θεσ. 1, 6–7).

Δεν είναι κακό κανένα πράγμα που γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με ταπείνωση. Αλλά έχουν διαφορές τα πράγματα και τα έργα. Κάθε τι λοιπόν που είναι παραπάνω από την ανάγκη, γίνεται εμπόδιο σ’ εκείνον που θέλει να σωθεί, δηλαδή κάθε τι που δεν χρησιμεύει για τη σωτηρία της ψυχής, ή για τη σωματική ζωή. Δεν είναι τα φαγητά, αλλά η γαστριμαργία το κακό· ούτε τα χρήματα, αλλά η προσκόλληση σ’ αυτά· ούτε ο λόγος, αλλά η αργολογία· ούτε τα ευχάριστα του κόσμου, αλλά η ακράτεια· ούτε η αγάπη στους δικούς μας, αλλά η προερχόμενη απ’ αυτήν παραμέληση στην ευαρέστηση του Θεού· ούτε τα ενδύματα, όσα χρειάζονται να σκεπαστούμε και να αποφύγομε το κρύο και τη ζέστη, αλλά τα περιττά και πολυτελή· ούτε τα σπίτια για να αποφεύγομε το κρύο, τη ζέστη και τους εχθρούς, θηρία και ανθρώπους, αλλά τα διόροφα και τριόροφα, τα μεγάλα και πολυδάπανα· ούτε το να έχει κανείς κάτι, αλλά το να μην το έχει για αναγκαία χρήση· ούτε το να έχουν βιβλία οι πολύ ακτήμονες, αλλά το να μην τα έχουν για την κατά Θεόν ανάγνωση· ούτε οι φίλοι, αλλά οι φίλοι που δεν προξενούν ψυχική ωφέλεια. Ούτε η γυναίκα είναι κάτι κακό, αλλά η πορνεία· ούτε ο πλούτος, αλλά η φιλαργυρία· ούτε το κρασί, αλλά η μέθη· ούτε ο φυσικός θυμός που δόθηκε για τον κολασμό της αμαρτίας, αλλά η χρήση του κατά των συνανθρώπων· ούτε η εξουσία, αλλά η φιλαρχία· ούτε η δόξα, αλλά η φιλοδοξία και η χειρότερη απ’ αυτήν, κενοδοξία· ούτε το ν’ αποκτήσει κανείς αρετή, αλλά το να νομίζει ότι την έχει· ούτε η γνώση, αλλά το να νομίζει κανείς ότι είναι γνωστικός, και το χειρότερο, να μη γνωρίζει κανείς την άγνοιά του· ούτε η αληθινή γνώση, αλλά η ψεύτικη. Ούτε ο κόσμος είναι κακός, αλλά τα πάθη· ούτε η φύση, αλλά τα παρά φύση· ούτε η ομόνοια, αλλά εκείνη που γίνεται για κακό και όχι προς ψυχική σωτηρία· ούτε τα μέλη του σώματος, αλλά η παράχρησή τους. Η όραση δηλαδή δεν έγινε για να επιθυμούμε εκείνα που δεν πρέπει, αλλά για να βλέπομε τα κτίσματα και να δοξάζομε το Δημιουργό, ώστε να βαδίζομε σωστά προς τα συμφέροντα της ψυχής και του σώματός μας· ούτε τ’ αυτιά για να ακούμε καταλαλιές και μωρολογίες, αλλά για να ακούμε το λόγο του Θεού και τις λαλιές των ανθρώπων, των πουλιών κλπ., και να δοξάζομε τον Ποιητή τους· ούτε η όσφρηση είναι για να εκθηλύνει την ψυχή και να τη χαλαρώνει από τα αρώματα, όπως λέει ο Θεολόγος, αλλά για να αναπνέομε και να δεχόμαστε τον αέρα που μας χαρίζει ο Θεός και να τον δοξάζομε γι’ αυτό, γιατί χωρίς αέρα δεν μπορεί να ζήσει σωματικά ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο.

Και θαυμάζω τη σοφία του Ευεργέτη, πως τα πιο αναγκαία πράγματα βρίσκονται εύκολα από όλους, δηλαδή ο αέρας, η φωτιά, το νερό, το χώμα. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και εκείνα που μπορούν να σώσουν την ψυχή, τα έκανε ευκολότερα από τα άλλα πράγματα, ενώ εκείνα που κολάζουν την ψυχή, τα έκανε δυσκολότερα. Η φτώχεια, για παράδειγμα, πιο εύκολα σώζει την ψυχή, ενώ ο πλούτος γίνεται εμπόδιο σωτηρίας σε πολλούς. Όμως τη φτώχεια τη βρίσκει όποιος να είναι, ενώ ο πλούτος δεν είναι στο χέρι μας να τον αποκτήσομε. Έπειτα η περιφρόνηση, η ταπείνωση, η υπομονή, η υπακοή, η υποταγή, η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, το κόψιμο του θελήματος, η σωματική ασθένεια, η ευχαριστία σε όλα αυτά, οι πειρασμοί, οι ζημίες, η στέρηση των αναγκαίων, η αποχή από τα ευχάριστα, η γύμνια, η μακροθυμία και γενικά όλα τα έργα που γίνονται για το Θεό, και ανεμπόδιστα είναι και κανείς δεν τα διεκδικεί, αλλά μάλλον τα παραχωρεί σ’ εκείνους που θέλουν να τα έχουν, είτε θεληματικά έρχονται, είτε αθέλητα. Εκείνα που συντείνουν στην απώλεια της ψυχής είναι δυσεύρετα· όπως ο πλούτος, η δόξα, η υπερηφάνεια, η ακαταδεξία, η εξουσία, η αρχή, η ακράτεια, η πολυφαγία, η πολυυπνία, το να κάνει κανείς ό,τι θέλει, η υγεία και η δύναμη του σώματος, η δίχως δεινά ζωή, τα κέρδη, το να έχει κανείς όσα επιθυμεί, η απόλαυση εκείνων που φέρνουν ευχαρίστηση, τα πολλά και πολυτελή ρούχα και σκεπάσματα και τα όμοια, για τα οποία πολύς ο αγώνας, λιγοστή η απόκτηση και πρόσκαιρη η ωφέλεια. Και είναι μεγάλη η θλίψη γι’ αυτά, αλλά μικρή η απόλαυση, γιατί και εκείνοι που τα έχουν και εκείνοι που δεν τα έχουν, αλλά τα επιθυμούν, δοκιμάζουν πολλή στενοχώρια, αν και κανένα δεν είναι κακό, αλλά κακό είναι η παράχρησή τους, όπως ειπώθηκε.

Έτσι τα χέρια και τα πόδια δε μας δόθηκαν για να κλέβομε και ν’ αρπάζομε και να τα σηκώνομε εναντίον των άλλων, αλλά για να τα χρησιμοποιούμε κατά Θεόν, για ελεημοσύνη στους φτωχούς οι πιο ασθενείς ψυχικώς για τελειότητά μας και για βοήθεια όσων έχουν ανάγκη, οι δε πιο δυνατοί στην ψυχή και το σώμα με την ακτημοσύνη και τη μίμηση του Χριστού και των αγίων Του μαθητών, για να δοξάζομε το Θεό και να θαυμάζομε τη σοφία που είναι κρυμμένη στα μέλη μας. Πώς δηλαδή, αυτά τα χέρια μας και τα μικρά μας δάχτυλα είναι έτοιμα για κάθε επιστήμη και εργασία, γραφή και τέχνη με την πρόνοια του Θεού. Από τα οποία προέρχονται η γνώση των αναρίθμητων τεχνών και γραφών, της σοφίας και των θεραπευτικών φαρμάκων, των γλωσσών και των διαφόρων γραμμάτων. Και γενικά όλα όσα έχουν γίνει και γίνονται και θα γίνουν, μας έχουν χαριστεί από απέραντη αγαθότητα και πάντοτε μας δίνονται για να ζήσομε σωματικώς και να σωθούμε ψυχικώς, αν τα χρησιμοποιήσομε σύμφωνα με το σκοπό του Θεού και Τον δοξάζομε με όλη την ευγνωμοσύνη μας. Αλλιώς, ξεπέφτομε και χανόμαστε και όλα συντελούν σε θλίψη κατά την παρούσα ζωή, αλλά και σε αιώνια κόλαση κατά τη μέλλουσα, όπως προείπαμε.

Η αληθινή διάκριση Εκείνος που με τη χάρη του Θεού έλαβε χάρισμα διακρίσεως για τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, έχει χρέος να φυλάει με όλη του τη δύναμη αυτό το χάρισμα, ώστε να μην κάνει τίποτε χωρίς διάκριση, για να μην αμαρτάνει εν γνώσει του από αμέλεια και προξενεί μεγαλύτερη καταδίκη στον έαυτό του. Εκείνος που δεν έλαβε ακόμη αυτό το χάρισμα, έχει χρέος να μην επιμείνει διόλου σε νόημα ή λόγο ή έργο χωρίς να ρωτήσει τους έμπειρους, και χωρίς βέβαιη πίστη και καθαρή προσευχή, δίχως τα οποία δεν μπορεί ν’ ανεβεί αληθινά στη διάκριση.

Η διάκριση γεννιέται από την ταπεινοφροσύνη και γεννά τη διόραση, όπως λένε ο Μωυσής και ο Ιωάννης της Κλίμακος, ώστε αυτός που την έχει, να προβλέπει τις κρυφές δολοπλοκίες του διαβόλου και να κόβει τις αφορμές τους πριν εκδηλωθούν· όπως λέει ο Δαβίδ: «Τα μάτια μου παρατήρησαν τους εχθρούς μου»(Ψαλμ. 53,9). Σημάδια της διακρίσεως είναι το να γνωρίζει κανείς αληθινά τα καλά και τα κακά. Επίσης να γνωρίζει το θέλημα του Θεού σε όλα τα ζητήματα. Της διοράσεως σημάδια είναι το να γνωρίζει και τα σφάλματά του πριν φτάσουν στην πράξη, και εκείνα που γίνονται από εξαπάτηση των δαιμόνων. Έπειτα, να γνωρίζει και τα μυστήρια που κρύβονται στις θείες Γραφές και στα αισθητά κτίσματα. Σημάδι έχει και η μητέρα τους η ταπείνωση, όπως προειπώθηκε, και γνωρίζεται από αυτό. Αν είναι δηλαδή κανείς ταπεινόφρων, οφείλει να έχει κάθε αρετή και, νιώθοντας πως χρωστά περισσότερα, να πιστεύει ότι αληθινά είναι κατώτερος από όλη την κτίση. Αν όμως δεν αισθάνεται έτσι, τότε και μόνον αυτό είναι σημάδι ότι είναι χειρότερος από όλη την κτίση, και αν ακόμη φαίνεται να έχει ισάγγελη ζωή. Γιατί ο πραγματικός άγγελος, ύστερα από τόσες αρετές και τόση σοφία, δεν μπορούσε να αρέσει στον Ποιητή χωρίς ταπείνωση. Τι λοιπόν μπορεί να πει εκείνος που νομίζει ότι είναι άγγελος, χωρίς ταπείνωση, η οποία είναι αιτία όλων των αγαθών που υπάρχουν ή θα υπάρξουν; Από αυτήν γεννιέται η διάκριση που φωτίζει τα πέρατα και χωρίς την οποία όλα είναι σκοτεινά. Η διάκριση είναι και λέγεται φως, και γι’ αυτό πριν από κάθε λόγο και έργο έχομε ανάγκη απ’ αυτό το φως, για να βλέπομε τα λοιπά και να θαυμάζομε. Να θαυμάζομε και το Θεό, που την πρώτη και κύρια ημέρα δημιούργησε το φως(Γέν. 1,3), για να μη μείνουν όσα θα γίνονταν έπειτα σκοτεινά σαν να μην υπήρχαν, όπως λέει ο Δαμασκηνός.

Φως λοιπόν, όπως προειπώθηκε, είναι η διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που είναι το αναγκαιότερο απ’ όλα τα χαρίσματα. Τι είναι βέβαια πιο αναγκαίο από το να βλέπει κανείς τις απάτες των δαιμόνων και να φυλάει την ψυχή του με τη βοήθεια της χάρης; Πιο αναγκαία πάλι από όλες τις πνευματικές εργασίες είναι η καθαρότητα της συνειδήσεως, λέει ο άγιος Ισαάκ, και ο αγιασμός του σώματος, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο(Εβρ. 12,14), όπως λέει ο Απόστολος.

Απόρριψη της απογνώσεως Δεν πρέπει όμως ν’ απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες. Γιατί όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο; Μήπως δεν μπορεί να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις; Κι αν πεις ότι “αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η συγκατάβασή Του”, μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου(Λουκ. 15,20) και της πόρνης(Λουκ. 7,47–48). Αν ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ’ εκείνα που δεν θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη(Λουκ. 18,13) και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου. Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης βάζει τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να κατηγορήσει κανένα άνθρωπο. Θαυμάζει μάλλον τη φιλανθρωπία του Θεού και νιώθει ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη και αλλά πολλά καλά μπορεί να έχει. Και μ’ όλο που είναι υποχείριος του διαβόλου προς την αμαρτία, ωστόσο πάλι από το φόβο του Θεού παρακούει τον εχθρό που τον σπρώχνει στην απόγνωση, και γι’ αυτό είναι κάπως με το Θεό, αν έχει ευγνωμοσύνη, ευχαριστία, υπομονή, φόβο Θεού, και αν δεν κρίνει κανένα για να μην κριθεί(Ματθ. 7,1), τα οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία.

Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τη γέεννα, αυτή σχεδόν μας ευεργετεί περισσότερο από τη βασιλεία των ουρανών· γιατί εξαιτίας της πολλοί μπαίνουν στη βασιλεία, ενώ λόγω της βασιλείας λίγοι, με τη φιλανθρωπία βέβαια του Θεού. Αυτό γιατί η πρώτη μας διώχνει με το φόβο, ενώ η άλλη μας αγκαλιάζει, και σωζόμαστε και με τα δύο, με τη χάρη του Χριστού. Όπως εκείνοι που πολεμούνται από πολλά πάθη, ψυχικά και σωματικά, στεφανώνονται αν κάνουν υπομονή και δεν παραδίνουν το αυτεξούσιό τους από αμέλεια, ούτε απελπίζονται, έτσι και εκείνος που πέτυχε την απάθεια με ασφάλεια και ανακούφιση, ξεπέφτει γρήγορα αν δεν ομολογεί τις ευεργεσίες πάντοτε με το να μην κατακρίνει κανένα. Αν τολμήσει τέτοιο πράγμα, είναι σαν να δείχνει ότι με τη δική του δύναμη απέκτησε τον πλούτο της απάθειας, μας λέει ο άγιος Μάξιμος. Και όπως διατρέχει μεγάλο κίνδυνο όποιος είναι ακόμη εμπαθής και άμοιρος από το φωτισμό της γνώσεως, αν είναι πνευματικός οδηγός άλλων, λέει ο Δαμασκηνός, έτσι και εκείνος που έλαβε από το Θεό απάθεια και πνευματική γνώση, αν δεν ωφελήσει και άλλες ψυχές.

Τίποτε άλλο δεν συμφέρει στον ασθενή όσο η φυγή στην ησυχία, ούτε στον εμπαθή και στερημένο από γνώση όσο η υποταγή. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο από το να γνωρίζει κανείς την αδυναμία και άγνοιά του, ούτε χειρότερο από το να τα αγνοεί. Δεν υπάρχει άλλο πάθος πιο μισητό από την υπερηφάνεια, ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία, η οποία είναι ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6,10)· και είναι γελοίο, γιατί άνθρωποι που με πολύ κόπο απέκτησαν χρήματα φτιαγμένα από το μέταλλο της γης, τα ξανακρύβουν πάλι στη γη άπρακτα. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Μη μαζεύετε πλούτη στη γη κλπ.», και: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας»(Ματθ. 6,19 και 21). Γιατί σ’ εκείνα που πολυκαιρίζει ο νους του ανθρώπου, σ’ αυτά και σύρεται με πόθο από τη συνήθεια, είτε στα γήινα πράγματα, είτε στα πάθη, είτε στα ουράνια και αιώνια αγαθά. Η συνήθεια όταν πολυκαιρίσει, αποκτά δύναμη φύσεως, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κι όταν είναι κανείς ασθενής, τότε οφείλει να προσέχει περισσότερο στη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει το τέλος της ζωής και μέλλει να μετανοεί ανώφελα και να θρηνεί αιώνια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να υποστεί για το Χριστό αισθητό θάνατο όπως Εκείνος, πρέπει να υπομένει τουλάχιστον τον κατά προαίρεση θάνατο νοητώς. Και θα είναι μάρτυρας κατά τη συνείδηση, με το να μην υποταχθεί στους δαίμονες και στα θελήματα που τον πολεμούν, αλλά να τους νικά, όπως οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες· γιατί οι πρώτοι μαρτύρησαν αισθητά, ενώ οι άλλοι νοητά. Λίγο λοιπόν αν βιάσει κανείς τον εαυτό του, νίκησε τον εχθρό· ή λίγο αν αμελήσει και σκοτισθεί, χάθηκε.

Σύντομος δρόμος προς απόκτηση των αρετών και αποχή των παθών Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει το νου, λέει ο Μέγας Βασίλειος, όσο η πονηρία, και τίποτε δε φωτίζει το νου, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Τίποτε δεν οδηγεί πιο γρήγορα στον πόνο της ψυχής, όσο η ενθύμηση του θανάτου. Τίποτε δεν οδηγεί σε αφανή προκοπή, όσο η αυτομεμψία και το κόψιμο των θελημάτων· ούτε σε αφανή απώλεια, όσο η οίηση και η αυταρέσκεια· τίποτε δεν προξενεί την αποστροφή του Θεού και την τιμωρία του ανθρώπου, όσο ο γογγυσμός· ούτε την ευκολία στην αμαρτία, όσο η σύγχυση και η πολυλογία. Δεν υπάρχει άλλος συντομότερος δρόμος για την απόκτηση της αρετής, από τη μόνωση και τη συγκέντρωση του νου. Ούτε για την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία, από τη μελέτη των δωρεών του Θεού και των δικών μας αμαρτιών. Ούτε για την αύξηση των ευεργεσιών, από τον έπαινό τους. Τίποτε άλλο δεν προσφέρει τόσο συχνά σωτηρία ακούσια, όσο οι πειρασμοί. Ούτε υπάρχει πιο σύντομος δρόμος προς το Χριστό, δηλαδή προς την απάθεια και τη σοφία του Πνεύματος, από το βασιλικό δρόμο, εκείνον δηλαδή που σε όλα απέχει από υπερβολές και ελλείψεις. Ούτε άλλη αρετή μπορεί να επιτύχει το θείο θέλημα τόσο, όσο η ταπεινοφροσύνη και η εγκατάλειψη κάθε δικού μας νοήματος και θελήματος. Ούτε υπάρχει άλλος συνεργός σε κάθε καλό έργο, σαν την καθαρή προσευχή. Ούτε άλλο εμπόδιο για απόκτηση των αρετών, σαν τον περισπασμό και το μετεωρισμό της διάνοιας, έστω κι αν είναι σε πολύ μικρό βαθμό.

Όση καθαρότητα έχει κανείς, τόσο φαίνεται ότι αμαρτάνει πιο πολύ, γιατί βλέπει. Και όσο πιο πολύ αμαρτάνει, τόσο σκοτίζεται, και ας φαίνεται ότι έχει καθαρότητα. Και πάλι, όση γνώση έχει, τόσο φαίνεται σαν να μην έχει. Και όσο δε γνωρίζει την άγνοιά του και τη μερική πνευματική του γνώση, τόσο νομίζει πώς είναι γνωστικός. Και όσο υπομένει τις θλίψεις ο αγωνιστής, στο βαθμό αυτό θα νικήσει τον εχθρό. Και όσο καλό αγωνίζεται κανείς να κάνει σε μία ημέρα, τόσο χρεωστεί όλες τις ημέρες της ζωής του, λέει ο άγιος Μάρκος *. Αν δηλαδή δική του είναι η δύναμη και η προθυμία, η χάρη είναι του Θεού. Και γι’ αυτό, αφού μπορούσε όταν ήρθε η χάρη, τι καύχηση μπορεί να έχει ο άνθρωπος αυτός; Επειδή νομίζει ότι μπορεί μόνος του να κάνει κάτι καλό, και κατακρίνει άδικα εκείνους που δεν μπορούν. Εκείνος που απαιτεί κάτι από τον πλησίον του, είναι πιο δίκαιο να απαιτεί από τον εαυτό του μάλλον. Όπως εκείνοι που αμαρτάνουν οφείλουν να τρέμουν γιατί παρόργισαν το Θεό, έτσι και αυτοί που τους σκέπασε και τους φύλαξε η χάρη για την αδυναμία τους και την ετοιμότητά τους προς απόγνωση, οφείλουν να τρέμουν περισσότερο γιατί χρεωστούν πολλά. Και όσο μεγάλος γκρεμός είναι η άγνοια των Γραφών, λέει ο άγιος Επιφάνιος, τόσο μεγαλύτερο κακό είναι η εν γνώσει παράβαση.

* Τα 226 κεφάλαια κλπ., κεφ. 43–44 (Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 146).

Είναι σπουδαιότερο να ευεργετεί κανείς μιά ψυχή με το λόγο παρά με την προσευχή και να κάνει υπομονή όταν αδικείται από τον πλησίον του, για να μη στενοχωρείται αυτός που αδικεί, αλλά να του ικανοποιήσει το θέλημα στον καιρό της ταραχής του, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και έτσι να σηκώνει το βάρος του πλησίον από ευσπλαχνία για την ψυχή του και να προσεύχεται γι’ αυτόν, ποθώντας τη σωτηρία του και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, σωματικό και ψυχικό. Και αυτή είναι η καθαρή ανεξικακία, η οποία καθαρίζει την ψυχή και την ανυψώνει στο Θεό. Γιατί η θεραπεία του ανθρώπου είναι ανώτερη από κάθε εργασία και κάθε αρετή. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερη και τελειότερη μεταξύ των αρετών από την αγάπη του πλησίον. Σημάδι της αγάπης αυτής είναι όχι μόνο το να μην έχει κανείς κάτι που ο άλλος το έχει ανάγκη, αλλά και το θάνατο γι’ αυτόν να υπομένει με χαρά, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Ιω. 15,13), και αυτά να τα θεωρεί σαν χρέος· και εύλογα. Γιατί καθένας χρεωστεί να αγαπά τον πλησίον μέχρι θανάτου όχι μόνο γιατί έχει την ίδια φύση μ’ αυτόν, αλλά και για το υπέρτιμο αίμα που έχυσε για μας ο Χριστός, που έδωσε και την εντολή της αγάπης του πλησίον. Μην είσαι φίλαυτος, λέει ο άγιος Μάξιμος *, και θα είσαι φιλόθεος· μη γίνεσαι αυτάρεσκος, και θα είσαι φιλάδελφος. Η αγάπη λοιπόν αυτή προξενείται από την ελπίδα. Η ελπίδα είναι να πιστεύει κανείς αδίστακτα με όλη τη διάνοια, ότι οπωσδήποτε θα επιτύχει εκείνο που ελπίζει. Και αυτή πάλι γεννιέται από τη βέβαιη πίστη, δηλαδή από το να μη φροντίζει κανείς διόλου για τη ζωή του ή το θάνατό του, αλλά όλη τη φροντίδα να την αφήσει στο Θεό, όπως προείπαμε για εκείνον που θέλει να επιτύχει την απάθεια με τα σημάδια, στα οποία η πίστη είναι θεμέλιο. Όποιος έχει αυτή την πίστη, οφείλει να σκέφτεται ότι όπως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και μαζί με αυτά, κι εμάς από την ανυπαρξία από άκρα αγαθότητα, έτσι θα οικονομήσει οπωσδήποτε και την ψυχή και το σώμα μας, όπως Αυτός γνωρίζει.

* Τέταρτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 37 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 94).

Η απόκτηση της αληθινής πίστεως Η αληθινή πίστη είναι θεμέλιο όλων των αγαθών και θύρα των μυστηρίων του Θεού και νίκη άκοπη των εχθρών, και πιο αναγκαία από κάθε άλλη αρετή, και φτερά της προσευχής, και κατοίκηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Γι’ αυτό όποιος ποθεί να την αποκτήσει, έχει χρέος να υπομένει κάθε δοκιμασία που θα του έρθει από τους εχθρούς και από τους πολλούς και ποικίλους λογισμούς, για τους οποίους κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τελείως, ούτε να μιλά γι’ αυτούς, ή να τους βρεί, παρά μονάχα ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Αλλά ας έχει θάρρος ο άνθρωπος αυτός· γιατί αν νικήσει τους πειρασμούς που έρχονται κατεπάνω του με τόση βία και συγκρατεί το νου του ώστε να μην υποχωρήσει στους λογισμούς που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά του, θα νικήσει με μια όλα τα πάθη. Γιατί δεν είναι αυτός που νίκησε, αλλά ο Χριστός που ήρθε μέσα του με την πίστη. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους λέει ο Χριστός ότι «όποιος έχει πίστη σαν κόκκο σιναπιού κλπ.»(Λουκ. 17,6).

Αλλά και αν ο λογισμός του εξασθενήσει και υποχωρήσει, να μη δειλιάσει, ούτε να απελπιστεί, ούτε να νομίζει ότι προέρχονται από την ψυχή του εκείνα που λέγονται από τον αρχηγό του κακού, τον διάβολο. Αλλά να πράττει με επιμέλεια και υπομονή την κατά δύναμη εργασία των αρετών και τη φύλαξη των εντολών, με ησυχία και σχολή κατά Θεόν και αποχή από εκούσιους λογισμούς, ώστε αφού κινήσει ο εχθρός κάθε μηχανή και φαντασία νύχτα και ημέρα και δει ότι δεν προσέχει στα παιχνίδια και τα σχήματα και όλα τα νοήματα με τα οποία προσπαθεί να τον τρομάξει, ενώ δεν είναι άλλο παρά ψεύτικα παιχνίδια, να βαρεθεί και να φύγει. Και αφού μάθει με την πείρα ο εργάτης των εντολών του Χριστού την αδυναμία του εχθρού, δεν φοβάται πλέον τις μηχανές του, αλλά κάνει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει κατά το θέλημα του Θεού, γιατί με την πίστη στερεώνεται και βοηθείται από το Θεό, στον οποίο πίστεψε, όπως είπε ο Κύριος: «Όλα είναι δυνατά σ’ όποιον πιστεύει»(Μαρκ. 9,23). Επειδή δεν είναι αυτός που πολεμά τον εχθρό, αλλά ο Θεός που φροντίζει γι’ αυτόν μέσω της πίστεως, όπως λέει και ο Προφήτης: «Έχεις τον Ύψιστο ως καταφύγιό σου κλπ.»(Ψαλμ. 90,9).

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φροντίζει πλέον καθόλου για τίποτε, γιατί γνωρίζει ότι «το ιππικό ετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά από τον Κύριο θα έρθει η νίκη»(Παροιμ. 21,31), όπως λέει ο Σολομών. Και με την πίστη έχει τόλμη και επιχειρεί τα πάντα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Απόκτησε πίστη και με αυτή θα καταπατήσεις τους εχθρούς σου». Γιατί δε ζει σαν αυτεξούσιος, αλλά οδηγείται σαν κάποιο κτήνος από το θέλημα του Θεού, όπως λέει ο Προφήτης: «Έγινα κοντά σου όπως το κτήνος και είμαι παντοτινά μαζί σου»(Ψαλμ. 72, 22–23). «Θέλεις, –λέει στό Θεό– να με αναπαύσεις δίνοντάς μου τη γνώση Σου; δεν αντιλέγω. Θέλεις πάλι για χάρη ταπεινώσεως να παραχωρήσεις να έχω πειρασμούς; Είμαι επίσης σύμφωνος· δεν έχω τίποτε δικό μου να κάνω. Χωρίς Εσένα ούτε θα ερχόμουν από το μηδέν στην ύπαρξη, ούτε να ζήσω, ούτε να σωθώ μπορώ. Ό,τι θέλεις, κάνε στό πλάσμα Σου. Πιστεύω ότι επειδή είσαι αγαθός, θα κάνεις αγαθά σ’ εμένα με τους τρόπους της θείας οικονομίας Σου, και αν ακόμη για το συμφέρον μου δεν τα γνωρίζω. Μα ούτε και είμαι άξιος να τα μάθω, ούτε ζητώ να τα μάθω για να έχω ανακούφιση· ίσως να μη με συμφέρει. Ούτε τολμώ να ζητήσω ελάφρυνση από κάποιο πόλεμο, μ’ όλο που είμαι αδύνατος και με καταπονούν όλα, αφού δε γνωρίζω τι με συμφέρει. Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, και όπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο να μην αποτύχω ό,τι και αν συμβεί, αλλά είτε θέλω, είτε δεν θέλω, σώσε με· κι αυτό πάλι αν σου αρέσει. Εγώ δεν έχω δικό μου θέλημα. Είμαι μπροστά Σου σαν άψυχος. Την ψυχή μου εμπιστεύομαι στα αμόλυντα χέρια Σου, και σ’ αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα. Εσύ Κύριε όλα μπορείς και όλα γνωρίζεις και κάθε καλό θέλεις για όλους, και ποθείς πάντοτε τη σωτηρία μου. Και αυτό είναι φανερό από όλες τις ευεργεσίες, που έκανες και κάνεις πάντοτε σ’ εμάς κατά χάρη, φανερά και κρυφά, όσες γνωρίζομε και όσες δεν γνωρίζομε, και από την ακατανόητη συγκατάβασή Σου σ’ εμάς, Υιέ και Λόγε του Θεού. Εγώ όμως ποιος είμαι που τολμώ να αναφέρομαι σε Σένα, καρδιογνώστη; Αλλά τα λέω αυτά για να γνωστοποιήσω στον εαυτό μου και στους εχθρούς ότι σε Σένα καταφεύγω, το λιμάνι της σωτηρίας μου. Ιδού έμαθα από τη χάρη Σου ότι Συ είσαι ο Θεός μου, και δεν τολμώ πλέον να λέω πολλά, αλλά θέλω μόνο να παρουσιάσω μπροστά σε Σένα το νου μου αργό, κουφό και άλαλο. Όχι εγώ, η χάρη Σου εργάζεται το παν. Γιατί δεν γνωρίζω να έκανα ποτέ κανένα καλό, παρά πλήθη κακών, και γι’ αυτά πέφτω μπροστά σε Σένα με το σχήμα του δούλου, επειδή με αξίωσες να μετανοώ και επειδή είμαι δούλος Σου και παιδί της δούλης Σου(Ψαλμ.115,7). Αλλά μη με αφήσεις Κύριε μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, να κάνω ή να λέω ή να σκέφτομαι εκείνα που δεν θέλεις, γιατί μου φτάνει το πλήθος των προηγουμένων μου αμαρτιών· όπως θέλεις, ελέησέ με. Αμάρτησα, ελέησέ με όπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ότι ακούς την ελεεινή μου αυτή φωνή. Βοήθησέ με στην απιστία μου(Μαρκ. 9,24), Εσύ που μου χάρισες τη ζωή και με αξίωσες να είμαι Χριστιανός. Το θεωρώ πολύ μεγάλο, όπως λέει ο Ιωάννης ο Καρπάθιος *, που με κάλεσες να γίνω μοναχός και Χριστιανός. Όπως είπες, Κύριε, σε κάποιον από τους δούλους Σου: “Είναι μεγάλη τιμή σου το ότι καλείσαι με το όνομά Μου”(Ησ. 49,6). Αυτό είναι καλύτερο σε μένα από όλες τις βασιλείες της γης και του ουρανού, μόνο να μην αποτύχω να καλούμαι με το γλυκύτατο όνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σε ευχαριστώ, κλπ.», όπως τα έχομε γράψει προηγουμένως.

* Προς τους μοναχούς της Ινδίας, κεφ. 44 (Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 338).

Όπως λοιπόν άλλα αναγνώσματα αρμόζουν στον πρακτικό και άλλα λόγια και δάκρυα και προσευχή, έτσι κι αυτή είναι διαφορετική πίστη από την πρώτη που γεννά την ησυχία. Γιατί εκείνη είναι πίστη της ακοής, ενώ αυτή είναι της θεωρίας, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, και η θεωρία είναι πιο σίγουρη από την ακοή. Από τη φυσική γνώση γεννιέται η πρώτη και κοινή πίστη των ορθοδόξων, από την οποία γεννιέται η κατά Θεόν σχολή, όπως είπαμε, η νηστεία, η αγρυπνία, η ανάγνωση, η ψαλμωδία, η προσευχή και η ερώτηση των εμπείρων. Και από όλα αυτά γεννιούνται οι αρετές της ψυχής, δηλαδή η φύλαξη των εντολών και η τακτοποίηση των ηθών, από τις οποίες γεννιέται η μεγάλη πίστη, η ελπίδα και η τέλεια αγάπη, που αρπάζει το νου στο Θεό, όπως είπαμε, κατά την προσευχή, όταν κανείς ενώνεται με το Θεό νοερά, όπως λέει ο άγιος Νείλος.

Τα λόγια της προσευχής γράφτηκαν μιά φορά, για να απευθύνει πάντα την ίδια προσευχή εκείνος που θέλει να παραστήσει το νου του ακίνητο μπροστά στην Αγία και Ζωαρχική Τριάδα, πιστεύοντας ότι βλέπεται από Αυτήν, αν και είναι τελείως αδύνατο να βλέπει ο ίδιος το παραμικρό· να έχει το νου του άμορφο, ασχημάτιστο, αχρωμάτιστο, ατάραχο, απερίσπαστο, ακίνητο, άυλο, να μην βρίσκεται σε τίποτε απ’ όσα νοούνται και κατανοούνται στην κτίση, αλλά μέσα σε μιά βαθιά ειρήνη και τέλεια αταραξία να συνομιλεί με το Θεό, και να έχει μόνο την αγία μνήμη Του, μέχρις ότου φτάσει στην αρπαγή του νου και καταξιωθεί να λέει όπως πρέπει την προσευχή του Κυρίου, το Πάτερ ημών, όπως έκαναν ο άγιος Φιλήμων *, η αγία Ειρήνη, μαζί με τους αγίους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Τα παραπέρα είναι αυταπάτη που γίνεται από υπερηφάνεια. Γιατί το θείο είναι αόριστο και απερίγραπτο, και ο νους που συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, έτσι πρέπει να είναι, για να αξιωθεί κατά χάρη να επιφοιτήσει επάνω του το Άγιο Πνεύμα. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δε βαδίζομε με την αίσθηση, αλλά με την πίστη(Β΄ Κορ. 5,7). Γι’ αυτό οφείλομε να κάνομε πολύν καιρό στην άσκηση, για να σύρεται ο νους από την πολυκαιρία με πόθο στα θεία εξαιτίας της συνήθειας. Γιατί αν δε βρει ο νους κάτι ανώτερο από τα αισθητά πράγματα, δε στρέφει την επιθυμία του σ’ αυτό, και δεν αφήνει εκείνα που συνήθισε από την πολυκαιρία. Όπως λοιπόν οι φιλάνθρωποι και απαθείς δεν βλάπτονται πολύ από τα πράγματα του βίου, γιατί τα διευθετούν καλά, έτσι και εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, γιατί αποδίδουν στο Θεό τα κατορθώματά τους.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 313.

Η ησυχία συμφέρει περισσότερο στους εμπαθείς Σε όλους συμφέρει η ησυχία και η αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, περισσότερο όμως στους εμπαθείς και αδύνατους. Δεν μπορεί βέβαια ο νους με μόνη την πρακτική άσκηση να γίνει απαθής, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και πνευματικές θεωρίες. Ούτε ο περισπασμός και το να είναι κανείς προϊστάμενος άλλων περνάνε χωρίς βλάβη, αν δεν αποκτήσει κανείς πρωτύτερα απάθεια από την αποφυγή. Η μέριμνα του βίου και η σύγχυση βλάπτει συνήθως και τους τέλειους και τους απαθείς. Καμιά ωφέλεια δεν προέρχεται, όπως λέει ο Χρυσόστομος, από την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την ουράνια βοήθεια. Ούτε πάλι η ουράνια βοήθεια έρχεται σ’ εκείνον που του λείπει η προαίρεση. Έχομε ανάγκη και από τα δύο, και από τη θεία βοήθεια και από την ανθρώπινη εργασία, και από την πράξη και από τη γνώση, και από το φόβο και από την ελπίδα, και από το πένθος και από την παρηγορία, και από δειλία και από ταπείνωση, και από διάκριση και από αγάπη. Γι’ αυτό, λένε, όλα τα του βίου είνα διπλά: ημέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, υγεία και ασθένεια, αρετή και κακία, ευκολία και δυσκολία, ζωή και θάνατος. Και από τα πρώτα οι αδύνατοι να αγαπούμε το Θεό, και από τα άλλα να αποφεύγομε την αμαρτία από φόβο των πειρασμών. Οι δυνατοί πάλι, εξαιτίας όλων αγαπούνε σαν πατέρα το Θεό, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι πολύ καλά(Γέν. 1,31) και προς το συμφέρον μας τα οικονομεί ο Θεός. Και από τα ευχάριστα εγκρατεύονται, ενώ επιθυμούν τα δύσκολα, γιατί γνωρίζουν ότι με τα πρώτα ζωογονούνται τα σώματα προς δόξαν του Ποιητή, ενώ με τα άλλα θα βοηθηθούν οι ψυχές να σωθούν, από ανέκφραστο έλεος του Θεού.

Οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: σε δούλους, σε μισθωτούς και σε υιούς. Οι δούλοι δεν αγαπούν το αγαθό, αλλά για το φόβο των κολάσεων απέχουν από το κακό. Και αυτό, λέει ο άγιος Δωρόθεος, είναι βέβαια καλό, όχι όμως και ευάρεστο. Οι μισθωτοί αγαπούν το αγαθό και μισούν το πονηρό, αλλά με την ελπίδα να λάβουν μισθό. Οι υιοί τέλος, καθώς είναι τέλειοι, ούτε από φόβο των κολάσεων απέχουν από το πονηρό, αλλά έχουν έντονο μίσος γι’ αυτό· ούτε το καλό κάνουν με την ελπίδα να ανταμειφθούν, αλλά το λογαριάζουν σαν χρέος τους. Και αγαπούν την απάθεια, επειδή αυτή είναι μίμηση του Θεού και πρόξενος της κατοικήσεώς Του μέσα τους· μ’ αυτήν απέχουν από κάθε κακία, ακόμα και αν δεν υπάρχει καμιά απειλή. Γιατί αν κανείς δε γίνει απαθής, δεν του στέλνει ο Άγιος Θεός το Άγιο Πνεύμα, για να μην ξαναπέσει στα πάθη, συρόμενος από τη συνήθεια, οπότε γίνεται ένοχος για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και έχει μεγαλύτερη καταδίκη. Αλλά όταν από την έξη της αρετής δεν έχει πλέον φιλία με τους εχθρούς, ούτε σύρεται από τη συνήθεια των παθών, τότε γίνεται μέτοχος της χάρης και μένει ακατάκριτος κατά την απόκτηση του χαρίσματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ότι δε μας φανερώνει ο Θεός το θέλημά Του για να μην το παρακούομε αφού το μάθομε, και έτσι καταδικαστούμε χειρότερα· αν και σαν νήπιοι δε γνωρίζομε την άπειρη του Θεού ευσπλαχνία προς εμάς τους αχάριστους. Εκείνος, λέει, που θέλει να μάθει το θέλημα του Θεού, έχει χρέος να πεθάνει από όλο τον κόσμο και από τα θελήματά του σχετικά με όλα τα πράγματα. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς να κάνει όποιο πράγμα προκαλεί αμφιβολία, ή να το θεωρεί για καλό, εκτός αν δεν μπορεί να ζήσει ή να σωθεί χωρίς αυτό. Για να βεβαιωθεί λοιπόν τότε, χρειάζεται να ρωτήσει τους έμπειρους, με βέβαιη πίστη και προσευχή, εφόσον δεν έχει ακόμη την τέλεια απάθεια που κάνει το νου ισχυρό και ανίκητο σε κάθε καλό έργο. Ώστε ο πόλεμος είναι μεγάλος, αλλά ο άνθρωπος διατηρείται αβλαβής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία»· και συνεχίζει ο Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12,9–10). Γιατί το να είναι κανείς απολέμητος, δεν είναι καλό. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι δαίμονες πολλές φορές υποχωρούν για διάφορους λόγους, για να στήσουν στον άνθρωπο ενέδρα, ή για να τον κάνουν να υπερηφανευτεί, αφήνοντάς του την έπαρση ή κάποιο άλλο κακό, και αρκούνται σ’ αυτό, γιατί μπορεί να αναπληρώσει όλα τα άλλα πάθη.

Οι Πατέρες, όπως λέει το Γεροντικό, φύλαξαν τις εντολές, οι άλλοι ύστερα απ’ αυτούς τις έγραψαν, εμείς όμως ό,τι έγραψαν τα βάλαμε στα ντουλάπια. Ή κι αν τα διαβάζομε, δε σχολάζομε στό να κατανοούμε τα λεγόμενα και να τα πράττομε, αλλά τα διαβάζομε σαν πάρεργο, ή νομίζομε ότι κάτι σπουδαίο κάνομε και υπερηφανευόμαστε· αγνοούμε ότι μάλλον μας περιμένει καταδίκη, αν δε τα πράττομε, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Και ο Κύριος λέει: «Όποιος γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του κλπ.»(Λουκ. 12,47). Ώστε καλή είναι η ανάγνωση και η γνώση, αλλά όταν οδηγούν σε μεγαλύτερη ταπείνωση. To ίδιο και η συμβουλή, όταν δεν εξετάζει κανείς τη ζωή του διδασκάλου, όπως λέει ο Θεολόγος: «Μη διερευνάς την αξιοπιστία αυτού που σε διδάσκει ή σου κηρύττει». Και όπως λέει ο Κύριος: «Όσα σάς λένε οι ιερείς κλπ.»(Ματθ. 23,3). Αυτός που ερωτά δε ζημιώνεται καθόλου από τα έργα εκείνου που τον διδάσκει, αλλά ούτε βέβαια και ωφελείται, αν δεν πράττει όσα διδάσκεται. Το πέρα απ’ αυτά είναι παρά φύση και αξιοκατάκριτο. Όπως λέει ο άγιος Ευστράτιος, ο Θεός σαν αγαθός και δίκαιος που είναι, με την αγαθότητά Του μας χαρίζει κάθε καλό όταν έχομε ευγνωμοσύνη, χρησιμοποιώντας σαν αγωγό –δίκαιο τάχα– την ευχαριστία μας. Όταν όμως είμαστε αγνώμονες, τότε ξεπέφτομε από το αγαθό, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού. Ώστε η αγαθότητα και η δικαιοσύνη του Θεού προξενούν σ’ εμάς κάθε καλό όταν ενεργούμε κατά φύση· όταν όμως κάνομε κακή χρήση, προξενούν αιώνια κόλαση.

Η αληθινή μετάνοια είναι μεγάλο αγαθό Αν όμως θελήσει κανείς, βάζει πάλι αρχή με τη μετάνοια. «Έπεσες;» λέει κάποιος άγιος· «Σήκω. Έπεσες πάλι; Και πάλι σήκω, χωρίς να απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου ό,τι και να γίνει. Ούτε να παραδίνεις τον εαυτό σου θεληματικά στον εχθρό· αρκεί η υπομονή σου αυτή και η αυτομεμψία για να σωθείς». «Ήμαστε, λέει ο Απόστολος, και εμείς κάποτε ανόητοι και βαδίζαμε κατά τις επιθυμίες μας κλπ.»(Τίτ. 3,3). Και συ λοιπόν μην απελπιστείς καθόλου, αγνοώντας τη βοήθεια του Θεού, γιατί μπορεί να κάνει όσα θέλει. Αλλά έλπισε σ’ Αυτόν και θα κάνει ένα από τα εξής: ή με πειρασμούς και άλλους τρόπους, που γνωρίζει Εκείνος, θα προξενήσει τη διόρθωσή σου, ή θα δεχτεί την υπομονή και την ταπείνωσή σου αντί για άλλη πνευματική εργασία, ή μέσω της ελπίδας θα βρει φιλάνθρωπα κάποιον άλλο τρόπο για να σώσει την ψυχή σου που δεν έχει παρρησία. Μονάχα μην αφήσεις το Γιατρό, γιατί τότε θα υποστείς κακώς το διπλό θάνατο, επειδή δεν γνωρίζεις τον κρυφό σκοπό του Θεού.

