Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης

Σύντομη βιογραφία

Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος, ο οποίος δέχθηκε τη μοναχική κουρά στο όρος Σινά και γι’ αυτό ονομάστηκε Σιναΐτης, ήκμασε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, γύρω στο 1330. Όταν ήρθε στο όρος του Άθω και γύρισε τα διάφορα μοναστήρια και ήσυχαστήρια, βρήκε πολλούς να τους κοσμεί η σύνεση και η σεμνότητα του ήθους και να επιμελούνται την πρακτική αρετή μόνο, να είναι όμως τόσο αμύητοι στην φύλαξη του νου, την ακρίβεια της ησυχίας και τη θεωρία, ώστε ούτε το όνομά τους να γνωρίζουν. Μόνο τρεις βρήκε στη σκήτη του Μαγουλά, αντίκρυ στη Μονή Φιλοθέου, τους Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο, που ασχολούνταν λίγο και με τη θεωρία. Κινούμενος λοιπόν από θερμό θείο ζήλο, όχι μονάχα αυτούς που ησύχαζαν μόνοι τους, αλλά και όλους τους κοινοβιάτες, τους δίδασκε περί νήψεως και φυλακής του νου και νοεράς προσευχής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αφού ίδρυσε και τρία μεγάλα μοναστήρια στα Παρόρια της Μακεδονίας και αφού γύρισε πάμπολλους τόπους και επαρχίες, παρακινούσε όλους γενικά με τις θείες διδασκαλίες του στην εργασία της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής, και με αυτήν οδήγησε πολλούς αμαρτωλούς σε μετάνοια και από αναξίους τους ανέδειξε αξίους (πρβλ. Ιερ. 15,19) και έγινε αίτιος να σωθούν. Εκτενέστατο βίο τον συνέγραψε ο αγιότατος πατριάρχης Κάλλιστος, ο οποίος εχρημάτισε και μαθητής του.

Αλλά ο αοίδιμος Γρηγόριος, όπως στη ζωή του ήταν για όλους διδάσκαλος της ιερής νήψεως, έτσι πάλι και μετά θάνατον μας καθοδηγεί σ’ αυτήν με τα παρόντα σνγγράμματά του. Γιατί σ’ αυτά μυσταγωγεί τον πρακτικό τρόπο της νοεράς και καρδιακής προσευχής άριστα και τελειότατα, διδάσκει περί ηθικών αρετών και παθών και διασαφεί ποιά είναι τα σημάδια της πλάνης και ποιά της χάρης. Και γενικά, αυτό το έργο είναι χρησιμότατο, περισσότερο από κάθε άλλο, και για τους αρχαρίους και για τους μέσους και για τους τελείους. Τον πνευματικό πλούτο που κρύβει, πόσο πολύς και πόσο μεγάλος είναι, θα τον βρει όποιος δε θα το μελετήσει σαν πάρεργο· και θα δοκιμάσει πράγματι απερίγραπτη χαρά για την ανεύρεσή του.

137 ωφέλιμα κεφάλαια

Στο πρωτότυπο κείμενο τα κεφάλαια έχουν την ακροστυχίδα : »Λόγοι διάφοροι περί εντολών, δογμάτων, απειλών και επαγγελειών, έτι δε και περί λογισμών και παθών και αρετών, έτι δε και περί ησυχίας και προσευχής, ων η ακροστυχίς ώδε».

Το να είναι κανείς ή να γίνει λογικός όπως ήταν κατά φύση (προπτωτικά) ο άνθρωπος, είναι αδύνατο πριν φτάσει στην καθαρότητα και την αφθαρσία. Γιατί την πρώτη την κυρίευσε η άλογη έξη των αισθήσεων, ενώ την άλλη, η φθορά της σάρκας.

