А.В. Бугаевский

Источник

S – cod. Sin. gr. 522, а. 1241 – 1242, ff. 215 – 219 v. Τού θαυματουργού Νικολάου Μυρέων τών θαυμάτων σύνοψις ήκριβωμένη, ήν εύλόγησον, εύλογητά μοι πάτερ

1. Ούκ ήρεσεν φιλοθέοις άλλο ήδυ, ώς δικαίων μνήμη καί ή προς τον άγώνα τούτων γενέσθαι σπουδή, στέφανοί γάρ Χριστός, κατά τον σοφόν, λόγοις χρυσαυγέσι κυρίας αύτών καί περιπλέκει έν ασμασι. Όφρα καί τού Σολόμοντος ό λόγος τέλος σχεΐ, διαρρήδην φάσκοντος, τό γάρ καθαρόν τών θείων άνδρών καθαρώς όπτανόμενος ούτως έβόησε· Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, καί εύλογία κυρίου επί τήν κεφαλήν αύτοΰ. Πώς δέ· Μνήμη δικαίου μετ εγκωμίων; «Ακούε. Έγκωμιαζομένου δικαίου, φησίν, εύφρανθήσονται λαοί· εύφρανθήσονται γεγηθότες έπί τώ κυρίφ, τφ τούς οσίους αύτού δοξάζοντι έν ασμασι καί ώδαΐς, ή μάλλον είπεΐν, έν κυμβάλοις εύήχοις, κατά τον προφήτην Δαυίδ, τών φωνητικών καί ένάρθρων οργάνων τό ένδόσιμον αίνιττόμενος.

2. Διό νουνεχώς προς τήν τού άγιου καί θαυματουργού Νικολάου μνήμην συνδράμωμεν έν αίσθέσεσι καθαραΐς καί εργοις θεαρέστοις τούτον υποδεχόμενοι καί ίδωμεν αύτόν, πώς ό κύριος βρεφόθεν κεχαρίτωκε καί πώς τώ πατρί Έπιφανίω καί τή μητρί Νόννα ώραιότατον καρπόν εύχής άξιον αύτοΐς άνταπέδωκε. Τήν γάρ στειρωτικήν λύσας μητρικήν μήτραν καί προς τό κοσμικόν τούτο τριβόνιον έξερχόμενος, ώ τού θαύματος, γεννηθείς τρεις ώρας όρθώς έστη τριάδος άγιας έργάτης εκ προοιμίων δεικνύμενος. ’Ένθεν καί τφ μητρικφ μασθφ ώς βρέφος προσκείμενος έτέλει κανόνα θειότατον καί παραδοξότατον, τετράδι γάρ και παρασκευή άπαξ μεταλαμβάνων τού γάλακτος, εσπερινός ώρας τη θελή προσκρατούμενος. Ούτως ό θείος άνήρ τήν μειρακιώδη των χρόνων διαβάς ήλικίαν καί, ώς τό είκός, πάσαν τήν γραμματικήν άσπασάμενος, έρωτι θείω καταληφθείς τήν μοναδικήν άσπάζεται πολιτείαν τύπος καλός δεχθείς εν τε τοίς εγγύς καί πασΐ τοϊς πέριξι.

3. Μετ’ ού βαιόν δε πλείονα ίμείρων χάριν άπό θεού καρπώσασθαι τά τής Παλαιστίνης μέρη καταλαμβάνει, ένθα Χριστός ό θεός καί σωτήρ ήμών τάς διατριβάς έποιήσατο καί τών θαυμάτων τά πλήθη εις πέρας περιέβαλεν. Έκεΐσε παραγενόμενος θαυματοποιών έν άπασι μέροψι τυφλοΐς τό φΰλον άπέδιδε, κωφοΐς τό λαλεΐν άπεχάριζε καί πάσιν άλλοις χαλεποΐς τήν δρθωσιν έδίδου τον άγαθοδότην Χριστόν έκμιμούμενος. Είτα καί τφ νέω προσγενόμενος άωρί. αφνω τού ιερού αί πύλαι αύτφ αύτομάτως άνοίγονται, καί τό θειον ξύλον, ένθα Χριστός έπάγη, αύτοψεί έμφανίζεται. ’Αλλά τήν τών οικείων προβάτων νομήν έφιέμενος έπί τον προς πατρός αύτού θείου θειον ναόν, δνπερ έκεϊνος έδείματο έπη όνόματι τής άγιας Σιών, πάλιν παραγίνεται πολλά θεφ δουλεύων, όπως τον μαργαρίτην Χριστόν εις άκραν κερδήσητο.