Όπως είπαμε για τη γνώση, έτσι θα πούμε τώρα και για την πράξη. Ανάμεσα από έξι παγίδες περνά κάθε σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη των κόπων πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην απόγνωση· εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στην δειλία και στο θράσος, για το οποίο λέει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο όνομα είναι παρόμοιο. Στο μέσον αυτών των έξι παγίδων είναι η μετρημένη εργασία που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή. Πρέπει να θαυμάσει κανείς τον ανθρώπινο νου, πώς μεταβάλλει μέσα του όλα τα όντα όπως θέλει, αν και αυτά είναι αμετάβλητα και σε άλλους έτσι ακριβώς μένουν. Και γι’ αυτό δεν έχομε όλοι την ίδια διάθεση για τα όντα, αλλά ο καθένας όπως θέλει μεταχειρίζεται τα πράγματα, είτε ορθά, είτε άσχημα· τα αισθητά με το έργο, τα νοητά με το λόγο και το διαλογισμό.

Σε τέσσερις, όπως νομίζω, θεωρίες, ή καταστάσεις όπως τις λέει ο Θεολόγος, κατατάσσονται όλοι οι άνθρωποι. Άλλοι είναι καλά και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα, όπως όλοι οι Άγιοι και εκείνοι που έγιναν απαθείς. Άλλοι μόνον εδώ είναι καλά, γιατί ευεργετούνται ψυχικά ή σωματικά χωρίς να το αξίζουν, επειδή δεν έχουν ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη, όπως ο πλούσιος της παραβολής και οι όμοιοί του. Άλλοι μόνον εδώ κολάζονται· εκείνοι δηλαδή που είναι πολύν καιρό άρρωστοι, όπως ο παράλυτος εκείνος και όσοι δέχονται αυτοπροαίρετα τους πειρασμούς ευχαριστώντας το Θεό. Άλλοι πάλι κολάζονται και εδώ και εκεί, όπως εκείνοι που πειράζονται εξαιτίας των δικών τους θελημάτων, όπως ο Ιούδας και οι όμοιοί του. Και πάλι, τέσσερις διαθέσεις έχουν για τα αισθητά πράγματα. Άλλοι μισούν τα έργα του Θεού, όπως οι δαίμονες, και από την κακή τους προαίρεση τα κατηγορούν. Άλλοι τα αγαπούν σαν καλά, αλλά εμπαθώς, όπως τα άλογα ζώα, και δεν φροντίζουν διόλου για τη φυσική θεωρία ή την ευχαριστία του Θεού. Άλλοι, σαν άνθρωποι, σύμφωνα με τη φύση και με γνώση πνευματική και ευχαριστία τα χρησιμοποιούν όλα με εγκράτεια. Άλλοι τέλος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση, σαν άγγελοι, τα θεωρούν όλα προς δόξαν του Δημιουργού και χρησιμοποιούν από αυτά μόνο τα αναγκαία για τη ζωή τους, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Τιμ.6,8).

Γενικές και ειδικές ευεργεσίες του Θεού Γι’ αυτό έχομε χρέος να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όλοι οι άνθρωποι, για τις ευεργεσίες Του, τις γενικές και τις ειδικές, τις ψυχικές και τις σωματικές. Οι γενικές είναι τα τέσσερα στοιχεία (ο αέρας, το χώμα, το νερό και η φωτιά) και όλα όσα προέρχονται από αυτά, και όλα τα θαυμάσια και εξαίσια πράγματα του Θεού που περιέχονται στις θείες Γραφές. Οι ειδικές είναι όσα έδωσε ο Θεός ιδιαιτέρως στον καθένα· είτε πλούτο για ελεημοσύνη, είτε φτώχεια για υπομονή με ευχαριστία, είτε εξουσία για απονομή δικαιοσύνης και ενίσχυση της αρετής, είτε υποταγή και δουλεία για άμεση σωτηρία ψυχής, είτε υγεία για βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη και για θεάρεστη εργασία, είτε ασθένεια για το στεφάνι της υπομονής, είτε γνώση και δύναμη για την απόκτηση αρετών, είτε αδυναμία και άγνοια για υποταγή με ησυχία και ταπείνωση και αποφυγή των πραγμάτων, είτε αθέλητη στέρηση της περιουσίας για θεληματική σωτηρία και βοήθεια προς εκείνους που δεν μπορούν να φτάσουν στην τελειότητα της ακτημοσύνης, ή τουλάχιστο για ελεημοσύνη, είτε άνεση και ευημερία, για εκούσιο αγώνα και κόπο στο στίβο των αρετών, ώστε να γίνομε απαθείς και να σώσομε και άλλες ψυχές, είτε πειρασμό και δυσκολία για να σωθούν και χωρίς να θέλουν όσοι δεν μπορούν να κόψουν τα θελήματά τους, ή για την τελειότητα εκείνων που μπορούν να κάνουν υπομονή με χαρά.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω, αν και είναι αντίθετα μεταξύ τους, είναι πάρα πολύ καλά όταν αντιμετωπισθούν σωστά· όταν όμως δεν αντιμετωπισθούν όπως πρέπει, δεν είναι καλά, αλλά μάλλον βλαβερά στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερο από όλα είναι η υπομονή στις θλίψεις. Εκείνος που αξιώθηκε να έχει αυτό το μεγάλο χάρισμα, οφείλει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί ευεργετήθηκε περισσότερο από όλους· έγινε μιμητής του Χριστού και των αγίων Αποστόλων Του, των Μαρτύρων και των Οσίων, γιατί έλαβε μεγάλη δύναμη και γνώση από το Θεό να απέχει θεληματικά από τα ευχάριστα και να επιθυμεί μάλλον τα δύσκολα με την αποκοπή των θελημάτων του και την άρνηση όσων νοημάτων δεν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να κάνει και να νοεί πάντοτε τα θεάρεστα. Και όσοι αξιώθηκαν να μεταχειρισθούν τα πράγματα σύμφωνα με τη φύση τους, οφείλουν να ευχαριστούν πολύ το Θεό με μεγάλη ταπείνωση, γιατί ελευθερώθηκαν από τα παρά φύση και την παράβαση των εντολών, με τη χάρη του Θεού. Εμείς όμως που είμαστε ακόμη εμπαθείς και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων, επειδή ενεργούμε παρά φύση, έχομε χρέος να ευχαριστούμε πολύ τον Ευεργέτη με όλη την ευγνωμοσύνη μας και να θαυμάζομε την ανείπωτη μακροθυμία Του, γιατί αν και παρακούομε τις εντολές Του και κάνομε κακή χρήση των πραγμάτων και αποστρεφόμαστε τις δωρεές Του, ανέχεται την αγνωμοσύνη μας και δεν παύει να μας ευεργετεί, αλλά περιμένει την επιστροφή και τη μετάνοιά μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Ώστε οφείλομε να τον ευχαριστούμε όλοι οι άνθρωποι, όπως έχει λεχθεί: «Να ευχαριστείτε το Θεό για το κάθε τι»(Α΄ Θεσ. 5,18). Και από αυτό θα εκπληρωθεί άλλος λόγος του Αποστόλου: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(Α΄ Θεσ. 5,17), δηλαδή το να έχομε τη μνήμη του Θεού σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα. Ό,τι και να κάνει κανείς, χρεωστεί να θυμάται τον Ποιητή του κάθε πράγματος. Για παράδειγμα, βλέπεις το φως, μη λησμονήσεις Εκείνον που σου το χάρισε. Βλέπεις ουρανό και γη, θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα, θαύμασε και δόξασε τον Δημιουργό τους. Φόρεσες ρούχο, γνώριζε Εκείνον που σου το χάρισε και ύμνησέ Τον που προνοεί για τη ζωή σου. Και γενικά, κάθε κίνηση να σου γίνεται αφορμή να δοξάζεις το Θεό, και ιδού, προσεύχεσαι αδιάλειπτα. Και από όλα αυτά χαίρεται πάντοτε η ψυχή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου(Α΄ Θεσ. 5,16). Γιατί η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή, λέει ο άγιος Δωρόθεος, φέρνοντας μάρτυρα και τον Δαβίδ που λέει: «Σκέφτηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76,4).

Ο Θεός τα έκανε όλα προς το συμφέρον μας O Θεός έκανε όλα τα όντα προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μας φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγομε στο Θεό. Και με αυτά σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των πειρασμών. Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ’ αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος. Από εκείνα τώρα που νομίζονται δυσάρεστα, όπως η ασθένεια, η δυσκολία, ο κόπος, η αδυναμία, η αθέλητη λύπη, το σκοτάδι, η άγνοια, η φτώχεια, η δυστυχία σε όλα, ο φόβος της στερήσεως, η ατιμία, η καταπόνηση, η στέρηση των αναγκαίων και όλα όσα είναι αντίθετα στα ευχάριστα που προείπαμε, φτάνομε στην υπομονή, στην ταπείνωση και στην καλή ελπίδα για το μέλλον. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και στον παρόντα αιώνα μας προξενούν μεγάλη παρηγοριά. Ώστε όλα καλά τα οικονόμησε για μας ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο με την ανείπωτη αγαθότητά Του.

Εκείνος που θέλει να τα γνωρίζει αυτά και να τα έχει όπως πρέπει, ας αγωνίζεται να αποκτήσει τις αρετές, ώστε όλα όσα έχομε αναφέρει, να τα δέχεται με ευχαριστία, και τα καλά και εκείνα που φαίνονται κακά, και να είναι σε όλα ατάραχος. Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον. Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή. Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).

Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ’ αυτό κυριεύεται ολότελα. Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του. Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος * στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος. Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.

* Βλ. σελίδα 283, κεφ. 82.

Ο λόγος του Θεού δεν είναι πολυλογία Ο λόγος του Θεού, λέει ο άγιος Μάξιμος *, δεν είναι πολυλογία· αλλά και αν πούμε όλοι οι άνθρωποι πολλά, τότε ένα λόγο του Θεού δεν ολοκληρώσαμε. Για παράδειγμα· είπε ο Θεός: «Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη κλπ.»(Δευτ. 6,5· Ματθ. 22,37). Πόσα άραγε δεν είπαν και δεν έγραψαν οι Πατέρες, και ακόμη λένε και γράφουν, και δεν ολοκλήρωσαν το ένα αυτό ρητό; Γιατί το “με όλη την ψυχή”, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι το να μην αγαπά κανείς τίποτε άλλο μαζί με το Θεό. Επειδή αν αγαπά κανείς την ψυχή του, δεν αγαπά με όλη του την ψυχή το Θεό, αλλά με τη μισή. Αν λοιπόν αγαπούμε τους εαυτούς μας και άλλα αναρίθμητα πράγματα, πώς μπορούμε να αγαπούμε το Θεό ή πώς τολμούμε να το πούμε αυτό; Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη του πλησίον. Αν δεν απορρίπτομε την πρόσκαιρη ζωή μας, ακόμη ίσως και την μέλλουσα, για χάρη του πλησίον όπως ο Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, πώς μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε τον πλησίον μας; Ο Μωυσής είπε για το λαό στο Θεό: «Αν θέλεις να τους συγχωρήσεις τις αμαρτίες, συγχώρησέ τες. Αλλιώς, σβήσε κι εμένα από το βιβλίο της ζωής που μ’ έχεις γραμμένο»(Έξ. 32,32). Κι ο Απόστολος είπε: «Ας χωριζόμουν εγώ από το Χριστό κλπ.»(Ρωμ. 9, 3–4). Παρακαλούσε δηλαδή να χαθεί ο ίδιος για να σωθούν οι άλλοι, οι Ισραηλίτες, που μάλιστα ζητούσαν να τον σκοτώσουν.

* Δεύτερη εκατοντάδα περί θεολογίας, κεφ. 20 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 127).

Τέτοιες είναι οι ψυχές των Αγίων· αγαπούν τους εχθρούς περισσότερο από τον εαυτό τους, ώστε και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα προτιμούν σε όλα τον πλησίον και αν ακόμη από την κακή του προαίρεση είναι εχθρός τους, χωρίς να ζητούν ανταμοιβή από εκείνους που αγαπούν, αλλά χαίρονται σαν να παίρνουν όταν δίνουν τα πάντα στους άλλους, για να αρέσουν στον Ευεργέτη και να μιμηθούν όσο μπορούν τη φιλανθρωπία Του, γιατί Εκείνος είναι αγαθός προς τους αχάριστους και αμαρτωλούς(Λουκ. 6,35). Ή μάλλον, όσο περισσότερο αξιωθεί κανείς να έχει αυτά τα χαρίσματα, τόσο οφείλει να νομίζει τον εαυτό του χρεώστη απέναντι στο Θεό που τον ανύψωσε από τη γη και αξίωσε το χώμα να μιμείται εν μέρει τον Πλάστη και Θεό. Γιατί το να υπομένει κανείς τις αδικίες με χαρά και να ευεργετεί τους εχθρούς με ανεξικακία και να θυσιάζει τη ζωή του για χάρη του πλησίον και τα όμοια, είναι δώρα του Θεού και δίνονται σ’ εκείνους που έχουν την καλή διάθεση να τα δεχθούν και με επιμέλεια να τα εργάζονται και να τα φυλάγουν, όπως είπε ο Θεός στον Αδάμ(Γέν. 2,15), για να μένουν σ’ αυτούς τα δώρα με την ευγνωμοσύνη στον Ευεργέτη.

Γιατί κανένα καλό δεν αποκτήσαμε ποτέ δικό μας, αλλά όλα τα αγαθά δίνονται σ’ έμας από το Θεό κατά χάρη, όπως το είναι από το μη ον. «Τι έχεις που δεν το έλαβες δωρεάν από το Θεό;» λέει ο Απόστολος. Κι αφού όσα έχεις τα έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην τα έλαβες(Α΄ Κορ. 4,7), αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος –πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15,5).

Η σωτηρία είναι αδύνατη χωρίς ταπεινοφροσύνη Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν, από το μεγάλο σκοτισμό των παθών να φτάσει κανείς σε τέτοια ανοησία, που να νομίσει ότι είναι ίσος με τους Αγγέλους, και μάλιστα μεγαλύτερος, από έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αυτήν που αστόχησε ο πρώην εωσφόρος (φωτοφόρος), και χωρίς άλλη αμαρτία έγινε σκοτάδι. Λοιπόν τι μέλλει να πάθει εκείνος που δεν έχει ταπείνωση, ο θνητός, το χώμα, για να μην πω ο αμαρτωλός; Ίσως επειδή είναι τυφλός, δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη –λέει ο Χρυσόστομος– ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο· αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36). Γιατί, λέει, οι άνθρωποι δε θα μπορέσουν ν’ αλλάξουν τη φύση τους σε αγγελική, αλλά θα γίνουν όπως οι άγγελοι αμετάβλητοι στο αγαθό, κατά χάρη, και ελεύθεροι από κάθε ανάγκη, και θα έχουν αυτοπροαίρετη την εξουσία και ατελείωτη την ευφροσύνη και την αγάπη στο Θεό και όσα δεν είδε μάτι ανθρώπου κλπ.(Α΄ Κορ. 2,9). Εδώ είναι αδύνατο να γίνει κανείς τέλειος, απλώς δέχεται μόνο προκαταβολή των υποσχεμένων αγαθών.

Όπως όσοι δεν έχουν θεϊκά χαρίσματα οφείλουν να ταπεινωθούν ως φτωχοί, το ίδιο οφείλουν και εκείνοι που τα έχουν, γιατί τα έλαβαν από το Θεό, για να μην καταδικαστούν για αγνωμοσύνη. Και όπως οι πλούσιοι οφείλουν να ευγνωμονούν το Θεό για τα καλά που τους έδωσε, έτσι και οι πλούσιοι σε αρετές οφείλουν να ευχαριστούν πολύ περισσότερο.

Και όπως οφείλουν οι φτωχοί να ευχαριστούν το Θεό και να αγαπούν εκείνους που τους ευεργετούν πλουσιοπάροχα, γιατί ευεργετούνται από αυτούς, έτσι και οι πλούσιοι πολύ περισσότερο, γιατί σώζονται και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με την ελεημοσύνη. Γιατί χωρίς τους φτωχούς δεν μπορούν οι πλούσιοι να σωθούν, αλλά ούτε και τους πειρασμούς του πλούτου μπορούν να ξεφύγουν. Και όπως οι μαθητές οφείλουν να αγαπούν τους δασκάλους, έτσι και οι δάσκαλοι τους μαθητές, και να ομολογούν και τούτοι και εκείνοι τις ευεργεσίες του Θεού, ο οποίος δίνει σε όλους τη γνώση και κάθε άλλο αγαθό, για τα όποια χρεωστούμε όλοι πάντοτε να τον ευχαριστούμε. Πολύ περισσότερο όσοι ενισχυθήκαμε στο να επανέλθομε στην πρώτη κατάσταση του θείου βαπτίσματος με τη μετάνοια, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Γιατί ο Κύριος είπε: «Γιατί με φωνάζετε “Κύριε, Κύριε” και δεν κάνετε ο,τι σάς λέω;»(Λουκ. 6, 46).

Αλλά μην τυχόν κανένας ανόητος, όταν ακούσει τα λόγια αυτά του Κυρίου, νομίσει ότι αν δεν επικαλεστεί τον Κύριο, είναι ακατηγόρητος. Το αντίθετο· καταδικάζεται περισσότερο, όπως λέει ο Κύριος: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα γίνει στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31). Και ο Σολομών λέει: «Αν μόλις σώζεται ο δίκαιος, που θα φανεί ο άδικος και αμαρτωλός;»(Παροιμ. 11, 31). Ούτε πάλι, βλέποντας ότι δυσκολεύεται από τις θείες εντολές, να απελπίζεται, και καταδικαστεί χειρότερα από τον αυτόχειρα. Αλλά μάλλον οφείλει να θαυμάσει τις θείες Γραφές και τις εντολές, πώς από δω και από κει ωθούν τον άνθρωπο προς την τελειότητα, για να μην μπορεί να ξεφύγει από το αγαθό βρίσκοντας άνεση στα χειρότερα, αλλά μόλις θελήσει να κάνει κάτι τέτοιο, βρίσκει μπροστά του όλα τα δεινά και στρέφεται στο καλό, όπως με φιλανθρωπία οικονομεί ο Θεός αξιοθαύμαστα. Αυτό για να γίνει κάθε άνθρωπος τέλειος, κατά κάποιο τρόπο και χωρίς να θέλει, αν και είναι αυτεξούσιος. Οι ευγνώμονες όμως, αγωνίζονται περισσότερο, φιλοτιμούμενοι από τις ευεργεσίες, όπως εκείνοι που πέρασαν τον ποταμό ενώ κοιμόνταν, όπως είπε ο άγιος Εφραίμ.

Γι’ αυτό, λέει ο άγιος Ισαάκ, έδωσε ο Θεός πολλούς πειρασμούς, για να τους φοβόμαστε και να καταφεύγομε σ’ Αυτόν. Εκείνος που δεν το εννοεί αυτό αλλά από φιληδονία το κακίζει, αυτός σκότωσε τον εαυτό του και τον κατέστρεψε· αφού πήρε όπλα κατά των εχθρών, τα χρησιμοποίησε για να. σφάξει τον εαυτό του. Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, όπως ο Θεός σαν αγαθός που είναι, θέλει όλους να τους ευεργετήσει, έτσι και ο διάβολος, σαν πονηρός που είναι, θέλει όλους να τους σύρει στη μοχθηρία του, αν και δεν μπορεί. Και όπως οι φιλότεκνοι γονείς συνετίζουν με απειλές τα παιδιά τους όταν κάνουν παράλογα πράγματα, ενεργώντας από στοργή προς αυτά, έτσι και ο Θεός παραχωρεί τους πειρασμούς σαν ραβδί που κάνει τους άξιους να επιστρέφουν από τα θελήματα του διαβόλου. Όποιος διστάζει να χρησιμοποιήσει το ραβδί, μισεί το παιδί του, ενώ όποιος το αγαπά, το παιδαγωγεί με επιμέλεια(Παροιμ. 13,24). Επειδή όμως εμείς που είμαστε φιλήδονοι και φίλαυτοι διατρέχομε κίνδυνο και από τις δύο μεριές –αν και για τους φιλόθεους είναι μάλλον σωτηρία–, από τους πειρασμούς, δηλαδή, κατά παραχώρηση του Θεού, και από την έκπτωση στην απώλεια που προέρχεται από την υπερηφάνεια και την απομάκρυνση από το Θεό, σαν υιοί που παιδαγωγούμαστε αλλά δε θανατωνόμαστε(Β΄ Κορ. 6,9), πρέπει να διαλέξομε το ελαφρότερο. Γιατί είναι καλύτερα με την υπομονή των θλίψεων να καταφεύγομε στο Θεό, παρά από το φόβο των κινδύνων να καταλήγομε στην έκπτωση από Αυτόν και να πέσομε στα χέρια του διαβόλου, με αποτέλεσμα να υποστούμε μαζί του την αιώνια έκπτωση, ή μάλλον κόλαση. Γιατί ένα από τα δύο θα γίνει, ή τους πειρασμούς θα υπομένομε, που είναι πρόσκαιροι, ή την κόλαση που είναι αιώνια.

Τους δικαίους όμως κανένας από τους δύο κινδύνους δεν τους αγγίζει, γιατί αγαπούν με χαρά εκείνα που μας φαίνονται δύσκολα, και αγκαλιάζουν τους πειρασμούς σαν να βρήκαν ευκαιρία αιώνιου κέρδους και μένουν απλήγωτοι από αυτούς. Δεν πεθαίνει ο καθένας που του έριξαν βέλος και δεν τον πλήγωσε, αλλά εκείνος που δέχθηκε καίρια πληγή. Τι έβλαψε τον Ιώβ η πληγή; Μάλλον δεν του προξένησε στεφάνι;(Ιώβ 40, 8). Ή μήπως φόβισε ποτέ τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες; «Χαίρονταν, λέει, γιατί αξιώθηκαν να ατιμασθούν για το όνομά Του»(Πράξ. 5, 41). Όσο περισσότερο ο νικητής πολεμείται, τόσο στεφανώνεται, και απ’ αυτό παίρνει μεγάλη χαρά. Όταν ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας δεν τη φοβάται ως προκήρυξη σφαγής, αλλά μάλλον ευφραίνεται γιατί του προμηνύει την απονομή των στεφανιών.

Τίποτε άλλο δε βλέπομε συνήθως να φέρνει χωρίς κόπο τη νίκη, όσο η τόλμη που συνοδεύεται από βέβαιη πίστη. Ούτε άλλο φέρνει την ήττα, όσο η φιλαυτία και η δειλία που προέρχεται από την απιστία. Ούτε υπάρχει οδηγός προς την ανδρεία, όσο η επιμέλεια και η εμπειρία. Ούτε άλλο οδηγεί στη λεπτότητα των λογισμών, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Ούτε άλλο προξενεί λησμοσύνη, όπως η αργία. Ούτε υπάρχει σύντομος δρόμος για την άφεση των αμαρτιών, όπως η ανεξικακία. ούτε άλλο προξενεί τη συμφιλίωση με το Θεό από την έχθρα για τις αμαρτίες, όσο η μετάνοια και το κόψιμο της αμαρτίας. Ούτε τη σύντομη προκοπή της ψυχής, όπως το κόψιμο των θελημάτων και των νοημάτων μας. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερο, από το να ρίξει κανείς τον εαυτό του μπροστά στο Θεό νύχτα και ημέρα και να τον παρακαλεί να γίνει το θέλημά Του σε όλα τα ζητήματα. Ούτε χειρότερο, από το να αγαπά κανείς την ανεξαρτησία και το μετεωρισμό της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό, γιατί σ’ εμάς που αγαπούμε το αγαθό μόνο από το φόβο των κολάσεων και των πειρασμών, δε μας συμφέρει διόλου η ανεξαρτησία, αλλά ο περιορισμός και η αποφυγή των πραγμάτων, για να μπορέσομε τουλάχιστον με την αποφυγή εκείνων που βλάπτουν την ασθένειά μας να παλεύομε εναντίον των λογισμών.

Οι απαθείς εξουσιάζουν τα αρχοντικά πνεύματα, επειδή νίκησαν τα αισχρότατα πάθη, ενώ οι υποτακτικοί σε πνευματικό πατέρα εξουσιάζουν τα αρχόμενα πνεύματα. Γιατί, όπως λένε ο άγιος Μακάριος και ο αββάς Κρόνιος, οι δαίμονες διακρίνονται σε άρχοντες και σε αρχόμενους. Αρχοντικά πάθη είναι η κενοδοξία, η οίηση και τα όμοια· αρχόμενα είναι η γαστριμαργία, η πορνεία και τα παρόμοια.

Εκείνοι που έφτασαν στην τέλεια αγάπη έχουν εξουσία, γιατί κάνουν χωρίς βία το αγαθό και χαίρονται να το κάνουν και ποτέ δε θέλουν να το αφήσουν. Και όταν τους τύχει εμπόδιο χωρίς να θέλουν, νιώθουν σαν αυτούς που τυραννιούνται· τους έλκει τότε ο θείος πόθος και φεύγουν αμέσως στην ησυχία και την πνευματική εργασία, γιατί την έχουν απόλαυσή τους και συνήθεια. Σ’ αυτούς είναι που λένε οι Πατέρες: «Λίγο να προσεύχεσαι, λίγο να διαβάζεις, λίγο να μελετάς, λίγο να εργάζεσαι, λίγο να φυλάγεις το νου σου, και έτσι να περνάς τον καιρό σου». Τα λένε αυτά γιατί οι απαθείς εξουσιάζουν τους εαυτούς τους και δεν αιχμαλωτίζονται από κανένα θέλημα, αντίθετα απ’ ό,τι πρέπει, αλλά όταν θέλουν, συγκεντρώνουν το νου τους και διατάζουν το σώμα σαν δούλο.

Εμείς όμως χρεωστούμε να είμαστε κάτω από νόμο και κανόνα, ώστε παρά τη θέλησή μας και αναγκαζόμενοι από το χρέος, να κάνομε το αγαθό. Κι αυτό γιατί ακόμη αγαπούμε περισσότερο τα πάθη και τις ηδονές, δηλαδή την ανάπαυση του σώματος και τα θελήματά μας, και ο εχθρός οδηγεί όπου θέλει το νου μας. Επίσης και το σώμα που έχει άτακτες ορμές, κάνει ό,τι θέλει, σαν να μην έχει λογικό. και είναι εύλογο. Όπου δεν υπάρχει επιστασία από το νου, όλα γίνονται παρά το λόγο και παρά τη φύση, και όχι όπως αρμόζει σε “αληθινούς Ισραηλίτες”.

Έτσι είπε ο Κύριος προς τον ζηλωτή Σίμωνα τον Κανανίτη: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του»(Ιω. 1, 28). Με τα λόγια αυτά διακήρυττε την αρετή του Ναθαναήλ. Γιατί η λέξη Ναθαναήλ ερμηνεύεται ζήλος Θεού. Και το κύριο όνομά του ήταν Σίμων· λεγόταν Κανανίτης γιατί καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, και Ναθαναήλ πάλι, για την αρετή του· επίσης και Ισραηλίτης, που σημαίνει, νους που βλέπει το Θεό, χωρίς κανένα δόλο. Γιατί είναι συνήθεια της Γραφής, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, να ονομάζει τους ανθρώπους από την αρετή τους, παρά από τη γενιά τους. Παράδειγμα, οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος: τον πρώτο ο Κύριος τον ονόμασε Πέτρο (βράχο) για τη σταθερότητά του(Μάρκ. 3, 16), ενώ ο δεύτερος που ονομαζόταν Σαύλος, δηλαδή ζάλη, μετονομάστηκε Παύλος(Πράξ. 13, 9), δηλαδή ανάπαυλα – ανάπαυση, και πολύ φυσικά· γιατί όσο τάραξε πρωτύτερα τους πιστούς, τόσο ύστερα ανέπαυσε όλων τις ψυχές με έργο και με λόγο, όπως λέει γι’ αυτόν ο Χρυσόστομος.

Κοίταξε την ευλάβεια του Αποστόλου. Θυμούμενος το Θεό, δε δίδασκε μέχρις ότου πρόσφερε στο Θεό την ευχαριστία και υπόσχεση που χρεωστούσε(Πράξ. 18, 18), φανερώνοντας έτσι ότι από Αυτόν έχει τη γνώση και τη δύναμη· όπως είναι εύλογο, συνεδύαζε την ευχή με τη νουθεσία. Και ο θεσπέσιος Λουκάς άφησε ασυμπλήρωτες τις Πράξεις των Αποστόλων όχι από αμέλεια ή άλλη ανάγκη, αλλά γιατί αποδήμησε στο Θεό. Εμείς όμως όταν αφήσομε κάτι ατελείωτο, ενεργούμε από αμέλεια ή ανικανότητα, γιατί δεν κάνομε το έργο του Θεού με επιμέλεια και δεν το αγαπούμε σαν κύριο έργο, αλλά το καταφρονούμε σαν πάρεργο και βαρετό, και γι’ αυτό μένομε χωρίς προκοπή. Ή και γυρίζομε πίσω μερικοί πολλές φορές, όπως εκείνοι που στράφηκαν πίσω και δεν ακολούθησαν πλέον τον Ιησού(Ιω. 6, 66). Αν και –όπως λέει ο Χρυσόστομος– δεν ήταν σκληρός ο λόγος όπως νόμιζαν(Ιω. 6, 60), αλλά ό,τι ειπώθηκε σ’ αυτούς τότε, αναφερόταν σε δόγματα. Όπου όμως δεν υπάρχει προαίρεση, ούτε προθυμία, και τα εύκολα τα βρίσκει κανείς δύσκολα, όπως και αντίθετα.

Οικοδόμηση της ψυχής με τις αρετές Κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη προπάντων από υπομονή, όπως η γη από βροχή, λέει ο Μέγας Βασίλειος, για να βάλει πάνω σ’ αυτή το θεμέλιο, που λέει ο Απόστολος, δηλαδή την πίστη(Εβρ. 6, 1), και πάνω στην πίστη κτίζει σιγά-σιγά η διάκριση σαν έμπειρος οικοδόμος το σπίτι της ψυχής. Βάζει λοιπόν συνεχώς λάσπη από τη γη της ταπεινώσεως, για να δένει τη μιά πέτρα με την άλλη, δηλαδή τη μιά αρετή με την άλλη, μέχρις ότου τοποθετηθεί η στέγη, δηλαδή η τέλεια αγάπη. Τότε μπαίνει ο νοικοκύρης και κατοικεί στην ψυχή, αν έχει βέβαια καλούς θυρωρούς, οπλισμένους πάντοτε, δηλαδή φωτεινά νοήματα και θεοπρεπείς εργασίες, οι οποίες μπορούν να κάνουν ανενόχλητο τον βασιλιά. Να μην έχει για θυρωρό γυναίκα με το εργόχειρο στο χέρι(Β΄ Βασ. 4, 6), όπως λέει ο άγιος Νείλος * ερμηνεύοντας την παλιά ιστορία. Γι’ αυτό, λέει, δεν έβαλε ο πατριάρχης Αβραάμ γυναίκα θυρωρό, αλλά μάλλον ανδρείο και απότομο λογισμό, οπλισμένο με διάφορα όπλα, όπως λέει ο Απόστολος, κι ανάμεσα σ’ αυτά και με το ξίφος του Πνεύματος, δηλαδή με το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17), για να σκοτώνει ή ν’ απομακρύνει όσους τον πλησιάζουν. Γιατί μένει ανύστακτος και ορθός, σκοτώνοντας τους εχθρικούς λογισμούς με την αντίθετη πνευματική εργασία και τον αντιρρητικό λόγο, και αποκρούει με την καταφρόνηση και την εκδίωξη κάθε τι που έρχεται στην καρδιά και δεν είναι σύμφωνο με το σκοπό του Θεού, ώστε να μην εμποδίζεται διόλου ο φωτισμένος νους από τη θεωρία του Θεού και τα θεία νοήματα. Αυτό, λέει, είναι το έργο της ησυχίας· όπως σε άλλο μέρος ο άγιος Νείλος ερμηνεύει αλληγορικά τη θεία Γραφή και διασαφηνίζει ότι ο περισπασμός είναι η αιτία να σκοτισθεί ο νους. Και εύλογα. Γιατί αν δεν συγκρατείται από όλα τα μέρη ο νους, σαν νερό μέσα στο σωλήνα, δεν μπορεί η διάνοια να μαζευτεί στον εαυτό της για να ανεβεί και στο Θεό. Κι αν δεν ανεβεί κανείς νοερά και δεν γευθεί τα άνω, πώς μπορεί εύκολα να καταφρονήσει τα κάτω; * Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 245.

Ώστε οφείλομε, με την ενίσχυση της πίστεως, να τρέχομε με υπομονή, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 12, 1–2), και να έχομε σαν έργο μας να ευαρεστήσομε το Θεό. Και όταν έρθει ο καιρός, εκείνοι που τρέχουν καλά, θα μπορέσουν να αποκτήσουν τη μερική γνώση και ύστερα στο μέλλον την ολική, αφού καταργηθούν οι καθρέφτες(Α΄ Κορ. 1312), δηλαδή η φθαρτή αυτή ζωή. Εκεί, στη μέλλουσα ζωή, η ψυχή δεν επιθυμεί πια αντίθετα με τη σάρκα, ούτε η σάρκα αντίθετα με το Πνεύμα(Γαλ. 5, 17)· ούτε η ραθυμία μπορεί να φέρει τη λησμοσύνη και η λησμοσύνη την άγνοια, όπως τώρα παθαίνομε οι περισσότεροι κι έχομε ανάγκη να γράφομε για να θυμόμαστε. Πολλές φορές μου ήρθε αυθόρμητα κάποια σκέψη και την έγραψα να τη θυμάμαι· και σε καιρό πνευματικού πολέμου την είχα για βοήθεια και ανακούφιση ή ευχαριστία, όταν στηριζόταν στη θεία Γραφή. Αν όμως ήμουν αμελής σ’ αυτά και δεν την έγραφα, δεν την είχα, όταν τη χρειαζόμουν, και ζημιωνόμουν από την παγκάκιστη λησμοσύνη. Γι’ αυτό έχομε χρέος να μάθομε στην πράξη τις αρετές, για να διατηρείται από τη συνήθειά τους η ενθύμηση του αγαθού, και όχι μόνο με τα λόγια. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι λόγια η βασιλεία του Θεού, αλλά δύναμη(Α΄ Κορ. 4, 20).

Εκείνος που ζητάει με τα έργα, εκείνος γνωρίζει τη ζημία και το κέρδος σε όποιο πράγμα ασχολείται, λέει ο άγιος Ισαάκ, και αυτός μπορεί να δώσει συμβουλή σε άλλους, γιατί έπαθε πολλές φορές και απέκτησε πείρα.Γιατί, λέει, υπάρχουν πράγματα που φαίνονται καλά, κρύβουν όμως όχι τυχαία ζημία· και είναι άλλα που φαίνονται κακά, και εντούτοις περιέχουν πολύ μεγάλο κέρδος. Γι’ αυτό, λέει, δεν είναι ο κάθε άνθρωπος αξιόπιστος να δώσει συμβουλή, αλλά εκείνος που έλαβε από το Θεό χάρισμα διακρίσεως, και από την πολυκαιρία στην άσκηση απέκτησε διορατικό νου, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος. Και αυτό να το κάνει με μεγάλη ταπείνωση, να μη συμβουλεύει τους πάντες, αλλά εκείνους που ερωτούν θεληματικά και αβίαστα και με διάθεση μαθητείας. Και αυτό για να εντυπωθεί ο λόγος μέσα στην ψυχή εκείνου που ερωτά με ταπείνωση και με εκούσια αίτησή του, και να θερμαίνεται από την πίστη βλέποντας τον αγαθό σύμβουλο, σαν το θαυμαστό εκείνο σύμβουλο που είπε ο προφήτης Ησαΐας, «τον ισχυρό Θεό, τον Εξουσιαστή κλπ.»(Ησ. 9,6), εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ο Οποίος είπε σ’ εκείνον που του παραπονέθηκε: «Ποιος με όρισε άρχοντα και δικαστή σε σας»(Λουκ. 12, 14), αν και, όπως λέει η Γραφή, ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους(Ιω. 5, 22). Αλλά είπε έτσι για να μας δείξει και με αυτό, όπως και με όλα, το δρόμο της σωτηρίας με την αγία Του ταπείνωση. Γιατί δεν αναγκάζει, αλλά λέει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας με ακολουθεί(Ματθ. 16, 24)· δηλαδή να μη φροντίζει διόλου για τη ζωή του, αλλά όπως κάνω εγώ και υπομένω τον αισθητό και εκούσιο θάνατο για χάρη όλων, έτσι και αυτός ας με ακολουθεί με έργο και με λόγο, όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Αλλιώς, ας υπομένει τουλάχιστον το θάνατο της προαιρέσεως». Και πάλι, στον πλούσιο εκείνο είπε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου κλπ.»(Ματθ. 19, 21).

Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι είπε ψέμματα ο πλούσιος πως φύλαξε τις εντολές. Γιατί αν τις είχε φυλάξει, δεν θα είχε κτήματα πολλά, αφού ο Νόμος λέει πρώτα-πρώτα: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την ψυχή σου»(Δευτ. 6, 4–5). Λέγοντας “με όλη την ψυχή σου”, δεν επέτρεψε σ’ εκείνον που αγαπά το Θεό, να αγαπά και κάτι άλλο, για το οποίο να λυπάται όταν το απαρνείται. Επίσης ο Νόμος λέει: «Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»(Λευιτ. 19, 18), δηλαδή τον κάθε άνθρωπο. και πώς φυλάει την εντολή, όταν άλλοι πολλοί έχουν ανάγκη από την καθημερινή τροφή, ενώ αυτός έχει κτήματα πολλά και μάλιστα είναι δεμένος μαζί τους με πάθος; Γιατί αν τα είχε όπως ο Αβραάμ, ο Ιώβ και οι λοιποί Δίκαιοι, σαν να ήταν του Θεού, δεν θα έφευγε από το Χριστό λυπημένος(Ματθ. 19, 22). Επίσης και ο Χρυσόστομος λέει ότι ο πλούσιος πίστεψε ότι εκείνα που του έλεγε ο Κύριος ήταν αλήθεια, γι’ αυτό και έφυγε λυπημένος· ήταν αδύνατος όμως να τα εκτελέσει. Γιατί υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν τα λόγια των Γραφών, είναι όμως αδύνατοι στην εκπλήρωσή τους.

Είναι μεγάλο αγαθό η αγάπη και η συμβουλή με ταπείνωση Αυτά λοιπόν και άλλα περισσότερα συμβουλεύει ο Κύριος, όπως και οι Απόστολοι που γράφουν: «Σας παρακαλούμε, αγαπητοί, κάνετε τούτο κι εκείνο»(Α΄ Θεσ. 4, 10). Εμείς όμως δεν καταδεχόμαστε να παρακαλέσομε εκείνους που ζητούν από εμάς συμβουλή, ώστε όταν μας δουν ότι ταπεινωνόμαστε και ότι τους τιμούμε, να υπακούσουν με χαρά και να πληροφορηθούν ότι με αγάπη και μεγάλη ταπείνωση μιλάμε το λόγο της αγίας Γραφής. Και για την τιμή και αγάπη που τους δείχνομε, θα σπεύσουν και θα αποδεχθούν τα δύσκολα και θα τους φανούν εύκολα λόγω της αγάπης. Όπως ο άγιος Απόστολος Πέτρος, όταν άκουε συχνά σταυρό και θάνατο, χαιρόταν και ήταν σε τέτοια διάθεση, σαν να μην άκουε τίποτε γι’ αυτά, από την αγάπη που είχε στον Διδάσκαλο. Και για τα θαύματα δεν είχε κανένα πρόβλημα όπως οι άπιστοι, αλλά έλεγε στον Κύριο: «Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής»(Ιω.6, 68). Δεν ήταν όμως έτσι ο Ιούδας που πέθανε δύο φορές. Γιατί κρεμάστηκε(Ματθ. 27, 5), μα δεν πέθανε, αλλά αφού έζησε αμετανόητος αρρώστησε βαριά, σχίστηκε η κοιλιά του(Πράξ. 1,18), όπως λέει ο Απόστολος Πέτρος στις Πράξεις των Αποστόλων. Και ο άγιος Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους αδελφούς, άλλοτε λέει: «Σας αγαπώ τόσο πολύ, ώστε θέλω να σας δώσω όχι μόνο το Ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά και την ψυχή μου»(Α΄ Θεσ. 2, 8), και άλλοτε: «Εμείς είμαστε δούλοι σας για το Χριστό»(Β΄ Κορ. 4, 5). Στον Τιμόθεο πάλι γράφει, τους γεροντότερους να τους έχει σαν πατέρες, τους νεώτερους σαν αδελφούς(Α΄ Τιμ. 5, 1).

Και ποιος είναι ικανός να εννοήσει τελείως την ταπείνωση των Αγίων και την διάπυρη αγάπη που είχαν στο Θεό και στον πλησίον; Δεν οφείλομε λοιπόν αυτούς μονάχα να προσέχομε, αλλά και εκείνους στους οποίους μιλούμε ή γράφομε. Γιατί εκείνος που θέλει να νουθετήσει και να δώσει συμβουλή σε κάποιον, ή μάλλον υπενθύμιση όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οφείλει πρώτα να καθαρθεί από τα πάθη, για να γνωρίζει χωρίς πλάνη το σκοπό του Θεού και την κατάσταση εκείνου που ζητεί συμβουλή. Γιατί δεν ταιριάζει σε όλους το ίδιο φάρμακο, και αν ακόμη πρόκειται για την ίδια ασθένεια. Έπειτα πρέπει να βεβαιωθεί για τη διάθεση εκείνου που ζητεί συμβουλή, βλέποντας είτε την ολική υποταγή του με την ψυχή και το σώμα, είτε ότι τον παρακάλεσε αυθόρμητα με θερμή πίστη και ότι ζήτησε συμβουλή χωρίς να παρακινηθεί από το διδάσκαλο και χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη που να τον κάνει να υποκρίνεται, ότι τάχα έχει πόθο να ακούσει λόγο. Αλλιώς μπορεί να πέσουν και οι δύο σε ψεύδος, πολυλογία, πονηρία και πολλά άλλα. Αυτός που ερωτά, καθώς εξαναγκάζεται από τον δήθεν διδάσκαλο να πει παρά την προαίρεσή του, και ψεύδεται από ντροπή και υποκρίνεται ότι θέλει να κάνει καλό. Ο διδάσκαλος πάλι, με πονηρία, κολακεύει τον διδασκόμενο, για να ανακαλύψει τάχα εκείνα που κρύβει μέσα στη διάνοιά του· και γενικά θέτει σε κίνηση κάθε μηχανή και πολυλογία. και όπως λέει ο Σολομών, με την πολυλογία δε θα αποφύγει κανείς την αμαρτία(Παροιμ. 10,19). Έγραψε και ο Μέγας Βασίλειος ποιά είναι τα αμαρτήματα από αυτήν.