Κατά φύση λογικοί έγιναν μόνον οι Άγιοι με την καθαρότητα. Κανείς από τους σοφούς στα λόγια δεν είχε καθαρό λογικό, επειδή το διέφθειραν από την αρχή με τους λογισμούς. Γιατί το υλικό και φλύαρο πνεύμα της σοφίας του κόσμου τούτου, υποβάλλει λόγους στους πιο μορφωμένους, και λογισμούς στους πιο απλοϊκούς, κι έτσι συνοικεί με αυτούς εμποδίζοντάς τους από την ενυπόστατη σοφία και θεωρία κι από την αμέριστη και ενιαία γνώση.

Να θεωρείς ότι γνώση της αλήθειας είναι κυρίως η αίσθηση της χάρης. Όλες οι άλλες γνώσεις πρέπει να αποκαλούνται αποτελέσματα νοήσεως και αποδείξεις πραγμάτων.

Όσοι δεν πετυχαίνουν να λάβουν τη χάρη, το παθαίνουν από την απιστία και την αμέλειά τους. Κι όσοι πάλι τη λάβουν, το έχουν πετύχει με την πίστη και την επιμέλειά τους. Γιατί με αυτές πάντα προχωρούν εμπρός, ενώ με τις αντίθετες στρέφονται πίσω.

Ο αναίσθητος κατά το νου είναι όμοιος μ’ ένα νεκρό, κι ο τυφλός κατά το νου είναι όμοιος μ’ έναν σωματικά τυφλό. Γιατί στη μία περίπτωση ο άνθρωπος έχει στερηθεί τη δύναμη της ζωής ή την ενέργεια της οράσεως, ενώ στην άλλη, το θείο φως που κάνει το νου να βλέπει και να βλέπεται από το Θεό.

Λίγοι παίρνουν και δύναμη και σοφία μαζί από το Θεό. Η πρώτη παρέχει τη μέθεξη στα θεία αγαθά, ενώ η άλλη τα αποκαλύπτει. Να τα γεύεται δε κανείς και να τα μεταδίδει και στους άλλους, είναι αληθινά κάτι το θεϊκό και πάνω από τον άνθρωπο.

Αληθινό ιερό Βήμα –και πριν από τη μελλουσα ζωή– είναι η καρδιά που έχει απαλλαγεί από λογισμούς και δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος· γιατί όλα σ’ αυτήν τελούνται και λέγονται πνευματικώς. Και εκείνος που δεν απέκτησε αυτό από εδώ, είναι λιθάρι για τις άλλες αρετές, κατάλληλο για την οικοδομή του θείου ναού, όχι όμως ο ίδιος ναός και ιερουργός του Πνεύματος.

Ο άνθρωπος πλάστηκε άφθαρτος χωρίς ζωικούς χυμούς, κι έτσι και θα αναστηθεί. Δεν έγινε όμως άτρεπτος (δηλαδή χωρίς δυνατότητα μεταβολής), μα ούτε πάλι τρεπτός. Απλώς είχε στην έξη της θελήσεώς του τη δύναμη να τραπεί ή όχι. Και η θέληση δεν προξενεί στη φύση την απόλυτη ατρεψία· αυτή θα δοθεί ως βραβείο κατά τη μέλλουσα άτρεπτη θέωση.

Η γένεση της σάρκας συνδέεται με τη φθορά. Η λήψη τροφής, η αποβολή περιττωμάτων, η ανησυχία και ο ύπνος, είναι φυσικές ιδιότητες των θηρίων και των κτηνών. Μ’ αυτές κι εμείς γίναμε όμοιοι με τα κτήνη εξαιτίας της παρακοής, ξεπέσαμε από τα δικά μας θεόσδοτα αγαθά και γίναμε από λογικοί κτηνώδεις, και από θεϊκοί θηριώδεις.