4. Τί δέ τά μετά ταύτα; Έδει τον λύχνον έπί τήν λυχνίαν, κατά τό κυριακόν στόμα, προστίθεσθαι, καί διά τούτο καί τούς τών Μυρέων οϊακας έγχειρίζεται καλώς ποιμαίνων τά λογικά πρόβατα καί τής τού Χριστού ποίμνης ύπερμαχόμενος, ώς καί φρουρά περικλεισθήναι μετ’ άλλων δικαίων άνδρών καί διαφόρως μαρτυρικοΐς ύποκεΐσθαι ποιναΐς κατά τό τών άσεβούντων άπάνθρωπον πρόσταγμα. Ά λλ’ έλαμψεν ήδη χαιροποιώς ό έν άγίοις άοίδιμος καί έν βασιλεύσι περιβόητος Κωνσταντίνος ό μέγας τό στυγνόν τοϊς δικαίοις συντόμως λύων καί τό χαροποιόν μεταγάγων, ώς εύσεβέστατος. Καί πάλιν ό θρόνος Μυρέων τον φωστήρα έδέχετο, δν έν σημείοις καί τέρασι πρότερον εϊληφε πάντας φαιδρύνων καί διαλάμπων έν έργοις καί θαύμασι.

5. Τού γάρ γεραροΰ τρεις κόρας, ήδη βυθφ τής άσωτίας συνδεδημένας, ταύτης τής άμαρτίας όλοκλήρως μετά τού πατρός άπεσπάσατο καί προς τό βέλτιον ήλλαξεν χρυσούς δίδων αύταΐς καί προικίζων αύτάς. ώς πατήρ φιλόστοργος. Δίς τρίανδρον δέ συκοφαντισθέν και τοΰτο παράδοξως θανάτου έρρύσατο· τούς μεν όρατώς, ώσπερ τις γίγας, τής ολέθριου μοίρας έλκων αυτούς και θανατηφόρου καί την ζωήν αύτοΐς χαριζόμενος, τούς δε άγγελοτρόπω θέα τφ βασιλεΐ απειλών καί ’Αβλαβίου μή αϊδούμενος όνειδίζων τό απηνές καί μισάνθρωπον.

6. «Αλλως τε πάλιν ποτέ ό τής πανευδαίμονος πόλεως Κωνσταντίνος ό μέγας τούς ύπό χεΐρα μέλλων έκθλίψασθαι καί χρυσίνους λαβείν, ώς έθος δημόσιον άπαιτεΐν καί θησαυρούς συνάγειν καί προς χρήσιν έχειν καιρφ τφ προσήκοντι, φιλεχθρών άκροάσας καί φιλοκάχορσι τήν επαρχίαν Μυρέων, οϊμοι τφ δράματι, μυρίους χρυσίνους διδόναι αύτήν συνεγράψαντο. Καί ήν ίδεΐν άδημονοΰντας πάντας επί τή έμφανία τού άδοκήτου καί παρανόμου πράγματος, σχάλλοντας, δυσφοροΰντας, ούκ έχοντας, τί διαπράξαιντο. Έν έσχάτη δέ όντες άμηχανή προς τον πολύχουν καί θειον Νικόλαον έδραμον καί τήν άνάγκην έζήτουν παραμυθήσθαι.