Αυτά όμως δεν ειπώθηκαν για να απομακρύνομε εκείνους που έρχονται για νουθεσία με πνεύμα υποταγής και με βέβαιη πίστη, και μάλιστα όσοι από μας είναι απαθείς, αλλά για να μη διδάσκομε εξαιτίας της κενοδοξίας μας με αυθάδεια, εμείς που είμαστε ακόμη εμπαθείς, εκείνους που ούτε από έργα ούτε από θερμή πίστη θέλουν να ακούσουν. Ούτε να τους διδάσκομε αυταρχικά, αλλά όπως έλεγαν οι Πατέρες, ότι χωρίς ερώτηση των αδελφών δεν πρέπει να ομιλεί κανείς με σκοπό να ωφελήσει, για να γίνεται το καλό με τη συγκατάθεσή τους(Φιλήμ. 14), όπως λένε οι Απόστολοι: «Μην ενεργείτε σαν να είστε εξουσιαστές του ποιμνίου, αλλά να γίνεστε υπόδειγμα γι’ αυτό»(Α΄ Πέτρ. 5, 3). Και ο Παύλος γράφει προς τον άγιο Τιμόθεο: «Ο γεωργός πρέπει πρώτος να τρώει από τους καρπούς»(Β΄ Τιμ. 2, 6), δηλαδή να κάνει πρώτος εκείνα που μέλλει να διδάξει. Και αλλού του λέει: «Κανένας να μη σε καταφρονεί για τη νεότητά σου»(Α΄ Τιμ. 4, 12), δηλαδή να μην κάνεις τίποτε απ’ όσα συνηθίζουν οι πιο νέοι, αλλά να είσαι τέλειος με τη χάρη του Χριστού. Επίσης και το Γεροντικό γράφει ότι οι Πατέρες χωρίς να ερωτηθούν από τους αδελφούς δεν έλεγαν τίποτε για σωτηρία ψυχής, αλλά το νόμιζαν αργολογία. και δικαίως. Γιατί το να μιλάμε χωρίς να ερωτηθούμε, σημαίνει ότι νομίζομε πως έχομε περισσότερη γνώση από τους άλλους. Γιατί όσο περισσότερο είμαστε αμαρτωλοί, τόσο νομίζομε ότι έχομε ελευθερία· όπως και οι Άγιοι, όσο πλησιάζουν το Θεό, τόσο περισσότερο νομίζουν ότι είναι αμαρτωλοί, λέει ο άγιος Δωρόθεος. Γεμάτοι έκπληξη που αξιώθηκαν τη γνώση περί Θεού, έρχονταν σε αμηχανία. Επίσης και οι άγιοι Άγγελοι από την απέραντη ευφροσύνη και έκπληξη δε χορταίνουν να δοξολογούν το Θεό. Και διότι καταξιώθηκαν να υμνούν τέτοιον Κύριο, τον υμνούν ακατάπαυστα, θαυμάζοντας τα έργα Του, όπως είπε ο Χρυσόστομος, και προοδεύοντας σε μεγαλύτερη γνώση, όπως λέει ο Θεολόγος. Το ίδιο και όλοι οι Άγιοι και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα.

Όπως οι νοερές δυνάμεις μεταδίδουν η μιά στην άλλη το φωτισμό, έτσι και οι λογικοί διδάσκονται

ο ένας από τον άλλον. Άλλοι μαθαίνουν από τις θείες Γραφές και διδάσκουν τους υποδεέστερους· άλλοι μαθαίνουν νοερά από το Άγιο Πνεύμα και φανερώνουν τα μυστήρια που τους αποκαλύφθηκαν γραπτώς. Γι’ αυτό έχομε ανάγκη να ταπεινωθούμε εμπρός στο Θεό και τους άλλους, αφού έχομε την ύπαρξη και τα πάντα από το Θεό και, μέσω Αυτού, τη γνώση ο ένας από τον άλλον. Εκείνος που έχει ταπείνωση, φωτίζεται περισσότερο· εκείνος όμως που δεν έχει ταπείνωση, μένει στο σκοτάδι, όπως εκείνος που ήταν πρωτύτερα εωσφόρος, και ύστερα διάβολος. Γιατί ο εωσφόρος ήταν ο πρώτος στο κατώτερο τάγμα των νοερών δυνάμεων, δηλαδή το δέκατο στη σειρά μετά το ανώτατο που παραστέκεται εμπρός στον φοβερό θρόνο του Θεού και πρώτο από τη γη προς τα πάνω. Αλλά για την έπαρσή του έπεσε, μαζί με τους αγγέλους που του υπάκουσαν, όχι μόνο κάτω από τα εννέα τάγματα και από εμάς τους γήινους, αλλά και κάτω από τα καταχθόνια, και ρίχτηκε στον τάρταρο για την αγνωμοσύνη του. Γι’ αυτό πολλές φορές έχει λεχθεί ότι αρκεί η αλαζονεία για να χαθεί η ψυχή, χωρίς άλλη αμαρτία.

Εκείνος που νομίζει ότι είναι μικρά τα αμαρτήματά του, παραχωρείται να πέσει σε μεγαλύτερα, λέει ο άγιος Ισαάκ. Και εκείνος που έλαβε δώρο από το Θεό και είναι αχάριστος, ετοιμάζει τη στέρηση του δώρου, γιατί έκανε τον εαυτό του ανάξιο της δωρεάς του Θεού, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Γιατί η ευχαριστία είναι μεσίτριά μας. Πλην όμως η ευχαριστία να μην είναι όπως του Φαρισαίου εκείνου(Λουκ. 18, 11), που κατέκρινε τους άλλους και δικαίωνε τον εαυτό του, αλλά μάλλον να αναγνωρίζει ότι χρωστά περισσότερα από όλους και, απορώντας πώς να τα ανταποδώσει, να ευχαριστεί γεμάτη έκπληξη, κατανοώντας την ανείπωτη μακροθυμία και ανοχή του Θεού. Και όχι μόνον αυτό, αλλά πρέπει και να θαυμάσομε πώς ο Υπερύμνητος Θεός, ενώ δεν έχει ανάγκη από τίποτε, δέχεται από εμάς την ευχαριστία, και αυτό, ενώ εμείς τον παροργίζομε και τον παραπικραίνομε πάντοτε, μ’ όλο που τόσες και τόσο μεγάλες ευεργεσίες μας έκανε, γενικές και ειδικές, για τις οποίες έγραψε ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί Πατέρες, όχι μόνο σωματικές, αλλά και ψυχικές με πολλούς τρόπους.

Αυτές είναι αναρίθμητες, κι ανάμεσά τους και τούτη: Άλλα από τα περιεχόμενα των θείων Γραφών είναι φανερά και ευκολονόητα, ενώ άλλα ασαφή και δυσκολονόητα. Και τούτο για να έλκει με τα πρώτα τους πιο αμελείς στην πίστη και στην αναζήτηση των υπολοίπων, ώστε να μην πέσομε από τη μεγάλη ακατανοησία των Γραφών σε απόγνωση και απιστία· με τα άλλα πάλι, να μην καταδικαστούμε περισσότερο εξαιτίας της καταφρονήσεως του ευκολονόητου ρητού, αλλά με αυτοπροαίρετους κόπους όσοι θέλουν να ερευνούν έμπρακτα τα δυσκολονόητα και από αυτό θα επαινεθούν, όπως λέει ο Χρυσόστομος.

Η επανάληψη στη θεία Γραφή δεν είναι πολυλογία Η θεία Γραφή πολλές φορές επαναλαμβάνει το ίδιο ρητό, και δεν είναι πολυλογία, αλλά το κάνει από φιλανθρωπία, για να οδηγεί με τη συχνότερη υπενθύμιση τους πιο αμελείς στη μνήμη και κατανόηση των λεγομένων με παράδοξο τρόπο, και για να μη διαφύγει την ακοή ο λόγος από τη συντομία και τη μικρότητα του ρητού. Τούτο πολύ περισσότερο όταν είμαστε απασχολημένοι με τα πράγματα του βίου, εμείς που δεν έχομε μήτε τη μερική γνώση που λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 13, 9). Αν και πάνω σ’ αυτό, ο Χρυσόστομος λέει πως η μερική γνώση που έχομε δεν είναι κι αυτή πλήρης ως μερική, αλλά μέρος της μερικής. Θα καταργηθεί δε, όχι με το να εξαφανιστεί και να πάψει να υπάρχει –γιατί τότε ούτε γνώση θα είχαμε, ούτε θα ήμασταν άνθρωποι–, αλλά με το να αντικατασταθεί η μερική γνώση από τη γνώση πρόσωπο με πρόσωπο, όπως καταργείται η νηπιακή ηλικία με την ενηλικίωση. Αυτά τα είπε ο ίδιος ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 13, 10–12), ερμηνεύοντας το ρητό με το παράδειγμα του νηπίου. Όπως πάλι λέει ο Χρυσόστομος, γνωρίζομε τον ουρανό ότι υπάρχει, αλλά τι είναι δεν γνωρίζομε· τότε θα καταργηθεί η μικρότερη γνώση από τη μεγαλύτερη, δηλαδή θα μάθομε και τι είναι ο ουρανός, ώστε να αυξηθεί περισσότερο η γνώση. Γιατί πολλά μυστήρια του Θεού είναι κρυμμένα μέσα στις θείες Γραφές και δεν γνωρίζομε το σκοπό του Θεού μέσα στα λεγόμενα. Αλλά, όπως λέει ο Θεολόγος, μην υψηλοφρονήσει κανείς βλέποντας ότι με καλή πρόθεση ομολογούμε την άγνοιά μας, και κατηγορήσει τις λέξεις. Είναι παράλογο και ανάρμοστο να μην προσέχομε στο σκοπό αλλά στις λέξεις, λέει ο Μέγας Διονύσιος. Όταν όμως κανείς ζητήσει μέσω του μακαρίου πένθους, τότε βρίσκει. Αυτή είναι η εργασία του φόβου με την οποία γίνεται η φανέρωση των κρυπτών.

Για παράδειγμα· ο προφήτης Ησαΐας λέει: «Οι νεκροί δεν θα δουν ζωή»(Ησ. 26, 14), ενώ παρακάτω λέει: «Θα αναστηθούν οι νεκροί»(Ησ. 26, 19). Αυτό δεν είναι διαφωνία όπως νομίζουν όσοι δεν γνωρίζουν το σκοπό από τη θεωρία της Γραφής. Το “δεν θα δουν ζωή”, το είπε για τα είδωλα των εθνών που είναι άψυχα, ενώ το “θα αναστηθούν οι νεκροί” το είπε για την κοινή ανάσταση και την ευφροσύνη των δικαίων. Ακόμη το είπε και προφητικώς για την συνανάσταση των νεκρών κατά την Ανάσταση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Επίσης και στο άγιο Ευαγγέλιο, για τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, ο ένας Ευαγγελιστής λέει πως έγινε έπειτα απο έξι ημέρες, ενώ ο άλλος “έπειτα από οκτώ ημέρες”(Λουκ. 9, 28), δηλαδή μετά τη θαυματοποιία που προηγήθηκε και τη διδασκαλία του Κυρίου. Τούτο γιατί ο ένας παρέλειψε την πρώτη και την τελευταία ημέρα και ανέφερε τις ενδιάμεσες έξι, ενώ ο άλλος υπολόγισε και αυτές και έτσι είπε οκτώ. Και πάλι, ο Θεολόγος Ιωάννης σ’ ένα μέρος του αγίου Ευαγγελίου του λέει: «Είναι και πολλά άλλα, όσα έκανε

ο Ιησούς εμπρός στους μαθητές Του, τα οποία δεν είναι γραμμένα κλπ.»(Ιω. 20, 30), ενώ σε άλλο μέρος λέει: «Είναι και άλλα πολλά, τα οποία έκανε ο Ιησούς»(Ιω. 21, 25), και δε λέει, «εμπρός στους μαθητές Του». Πάνω σ’ αυτό, ο άγιος Πρόχορος, που έγραψε με υπαγόρευση του Ευαγγελιστή, γράφει ότι το πρώτο ρητό αναφέρεται στα θαύματα και στα άλλα που έκανε ο Κύριος και που δεν τα έγραψε ο Ιωάννης, επειδή είχαν ήδη γραφεί από τους άλλους Ευαγγελιστές· γι’ αυτό πρόσθεσε τη φράση «εμπρός στους μαθητές Του». Ενώ το δεύτερο ρητό αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου, όταν δεν είχε ακόμη σαρκωθεί ο Λόγος του Θεού, με τον Οποίο ο Πατέρας δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν, λέγοντας “ας γίνει αυτό”(Γεν. 1, 3 και 6), και γινόταν γι’ αυτά λέει ο Θεολόγος ότι, «αν γράφονταν λεπτομερώς κλπ.».

Και γενικά κάθε Γραφή και κάθε λόγος Θεού ή κάποιου Αγίου ή κάποιου από τα αισθητά ή τα νοητά κτίσματα κρύβει κάποιο σκοπό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε ανθρώπινος λόγος. Και κανείς δε γνωρίζει το νόημα του κάθε ρητού, παρά μόνον αν του αποκαλυφθεί. Όπως λέει ο Κύριος, «ο άνεμος πνέει όπου θέλει κλπ.»(Ιω. 3,8). Πάνω σ’ αυτό είπε ο Χρυσόστομος ότι ο Χριστός δεν εννοούσε ότι ο αέρας έχει εξουσία να πηγαίνει όπου θέλει, αλλά ανέφερε τον άνεμο από συγκατάβαση προς την αδυναμία του Νικοδήμου, για να καταλάβει τι του έλεγε ο Κύριος. Τον αέρα τον ανέφερε, θέλοντας να πει για το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή για τα λόγια που του έλεγε, όπως είπε και σε κάποιους άλλους ότι, «τα λόγια που ενώ λέω, είναι πνεύμα»(Ιω. 6, 63), δηλαδή πνευματικά, «και όχι όπως εσείς νομίζετε· δεν σας λέω για σωματικά πράγματα, ώστε εσείς οι σωματικοί να τα καταλαβαίνετε». Γι’ αυτό λέει ο Δαμασκηνός ότι, αν δεν ακούσει κανείς ποιος είναι ο σκοπός κάποιου λόγου από εκείνον που λέει το λόγο, δεν μπορεί να πει ότι γνωρίζει το σκοπό αυτό. Και πώς τολμά κανείς να πει ότι γνωρίζει το σκοπό του Θεού που κρύβεται μέσα στις θείες Γραφές, χωρίς να του τον φανερώσει ο Υιός του Θεού; Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Και σ’ όποιον θελήσει να το φανερώσει ο Υιός»(Ματθ. 11, 27)· σ’ όποιον δηλαδή έχει την καλή προαίρεση να λάβει με την τήρηση των θείων εντολών Του, χωρίς τις οποίες, όποιος λέει ότι γνωρίζει, ψεύδεται. Γιατί το λέει έπειτα από δικούς του συλλογισμούς και όχι επειδή έμαθε από το Θεό, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ακόμη και αν από υπερηφάνεια καυχιέται πέρα από τα όρια(Β΄ Κορ. 10, 13). Αυτόν ο Θεολόγος άλλοτε τον αποκαλεί “Ω φιλοσοφότατε εσύ”, και άλλοτε “Ω γραμματισμένε εσύ”, ονειδίζοντας την έπαρσή του, που εξαιτίας της νομίζει ότι κατέχει κάτι, ενώ έχει άγνοια. Και αυτό όμως που νομίζει πως έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), γιατί δεν θέλει να πει, όπως όλοι οι Άγιοι, “δεν γνωρίζω”, ώστε να του δοθεί λόγω της ταπεινώσεως, και μάλιστα με το παραπάνω, όπως έγινε και στους Αγίους. Αυτοί, αν και γνώριζαν, έλεγαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτε, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Παράδειγμα ο Απόστολος, που δεν είπε: «Ακόμη δε γνωρίζω τίποτε», αλλά: «Δε γνωρίζω τίποτε όπως πρέπει»(Α΄ Κορ. 8, 2). Ώστε γνώριζε, αλλά όχι όπως έπρεπε.

Η ψεύτικη γνώση Η ψεύτικη γνώση είναι εκείνη που νομίζει ότι γνωρίζει εκείνα που ποτέ δεν έμαθε. Αυτή είναι χειρότερη από την τέλεια άγνοια, λέει ο Χρυσόστομος, γιατί δεν καταδέχεται να διδαχθεί από άλλον και να διορθωθεί, νομίζοντας η παγκάκιστη ότι είναι ορθή. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι, εκείνα που βρίσκονται μέσα στις θείες Γραφές οφείλομε να τα ζητούμε με πόνο, με ταπείνωση και συμβουλή των εμπείρων, για να τα μάθομε με τα έργα μάλλον παρά με τα λόγια· εκείνα όμως για τα οποία σιωπούν οι Γραφές, να μην τα ζητούμε διόλου, γιατί αυτό είναι παράλογο, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος για εκείνους που ζητούν να προγνωρίζουν τα μέλλοντα και δε θέλουν να παραιτηθούν μάλλον από αυτό, ως ανάξιοι. Αν και κάποτε αυτό ίσως γίνεται όχι από δαιμονική ενέργεια, αλλά από τη θεία Πρόνοια για ωφέλεια των πολλών, όπως έγινε παλιά στο Ναβουχοδονόσορα(Δαν. 2, 31–35) και στον Βαλαάμ(Αριθ. 24), μ’ όλο που οι ίδιοι ήταν ανάξιοι· και πολύ περισσότερο όταν γίνεται με όνειρα ή τίποτε φαντασίες. Ο λόγος που αυτά δεν έχουν ειπωθεί είναι για να ερευνούμε τις Γραφές με πράξεις σωματικές και ηθικές, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ώστε να βρούμε αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και για να μην τα ζητούμε με το λογικό και από υπερηφάνεια νομίζομε ότι κάτι πετύχαμε, και μάλιστα εκείνα που είναι κρυμμένα από εμάς, για μεγαλύτερη ταπείνωση, και τέλος για να μην καταδικαστούμε παραβαίνοντάς τα με γνώση μας. Γιατί όποιος αξιώθηκε να αποκτήσει νοερή γνώση και δεν αγωνίζεται με πολλή σχολή και προσοχή στη μελέτη των θείων Γραφών και των γνώσεων που του δόθηκαν, με ταπείνωση και φόβο Θεού, νιώθοντας ανάξιος για όσα του δώρισε ο Θεός, αποδιώχνεται από τη γνώση με απειλές, όπως ο Σαούλ από το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 15, 28–29), λέει ο άγιος Μάξιμος *. Ενώ εκείνος, λέει, που σχολάζει και αγωνίζεται, οφείλει σαν τον Δαβίδ να παρακαλεί πάντοτε και να λέει: «Κτίσε μέσα μου καρδιά καθαρή, Θεέ μου, και εγκατάστησε στα βάθη μου το ευθές Πνεύμα»(Ψαλμ. 50, 12), ώστε να γίνει άξιος της επιφοιτήσεώς Του.

* Τρίτη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 65 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 85).

Όπως τότε οι Απόστολοι έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος την τρίτη ώρα της ημέρας, όπως αναφέρεται στις Πράξεις(Πράξ. 2, 15), και σε ημέρα Κυριακή, όπως λέει ο θεσπέσιος Λουκάς(Πράξ. 2, 1). Γιατί η Πεντηκοστή που λέει, είναι η έβδομη Κυριακή από την Κυριακή που γινόταν το Ιουδαϊκό φάσκα, που ερμηνεύεται ελληνικά “διάβαση” και “ελευθερία”. Η Κυριακή λοιπόν που είναι μετά πενήντα μέρες, λέγεται Πεντηκοστή, γιατί συμπληρώνει τις πενήντα ημέρες από το Πάσχα, σύμφωνα με το Νόμο(Δευτ. 16, 9–10). και ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει στο άγιο Ευαγγέλιό του, «κατά την τελευταία και μεγάλη γιορτή»(Ιω. 7, 37), γιατί τότε γινόταν απόδοση της γιορτής του Πάσχα. Όπως λέει ο Δαμασκηνός, η χάρη δόθηκε την τρίτη ώρα, αλλά σε μία ημέρα, την Κυριακή, για να φανερώσει ότι πρέπει να σεβόμαστε τρεις Υποστάσεις, αλλά με ενιαία εξουσία, δηλαδή τη μία θεότητα. Γιατί η Κυριακή λέγεται “μία της εβδομάδας” και όχι “πρώτη”, λέει ο Χρυσόστομος, επειδή την ξεχωρίζει η θεία Γραφή. Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γι’ αυτήν, γι’ αυτό και δεν την ονομάζει με σειρά όπως τη Δευτέρα και τις υπόλοιπες· επειδή είναι ξεχωριστή ημέρα, την ονομάζει “μία των Σαββάτων”(Ψαλμ. 23, τίτλος), δηλαδή της εβδομάδας, ενώ αλλιώς θα την ονόμαζε “πρώτη”. Στη νέα περίοδο της χάρης τώρα, αυτή η αγία και επίσημη ημέρα(Λευϊτ. 23, 35–36) ονομάζεται “Κυριακή”(Αποκ. 1, 10) , επειδή σ’ αυτήν έγιναν τα κυριότερα περιστατικά της ζωής του Κυρίου, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Ανάσταση(Λουκ. 24, 1–2), και σ’ αυτή μέλλει να γίνει η κοινή ανάσταση των νεκρών. Αυτή την ημέρα, λέει ο Δαμασκηνός, δημιουργήθηκε το αισθητό φως από το Θεό(Γέν. 1, 2), και πάλι αυτή την ημέρα θα γίνει η Παρουσία του Κυρίου, για να μείνει στους απέραντους αιώνες η ημέρα αυτή “μία” και “όγδοη”, καθώς βρίσκεται έξω από τους επτά αυτούς αιώνες που έχουν ημέρες και νύχτες.

Επειδή λοιπόν μάθαμε το σκοπό αυτών των πραγμάτων από τους Αγίους, ας μάθομε και το σκοπό κάθε εργασίας του παρόντος λόγου από την αρχή. Ο σκοπός λοιπόν που λέμε μιά φορά τα ονόματα των βιβλίων και των Αγίων, είναι για να θυμόμαστε πάντα τα λόγια τους και για να αποκτήσομε ζήλο να μιμηθούμε τους βίους των, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και για να τα μάθουν όσοι τα αγνοούν. Εκείνος που γνωρίζει τα βιβλία, θα τα θυμηθεί, ενώ εκείνος που δεν τα γνωρίζει, θα αναζητήσει το αντίστοιχο βιβλίο. Το ότι αναφέρομε και μετά, σε κάθε μέρος, τον Άγιο ή την τυχούσα Γραφή, το κάνομε για συχνότερη υπόμνηση και για να θυμηθούμε με λίγα λόγια τα έργα και τα λόγια καθενός από αυτούς, αλλά και για να κατανοούμε όσα λέει στη συνέχεια κάθε ρητό της θείας Γραφής, ή του διδασκάλου τη διάκριση και την καλή συμβουλή· γιατί δεν είναι δικά μου τα λεγόμενα, αλλά των θείων Γραφών. Επίσης για να θαυμάζομε και να κατανοούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού, πώς με μελάνι και χαρτί οικονόμησε τη σωτηρία των ψυχών μας και μας χάρισε τόσο πολλές γραφές και τόσους διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως. Και πώς εγώ, ο αμαθής και ράθυμος, αξιώθηκα τόσες γραφές να μελετήσω, χωρίς να έχω κανένα δικό μου βιβλίο ή τίποτε άλλο καθόλου, αλλά είμαι πάντοτε ξένος και φτωχός και περνώ τον καιρό μου με κάθε ανάπαυση και αμεριμνία και με μεγάλη σωματική απόλαυση. Αν τώρα αφήνω μερικά χωρίς όνομα, αυτό είναι από την αμέλειά μου και για να μη μακραίνει ο λόγος.

Παραθέσαμε κοινές απορίες και τις λύσεις τους, για να μαθαίνουν οι αναγνώστες και για να ευχαριστούν το Θεό που χάρισε στους Αγίους Του, τους Πατέρες μας, τη γνώση και τη διάκριση, και μέσω εκείνων σ’ εμάς τους ανάξιους· τα παραθέσαμε επίσης για καταδίκη όσων είμαστε αδύνατοι και χωρίς γνώση. Επίσης έγινε λόγος για τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, που σώθηκαν ενώ ήταν πολύ πλούσιοι και ζούσαν ανάμεσα σε αμαρτωλούς και άπιστους ανθρώπους, αν και ήταν κι αυτοί άνθρωποι με την ίδια φύση όπως κι εμείς που δεν θέλομε να φτάσομε στο μέτρο της τελειότητας, μ’ όλο που έχομε λάβει περισσότερη πείρα και γνώση του καλού και του κακού, αφού μάθαμε τα δικά τους και αξιωθήκαμε περισσότερη χάρη και τόση γνώση των Γραφών.

Αναφερθήκαμε επίσης και στα δικά μας έργα, των μοναχών, για να μάθομε ότι με πολλούς τρόπους μπορούμε να σωθούμε, αν εγκαταλείψομε τα δικά μας θελήματα, και ότι αν δεν κάνομε έτσι, δεν μπορούμε να έχομε ανάπαυση, αλλά ούτε και τα θεία θελήματα μπορούμε να μάθομε και να κάνομε. Γιατί το θέλημά μας είναι μεσότοιχο που μας χωρίζει από το Θεό, και αν δεν γκρεμιστεί το μεσότοιχο, δεν μπορούμε να μάθομε και να κάνομε το θέλημα του Θεού, αλλά βρισκόμαστε μακριά Του και μας τυραννούν οι εχθροί παρά τη θέλησή μας. Είπαμε ακόμη ότι η ησυχία είναι μεγαλύτερη από όλα και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να καθαρθούμε από τα πάθη και να γνωρίσομε την αδυναμία μας και τις πανουργίες των δαιμόνων, αλλά ούτε και του Θεού τη δύναμη και την πρόνοια θα μπορέσομε να εννοήσομε από τα θεία λόγια που ψάλλονται και διαβάζονται. Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχομε ανάγκη από αυτή τη σχολή, είτε μερικά, είτε ολοκληρωτικά, και χωρίς αυτή είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σε γνώση πνευματική και ταπεινοφροσύνη, μέσω της οποίας εννοεί εκείνος που έχει καλή προαίρεση τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις Γραφές και σε όλα τα κτίσματα. Ακόμη, ότι δεν πρέπει κανείς να μεταχειρισθεί πράγμα ή λόγο ή προσπάθεια ή νόημα έξω από την απαραίτητη ανάγκη της σωτηρίας της ψυχής και της συντηρήσεως του σώματος. Και ότι χωρίς διάκριση, και εκείνα ακόμη που νομίζονται καλά δεν είναι δεκτά από το Θεό· αλλά και έξω από τον σωστό σκοπό η καλή εργασία δεν μπορεί να ωφελήσει κανέναν.

Τα τροπάρια γράφτηκαν εδώ για να τα εννοούμε και αυτά και τις άλλες Γραφές και να έρχονται σε κατάνυξη όσοι είναι ακόμη αδύνατοι πνευματικώς, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Γιατί η μελωδία, λέει ο Μέγας Βασίλειος, έλκει τη διάνοια του ανθρώπου σ’ εκείνο που θέλει, είτε στο πένθος, είτε στον πόθο, είτε στη λύπη, είτε στη χαρά. Είπαμε επίσης ότι έχομε χρέος να ερευνούμε τις Γραφές κατά την εντολή του Κυρίου, για να βρούμε μέσα σ’ αυτές την αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και να προσέχομε στο νόημα των ψαλμών και των τροπαρίων, και να γνωρίσομε με πολλή γνώση ότι έχομε άγνοια. Γιατί, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν γευθεί κανείς τη γνώση, δεν ξέρει πόσα στερείται.

Γράφτηκαν και οι αιτίες γενέσεως των αρετών και των παθών, για να αποκτήσομε πείρα και γνώση, ώστε να τα γνωρίζει κανείς αυτά και να αγωνιστεί για τους γεννήτορές τους· άλλους ν’ αποκτήσει, άλλους να αποβάλλει και άλλους να νικά με την αντίθετη εργασία. Και ότι τις μεν σωματικές πράξεις, σαν τα φυτά οφείλομε να τις συντηρούμε πάντοτε με την καλή εργασία, τις δε ψυχικές αρετές οφείλομε να προσέχομε πάντοτε, και να μελετούμε πώς να αποκτήσομε την κάθε μιά αρετή. Και αφού μάθομε γι’ αυτό από τις θείες Γραφές και τους Αγίους, να το τηρούμε με πόνο ψυχής σαν θησαυρό με την εργασία μας, μέχρις ότου φτάσομε στην έξη της κάθε αρετής. Και τότε με επιμέλεια να αρχίζομε την άλλη αρετή, για να μην καταπιαστούμε αμέσως με όλες και ίσως ατονήσομε, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Αλλά να αρχίζομε από την υπομονή όσων μας συμβαίνουν, και τότε να προχωρούμε με δύναμη και στις υπόλοιπες αρετές με κάθε προθυμία, έχοντας σκοπό να ευαρεστήσομε το Θεό. Όλοι χρεωστούμε να φυλάγομε τις εντολές του Θεού ως Χριστιανοί, επειδή δεν χρειαζόμαστε σωματικό κόπο για να αποκτήσομε τις ψυχικές αρετές, αλλά μονάχα προαίρεση και προθυμία για να λάβομε τη δωρεά, όπως λένε ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί. Πλην όμως οι ψυχικές αρετές κατορθώνονται ευκολότερα διά μέσου των σωματικών πράξεων, και μάλιστα από τους ησυχαστές, λόγω της απερίσπαστης ζωής και της αμεριμνίας για όλα· γιατί δεν μπορεί κανείς να βλέπει τα ήθη του και να τα διορθώνει, εκτός αν σχολάζει και μεριμνά γι’ αυτά.

Γι’ αυτό οφείλει κανείς πρώτα να αποκτήσει απάθεια με την αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, και τότε, αν το καλέσει ο καιρός, να γίνει προϊστάμενος άλλων και να οικονομεί τα πράγματα χωρίς να επισύρει κατάκριση ή να βλάπτεται, καθώς με την έξη της ελευθερίας από εμπαθείς κλίσεις έφτασε σε τέλεια απάθεια, και μάλιστα αν έλαβε από το Θεό την κλήση –λέει ο Δαμασκηνός–, όπως ο Μωυσής(Έξ. 3, 4), ο Σαμουήλ(Α΄ Βασ. 3, 10) και οι λοιποί Προφήτες(Ησ. 6, 8· Ιερ. 1, 5) και οι άγιοι Απόστολοι(Ματθ. 4, 19 και 21), για να σωθούν πολλοί. Κι όχι μόνο αυτό, λέει, αλλά πρέπει κανείς και να διστάζει να δεχτεί, όπως ο Μωυσής(Εξ. 3, 11· 4, 10 και 13), ο Αββακούμ(Δαν. [Βήλ και Δρ.] 35), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλοι· και όπως είπε ο άγιος Πρόχορος για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ότι δε θέλησε να αφήσει την προσφιλή του ησυχία, αν και είχε χρέος ως Απόστολος να μην ησυχάζει, αλλά να κηρύττει. Και βέβαια δεν έφυγε στην ησυχία σαν κάποιος εμπαθής ο απαθέστατος, μη γένοιτο· αλλά επειδή δεν ήθελε να χωριστεί από τη θεωρία του Θεού και να στερηθεί ποτέ τη γλυκύτητα της ησυχίας. Άλλοι πάλι, ενώ ήταν απαθείς, έφυγαν από ταπεινοφροσύνη στις βαθύτερες ερήμους, από φόβο της συγχύσεως, όπως ο Μέγας Σισώης, ο οποίος, όταν τον κάλεσε ο μαθητής του να πάνε σε πιο αναπαυτικό τόπο, δεν πείσθηκε, αλλά είπε: «Όπου δεν είναι άνθρωποι, εκεί να πάμε». Κι όμως είχε φτάσει σε τόση απάθεια, ώστε έγινε αιχμάλωτος της αγάπης του Θεού, και από την αγάπη αυτή δεν αισθανόταν τα σωματικά και δε γνώριζε αν έφαγε ή όχι. και γενικά όλοι έκοβαν τα θελήματά τους μέσα σε βαθιά ησυχία, και έτσι μερικοί, σαν μαθητές, εκλέχθηκαν από τον διδάσκαλό τους να διδάσκουν άλλους και να δέχονται την εξομολόγηση των λογισμών των άλλων και να έχουν εξουσία επάνω σε άλλους, είτε ως αρχιερείς, είτε ως ηγούμενοι, αφού δέχθηκαν με νοερή αίσθηση την σφραγίδα από το Άγιο Πνεύμα μέσω της επιφοιτήσεώς Του, όπως οι άγιοι Απόστολοι(Πράξ. 2,3), και πριν από αυτούς ο Ααρών(Έξ. 28,1), ο Μελχισεδέκ(Γεν. 14, 18· Εβρ. 7) και άλλοι.

Ο Δαμασκηνός λέει ότι εκείνος που τολμά μόνος του να ανεβαίνει σε τέτοια αξιώματα, καταδικάζεται. αφού εκείνοι που αναλαμβάνουν τα διάφορα αξιώματα αυθαίρετα χωρίς βασιλική προσταγή, καταδικάζονται βαριά, πόσο μάλλον εκείνοι που τολμούν να λάβουν τα θεϊκά αξιώματα χωρίς την προσταγή του Θεού; Και μάλιστα αν από άγνοια ή υπερηφάνεια νομίζουν ότι δεν τιμωρείται η φρικτή αυτή ενέργεια, ή ότι μπορούν να την ασκούν για να έχουν τιμή και ανάπαυση, και όχι μάλλον για να βυθιστούν σε άβυσσο ταπεινώσεως και να υπομείνουν ακόμη και θάνατο, αν ο καιρός το καλέσει, για χάρη των υποτακτικών και των εχθρών. Έτσι έκαναν οι άγιοι Απόστολοι καθώς δίδασκαν άλλους, και αυτό ενώ ήταν απαθείς και σοφοί σε υπέρτατο βαθμό. Αν όμως ούτε αυτό το γνωρίζομε, ότι δηλαδή είμαστε αδύνατοι και ανίκανοι, τι πρέπει να πούμε;

Η υπερηφάνεια και η άγνοια τυφλώνουν εκείνους που δε θέλουν να βλέπουν με αυτοσυγκέντρωση την αδυναμία και την άγνοιά τους. Όπως λέει το Γεροντικό, το κελί του μοναχού είναι το καμίνι της Βαβυλώνας, μέσα στο οποίο οι τρείς παίδες βρήκαν τον Υιό του Θεού(Δαν. 3, 25). Και αλλού λέει: «Κάθησε στο κελί σου και αυτό όλα θα σου τα διδάξει». Και ο Κύριος είπε: «Όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους»(Ματθ. 18, 20). Επίσης, ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Μην παρεκκλίνεις –λέει ο Σολομών– δεξιά ή αριστερά, αλλά βάδιζε το βασιλικό δρόμο, δηλαδή να ησυχάζεις μαζί με έναν ή δύο· και μήτε μόνος στην έρημο, μήτε με μεγάλη συνοδεία αδελφών. Ο μέσος όρος είναι κατάλληλος για τους περισσότερους.» Και αλλού λέει: «Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία φωτίζει το νου, η ησυχία φέρνει το πένθος, το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και πλένει την ψυχή και την κάνει αναμάρτητη». Γι’ αυτό και θ’ αναφέρομε στο τέλος του λόγου τα ονόματα όλων σχεδόν των αρετών και των παθών, για να μάθομε πόσες αρετές οφείλομε να αποκτήσομε και για πόσες κακίες να πενθούμε· γιατί χωρίς πένθος δεν γίνεται κάθαρση. Πένθος όμως δεν υπάρχει σε συνεχή περισπασμό. Και χωρίς κάθαρση της ψυχής δεν δέχεται κανείς πληροφορία για τη σωτηρία του. Και χωρίς πληροφορία, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι επικίνδυνος. Το αβέβαιο, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ίσως αναξιόπιστο.

Οι οκτώ θεωρίες που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα, δεν είναι δικές μας εργασίες, αλλά μισθός για την εργασία μας των αρετών. Και δεν πρέπει να τις αποκτήσομε μόνο από την ανάγνωση, και αν ακόμη προσπαθούμε από υπερήφανη προθυμία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, για τις τελειότερες, δηλαδή τις τέσσερις τελευταίες· γιατί πρόκειται για ουράνια πράγματα και ο ακάθαρτος νους δεν τα χωράει. Όλη μας την προθυμία και επιμέλεια οφείλομε να την έχομε στις σωματικές και ψυχικές αρετές· και έτσι γεννιέται μέσα μας η πρώτη εντολή, δηλαδή ο φόβος του Θεού. Και όταν πολυκαιρίσομε σ’ αυτόν, γεννιέται το πένθος. Και όταν αποκτήσομε την έξη της μιάς θεωρίας, τότε η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, θα μας χαρίσει και τα παραπέρα, μέχρις ότου αποκτήσομε μέσα μας τις επτά γνώσεις· έπειτα θα αξιώσει να λάβουν και την όγδοη, που είναι εργασία του μέλλοντος κόσμου, όσους εργάζονται με επιμέλεια τις αρετές με τον ορθό σκοπό να ευαρεστήσουν το Θεό.

Εμείς όμως οφείλομε, όσες φορές μας έρθει από μόνη της μία απ’ αυτές τις κατά Θεόν έννοιες, είτε

η πρώτη, είτε οποιαδήποτε άλλη, ξαφνικά χωρίς να το περιμένομε, αμέσως να αφήνομε κάθε βιοτική μέριμνα, ακόμη και τον ίδιο τον κανόνα μας πολλές φορές, και να φυλάγομε ως κόρην οφθαλμού(Δευτ. 32, 10) την πνευματική γνώση και κατάνυξη που μας ήρθε, μέχρις ότου κατ’ οικονομίαν του Θεού μας αφήσει. Τότε να μελετούμε διαρκώς τα διάφορα ρητά περί φόβου και πένθους που είναι γραμμένα, και πριν από τον κανόνα και μετά, αλλά και όσες φορές έχομε καιρό, είτε ημέρα, είτε νύχτα, είτε απασχολημένοι σε εργόχειρο, όσοι είμαστε ακόμη αδύνατοι και κυριευόμαστε εύκολα από τον ύπνο και τη ραθυμία, είτε αργοί, όσοι μπορούν να επιδοθούν ολωσδιόλου στο πένθος και να αιχμαλωτίζονται στα λόγια της προσευχής και στα ακόλουθα δάκρυα. Γι’ αυτό το λόγο και γράφτηκαν, για να παροτρύνομε και εγώ, και οι άπειροι σ’ αυτά, τη ραθυμία του νου μας, με τη μελέτη των λόγων αυτών και την προσοχή. Γιατί εκείνοι που έχουν προθυμία και πείρα λόγω της έξεώς τους στην εργασία των αρετών, γνωρίζουν και λένε πολύ περισσότερα από τα λεχθέντα, και μάλιστα στον καιρό της κατανύξεως που έρχεται μόνη της. Η ώρα αυτής της κατανύξεως έχει μεγάλη δύναμη, παραπάνω από την κατάνυξη που κατορθώνομε εμείς.

Πλην όμως, ας μη νομίζει κανείς ότι είναι εργάτης των χαρισμάτων αυτών· μάλλον πρέπει, νιώθοντας ότι όσα έλαβε υπερβαίνουν την αξία του, να ευχαριστεί πολύ και να φοβάται μήπως έχει μεγαλύτερη καταδίκη γι’ αυτό, επειδή χωρίς διόλου να κοπιάσει μέλλει να αξιωθεί να δεχθεί την εργασία των Αγγέλων. Γιατί η γνώση έχει δοθεί για εξάσκηση του νου και για ενίσχυση στο να φυλάξομε τις εντολές και να εργαζόμαστε τις αρετές· επίσης για να γνωρίσομε πώς και γιατί εργαζόμαστε τις αρετές, και τι πρέπει να κάνομε και τι να μην κάνομε, ώστε να μην καταδικαστούμε. Και φτερωμένοι από τη γνώση, να εργαζόμαστε τις αρετές με χαρά και να λάβομε μεγαλύτερη γνώση και δύναμη και αγαλλίαση κατά την εργασία αυτή. Κι αφού γίνει αυτό, να αξιωθούμε να ευχαριστήσομε Εκείνον που μας τα δώρισε αυτά, αναγνωρίζοντας από Ποιόν λάβαμε τα τόσο μεγάλα αγαθά. Γιατί όταν τον ευχαριστούμε, μας χαρίζει μεγαλύτερα αγαθά. Και αφού λάβομε τα δώρα Του, θα τον αγαπήσομε περισσότερο, και με την αγάπη θα φτάσομε στη σοφία του Θεού, που αρχή της είναι ο φόβος του Θεού(Παροιμ. 1, 7). Η εργασία του φόβου είναι η μετάνοια, λέει ο άγιος Ισαάκ, με την οποία γίνεται η φανέρωση των κρυπτών.

Τα νοήματα του φόβου πρέπει κανείς να τα μελετά ως εξής: Μετά την ακολουθία του αποδείπνου οφείλει να λέει το Πιστεύω, το Πάτερ ημών και το Κύριε ελέησον πολλές φορές. Έπειτα κάθεται προς ανατολάς και, όπως εκείνοι που πενθούν για νεκρό, κουνώντας το κεφάλι με πόνο ψυχής και στεναγμό από καρδιάς, λέει τα λόγια της γνώσεως που θα τύχει, αρχίζοντας από την πρώτη, μέχρις ότου φτάσει στην προσευχή. Και τότε πέφτει με το πρόσωπο εμπρός στο Θεό με ανείπωτη φρίκη και προσεύχεται. Πρώτα λέει ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και τα λοιπά λόγια της προσευχής, όπως προειπώθηκε. Όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος, οφείλομε να εξομολογηθούμε για τις αμαρτίες μας που αγνοούμε και για όσες θα κάναμε, αν δε μας φύλαγε η χάρη του Θεού, για να μη μας ζητηθεί γι’ αυτές λόγος στην ώρα του θανάτου. Και ακόμη να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, κατά την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 22, 32) και του Αποστόλου(Ιάκ. 5, 16).

Ο σκοπός εκείνων που λέμε στην προσευχή είναι ο εξής. Η ευχαριστία μας για το ότι την ώρα εκείνη ευχαριστούμε το Θεό, είναι ομολογία της ανικανότητας για ευχαριστία και της αμέλειάς μας να ευχαριστούμε το Θεό σε άλλους καιρούς, και ότι η ώρα αυτή είναι χάρη του Θεού. Η εξομολόγηση κηρύττει ότι όσα μου δώρισε ο Θεός, είναι αμέτρητα και δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα, αλλά ούτε και να τα γνωρίζω, παρά μονάχα ακούγοντάς τα, και πάλι όχι όλα, αλλά μερικά· και ότι συνεχώς μας ευεργετεί ο Θεός φανερά και κρυφά, και είναι ανείπωτη η ανοχή Του για τις πολλές αμαρτίες μου· ακόμη ότι είμαι ανάξιος και να τον ατενίσω, όπως ο τελώνης(Λουκ. 18, 13), και ότι έχοντας θάρρος όχι σε τίποτε άλλο, αλλά στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, πέφτω μπροστά Του, όπως ο Δανιήλ μπροστά στον Άγγελο(Δαν. 8, 17) και όπως ο Απόστολος(Αποκ. 1, 17) και οι λοιποί Πατέρες, με όλη την ψυχή μου. Μεγάλη τόλμη αυτό για μένα, γιατί είμαι ανάξιος να το πράξω και να εξομολογηθώ τα είδη των αμαρτιών μου με συντομία για να τα θυμούμαι και να πενθώ γι’ αυτά, και να ομολογώ την ασθένειά μου, για να έρθει σε μένα η δύναμη του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 12, 9), και να συγχωρηθούν οι πολλές αμαρτίες μου. Δεν τολμώ να προσεύχομαι για όλους, αλλά μόνο για τις πολλές μου αμαρτίες και για να χαλινωθεί κάθε κακία μου και πονηρή συνήθεια, γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ. Παρακαλώ τον Παντοδύναμο να σταματήσει τις ορμές των παθών μου και να μη με αφήσει να αμαρτήσω σ’ Αυτόν ή σε κανένα άνθρωπο, για να λάβω από αυτό τουλάχιστον σωτηρία κατά χάρη. Κι από τη θύμηση αυτή ν’ αποκτήσω πόνο ψυχής και ικανότητα να προσεύχομαι για τους άλλους, εκπληρώνοντας την εντολή που λέει ο Απόστολος(Ιακ. 5, 16), και αγάπη προς όλους. Επίσης να λέω τα είδη των παθών ένα προς ένα, γιατί κυριαρχούμαι από αυτά, ώστε να καταφεύγω στον Κύριο και να αποκτήσω κατάνυξη. Και να προσεύχομαι για εκείνους που λύπησα ή με λύπησαν ή θα με λυπήσουν στο μέλλον, γιατί δεν θέλω να έχω ούτε ίχνος μνησικακίας, αλλά φοβούμαι την αδυναμία μου, μήπως όταν μου τύχει κάτι λυπηρό δεν μπορέσω να υποφέρω με ανεξικακία ή να προσεύχομαι γι’ αυτούς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 6, 28). Kαι γι’ αυτό προλαβαίνω τον καιρό, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Πριν αρρωστήσεις ζήτησε τον γιατρό, και πριν από τον πειρασμό προσευχήσου». Και ακόμη προσεύχομαι για όσους έχουν φύγει από τη ζωή, ώστε να βρουν σωτηρία, αλλά και για να θυμηθώ το θάνατο, και γιατί το να προσεύχεται κανείς για όλους είναι ένδειξη αγάπης· ακόμη, επειδή έχω και εγώ ανάγκη από την προσευχή όλων. Επίσης, για να καθοδηγηθώ από το Θεό και να γίνω όπως θέλει. Και έτσι να αναμιχθώ με τους άλλους στην προσευχή και να ελεηθώ με τις προσευχές τους· γιατί τους θεωρώ ανωτέρους μου.