Ο παράδεισος είναι δύο ειδών, αισθητός και νοητός, δηλαδή ο παράδεισος της Εδέμ κι ο παράδεισος της χάρης. Ο παράδεισος της Εδέμ(Γεν. 2, 8–13) είναι τόπος πολύ υψηλός, ως τον τρίτο ουρανό, όπως λένε όσοι διηγούνται γι’ αυτόν, φυτεμένος από το Θεό με κάθε είδος ευωδέστατα φυτά. Και δεν είναι ούτε τελείως άφθαρτος, ούτε εντελώς φθαρτός, αλλά σε μιά κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ώστε να είναι πάντοτε γεμάτος από καρπούς, και να έχει διαρκώς και άνθη και άγουρους και ώριμους καρπούς. Γιατί όταν σαπίζουν τα δένδρα και οι ώριμοι καρποί και πέφτουν στη γη, δε μυρίζουν φθορά και σήψη σαν τα φυτά του κόσμου, αλλά γίνονται ευωδιαστό χώμα. Αυτό γίνεται από την πολλή αφθονία και τον αγιασμό της χάρης που είναι διάχυτη πάντοτε εκεί. Τον παράδεισο διασχίζει ο ποταμός Ωκεανός που έχει διαταχθεί να τον ποτίζει διαρκώς. Αυτός πηγάζει από εκεί, μοιράζεται σε τέσσερις άλλους ποταμούς, και ρέοντας παρασύρει το χώμα και τα πεσμένα φύλλα και τα φέρνει στην περιοχή των Ινδών και Αιθιόπων. Σ’ αυτή την περιοχή ενώνονται οι δύο από τους ποταμούς, ο Φυσών και ο Γεών, και πλημμυρίζουν συχνά τους αγρούς, ώσπου χωρίζονται πάλι και αρδεύουν ο ένας τη Λιβυκή, κι ο άλλος την Αιγυπτιακή γη.

Η κτίση, όπως λένε, δεν κατασκευάστηκε από την αρχή ρευστή, δηλαδή φθαρτή. Ύστερα έγινε, όταν γνώρισε τη φθορά και υποτάχθηκε στη ματαιότητα, κατά τη Γραφή, δηλαδή στον άνθρωπο, όχι βέβαια με τη θέλησή της, αλλά χωρίς αυτή, επειδή έτσι θέλησε Αυτός που την υπέταξε· με την ελπίδα(Ρωμ. 8, 20) όμως της ανακαινίσεως του Αδάμ που έπεσε στη φθορά. Αφού λοιπόν ο Κύριος (με την ανάστασή Του) ανακαίνισε τον άνθρωπο και τον αγίασε -παρόλο που έχει φθαρτό σώμα για την πρόσκαιρη ζωή -, την ανακαίνισε και αυτή, χωρίς να την απαλλάξει ακόμη από τη φθορά. Απαλλαγή της κτίσεως από τη φθορά, άλλοι λένε τη μεταβολή της στο καλύτερο, κι άλλοι την τέλεια παρέλευση των αισθητών. Η Γραφή πάντως συνηθίζει να βεβαιώνει τα δύσκολα ζητήματα με απλότητα και λιτότητα.

Εκείνοι που δέχονται τη χάρη, σαν να έχουν συλλάβει, και εγκυμονούν κατά το πνεύμα, ή αποβάλλουν το θεϊκό σπέρμα με τις πτώσεις τους, ή το στερούνται επειδή χηρεύουν από το Θεό εξαιτίας της επικοινωνίας τους με τον εχθρό που κρύβεται στα ενδόμυχά τους. Η αποβολή της χάρης προέρχεται από την ενέργεια των παθών, ενώ η τέλεια στέρηση, από την διάπραξη των αμαρτημάτων. Έτσι, η ψυχή που αγαπά τα πάθη και τις αμαρτίες, στερείται και αποβάλλει τη χάρη και χηρεύει, οπότε γίνεται κατοικία των παθών, για να μην πω των δαιμόνων, και τώρα και στο μέλλον.

Τίποτε δε στρέφει σε ιλαρότητα και ημερότητα το θυμό, όπως η ανδρεία και η ευσπλαχνία.

Αυτές, σαν πολιορκητικές μηχανές, συντρίβουν η μία τους εξωτερικούς εχθρούς κι η άλλη τους εσωτερικούς.