7. Ό δέ εϊξας τή ίλεώσει καί μηδέν τι ράθυμον έμβαλών, τήν τρίβον εις ούδέν λογισάμενος προς τά βασίλεια ωχετο καί τον όρθοδοξότατον βασιλέα τώ παλατίφ καταλαβών έφή ύψηλφ τφ θρόνω ίζάνοντα, ώς είκός, κατησπάσατο καί τή είσερχομένη παρά τίνος θυρίδος ήλιακή άκτίνι τό μαντίον αύτοΰ έκκρεμάσας ϊστατο. Ό δέ βασιλεύς τό τοιοΰτον ξένον θαύμα βλεψάμενος καί, οστις εϊη, τον άνδρα καταμαθών ήρετο, τί τό ζητούμενον παρή αύτοΰ. Ό δέ άδικεΐσθαι τήν έπαρχίαν τών Μυρέων έφασκεν Έριδι φθόνου γέγραπται νομίσματα μυρία. Καί ό βασιλεύς τή γαληνότητι τού άνδρός δεσμευθείς· Χάραξον, έφη, έκατόν νομίσματα τάλλα πάντα παραλειψάμενος· κατά τον ορισμόν τφ θείω άνδρί συντόμως δοθήναι παρακελεύομαι. 'Ο δέ τήν έγχαραγμένην χάρτην όλοψύχως λαβών καί προς τό τής θαλάσσης μέρος καταλαβών, έν ένί καλάμω τούτον πηξάμενος προς τά μέρη Μυρέων άπέπεμπεν. 'Αλιεΐς δέ τινες, θαλαττίοις μαχόμενοι κύμασι, ίδόντες ώθούμενον μόνον τον κάλαμον καί τήν εύθείαν οδόν προς έκείνους ποιοΰντα, τούτον λαβόμενοι τοΐς προύχουσι πόλεως χαροποιώς παρέδωκαν.

8. Άλλ’ ό μισόκαλος δαίμων, ό πάντοτε φθόνω φερόμενος, μετά τριών ώρών διάστημα ψιθυριστάς τοΐς ώσί βασιλέως προσθήξας μετεβάλλετο, καί χιλία μόνα νομίσματα άπό τών μυρίων τφ δικαίφ έχάριζεν εξόδους πολλάς τήν βασιλείαν έχειν προφάσει ρητορευόμενος. Τον άγιον τοιγαροΰν έρευνήσαντες οί τοΰ βασιλέως διάκονοι, έμπροσθεν αύτφ παραγίνεται, καί ό βασιλεύς· Ποΰ έστι, δέσποτα, εφησεν, ό εγχαραχθείς σοι χάρτης, δεΐξον ήμΐν. 'Ο δε– Έν τη πόλει Μυρέων νΰν σώζεται, βασιλεύ, έφη. Τφ παρά δόξαν δέ ρήματι ό βασιλεύς κρατηθείς ήπίστει τφ διηγήματι. Καί ό άγιος· Κέλευσον, βασιλεύ, γραφήναι την ημέραν καί ώραν, έν ή τον χάρτην άπέλαβον, καί ταχύδρομος τή πόλει ήκέσθω, έρευνησάτω καί εύρήσει κατ’ αύτήν την ώραν τον έγχαραγμένον χάρτην τη πόλει έλθειν. Ούτως άποφηνάμενος τελεσθήναι ό βασιλεύς καί άληθες τό πράγμα καταλαβών θεόν, τον έν τριάδι άπαύστως παρ’ άγγέλων ύμνούμενον, περιχάρως έδόξασε καί προς τά οικεία τον άγιον έντίμως έξέπεμπε.