Κατά την προσευχή όμως για τους άλλους, δεν τολμώ να ζητήσω συγχώρηση οποιουδήποτε αμαρτήματος, για να μη θεωρήσω τους άλλους ανάξιους για συγχώρηση, θέλοντας να ταπεινώνω τον εαυτό μου. Και ως άνθρωπος που αγνοώ και δεν μπορώ τίποτε να κάνω, καταφεύγω στο Θεό και ζητώ να γίνει όπως ευδοκεί η φιλανθρωπία Του, επειδή είμαι αμαρτωλός και φοβούμαι τη δικαιοσύνη Του. Λέω σ’ Αυτόν: «Μόνο να μη χάσω την θέση στα δεξιά Σου, και ας βρεθώ τελευταίος από όσους θα σωθούν, γιατί δεν είμαι άξιός τους». Προσεύχομαι και για όλον τον κόσμο, όπως έχομε παράδοση από την Εκκλησία. Επίσης, για να καταξιωθώ τη θεία Μετάληψη, όπως έχω χρέος, ώστε με το να προσεύχομαι από πριν, να βρω έτοιμο το βοηθό, όταν θελήσω να μεταλάβω, αλλά και να θυμηθώ τα άχραντα Πάθη του Σωτήρα μας και ν’ αγαπήσω τη θύμησή Του· ακόμη, για να γίνει η Μετάληψη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Παράκλητος παρηγορεί όσους πενθούν κατά Θεόν, και σ’ αυτόν τον κόσμο, και στον μέλλοντα, όπως και εκείνους που τον παρακαλούν με όλη τους την ψυχή και με πολλά δάκρυα και λένε: «Βασιλεύ ουράνιε κλπ.». Προσεύχομαι ακόμη, να μου γίνει η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων αρραβώνας της αιώνιας ζωής που δίνει ο Χριστός, με τις πρεσβείες της Μητέρας Του και όλων των Αγίων.

Κατόπιν πέφτω μπροστά σε όλους τους Αγίους, παρακαλώντας τους να κάνουν ικεσία στον Κύριο για χάρη μου, γιατί μπορούν να την κάνουν. Στη συνέχεια, λέω τη συνηθισμένη προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου, επειδή περιέχει θαυμαστή θεολογία. και ζητώ μόνο το θείο έλεος και δοξολογώ το Θεό. Και έπειτα αμέσως λέω στους λογισμούς μου με μεγάλη συγκέντρωση και προσοχή: «Δεύτε προσκυνήσωμεν…» τρεις φορές, και τα άλλα που γράφτηκαν πρωτύτερα. Και όλα αυτά, για να καθαίρεται ο νους με την καρδιακή προσευχή και τη μελέτη των θείων Γραφών και ν’ αρχίσει να βλέπει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.

Πρέπει όμως η ψυχή να βρίσκεται μακριά από κάθε κακία, και προπαντός τη μνησικακία, στον καιρό της προσευχής, όπως λέει ο Κύριος(Μάρκ. 11, 25). Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος, θέλοντας να τιμωρήσει την αντιλογία, επειδή αυτή γεννά τη μνησικακία, λέει προς τον Ηγούμενο, να επιβάλλει σ’ όποιον του αντιλέγει, πολλές μετάνοιες, μέχρι χίλιες. Τον αριθμό τον ανεβάζει ή σε χίλιες ή σε μία. Δηλαδή εκείνος που αντιλέγει, να κάνει ή χίλιες μετάνοιες στο Θεό, η μία στον Ηγούμενο λέγοντας, «συγχώρησε με, πάτερ». Και συγχωρείται με τη μία, που είναι κυρίως μετάνοια και κόψιμο του πάθους της αντιλογίας. Ο άγιος Ισαάκ λέει ότι η αντιλογία δεν ανήκει στη χριστιανική ζωή· αυτό το πήρε από τον Απόστολο που λέει: «Αν κανείς επιχειρεί να αντιλέγει, ας μάθει ότι εμείς δεν έχομε τέτοια συνήθεια»(Α΄ Κορ. 11, 16). Και για να μη φανεί ότι μόνο από τον εαυτό του διώχνει όποιον αντιλέγει, ο Απόστολος πρόσθεσε: «Ούτε οι Εκκλησίες του Θεού». Έτσι θ’ αντιληφθεί o καθένας ότι, όταν αντιλέγει, βρίσκεται έξω από όλες τις Εκκλησίες και το Θεό. Και χρειάζεται εκείνη τη μία θαυμαστή μετάνοια, που αν την παραλείψει, ούτε οι χίλιες δεν μπορούν να τον ωφελήσουν, αφού είναι αμετανόητος. Μετάνοια είναι η εκκοπή του κακού, λέει ο Χρυσόστομος. Οι λεγόμενες μετάνοιες, είναι μάλλον γονυκλισίες και φανερώνουν ότι έχει σχήμα δουλικό εκείνος που πέφτει ταπεινά μπροστά στο Θεό και τους ανθρώπους, όταν φταίξει σε κάτι, για να γίνει δεκτή η απολογία του, αν διόλου δεν αντιλέγει, ούτε επιχειρήσει να δικαιώσει τον εαυτό του σαν τον Φαρισαίο. Πρέπει μάλλον να μιμείται τον Τελώνη(Λουκ. 18, 11–13), θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο απ’ όλους και ανάξιο να ατενίσει προς τα επάνω. Γιατί αν νομίζει ότι έχει μετάνοια και επιχειρεί να αντιλέγει σ’ εκείνον που τον δικάζει ευλόγως ή αλόγως, δεν είναι άξιος της συγχωρήσεως κατά χάρη, γιατί ζητεί δικαστήριο και δικαιώματα και πιστεύει να κερδίσει κάτι από το δρόμο της δικαιοσύνης. Αυτό όμως είναι ξένο προς τις εντολές του Κυρίου. Και πολύ εύλογα. Όπου υπάρχουν δικαιολογίες, εκεί ζητείται το δίκαιο και όχι η φιλανθρωπία. Και τότε παύει να ενεργεί η χάρη, η οποία δικαιώνει χωρίς έργα δικαιοσύνης τον ασεβή(Ρωμ. 4, 5), με μόνη την ευγνωμοσύνη και την υπομονή των ελέγχων, με ευχαριστία εκείνων που ελέγχουν και ανοχή εκείνων που κατηγορούν, με κάθε ανεξικακία, για να γίνει η προσευχή του καθαρή και η μετάνοια αποτελεσματική. Όσο προσεύχεται κανείς για εκείνους που τον συκοφαντούν και τον κατηγορούν, τόσο ο Θεός πληροφορεί τους εχθρούς του και του χαρίζει ανάπαυση με την καθαρή και επίμονη προσευχή.

Στην προσευχή όμως, δεν αναφέρομε τα ζητήματά μας καταλεπτώς για να διδάξομε τάχα τον καρδιογνώστη Κύριο, αλλά για να κατανυγόμαστε εμείς από αυτά· και επειδή ποθούμε να μένομε όσο γίνεται περισσότερο κοντά Του, πληθαίνομε με επιμέλεια τα λόγια της προσευχής και τον ευχαριστούμε και του εξομολογούμαστε για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες Του, όσο μπορούμε. Όπως λέει και ο Χρυσόστομος για τον μακάριο Δαβίδ, δεν είναι πολυλογία ή παλιλλογία το ότι έλεγε πολλές φορές το ίδιο ρητό ή το όμοιό του· αλλά από πόθο το έκανε ο Προφήτης, κι επίσης για να εντυπωθεί ο λόγος της θείας Γραφής στο νου εκείνου που προσεύχεται ή μελετά. Γιατί ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν, και δεν έχει ανάγκη να ακούσει τα λόγια μας. Αλλά εμείς το έχομε ανάγκη αυτό, για να γνωρίζομε τι ζητούμε και για ποιο πράγμα να παρακαλέσομε, ώστε να έχομε ευγνωμοσύνη και να προσκολλόμαστε σ’ Αυτόν με τις αιτήσεις μας. Και όταν μας ταλαιπωρούν οι λογισμοί, να μην νικιόμαστε από τους εχθρούς επειδή δε θα έχομε μέσα μας τη μνήμη του Θεού, αλλά να επιτύχομε, με τη βοήθεια της προσευχής και της μελέτης των θείων Γραφών, την απόκτηση των αρετών.

Γι’ αυτές έγραψαν οι άγιοι Πατέρες σε διάφορα σημεία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Από αυτούς τις έμαθα και εγώ και θα αναφέρω τα ονόματά τους, όσο μου είναι δυνατόν αν και όχι όλα, επειδή μου λείπει η γνώση.

Κατάλογος των αρετών Οι αρετές λοιπόν είναι οι εξής: Φρόνηση, σωφροσύνη, ανδρεία, δικαιοσύνη, πίστη, ελπίδα, αγάπη, φόβος, ευσέβεια, γνώση, βουλή, ισχύς, σύνεση, σοφία, συντριβή, πένθος, πραότητα, έρευνα των θείων Γραφών, ελεημοσύνη, καθαρότητα καρδιάς, ειρήνη, υπομονή, εγκράτεια, καρτερία, αγαθή προαίρεση, πρόθεση, αίσθηση, επιμέλεια, στήριξη στο Θεό, θέρμη, εγρήγορση, πνευματική φλόγα, μελέτη, προθυμία, νήψη, μνήμη, περισυλλογή, ευλάβεια, αιδώς, εντροπή, μεταμέλεια, αποχή από τα κακά, μετάνοια, επιστροφή στο Θεό, σύνταξη με το Χριστό, απάρνηση του διαβόλου, τήρηση των εντολών, φρούρηση της ψυχής, καθαρότητα της συνειδήσεως, μνήμη θανάτου, πόνος ψυχής, εργασία των καλών, κόπος, μόχθος, σκληραγωγία, νηστεία, αγρυπνία, πείνα, δίψα, ολιγάρκεια, αυτάρκεια, ευταξία, κοσμιότητα, σεμνότητα, απουσία αλαζονείας, περιφρόνηση των χρημάτων, αφιλαργυρία, απάρνηση των βιοτικών, υποταγή, υπακοή, ευπείθεια, φτώχεια, ακτημοσύνη, φυγή του κόσμου, κόψιμο των θελημάτων, απάρνηση του εαυτού, συμβουλή, μεγαλοψυχία, κατά Θεόν σχολή, ησυχία, παίδευση, ύπνος καταγής, αλουσία, φιλακολουθία, αγώνας, προσοχή, ξηροφαγία, ανεπαρκές ντύσιμο, λιώσιμο του σώματος από την άσκηση, μόνωση, ηρεμία, γαλήνη, ευθυμία, θάρρος, τόλμη, θείος ζήλος, καιόμενη καρδιά, προκοπή, μωρία για το Χριστό, φύλαξη του νου, ευταξία των ηθών, οσιότητα, παρθενία, αγιασμός, καθαρότητα του σώματος, αγνότητα της ψυχής, ανάγνωση για το Χριστό, θεία μέριμνα, επίγνωση, επιτηδειότητα, αλήθεια, απουσία περιέργειας, ακατακρισία, συγχώρηση των σφαλμάτων των άλλων, οικονομία, επιδεξιότητα, οξύνοια, επιείκεια, ορθή μεταχείριση των πραγμάτων, επιστήμη, ευφυΐα, εμπειρία, ψαλμωδία, προσευχή, ευχαριστία, εξομολόγηση, ικεσία, γονυκλισία, παράκληση, δέηση, αίτηση, συνομιλία με το Θεό, υμνωδία, δοξολογία, εξαγόρευση, φροντίδα της ψυχής, θρήνος, θλίψη, οδύνη, αδημονία, οδυρμός, στεναγμός, κλάμμα, επίπονα δάκρυα, κατάνυξη, σιωπή, αναζήτηση του Θεού, θρηνητική κραυγή, αμεριμνία για όλα, ανεξικακία, ακενοδοξία, αφιλοδοξία, απλότητα της ψυχής, συμπάθεια, αποφυγή επιδείξεως, χρηστοήθεια, τα κατά φύση έργα, τα υπέρ φύση έργα, φιλαδελφία, ομόνοια, κατά Θεόν συναναστροφή, γλυκύτητα, πνευματική διάθεση, ημερότητα, ευθύτητα, ακακία, ηπιότητα, ακεραιότητα, απλότητα, έπαινος του πλησίον, καλολογία, καλοεργία, προτίμηση του πλησίον, κατά Θεόν στοργή, ενάρετη έξη, επιμονή στην αρετή, στερέωση την αρετή, ευγνωμοσύνη, ταπείνωση, απουσία εμπαθών κλίσεων, μεγαλοσύνη, ανοχή, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθότητα, διάκριση, προσιτότητα, καταδεκτικότητα, αταραξία, θεωρία, οδηγία, σταθερότητα, διόραση, απάθεια, πνευματική χαρά, έλλειψη σφαλμάτων, δάκρυα της συνέσεως, ψυχικό δάκρυ, θείος πόθος, οικτιρμός, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, καθαρότητα ψυχής, καθαρότητα του νου, προόραση, καθαρή προσευχή, λογισμός που δεν αιχμαλωτίζεται, αντοχή, δραστηριότητα ψυχής και σώματος, φωτισμός, ανόρθωση της ψυχής, μίσος της ζωής, ορθή διδασκαλία, αγαθός πόθος θανάτου, νηπιότητα εν Χριστώ, εδραίωση, νουθεσία και παρακίνηση, άσκηση με μέτρο αλλά και βία, αξιέπαινη αλλοίωση, έκσταση προς το Θεό, τελειότητα εν Χριστώ, γνήσια έλλαμψη, θείος έρωτας, αρπαγή του νου, ενοίκηση Θεού, φιλοθεΐα, εσωτερική φιλοσοφία, θεολογία, ομολογία, καταφρόνηση του θανάτου, αγιοσύνη, επίτευξη του σκοπού, τέλεια υγεία της ψυχής, αρετή, έπαινος από το Θεό, χάρη, θεία βασιλεία και υιοθεσία· όλες μαζί 238.

Το να γίνει κανείς θέσει θεός επιτυγχάνεται με τη χάρη του Θεού που μας δίνει τη νίκη κατά των παθών, των οποίων τα ονόματα, όπως νομίζω, είναι τα εξής.

Κατάλογος των παθών Αγριότητα, πανουργία, πονηρία, κακή διάθεση, αλογία, ακολασία, δελεασμός, αφυΐα, ανεπιστημοσύνη, αεργία, πνευματική ψυχρότητα, ηλιθιότητα, κολακεία, μωρία, παραλογία, απώλεια φρενών, παραφροσύνη, αγένεια, θράσος, δειλία, νάρκη, αργία των καλών, πλημμέλημα, πλεονεξία, μειονεξία, άγνοια, άνοια, ψεύτικη γνώση, λησμοσύνη, αδιακρισία, αναισθησία, αδικία, κακή προαίρεση, ασυνείδητη ψυχή, νωθρότητα, φλυαρία, υπαναχώρηση, σφάλμα, αμαρτία, ανομία, παρανομία, πάθος, αιχμαλωσία, κακή συγκατάθεση, παράλογος συνδυασμός με τους κακούς λογισμούς, δαιμονική προσβολή, καθυστέρηση στο κακό, υπερβολική ανάπαυση του σώματος, κακία, φταίξιμο, ασθένεια ψυχής, ατονία, αδυναμία του νου, αμέλεια, ραθυμία, αξιόμεμπτη αθυμία, καταφρόνηση του Θεού, παραστράτημα, παράβαση, απιστία, δυσπιστία, κακοπιστία, ολιγοπιστία, αίρεση, συμφωνία με αιρετικούς, πολυθεΐα, ειδωλολατρία, αγνωσία Θεού, ασέβεια, μαγεία, παρατήρηση οιωνών, μαντεία, γήτευμα, άρνηση, συμμετοχή σε μανιώδεις ειδωλολατρικές τελετές, ακράτεια, σπατάλη, ρητορισμός, οκνηρία, φιλαυτία, απροσεξία, έλλειψη προκοπής, απάτη, πλάνη, τόλμη, χρήση μαγικών φαρμάκων, μιαρότητα, κατανάλωση μιαρών τροφών, τρυφή, ασωτία, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, λύπη, ακηδία, κενοδοξία, υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα, έπαρση, αλαζονεία, ύβρη του θείου, αισχρότητα, κόρος, ματαιοδοξία, νυσταγμός, ηδονή, απληστία, λαιμαργία, αχορτασιά, λαθροφαγία, πολυφαγία, αποφυγή του κοινοβιακού γεύματος, αδιαφορία, ευκολία στο κακό, αυτοβουλία, αβουλία, αυταρέσκεια, ανθρωπαρέσκεια, απειρία του καλού, απαιδευσία, ανεπιτηδειότητα, ελαφρότητα γνώμης, αμάθεια, χωριατιά, αντιλογία, φιλονεικία, κακολογία, κραυγή, ταραχή, μάχη, θυμός, άλογη επιθυμία, χολή, παροξυσμός, σκάνδαλο, έχθρα, πολυπραγμοσύνη, συκοφαντία, πικρία, καταλαλιά, ψόγος, διαβολή, κατάκριση, κατηγορία, μίσος, λοιδορία, υβρεολόγια, ατιμία, αγριότητα, μανία, αυστηρότητα, αψιθυμία, επιορκία, όρκος, ανελεημοσύνη, μισαδελφία, ανισότητα, πατροκτονία, μητροκτονία, φαγοπότι, παραλυσία, δωροληψία, κλοπή, αρπαγή, ζήλεια, εριστικότητα, φθόνος, απρέπεια, χλευασμός, ονειδισμός, μυκτηρισμός, περιγέλασμα, επινόηση τρόπων για βλάβη του άλλου, καταδυνάστευση, καταφρόνηση του πλησίον, μαστίγωση, εμπαιγμός, αγχόνη, πνιγμός, αστοργία, αδιαλλαξία, παράβαση των συνθηκών, βασκανία, απανθρωπιά, αναίδεια, αναισχυντία, αιχμαλωσία, σκοτισμός των λογισμών, αβλεψία, τύφλωση, εμπαθής προσκόλληση στα πρόσκαιρα, εμπάθεια, ματαιότητα, απείθεια, ζάλη, νυσταγμός ψυχής, πολυυπνία, φαντασία, πολυποσία, μέθη, αχρηστία, χαυνότητα, παράλογη τέρψη, φιληδονία, λαγνεία, αισχρολογία, θηλυπρέπεια, ακόλαστος οίστρος, πύρωση, μαλθακότητα, εκμαύλιση, μοιχεία, αρσενοκοιτία, κτηνοβασία, μολυσμός, ασέλγεια, κηλίδωση της ψυχής, αιμομιξία, ακαθαρσία, μαγαρισμός, μιασμός, ιδιαίτερη φιλία, γέλιο, παιχνιδισμοί, χορός, χτυπήματα χεριών και ποδιών, άπρεπα τραγούδια, χορευτικές κινήσεις, μουσική, παρρησία, συχνή αλλαγή μονής, ανυποταξία, ακαταστασία, αξιόμεμπτη ομόνοια, επιβουλή, πόλεμος, φόνος, λησταρχία, ιεροσυλία, αισχροκέρδεια, τόκος, δόλος, τυμβωρυχία, σκληροκαρδία, δυσφήμηση, γογγυσμός, βλασφημία, μεμψιμοιρία, αχαριστία, κακοβουλία, ολιγωρία, μικροψυχία, σύγχυση, ψευδολογία, αργολογία, ματαιολογία, άλογη χαρά, μετεωρισμός, άλογη φιλία, κακοήθεια, κενολογία, μωρολογία, πολυλογία, τσιγγουνιά, μοχθηρία, ακαταδεξία, αγανάκτηση, πολυκτημοσύνη, μνησικακία, κακή χρησιμοποίηση των πραγμάτων, διαφθορά, φιλοζωία, κομπασμός, φαντασιοπληξία, φιλαρχία, υποκρισία, ειρωνεία, υπουλότητα, ευτραπελία, ήττα, σατανικός έρωτας, περιέργεια, αφορμές δυσαρέσκειας, αφοβία Θεού, παρακοή, αγνωμοσύνη, υψηλοφροσύνη, καύχηση, φυσίωση, εξουδένωση του πλησίον, ασπλαχνία, αναλγησία, έλλειψη ελπίδας, χαλάρωση, μίσος κατά του Θεού, απόγνωση, αυτοκτονία, και μέσω όλων αυτών η έκπτωση από το Θεό και η τέλεια απώλεια. Όλα τα παραπάνω είναι 298.

Αυτά λοιπόν τα πάθη βρήκα να αναφέρονται στις θείες Γραφές και τα παρέθεσα εδώ, όπως έκανα με τους τίτλους των βιβλίων στην αρχή του λόγου. Δεν μπόρεσα, μα ούτε και επιχείρησα να τα κατατάξω, γιατί αυτό υπερβαίνει τις δυνάμεις μου, για το λόγο που είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Θα ζητήσεις, λέει η Γραφή, σύνεση στους κακούς και δε θα βρείς”(Παροιμ. 14, 6). Γιατί στους δαίμονες όλα είναι άτακτα. Ένα μόνο σκοπό έχουν, στον οποίο συμφωνούν οι ασύμφωνοι και ανόσιοι: να οδηγήσουν στην απώλεια τις ψυχές εκείνων που δέχονται την ολέθρια συμβουλή τους. Αν και σε άλλους ανθρώπους προξενούν στεφάνια, όταν δηλαδή τους νικήσουν εκείνοι που ελπίζουν στον Κύριο με την πίστη και την υπομονή, και που με την εργασία των καλών και την αντίσταση στους λογισμούς αντιπράττουν και προσεύχονται εναντίον τους».

Διαφορά λογισμών και προσβολών Οι λογισμοί έχουν διαφορές μεταξύ τους σε όλα, και άλλοι είναι αναμάρτητοι, ενώ άλλοι όχι. Για παράδειγμα, η λεγόμενη προσβολή, δηλαδή η ενθύμηση του καλού ή του κακού, η οποία ούτε αμοιβή, ούτε κατηγορία έχει. Την ακολουθεί ο λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή η συνομιλία με το λογισμό, ή για συγκατάθεση, ή για αποβολή του λογισμού. Αν ο λογισμός είναι θεάρεστος, έχει έπαινο, αλλά μικρό, όπως και αν είναι κακός, έχει κατηγορία. Έπειτα είναι η λεγόμενη πάλη με το λογισμό, που ή νικά, ή νικιέται από το νου και προξενεί στεφάνι ή κόλαση, όταν φτάσει στην πράξη. Όμοια και η συγκατάθεση, που είναι ηδονική κλίση της ψυχής προς αυτό που της παρουσιάστηκε, από την οποία προξενείται η αιχμαλωσία, που οδηγεί με τη βία την καρδιά στην πράξη, χωρίς αυτή να θέλει. Από το να χρονίζει τώρα ο εμπαθής λογισμός στην ψυχή, γίνεται το λεγόμενο πάθος, το οποίο με τη συνήθεια οδηγεί την ψυχή στην έξη και την κάνει να πηγαίνει από μόνη της προς την πράξη, με τρόπο εκούσιο και οικείο. Το πάθος σε κάθε περίπτωση, υπόκειται αναμφίβολα ή σε αντίστοιχη μετάνοια, ή στη μέλλουσα κόλαση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος· αυτό δηλαδή, όχι για τον πόλεμο, αλλά για την αμετανοησία. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, λέει ο ίδιος άγιος, δε θα μπορούσαμε οι περισσότεροι να λάβομε άφεση δίχως τέλεια απάθεια· επειδή δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι απαθείς, δεν είναι όμως αδύνατο να σωθούν όλοι και να συμφιλιωθούν με το Θεό.

Όποιος λοιπόν είναι φρόνιμος, αποδιώχνει τη μητέρα του κακού, την πονηρή προσβολή, για να κόψει με μια όλα τα κακά που την ακολουθούν· είναι όμως πάντοτε προετοιμασμένος να δεχτεί την αγαθή προσβολή. Έτσι η ψυχή και το σώμα αποκτούν έξη της αρετής και λυτρώνονται από τα πάθη με τη χάρη του Χριστού. Γιατί δεν έχομε απολύτως τίποτε, το οποίο δε λάβαμε από Αυτόν(Α΄ Κορ. 4, 7), ούτε τίποτε να του προσφέρομε, παρά μόνο προαίρεση, που αν αστοχήσομε σ’ αυτήν, δε βρίσκομε ούτε γνώση, ούτε δύναμη να εργαστούμε το αγαθό. Αυτό είναι έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, για να μην καταδικαστούμε ως αργοί, επειδή η αργία είναι αρχή κάθε κακίας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η ίδια η εργασία του αγαθού χρειάζεται διάκριση, όπως λέει το Γεροντικό. Μια μοναχή που νήστευε τρώγοντας κάθε έξι μέρες και μελετούσε διαρκώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αν και κατόρθωνε τα δύσκολα, έπεσε στα εύκολα, μ’ όλο που θα έπρεπε να είχε αποκτήσει απάθεια ύστερα από τόσους κόπους· αυτό όμως δεν έγινε *. Γιατί το καλό δεν είναι καλό, αν δεν έχει σκοπό το θέλημα του Θεού. Αυτό το βλέπομε στη θεία Γραφή, όπου συχνά ο Θεός παρουσιάζεται να αγανακτεί με ανθρώπους που κάνουν πράγματα, τα οποία φαίνονται σ’ όλους καλά, ενώ άλλοτε αποδέχεται ενέργειες που φαίνονται κακές. Τούτο το μαρτυρεί ο Προφήτης εκείνος που ζήτησε από κάποιους να τον τραυματίσουν· εκείνος που παράκουσε, νομίζοντας πώς τάχα κάνει καλό, κατασπαράχθηκε από ένα θηρίο(Γ΄ Βασ. 21, 36). Επίσης και ο Πέτρος, νομίζοντας ότι κάνει καλό, δεν άφηνε τον Κύριο να του πλύνει τα πόδια και δέχτηκε επίπληξη γι’ αυτό(Ιω. 13, 8). Γι’ αυτό οφείλομε να βρίσκομε και να πράττομε το θείο θέλημα με όλη μας τη δύναμη, ακόμη και όταν κάτι μας φαίνεται καλό. Γι’ αυτό και η εργασία του αγαθού δε γίνεται χωρίς κόπο, για να μη χάσομε, μαζί με το αυτεξούσιο, και τον έπαινο ότι βιάσαμε τον εαυτό μας.

* Ευεργετινός, βιβλίο 3ο, υπόθεση 29, Γ.4.

Γενικά, όλα όσα οικονομεί ο Θεός είναι θαυμαστά και υπερβαίνουν κάθε νου και έννοια. Και δεν πρέπει να θαυμάζομε μόνο το νόημα όσων τελούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και τα σύμβολά τους. Πώς, με το θείο βάπτισμα, γινόμαστε υιοί Θεού κατά χάρη, χωρίς να προσφέρομε τίποτε πρωτύτερα, αλλά ούτε και μετά, παρά μόνο την τήρηση των εντολών. Και πώς αυτά τα φρικτά πράγματα, εννοώ το άγιο βάπτισμα και η αγία μετάληψη, χωρίς ιερωσύνη δε γίνονται, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος. Σε τούτο φαίνεται η εξουσία που δόθηκε στον κορυφαίο Απόστολο Πέτρο· γιατί αν δεν ανοιχτούν οι πύλες της βασιλείας των Ουρανών με την ιερουργία, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει(Ματθ. 16, 19). Όπως λέει ο Κύριος: «Αν δε γεννηθεί κανείς από το νερό κι από το Πνεύμα…»(Ιω. 3, 5), και πάλι: «Αν δε φάγετε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε μέσα σας τη ζωή»(Ιω. 6, 53). Να θαυμάζομε ακόμη, πώς ο παλαιός Ναός, στο εξωτερικό μέρος όπου τελούσαν τις θυσίες οι ιερείς, ήταν τύπος του κόσμου, ενώ εσωτερικά είχε τα άγια των αγίων(Εβρ. 9, 16), όπου προσφερόταν το θυμίαμα, συντεθειμένο από τέσσερα είδη: λίβανο, σμύρνα, στακτή και κασία· αυτά υποδήλωναν τις τέσσερις γενικές αρετές. Όσα γίνονταν τότε εξωτερικά, ήταν συγκατάβαση του Θεού προς τους νηπιόφρονες Ιουδαίους, για να μην παρεκκλίνουν στα είδωλα με τα τραγούδια και τις απολαύσεις. Η νέα όμως Εκκλησία είναι τύπος για τα μέλλοντα. Γι’ αυτό και όσα γίνονται σ’ αυτήν είναι ουράνια και πνευματικά. Όπως δηλαδή είναι εννέα τάγματα στον ουρανό, έτσι και στην Εκκλησία είναι Πατριάρχες, Μητροπολίτες, Επίσκοποι, Ιερείς, Διάκονοι, Υποδιάκονοι, Αναγνώστες, Ψάλτες και Μοναχοί.

Επίσης να θαυμάζομε, πώς με το σημείο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού φεύγουν οι δαίμονες και οι διάφορες ασθένειες, πράγμα σε όλους ανέξοδο και άκοπο. Ποιος μπορεί να μετρήσει τα εγκώμια του Σταυρού; Οι άγιοι Πατέρες μας παρέδωσαν το συμβολισμό του αγίου αυτού σημείου, για να αντιλέγομε στους άπιστους και αιρετικούς. Τα δύο δάχτυλα και ο αντίχειρας φανερώνουν τον σταυρωμένο Κύριο Ιησού Χριστό, που τον γνωρίζομε με δύο φύσεις και μία υπόσταση· το δεξί χέρι υπενθυμίζει την άπειρη δύναμη Του και την εγκατάστασή Του στα δεξιά του Πατέρα· η κίνηση από πάνω προς τα κάτω σημαίνει τη συγκατάβαση Του από τον ουρανό προς εμάς· η κίνηση τέλος από το δεξιό μέρος προς το αριστερό, από τη μιά φυγαδεύει τους εχθρούς, ενώ από την άλλη φανερώνει ότι ο Κύριος με την ανίκητη δύναμή Του νίκησε το διάβολο, που είναι στ’ αριστερά, αδύναμος και σκοτεινός. Και πως πάλι, η εικονογραφία με λίγα χρώματα μας παρουσιάζει αυτά που έγιναν από τον Κύριο και από όλους τους Αγίους πριν πολλά χρόνια, σαν να γίνονται τώρα. Αυτό οφείλεται στην πρόνοια του Θεού, για να τα βλέπομε αυτά με τα μάτια μας και να τα ποθούμε όλο και περισσότερο, όπως λέει ο άγιος κορυφαίος Απόστολος Πέτρος στο μαρτύριο του μαθητή του αγίου Παγκρατίου.

Όλα λοιπόν όσα είπαμε από την αρχή του λόγου, δεν ωφελούν σε τίποτε χωρίς ορθή πίστη, μα ούτε και μπορούν να γίνουν όπως ούτε και πίστη χωρίς έργα(Ιακ. 2, 20). Σχετικά με την πίστη και τα έργα έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες. Για υπενθύμιση όμως, θα πω επιγραμματικά ότι, έργα μεν οφείλομε να έχομε όσα γράφτηκαν προηγουμένως, ο καθένας ανάλογα με την τάξη του στην Εκκλησία, πίστη δε ορθόδοξη, αυτήν που παραλάβαμε από τους Αγίους που προαναφέρθηκαν, για να επιτύχομε μαζί μ’ αυτούς τα αιώνια αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο, αγαθό και ζωοποιό Του Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Είπα, καθώς τελείωσα: Χριστέ, Σού πρέπει δόξα.

Βιβλίο δεύτερο

24 συνοπτικοί λόγοι, γεμάτοι πνευματική γνώση Λόγος α΄ (1ος) Ιδού ο πρόλογος και το στοιχείο άλφα, που την πνευματική σοφία περιέχει. Επειδή, όπως αυτό των γραμμάτων όλων τυχαίνει να ‘ναι η αρχή σ’ όλες τις γλώσσες, έτσι και τούτη από τις αρετές όλες είναι η αρχή, και σ’ όλες είναι πάλι τέλος. Αλλ’ όπως το Αλφάβητο είναι νηπίων μάθημα, μα δίχως τούτο αδύνατη είναι η ανθρώπινη παιδεία, έτσι και με τη γνώση· αν και η αρχή της είναι πολύ μικρή, αλλά χωρίς ετούτη διόλου δε γίνεται αρετή να αποκτήσεις. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την αρχή, πατέρα.

Αρχή όλων των γραμμάτων σε κάθε γλώσσα είναι το άλφα, αν και μερικοί δεν το γνωρίζουν. Και αρχή όλων των αρετών είναι η πνευματική σοφία, αν και η ίδια είναι και τέλος των αρετών. Γιατί αν αυτή δεν εισχωρήσει στο νου, δεν μπορεί ο άνθρωπος να πράξει το αγαθό, αφού δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτό. Και αν αξιώθηκε ν’ ακούσει κάτι, αυτό το λίγο είναι σοφία. Αλλά όπως το αλφάβητο είναι μάθημα για τα νήπια, και χωρίς αυτό δεν μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει τη σοφία των φυσικών μαθημάτων, έτσι και η αρχή της γνώσεως, αν και είναι πολύ μικρή, όμως χωρίς αυτή είναι τελείως αδύνατο να βρει κανείς την αρετή. Γι’ αυτό δειλιάζω να γράψω κάτι περί σοφίας, αφού είμαι ολότελα άσοφος. Καθώς νομίζω, είναι τέσσερις οι τρόποι, με τους οποίους ο νους μπορεί να εκφράζεται: ή από τη χάρη και τη μακαριότητα που έρχεται από άνω υπερφυσικά, ή από την καθαρότητα που προέρχεται από την κατά Θεόν άσκηση κι έχει τη δύναμη να επαναφέρει την ψυχή στο αρχικό της κάλλος, ή από την πείρα των φυσικών γνώσεων που αποκτάται από ανθρώπινη εκπαίδευση και άσκηση στην κοσμική σοφία, ή τέλος από την καταραμένη και σατανική πλάνη που προκαλεί η υπερηφάνεια και η πανουργία των δαιμόνων και αποτελεί εκτροπή της φύσεως. Εγώ όμως, όντας αμέτοχος απ’ όλα αυτά, πώς μπορώ να γράψω; Απορώ. Δεν ξέρω μήπως η πίστη σας που με πιέζετε κατά Θεόν, ελκύσει τη χάρη στη γραφίδα μου. Γιατί ο νους μου και το χέρι μου είναι ανάξια και ακάθαρτα. Το γνωρίζω αυτό καλά από την πείρα μου· γιατί αυτό πολλές φορές μου συνέβη και μου συμβαίνει πάντοτε. Πιστέψτε με, πατέρες, όσες φορές θέλησα να γράψω κάτι, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πριν πιάσω τη γραφίδα. Αλλά ο νους πολλές φορές έπαιρνε αφορμή από ένα μικρό νόημα της Γραφής ή από την ακοή ή τη θέα κάποιου αισθητού πράγματος του κόσμου, και μόλις έπιανα τη γραφίδα και άρχιζα, αμέσως εύρισκα αυτό που έπρεπε να γράψω, για χάρη κάποιου που μου το ζητούσε επίμονα. Και έκτοτε έτσι γράφω, χωρίς εμπόδιο και φροντίδα, όσο μπορεί το χέρι μου, χωρίς διόλου να καθυστερεί. Ό,τι στέλνει ο Θεός στη σκοτεινή μου καρδιά, αυτό γράφω χωρίς να σκεφτώ. Πιστεύω ότι γίνεται έτσι για να μη νομίζω δικό μου αυτό που έλαβα με τις προσευχές κάποιου άλλου, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ακολουθώντας τα λόγια του Αποστόλου: «Τι έχεις που δεν το έλαβες; Αφού λοιπόν το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην είναι δώρο, αλλά δικό σου κατόρθωμα;»(Α΄ Κορ. 4, 7). Όπως λέει και ο άγιος Ισαάκ, δεκτές είναι οι έννοιες που έρχονται αυτόματα και χωρίς σκέψη στο νου εκείνων που ησυχάζουν κατά Θεόν. Το να σκεφτεί όμως κανείς, αποτελεί δικό του νόημα. Και ο άγιος Αντώνιος λέει: «Κάθε έργο ή λόγος πρέπει να έχει μαρτυρία από τις θείες Γραφές». Γι’ αυτό λοιπόν, όπως κάποτε μίλησε η όνος του Βαλαάμ(Αρ. 22, 28–30), έτσι κι εγώ θ’ αρχίσω τώρα να γράφω. Όχι για να διδάξω, μη γένοιτο· αλλά για έλεγχο της άθλιας ψυχής μου, ώστε τουλάχιστον από ντροπή από τα λόγια του, όπως λέει ο άγιος της Κλίμακος, ν’ αρχίσει την εργασία εκείνος που δεν έχει έργο, αλλά μόνο λόγο. Ποιος ξέρει αν θα ζήσω και αν θα μπορέσω να γράψω; Ή πάλι, αν εσείς θα μπορέσετε να τα τηρήσετε; Αλλά ας αρχίσομε, εγώ κι εσείς, τα λόγια και τα έργα, και όπου μπορέσει ο καθένας να φτάσει. Γιατί είναι άγνωστος ο θάνατός μας και αγνοούμε πότε θα έρθει το τέλος(Ματθ. 24, 14). Στο Θεό όμως, που προγνωρίζει τα πάντα, είναι γνωστά όσα μας αφορούν. Σ’ Αυτόν η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος β΄ (2ος) Ο πρόλογος τώρα παρ’ ελπίδα ολοκληρώθηκε. Και πάλι να το δεύτερο στοιχείο, το βήτα δηλαδή, και ο δεύτερος λόγος που θα λεχθεί με κάθε συντομία. Η πίστη είναι που γεννά την άλλη, τη μεγάλη την πίστη, όπως λέν’ οι άγιοι Πατέρες, που είναι το θεμέλιο των αρετών, ως είπε αυτός που εκεί την έθεσε, ο Απόστολος Κυρίου(Κολ. 1,23). Η πρώτη χωρίς τις εργασίες του Νόμου γίνεται, η άλλη από τα έργα τελειοποιείται. Αυτή μέσα στην ησυχία βρίσκεται, κατορθώνεται δε μέσω πολλών πολέμων. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Ο όσιος πατέρας μας Ισαάκ θέλησε να δείξει ότι η πίστη, που είπε ο Απόστολος, είναι θεμέλιο των κατά Θεόν εργασιών, δηλαδή η πίστη που λάβαμε από το θείο βάπτισμα με τη χάρη του Χριστού και όχι από τα έργα μας, και ότι αυτή γεννά το φόβο της πίστεως, με τον οποίο οδηγούμαστε στη φύλαξη των εντολών και στην υπομονή των πειρασμών, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος· και ακόμη ότι, αφού εργαστούμε τα καλά, τότε γεννιέται μέσα μας η μεγάλη πίστη της θεωρίας, για την οποία είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη σαν ένα κόκκο σιναπιού κλπ.»(Ματθ. 17, 20). Είπε λοιπόν ότι, άλλη είναι η κοινή πίστη των ορθοδόξων, δηλαδή τα ορθά δόγματα περί του Θεού και των κτισμάτων Του, νοητών και αισθητών, καθώς παρέλαβε, με τη χάρη του Θεού, η αγία καθολική Εκκλησία, και άλλη είναι η πίστη της θεωρίας, δηλαδή της γνώσεως, η οποία δεν είναι διόλου αντίθετη με την πρώτη που την γεννά, αλλά μάλλον την κάνει βεβαιότερη. Γιατί την πρώτη τη μάθαμε εξ ακοής, αφού την κληρονομήσαμε από ευσεβείς γονείς και διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως. Η πίστη όμως της θεωρίας προέρχεται από την ορθή πίστη και το φόβο του Κυρίου, στον Οποίο πιστέψαμε. Γιατί από το φόβο του Κυρίου αποφασίσαμε να φυλάξομε τις εντολές και γι’ αυτό θελήσαμε να εργαστούμε τις σωματικές αρετές, την ησυχία δηλαδή, τη νηστεία, τη σύμμετρη αγρυπνία, την ψαλμωδία, την προσευχή, την ανάγνωση και την ερώτηση των εμπείρων για κάθε λογισμό, λόγο και έργο. Για να καθαρίζεται με αυτές τις πράξεις το σώμα από τα αισχρότατα πάθη, εννοώ τη γαστριμαργία, την πορνεία και τα περιττά χρήματα, ώστε να αρκούμαστε στα παρόντα(Εβρ. 13,5), κατά τον Απόστολο. Από εδώ παίρνει δύναμη ο άνθρωπος να μένει κοντά στο Θεό με την αμεριμνία. Μαθαίνει από τις Γραφές και τους έμπειρους ανθρώπους για τα θεία δόγματα και τις εντολές, και απ’ αυτά αρχίζει να καταφρονεί τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. και κατανοώντας τις απειλές της Γραφής, φοβάται το Θεό, όχι με συνηθισμένο φόβο, αλλά ως Θεό, κατά τον άγιο Νείλο. Και από το φόβο αυτό αρχίζει την κατά γνώση φύλαξη των εντολών. Και όσο υποφέρει για κάθε εντολή τον κατά προαίρεση θάνατο, τόσο περισσότερο προχωρεί σε μεγαλύτερη γνώση και θεωρεί όσα γίνονται μέσα του από τη χάρη του Χριστού. Και από αυτό πιστεύει ότι πράγματι είναι μεγάλη η πίστη των ορθοδόξων. Αρχίζει τότε να ποθεί να αρέσει στο Θεό. Και δεν αμφιβάλλει πλέον, όπως πρωτύτερα, για τη βοήθεια του Θεού, αλλά αναθέτει στον Κύριο όλη του τη μέριμνα, όπως λέει ο Προφήτης(Ψαλμ. 54, 23).

Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός. Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα. Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες. Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός· τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι’ αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του. Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4). Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.

Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι

ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί – αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)–, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ’ Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό. Γι’ αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής. Και γι’ αυτό είμαι χειρότερος από άπιστο, ο άθλιος, γιατί δε θέλω να εργαστώ για να βρω τη μεγάλη πίστη, και μέσω αυτής να φτάσω στο φόβο του Θεού και στην αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7) του Πνεύματος. Αλλά άλλοτε κλείνω θεληματικά τα μάτια της ψυχής και παραβαίνω το νόμο, κι άλλοτε σκοτίζομαι από τη λησμοσύνη και φτάνω στην τέλεια άγνοια, και έτσι αγνοώ το συμφέρον της ψυχής μου και συνηθίζω στο πονηρό και αποκτώ έξη της κακίας. Ώστε αν θελήσω να στραφώ εκεί απ’ όπου ξέπεσα, δεν μπορώ, γιατί το θέλημά μου γίνεται μεσότοιχος και με χωρίζει από το Θεό, όπως λένε οι Πατέρες, και δε θέλω να κοπιάσω για να γκρεμίσω το μεσότοιχο αυτό. Γιατί αν είχα την πίστη που προέρχεται από τα έργα της μετάνοιας, θα μπορούσα να πω: «Με τη βοήθεια του Θεού μου θα υπερπηδήσω το τείχος»(Ψαλμ. 17, 30). Δε θα δείλιαζα από αμφιβολία, λέγοντας: «Άραγε τι θα συναντήσω, όταν ορμήσω να φτάσω στο ύψος του τείχους; Μήπως υπάρχει πίσω κανένας λάκκος; Μήπως δεν μπορέσω να ανεβώ και γκρεμιστώ και πέσω κάτω, αφού κοπιάσω;». Και άλλα πολλά τέτοια. Αυτά, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι κοντά και όχι μακριά(Ιερ. 23, 23), ποτέ δεν τα σκέφτεται, αλλά τρέχει κατευθείαν προς το Θεό, που έχει όλη τη δύναμη και την εξουσία και κάθε αγαθότητα και φιλανθρωπία, για να κερδίσει το βραβείο(Φιλιπ. 3, 12)· όχι σαν να χτυπά στον αέρα(Α΄ Κορ. 9, 26), αλλά αγωνιζόμενος επιδιώκει τα ουράνια(Κολ. 3,1). Και αφού αφήσει κάτω κάθε θέλημά του, βαδίζει προς το θείο θέλημα, μέχρις ότου ακούσει και αυτός καινούργιες γλώσσες(Μάρκ. 16, 17) ή ίσως και μιλήσει, αφού μάθει τα μυστήρια, κάνοντας, ή μάλλον παίρνοντας αναβάσεις από δύναμη πρακτική σε δύναμη θεωρίας(Ψαλμ. 83, 6), με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος γ΄ (3ος) Το γάμμα είναι τρίτο στα στοιχεία, και λόγος ιδού τρίτος για το φόβο. Είναι δύο ειδών ο φόβος του Κυρίου· ο ένας εισαγωγικός, φυλάει απ’ την κακία, τέλειος ο άλλος, κι οδηγεί σε πρόθυμη εργασία. και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Η γαστριμαργία είναι η πρώτη από τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. Ο θείος φόβος, που είναι η πρώτη εντολή, όλα τα νικά. Εκείνος που δεν έχει το θείο φόβο, ούτε άλλο καλό μπορεί να έχει. Γιατί, πώς θα μπορέσει να τηρήσει κάποια εντολή εκείνος που δε φοβάται; Εκτός και αν έχει φτάσει κανείς στην αγάπη. Αλλά και αυτός από το φόβο άρχισε, και αν ακόμη δεν γνωρίζει πώς πέρασε απ’ αυτόν ο εισαγωγικός φόβος. Αν τώρα λέει κανείς ότι από άλλο δρόμο βάδισε προς την αγάπη, αυτός ήταν αιχμάλωτος είτε της πνευματικής χαράς, είτε της αναισθησίας, όπως εκείνοι που τους πέρασαν από τον ποταμό κοιμισμένους, κατά τον άγιο Εφραίμ. Γιατί βλέποντας ο άνθρωπος αυτός τις πολλές ευεργεσίες που τον αξίωσε η χάρη του Θεού, κυριεύεται από έκπληξη και αγαπά τον Ευεργέτη. Όταν όμως ζει κανείς αναίσθητα με απολαύσεις και τιμές, όπως ο πλούσιος της παραβολής, νομίζει ότι εκείνοι που λιώνουν από το φόβο και περνούν δοκιμασίες πάσχουν λόγω των αμαρτιών τους, και υπερηφανεύεται εις βάρος τους με αλαζονεία, θεωρώντας τον εαυτό του άξιο γι’ αυτή την ευμάρεια που έχει χωρίς να την αξίζει, αφού έκανε τον εαυτό του ανάξιο για τη μέλλουσα ζωή. Έτσι σκοτίζεται με την άλογη φιλία των πρόσκαιρων και νομίζει ίσως ότι έφτασε στην αγάπη και γι’ αυτό ευεργετείται παραπάνω από εκείνους που υποφέρουν· και γι’ αυτό αγνόησε τη συγκατάβαση του Θεού προς αυτόν. Γι’ αυτό και θα βρεθεί αναπολόγητος στην κρίση και δικαίως θα ακούσει: «Εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου»(Λουκ. 16, 25). Αυτό είναι φανερό από το ότι πολλοί άπιστοι ευεργετούνται με αυτό τον τρόπο ανάξια, και κανένας από τους φρόνιμους δεν τους μακαρίζει, ούτε λέει ότι είναι άξιοι να τους αγαπά ο Θεός, ή ότι αγαπούν το Θεό και γι’ αυτό ίσως ευημερούν στη ζωή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.

Ο φόβος του Κυρίου είναι δύο ειδών, όπως και η πίστη. Και στα δύο υπάρχουν τα εισαγωγικά, υπάρχουν και τα τέλεια, που προκύπτουν από τα εισαγωγικά. Εκείνος που φοβάται τις κολάσεις, φοβάται δουλικά και ξεμακραίνει από τα κακά. Όπως λέει η Γραφή: «Από φόβο του Κυρίου καθένας ξεμακραίνει από το κακό»(Παροιμ. 15, 27), και: «Θα σας διδάξω το φόβο του Κυρίου»(Ψαλμ. 33, 12). Αυτά λοιπόν και τα παρόμοια έχουν ειπωθεί για τον εισαγωγικό φόβο, κατά τον άγιο Δωρόθεο, για να ερχόμαστε από το φόβο των απειλών οι αμαρτωλοί σε μετάνοια, ζητώντας πώς να βρούμε απαλλαγή από τις αμαρτίες μας. Και πάλι, όταν μένει μέσα μας ο φόβος, μας διδάσκει το δρόμο της ζωής, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Ξεμάκρυνε από το κακό και πράξε το αγαθό»(Ψαλμ. 33, 15). Όσο αγωνίζεται κανείς στο αγαθό, αυξάνει ο φόβος μέσα του, μέχρις ότου του φανερώνει και τα πιο μικρά πταίσματά του, τα οποία δεν τα λογάριαζε για τίποτε, όταν βρισκόταν στο σκοτάδι της άγνοιας. Και όταν φτάσει ο άνθρωπος στον τέλειο φόβο, τότε φτάνει στην τελειότητα μέσω του πένθους, και δε θα θελήσει πλέον να αμαρτήσει. Αλλά επειδή φοβάται μήπως επιστρέψουν τα πάθη, μένει άτρωτος στον αγνό φόβο. «Ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός, λέει η Γραφή, και παραμένει σ’ όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10). Γιατί ο πρώτος φόβος δεν είναι αγνός, αλλά μάλλον πηγάζει από τις αμαρτίες. Ενώ αυτός που έφτασε στην κάθαρση, φοβάται χωρίς αμαρτία, όχι σαν να φταίει, αλλά γιατί είναι άνθρωπος μεταβλητός και πρόχειρος στο κακό. Και όσο ψηλότερα ανεβεί με την απόκτηση των αρετών, τόσο περισσότερο φοβάται, από την ταπεινοφροσύνη του. Και εύλογα. Γιατί ο κάθε πλούσιος φοβάται πολύ τη ζημία, την τιμωρία και την ατίμωση, έπειτα από την πτώση του από ψηλά. Ενώ ο φτωχός είναι το πιο πολύ άφοβος· μόνον φοβάται να μην τον δείρουν. Αυτά όμως ειπώθηκαν για τους πάρα πολύ τέλειους και καθαρούς στην ψυχή και στο σώμα. Αν τώρα κανείς φταίει ακόμη, έστω και σε ελάχιστα και μηδαμινά πταίσματα, ας μην πλανηθεί, ότι τάχα έχει αγνό φόβο. Αυτό είναι πλάνη, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Ο τέτοιος φόβος δεν είναι αγνός, ούτε είναι ταπείνωση, αλλά δουλική ευγνωμοσύνη και φόβος των απειλών. Έχει λοιπόν ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να διορθώσει το λογισμό του, για να μάθει σε ποιόν φόβο βρίσκεται και να καθαιρεί με το ακρότατο πένθος και την υπομονή των θλίψεων τις αμαρτίες του, και έτσι να μπορέσει να έρθει στον τέλειο φόβο με την χάρη του Χριστού.

Σημάδι του πρώτου φόβου είναι το να μισεί την αμαρτία και να οργίζεται εναντίον της, όπως εκείνος που πληγώθηκε από θηρίο. Σημάδι του τέλειου φόβου, το να αγαπά την αρετή και να φοβάται την αλλοίωση, γιατί κανείς δεν είναι αμετάβλητος. Γι’ αυτό λοιπόν στο κάθε τι στη ζωή μας οφείλομε πάντοτε να φοβόμαστε την πτώση, βλέποντας τον μέγα Προφήτη και βασιλιά να θρηνεί για δύο αμαρτήματα(Ψαλμ. 50, 1–6), και τον Σολομώντα που ξέπεσε σε τόση κακία(Γ΄ Βασ. 11, 1–10). Όπως λέει και ο Απόστολος: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται καλά, ας προσέχει να μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12). Κι αν κανείς λέει ότι η αγάπη διώχνει το φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18), σύμφωνα με τον Θεολόγο, ορθά λέει· όμως πρόκειται για τον πρώτο φόβο, τον εισαγωγικό. Για τον τέλειο φόβο λέει ο Δαβίδ: «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που φοβάται τον Κύριο· αυτός θα τηρήσει με σφοδρό πόθο τις εντολές Του»(Ψαλμ. 111, 1), δηλαδή θα αγαπήσει σφοδρά την αρετή. Αυτός βρίσκεται στην τάξη του υιού, γιατί δεν το κάνει αυτό από το φόβο της κολάσεως, αλλά από την αγάπη εκείνη που διώχνει το φόβο. Γι’ αυτό θα τηρήσει τις εντολές με σφοδρό πόθο, κι όχι αναγκαστικά, σαν δούλος, από τον φόβο των κολάσεων. Από αυτές είθε να λυτρωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος δ΄ (4ος) Τώρα ο τέταρτος, για την ευσέβεια είναι λόγος ο παρών, που έχει γράμμα το δέλτα, δηλαδή το επόμενο ψηφίο. Αυτός ο λόγος την εγκράτεια περιέχει, που είναι η αρχή στους οκτώ αντιπάλους των οκτώ παθών, μαζί με τη σωφροσύνη. Αυτές οι δυο της ευσέβειας είναι έργα. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια είναι λέξη πολύμορφη και πολύτροπη, όπως η κοσμική φιλοσοφία. Γιατί όταν ολοκληρωθούν τα δέκα μαθήματα, τότε λέμε πώς έχομε φιλοσοφία, και δεν ανήκει η ονομασία αυτή σε ένα ή δύο μαθήματα, αλλά στα δέκα. Έτσι και η ευσέβεια δεν είναι όνομα μιας αρετής, αλλά όλων των αρετών. Προέρχεται από το «εύ + σέβω», δηλαδή υπηρετώ καλώς. Αν τώρα κανείς λέει ότι η λέξη αναφέρεται στην πίστη, στο να σεβόμαστε καλώς το Θεό, ας μας εξηγήσει πώς πρώτα φοβάται κανείς τον Κύριο κι έπειτα τον πιστεύει, και δε συμβαίνει πρώτα μάλλον να τον πιστεύει και έπειτα να τον φοβάται; Ώστε από την πίστη πηγάζει ο φόβος και από αυτόν η ευσέβεια, σύμφωνα με τον Προφήτη, ο οποίος αφού μίλησε πρώτα για τη σοφία, κατεβαίνοντας είπε: «Πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2–3). Και ο Κύριος αφού άρχισε από το φόβο, οδήγησε στο πένθος(Ματθ. 5, 3–4) εκείνον που έχει φόβο. Να μιλήσομε τώρα με τάξη για το σύνολο της ευσέβειας, δηλαδή για κάθε πνευματική εργασία, δεν υπάρχει καιρός. Αλλά αφού αφήσομε κατά μέρος τις πριν από τη μεγάλη πίστη και τον αγνό φόβο σωματικές πράξεις, γιατί όλοι τις γνωρίζουν, θα κάνομε λόγο περί των φυτών του νοητού Παραδείσου, δηλαδή περί των ψυχικών αρετών με συντομία, με τη βοήθεια της χάρης.

Από αυτές γεννιέται η γενική εγκράτεια, δηλαδή η αποχή απ’ όλα τα πάθη. Υπάρχει βέβαια, μεταξύ των σωματικών πράξεων, και η μερική εγκράτεια, η οποία διδάσκει την ορθή χρήση των φαγητών και ποτών. Η γενική όμως εγκράτεια συγκρατεί κάθε λογισμό και κάθε κίνηση μελών που δε γίνεται κατά το θέλημα του Θεού, γι’ αυτό και λέγεται εγκράτεια των παθών. Εκείνος που έχει αυτή την εγκράτεια, δεν ανέχεται διόλου ούτε λογισμό, ούτε λόγο, ούτε κίνηση ποδιού ή χεριού ή άλλου μέλους του σώματος, έξω από την αναγκαία χρήση του σώματος, δηλαδή για τη σωματική ζωή και την ψυχική σωτηρία. Και από αυτά πολλαπλασιάζονται οι πειρασμοί από τους δαίμονες, που βλέπουν τον άνθρωπο να γίνεται άγγελος με σώμα από την προθυμία και την εργασία των καλών. Και αυτό είναι το «να εργάζεται κανείς και να φυλάγει»(Γεν. 2, 12)· γιατί πρόκειται για έργο τέλειο που χρειάζεται αδιάλειπτη προσοχή, μην τυχόν και περάσει μέσα χωρίς να το καταλάβει κανένα από τα πάθη που στέκονται απ’ έξω. Και δεν είναι όμοιες οι δύο εγκράτειες και σωφροσύνες. Η πρώτη συγκρατεί την πορνεία και τα αισχρότατα πάθη, ενώ η δεύτερη μαζεύει στον εαυτό της και τον πιο λεπτό και αναμάρτητο λογισμό και διά μέσου της τον ανυψώνει προς τον Θεό. Γι’ αυτό ούτε με το λόγο δεν μπορεί κανείς να μιλάει με ακρίβεια ή να γνωρίζει εξ ακοής, αλλά από την πείρα έρχεται στην πνευματική εργασία και στη γνώση καθεμιάς από αυτές, οι οποίες φέρνουν σε μεγάλη έκπληξη το νου. Και είναι θαυμαστό, πώς η εγκράτεια, με τόσο απλό όνομα, έχει τόση δύναμη ώστε να ανυψώνει το χώμα –τον άνθρωπο– και να κάνει άυλο τον υλικό. Η κοσμική παιδεία μπορεί να κατανοεί το περιεχόμενο διαφόρων ονομάτων, παίρνοντας αφορμή από την ετυμολογία τους. Η πείρα όμως και η απόκτηση των αρετών, έχει ανάγκη από το Θεό, και γίνεται με πολύ κόπο κι έπειτα από πολύ χρόνο, και μάλιστα προκειμένου περί των αρετών της ψυχής, γιατί αυτές είναι μυστικότερες και κυρίως αρετές. Οι σωματικές αρετές θεωρούνται μάλλον εργαλεία των αρετών, και είναι ευκολότερες, αν και χρειάζονται σωματικούς κόπους. Οι αρετές της ψυχής έχουν ανάγκη μόνο από την επιστασία του λογισμού, εντούτοις είναι δυσκολοκατόρθωτη η απόκτησή τους. Γι’ αυτό ο Νόμος λέει από την αρχή: «Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Εξ. 23, 21). Πάνω σ’ αυτό το ρητό, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε έναν αξιοθαύμαστο λόγο.

Εμείς τι να πούμε, που δεν προσέχομε διόλου, αλλά είμαστε μερικοί σαν τους Φαρισαίους; Νηστείες και αγρυπνίες και τα όμοια, ίσως έχουν μερικοί, και συχνά με μερική πνευματική γνώση. Διάκριση όμως δεν έχομε, γιατί δε θέλομε να προσέχομε στους εαυτούς μας και να γνωρίζομε τι είναι εκείνο που ζητείται από εμάς. Ούτε θέλει κανείς να υπομένει στην προσοχή των λογισμών, για να λάβει ίσως πείρα από τους πολλούς πολέμους και πειρασμούς, και να γίνει τουλάχιστον για τους άλλους έμπειρος ναύτης, ή ακόμη και πλοίαρχος. Αλλά ενώ είμαστε όλοι τυφλοί, λέμε όπως οι Φαρισαίοι(Ιω. 9, 41) ότι βλέπομε· γι’ αυτό, όπως λέει ο Κύριος, θα έχομε βαρύτερη καταδίκη(Μάρκ. 12, 40). Γιατί αν ήμαστε τυφλοί, δε θα είχαμε καταδίκη, αλλά θα ήταν αρκετή η ευγνωμοσύνη και η ομολογία της ήττας και της αγνωσίας μας. Τώρα όμως, αλοίμονο! Γι’ αυτό έχομε μεγαλύτερη καταδίκη, όμοια με τους ειδωλολάτρες, όπως λέει ο Σολομών(Σ. Σολ. 13, 8–9), οι οποίοι ενώ τόσα σοφίστηκαν, έχασαν το ζητούμενο.

Λοιπόν, θα σωπάσομε, αφού δεν έχομε έργα; Αυτό είναι χειρότερο. Ο Απόστολος συμβουλεύει: «Μάλλον να ελέγχετε· γιατί όσα γίνονται κρυφά,είναι ντροπή και να τα λέμε»(Εφ. 5, 11–12). Έτσι θα σωπάσω γι’ αυτό το θέμα, θα αρχίσω όμως να μιλώ για τις αξιοθαύμαστες αρετές. Γιατί η σκοτεινή καρδιά μου δοκιμάζει ηδονή από τη μνήμη και τη γλυκύτητά τους. Και απ’ αυτό λησμονώ την κατάστασή μου και δεν με μέλλει για την καταδίκη που με περιμένει από το να λέω και να μην πράττω. Η εγκράτεια λοιπόν και η σωφροσύνη έχουν την ίδια δύναμη και είναι διπλές, όπως είπαμε· αλλά τώρα θα πούμε για τα τελειότερα. Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. “Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι’ αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.» Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος ε΄ (5ος) Του πέμπτου λόγου η σειρά, που έχει ως ψηφίο το έψιλον, και την υπομονή θα μας παρουσιάσει. Πρώτη είν’ η υπομονή, αυτή είν’ η πιο μεγάλη ανάμεσα στις αρετές, μα και σε κάθε γνώση. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Είπε ο Κύριος: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22). Η υπομονή είναι η συγκρότηση όλων των αρετών. Γιατί καμία αρετή δε στέκεται χωρίς την υπομονή. Καθένας που θα στραφεί πίσω δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών(Λουκ. 9, 62). Αλλά και αν νομίζει κανείς ότι έχει όλες τις αρετές, πάλι δεν είναι κατάλληλος, αν δεν υπομείνει μέχρι το τέλος, ώστε αφού σωθεί από τις παγίδες του εχθρού, να φτάσει στη βασιλεία των ουρανών. Επειδή και εκείνοι ακόμη που έλαβαν τον αρραβώνα της βασιλείας, έχουν ανάγκη από υπομονή, για να λάβουν το τέλειο βραβείο στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί σε κάθε επιστήμη και γνώση υπάρχει ανάγκη υπομονής. Και είναι φυσικό. Ούτε τα αισθητά πράγματα γίνονται χωρίς υπομονή, αλλά και αν γίνει κανένα, έχει ανάγκη από υπομονή, για να παραμείνει στη θέση του. Και γενικά, κάθε πράγμα πριν να γίνει, γίνεται με την υπομονή, και αφού γίνει, με αυτήν διατηρείται, και χωρίς αυτήν ούτε στέκεται, ούτε τελειώνεται. Γιατί αν αυτό είναι καλό, η υπομονή το έχει δώσει και το φυλάει. Αν πάλι είναι κακό, αυτή δίνει ανάπαυση και μεγαλοψυχία και δεν αφήνει τον πειραζόμενο να στενοχωρηθεί από τη μικροψυχία, που είναι αρραβώνας της κολάσεως. Η υπομονή θανατώνει την απόγνωση που θανατώνει την ψυχή. Αυτή παρηγορεί την ψυχή και δεν την αφήνει να αθυμήσει από το πλήθος των πολέμων και των θλίψεων. Αυτήν αφού έχασε ο Ιούδας, βρήκε το θάνατο της ψυχής και του σώματος(Ματθ. 27, 5), γιατί δεν είχε πείρα του πολέμου. Αυτήν είχε ο Πέτρος, ως εμπειροπόλεμος, και μ’ όλο που έπεσε, νίκησε τον διάβολο που τον είχε καταβάλει(Ματθ. 26, 75). Αυτή βρήκε ο μοναχός εκείνος που έπεσε κάποτε σε πορνεία, και νίκησε το νικητή του διάβολο με το να μην υποχωρήσει στο λογισμό της απελπισίας που τον έσπρωχνε να εγκαταλείψει το κελί του και την έρημο· αλλά έλεγε με υπομονή στους λογισμούς του: «Δεν αμάρτησα. Και πάλι σας λέω, δεν αμάρτησα». Τι ένθεη φρόνηση και υπομονή έδειξε ο γενναίος άνθρωπος! Αυτή η μακάρια υπομονή έφερε σε τελείωση τον Ιώβ και τα πρώτα του αγαθά έργα. Γιατί λίγο μόνο να την έχανε ο δίκαιος, θα έχανε τα πάντα. Αλλά ο Θεός που γνώριζε την υπομονή του Ιώβ, παραχώρησε τις συμφορές(Ιώβ 1, 12·2, 6) για την τελείωσή του και για ωφέλεια πολλών.

Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει τι τον ωφελεί, πριν απ’ όλα αγωνίζεται να έχει την υπομονή, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Γιατί λέει: «Μην πολεμήσεις όλα τα πάθη μαζί, γιατί μπορεί να αποτύχεις και να γυρίσεις πίσω και να μη βρεθείς κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών(Λουκ. 9, 6)· πολέμησε τα ένα-ένα, αρχίζοντας με την υπομονή στους πειρασμούς». Πολύ σωστά. Αν δεν έχει κανείς την υπομονή, δεν θα μπορέσει ποτέ να σταθεί σε αισθητό πόλεμο, αλλά μονάχα γίνεται αίτιος φυγής και απώλειας στον εαυτό του και στους άλλους με την οπισθοχώρησή του, σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Θεός στο Μωυσή: «Ο δειλός να μη βγαίνει στον πόλεμο κλπ.»(Δευτ.

20,8).Και στον αισθητό πόλεμο, μπορεί ίσως κανείς να μένει μέσα στο σπίτι του και να μην βγει στη μάχη. Από αυτό βέβαια χάνει τις δωρεές και τα στεφάνια, και μένει ίσως σε φτώχεια και ατιμία. Στο νοητό όμως πόλεμο είναι αδύνατο να βρει κανείς τόπο χωρίς πόλεμο, ακόμη κι αν γυρίσει όλη την κτίση, αλλά όπου και αν πάει, πόλεμο βρίσκει. στην έρημο, θηρία και δαίμονες και λοιπές ταλαιπωρίες και φόβητρα· ανάμεσα στους ανθρώπους, δαίμονες και ανθρώπους που προκαλούν πειρασμούς. Δεν υπάρχει ποτέ τόπος χωρίς πειρασμούς. Γι’ αυτό χωρίς υπομονή δεν μπορεί να βρει κανείς ανάπαυση.

Η υπομονή προέρχεται από το φόβο και την πίστη, και αρχίζει από τη φρόνηση. Ο φρόνιμος δοκιμάζει τα πράγματα με το νου του και, βρίσκοντας τα αδιέξοδα, όπως η Σωσάννα(Δαν. 22), προτιμά τα ανώτερα, όπως εκείνη. Συγκεκριμένα, η μακάρια Σωσάννα είπε προς το Θεό: «Παντού βρίσκω αδιέξοδο· αν κάνω το θέλημα των ανόμων πρεσβυτέρων, χάνεται η ψυχή μου με τη μοιχεία, ενώ αν τους παρακούσω, θα με κατηγορήσουν για μοιχεία και ως άρχοντες του λαού θα με καταδικάσουν σε θάνατο. Καλύτερα όμως να καταφύγω στον Παντοδύναμο, και αν ακόμη πρόκειται να θανατωθώ.» Τι φρόνηση είχε η μακαρία! Γιατί διέκρινε σωστά και δεν έπεσε έξω στην ελπίδα της. Έτσι, όταν συγκεντρώθηκε ο λαός και κάθισαν οι άνομοι κριτές για να κατηγορήσουν την άμεμπτη και να την καταδικάσουν σε θάνατο ως μοιχαλίδα, ευθύς ο δωδεκάχρονος Δανιήλ αναδείχθηκε προφήτης από το Θεό(Δαν. 50) και την λύτρωσε από το θάνατο, στρέφοντας το θάνατο πάνω στους πρεσβυτέρους που θα την έκριναν άνομα(Δαν. 62). Με αυτήν έδειξε ο Θεός ότι είναι κοντά σ’ εκείνους που προτιμούν να υπομείνουν τον πειρασμό για χάρη Του και να μην προδώσουν την αρετή από ολιγοψυχία για τον πόνο, αλλά να προτιμήσουν το νόμο του Θεού υπομένοντας τις συμφορές και να χαίρονται με την ελπίδα της σωτηρίας. Και πολύ εύλογα. Γιατί αν αντιμετωπίζομε δύο κινδύνους, έναν πρόσκαιρο κι έναν αιώνιο, δεν είναι καλό να προτιμήσομε τον πρόσκαιρο; Γι’ αυτό λέει ο άγιος Ισαάκ: «Καλύτερα να υπομείνει κανείς τους κινδύνους για την αγάπη του Θεού και να οδεύει προς Αυτόν με την ελπίδα της αιώνιας ζωής, παρά από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσει από το Θεό στα χέρια του διαβόλου και μαζί με αυτόν να πάει στην κόλαση».

Καλό λοιπόν θα ήταν να χαίρεται κανείς στους πειρασμούς, όπως οι Άγιοι, για την αγάπη του Θεού. Αν όμως δεν είμαστε τέτοιοι, τουλάχιστον ας διαλέξομε το ελαφρότερο στην παρούσα ανάγκη· επειδή πρόκειται ή εδώ να υποστούμε σωματικούς κινδύνους και να συμβασιλεύσομε νοητά με το Χριστό, σ’ αυτή τη ζωή με την απάθεια, αλλά και στη μέλλουσα, ή από το φόβο των πειρασμών να ξεπέσομε όπως είπαμε και να πάμε στην αιώνια κόλαση. Από αυτήν είθε να μας λυτρώσει ο Θεός μέσω της υπομονής των δεινών. Η υπομονή είναι σαν ασάλευτη πέτρα απέναντι στους ανέμους και στα κύματα του βίου. Και όποιος την έχει, ούτε στην πλημμύρα ατονεί ή στρέφεται πίσω, ούτε στη γαλήνη και στη χαρά υπερηφανεύεται· αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος και στην ευημερία και στη δυσκολία. Γι’ αυτό και μένει άτρωτος από τις παγίδες του εχθρού. Όταν συναντά τρικυμία, υπομένει με χαρά, περιμένοντας το τέλος της· όταν είναι καλός καιρός, περιμένει πειρασμό ως την έσχατη πνοή του, όπως είπε ο Μέγας Αντώνιος. Ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει ότι τίποτε απολύτως στη ζωή δεν είναι αμετάβλητο, αλλά όλα περνούν. Γι’ αυτό και δεν φροντίζει για τίποτε απ’ αυτά, αλλά τα αφήνει στο Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για μάς(Α΄ Πέτρ. 5, 7).

Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος ζ΄ (6ος) Ο λόγος ευαγγελικό είχε ο πριν το θέμα, με την ελπίδα αυτός εδώ ασχολείται των μελλόντων. Το ζήτα έκτο έρχεται στην σειρά των ψηφίων, κι ο νους ζητά κι επιθυμεί αμέριμνος να γίνει. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Η αμέριμνη ελπίδα είναι ζωή και πλούτος, κρυφός μεν στην αίσθηση, μαρτυρούμενος όμως από τη φρόνηση και τη φύση των πραγμάτων. Οι γεωργοί κοπιάζουν σπέρνοντας και φυτεύοντας· οι ναυτικοί επίσης περνούν πολλούς κινδύνους· και τα παιδιά κουράζονται να μαθαίνουν γράμματα και επιστήμες. Και όλοι αυτοί στην ελπίδα αποβλέπουν, γι’ αυτό και κοπιάζουν με χαρά και πετούν φαινομενικά τα έτοιμα (π.χ. σπόρο, χρήματα κλπ.), ενώ στην πραγματικότητα υπομένουν για να κερδίσουν περισσότερα, και πολλές φορές πληρώνουν με στέρησή τους. Ίσως όμως πει κανείς ότι αυτοί μαθαίνουν από την πείρα για το κέρδος, ενώ για τα νοητά, δεν αναστήθηκε κανείς εκ νεκρών, για να μας τα πει. Αυτό λοιπόν συμβαίνει από απειρία των πνευματικών χαρισμάτων και γνώσεων, και δεν είναι περίεργο. Γιατί κι εκείνοι που δεν έχουν πείρα σ’ αυτά που προείπαμε, δειλιάζουν, μέχρις ότου λάβουν πείρα. Τα παιδιά, ας πούμε, με το να μη γνωρίζουν την ωφέλεια των γραμμάτων και των λοιπών μαθημάτων, τα αποφεύγουν. Αλλά οι γονείς, επειδή γνωρίζουν το κέρδος, τα πιέζουν και τα αναγκάζουν σ’ αυτά· κι όταν έρθει ο καιρός, αποκτούν και τα παιδιά πείρα και αρχίζουν όχι μόνον να αγαπούν και τα γράμματα και τους γονείς που τα εξαναγκάζουν σ’ αυτά, αλλά και με χαρά να προσπαθούν όσο μπορούν για τα μαθήματα. Γι’ αυτό και εμείς οφείλομε πρώτα, παρακινημένοι από την πίστη, να τρέχομε με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και να μην αποθαρρυνόμαστε στις θλίψεις, ώστε όταν έρθει ο καιρός, να μάθομε την ωφέλεια όσων γίνονται και έτσι με χαρά και ευφροσύνη θα εργαζόμαστε χωρίς κόπο. Γιατί βαδίζομε με την πίστη, όχι με την αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7), όπως λέει ο Απόστολος. Όπως ένας έμπορος του καιρού αυτού δεν μπορεί να βρει αμέσως το κέρδος, έτσι είναι αδύνατο να βρει κανείς την γνώση και την ανάπαυση προτού κοπιάσει με έργο και λόγο στις αρετές. Και όπως οι έμποροι πάντοτε φοβούνται τη ζημία και ελπίζουν στο κέρδος, έτσι πρέπει να γίνεται και στα πνευματικά, ως την τελευταία πνοή. Και όπως οι έμποροι τρέχουν όχι μόνον όταν κερδίσουν, αλλά και μετά τη ζημιά και τους κινδύνους, έτσι οφείλουν να κάνουν και οι πνευματικοί αγωνιστές, γνωρίζοντας ότι όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει από τους κόπους του, γι’ αυτό και γίνεται φτωχός και οφειλέτης ίσως πολλών ταλάντων. Γι’ αυτό λέει ο Προφήτης: «Μ’ έβαλες να κατοικήσω γεμάτος ελπίδα»(Ψαλμ. 4, 9), και ο Απόστολος: «Έφυγαν από τη ζωή με ελπίδα»(Εβρ. 11, 39, 40).

Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν με συντομία από τα πράγματα της φύσεως και από τις θείες Γραφές. Αν όμως κανείς θέλει να αποκτήσει πείρα, ας εργάζεται όσο μπορεί τις επτά σωματικές πράξεις στο σύνολό τους, σαν να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς περισπασμούς, και να φροντίζει και για την ηθική, δηλαδή την ψυχική εργασία. Και απ’ αυτές αφού φτάσει στην ελπίδα και επιμείνει με καρτερικότητα σ’ αυτήν, θα γνωρίσει με ακρίβεια αυτά που λέω, και ότι από την αρχή της μετάνοιας, όταν άρχισε τις επτά πράξεις, από την πρώτη ήδη πράξη, δηλαδή την ησυχία, ήταν ο μισθός της ελπίδας και το κέρδος έτοιμο πριν να κοπιάσει για τις υπόλοιπες έξι, δηλαδή τη νηστεία, την αγρυπνία κλπ. Αλλά μόλις άρχισε να ασκεί την πρώτη, την ησυχία, που είναι και η αρχή της καθάρσεως της ψυχής, αμέσως είχε ετοιμασθεί και το κέρδος. Επειδή όμως ο μαθητής ήταν άπειρος, δε γνώριζε τη χάρη του Κυρίου, όπως και το νήπιο δε γνωρίζει την ωφέλεια από τους γονείς, αν και προτού γεννηθεί, οι γονείς ήταν κατά την προαίρεση ευεργέτες του, προσευχόμενοι να γεννηθεί και να ζήσει. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και να τους κληρονομήσει και να έχει όσα προετοίμασαν και όσα ακόμη θα δημιουργήσουν με το μόχθο τους. Το νήπιο όμως, επειδή δεν ξέρει, δεν φροντίζει διόλου γι’ αυτά, αλλά το έχει για ενόχληση να υποτάσσεται στους γονείς, και αν δεν ήταν ο δεσμός της φύσεως και η ανάγκη της τροφής, δεν θα είχε καμία ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς.

Εκείνος τώρα που θέλει να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών και δεν υπομένει τα θλιβερά, δείχνει μεγαλύτερη αγνωμοσύνη. Γιατί δημιουργήθηκε με τη χάρη, παίρνοντας όλα όσα έχει και ελπίζοντας για τα μέλλοντα, και θα συμβασιλεύει αιώνια με το Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε, αυτόν που δεν είναι τίποτε, τόσο πολλές και μεγάλες δωρεές, αισθητές και νοητές, ώστε να ευδοκήσει ακόμη και το υπέρτιμο αίμα Του να χύσει γι’ αυτόν, χωρίς να ζητά τίποτε από αυτόν, εκτός από το να θελήσει να λάβει τα αγαθά Του, και τίποτε άλλο. Αυτή και μόνη είναι η απαίτηση του Κυρίου, που όποιος μπόρεσε να την εννοήσει, εκπλήττεται. Γιατί λέει η Γραφή: «Τι άλλο ζητά ο Θεός από σένα;»(Μιχ. 6, 8). Τι ανόητοι είμαστε! Πώς, ενώ βλέπομε, δε βλέπομε τα φρικτά Του μυστήρια; Γιατί και αυτό που φαίνεται ότι ζητά, είναι μεγαλύτερο δώρο. Πώς δεν εννοούμε ότι καλύτερος από όλους είναι εκείνος που φροντίζει για την αρετή και είναι πάνω απ’ όλους και πετά ψηλά, και ας είναι φτωχός και άσημος; Μήπως δε μάθαμε για τους Προφήτες σ’ αυτόν τον κόσμο, ή για τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες, και γι’ αυτό αμφιβάλλομε για τα μέλλοντα; Ας δούμε τους βίους των και τι έκαναν, και από που λένε ότι έπαιρναν τη χάρη και τη δύναμη; Και όχι μόνο αυτά, αλλά και μετά θάνατον θαυματουργούν. Ας δούμε τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πώς προσκυνούν τις άγιες εικόνες τους; Ας δούμε τους ενάρετους τώρα, πώς ζούνε με κάθε ευχαριστία και αρετή και πνευματική χαρά, ενώ οι πλούσιοι αγανακτούν και πειράζονται περισσότερο από τους ασκητές και ακτήμονες; Και απ’ αυτό ελπίζομε ότι η αρετή είναι καλύτερη απ’ όλα. Αλλιώς, ας δούμε, πώς οι άπιστοι, αγνοούν ίσως το Θεό, επαινούν όμως την αρετή, ακόμη και αν ο ενάρετος τους φαίνεται αλλόπιστος. Γιατί συνήθως την αρετή τη σέβεται και ο εχθρός. Και αν πιστεύομε ότι η αρετή είναι αγαθή, κατ’ ανάγκην ο Θεός που έκανε την αρετή και τη χάρισε στους ανθρώπους, είναι αγαθός. Και αν είναι αγαθός, κατ’ ανάγκην είναι και δίκαιος, γιατί η δικαιοσύνη είναι αρετή, γι’ αυτό είναι και αγαθή. Και αν ο Θεός είναι αγαθός και δίκαιος, οπωσδήποτε από αγαθότητα κάνει όσα έκανε και κάνει, ακόμη και αν αυτό δε φαίνεται στους πονηρούς.

Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει όσο η πονηρία. Ο Θεός όμως φανερώνεται στην απλότητα και στην ταπείνωση και όχι με τους κόπους. Φανερώνεται δε, όχι όπως μερικοί από απειρία τους νομίζουν, αλλά με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων Του, και με τις αποκαλύψεις των μυστηρίων Του που περιέχονται στις θείες Γραφές. Αυτός είναι ο μισθός της ησυχίας και των λοιπών πράξεων σ’ αυτή τη ζωή· ενώ στη μέλλουσα, αυτά που μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν τ’ άκουσαν, ούτε τα διανοήθηκε ποτέ άνθρωπος, τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν(Α΄ Κορ. 2, 9) και εγκαταλείπουν τα θελήματά τους με την υπομονή και την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Αυτά ευχόμαστε να επιτύχομε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία, στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος η΄ (7ος) Το ήτα είναι έβδομο γράμμα του αλφαβήτου, κι ο λόγος ο αντίστοιχος, περί απροσπαθείας. Η απροσπάθεια γεννιέται απ’ την ελπίδα κι αποτελεί φυγή από τον κόσμον όλο. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Η απροσπάθεια (ελευθερία από εμπαθείς κλίσεις) πηγάζει από την ελπίδα· επειδή εκείνος που ελπίζει να επιτύχει άλλου αιώνιο πλούτο, εύκολα περιφρονεί αυτόν που έχει στα χέρια του, και αν ακόμη μπορούσε να δώσει κάθε ανάπαυση ο πρόσκαιρος πλούτος. Αφού όμως ο βίος είναι κοπιαστικός και γεμάτος βάσανα, ποιος πείθει τον λογικό άνθρωπο να προτιμά αυτόν από την αγάπη του Θεού, που δίνει και τον πρόσκαιρο και τον αιώνιο πλούτο σ’ εκείνους που τον αγαπούν; Εκτός αν είναι τυφλός ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βλέπει από απιστία ή κακή προαίρεση και πονηρή συνήθεια. Γιατί αν είχε πιστέψει, θα φωτιζόταν κι αν έπαιρνε λίγο φωτισμό από βέβαιη πίστη, θα είχε αγωνιστεί να εξαλείψει την κακίστη συνήθειά του. Και αν έπαιρνε σταθερή απόφαση, η χάρη θα συνεργούσε και θα αγωνιζόταν μαζί του. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Είναι λίγοι οι σωζόμενοι»(Λουκ. 13, 23)· επειδή τα πρόσκαιρα θεωρούνται γλυκά, κι ας είναι πικρά. Ο σκύλος που γλύφει τη λίμα, ματώνει τη γλώσσα του, από τη γλυκύτητα όμως δεν αισθάνεται τον πόνο και ότι πίνει το ίδιο του το αίμα. Έτσι και ο γαστρίμαργος, τρώγοντας εκείνα που τον βλάπτουν στην ψυχή και στο σώμα, δεν αισθάνεται τη βλάβη. Και όλοι όσοι δουλεύουν στα πάθη, το ίδιο παθαίνουν από αναισθησία. Κι αν ίσως σηκώσουν κεφάλι, πάλι σέρνονται από τη συνήθεια. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών απαιτεί βία από την πλευρά του ανθρώπου»(Ματθ. 11, 12). Και τούτο όχι εκ φύσεως, αλλά εξαιτίας της συνήθειας των παθών. Γιατί αν από τη φύση της απαιτούσε βία, κανένας δεν θα έμπαινε σ’ αυτήν. Αλλά για όσους έχουν την προαίρεση, ο ζυγός του Κυρίου είναι καλός και το φορτίο Του ελαφρό(Ματθ. 11, 30)· ενώ για εκείνους που δε θέλουν, είναι στενή η πύλη και δύσβατος ο δρόμος(Ματθ. 7, 14), και η βασιλεία απαιτεί βία. Για τους πρώτους, η βασιλεία είναι μέσα τους(Λουκ. 17, 21) και κοντά τους, επειδή τη θέλουν και επειδή θέλουν να αποκτήσουν σύντομα την απάθεια.

Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν. Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο· εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια. Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν; Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Η ντροπή κάλυψε το πρόσωπό μου(Ψαλμ. 43, 16). Οι βασιλιάδες γίνονται φτωχοί, όπως ο άγιος Ιωάσαφ και οι όμοιοί του, και ο φτωχός δεν μπορεί να διατηρήσει την φτώχεια, στην οποία ήταν ανέκαθεν συνηθισμένος, ώστε να μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία των ουρανών, με την απροσπάθεια των πραγμάτων, τα οποία δεν είχε από κληρονομία των γονέων του. Αλλά όταν είπε ότι απαρνείται τον κόσμο, αν και δεν είχε τίποτε (γιατί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου τα κατέχει άλλος, κι αυτός είχε εξουσία μόνο να τα επιθυμεί), όταν λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο, τότε βρέθηκε με πολλά. Και λέει, «δεν μπορώ να είμαι ακτήμων, ούτε να υπομένω όσα μου έρχονται». Ποιά, πες μου; Τις φυλακές και τα δεσμά που είχε πρωτύτερα, κι ας ήταν και άρχοντας; Γιατί εκείνοι που έχουν τις αρχές και τα πλούτη, αυτοί τα παθαίνουν αυτά. Αλλά ποιά; Τη στέρηση των αναγκαίων, την γυμνότητα και τα λοιπά που είχε;

Δε θέλω να μιλώ λεπτομερώς και να μακραίνω το λόγο και να καταισχύνω εκείνους που είναι γεμάτοι αισχύνη· είναι αρκετή για μας αυτή ακριβώς η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι από τα ορατά, των οποίων την επιθυμία απαρνηθήκαμε, να μας γεμίσει αισχύνη και ντροπή στο μέλλον, όπως έγινε με το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5, 20· και 26, 27) και τον Ιούδα(Ματθ. 26, 15· 27, 5). Ο πρώτος, ως γνωστόν, επιθύμησε εκείνα που δεν είχε, γι’ αυτό μαζί με την πτώση, έλαβε και τη λέπρα από το Θεό. Ο δεύτερος πάλι, αφού απαρνήθηκε εκείνα που είχε, πάλι επιθύμησε να τα έχει· γι’ αυτό μαζί με την αγχόνη κληρονόμησε και την απώλεια. Τι παραπάνω έχει ο μοναχός, αν δεν ασκεί την παρθενία και την ακτημοσύνη; Τις υπόλοιπες εντολές όλοι οι άλλοι χρεωστούν να τις φυλάξουν, γιατί είναι φυσικές. Το να αγαπά το Θεό και τον πλησίον, να υπομένει τους πειρασμούς, να μεταχειρίζεται κατά φύση τα πράγματα, να απέχει από πονηρά έργα, οφείλει κανείς να τα κάνει και μη θέλοντας. Αν δεν τα τηρεί αυτά, δε βρίσκει ανάπαυση ούτε σ’ αυτή τη ζωή. Γιατί και οι νόμοι τιμωρούν τους φταίχτες και οι άρχοντες εξαναγκάζουν στην αρετή, κατά τον Απόστολο. «Δεν έχει, λέει, χωρίς λόγο το σπαθί. Θέλεις εσύ να μην φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και αυτή θα σ’ επαινέσει»(Ρωμ. 13, 3–4). Όλα μεν αυτά, ως φυσικά, όλοι και τα πράττουν και τα θέλουν, αλλά και τιμωρούν την παράβασή τους. Ο κλήρος όμως του μοναχού είναι τα υπέρ φύση, αφού είναι στρατιώτης του Χριστού. Γι’ αυτό και έχει χρέος να γευθεί τα παθήματα του Χριστού, για να απολαύσει και τη δόξα Του. Αλλά και αυτό πάλι είναι φυσικός νόμος που μαρτυρείται από τα αισθητά πράγματα. Οι στρατιώτες του βασιλιά δεν δοξάζονται επειδή υποφέρουν μαζί του; Όσο υποφέρει κανείς εδώ, τόσο έπαινο δεν έχει; Και όσο ανίκανος φανεί, τόσο δεν περιφρονείται; Δε φαίνεται κανείς πιο φίλος του βασιλιά όσο περισσότερο όμοια στολή φορεί με αυτόν; Και όσο πιο ανόμοια στολή φορεί, τόσο περισσότερο δεν φαίνεται ξένος; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για τον δικό μας Βασιλιά. Όσο κανείς υποφέρει και μιμείται τη φτώχεια του Χριστού και γεύεται τα παθήματα και τις ύβρεις που Αυτός υπέφερε πριν σταυρωθεί για χάρη μας και ταφεί, τόσο περισσότερο γίνεται οικείος Του και συγκοινωνός της δόξας Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου. «Αν υποφέρομε, λέει, μαζί Του, τότε και θα συνδοξαστούμε »(Ρωμ. 8, 17).