Πολλοί που εργάζονται τις εντολές, νομίζουν ότι βαδίζουν δεν έχουν όμως φτάσει ακόμη στην πόλη και μένουν απ’ έξω. Και τούτο γιατί ακολούθησαν χωρίς να καταλάβουν τις παρόδους των βασιλικών ίσων δρόμων, δηλαδή τις κακίες που στέκουν δίπλα στις αρετές, κι έτσι πορεύονται άσκοπα. Γιατί οι εντολές δε θέλουν ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη, αλλά σκοπό θεάρεστο, και ζητούν μόνον το θείο θέλημα. Αλλιώς, ο κόπος είναι μάταιος, όταν δηλαδή δεν κάνουν ίσιους τους δρόμους του Κυρίου(Ησ. 40, 3· Μάρκ. 1, 3). Γιατί σε κάθε έργο εξετάζεται ο σκοπός του πράγματος.

Να ζητάς τον Κύριο στην οδό, δηλαδή στην καρδιά σου, με τις εντολές. Γιατί όταν ακούσεις τον Ιωάννη να φωνάζει και να προστάζει όλους να ετοιμάσουν τις οδούς και να κάνουν ίσιους τους δρόμους(Ματθ. 3, 3), να θεωρήσεις ότι εννοεί τις εντολές και τις καρδιές και τις πράξεις. Και είναι αδύνατο να κάνει κανείς ευθεία την οδό των εντολών και ακατάκριτο το έργο του, χωρίς την ευθύτητα της καρδιάς.

Όταν ακούσεις τη Γραφή να κάνει λόγο για «ράβδο και βακτηρία»(Ψαλμ. 22, 4), να θεωρήσεις ότι εννοεί, κατά τον προφητικό λόγο την κρίση και την πρόνοια, ενώ κατά τον ηθικό, την ψαλμωδία και την προσευχή. Γιατί όταν κρινόμαστε από τον Κύριο με την παιδαγωγική ράβδο(Α΄ Κορ. 11, 32), αυτό γίνεται για την επιστροφή μας σ’ Αυτόν· όταν εμείς παιδεύομε με τη ράβδο της ανδρείας ψαλμωδίας τους δαίμονες που εξεγείρονται εναντίον μας, στηριζόμαστε με την προσευχή. Έχοντας λοιπόν τη ράβδο και τη βακτηρία στο χέρι της πράξεως του νου, ας μην πάψομε να παιδεύομε και να παιδευόμαστε, μέχρις ότου βρεθούμε ολότελα κάτω από την πρόνοια του Θεού, ξεφεύγοντας την κρίση, την τωρινή και τη μέλλουσα.

Το χαρακτηριστικό στις εντολές είναι η προτίμηση της περιεκτικής εντολής, δηλαδή της μνήμης του Θεού, που λέει: «Μνημόνευε αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου»(Τωβ. 4, 5). Με αυτή δηλαδή που καταστράφηκαν, με αυτή μπορούν και να τηρηθούν. Γιατί η λησμοσύνη εξαφάνισε εξαρχής τη μνήμη του Θεού και θόλωσε τις εντολές. Κι έτσι έδειξε τον άνθρωπο γυμνό από κάθε αγαθό.

Οι αγωνιστές έρχονται πάλι στο αρχικό αξίωμα με δυο εντολές, την υπακοή και τη νηστεία. Γιατί όλη η κακία μπήκε στο γένος των ανθρώπων από τα αντίθετα αυτών. Όσοι τηρούν τις εντολές με την υπακοή, επιστρέφουν στο Θεό συντομότερα, ενώ όσοι τις τηρούν με τη νηστεία και την προσευχή, αργότερα. Η υπακοή είναι κατάλληλη για τους αρχαρίους, η νηστεία για τους μέσους που έχουν γνώση και ανδρεία. Γιατί το να τηρηθεί ανόθευτη η διά μέσου των εντολών υπακοή στο Θεό, είναι κατορθωτό από πάρα πολύ λίγους και επίπονο ακόμα και γι’ αυτούς τους ανδρείους.

Ο νόμος του ζωοποιού Πνεύματος, κατά τον Απόστολο(Ρωμ. 8, 2), είναι αυτός που ενεργεί και λαλεί μέσα στην καρδιά, όπως και ο νόμος του γράμματος είναι εκείνος που ενεργείται στη σάρκα. Ο πρώτος ελευθερώνει το νου από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, ενώ ο άλλος ανεπαίσθητα τον κάνει φαρισαίο, να πράττει και να νοεί το νόμο σωματικά και να εργάζεται τις εντολές προς το θεαθήναι(Ματθ. 23, 5).