9. Τά δε καθ’ έκάστην γινόμενα θαύματα τίς άκριβώς άριθμήσειεν; Ού Τίγρις τόσον τό ρεΐθρον οΐδε χέειν, ούτε Νείλος την Αίγύπτον έξαντλεΐν, δσον Νικόλαος τοΐς όρθώς ζητοΰσι προσχωρηγεϊν τοΐς έν ζάλη γάλήνη, τοΐς έν άνάγκαις παραμυθία, τοΐς έν θλίψεσι χαρά, τοΐς χειμαζομένοις βοηθός, τοΐς πλεύσι κυβερνήτης, τοΐς άρχουσι βουλή, τοΐς πένησι πλούτος, τοΐς άρχιερεΰσι στέφανος, τοΐς μοναχοίς οδηγός, τοΐς πάσιν έτοιμοτάτη προσφυγή. Τούτοις τοΐς άγαθοΐς έναμβρυνομένη Λυκία ήγάλλετο, ώς θυχοΰσα τοιούτου καλού θησαυρού. 'Ο δή έν θεφ μυρίπνοος καί άγιος πατήρ ημών άριστεύσας καλώς έν Χριστφ καί διαπρέψας έν έργοις καί λόγοις άρίστοις προς κύριον έξεδήμησε δεκεμβρίω εξ άγαλλόμενος, κατά τον προφήτην, ώς γίγας δραμεΐν οδόν αύτοΰ.

10. Τά δε μετά την ίεράν αύτοΰ Κοίμησιν τελεσθέντα έξαίσια τέρατα τίς έξιχνιάση τά στίφη, ώς πάσι περίφημος ό άνήρ, ού μόνον χριστιανοΐς, άλλά καί άγαρηνοΐς. Περιβόητος δε γενόμενος πανταχοϋ, καθόπερ ό λόγος έδήλωσε, των Βενετιανων τινες έλογίσαντο άπάραι προς τά μέρη Μυρέων καί τό μακάριον αύτού σκήνος προς την οίκείαν χώραν άνεγκεΐν, άλλ’ ήμάρτησαν τής εφέσεως τό ποθούμενον μη δυνηθέντες καταλαβεΐν, θεού γάρ τό πάν καί τή χειρί αύτοΰ περιέχεται. «Οθεν καί την βουλήν ταύτην οί άπό τής Βάρεως παΐδες ένηχηθέντες, έκεΐσε παραγενόμενοι, έπλουν γάρ τότε τά τής ’Αντιόχειας κοίλης μέρη διαθέοντες, κέρδους ένεκα αύτούς ταλανίζοντες.

11. Λοιπόν όρμητικώς έδραμον τό πράγμα είς έργον πληρωσαι οίόμενοι καί τον τόπον καταλαβόντες έν δπλοις καί θώραξι, κάτω κύψαντες τό τρισόλβιον τούτο καί θειον κιβούριον όρεκτώς κατησπάζοντο δυσοπούντες τον άγιον συνεργήσαι τούτοις και συμπράξαι τού εγχειρήματος. Είτα ύπούλως πως τούς έκείνους μοναχούς έρωτώντες ήρξαντο έρευναν, πού τό σώμα τού τρισμάκαρος έγκειται. Και πρώτα μεν άμφοΐν ένσκηψάμενοι λόγους εναντίους έκδέδωκαν, άφ’ ου καί οί μοναχοί βεβαίως κατέμαθον, ότι άπό τού θεού τό δράμα καί ότι καί τού άγιου τό θέλημα ούτωσί πέφυκεν, άλλα καί τό τού ίερέως Λούπου μάλλον άγγος ύέλιον, πλήρες θείου μύρου, άφνω τών χειρών έξαρθέν κατά τών μαρμάρων καί μή τριφθεν. Τον τόπον οί μοναχοί τοΐς Βαρινοΐς έπεδείκνυον τρόμιρ κατεχόμενοι καί δάκρυσι καί στεναγμοΐς έμπιπλώμενοι. Σιδεράς δε σφύρας λαβόμενοι μετά πολλής δυνάμεως τή μαρμάρω προσέκρουον. «Η καί τριφθεΐσα, κατωρύξαντες ετεραν πλάκα κατέλαβον, καλύπτραν ούσαν, τής ίεράς εκείνης καί άγλαούς κιβωτού– καί θάττον άποκαλύψαντες εύρον χάριν θεού πλήρης θείου μύρου πληρούσαν αυτήν.