Αλοίμονο, πώς δεν γνωρίζομε ότι για ψωμί μόνο, πόσο υποφέρουν και κοπιάζουν στρατιώτες και ληστές; Και πόσο μακριά πηγαίνουν στην ξενητιά οδοιπόροι και ναυτικοί; Και πόσο κόπο υποφέρουν οι άνθρωποι, χωρίς την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών; Αν και συχνά δεν πετυχαίνουν ούτε το σκοπό για τον οποίο μοχθούν. Κι εμείς δεν θέλομε, για χάρη της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, να υποφέρομε λίγο. Αν και αυτό δε γίνεται ίσως τόσο κοπιαστικό, όταν η προαίρεση ευχαριστείται και δε νομίζει φορτική και ανυπόφορη την απόκτηση των αρετών, αλλά μάλλον χαρά και ανάπαυση με την ελπίδα, την αμεριμνία και την ακούσια τιμή που ακολουθεί την αρετή, την οποία συνήθως και ο εχθρός σέβεται και θαυμάζει. Η αρετή καταλήγει στην ευφροσύνη και την αγαλλίαση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την αρετή έχει ενωμένη τη χαρά η απροσπάθεια, όπως τη λύπη με τα πάθη της ατιμίας η υλιστική ζωή. Από την οποία είθε να ελευθερωθούμε και να επιτύχομε την άυλη και αιώνια ζωή μέσω της απροσπάθειας που γεννά τη νέκρωση του σώματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος θ΄ (8ος) Όγδοος λόγος στη σειρά, με γράμμα του το θήτα. Η απροσπάθεια γέννα νέκρωση των παθών μας· και αν κανείς δε την κρατά με κόπο και με πόνο, ούτε από τα πάθη του λυτρώνεται ποτέ του. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Αυτός που έφτασε στην απροσπάθεια, είναι συνεχώς στραμμένος στο Θεό μέσω της θεωρίας. Γιατί η απροσπάθεια των αισθητών προκαλεί τη θεωρία των νοητών. Θεωρία εδώ εννοώ, όχι των όντων, αλλά των δεινών που είναι πριν και μετά τον θάνατο, για τα οποία διδάσκει η χάρη τον απροσπαθή, ώστε με το πένθος να νεκρωθούν τα πάθη του και να φτάσει στην πραότητα των λογισμών όταν έρθει ο καιρός. Από την πίστη γεννιέται ο φόβος, και από αυτόν η ευσέβεια, δηλαδή η εγκράτεια· έπειτα η υπομονή του πένθους, η πραότητα, η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης, δηλαδή όλων των αρετών, και η ελεημοσύνη, κατά τους μακαρισμούς του Κυρίου(Ματθ. 5, 3–12) κατόπιν η απροσπάθεια, και από αυτήν η νέκρωση του σώματος από τους πολλούς στεναγμούς και τα πικρά δάκρυα της μετάνοιας και της λύπης, με τα οποία η ψυχή αποβάλλει τη χαρά του κόσμου και αυτή την τροφή, εξαιτίας της αγωνίας της. Γιατί αρχίζει να βλέπει τις αμαρτίες της σαν την άμμο της θάλασσας. Και αυτό είναι η αρχή του φωτισμού της ψυχής και σημάδι της υγείας της. Γιατί εκείνα που γίνονταν πρωτύτερα, δάκρυα ίσως και θεία τάχα νοήματα και κατάνυξη, είναι εμπαιγμός και απάτη των δαιμόνων, και μάλιστα σ’ εκείνους που ζουν ανάμεσα στους ανθρώπους ή σε περισπασμό, ακόμα και σε πολύ μικρό. Γιατί είναι αδύνατο, έχοντας ακόμη κλίση σε κάτι αισθητό, να κατανικήσομε τα πάθη μας.

Αν τώρα κανείς φέρνει για παράδειγμα τους παλιούς που κατόρθωναν τούτο έχοντας και τα αισθητά, ας μάθει ότι τα είχαν βέβαια, αλλά δε μεταχειρίστηκαν με πάθος κανένα απ’ αυτά ολότελα. Και αυτό είναι φανερό από το ότι πήραν γυναίκες και ύστερα από πολλά χρόνια ήρθαν σε συζυγικές σχέσεις μ’ αυτές, όπως έχει γραφεί στην Παλαιά Διαθήκη για τη γενεαλογία των ανθρώπων· και αν τις είχαν ή δεν τις είχαν, το ίδιο ήταν. Επίσης, από τον Ιώβ και τους λοιπούς Δικαίους. Αλλά και ο Δαβίδ ήταν βασιλιάς και προφήτης, όπως και ο Σολομών ως ένα σημείο. Ο τελευταίος μάλιστα είπε: «Ο Θεός έδωσε περισπασμό πονηρό στους ανθρώπους, να απασχολούνται με τα μάταια, για να μην ξεκλίνουν στα χειρότερα»(Εκκλ. 1, 13). Και αυτό το διδάσκει η φύση των πραγμάτων. Γιατί αν με χίλιους-δύο περισπασμούς, μερικοί βρίσκουν την ευκαιρία να διαπράττουν τα άνομα, πόσο μάλλον αν η ζωή ήταν χωρίς περισπασμούς; Γι’ αυτό ένας τέτοιος ας έχει περισπασμό. Καλύτερο είναι να έχει κανείς περισπασμό πονηρό, και να είναι αργός από τα θεία πράγματα και νοήματα, παρά να πράττει τα κακά, τα χειρότερα από τον περισπασμό.Εκείνος όμως που με τη χάρη του Θεού έφτασε σε κάποια μερική γνώση, και μπόρεσε να εννοεί τα πριν και μετά το θάνατο δεινά, τα οποία προξένησε η παρακοή των πρωτοπλάστων, δεν πρέπει να αφήνει τα τέτοια νοήματα, ούτε τα έργα που τα φέρνουν, με κάθε ησυχία και αμεριμνία, και να απασχολείται με τα μάταια. Γιατί όλα είναι μάταια, ολότελα μάταια(Εκκλ. 1, 2). Από αυτό το ρητό πήρε αφορμή ο Δαμασκηνός και έγραψε: «Αληθινά, τα πάντα είναι ματαιότητα, κι η ζωή μας σκιά και όνειρο. Γι’ αυτό και μάταια ταράζεται κάθε άνθρωπος, όπως είπε η Γραφή(Ψαλμ. 38, 12)». Και πολύ εύλογα. Από αυτό που καταλήγει στη σαπίλα και στο χώμα, τι πράγμα είναι πιό μάταιο; Γι’ αυτό η απροσπάθεια είναι νέκρωση, αλλά όχι του νου, παρά του σώματος από τις προηγούμενες τάσεις του για τρυφή και ανάπαυση. Γιατί η ανάπαυση είναι σαρκικό θέλημα, ακόμη και αν είναι πολύ μικρή. Επειδή η ψυχή από αυτό λυπάται περισσότερο, αν βλέπει να έχει οπωσδήποτε κάποιο πνευματικό έργο ή γνώση. Αν όμως είναι και αυτή σαρκική, δε θα παραμείνει σ’ αυτήν το Πνεύμα του Θεού(Γεν. 6, 3). Γι’ αυτό ούτε που τη μέλλει για κανένα έργο αγαθό, αλλά αγωνίζεται να κάνει τα θελήματα του σώματος και των παθών της, και παίρνοντας σκοτάδι πάνω στο σκοτάδι, περνά όλον τον καιρό της πρόθυμα μέσα σε καθολική άγνοια.

Εκείνος όμως που φωτίστηκε ώστε να βλέπει τις αμαρτίες του, δεν παύει να θρηνεί τον εαυτό του και όλους τους ανθρώπους, βλέποντας την τόση ανοχή του Θεού και τις τόσες αμαρτίες που από την αρχή κάναμε και εξακολουθούμε να κάνομε διαρκώς οι άθλιοι. Απ’ αυτό γίνεται ευγνώμων, μη τολμώντας να κατακρίνει κανένα, από ντροπή για τις πολλές ευεργεσίες του Θεού και τα δικά μας αμαρτήματα. Έτσι με χαρά εγκαταλείπει κάθε δικό του θέλημα που δεν είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, και επιμελείται τις αισθήσεις του να μην κάνουν τίποτε απολύτως που να είναι παραπάνω από την αναγκαία χρήση, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, ούτε κοίταξαν αγέρωχα τα μάτια μου»(Ψαλμ. 130, 1). Αλλά πρέπει να προσέχει, μήπως και αυτός, αφού φτάσει στο ύψος που έφτασε ο Δαβίδ, από αμέλεια ή υπερηφάνεια πάθει ό,τι έπαθε εκείνος, και ίσως δεν μπορέσει να μετανοήσει όπως εκείνος. Γιατί η αμαρτία είναι πρόχειρη και στους πολύ δικαίους, ενώ η μετάνοια δεν είναι σε όλους πρόχειρη, για το λόγο ότι είναι κοντά ο θάνατος, και πριν το θάνατο, η απόγνωση. Πιό καλό λοιπόν είναι να μην πέφτει κανείς, παρά να πέφτει και να σηκώνεται. Αν όμως συμβεί να πέσομε, καλό είναι να μην απελπιζόμαστε και αποξενωνόμαστε από τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Γιατί και μπορεί και θέλει να δείξει έλεος στην ασθένειά μας. Μόνο να μη φεύγομε από Αυτόν, ούτε να δυσφορούμε όταν πιεζόμαστε από τις εντολές Του και, καθώς δεν μπορούμε να τις φτάσομε, να αποκάμομε· αλλά να ξέρομε ότι χίλια χρόνια μπροστά στον Κύριο είναι σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4), και μία ημέρα σαν χίλια χρόνια. Ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να λυγίζομε, αλλά διαρκώς να βάζομε αρχή. Έπεσες; Σήκω. Και πάλι έπεσες; Σήκω πάλι. Μόνον τον Γιατρό να μην αφήσεις και καταδικαστείς χειρότερα από τον αυτόχειρα λόγω της απογνώσεως. Μείνε κοντά Του και Αυτός θα δείξει έλεος, είτε με την επιστροφή σου, είτε διά μέσου πειρασμών, είτε με άλλο τρόπο της πρόνοιάς Του, χωρίς να το γνωρίζεις.

Ο διάβολος έχει συνήθεια να επιβάλλει στην ψυχή ό,τι βρίσκει πιό κοντινό σ’ αυτήν·· είτε χαρά, είτε οίηση, είτε λύπη και απελπισία, είτε υπερβολικούς κόπους, είτε τέλεια αργία, είτε πράγματα και νοήματα μάλλον παράκαιρα ή έξω από την ορθή χρήση, είτε σκοτισμό και μίσος αδιευκρίνιστο εναντίον όλων των όντων. Και γενικώς όποιο υλικό βρει σε κάθε ψυχή, αυτό της επιβάλλει, για να μην της γίνει χρήσιμο· πού μπορεί να είναι καλό και θεάρεστο, αν γίνει μετρημένη χρήση του από εκείνους που μπορούν να κρίνουν τα πράγματα και να βρουν το σκοπό του Θεού που κρύβεται ανάμεσα στα έξι πάθη που τον περικυκλώνουν. Αυτά βρίσκονται από πάνω και από κάτω, από δεξιά και από αριστερά, από έξω και από μέσα. Γιατί κάθε θεάρεστη πράξη και κάθε γνώση περικλείει σκοπό αγαθό, ο οποίος βρίσκεται στο μέσο των αντιθέτων του έξι παθών. Γι’ αυτό, σε κάθε ζήτημα έχει ανάγκη ο καθένας –κατά τον άγιο Αντώνιο– να ερωτά, και μάλιστα όχι τους τυχόντες, αλλά εκείνους που έχουν το χάρισμα της διακρίσεως, για να μην πέσουν και οι δύο από την απειρία τους σε χαντάκι, κατά το ευαγγελικό παράδειγμα(Ματθ. 15, 14). Γιατί χωρίς διάκριση κανένα καλό δεν γίνεται, ακόμη και αν φαίνεται πολύ καλό σ’ όσους αγνοούν· γιατί γίνεται είτε παράκαιρα, είτε έξω από την ορθή χρήση, είτε παρά το μέτρο του πράγματος ή τη δύναμη του ανθρώπου ή τη γνώση του, και αλλά πολλά. Εκείνος τώρα που έχει χάρισμα διακρίσεως, το έλαβε από την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό όλα τα γνωρίζει κατά χάρη και, στον κατάλληλο καιρό, φτάνει στη διόραση.

Από το πένθος λοιπόν και την υπομονή γεννιούνται η ελπίδα και η απροσπάθεια, από τις οποίες έρχεται η νέκρωση του κόσμου. Αν τώρα κανείς υπομένει καλά χωρίς να απελπίζεται επειδή βλέπει παντού στενοχώριες και θανάτους, αλλά γνωρίζει ότι είναι δοκιμασία και φωτισμός, και αν πάλι δεν ξεθαρρέψει ότι έφτασε σε ψηλά επίπεδα, βλέποντας τα πολλά δάκρυα της λύπης, τότε φτάνει στο να βλέπει καθαρά τα άγια πάθη του Κυρίου, και παρηγορείται πολύ από αυτά και θεωρεί τον εαυτό του αληθινά κάτω από όλα και όλους, βλέποντας τόσα αγαθά να γίνονται σ’ αυτόν από τη χάρη του Θεού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος ι΄ (9ος) Ιδού το γιώτα, και ιδού ο ένατος ο λόγος που ομιλεί για του Χριστού τα σεβάσμια πάθη. Απ’ του θανάτου δηλαδή και των αμαρτημάτων τη μνήμη, δάκρυα πολλά πηγάζουν στον εργάτη· κι από αυτά μπορεί κανείς στο νου να διατηρήσει τη μνήμη των παθών Χριστού και όλων των Αγίων. και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Για να μη νομίζει κανείς ότι κάνει κάτι το σπουδαίο με την άσκηση και τους πολλούς στεναγμούς και τα δάκρυα, του δίνεται η γνώση των παθημάτων του Χριστού και όλων των Αγίων. Και κατανοώντας τα, γεμίζει έκπληξη και συγχρόνως θαυμάζει και κατακομματιάζει τον εαυτό του στην άσκηση. Γιατί αντιλαμβάνεται τη δική του αδυναμία από τη θεωρία των τόσο πολλών πειρασμών, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι. Πώς μπόρεσαν τόσα και τόσα να υποφέρουν oι Άγιοι με χαρά; Και πόσα έπαθε για μας ο Κύριος; Μαζί με αυτά φωτίζεται στη γνώση των έργων και των λόγων του Κυρίου. Και κατανοώντας όλα όσα λέγονται στο Ευαγγέλιο, αρχίζει, άλλοτε να θρηνεί πικρά από τη λύπη, ενώ άλλοτε από την ευχαριστία χαίρεται πνευματικά· όχι επειδή νομίζει ότι έχει έργα αγαθά –γιατί αυτό είναι οίηση–, αλλά διότι, ενώ είναι πάρα πολύ αμαρτωλός, αξιώθηκε να φτάσει στη θεωρία αυτών. Και ταπεινώνεται περισσότερο με έργο και λόγο με τις επτά σωματικές πράξεις που είπαμε και με την ηθική πράξη, δηλαδή την ψυχική, και με τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων και των εντολών του Κυρίου. Αυτά όμως δεν τα λογαριάζει σαν καλά έργα και αξιόμισθα, αλλά μάλλον σαν χρέος, και ούτε ελπίζει να απαλλαγεί ποτέ από το χρέος του, λόγω του μεγέθους των γνώσεων που του δόθηκαν. Και γίνεται κατά κάποιο τρόπο αιχμάλωτος των νοημάτων των λόγων που διαβάζει ή ψάλλει. Από την ηδονή αυτή πολλές φορές λησμονεί χωρίς να θέλει τις αμαρτίες του και αρχίζει να δακρύζει από μιά γλυκύτητα σαν το μέλι. Και πάλι συστέλλεται, από το φόβο της πλάνης, μήπως δε γίνεται αυτό στον καιρό του. Και καθώς θυμάται τον προηγούμενο βίο του, δακρύζει πικρά πάλι, και έτσι προχωρεί ανάμεσα στα δύο αυτά είδη δακρύων, αν βέβαια προσέχει και συμβουλεύεται σε όλα κάποιον έμπειρο, και αν πέφτει μπροστά στο Θεό με την καθαρή προσευχή, η οποία αρμόζει στον πρακτικό, συνάγοντας το νου του από όλα όσα είδε ή άκουσε, στη μνήμη του Θεού, και αν ζητεί να γίνει μόνο το θέλημα του Θεού(Ματθ. 6, 10) σε όλα τα έργα και τα νοήματά του.

Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ’ έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό. Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3). Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό· γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ’ αυτό είναι πλάνη δαιμονική. Γι’ αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ’ αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.

Πλήν όμως, όσο μπορεί ο καθένας, οφείλει να κρατά το νου του σε κάποια μελέτη κατά Θεόν. Γιατί όπως είναι επτά οι σωματικές εργασίες, έτσι οκτώ είναι και οι θεωρίες του νου ή γνώσεις. Τρεις είναι οι προαναφερθείσες για τα άχραντα πάθη του Κυρίου, τις οποίες έχει χρέος ο καθένας από μόνος του να μελετά πάντοτε, για να πενθεί την ψυχή τη δική του και των συνανθρώπων του. Δηλαδή να εννοεί τα δεινά που προξενήθηκαν στο ανθρώπινο γένος από την παράβαση των Πρωτοπλάστων, και πως η ανθρώπινη φύση ξέπεσε σε τόσα πάθη· επίσης να συλλογίζεται τις αμαρτίες του και τους πειρασμούς που στέλνει ο Θεός για διόρθωση. Έπειτα να συλλογίζεται το θάνατο και τα δεινά που περιμένουν μετά θάνατον τους αμαρτωλούς, για να συντριβεί η ψυχή του και να σχολάζει στο πένθος για παρηγοριά της και ταπείνωσή της, για να μην απελπίζεται ίσως από τα πολλά και φρικτά εκείνα νοήματα· ούτε πάλι να νομίζει ότι κατόρθωσε πνευματικό έργο, αλλά να μένει στο φόβο και στην ελπίδα, κατάσταση που λέγεται πραότητα των λογισμών και δεν έχει μεταπτώσεις. Αυτή φέρνει το νου στη γνώση και στη διάκριση, σύμφωνα με τα λόγια του Προφήτη: «Θα οδηγήσει τους πράους στην ορθή κρίση»(Ψαλμ. 24, 9), ή μάλλον στην διάκριση, η οποία λέγεται από άλλον Προφήτη γνώση με ευσέβεια.

Όπως όμως η ευσέβεια έχει ένα όνομα, αλλά πολλές εργασίες, έτσι και η γνώση είναι ένα όνομα, περιέχει όμως πολλές γνώσεις και θεωρίες. Γιατί και η αρχή της σωματικής πράξεως ήταν γνώση, αφού χωρίς γνώση κανείς δεν έρχεται στην εργασία του αγαθού· και μέχρι το τέλος, δηλαδή τη θεία υιοθεσία και την ανάληψη του νου στον ουρανό με τη χάρη του Χριστού, λέγεται γνώση και θεωρία. Η πρώτη όμως δίνεται πριν από τους κόπους για να κατορθώνεται με αυτήν το έργο, όπως γίνεται το κτίσιμο με εργαλεία, ενώ η δεύτερη δίνεται μετά την πίστη, για να φυλάγεται από το φόβο σαν τείχος. και πάλι η γνώση γίνεται και εργασία των αρετών της ψυχής, για να ετοιμάζονται και να φυτεύονται τα φυτά αυτά του παραδείσου. Κατόπιν έρχεται η γνώση του νου και η πνευματική εργασία, δηλαδή η επιστασία του νου και η τακτοποίηση των ηθών της ψυχής, για να εργάζεται ο εργάτης των εντολών και να φυλάγει(Γεν. 2, 15) αυτά τα φυτά με επιτηδειότητα. από αυτά γίνεται η επιμέλεια των φυτών και έρχεται η θεία βοήθεια σαν ήλιος, άνεμος και αύξηση, χωρίς τα οποία όλος ο κόπος του εργάτη είναι μάταιος, ακόμη και αν ίσως γίνεται σύμφωνα με τη λογική. Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ’ εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα. Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ· το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι’ αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.

Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους. Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος *. Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: “Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη”. Της αποκρίθηκε ο γέροντας: “Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;” Αυτή απάντησε, όχι. “Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;” “Όχι Αββά”. “Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;” Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: “Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε”.» Πολύ εύλογα. “Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε. Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα. Επειδή λοιπόν η μοναχή που λέμε δε γνώριζε ποιο είναι το ζητούμενο, γι’ αυτό κοπίαζε μάταια. «Έπρεπε, μας λέει ο Κύριος, και τούτο να πράξετε, κι εκείνα να μην παραλείψετε»(Ματθ. 23, 23). Καλή είναι η άσκηση, αλλά όταν έχει ορθό σκοπό. Και αυτή οφείλομε να την έχομε, όχι σαν έργο, αλλά σαν ετοιμασία έργου· ούτε σαν καρπό, αλλά σαν γη, η οποία μπορεί με τον καιρό, με τον κόπο και με τη χάρη του Θεού να βγάλει φυτά, από τα οποία γίνεται ο καρπός· κι αυτός είναι η κάθαρση του νου και η ένωση με το Θεό. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

* Ευεργετινός, βιβλίο 3, υπόθεση 29, Γ,4.

Λόγος κ΄ (10ος) Κάππα το δέκατο ιδού, κι εδώ γίνεται λόγος για την ταπείνωση που ο Χριστός χαρίζει. Αυτήν γεννά η έλλειψη κάθε φροντίδας, όταν καλλιεργεί μονάχα τον εαυτό της η ψυχή παντοτινά με κάθε εργασία. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Κυρίως ο ταπεινόφρων δεν παύει ποτέ να κατηγορεί τον εαυτό του, ακόμη και αν όλος ο κόσμος τον πολεμά και τον περιφρονεί. Kαι αυτό, για να μη σωθεί μόνο ακούσια, όπως εκείνοι που έχουν υπομονή, αλλά και για να τρέχει εκούσια στα πάθη του Χριστού, από τα οποία έμαθε ο άνθρωπος αυτός την ταπείνωση, τη μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, στην οποία κατοικεί το Άγιο Πνεύμα.

Αυτή είναι η θύρα της βασιλείας, δηλαδή της απάθειας. Και εκείνος που εισέρχεται απ’ αυτή, φτάνει στο Θεό. Χωρίς αυτήν είναι μάταιος ο κόπος και πολύ κοπιαστικός ο δρόμος. Αυτή χαρίζει κάθε ανάπαυση σ’ εκείνον που την έχει στην καρδιά του, γιατί έχει κάτοικο μέσα της το Χριστό. Με αυτήν παραμένει η χάρη και φυλάγονται τα χαρίσματα. Αυτή γεννιέται από πολλές αρετές, δηλαδή από την υπακοή, την υπομονή, την ακτημοσύνη, τη φτώχεια, το θείο φόβο, τη γνώση και άλλες, και κυριότερα απ’ όποιες προέρχεται η διάκριση που φωτίζει πέρα ως πέρα το νου.

Ας μη νομίζει όμως κανείς ότι απλώς και ως έτυχε μπορεί να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι κάτι το υπερφυσικό και σχεδόν όσο μεγάλο είναι το χάρισμα, τόσο μεγαλύτερη δυσκολία έχει και χρειάζεται μεγάλη φρόνηση και υπομονή εναντίον των πειρασμών και των δαιμόνων που του εναντιώνονται· γιατί η ταπεινοφροσύνη ξεπερνά όλες τις παγίδες τους. Η ταπείνωση είναι γέννημα της γνώσεως και η γνώση είναι γέννημα των πειρασμών. Σ’ εκείνον που γνώρισε τον εαυτό του, δίνεται η γνώση των πάντων, και σ’ εκείνον που υποτάχθηκε στο Θεό, θα υποταχθούν τα πάντα, όταν κυριαρχήσει η ταπείνωση στα μέλη του. Και είναι εύλογο. Από τους πολλούς πειρασμούς και την υπομονή σ’ αυτούς γίνεται κανείς έμπειρος, και από αυτό γνωρίζει την αδυναμία του και τη δύναμη του Θεού. Και από τη γνώση της αδυναμίας του και της αγνωσίας που είχε άλλοτε ότι αγνοούσε εκείνα που έμαθε τώρα, καταλαβαίνει ότι όπως αυτά κάποτε τα αγνοούσε πραγματικά και δε γνώριζε ότι αγνοεί, έτσι είναι και άλλα πολλά, τα οποία ίσως μάθει αργότερα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτός λέει ότι αν δε γευθεί κανείς κάτι, δεν ξέρει τι στερείται. Εκείνος τώρα που γεύθηκε τη γνώση, γνωρίζει ότι είναι και άλλα που τα αγνοεί, και έτσι η γνώση του γίνεται πρόξενος ταπεινώσεως. Και πάλι, εκείνος που εννόησε τον εαυτό του ότι είναι κτίσμα μεταβλητό, ποτέ δεν υπερηφανεύεται σε τίποτε, γιατί κι αν ίσως έχει κάτι, το έχει από τον Κτίστη. Κανείς δεν επαινεί ένα σκεύος ότι αυτό έκανε τον εαυτό του εύχρηστο, αλλά επαινεί τον κατασκευαστή του. Κι όταν καταστραφεί το σκεύος, τότε κατηγορεί τον αίτιο της καταστροφής και όχι τον κατασκευαστή. Αν τώρα το σκεύος είναι λογικό, κατ’ ανάγκην είναι και αυτεξούσιο. Άρα λοιπόν, των καλών χορηγητής είναι ο Ποιητής, όπως είναι αίτιος και της δημιουργίας· στην πτώση όμως και στην παρεκτροπή, αιτία είναι η προαίρεση του αυτεξουσίου. Όπως λοιπόν επαινείται κατά χάρη εκείνος που μένει αμετάτρεπτος, έτσι απευθύνεται και κατηγορία σ’ εκείνον που δέχεται την κακία του φιδιού-διαβόλου. Βέβαια, έπαινος αρμόζει όχι σ’ εκείνον που δέχεται δώρα, αλλά σ’ Εκείνον που τα δίνει, μαζί με ευχαριστία. Ίσως πρέπει να επαινεθεί κατά χάρη κι εκείνος που έλαβε δώρα, γιατί έλαβε λόγω της προθέσεώς του εκείνα που δεν είχε, ή μάλλον για την ευγνωμοσύνη του προς τον Ευεργέτη. Και αν δεν συμβαίνει αυτό, όχι μόνο χάνει τους επαίνους, αλλά και καταδικάζεται για την αχαριστία του.

Κανείς δεν έχει τόση αναίδεια, ώστε να τολμά να λέει ότι όσα έλαβε δεν είναι δώρα, αλλά με πανουργία κατακρίνει όποιους δεν έγιναν τάχα σαν αυτόν, κλέβοντας έτσι τον έπαινο και καυχώμενος κρυφά· σαν να δείχνει ότι όσο πλούτο νομίζει πως έχει, τον πρόσφερε ο ίδιος στον εαυτό του και δεν τον έλαβε κατά χάρη. Κι αν ίσως ένας τέτοιος άνθρωπος ευχαριστεί τον Δωρητή, μοιάζει με τον Φαρισαίο της παραβολής, καθώς λέει προς τον εαυτό του: «Σε ευχαριστώ που είμαι τούτο κι εκείνο»(Λουκ. 18, 11). Καλά λοιπόν είπε ο Ευαγγελιστής, ή μάλλον ο καρδιογνώστης Θεός, ότι ο Φαρισαίος έλεγε όχι προς το Θεό, αλλά προς τον εαυτό του. Γιατί κι αν ακόμη φαινόταν ότι μιλούσε προς το Θεό με το στόμα, αλλά Εκείνος που γνώριζε την υπερήφανη ψυχή του δεν είπε “προς το Θεό”, αλλά είπε: «Στάθηκε ο Φαρισαίος και έλεγε προς τον εαυτό του»(Λουκ. 18, 11).

Το να λέει η Γραφή πολλές φορές τα ίδια ρητά η όμοιά τους, δεν είναι –λέει ο Χρυσόστομος– παλιλλογία ή πολυλογία, αλλά γίνεται για να εντυπωθεί ο λόγος στην καρδιά των ακροατών. Κι ο Ψαλμωδός από θείο πόθο επαναλάμβανε το κάθε ρητό και δεν ήθελε να το αφήσει, όπως εκείνοι που δε γεύθηκαν τη γλυκύτητά του και από την ακηδία τους καταπατούν και το ίδιο το ρητό, για να απαλλαγούν από το βάρος του. Άραγε ένας τέτοιος άνθρωπος θα καρπωθεί ποτέ από τις θείες Γραφές κάτι το χρήσιμο; Μάλλον θα λάβει μόνο καταδίκη και σκοτισμό του νου καθώς ανοίγει θύρα στους δαίμονες που τον πολεμούν, σύμφωνα με το ρητό του Κυρίου: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα κάνουν στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31), και: «Αν ο δίκαιος μόλις και σώζεται, πού θα φανεί ο άδικος και ασεβής;»(Παροιμ. 11, 31· Α΄ Πέτρ. 4, 18). Και αν εκείνους που έχουν όλο το νου τους στη μνήμη του Θεού άυλο και ασχημάτιστο, τους πολεμούν οι δαίμονες, και αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού μέσω της ταπεινοφροσύνης τους, δεν θα είχε η προσευχή τους τη δύναμη να ανεβεί, αλλά θα γύριζε πίσω άπρακτη, τι θα κάνομε εμείς οι άθλιοι που ούτε έστω προφορικά δεν προσευχόμαστε, ώστε να μας σπλαχνιστεί κάποτε ο Θεός, και να κάνει συγκατάβαση στην άγνοια και στην αδυναμία μας για την καλή μας διάθεση;

Για το ότι οι δαίμονες πολεμούν και τους τελείους, ας ακούσομε τι λέει ο άγιος Μακάριος *. Λέει ότι κανείς δεν γίνεται τέλειος σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί τότε δεν θα ήταν προκαταβολή εκείνο που δίνεται εδώ. Και φέρνει μαρτυρία έναν αδελφό, ο οποίος προσευχόταν μαζί με άλλους και ευθύς αρπάχθηκε στον ουρανό νοερά και είδε την άνω Ιερουσαλήμ και κατοικητήρια Αγίων. Μετά που κατέβηκε, ξέπεσε από την αρετή και κατάντησε σε τέλεια απώλεια, γιατί νόμισε ότι κάτι κατόρθωσε και όχι ότι μάλλον έβαλε μεγαλύτερο χρέος, αφού αξιώθηκε τέτοιο ύψος, ενώ ήταν ανάξιος και χωμάτινος κατά τη φύση. Και πάλι ο ίδιος Άγιος είπε: «Γνώρισα πολλούς, και από την πείρα μου, καθώς συναναστράφηκα μαζί τους, γνωρίζω ακριβώς ότι κανείς εδώ δεν είναι τέλειος, αλλά και αν γίνει τελείως άυλος και ενώνεται σχεδόν με το Θεό, η αμαρτία πάλι τον ακολουθεί και ποτέ δεν εξαφανίζεται πριν από το θάνατο». Και ο άγιος Νείλος είπε για κάποιον ότι προσευχόταν και, κατά παραχώρηση Θεού, για ωφέλεια δική του και πολλών άλλων, τον τίναζαν οι δαίμονες ψηλά, πιάνοντάς τον από τα χέρια και τα πόδια, και για να μην πάθει τίποτε το σώμα του πέφτοντας στη γη, τον δέχονταν σε μιά ψάθα. Και αφού το έκαναν αυτό επί πολύ, δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν το νου του από τους ουρανούς **. Άραγε, ένας τέτοιος άνθρωπος, πότε θα αισθανθεί ότι έχει ανάγκη τροφής; Ή πότε θα νιώσει την ανάγκη ψαλμωδίας ή αναγνώσεως; Εμείς όμως έχομε ανάγκη από αυτά για την αδυναμία του νου μας, αν και ούτε έτσι δε θέλομε να προσέχομε. Αλοίμονο· ένας τέτοιος Άγιος αντιμετώπιζε πόλεμο, κι εμείς είμαστε αμέριμνοι για τον πόλεμο; Οι Άγιοι με την ταπείνωση φυλάγονται από τις παγίδες του διαβόλου, κι εμείς υπερηφανευόμαστε από άγνοια; Πραγματικά, άγνοια μεγάλη είναι το να υπερηφανεύεται κανείς για εκείνο που δεν έχει. Λέει ο αββάς Κασσιανός: «Τι έχεις, παρά ό,τι έλαβες δωρεάν από το Θεό ή με τις προσευχές κάποιων άλλων; Και αφού έλαβες, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 4, 7), τι καυχιέσαι σαν να μην έλαβες, αλλά σαν να τα κατόρθωσες ο ίδιος;» ***.

* Βλ. σελίδα 283, κεφ. 82 και σελίδα 289, κεφ. 95.

** Περί προσευχής, κεφ. 111 (Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 231).

*** Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 110.

Η ταπείνωση λοιπόν γεννιέται από τη γνώση, και η ίδια γεννά τη διάκριση, από την οποία γεννιέται η διόραση, που ο Προφήτης την ονομάζει “βουλή”(Ησ. 11, 2)· αυτή βλέπει τα πράγματα κατά φύση και έτσι νεκρώνεται ο νους από τον κόσμο μέσω της θεωρίας των κτισμάτων του Θεού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος λ΄ (11ος) Οι λόγοι είναι ένδεκα, και το ψηφίο λάμδα. Η ταπείνωση γεννά το να διακρίνει κανείς τα αισθητά κτίσματα κατά φύση. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Είναι πολύ ωφέλιμο να ερωτά κανείς σε όλα, αλλ’ όμως τους έμπειρους. Το να ερωτά κανείς τους απείρους είναι επικίνδυνο, γιατί δεν έχουν διάκριση. Η διάκριση γνωρίζει τον καιρό, τη χρήση, την κατάσταση του ανθρώπου, την ποσότητα, τη δύναμη, τη γνώση και την προαίρεση εκείνου που ερωτά, το σκοπό του Θεού και κάθε ρητού της θείας Γραφής, και άλλα πολλά. Εκείνος που δεν έχει διάκριση, ίσως να κοπιάζει πολύ, αλλά δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε. Αν βρεθεί κάποιος που την έχει, αυτός είναι οδηγός τυφλών και φως των σκοτισμένων(Ρωμ. 2, 19), και οφείλομε να αναθέσομε τα πάντα σ’ αυτόν και να δεχόμαστε ό,τι μας λέει, και αν ακόμα δεν τα βλέπομε όπως εμείς τα θέλομε, από την απειρία μας. Εκείνος όμως που έχει τη διάκριση, φαίνεται απ’ αυτό: μπορεί να κάνει όσους τον ακούνε να εννοούν τα λεγόμενα και χωρίς να θέλουν. Επειδή το Πνεύμα ερευνά και φανερώνει τα θεία πράγματα, αφού μπορεί να πείσει το νου να πιστέψει και χωρίς να θέλει, όπως στην περίπτωση του Ιωνά(Ιωνά 2, 1–3), του Ζαχαρία(Λουκ. 1, 18–20) και κάποιου Δαβίδ * που πριν γίνει μοναχός ήταν ληστής. Τον τελευταίο ένας ΄Αγγελος τον εμπόδισε να λέει το παραμικρό πέρα από τον κανόνα του, όπου έψαλλε. Κι αν δεν υπάρχει κανείς στη γενιά μας να έχει διάκριση, επειδή λείπει η μητέρα της, η ταπείνωση, οφείλομε να προσευχόμαστε για κάθε εγχείρημα με πόνο, κατά τον Απόστολο(Α΄ Τιμ. 2, 8). Αν δηλαδή δεν έχομε “όσια χέρια”, δηλαδή καθαρότητα ψυχής και σώματος, ας φροντίσομε τουλάχιστον να είμαστε καθαροί από μνησικακία και πονηρούς λογισμούς. Γιατί αυτό σημαίνει το αποστολικό: «να υψώνετε όσια χέρια σε προσευχή, χωρίς οργή και διαλογισμούς»(Α΄ Τιμ. 2, 8). Και ό,τι καταλαβαίνομε ότι είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ας το εκτελούμε χωρίς πάθος· και αν ίσως δεν είναι πάρα πολύ καλό, αλλά για την άγνοιά μας και τον κατά Θεόν σκοπό μας θα μας λογαριασθεί για καλό από τη χάρη· αν πάλι υπάρχει πάθος, αλλά ας γίνει το θείο θέλημα, όπως είπαμε.

* Λειμωνάριο, κεφ. 143.

Και αυτά γίνονται κατ’ ανάγκην, για την αγαθότητα του Θεού μόνον. Όπου όμως υπάρχει δικό μας θέλημα και όχι θεϊκό, εκεί είναι υπερηφάνεια και ο Θεός δεν ευχαριστείται, ούτε φανερώνει το θέλημά Του, για να μην καταδικαστεί κανείς περισσότερο, επειδή θα γνωρίζει, αλλά δε θα πράττει.Γιατί όσα μας δίνει ο Θεός και όσα δεν μας δίνει, είναι προς το συμφέρον μας, ακόμη και αν εμείς σαν νήπιοι τα αγνοούμε. Δεν αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα Του σ’ εκείνον που δεν καθάρισε τον εαυτό του από τα πάθη με τις σωματικές και ηθικές πράξεις, για να μην ξαναπέσει από τη συνήθεια στα πάθη και γίνει ένοχος ως ανάξιος της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.Αλλά όταν πολυκαιρίσει κανείς στην άσκηση και καθαρίσει πρώτα το σώμα του από την έμπρακτη αμαρτία, μικρή και μεγάλη, έπειτα την ψυχή του από κάθε επιθυμία και κάθε είδος θυμού, και τακτοποιήσει τα ήθη του με την καλή συνήθεια, ώστε να μην κάνει τίποτε παρά το θέλημα του νου με τις πέντε αισθήσεις, μήτε να δίνει εσωτερική συγκατάθεση σε τίποτε τέτοιο, και υποταχθεί στον εαυτό του, τότε και ο Θεός υποτάσσει σ’ αυτόν τα πάντα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μέσω της απάθειας. Γιατί πρέπει πρώτα κανείς να υποταχθεί στο νόμο του Θεού, και τότε υποτάσσονται σ’ αυτόν εκείνα που είναι υποχείριά του, ώστε να βασιλεύει ο νους, όπως κτίσθηκε από την αρχή, με βασιλεία φρόνιμη, σώφρονα, ανδρεία και δίκαιη. Και άλλοτε καταπαύει το θυμό με τη μαλακότητα της επιθυμίας, ενώ άλλοτε κατευνάζει την επιθυμία με την αυστηρότητα του θυμού. Και ξέρει ότι είναι αυτοκράτορας και όλα τα μέλη του εργάζονται κατά την εντολή του Θεού, και δεν εξαπατάται πλέον από τη λησμοσύνη και την άγνοια όπως πριν. Τότε λοιπόν από την συνεχή προσήλωση στο Θεό, γίνεται διορατικός και αρχίζει να προβλέπει τις στημένες παγίδες του διαβόλου και εκείνα που γίνονται με απάτη χωρίς να φαίνονται. Δεν προβλέπει όμως τα μέλλοντα όπως οι Προφήτες. Αυτό είναι υπέρ τη φύση και παρέχεται προς το συμφέρον του λαού. Η διόραση όμως είναι φυσική και, όταν ο νους καθαρθεί, αυτή φανερώνεται σαν να σκεπαζόταν πρωτύτερα από σκοτάδι, λόγω της κυριαρχίας των παθών. Και με την ταπεινοφροσύνη έρχεται η χάρη και ανοίγει τον οφθαλμό της ψυχής που τύφλωσε ο διάβολος, και αμέσως αρχίζει κανείς να βλέπει τα πράγματα κατά φύση. Και δεν δελεάζεται πλέον από την εξωτερική θεωρία των πραγμάτων όπως πριν. Τώρα βλέπει χωρίς εμπαθή προσκόλληση τον χρυσό, το ασήμι, τους πολύτιμους λίθους, και δεν πλανάται, ούτε κρίνει εσφαλμένα από εμπάθεια, αλλά γνωρίζει ότι αυτά προέρχονται από τη γη, όπως και τα υπόλοιπα υλικά του κόσμου, καθώς λένε οι άγιοι Πατέρες. Και βλέπει τον άνθρωπο και ξέρει ότι είναι από τη γη και στη γη πάλι θα επιστρέψει(Γεν. 3, 19). Αυτά δεν τα συλλογίζεται έτσι επιφανειακά, όπως όλοι οι άνθρωποι που από την πείρα τα ξέρουν αυτά, αλλά επειδή τυραννούνται από τα πάθη, αποκτούν προσκόλληση στα πράγματα.

Αν όμως από οίηση νομίζει ότι χωρίς τους προηγούμενους κόπους και τις αρετές έφτασε να βλέπει τα πράγματα κατά φύση, αυτό δεν είναι θαυμαστό. Γιατί η οίηση γνωρίζει να κάνει και τυφλούς να νομίζουν ότι βλέπουν και ανόητους να κομπάζουν μάταια. Αν ήταν τόσο εύκολο να βλέπει κανείς τα πράγματα κατά φύση, με το να τα σκέφτεται μόνον, τότε θα ήταν περιττό το πένθος και η κάθαρση που πηγάζει από αυτό, όπως και η πολύτροπη άσκηση και η ταπείνωση και η θεία χάρη και η απάθεια. Αλλά δεν είναι έτσι, δεν είναι. Αυτό βέβαια συμβαίνει ευκολότερα πολλές φορές στους πολύ απλούς που έχουν πολύ καθαρό το νου από τα πράγματα και τις πονηρίες του κόσμου, όταν τύχει να υποταχθούν σε τέτοιο έμπειρο πνευματικό πατέρα, ή πάλι όμοια με τους παλιούς Δικαίους, με τρόπο που οικονομεί η χάρη, προτού γνωρίσουν τα δεξιά ή τα αριστερά, δηλαδή το καλό ή το κακό, όπως λέει ο Σολομών(Γ΄ Βασ. 3, 7). Για μας όμως που από τη νεαρή ηλικία δουλωθήκαμε στα πάθη και διαπράξαμε σχεδόν κάθε πονηρία και ραδιουργία με όλη μας την προθυμία, είναι αδύνατο, χωρίς να αφιερώσομε κόπο και χρόνο και χωρίς τη θεία βοήθεια, να λυτρωθούμε από αυτά τα κακά και να βλέπομε τα πράγματα κατά φύση. Εκτός αν, όπως αγαπήσαμε τα πονηρά, αγαπήσομε και την απόκτηση των αρετών, και επιμεληθούμε με ζήλο να τις κατορθώσομε με έργο και λόγο. Αν και πολλές φορές ούτε τότε δεν μας ωφελεί η επιμέλειά μας αυτή, είτε γιατί δεν υπομένομε τους πειρασμούς ως το τέλος, είτε γιατί αγνοούμε το δρόμο ή το σκοπό, ή από οκνηρία, ή απιστία, ή από άλλο λόγο, και οι λόγοι είναι αναρίθμητοι.