Τη σύνθεση όλων των εντολών, συναρμολογημένη και διαρθρωμένη με τη βοήθεια του Πνεύματος, την παρομοιάζουν με άνθρωπο, τέλειο ή ατελή, ανάλογα με την προκοπή. Τις εντολές τις λένε σώμα, και τις αρετές, ως ιδιότητες ποιοτικές, τις λένε οστά. Τη χάρη τη θεωρούν ψυχή που ζωντανεύει και κινεί και ενεργοποιεί σαν σώμα τις ενέργειες των εντολών. Από την αμέλεια ή την προθυμία του να συμμετάσχει στις μεθηλικιώσεις του Χριστού, αναδεικνύεται ο άνθρωπος νήπιος ή τέλειος, και τώρα και στο μέλλον.

Εκείνος που θέλει να αυξάνει το «σώμα» των εντολών, ας λαχταρά με σπουδή το πνευματικό άδολο γάλα(Α΄ Πέτρ. 2, 2) της μητέρας-χάρης, γιατί από αυτήν γαλουχείται καθένας που θέλει και ζητεί να επιτύχει την εν Χριστώ αύξηση. Για την αύξηση, η θεία σοφία παρέχει τη θέρμη σαν γάλα από τους μαστούς της, ενώ για την κάθαρση δίνει στους τελείους σαν θρεπτικό μέλι τη δική της ευφροσύνη. «Μέλι και γάλα –λέει ο Σολομών– στη γλώσσα σου»(Άσμα 4, 11). Γάλα εννοεί τη θρεπτική και αυξητική δύναμη του Πνεύματος, μέλι την καθαρτική. Κι ο μέγας Απόστολος, υπονοώντας τη διαφορά αυτών των ενεργειών, έλεγε: «Καθώς σε νήπια, σας έδωσα γάλα και όχι στέρεη τροφή»(Α΄ Κορ. 3, 2).

Εκείνος που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει με την ανάγνωση και τη μάθηση, είναι όμοιος μ’ εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά της. Γιατί στους λόγους της αλήθειας μετέχουν μόνο εκείνοι που είναι μέτοχοι της αλήθειας. Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ’ αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής σοφίας που αποδείχθηκε μωρία(Α΄ Κορ. 1, 20). Αυτούς ο Απόστολος τους ονόμασε ψυχικούς, καθώς δεν έχουν το Πνεύμα(Ιούδα 19), κι ας υπερηφανεύονται ότι κατέχουν την αλήθεια.

Όπως τα αισθητά μάτια βλέπουν τα γράμματα και από αυτά παίρνουν τα αισθητά νοήματα, έτσι και ο νους όταν καθαρθεί κι επανέλθει στο αρχικό του αξίωμα, βλέπει στο Θεό και από Αυτόν παίρνει τα θεία νοήματα. Αντί βιβλίο έχει το πνεύμα, κι αντί κονδυλοφόρο έχει τη διάνοια και τη γλώσσα, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Η γλώσσα μου κάλαμος»(Ψαλμ. 44, 2)· αντί μελάνι τέλος, έχει το φως. Βυθίζει λοιπόν τη διάνοια στο φως, και αφού αυτή γίνει φως, γράφει τους πνευματικούς λόγους στις καθαρές καρδιές των ακροατών του. Τότε καταλαβαίνει το νόημα των προφητικών λόγων, πώς δηλαδή οι πιστοί θα διδαχθούν από το Θεό(Ησ. 54, 13· Ιω. 6, 45), και πώς ο Θεός διδάσκει με το πνεύμα τη γνώση στον άνθρωπο(Ψαλμ. 93, 10).