12. Γριμάλδος δε καί Λούπος, οί τών όλκάδων ευσεβείς ιερείς, ούτως ίδόντες τούς πλωτήρας120 έπεττατον άνυπερθέτως άραι τού οσίου τό άγιον λείψανον καί μή δειλίαν άναβάλλεσθαι. Ματθαίος δέ τις ένοπλος ών, άπό όλκάδων καί αύτός όρμώμενος, κατελθών τώ ίερώ έκείνω καί θείφ τύμβφ, ώ τού θαύματος, ώς άνθρακες έλαμπον μαρμαίροντες τον τόπον τά τίμια καί άγια τού θείου Νικολάου λείψανα– πνοή δέ εύοσμος καί ήδυτάτη άπ’ αύτών έφαίνετο. Καί πάντα συλλέξαντες καί έντίμως κατασκευάσαντες πάντες όμού προς τάς όλκάδας άπέτρεχον. Καί οί μεν αϊροντες έχαιρον τώ άκενώτιρ πλούτω κρατούμενοι– οί δέ τού ναού μοναχοί καί οί έτεροι έστεινον οίμωγάς άναπέμποντες, έκ λυπηρός ψυχάς όδυνούμενοι.

13. Τού ήλιου ούν δύναντος καί άνεμου ήδυτάτου έπιπνεύσαντος, τά ιστία διαπετάσαντες έτρεχον σπουδαίως τον τόπον Κακκάβου καί Μαγέστων έκδιαπλέοντες. Μεσοπελαγίσαντες δέ ού μικρώς ήμποδήθησαν, εναντίων άνεμων περιπνεόντων αύτοΐς. Μόλις δέ καταλαβόντες τά Πάταρα, έξ ών ό μέγας την γέννησιν έκέκτητο, είκαζον διά τό βαρύ τού καιρού μή συνοδοπορεΐν αύτοΐς τον θειον Νικόλαον διά τό καί τήν εικόνα αύτοΰ άπό τού ναού μή έάσας συμπαραλαβεΐν μετ’ αύτού– ώοντο δέ μάλλον μητ’ έπί πλεΐον έάσαι πλεειν αύτούς. «Ομως θείω συνδεσμούμενοι έρωτι τήν Περδικαΐαν κατεπλευσαν γαληνιώσαν αύθις εΰροντες την θάλασσαν και τον άνεμον ήδυστον πνέοντα. Συν άλλήλοις έβόουν όρκώμενον Μή τις άφ’ ήμών συλλήσαί τι των θείων λειψάνων έμηχανεύσατο; Διάτοι και πάντες τά οικεία τώ οίκείω προσέβαλλον καί άνεπλήρουν τά μέλη καθείς, δπερ ειληφεν, είσκομίζοντες· καί τοΰτο οικονομία θεού και τού άγιου προνοία τοΰ μή μερίδα τινά κεχωρισμένην είναι τού θείου εκείνου καί φωτεινού σώματος.

14. Δι’ αύρας εΐτα ώραίας τον λιμένα Μαρκιανών συναπέπλεον τον Τραχέα δε κόλπον περασάντων, Δισήγιός τις τούνομα τών πλωτήρων121 ίδεΐν εφησε κατ’ όναρ τον άγιον φάσκοντα προς αύτόν Μή θροεΐσθαί τινα τών εναντίων βούλομαι, έγώ γάρ είμι μεθ’ ύμών, καί τοΰτο ύμΐν τό σήμειον είκοσι συμπληρώσει ήμερών καί τή πόλει Βάρει όμοΰ πάντες έσόμεθα. Ταύτα πάντες άκούσαντες προθύμως κατήλθον μέχρι νήσου Τζεράνου. Μεταλαβόντες οΰν τροφής καί ύδατος νήσον τήν Μύλον κατέλαβον. Έν δε τώ μεταξύ ώφθη θειον τέρας αύτοΐς, στρουθίον γάρ τι μικρόν προσελθόν καί καθεσθεν πλησίον τών άγιων λειψάνων καί πάλιν έν ταΐς χερσίν Νικολάου τοΰ ναυκλήρου, εϊτ’ άναπτάν, έν ф ύπήρχον τά άγια λείψανα κεκαθηκέναι φασί, καί τοΰ άγιου θεία λείψανα κατασπάζεσθαι καί οϋτω πάλιν πετασθήναι καί μηδέπω φανήναι. Ειτ’ ούτως έν τη νήσφ Στάφνφ καί λιμένα Γρεάκι καταντήσαντες τήν Μονοβασίαν διέβησαν τήν νήσον Συκέαν καί ’Άσσον μή παρεάσαντες.