Αφού είναι έτσι τα πράγματα και είμαστε υπερβολικά μακριά, πώς θα τολμήσομε να πούμε ότι φτάσαμε στο αρχικό κάλλος; Εκτός αν βρισκόμαστε σε πλάνη από αυταρέσκεια και αφανή απώλεια. Γιατί όπως η αυτομεμψία είναι αφανής προκοπή, λόγω του ότι βαδίζει κανείς καλά και δεν το αισθάνεται, έτσι και η οίηση και η αυταρέσκεια είναι αφανής απώλεια, γιατί γυρίζει κανείς πίσω και δεν το καταλαβαίνει. Και είναι εύλογο. Στην κενόδοξη ψυχή επιστρέφουν ακόμη και τα πάθη που καθάρισε η χάρη. Όπως είπε ο Κύριος: «Όταν βγει το ακάθαρτο πνεύμα κλπ.»(Ματθ. 12, 43). Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή δεν υπάρχει εργασία πνευματική στον τόπο από τον οποίο βγήκε, ούτε ταπείνωση, γι’ αυτό επιστρέφει το ακάθαρτο πνεύμα και ξανακατοικει μαζί με πολλά άλλα κακά και πολλά που από τη δουλεία τους είχε πριν απαλλαγεί η ψυχή. Ο νοών νοείτω. Δε θέλει ο θείος λόγος να τα διασαφηνίσει όλα, ούτε πάλι να τα παραλείψει, αλλά όπως συμφέρει. Όπως λέει ο Χρυσόστομος, είναι μεγάλη ευεργεσία του Θεού και αυτή, το να υπάρχουν στις θείες Γραφές άλλα ευκολονόητα και αλλά δυσνόητα. και τούτο, για να ερχόμαστε με τα πρώτα σε πίστη και προθυμία και όχι επειδή δεν τα εννοούμε διόλου να καταλήγομε σε απιστία και ραθυμία, ενώ με τα άλλα να διεγειρόμαστε σε αναζήτηση και κόπο, να λυτρωνόμαστε από την αλαζονεία και να βρίσκομε την ταπείνωση, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να τα εννοήσομε. Και έτσι και από τα δύο να κερδίζομε ταπείνωση και πόθο προς το Θεό, αν κατανοήσομε τις δωρεές του Θεού.

Αυτή λοιπόν είναι η πέμπτη θεωρία, για την οποία μιλούμε, και η ασφάλεια: το να μπορεί δηλαδή να βλέπει κανείς στην πράξη τα αισθητά κτίσματα και τους λογισμούς με τη διάκριση, και να μην αγνοούν οι εμπαθείς από κάποια πλάνη, και πράττουν κάτι παρά το σκοπό του Θεού, ή συγκατατίθενται στον λογισμό τους· αλλά και θάνατο αν αντιμετωπίζουν, να μη βγαίνουν από το θείο σκοπό με λόγο και έργο. Αυτό βέβαια ειπώθηκε για το τέλος της γνώσεως· επειδή στην αρχή κανείς, ως μαθητής, εξ ανάγκης με την υπακοή πετυχαίνει το σκοπό, ή ίσως και λόγω της πρακτικής του εργασίας, καθώς τον έλκει η συνήθειά του σ’ αυτήν. Και άλλοτε κατ’ οικονομίαν πλανάται για λίγο και αμέσως επιστρέφει με μεγάλη ταπείνωση, ενώ άλλοτε από την οίηση φτάνει στην υπερηφάνεια. Στην κατάσταση αυτή οφείλει να γνωρίζει ότι η χάρη τον παιδαγωγεί και τον διδάσκει να ταπεινωθεί και να μάθει από που παίρνει τη δύναμη και τη γνώση· για να μην έχομε πεποίθηση στον εαυτό μας, όπως λέει ο Απόστολος, αλλά σ’ Αυτόν που ανασταίνει τους νεκρούς(Β΄ Κορ. 1, 9), πράγμα που και εδώ γίνεται. Γιατί αν κανείς υπομένει δίχως να υπερηφανεύεται μήτε να οπισθοχωρεί από την αρετή, ανασταίνεται και αυτός από τη νέκρωση του σώματος και των πραγμάτων προς τη γνώση των όντων. Όπως δηλαδή λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 6, 4–6), ο άνθρωπος συσταυρώνεται, σωματικά με τις σωματικές πράξεις και ψυχικά με τις ψυχικές, κατόπιν συνθάπτεται με τη νέκρωση των αισθήσεων και τη γνώση των πραγμάτων κατά φύση, και ανασταίνεται με την απάθεια νοερά, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος μ΄ (12ος) Στοιχείο το μι, και δωδέκατος λόγος λοιπόν ο παρών. Των αισθητών κτισμάτων δηλώνει αυτός της θεωρίας την πείρα, που πρόωρα κανείς να ζητήσει δεν πρέπει. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Αν δεν αποκτήσει ο νους νέκρωση των παθών, δεν τον συμφέρει να έρθει στη θεωρία των αισθητών. Όταν βρίσκεται σε περισπασμούς και δε σχολάζει στη μελέτη των θείων Γραφών με γνώση και ησυχία, σκοτίζεται περισσότερο ο άνθρωπος από τη λησμοσύνη και φτάνει σιγά – σιγά στην άγνοια. Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν είχε φτάσει ίσως πρωτύτερα σε νοερή γνώση, και μάλιστα αν η γνώση του ήρθε όχι από τη χάρη, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος, αλλά έμαθε από την ανάγνωση και από τους έμπειρους τα μυστήρια αυτά. Όπως δηλαδή όταν ο γεωργός δεν καλλιεργεί τη γη, αυτή χορταριάζει, και μάλιστα αν είναι γόνιμη, έτσι και ο νους αν δε σχολάζει στην προσευχή και στην ανάγνωση και δεν το έχει αυτό ως έργο, παχύνεται και φτάνει στην άγνοια. Και όπως όταν η γη δέχεται βροχές και ήλιο, δεν ωφελείται ο γεωργός αν δεν την σπείρει και δεν την παρακολουθεί, έτσι ούτε ο νους μπορεί να έχει τη γνώση χωρίς την ηθική πράξη, ακόμη και αν ίσως τα έλαβε αυτά από τη χάρη· αλλά μόλις στραφεί λίγο, από αμέλεια, προς τα πάθη, αμέσως πλανάται. Αν έχει τώρα και οίηση, έστω και λίγη, εγκαταλείπεται από τη χάρη. Γι’ αυτό λοιπόν οι Πατέρες, μπορεί λόγω γηρατειών και αδυναμίας πολλές φορές να λιγόστεψαν τις σωματικές πράξεις, αλλά τις ψυχικές ποτέ. Γιατί αντί τις σωματικές πράξεις είχαν τη σωματική ασθένεια, που μπορούσε να ταλαιπωρήσει την σάρκα. Είναι όμως αδύνατο, χωρίς την ηθική πράξη να φυλάξει κανείς την ψυχή αναμάρτητη, για να φωτιστεί ο νους. Γιατί και ο γεωργός αλλάζει πολλές φορές τα εργαλεία ή ίσως και τα βάζει στην αποθήκη· τη γη όμως ποτέ δεν την αφήνει ακαλλιέργητη η άσπαρτη ή αφύτευτη, ή αφύλακτο τον καρπό, αν βέβαια θέλει να γευθεί από τον καρπό αυτό.

Αν τώρα κανείς είναι κλέφτης και ληστής και δεν θελήσει να μπει από τη θύρα, αλλά ανεβαίνει από αλλού, όπως λέει ο Κύριος(Ιω. 10, 1και 10), αυτόν δεν τον ακούνε τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα κατά τον θείο Μάξιμο *. Γιατί ο κλέφτης δεν μπαίνει παρά για να κλέψει με την ακοή και να σφάξει τα νοήματα με την αλληγορία, μην μπορώντας να ερμηνεύει τη Γραφή, και θα απωλέσει και τον εαυτό του και τα νοήματα με την ψεύτικη γνώση του από την οίηση. Ενώ ο βοσκός κακοπαθεί μαζί με τα νοήματα ως καλός στρατιώτης του Χριστού(Β΄ Τιμ. 2, 3) κατά τον Απόστολο, με τη φύλαξη των θείων εντολών, και εισέρχεται από τη στενή πύλη(Ματθ. 7, 13), δηλαδή την ταπεινοφροσύνη, η οποία είναι θύρα της απάθειας. Και πριν καταξιωθεί να λάβει τη θεία χάρη, σχολάζει και μαθαίνει για όλα εξ ακοής. Και όταν έρχεται κάποιο νόημα που είναι λύκος με όψη προβάτου, το διώχνει με την αυτομεμψία λέγοντας: «Δεν ξέρω ποιος είσαι. Ο Θεός ξέρει». Αν το νόημα έρχεται με αναίδεια και ζητεί να γίνει δεκτό λέγοντας ότι «αν δε δέχεσαι τα νοήματα και δε διακρίνεις τα πράγματα, τότε δεν έχεις ούτε πίστη, ούτε γνώση», αποκρίνεται: «Και μωρός αν πεις ότι είμαι, ξέρω από τον ιερό Χρυσόστομο ότι ο μωρός σε τούτο τον κόσμο μπορεί να γίνει σοφός(Α΄ Κορ. 3, 18), κατά τον Απόστολο». Όπως λέει και ο Κύριος, οι άνθρωποι του κόσμου τούτου είναι πιο έξυπνοι στη γενιά τους από τα τέκνα της βασιλείας των ουρανών(Λουκ. 16, 8). Και πραγματικά. οι πρώτοι ποθούν να νικούν και να πλουτίζουν, να αλαζονεύονται και να δοξάζονται, να εξουσιάζουν και αλλά τέτοια· και αν ακόμη αποτύχουν και μένει ανώφελος ο κόπος τους, αλλά πάλι φροντίζουν περισσότερο από τη δύναμή τους γι’ αυτά.Ενώ τα “τέκνα της βασιλείας” θέλουν να έχουν τα αντίθετα από τα προηγούμενα, με τα οποία πολλές φορές από εδώ λαμβάνουν τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας και φροντίζουν πολύ, τουλάχιστον όσο οι προηγούμενοι, να λάβει ο νους ελευθερία κατά χάρη, με την οποία μπορεί να έχει τη μνήμη ανύστακτη και τα νοήματα, ή να γνωρίζει ότι τα νοήματά του μαρτυρούνται από τις θείες Γραφές και από εκείνους που έχουν πείρα της πνευματικής γνώσεως, ή τουλάχιστον να αγνοεί με πολλή γνώση, λόγω απορίας. Και να γνωρίζει ότι τα προηγούμενα νοήματα ήταν πειρασμοί για δοκιμή του αυτεξουσίου, ώστε ο ταπεινός να αποστρέφεται και να απιστεί στο δικό του λογισμό και σκοπό, ή μάλλον να φοβάται και να ερωτά με πολλά δάκρυα και να καταφεύγει στην ταπείνωση και στην αυτομεμψία, και να θεωρεί μεγάλη ζημία τη γνώση και τα χαρίσματα.

* Δεύτερη εκατοντάδα περί αγάπης, κεφ. 55 (Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 68).

Αντίθετα, ο υπερήφανος επιδιώκει να στηρίξει τα δικά του νοήματα, χωρίς να ακούει τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει να μη ζητούμε πράγματα ενός καιρού πριν τον καιρό τους, ή τον άγιο Ισαάκ που διδάσκει: «Μην μπεις μέσα με αναίδεια, αλλά σιωπηλά ευχαρίστησε». Επίσης τον Χρυσόστομο, που έμαθε από τον Απόστολο να λέει “δε γνωρίζω”(Β΄ Κορ. 12, 2–3), ή το Δαμασκηνό που είπε για τον Αδάμ, ότι δεν ήταν ακόμη καιρός να στραφεί στη θεωρία των νοητών. Γιατί τα αισθητήρια των νηπίων είναι αδύνατα για στέρεη τροφή, και έχουν ανάγκη από γάλα, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 5, 12–14). Γι’ αυτό ας μη ζητήσομε θεωρία σε καιρό που δεν είναι για θεωρία, αλλά πρώτα να αποκτήσομε τις μητέρες των αρετών μέσα μας, και θα έρθει μόνη της η γνώση, με τη χάρη του Χριστού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος ν΄ (13ος) Στοιχείο το νι, λόγος δέκατος τρίτος μιλά εδώ για των νοητών τη γνώση. Για τις νοερές στρατιές των ασωμάτων απ’ τα αισθητά συμπεραίνει όποιος βλέπει. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Η γνώση γίνεται νοητή μετά τον εθισμό στη θεωρία των αισθητών, αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο γνωστικός θα δει άγγελο. Γιατί πώς ο άνθρωπος, που ούτε τη δική του ψυχή δε βλέπει, θα μπορέσει να δει άυλη ουσία και γνωστή μόνο στον Ποιητή της; Για κοινή ωφέλεια και κατά πρόνοια του Θεού εμφανίζονταν πολλές φορές οι Άγγελοι στους πατέρες μας, σ’ εμάς όμως ούτε αυτό γίνεται, γιατί το θέλομε από υπερηφάνεια, και ούτε για την κοινή ωφέλεια φροντίζομε, ούτε υποφέρομε τίποτε κατά Θεόν. Γι’ αυτό και εκείνος που επιθυμεί τέτοιο πράγμα, μάλλον επιθυμεί να δει δαίμονα, αφού αυτός παίρνει μορφή φωτεινού αγγέλου, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 11, 14). Είναι ενδεχόμενο να γίνει εμφάνιση αγγέλου, όταν όμως δε βάζει κανείς διόλου κάτι τέτοιο στο νου του, ούτε το πιστεύει, αν ίσως και γίνει· και τότε πάλι γίνεται αν κανείς το δέχεται για κοινή ωφέλεια. Τούτο λοιπόν αναγνωρίζεται από το να μη θέλομε ούτε στο όνειρό μας να το δεχόμαστε, ούτε να το λογαριάζομε αν γίνει, αλλά να είμαστε σαν να μη γνωρίζομε τίποτε. Γιατί αν είναι πράγματι άγγελος, έχει εξουσία από το Θεό να κάνει το νου να ειρηνεύει και να τον δέχεται, και χωρίς να θέλει. Ενώ ο δαίμονας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά αν δει το νου ότι τον δέχεται, εμφανίζεται κατά παραχώρηση. Διαφορετικά, φεύγει διωγμένος από τον φύλακα Άγγελο που έχομε από το βάπτισμα, επειδή ο νους δεν παρέδωσε το αυτεξούσιο.

Αυτά λοιπόν έτσι είναι. θα γίνει λόγος τώρα για μιά θεωρία των άνω Τάξεων, πώς είναι εννέα τάγματα κατά τον Μέγα Διονύσιο και όπως βλέπομε σε όλες τις Γραφές. Έχουν τα εννέα τάγματα ονόματα, ανάλογα με την φύση και την ενέργειά τους. Λέγονται ασώματοι γιατί είναι άυλοι, νοεροί γιατί είναι νόες, και στρατιές(Λουκ. 2, 13) γιατί είναι πνεύματα που υπηρετούν(Εβρ. 1, 14) τον Βασιλέα των πάντων. Έχουν επίσης και άλλα ονόματα που είναι ταυτόχρονα κοινά και ειδικά, δηλαδή λέγονται Δυνάμεις(Εφ. 1, 21· Α΄ Πέτρ. 3, 22) και Άγγελοι(Ματθ. 1, 20κ.α.). Δυνάμεις είναι το όνομα ενός από τα ουράνια τάγματα, κατά την ενέργεια όμως και τα εννέα τάγματα λέγονται Δυνάμεις, γιατί έχουν τη δύναμη να εκτελούν όλα τα θεία θελήματα. Άγγελοι πάλι είναι η ειδική ονομασία του ενός τάγματος που είναι πρώτο πάνω από εμάς και ένατο από το φοβερό θρόνο του Θεού, κατά την ενέργεια όμως λέγονται άγγελοι όλοι, γιατί αναγγέλουν τις θείες προσταγές στους ανθρώπους. Όπως και στο βιβλίο του Ιώβ, ο Σολομών λέει ότι «ήρθε άλλος άγγελος»(Ιώβ 1, 16–19), δεν ήταν όμως άγιος Άγγελος, αλλά, όπως λέει ο Χρυσόστομος, ονομάστηκε έτσι επειδή μόνο αυτός σώθηκε και ήρθε να αναγγείλει τα συμβάντα. Αλλά και τον Κύριο η Παλαιά Διαθήκη τον ονομάζει σε διάφορα σημεία Άγγελο.Λέει, για παράδειγμα, ότι ο Αβραάμ φιλοξένησε Αγγέλους(Γεν. 18, 1–5), και ήταν ο Κύριος προτού σαρκωθεί· όπως λέει ο Δαμασκηνός προς τη Θεοτόκο: «Ο Αβραάμ στη σκηνή του αντίκρυσε, Θεοτόκε, το σχετικό με σένα μυστήριο. Υποδέχθηκε δηλαδή τον Υιό σου πριν σαρκωθεί κλπ.». Επίσης ο Ίδιος ήταν σαν Άγγελος μαζί με τους τρεις νέους μέσα στην κάμινο(Δαν. 3, 25). Ο Κύριος λέγεται Άγγελος κατά την ενέργεια, όπως τον ονομάζει ο προφήτης Ησαΐας “Άγγελο της μεγάλης βουλής”(Ησ. 9, 6), και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, ότι «όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, αυτά θα σας αναγγείλω»(Ιω. 8, 26). Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν .

Λόγος ξ΄ (14ος) Ο λόγος τούτος που το ξι στοιχείο συνοδεύει, την αληθή απάθεια έχει ως μόνο θέμα. Έγιναν δεκατέσσερα τα κεφάλαια τώρα και σε μορφή συνοπτική, με του Χριστού τη χάρη. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Η απάθεια είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο, γιατί έχει τη δύναμη, αφού ο άνθρωπος κυριαρχήσει στα πάθη και αποκτήσει έξη σ’ αυτό, να τον κάνει μιμητή του Θεού, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο. Γιατί ενώ πάσχει και πολεμείται ο απαθής από τους δαίμονες και από πονηρούς ανθρώπους, είναι σαν να μην υποφέρει αυτός, αλλά κάποιος άλλος, όπως ήταν οι άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες. Και ούτε όταν δοξάζεται υπερηφανεύεται, ούτε όταν τον βρίζουν θλίβεται, γιατί συλλογίζεται ότι τα μεν ευχάριστα είναι χάρη και συγκατάβαση του Θεού που δεν τα αξίζει, τα δε θλιβερά, είναι δοκιμασία. Και τα πρώτα δίνονται εδώ κατά χάρη για παρηγοριά, ενώ τα άλλα για ταπεινοφροσύνη και αγαθή ελπίδα για το μέλλον. Και έτσι ο απαθής με τη διάκριση είναι σαν αναίσθητος –με πολλή αίσθηση– απέναντι στα λυπηρά.

Η απάθεια δεν είναι μία αρετή, αλλά ονομασία του συνόλου των αρετών. Όπως ο άνθρωπος δεν είναι ένα μέλος, αλλά πολλά μέλη, και ούτε και αυτά μόνα τους, αλλά μαζί με την ψυχή, έτσι και η απάθεια είναι σύνδεσμος πολλών αρετών και σαν ψυχή έχει το Άγιο Πνεύμα. Επειδή όλα τα λεγόμενα πνευματικά έργα είναι άψυχα αν δεν έχουν το Άγιο Πνεύμα, από το οποίο έλαβε και την ονομασία εκείνος που λέγεται πνευματικός. Αν η ψυχή δεν αποβάλει όλα τα πάθη, δεν έρχεται το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτήν, μα ούτε και χωρίς Αυτό λέγεται απάθεια η περιεκτική αυτή αρετή, αλλά και αν ακόμη κανείς την αποκτήσει, μάλλον σε αναισθησία βρίσκεται. Γι’ αυτό και οι Έλληνες, μη γνωρίζοντας αυτά, λένε: «Μη γίνεις απαθής σαν άψυχος, μήτε εμπαθής σαν άλογος». Και το “απαθής σαν άψυχος” το είπαν ανάλογα με τη γνώση που είχαν, γιατί δεν είχαν γνώση Πνεύματος Αγίου. Το να πουν όμως άλογο τον εμπαθή άνθρωπο, μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό δεν το λέμε απλώς, μαθαίνοντάς το από εκείνους, γιατί αυτό ούτε γνώση είναι ούτε πείρα, αλλά αφού λάβαμε πείρα της τυραννίας των παθών, μάθαμε εκείνο που πάθαμε. Και πάλι, αφού μάθαμε από τους Πατέρες που αξιώθηκαν την απάθεια, γράφομε για την απόκτηση των αρετών. Λένε δηλαδή ότι ο υπερβολικά εμπαθής γίνεται αιχμάλωτος και αναίσθητος από τη φιλία με τα πάθη. Και άλλοτε από επιθυμία ορμά απερίσκεπτα σαν άλογο ζώο, άλλοτε από το θυμό που υπερασπίζεται την επιθυμία, τρίζει τα δόντια του κατά των συνανθρώπων του. Έτσι και ο απαθής από την τέλεια αγάπη του Θεού γίνεται αναίσθητος. και άλλοτε μεν έχει το Θεό συνεχή μελέτη, άλλοτε δε κάποιο από τα θαυμάσιά Του ή κάποιο ρητό των θείων Γραφών, κατά τον άγιο Νείλο. Και αν είναι ανάμεσα σε πολλούς ή στην αγορά, ο νους του βρίσκεται σαν να είναι μόνος. Αυτή η κατάσταση έρχεται από τη φύλαξη των εντολών του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος ο΄ (15ος) Η φύλαξη των θείων εντολών,της αγάπης του Θεού τεκμήριο και του πλησίον είναι. Γι’ αυτό λόγος σχετικός με την αγάπη είναι ο παρών, κι έχει το όμικρον στοιχείο που είναι στο αλφάβητο δέκατο πέμπτο· γιατί η αγάπη είναι αρχή και τέλος Νόμου. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Όποιος θέλει να μιλήσει για την αγάπη, τολμά να μιλήσει για το Θεό, σύμφωνα με το Θεολόγο Ιωάννη που λέει: «Ο Θεός είναι αγάπη, κι όποιος μένει μέσα στην αγάπη, μένει μέσα στο Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 16). Και το θαυμαστό είναι ότι αυτή η κυριότερη απ’ όλες τις αρετές είναι φυσική. Γι’ αυτό και ο Νόμος την είπε πρώτη: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου κλπ.»(Δευτ. 6, 5). Εγώ λοιπόν μόλις άκουσα το “με όλη σου την ψυχή», έμεινα εκστατικός και δε χρειάσθηκα τα παρακάτω. Γιατί το “με όλη σου την ψυχή” σημαίνει όλα τα μέρη της ψυχής, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Από αυτά τα τρία αποτελείται η ψυχή, και το πρώτο, ο νους, συλλογίζεται πάντοτε τα θεία, η επιθυμία μόνο το Θεό επιθυμεί ακατάπαυστα, και κανέναν άλλο, γιατί ο Νόμος είπε “με όλη κλπ.”, ενώ ο θυμός εκ φύσεως κινείται εναντίον των εμποδίων αυτής της επιθυμίας και μόνο. Σωστά λοιπόν είπε η Γραφή ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αν λοιπόν ο Θεός βλέπει τις τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, Αυτόν μόνο να ποθούν, σύμφωνα με την εντολή Του, είναι επόμενο και Αυτός ως αγαθός, όχι μόνο να αγαπά, αλλά και να κατοικήσει μέσα σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο και να πορευθεί μαζί του(Λευϊτ. 26, 11–12), καθώς είπε, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Το δε σώμα και χωρίς να θέλει θα υποταχθεί στο λογικό, σαν άλογο που είναι, και δε θα επιθυμεί πλέον η σάρκα κατά του Πνεύματος(Γαλ. 5, 17) όπως λέει ο Απόστολος, αλλά όπως ο ήλιος και η σελήνη, παρόλο που είναι άψυχα, κινούνται με πρόσταγμα του Θεού για να φωτίζουν τον κόσμο, έτσι και το σώμα, με τη θέληση της ψυχής εργάζεται τα έργα του φωτός. Και όπως ο ήλιος κινείται καθημερινά από την ανατολή μέχρι τη δύση και συμπληρώνεται μία ημέρα, ενώ όταν λείψει γίνεται νύχτα, έτσι και κάθε αρετή που κάνει ο άνθρωπος φωτίζει την ψυχή, ενώ όταν λείψει, γίνεται πάθος και σκοτάδι, μέχρις ότου αποκτήσει πάλι αρετή και επανέλθει το φως. Και όπως ο ήλιος καθώς μετακινείται σιγά-σιγά από την άκρη της ανατολής μέχρι την άλλη άκρη, δημιουργεί το χρόνο, έτσι και ο άνθρωπος προοδεύοντας από την αρχή των αρετών, γίνεται απαθής. Και όπως η σελήνη μεγαλώνει και μικραίνει κάθε μήνα, έτσι ο άνθρωπος αυξομειώνεται κάθε μέρα στην κάθε αρετή μέχρις ότου φτάσει στην έξη κάποιας αρετής. Και άλλοτε λυπάται κατά Θεόν, ενώ άλλοτε χαίρεται και ευχαριστεί το Θεό, νιώθοντας ανάξιος για την απόκτηση των αρετών. Και πότε πάλι φωτίζεται, πότε σκοτίζεται, μέχρις ότου τελειώσει ο δρόμος.

Όλα αυτά γίνονται κατά θεία οικονομία, για να αποφύγει ο άνθρωπος την έπαρση και την απόγνωση. Όπως στον κόσμο αυτό ο ήλιος έχει μεταβολές και η σελήνη αυξομειώσεις, ενώ στον μέλλοντα θα είναι πάντοτε φως για τους δικαίους(Παροιμ. 13, 9) και σκοτάδι, αλοίμονο, για τους όμοιους μ’ εμένα αμαρτωλούς, έτσι και τώρα πριν από την τέλεια αγάπη και την ένθεη θεωρία, η ψυχή έχει ανάμικτες τις μεταβολές με τις αρετές, και ο νους τους σκοτισμούς με τις γνώσεις, μέχρις ότου αξιωθεί ο άνθρωπος να ασκεί την εργασία της μέλλουσας ζωής με την τέλεια αγάπη, για την οποία γίνεται όλος ο κόπος. Για την αγάπη υπακούει στην εντολή ο υποτακτικός, και γι’ αυτήν γίνεται ακτήμων και δούλος ο πλούσιος και ελεύθερος, για να παραχωρεί και τον εαυτό του ακόμη σ’ εκείνους που θέλουν να έχουν τα υπάρχοντά του. Επίσης και όποιος νηστεύει, για να τρώνε άλλοι τις τροφές, που θα έτρωγε αυτός. Και γενικά κάθε πνευματική εργασία γίνεται για την αγάπη ή του Θεού ή του πλησίον. Όσα είπαμε και τα όμοιά τους, γίνονται για την αγάπη του πλησίον. Η αγρυπνία, η ψαλμωδία και τα όμοια γίνονται για την αγάπη του Θεού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα, η τιμή και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος π ΄ (16ος) Στοιχείο το πι, λόγος δέκατος έκτος, με συντομία ομιλεί για του Θεού τη γνώση. Και τούτο επειδή πολλοί περί θεολογίας είπαν πολλά με κανόνες και λόγους. Και τώρα ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Όλα όσα δημιούργησε ο Θεός έχουν αρχή· και αν Αυτός θελήσει, έχουν και τέλος, γιατί έγιναν από το μη ον. Ο Θεός όμως ούτε αρχή έχει ούτε τέλος. Επίσης και οι αρετές Του δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος, γιατί ποτέ δεν ήταν χωρίς αυτές, αλλά πάντοτε είναι υπεράγαθος, δίκαιος, πάνσοφος, παντοδύναμος, αήττητος, απαθής, απερίγραπτος, αόριστος, ανεξιχνίαστος, ακατάληπτος, ατελεύτητος, αιώνιος, άκτιστος, άτρεπτος, αναλλοίωτος, αληθινός, ασύνθετος, αόρατος, αψηλάφητος, απεριόριστος, τέλειος, υπερούσιος, ανέκφραστος, ακατανόητος, πολυέλεος, πανοικτίρμων, πολυεύσπλαχνος, παντοκράτωρ, παντεπόπτης. Όχι βέβαια, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος, πως ο Θεός έχοντας τις αρετές, βιάζει τον εαυτό Του να πράττει καθεμία, όπως οι ενάρετοι, αλλά θεληματικά πράττει την αρετή και τη μεταχειρίζεται σαν εργαλείο με εξουσία, κατά τη θεία Του θέληση.

Οι άγγελοι λοιπόν και οι ενάρετοι άνθρωποι πήραν από Αυτόν κατά χάρη και την ύπαρξη και τις αρετές, με τις οποίες, μιμούμενοι το Θεό, έγιναν δίκαιοι, αγαθοί και σοφοί. Και καθώς είναι κτίσματα, έχουν ανάγκη από την επικουρία και τη βοήθεια του Παντοκράτορα, χωρίς τον Οποίο ούτε αρετή, ούτε σοφία μπορούν να έχουν, επειδή τα κτίσματα είναι δεκτικά μεταβολής και λέγονται σύνθετα γιατί αποτελούνται από διάφορα μέρη. Ο Θεός όμως είναι ασώματος, απλός, άναρχος, ένας Θεός που προσκυνείται και δοξάζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα από όλη την κτίση. Και εκείνος που τον μιμήθηκε, έχει ένα θέλημα και όχι πολλά και σύνθετα· έχει το νου του απλό και σχολάζει πάντοτε διατηρώντας τον ελεύθερο από κάθε μορφή, όσο μπορεί, και κατ’ οικονομίαν κατεβαίνει χωρίς να θέλει από την κατάσταση αυτή στη θεωρία κάποιου ρητού της Γραφής, ή των κτισμάτων. Και για να μην καταδικαστεί, φροντίζει για το σώμα, όχι γιατί το αγαπά και θέλει να το ζωογονεί, αλλά για να μην το αχρηστέψει τελείως και καταδικαστεί γι’ αυτό, όπως είπαμε. Γιατί όπως τότε ο νους δεν αποβάλλει τα σχετικά μ’ αυτόν πάθη, αλλά τα χρησιμοποιεί κατά φύση, έτσι ούτε και η ψυχή αποβάλλει το σώμα, αλλά το χρησιμοποιεί για κάθε καλό έργο. Και όπως ο νους κυριαρχεί στις άλογες ορμές των παθών και τις κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού, έτσι και όταν κυριαρχεί ο άνθρωπος στα μέλη του σώματος, γίνεται με ένα θέλημα και όχι πολλά. Γιατί ούτε τα τέσσερα στοιχεία του σώματος, ή τα πολλά μέλη του θα αφήσει να κάνουν ό,τι θέλουν, ούτε τις τρεις δυνάμεις της ψυχής θα αφήσει να λογίζονται απερίσκεπτα και ακόλαστα ή να παρακινούν στην πράξη το σώμα, αλλά προνοώντας με την πνευματική σοφία, κάνει αχώριστο το θέλημα των τριών δυνάμεων της ψυχής. Οι μορφές αυτής της πνευματικής σοφίας είναι τέσσερις: η φρόνηση, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη, για τις οποίες έγραψε υψηλοστόχαστα ο Θεολόγος με το φωτισμό του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος ρ΄ (17ος) Τώρα ιδού δέκατος έβδομος λόγος που με μιά γενική αρετή ασχολείται. Στο γράμμα ρο έχομε πλέον φτάσει· απ’ τις τέσσερις, η φρόνηση είν’ η πρώτη. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Είναι πιο εύκολο όσοι θέλουν, να μάθουν για τις τέσσερις γενικές αρετές από τον Θεολόγο Γρηγόριο· αλλά κι εμείς εδώ θα πούμε λίγα για κάθε μία. Γιατί κάθε μερική αρετή έχει ανάγκη από τις τέσσερις αυτές αρετές και χωρίς αυτές δε γίνεται. Πώς, για παράδειγμα, να γίνει το κάθε πράγμα χωρίς φρόνηση; Αυτή γεννιέται από το λογικό και βρίσκεται μεταξύ της δεινότητας (=υπερφροσύνης) και της αφροσύνης. Η πρώτη παρασύρει τη φρόνηση προς τα πάνω για να πονηρεύεται και να βλάπτει πολύ και την ψυχή όποιου την έχει και όσους άλλους μπορεί, ενώ η άλλη κάνει τον άνθρωπο αναίσθητο και άχρηστο, και ούτε για τα θεία αφήνει το νου να φροντίζει, ούτε για κάτι που συμφέρει την ψυχή ή τον πλησίον. Και μοιάζει η μεν υπερφροσύνη με βουνό υψηλότατο, η δε αφροσύνη με βάραθρο. Εκείνος που βαδίζει στην πεδιάδα που είναι ανάμεσα, είναι φρόνιμος. Ενώ όποιος ξεφεύγει από το δρόμο, ή πέφτει κάτω στο βάραθρο, ή επιχειρεί να ανεβεί πολύ πάνω, και μη βρίσκοντας πέρασμα, γκρεμίζεται πάλι χωρίς να θέλει στο βάραθρο, και δεν μπορεί να σταθεί γιατί δε θέλει να στραφεί από το ύψος του βουνού στη φρόνηση με τη μετάνοια. Αυτός τώρα που έπεσε στο βάραθρο, παρακαλεί με ταπείνωση Εκείνον που μπορεί να τον οδηγήσει στο βασιλικό δρόμο της αρετής. Ο φρόνιμος όμως, ούτε ανεβαίνει υπερηφανευόμενος και ζητώντας να βλάψει κανένα, ούτε κατεβαίνει ασυλλόγιστα για να τον βλάψει κάποιος άλλος, αλλά συλλέγοντας τα καλύτερα, τα φυλάγει με τη χάρη του Χριστού, του Κυρίου μας. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος σ΄ (18ος) Το σίγμα είναι το δέκατο όγδοο στοιχείο, κι ο λόγος είναι ο παρών περί της σωφροσύνης. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Σωφροσύνη είναι “σώο φρόνημα”, δηλαδή χωρίς έλλειψη. Και ούτε στην ακολασία αφήνει να πέφτει εκείνον που την έχει, ούτε στην ηλιθιότητα· αλλά φυλάει τα καλά που συλλέγει η φρόνηση και αποβάλλει όλα τα χειρότερα και συγκεντρώνει στον εαυτό της το λογισμό, και διά μέσου της τον ανυψώνει στο Θεό. Σαν καλός ποιμένας περιφρουρεί τα πρόβατα, δηλαδή τα θεία νοήματα, και σκοτώνει την ακολασία, σαν λυσσασμένο σκύλο, με την αποχή των βλαβερών, ενώ την ηλιθιότητα την διώχνει σαν άγριο λύκο που δεν τον αφήνει να απομονώσει και να κατασπαράζει τα πρόβατα, αλλά τον παρατηρεί ακατάπαυστα και τον φανερώνει στο λογιστικό μέρος της ψυχής για να μην κρυφτεί στο σκοτάδι και συναγελάζεται με τα νοήματά του. Η σωφροσύνη γεννιέται από το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Χωρίς αυτήν δε διατηρείται κανένα αγαθό, ανίσως και πραγματοποιηθεί. Γιατί χωρίς σωφροσύνη, ή προς τα πάνω στρέφονται τα τρία μέρη της ψυχής, ή προς τα κάτω, δηλαδή προς την ηλιθιότητα ή την ακολασία. Ακολασία δεν εννοώ μόνο το να φροντίζει κανείς για την γαστριμαργία, αλλά για κάθε πάθος και λογισμό, που δε λογίζεται εκουσίως κατά Θεόν. Η σωφροσύνη τα τιμωρεί όλα αυτά και κυριαρχεί στις άλογες ορμές της ψυχής και του σώματος, και τις κατευθύνει προς το Θεό. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος τ΄ (19ος) Γράμμα το ταυ, για την ανδρεία ο λόγος που δέκατος ένατος είναι στην τάξη. Από το θυμικό γεννιέται η ανδρεία, βρίσκεται δε μεταξύ δειλίας και θράσους. Και τώρα ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Το ιδίωμα της ανδρείας δεν είναι να νικά κανείς και να καταπιέζει τον πλησίον. Αυτό είναι θρασύτητα και είναι πάνω από την ανδρεία. Ούτε πάλι από φόβο των πειρασμών να αποφεύγει τις κατά Θεόν εργασίες και τις αρετές, γιατί αυτό είναι δειλία και είναι κάτω από την ανδρεία. Αλλά, ανδρεία είναι το να υπομένει κανείς σε κάθε έργο αγαθό και να νικά τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εμείς δεν έχομε να παλέψομε με “αίμα και σάρκα”, δηλαδή με ανθρώπους, όπως παλιά οι Ιουδαίοι, για να θεωρείται ότι κάνει έργο Θεού όποιος νικά τους αλλοφύλους· η πάλη μας είναι προς “τις αρχές και τις εξουσίες”(Εφ. 6, 12), δηλαδή προς τους αόρατους δαίμονες, και εκείνος που νικά, νικά νοερά ή νικιέται από τα πάθη. Εκείνος ο πόλεμος των Ιουδαίων, ήταν τύπος του δικού μας πολέμου. Γιατί αυτά τα δύο πάθη, αν και φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, εντούτοις και τα δύο ταράζονται από την αδυναμία. Η θρασύτητα παρασύρει προς τα πάνω και φοβερίζει χτυπώντας τάχα, σαν αδύνατη αρκούδα, ενώ η δειλία φεύγει σαν κυνηγημένο σκυλί. Γιατί κανείς από εκείνους που έχουν ένα από αυτά τα δύο πάθη, δεν ελπίζει στον Κύριο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί για πόλεμο, επειδή είτε θρασύνεται, είτε δειλιάζει. Όμως ο δίκαιος είναι σαν λιοντάρι έχοντας πεποίθηση(Παροιμ. 28, 1) στον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος υ΄ (20ος) Ύψιλον το γράμμα και εικοστός ο λόγος για των αρετών το σύνολο, τη δικαιοσύνη. Αυτή είναι που απονέμει το ίσο, κι η ίδια πάλι από το νου γεννιέται. Τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Ο Θεός υμνείται, λέει ο Μέγας Διονύσιος, και με τη δικαιοσύνη. Και είναι εύλογο. Γιατί δίχως αυτήν όλα είναι άδικα, και χωρίς αυτήν δε στέκονται. Λέγεται διάκριση και απονέμει το ίσο σε κάθε περίπτωση, για να μη γίνει μήτε έλλειψη με τη μειωτική κρίση, μήτε υπερβολή με την πλεονεξία. Γιατί αν και αυτές οι δύο φαίνονται αντίθετες, αφού βρίσκονται πάνω και κάτω από τη δικαιοσύνη, εντούτοις κλίνουν το ένα τους μέρος στην αδικία και οι δύο. Η γραμμή είτε κύρτωμα έχει, είτε κοίλωμα, φεύγει από την ευθεία. Και ο δίσκος της ζυγαριάς που γέρνει, πλεονεκτεί από τον άλλο. Εκείνος τώρα που μπορεί να κρατά τη δικαιοσύνη, δεν πέφτει ούτε κάτω, με την αφροσύνη, την ακολασία, τη δειλία και την πλεονεξία, ώστε να σέρνεται με την κοιλιά σαν το φίδι(Γεν. 3, 14), τρώγοντας χώμα και δουλεύοντας στα πάθη της ατιμίας, ούτε πάλι πάνω, με τη δεινότητα, τη θρασύτητα, την ηλιθιότητα και την έλλειψη, ώστε να υπερηφανεύεται και να φρονεί από πονηρία πάνω από ό,τι αξίζει, αλλά έχει φρόνημα σωφροσύνης(Ρωμ. 12, 3) και υπομένει με ταπείνωση, γνωρίζοντας πώς ό,τι έχει, το έλαβε κατά χάρη, κατά τον Απόστολο(Α΄ Κορ. 4, 7), και δεν το αρνείται. Γιατί αδικεί τον εαυτό του και τον πλησίον, ή μάλλον το Θεό, όταν νομίζει ότι είναι δικά του τα κατορθώματα. Αλλά αν νομίζει ότι έχει από τον εαυτό του κάποιο αγαθό, θα του αφαιρεθεί και αυτό(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος φ΄ (21ος) Στοιχείο το φι, λόγος εικοστός πρώτος για την τέλεια των λογισμών ειρήνη, όπως από τον Κύριο οι μαθητές την πήραν(Ιω. 14, 27)· γιατί τέτοια είναι αυτή που ο Θεός παρέχει. Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Λέγοντας ο Κύριος προς τους Αποστόλους: «Σας δίνω τη δική μου ειρήνη»(Ιω. 14, 27), πρόσθεσε: «όχι όπως τη δίνει ο κόσμος», δηλαδή όχι με τα λόγια, όπως οι άνθρωποι της χώρας εκείνης χαιρετούν και λένε “ειρήνη σ’ εσάς”, και όπως είπε η Σωμανίτισσα, “ειρήνη σε σένα”(Δ΄ Βασ. 4, 23)· ή πάλι όπως ο Ελισσαίος είπε στον Γιεζή: «Θα της πεις, έχεις ειρήνη; Δηλαδή, έχει ειρήνη ο άνδρας σου; Έχει ειρήνη το παιδί σου;»(Δ΄ Βασ. 4, 26). Αλλά ο Κύριος εννοεί την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7), την οποία δίνει ο Θεός σ’ εκείνους που τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή, για τους πολέμους και τους κινδύνους που δοκίμασαν προηγουμένως. Γι’ αυτό πάλι είπε

ο Κύριος: «Ενωμένοι μαζί μου, θα έχετε ειρήνη»(Ιω. 16, 33), και πρόσθεσε: «Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, γιατί εγώ έχω νικήσει τον κόσμο».Δηλαδή και αν αντιμετωπίζει κανείς πολλές θλίψεις και κινδύνους από δαίμονες και ανθρώπους, έχει όμως την ειρήνη του Κυρίου, όλα αυτά τα θεωρεί μηδέν. Και πάλι είπε: «Ειρηνεύετε μεταξύ σας»(Μαρκ. 9, 50). Όλα αυτά τα είπε από πρωτύτερα ο Κύριος στους μαθητές, γιατί ήταν να μπουν σε πολέμους και να υποφέρουν θλίψεις για χάρη Του.