15. Μετά ταύτα άγρυπνία καί μόχθω έκδεδοκότες αύτούς τον λιμένα Βάρεως κατελάβοντο περιχαρώς παρά τών Ιδίων δεχόμενοι, μεθ’ όρέξεως δε τά τής όδοΰ πάντα πάσιν άνήγγειλον. Ένθεν καί πάντες συνέθεον τφ παραδόξφ θεάματι– οί ιερείς τάς ίεράς αύτών στολάς ένδεδυμένοι ήδον αίνοΰντες θεόν καί τον όσιον αύτοΰ θεράποντα, οί λαϊκοί έψαλλον κατά τό αύτών έφικτόν γεραίροντες Χριστόν τον φιλάνθρωπον. Μικράς δε διχονίας ούσης μέσον αύτών, δπη ναός τφ όσίω πατρί γένοιτο, Ήλίας τις, καθηγούμενος μονής τού άγιου Βενεδίκτου, παραλαβών τά άγια λείψανα έν τφ θείω ναφ τοΰ άγιου Βενεδίκτου κατέθηκε, τηροΰντα καλώς διεφύλαττε, μήπως τι τών άδοκήτων συμβή.

16. 'Ο γοΰν έν έκείνιρ τφ καιρφ τυγχάνων άρχιερεύς μαθών τό πραχθεν άπό Κανούσης τής πόλεως ταχύ παραγίνεται καί προσκυνήσας τον άγιον ήθελε τούτον λαβεΐν καί τή μεγάλη τής άρχιεπισκοπίας εκκλησία βάλε i V, και μάλλον μετά δυνάμεως. Ού μικρός δε ταραχής καί πολέμου γινομένου, δύο τινές άπό τού άρχιερέως άνείλοντο. Ό δέ γε πλεΐστος όχλος μεθή ύμνων και ςχσμάτων άραντες τά άγια λείψανα, έξαγάγοντες άπό τής πύλης τού ναού καί τού λιμένος τφ βασιλικφ πραιτορίφ άπήγαγον καταστήσαντες ταΰτα τφ ναφ τού άγιου μάρτυρος Ευστρατίου, όστις και άνεσκάφη μετά τών έκεΐσε έτέρων θείων ναών· και έκεΐ πεφύλακτο, μέχρι καί ό θείος ναός τού οσίου πατρός ήμών και θαυματουργού Νικολάου πεπλήρωτο. Άνεκομίσθη δε ό άγιος άπό τής Λυκίας Μύρων προ καλάνδων άπριλλίφ ήμερων ένδεκα και έν Βάρει κατήντησεν έννάτη Μαίφ ήμέρα.