Εφαρμόζοντας τώρα αυτά σ’ εμάς, βλέπομε ότι ο καθένας από εμάς τους πιστούς έχει τα πάθη που τον πολεμούν και τον σκανδαλίζουν, και αν έχει ειρήνη με το Θεό και τον πλησίον, νικά τα πάντα. Γιατί αυτά είναι ο κόσμος, τον οποίο παρήγγειλε ο Ιωάννης ο Θεολόγος να μισούμε(Α΄ Ιω. 2, 15)· όχι τα κτίσματα, αλλά οι κοσμικές επιθυμίες. Η ψυχή έχει ειρήνη με το Θεό, όταν ειρηνεύει μέσα της και γίνει όλη όπως θέλει ο Θεός. Και γίνεται τέτοια όταν ειρηνεύει με όλους τους ανθρώπους, και ας παθαίνει πολλά κακά απ’ αυτούς. Γιατί με την ανεξικακία δεν ταράζεται διόλου, αλλά όλα τα δέχεται, θέλει το καλό όλων και αγαπά όλους τους ανθρώπους για το Θεό και γιατί όλοι έχομε την ίδια φύση. Και για τους απίστους, που βαδίζουν στην απώλεια, θρηνεί, όπως έκαναν ο Κύριος και οι Απόστολοι, ενώ για τους πιστούς προσεύχεται και κοπιάζει· και έτσι αποκτά την ειρήνη των λογισμών και ζει νοερά μέσα στη θεωρία και στην καθαρή προσευχή προς το Θεό. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος χ΄ (22ος) Λόγος εικοστός δεύτερος, που έχει γράμμα το χι, και λέει ότι η χαρά γεννιέται απ’ την ειρήνη. Για την οποία λίγα θα πω και σύντομα, διότι υπάρχει χαρά πνευματική, υπάρχει όμως και άλλη. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Ο Απόστολος λέει: «Να έχετε τη χαρά που δίνει ο Κύριος»(Φιλιπ. 3, 1). Σωστά το διατύπωσε έτσι· γιατί αν η χαρά δεν προέρχεται από τον Κύριο, όχι μόνο δε χαίρεται κανείς, αλλά σχεδόν ποτέ δεν θα χαρεί. Γιατί και ο Ιώβ, εξετάζοντας τον ανθρώπινο βίο, βρήκε ότι περιέχει κάθε θλίψη(Ιώβ 14, 1). Επίσης και ο Μέγας Βασίλειος. Ο δε Γρηγόριος Νύσσης είπε ότι τα όρνεα και τα άλλα ζώα χαίρονται, επειδή είναι αναίσθητα· ο λογικός όμως άνθρωπος δεν μπορεί διόλου να χαίρεται, εξαιτίας του πένθους. Γιατί, λέει, δεν αξιωθήκαμε να έχομε τη γνώση ούτε αυτών των αγαθών από τα οποία ξεπέσαμε. Γι’ αυτό και η φύση διδάσκει να πενθούμε μάλλον, επειδή η ζωή είναι πολύ οδυνηρή και πολύ κοπιαστική και εξορία γεμάτη αμαρτίες. Αν όμως κανείς έχει ακατάπαυστα τη μνήμη του Θεού, ευφραίνεται, σύμφωνα με τον Ψαλμωδό που λέει: «Έφερα στο νου μου το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76, 4). Γιατί καθώς ευφραίνεται ο νους από τη μνήμη του Θεού, λησμονεί τις θλίψεις του κόσμου, και ελπίζει σ’ Αυτόν, και γίνεται αμέριμνος. Και η αμεριμνία φέρνει χαρά και ευχαριστία. Η δε ευχαριστία που είναι ενωμένη με την ευγνωμοσύνη, αυξάνει τις δωρεές και τα χαρίσματα. Και όσο πληθαίνουν οι ευεργεσίες, αυξάνει η ευχαριστία και η καθαρή προσευχή μαζί με τα δάκρυα της χαράς, και σιγά-σιγά ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα δάκρυα της λύπης και των παθών και από τα πάθη. Κατόπιν με κάθε τρόπο φτάνει στην πνευματική χαρά. Για τα ευχάριστα ταπεινώνεται και ευχαριστεί· από τους πειρασμούς γίνεται μέσα του βέβαιη η ελπίδα του μέλλοντος. Και με τα δύο αυτά χαίρεται και αγαπά το Θεό και όλους με φυσικότητα σαν ευεργέτες. και δε βρίσκει σε όλη την κτίση τίποτε που μπορεί να τον βλάψει, αλλά φωτιζόμενος από τη γνώση του Θεού, από όλα τα κτίσματα παίρνει χαρά που εμπνέει ο Κύριος και θαυμάζει την επιμέλεια που έχει για τα κτίσματά Του. Γιατί όποιος έφτασε σε πνευματική γνώση, δε θαυμάζει μόνο εκείνα που φαίνονται αξιέπαινα, αλλά αισθάνεται και εκείνα που δεν φαίνονται στους απείρους αναγκαία, και καταλαμβάνεται από έκπληξη. Και θαυμάζει όχι μόνο την ημέρα για το φως, αλλά και τη νύχτα.

Γιατί σε όλους είναι ωφέλιμη η νύχτα. Στους πρακτικούς δίνει ησυχία και ευκαιρία προσευχής· τους πενθικούς τους οδηγεί στη μνήμη του θανάτου και του άδη· και εκείνους που επιδιώκουν την ηθική, τους οδηγεί στην ακριβέστερη μελέτη και έρευνα των θείων ευεργεσιών και στην τακτοποίηση των ηθών, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, να τα εξετάζετε με κατάνυξη στην κλίνη σας»(Ψαλμ. 4, 5). Δηλαδή στην ησυχία της νύχτας να αναλογίζεσθε με κατάνυξη τα ολισθήματα που έγιναν από σας στη σύγχυση της ημέρας. Και να νουθετείτε τον εαυτό σας με ύμνους και πνευματικά άσματα(Κολ. 3, 16), δηλαδή να διδάσκετε τον εαυτό σας να περνά με προσευχές και ψαλμωδίες, προσέχοντας και εμβαθύνοντας στα αναγνώσματα. Γιατί έτσι κατορθώνεται η ηθική πράξη, με το να μελετά κανείς τα συμβάντα της ημέρας, ώστε να τα συναισθανθεί στην ησυχία της νύχτας και να μπορέσει να πενθεί τις αμαρτίες του. Και όταν με τη χάρη προκόψει και διαπιστώσει, στ’ αλήθεια και όχι φανταστικά, ότι κάποιες από τις ηθικές πράξεις της ψυχής ή του σώματός του γίνονται με έργα ή λόγια σύμφωνα με την εντολή του Χριστού, ευχαριστεί με φόβο και ταπείνωση και αγωνίζεται με προσευχή και πολλά δάκρυα προς το Θεό να διατηρεί το χρηστό εκείνο ήθος, συμβουλεύοντας τον εαυτό του να κράτα τη μνήμη του, για να μη χαθεί πάλι αυτό από τη λησμοσύνη. Γιατί με την πολυκαιρία κατορθώνεται μέσα μας το χρηστό ήθος· και εκείνο που κατορθώθηκε με πολύν κόπο και χρόνο, μπορεί σε μιά στιγμή να χαθεί. Αυτά για τους πρακτικούς.

Για τους θεωρητικούς τώρα, η νύχτα έχει πολλές θεωρίες, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κάθε φορά που έρχεται, τους υπενθυμίζει την κοσμοποιΐα, επειδή το σκοτάδι της κάνει αφανή όλη την κτίση, όπως ήταν προηγουμένως. Όταν πάλι τα σύννεφα κρύβουν τ’ αστέρια, ο θεωρητικός οδηγείται σε πνευματική θεωρία, πώς ο ουρανός ήταν πρώτα άδειος και χωρίς αστέρια. Όταν μπεί στο κελί του, και τον τυλίξει το σκοτάδι, θυμάται το σκοτάδι εκείνο που πλανιόταν πάνω από την άβυσσο(Γεν. 1, 2). Όταν πάλι ο ουρανός ξαφνικά ξαστερώσει, ένας τέτοιος μοναχός, βγαίνοντας από το κελί του, κυριεύεται από έκπληξη για τον άνω κόσμο και δοξολογεί το Θεό, παρόμοια με τους Αγγέλους που, όπως λέει ο Ιώβ, δοξολόγησαν το Θεό μόλις πρωτοείδαν τα άστρα(Ιώβ 38, 7). Θεωρεί ακόμη τη γη αόρατη και ακατασκεύαστη(Γεν. 1, 2), όπως ήταν τότε, και τους ανθρώπους να κοιμούνται σαν να μην υπάρχουν και έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος σαν τον Αδάμ, και υμνεί τον Κτίστη και Δημιουργό της κτίσεως με γνώση μαζί με τους Αγγέλους. Όταν γίνονται βροντές και αστραπές συλλογίζεται την ημέρα της Κρίσεως. Ακούγοντας τις φωνές των ορνέων, είναι σαν ν’ ακούει την τότε φωνή της σάλπιγγας(Α΄ Θεσ. 4, 16). Από την ανατολή του αυγερινού και της αυγής κατανοεί τη φανέρωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού(Ματθ. 24, 30). Από το ξύπνημα των ανθρώπων από τον ύπνο, συμπεραίνει την κοινή ανάσταση, ενώ από την ανατολή του ηλίου, την έλευση του Κυρίου. Παρατηρεί, πώς άλλοι τον προϋπαντούν με ύμνους, όπως πάνω σε σύννεφα(Α΄ Θεσ. 4, 17) οι Άγιοι τότε, ενώ άλλοι αμελούν και κοιμούνται, όπως εκείνοι που μέλλουν τότε να κατακριθούν. Οι πρώτοι ευφραίνονται όλη την ημέρα με τη δοξολογία, τη θεωρία, την προσευχή και τις λοιπές αρετές, και ζουν μέσα στο φως της γνώσεως, όπως οι τότε δίκαιοι, ενώ οι άλλοι μένουν στα πάθη και το σκοτάδι της άγνοιας, όπως οι τότε αμαρτωλοί.

Και γενικά εκείνος που έχει πνευματική γνώση, βρίσκει όλα τα πράγματα να συντελούν στη σωτηρία της ψυχής και τη δόξα του Θεού, για την οποία και δημιουργήθηκαν από τον Κύριο, το Θεό των γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3), όπως είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. Γι’ αυτό ας μην καυχιέται ο σοφός για τη σοφία του κλπ., αλλά όποιος καυχιέται, να καυχιέται επειδή αντιλαμβάνεται και γνωρίζει τον Κύριο(Α΄ Βασ. 2, 10), δηλαδή για το ότι αντιλαμβάνεται και γνωρίζει καλά τον Κύριο από τα κτίσματά Του και τον μιμείται, κατά το δυνατόν, με τη φύλαξη των θείων Του εντολών, με τις οποίες τον γνωρίζει, και για να μπορέσει να κάνει κρίση και να αποδώσει δικαιοσύνη επάνω στη γη, όπως Εκείνος. Γιατί τα λόγια αυτά τα είπε η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ προφητεύοντας για τη σταύρωση και την ανάσταση του Κυρίου. Αντίστοιχα λοιπόν και ο πιστός πρέπει να συμμετάσχει στο πάθος του Χριστού με την απόκτηση των αρετών, ώστε να γίνει συμμέτοχος και στη δόξα(Ρωμ. 8, 17) της αναστάσεώς Του με την απάθεια και τη γνώση, και να το έχει καύχημα που αξιώθηκε να γίνει δούλος τέτοιου Κυρίου και μιμητής της ταπεινώσεώς Του, ενώ είναι ανάξιος. Και τότε θα δοθεί ο έπαινος από τον Κύριο(Α΄ Κορ. 4, 5). Πότε τότε; Όταν θα πεί στους από τα δεξιά Του: «Ελάτε οι ευλογημένοι να κληρονομήσετε τη βασιλεία»(Ματθ. 25, 34). Αυτήν είθε όλοι να αξιωθούμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

Λόγος ψ΄ (23ος) Ο λόγος περί των Γραφών είναι ο εικοστός τρίτος, ώστε ολότελα καμιά σ’ αυτές διαφωνία, όσοι θέλουν να ερευνούν, ποτέ να μην ευρίσκουν, αλλά να τις κατανοούν ορθά και όπως πρέπει. Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Να ψάλλετε με σύνεση»(Ψαλμ. 46, 8), λέει ο Προφήτης, και «Να ερευνάτε τις Γραφές»(Ιω. 5, 39) λέει ο Κύριος. Εκείνος λοιπόν που ακούει φωτίζεται, εκείνος που παρακούει σκοτίζεται. Γιατί αν κανείς δεν προσέχει στα λεγόμενα, δεν ωφελείται τόσο από τις θείες Γραφές, και αν ίσως ψάλλει και διαβάζει πολλές φορές. «Σχολάσετε και μάθετε»(Ψαλμ. 45, 11), λέει η Γραφή· γιατί η σχολή συγκεντρώνει το νου, κι αν θελήσει κανείς και να προσέξει λίγο, αποκτά μερική γνώση(Α΄ Κορ. 13, 12), όπως λέει ο Απόστολος, και μάλιστα εκείνος που δεν είναι άμοιρος από ηθική πράξη, γιατί αυτή κάνει το νου πολύπειρο με τον πόλεμο κατά των παθών. Δε γνωρίζει όμως όλα τα μυστήρια που κρύβει κάθε λόγος της Γραφής, αλλά όσα μπορεί να δέχεται η καθαρότητα του νου του από τη χάρη. Και αυτό γίνεται φανερό από το ότι γνωρίζομε πολλές φορές κάποιο ρητό της Γραφής θεωρητικά, καθώς και ένα ή δύο από τους σκοπούς για τους οποίους έχει γραφεί.Έπειτα όμως από καιρό, καθώς ίσως γίνεται καθαρότερος ο νους, αξιώνεται και άλλη γνώση για το ρητό, υψηλότερη από την πρώτη, ώστε να απορεί και να θαυμάζει τη χάρη του Θεού και την ανείπωτη σοφία Του και να φτάνει να φρίττει και να τρέμει ενώπιον του Θεού των γνώσεων, όπως είπε η προφήτισσα Άννα, ότι ο Κύριος είναι Θεός γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3). Δεν εννοώ βέβαια τη γνώση όταν ακούσει κανείς από κάποια Γραφή, ή από έναν άνθρωπο, γιατί αυτό δεν είναι καθαρότητα του νου, ούτε αποκάλυψη· αλλά όταν δεχθεί τη γνώση και δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, μέχρις ότου βρεί τη θεία Γραφή ή κάποιον από τους Αγίους να συμφωνεί με την αυτόματη γνώση που έλαβε περί του ρητού της Γραφής, ή κάποιου αισθητού ή νοητοΰ πράγματος. Και αν ίσως αντί ένα σκοπό βρίσκει πολλούς, ή ακούσει πολλούς από τη θεία Γραφή ή τους αγίους Πατέρες, ας μην απιστήσει και το νομίσει αυτό διαφωνία. Γιατί συχνά υπάρχουν πολλοί σκοποί του ιδίου πράγματος, όπως για παράδειγμα του ενδύματος. Αν ο ένας λέει ότι το ένδυμα ζεσταίνει, ο άλλος ότι ευπρεπίζει, ο άλλος ότι σκεπάζει, και οι τρεις λένε την αλήθεια, γιατί το ένδυμα είναι και για ζεστασιά, και για σκέπασμα, και για ευπρεπισμό. Και οι τρεις έχουν βρεί το θείο σκοπό του ενδύματος κι έχουν σύμφωνη τη θεία Γραφή και τη φύση των πραγμάτων. Αν τώρα κανείς είναι άρπαγας ή κλέφτης και πει με το νου του ότι το ένδυμα είναι χρήσιμο για αρπαγή ή κλοπή, οπωσδήποτε ψεύδεται, γιατί ούτε η Γραφή ούτε η φύση των πραγμάτων μαρτυρούν ότι έγινε γι’ αυτό το σκοπό, αφού και οι νόμοι τιμωρούν αυτές τις πράξεις.

Το ίδιο ισχύει και για κάθε αισθητό ή νοητό πράγμα ή λόγο της θείας Γραφής. Γιατί οι Άγιοι, ούτε κάθε σκοπό του Θεού για κάθε πράγμα ή γραφικό λόγο γνωρίζουν, ούτε πάλι όσα γνωρίζουν τα γράφουν. Αυτό απ’ τη μία οφείλεται στο ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και η σοφία Του δεν έχει όρια, ώστε να τη χωρέσει όλη ένας άγγελος ή ένας άνθρωπος· όπως λέει ο Χρυσόστομος για κάποια θεωρία: «Εγώ είπα τώρα όσα πρέπει να πω, ο Θεός όμως, εκτός απ’ αυτά που είπα, γνωρίζει και άλλα που δεν κατανοούνται». Και από την άλλη στο ότι δεν συμφέρει να λένε οι Άγιοι όσα γνωρίζουν, εξαιτίας της αδυναμίας των ανθρώπων και για να μη μακραίνει ο λόγος και γίνεται μισητός ή ακατανόητος από τη σύγχυση, αλλά να λέγονται μετρημένα τα λόγια, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Γι’ αυτό και βλέπομε έναν Άγιο, για το ίδιο πράγμα άλλά να λέει σήμερα και άλλα αύριο. Και αυτό δεν είναι διαφωνία, αν ο ακροατής έχει γνώση ή πείρα των λεγομένων. Και πάλι ο ένας λέει τούτα και ο άλλος αλλά για τον ίδιο λόγο της θείας Γραφής, γιατί πολλές φορές η θεία χάρη δώρισε και αυτά και εκείνα κατά τους ανθρώπους και τον καιρό. Εκείνο που απαιτείται είναι το κάθε τι να γίνεται ή να λέγεται κατά τον θείο σκοπό και να στηρίζεται στις θείες Γραφές, για να μην ακούσει από τον Απόστολο το “ανάθεμα”, ακόμη και αν είναι άγγελος(Γαλ. 1, 8), αφού διδάσκει άλλο σκοπό, έξω από το θείο σκοπό ή από τη φύση των πραγμάτων, όπως λένε ο Μέγας Διονύσιος, ο Αντώνιος και ο Ομολογητής Μάξιμος. Γι’ αυτό λέει ο Χρυσόστομος, δε μας τα παρέδωσαν αυτά οι Έλληνες σοφοί, αλλά η αγία Γραφή.

Δεν είναι π.χ. διαφωνία το να πει η Γραφή για κάποιον ότι δεν είδε την Βαβυλώνα κατά την αιχμαλωσία, και αλλού ότι πήγε και αυτός στη Βαβυλώνα μαζί με τους άλλους. Γιατί όποιος διαβάζει προσεκτικά τη Γραφή, θα βρει σε άλλο μέρος της Γραφής να λέγεται για τον ίδιο ότι τον τύφλωσαν και έτσι τον αιχμαλώτισαν, και άρα πήγε στη Βαβυλώνα, αλλά δεν την είδε(Δ΄ Βασ. 25, 7· Ιερ. 52, 11). Και πάλι μερικοί από απειρία λένε ότι η προς Εβραίους επιστολή δεν είναι του Αποστόλου Παύλου, ή ότι ένας από τους λόγους του Αγίου Διονυσίου δεν είναι δικός του. Αλλά αν προσέχει κανείς σ’ αυτούς τους λόγους, βρίσκει την αλήθεια. Γιατί οι Άγιοι, όταν πρόκειται για φυσικό πράγμα, από τη διόραση (δηλαδή τη φυσική γνώση ή θεωρία των όντων, των κτισμάτων, που πηγάζει από την καθαρότητα του νου), λένε με κάθε ακρίβεια το σκοπό του Θεού, ερευνώντας τις Γραφές, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όμοια μ’ εκείνους που ψάχνουν να βρουν στα μεταλλεία της γης το χρυσάφι, και βρίσκουν ακόμη και τις λεπτότατες φλέβες, για να μην χαθεί ούτε ένα “ιώτα ή μία κεραία”(Ματθ. 5, 18) όπως λέει ο Κύριος. Το ιώτα είναι το δέκατο ψηφίο του αλφαβήτου, και η κεραία είναι η λεγομένη οξεία, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να γράφομε σωστά. Αυτά τα είπαμε περί των φυσικών πραγμάτων· όταν όμως πρόκειται για υπερφυσικό πράγμα, αισθητό ή νοητό, ή για λόγο της Γραφής, τότε οι Άγιοι το γνωρίζουν με την προόραση και την αποκάλυψη, αν τους δοθεί γνώση περί αυτού από το Άγιο Πνεύμα. Αν ίσως δεν τους δίνεται, αλλά προς το συμφέρον τους μένει ακατάληπτο, δεν ντρέπονται να λένε την αλήθεια και να ομολογούν την ανθρώπινη αδυναμία, λέγοντας σαν τον Απόστολο: «Δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει»(Β΄ Κορ. 12, 2). Ή όπως λέει ο Σολομών: «Τρία αγνοώ και το τέταρτο δεν γνωρίζω»(Παροιμ. 24, 18), και ο Χρυσόστομος: «Εγώ δε γνωρίζω, αλλά αν οι αιρετικοί με πουν άπιστο, ας με πουν και μωρό».

Και γενικά όλοι αυτοί που είχαν και επίγεια και ουράνια σοφία, προτίμησαν την ουράνια, χρησιμοποίησαν όμως και την κοσμική παιδεία σοφά με μέτρο, ακολουθώντας το αποστολικό υπόδειγμα, για να μην καυχηθούν ξεπερνώντας τα μέτρα τους(Β΄ Κορ. 10, 13), όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι εκείνοι που χλεύαζαν την απλότητα του λόγου του Αποστόλου Βαρνάβα, μη γνωρίζοντας ότι το κήρυγμά του περιείχε λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή(Ιω. 6, 68), όπως λένε τα Κλημέντια. Πολλοί το παθαίνομε αυτό, όταν ακούσομε κανένα να μιλά σε άλλη γλώσσα και γελούμε, ακόμη κι αν εκείνος είναι σοφός στη γλώσσα του, και ομιλεί περί φρικτών μυστηρίων. Αλλ’ αυτό γίνεται από απειρία. Οι Πατέρες όμως θεληματικά έγραψαν και απλά, ανάλογα με το χρόνο και τους ανθρώπους προς τους οποίους έγραφαν. Λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εγκωμιάζοντας τον άγιο Εφραίμ, ότι ενώ ήταν σοφός, έγραψε απλά· λέει ακόμη με θαυμασμό για το πώς ο άγιος Εφραίμ, όντας πολύπειρος στα δόγματα, κόλλησε με επιτηδειότητα τα φύλλα των καταραμένων βιβλίων κάποιου αιρετικού με νηπιώδες φρόνημα, και πώς, από υπερηφάνεια εκείνος μη μπορώντας να υποφέρει την ντροπή, ξεψύχησε. Γιατί η αγία ταπείνωση είναι υπέρ τη φύση και δεν μπορεί να την έχει ο άπιστος, αλλά τη νομίζει παρά φύση, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος προς τον άγιο Τιμόθεο, γράφοντας ότι «στους παλιούς φαίνεται παρά φύση η ανάσταση των νεκρών σ’ εμένα όμως και σε σένα και στην αλήθεια δεν είναι παρά φύση, αλλά υπέρ τη φύση. Και αυτό όσον άφορα σ’ εμάς. Όσον αφορά στο Θεό, η ανάσταση δεν είναι υπερφυσική, αλλά φυσική. Γιατί η διαταγή του Θεού, είναι φύση του Θεού».

Οι Πατέρες αγαπούν περισσότερο την ταπείνωση με έργο και με λόγο, όπως για παράδειγμα ο συγγραφέας του Γεροντικού. Αυτός, αν και ήταν επίσκοπος και εξορισμένος για το Χριστό, μιλώντας για κάποια μοναχή λέει ότι «κι εγώ πήρα απ’ αυτήν κάποιο κουρέλι, για να ευλογηθώ». Και οι άγιοι πατέρες Δωρόθεος και Κασσιανός έγραψαν απλά, ενώ ήταν σοφοί. Αυτό το λέω για να μη νομίσει κανείς ότι από υπερηφάνεια μερικοί έγραψαν στρυφνά, ή αντιθέτως άλλοι από αφέλεια, απλά. Αλλά το περιεχόμενο και των δύο είναι ένα και προέρχεται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα· ενώ ο σκοπός ήταν για την ωφέλεια όλων. Αν δηλαδή έγραφαν όλοι απλά, κανένας από τους λογίους δε θα ωφελούνταν ποτέ, γιατί θα τα θεωρούσε ανάξια λόγου για την απλότητά τους. Ούτε πάλι κανείς από τους πιο απλούς θα ωφελούνταν, αν έγραφαν όλοι στρυφνά, γιατί δε θα κατανοούσε το νόημα των λόγων. Εκείνος τώρα που έχει πείρα των Γραφών, γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του πιο απλού ρητού της Γραφής και του πιο σοφού είναι ένα και αποβλέπει στο να σώσει τον άνθρωπο. Εκείνος όμως που δεν έχει τέτοια πείρα, συχνά σκανδαλίζεται, μη γνωρίζοντας ότι πολύ συνεργεί η κοσμική παιδεία, όταν γίνει όχημα της ουράνιας σοφίας του Πνεύματος. Γιατί η ουράνια δίνει νοήματα φωτεινά, ενώ η επίγεια δίνει δύναμη λόγου, αν κανείς έχει σταθερή φρόνηση και συγκάτοικο την ταπεινοφροσύνη, που τον κάνει να φοβάται την αφροσύνη και την υψηλοφροσύνη και να έχει φρόνημα σωφροσύνης, όπως λέει ο Απόστολος(Ρωμ. 12, 3). Όπως λοιπόν το “αμήν” (που λέγεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο “αληθώς”(Λουκ. 9, 27), είναι σταθερός λόγος που βεβαιώνει όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, έτσι και η φρόνηση είναι σταθερή νόηση, η οποία μπορεί να φυλάγει την αλήθεια. Το “αμήν” φανερώνει την μονιμότητα της νέας χάρης, γι’ αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν προτύπωση, δεν λέγεται διόλου, ενώ στην Καινή Διαθήκη της χάρης λέγεται παντού, γιατί αυτή μένει στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.

Λόγος ω΄ (24ος) Τ’ ωμέγα τώρα, και εικοστός τέταρτος

λόγος ο παρών, που αίσθηση φέρνει

στην καρδιά, για να γνωρίζει κανείς το συμφέρον.

Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.

Πόσα δάκρυα μου χρειάζονται, όταν λίγο κοιτάξω τον εαυτό μου! Γιατί αν δεν αμαρτήσω, υπερηφανεύομαι από αλαζονεία· αν αμαρτήσω και μπορέσω να δω την αμαρτία μου, μικροψυχώ από αμηχανία και απελπίζομαι. Αν καταφύγω στην ελπίδα, πάλι έρχεται η αλαζονεία. Αν κλάψω, αυτό μου φέρνει οίηση· αν δεν κλάψω, ξαναέρχονται τα πάθη. Η ζωή μου είναι θάνατος, και ο θάνατος χειρότερος, για το φόβο της κολάσεως.Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία. Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ’ όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών. Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή. Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός. Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις. Γιατί όποιος πιστεύει ότι έχει κάποιον άλλο που κυβερνά αόρατα τη ζωή του, πότε πείθεται στο λογισμό του που του λέει, «θέλω τούτο και δεν θέλω εκείνο· αυτό είναι καλό, εκείνο είναι κακό»; Αν έχει άνθρωπο για κυβερνήτη, οφείλει να τον ερωτά σε κάθε ζήτημα και να δέχεται με τ’ αυτιά του την απόκριση και να εκπληρώνει με έργο τα λεγόμενα. Αν όμως δεν έχει κανένα, τότε, κατά τον Ευχαΐτη, έχει το Χριστό, να τον ερωτά με προσευχή από την καρδιά του, και με την πίστη να ελπίζει την απόκριση με έργο και με λόγο, μην τυχόν ο σατανάς, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει με έργο, αποκρίνεται με λόγο, προσποιούμενος ότι είναι κυβερνήτης, και σύρει στην απώλεια εκείνους που δεν έχουν υπομονή. Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποι σπεύδουν από άγνοια να λάβουν εκείνα που ποτέ δεν τους δίνονται· επειδή μία ημέρα στα μάτια του Κυρίου είναι σαν χίλια χρόνια και χίλια χρόνια σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4). Εκείνος όμως που από την υπομονή απέκτησε πείρα των τεχνασμάτων του εχθρού, κάνει ό,τι ο Απόστολος, δηλαδή πυγμαχεί και τρέχει με υπομονή, για να φτάσει το στόχο του(Α΄ Κορ. 9, 24 και 26) και να μπορέσει να πει: «Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού»(Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν. Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου(Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι’ αυτό είναι καλό το “δεν γνωρίζω”. Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ’ αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του. Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι’ αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ κανείς να αποβάλει το φόβο, μέχρις ότου φτάσει στο λιμάνι της τέλειας αγάπης(Α΄ Ιω. 4, 18) και γίνει ξένος προς τον κόσμο και το σώμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αφήνει θεληματικά το φόβο, αλλά από τη μεγάλη πίστη που κάνει το νου να μη φροντίζει για ζωή ή θάνατο του σώματος, φτάνει στον αγνό φόβο(Ψαλμ. 18, 10) της αγάπης. Σχετικά μ’ αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως». Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.

Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση. Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος. Και γι’ αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει. Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), όπως λέει

ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει. Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι’ αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη. Γιατί η ταπείνωση γεννιέται από πολλές αρετές, αλλά γεννά κι αυτή τα τελειότερα. Επίσης και η γνώση και η ευχαριστία και η προσευχή και η αγάπη, επειδή πάντοτε δέχονται αύξηση αυτές οι αρετές.

Λόγου χάρη, ταπεινώνεται κανείς και θρηνεί ως αμαρτωλός, και απ’ αυτό εγκρατεύεται και υπομένει τις θλίψεις που προκαλούνται εκούσια και ακούσια, από τους δαίμονες και από την άσκηση και από τους ανθρώπους, για να δοκιμαστεί η πίστη του και να φανεί αν έχει την ελπίδα του στο Θεό, ή σε άνθρωπο, ή στη δική του δύναμη και φρόνηση. Και αφού υποστεί με επιτυχία τις δοκιμασίες με την υπομονή(Ιακ. 1, 12) και με το να αφήσει τα πάντα στο Θεό, λαμβάνει τη μεγάλη πίστη, εκείνην που λέει ο Κύριος: «Αν έρθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρεί την πίστη;»(Λουκ. 18, 8). Με την πίστη λοιπόν αυτή θα επιτύχει τη νίκη κατά των εχθρών. Και όταν την επιτύχει, συνειδητοποιεί την αδυναμία του και την άγνοια, επειδή έρχεται σ’ αυτόν δύναμη και σοφία από το Θεό. Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού. Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού. Και απ’ αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ’ αυτά. Και απ’ αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως. Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι’ αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.

Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ’ όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι’ αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ’ όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ’ αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.

Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι’ αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου. Αν τώρα κανείς καταξιωθεί να φτάσει στην προόραση για την κοινή ωφέλεια, αυτό είναι υπέρ τη φύση. Γιατί μόνο ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα σε κάθε περίπτωση, και το σκοπό κάθε πράγματος που έκανε και κάθε λόγου της θείας Γραφής, και παρέχει κατά χάρη στους άξιους το να γνωρίζουν. Ώστε η μεν θεωρία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, που λέγεται φρόνηση, είναι διόραση και φυσική γνώση, γιατί προϋπήρχε στην ανθρώπινη φύση, αλλά τα πάθη σκότισαν το νου· και αν ο Θεός δεν πάρει τα πάθη με την πρακτική αρετή, ο νους δεν μπορεί να βλέπει. Η δε προόραση δεν είναι έτσι, αλλά είναι χάρη και υπέρ τη φύση. Αλλά και η διόραση χωρίς το Θεό δεν γίνεται, αν και είναι φυσική. Γιατί και οι Έλληνες επινόησαν πολλά, δεν βρήκαν όμως το σκοπό του Θεού στα κτίσματα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αλλ’ ούτε και το Θεό, επειδή δεν είχαν την ταπείνωση και την πίστη του Αβραάμ.

Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ’ αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ’ εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι’ αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού. Και αυτό το κάνει με φυσικότητα και το θεωρεί χρέος, για το οποίο και ποθεί να τηρεί τις εντολές. Μισεί τα πάθη ως εχθρούς, και καταφρονεί το σώμα, γιατί το θεωρεί εμπόδιο για την απάθεια και τη γνώση του Θεού, δηλαδή για την κρυμμένη σοφία(Α΄ Κορ. 2, 7). και είναι εύλογα κρυμμένη. Γιατί εκείνος που έχει επιτυχίες και απολαύσεις και την ανάπαυση και τη δόξα αυτού του κόσμου, είναι φανερά φίλος της σοφίας του κόσμου. Μα αγωνίζεται να κάνει τα αντίθετα απ’ αυτά εκείνος που είναι φίλος της σοφίας του Θεού, δηλαδή εκείνος που καταπονείται και εγκρατεύεται κι έχει κάθε θλίψη και ατιμία για τη βασιλεία των ουρανών. Ο πρώτος ποθεί να προσεγγίσει τα φαινόμενα αγαθά και τις γήινες γνώσεις και τους επίγειους βασιλιάδες, και γι’ αυτό πολλές φορές υποφέρει, ενώ ο δεύτερος συμμετέχει στα παθήματα του Χριστού. Ο ένας επιδιώκει να έχει εδώ τις ελπίδες του, αν βέβαια μπορέσει να τις έχει, γιατί τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και δυσεπίτευκτα· ενώ ο άλλος, σ’ αυτή τη ζωή κρύβεται από τα μάτια των ανοήτων(Σ. Σολομ. 3, 2), όπως λέει η Γραφή, φανερώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν τα κρυφά θα γίνουν φανερά. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και για παρηγοριά αυτών που πενθούν(Ματθ. 5, 4) εδώ δίνεται η γνώση των κρυπτών, κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή η θεωρία των θείων Γραφών και των κτισμάτων. Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση. Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του. Έτσι κανείς από τη γνώση αυτή φοβάται την παράβαση των εντολών του Θεού και κατηγορεί τη δική του αδυναμία και άγνοια, και από αυτό ταπεινοφρονεί και αγαπά το Θεό και δεν καταφρονεί τις εντολές Του, όπως εκείνοι που στερούνται την ενεργό γνώση Του. Πάλι όμως ο Θεός κρατάει απ’ αυτόν μερικά μυστήρια, για να ποθεί και να μη νιώσει γρήγορα κόρο, όπως ο Αδάμ, και τον βρει έξω ο εχθρός και τον σύρει προς τη μοχθηρία του. Έτσι βέβαια γίνεται προς τους ενάρετους. Τους αγνώμονες τώρα, τους φοβερίζει με τους πειρασμούς για να απέχουν από την αμαρτία, και τους τονώνει με τις σωματικές ευεργεσίες, για να μην απελπίζονται.

Αυτά λοιπόν με την άπειρη αγαθότητά Του ενεργεί πάντοτε ο Θεός, για να σώσει και να λυτρώσει όλους από τις παγίδες του διαβόλου, είτε δίνοντας, είτε στερώντας μας τις ευεργεσίες και τις γνώσεις, και ανάλογα με την ευγνωμοσύνη του καθενός δίνει τα χαρίσματα και τα νοήματα. Επίσης και τη θεία Γραφή την έκανε σε άλλους να κρύβεται και σε άλλους να γνωρίζεται προς ωφέλειά τους, ανάλογα με την προαίρεση του κάθε αναγνώστη. Ο σκοπός όμως των σοφιστών του κόσμου δεν ήταν τέτοιος, αλλά ο καθένας φρόντιζε να νικήσει τον άλλον και να φανεί σοφότερος, και γι’ αυτό δε βρήκαν τον Κύριο εκείνοι, αλλ’ ούτε κι αυτοί που τους μιμούνται, ακόμη και αν κοπιάζουν πολύ. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Θεός δε φανερώνεται στους κόπους, αλλά στην ταπείνωση και στην απλότητα μέσω της πίστεως, δηλαδή της θεωρίας των Γραφών και των κτισμάτων. Σχετικά μ’ αυτήν, λέει ο Κύριος: «Πώς μπορείτε να πιστέψετε, αφού ζητάτε δόξα ο ένας από τον άλλο; κλπ.»(Ιω. 5, 44).

Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει “πτερνιστής” επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως. Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται. Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το “άνω αθρέω” (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι’ αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του. Γι’ αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ’ αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ’ εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου. Και σ’ εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ’ εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ’ εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.

Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες. Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι’ αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε». Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα. Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ’ οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της. Γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι’ αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι’ αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ’ άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.

Δεν βρήκα ο ίδιος τη διάκριση και τη θεωρία για το θέμα αυτό, αλλά την άκουσα από τον άγιο Γέροντα και την έγραψα. Αυτός είπε και για τον άγιο Παύλο τον Απλό *, ότι ο λόγος που δεν τον άκουσε αμέσως ο δαίμονας να βγει από τον άνθρωπο, ήταν επειδή δεν υπάκουσε αμέσως να βάλει μετάνοια, όταν ο Μέγας Αντώνιος του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από αυτόν τον άνθρωπο», αλλά κατά κάποιο τρόπο έφερνε αντίρρηση λέγοντας: «Γιατί δεν τον βγάζεις εσύ;». Και όταν άκουσε από τον Αντώνιο ότι «εγώ δεν αδειάζω», τότε υπάκουσε. Και γι’ αυτό είπε ο μακάριος Γέροντας ότι δε βγήκε αμέσως ο δαίμονας, αλλά αφού κοπίασε πολύ ο αββάς Παύλος. Η εξήγηση αυτή είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί ο Γέροντας ως θεοφόρος είναι αξιόπιστος, αλλά γιατί μαρτυρείται και από το περιστατικό του νιπτήρα,(Ιω. 13, 7–8) και από την αντιλογία του Μωυσή(Εξ. 4, 10), και από την ιστορία του Προφήτη εκείνου που ζητούσε να τον χτυπήσει κάποιος. Αλλά επειδή η ιστορία αυτή(Γ΄ Βασ. 21, 35–42) έχει σημασία και δεν την είπαμε, θα την πούμε τώρα.

* Λαυσαική ιστορία, κεφ. 22.

Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται κάποιος βασιλιάς ότι διοικούσε με τυραννικό τρόπο, ώστε ο φιλάνθρωπος Θεός μη υποφέροντας την τυραννία διέταξε τον Προφήτη να πάει και να ελέγξει τον βασιλιά εκείνο. Ο Προφήτης επειδή γνώριζε ότι ο βασιλιάς ήταν απάνθρωπος, δεν ήθελε να πάει όπως ήταν, μην τυχόν τον δει από μακριά και εννοήσει την αιτία και τον διώξει, και έτσι δεν μπορέσει να τον ελέγξει, ή πάλι αν του έλεγε ότι «για την απανθρωπιά σου με έστειλε ο Θεός», μήπως δεν προσέξει στα λεγόμενα. Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπηθεί από κάποιον και να πάει στο βασιλιά καταματωμένος σαν μυνητής, ώστε έτσι να τον παραπλανήσει και να τον κάνει ν’ ακούσει. Και αφού βρήκε στο δρόμο κάποιον που κρατούσε αξίνα, του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, επειδή ήταν θεοσεβής, είπε: «Ποτέ, κύριέ μου· εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, δε θα σηκώσω το χέρι μου σε προφήτη που έχρισε ο Κύριος». Και είπε ο Προφήτης: «Ο Κύριος λέει: επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Κυρίου, να έρθει λιοντάρι από την έρημο και να σε σπαράξει». Αυτό δεν ήταν οργή, μη γένοιτο· αλλά έγινε προς ωφέλεια πολλών. Και ήταν άξιος ο αγαθός εκείνος άνθρωπος να μην πεθάνει όπως οι λοιποί άνθρωποι, αλλά, κατά τον λόγο του Κυρίου, να σπαραχθεί από το θηρίο και να στεφανωθεί εξαιτίας του σκληρού αυτού θανάτου. Κάτι ανάλογο λέγεται στο Γεροντικό για τέσσερις ιερείς που είχαν συμφωνήσει να μείνουν μαζί *. Οι δύο πέθαναν και απήλθαν στον Κύριο· ο τέταρτος, που ήταν και διακονητής τους, έπεσε στην πορνεία. Οι δύο λοιπόν ζητούσαν από τον Κύριο να σπαραχθεί ο τέταρτος από θηρίο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, μα ο Κύριος δεν τους άκουσε· έκρινε πως έπρεπε να ακούσει τον τρίτο ησυχαστή που προσευχόταν για τον διακονητή, να σωθεί από το λιοντάρι. Στη συνέχεια της ιστορίας, ο Προφήτης βρήκε έναν άλλον υπάκουο και του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, ακούγοντάς το «ο Κύριος διατάζει», χωρίς να εξετάσει, χτύπησε με την αξίνα του τον Προφήτη στο κεφάλι. Τότε ο Προφήτης του είπε, όπως κάποτε ο Μωυσής: «Να έχεις την ευλογία του Κυρίου, γιατί άκουσες το λόγο του Κυρίου»(Εξ. 32, 29). Ώστε ο πρώτος από πολλή καλωσύνη σεβάστηκε τον Προφήτη και δεν υπάκουσε, όπως ο Πέτρος δεν άφηνε τον Κύριο να του νίψει τα πόδια(Ιω. 13, 8), ενώ ο άλλος χωρίς να εξετάσει έκανε υπακοή, όπως ο λαός του Μωυσή εκπλήρωσε την υπακοή με το να σφάξει ο ένας τον άλλο(Εξ. 32, 27–28). Και στα φανερά, εκείνος που ακούει το θείο θέλημα, κάνει καλύτερα, γιατί θεωρεί σοφότερη από τη φυσική γνώση την υπερφυσική διαταγή του Κυρίου της φύσεως· ενώ εκείνος που παρακούει, κάνει κάτι κατώτερο, γιατί θεωρεί τα φαινομενικά καλά δικαιότερα απ’ όσα ζητεί ο Θεός. Βαθύτερα όμως δεν είναι έτσι, αλλά σημασία έχει ο σκοπός της υπακοής ή της παρακοής. Εκείνος δηλαδή που έχει σκοπό να αρέσει στο Θεό, αυτός είναι που κάνει το καλύτερο. Και στα φανερά, ο Θεός φαίνεται να οργίζεται εναντίον εκείνου που παράκουσε και να ευλογεί εκείνον που υπάκουσε· στο βάθος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όπως είπαμε σύμφωνα με τη φυσική θεωρία, και οι δύο ήταν εξίσου αγαθοί, γιατί ο σκοπός και των δύο ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Και αυτά μεν έτσι είναι. Ο δε Προφήτης, αφού πήγε στον βασιλιά και στάθηκε εμπρός του, του είπε: «Βασιλιά, κάνε εκδίκηση, γιατί εκεί που ερχόμουν στο δρόμο, με συνάντησε κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι». Αυτός βλέποντας τα αίματα και την πληγή, θύμωσε κατά τη συνήθειά του, όχι όμως εναντίον του Προφήτη, αλλά νομίζοντας ότι έχει να κρίνει κάποιον άλλο και όχι τον εαυτό του, αποφάσισε βαριά ποινή εναντίον του δράστη. Και ο Προφήτης, αφού πέτυχε εκείνο που ήθελε, του λέει: «Καλά είπες, βασιλιά. Για τούτο, να τι λέει ο Κύριος: Θα συντρίψω τη βασιλεία σου και θα την αφαιρέσω από σένα και από τους απογόνους σου, επειδή εσύ είσαι εκείνος που έκανε αυτά.» Και έτσι ο Προφήτης ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως ήθελε, και με τέχνη έκανε τον βασιλιά να προσέξει στα λεγόμενά του, και έφυγε δοξάζοντας το Θεό.

* Ευεργετινός, βιβλίο 3ο, υπόθεση 38, Α, 10–14.

Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ψυχές των Προφητών. Αγαπούσαν το Θεό και ήταν πρόθυμες να υποφέρουν για την εκπλήρωση του θελήματός Του, γιατί είχαν γνώση Θεού. Και είναι εύλογο. Εκείνος που γνωρίζει ακριβώς μία οδό ή μιά τέχνη, την ακολουθεί με κάθε ευκολία και προθυμία και δείχνει και σε άλλους τη διαδρομή ή τα μυστικά και τους τρόπους της τέχνης, ακόμη και αν είναι νέος και απλοϊκός, ενώ οι άλλοι είναι γέροντες και σοφοί σε άλλα θέματα. Και οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη σοφία εξ ακοής όπως εμείς, αλλά έδωσαν το αίμα τους και έλαβαν πνεύμα, όπως λένε οι Γέροντες: «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα». Γι’ αυτό και οι Πατέρες αντί σωματικό μαρτύριο υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, έχοντας αντί σωματικό θάνατο το θάνατο της προαιρέσεως, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να γίνει βασιλιάς, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.

Комментарии для сайта Cackle