17. Άλλ’ έπΐ τών τότε γενομένων παρά τού αγίου θαυμάτων τον νούν διεγείρωμεν καί ίδωμεν τά έκ θεού παράδοξα. Άπό τών τής πόλεως τεττάρων μερών ό λαός θέων τή εκκλησία, ήγοντο άρρωστοι έκ διαφόρων άσθενειών συγκρατούμενοι. ’Εξ ών τή αύτή νυκτί καί έπιφωσκούση122 ίάθησαν μέσον άνδρών καί γυναικών και παίδων έπτά καί σαράκοντα. Άφ’ ών εις ήν Άδράλεπτός τις τών έπιφανών τού άστεως Βάρεως καί 'Αρμένιός τις, δς έπιβλαβές είχε τό αριστερόν μέρος, έπιλεπτικοί τρεις, κωφός καί άλαλος έτερος, μονοχεΐρες δύο, λωβοί123 δύο καί έτεροι πλεΐστοι τής ίάσεως έτυχον· ού μήν άλλα καί Πησαΐός τις, διεστραμμένας έχων χεΐρας καί πόδας. Τή δέ τρίτη ήμέρα πολύς όχλος άπό τής περιχώρου έγένοντο, έξ ών μέχρι ώρας τετάρτης ίάθησαν άνδρες έπτά, μέχρι δέ δείλης ετεροι δεκατέσσαρεις. Τή πέμπτη δέ ήμέρα ώφθη έν ύπνοις ό άγιος Μάρκφ τινί μοναχφ λέγων αύτφ άπελθεΐν έν τή Βάρει καί είπεΐν τφ λαφ τού μή άκηδιάσαι ένεκα έμών θαυμάτων, πορεύομαι γάρ προς άΡωμανίαν μή άπολειπόμενος τών ώδε, καί μάρτυς, δν έγώ θεραπεύσω δαιμονιζόμενον προ τής τού ήλιου άνατολής, καθώσπερ καί γέγονε.

Ταΰτα δέ τά μικρά διηγησάμενοι τού άγιου, άδελφοί καί πατέρες, θεάρεστα τρόπαια τφ άτρώτω φύλακι τής πόλεως Βάρεως έγκωμίων στεφάνους συμπλέξωμεν. Χαίροις, θέρμε προστάτα καί τών χριστιανών άντιλήπτωρ. Χαίροις, τοΐς έν κινδυνοΐς124 υπερασπιστής καί τοΐς πλέουσιν όξύτατος βοηθός. Χαίροις, τών έπικαλουμένων σε άρωγος καί τών δυσωπούντων σε έπ’ άγαθφ χορηγός. Χαίροις, ό τών άγγέλων εφάμιλλος και τών θείων ιεραρχών ομότροπος. Χαίροις, ό τών δικαίων όμόσκηνος και ισόρροπος. Χαίροις, τών ορφανών σκεπαστής καί χηρών προμηθευτής. Χαίροις, ό πάλαι μυρίσας τά Μΰρα τών θαυμάτων τοίς άνθεσι καί νΰν την Βάριν κοσμών φεγγοβόλοις τεράτων αύγάσμασι. Χαίροις, ό τών ’Ιταλών χθόνα πλουτήσας τοΐς σοϊς άστροβόλοις πυρσεύμασι καί τών νοσούντων σκοτόμηναν άποσοβών τοΐς τών τεράτων σου λάμψεσι. Χαίροις, ώς τή πίστει θερμώτατος καί τή γνώμη χρηστότατος. Ώς ούν παρρησίαν τη ιερά καί θεία τριάδι εχων, μακάριε, κατευθΰναι ημάς έν άγαθοΐς εργοις εύδόκησον καί τών τού έχθροΰ βελών καί παγίδων άτρωτους τήρησον καί άπήμονας· τών αισθητών δε εχθρών πάσαν ύπερηφανίαν καί άλαζωνείαν καταβάλαι καί τον παρόντα βίον άνεπίβουλον διαπεράσαι καί προς την έκεΐσε όδήγησον μακαριότητα, ένθα πάντων έστίν ευφραινόμενων κατοικία, έν Χριστώ Ίησοΰ τώ κυρίω ημών, ω ή δόξα καί τό κράτος άμα τώ πατρί καί τώ άγίφ πνεύματι νΰν καί άεί καί είς τούς άτελευτήτους αιώνας τών αιώνων, άμήν.

* * *

120

Πλοτήρας Σ.

121

Πλοτήρων Σ.

122

Έπιφασκοΰστι Σ.

123

Λοβοί Σ.

124

Έκκινδύνοις Σ.


Источник: Правило веры и образ кротости... : Образ свт. Николая, архиеп. Мирликийского, в византийс. и славян. агиографии, гимнографии и иконографии / [Сост. и общ. ред.: А.В. Бугаевский]. - Москва : Изд-во Правосл. Св.-Тихонов. богосл. ин-та, 2004. - 517, [1] с., [12] л. ил.

Комментарии для сайта Cackle