Ως νόμο των εντολών, να θεωρήσεις την άμεση πίστη που εκδηλώνει την ενέργειά της στην καρδιά. Από αυτήν πηγάζει κάθε εντολή και ενεργεί τον φωτισμό των ψυχών. Οι καρποί της αληθινής και ενεργού πίστεως είναι η εγκράτεια και η αγάπη, και σκοπός η θεοδώρητη ταπείνωση, που είναι η αρχή και το στήριγμα της αγάπης.

Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά»· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και θεία.

Προϋπόθεση ορθοδοξίας είναι να δει και να γνωρίσει κανείς από καθαρότητα τα δύο δόγματα της πίστεως, εννοώ την τριάδα και τη δυάδα. Να θεωρεί δηλαδή και να γνωρίζει, χωρίς να συγχέει ή να διαχωρίζει τα πράγματα, την μεν Αγία Τριάδα, Μονάδα κατά τη φύση, τη δε δυάδα των φύσεων του Χριστού, ενωμένη σε μία υπόσταση. Ειδικότερα, να ομολογεί και να γνωρίζει ένα Υιό και πριν τη σάρκωση και μετά από αυτή, ο οποίος δοξάζεται με δύο φύσεις και δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, χωρίς αυτές να συγχέονται.

Πρέπει να ομολογούμε ευσεβώς τη γέννηση, την αγεννησία και την εκπόρευση, τις τρεις αυτές σταθερές και αμετάβλητες ιδιότητες της Παναγίας Τριάδος. Ο Πατέρας δηλαδή είναι αγέννητος και άναρχος, ο Υιός γεννητός και συνάναρχος, και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και μεταδίδεται μέσω του συναϊδίου Υιού, όπως λέει ο Δαμασκηνός.

Θα ήταν αρκετή για τη σωτηρία μας η πίστη που δίνει η χάρη και που γίνεται πράξη μέσω των εντολών με τη βοήθεια του Πνεύματος, αν την είχαμε φυλάξει και δεν προτιμούσαμε τη νεκρή κι ανενέργητη πίστη από αυτή τη ζωντανή, που γίνεται πράξη με την ενίσχυση του Χριστού. Γιατί αρκεί στον πιστό να σχηματιστεί και να ζήσει μέσα του η πίστη που γίνεται πράξη με την ενίσχυση του Χριστού. Η άγνοια όμως δίδαξε τώρα στους ευσεβείς την πίστη των λόγων, τη νεκρή κι αναίσθητη, κι όχι την πίστη της χάρης.

Η Αγία Τριάδα είναι απλή μονάδα, επειδή είναι άποιος –χωρίς ιδιότητες–και ασύνθετη. Είναι Τριάδα, μονάδα κατά τη φύση· γιατί ο Θεός είναι τρισυπόστατος, και η ολική περιχώρηση καθενός Προσώπου στα δύο άλλα γίνεται χωρίς να συγχέονται.

Ο Θεός αναγνωρίζεται και ονομάζεται σ’ όλες τις ενέργειές Του κατά τρόπο τριαδικό· γιατί είναι χωρίς όρια. Είναι Αυτός που συνέχει τα πάντα και προνοεί για τα πάντα, διά του Υιού, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και κανένα από τα τρία Πρόσωπα ούτε λέγεται ούτε νοείται έξω ή χωριστά από τα άλλα, όπου κι αν αναφέρεται με τ’ όνομά Του.

Στον άνθρωπο υπάρχει νους, λόγος και πνεύμα. Και δεν υπάρχει νους χωρίς λόγο, ούτε λόγος χωρίς πνεύμα· και το ένα είναι μέσα στο άλλο, και καθένα χωριστά, γιατί ο νους εκφράζεται με το λόγο, και ο λόγος φανερώνεται με το πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος παρέχει αμυδρή εικόνα της ανώνυμης και αρχέτυπης Τριάδος, και φανερώνει και με αυτό το κατ’ εικόνα.

Σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, οι θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν αληθινά ότι ο Πατέρας είναι Νους, ο Υιός είναι Λόγος, και Πνεύμα είναι το Άγιο πνεύμα. Έτσι δογματίζουν σχετικά με την Αγία Τριάδα που υπερβαίνει κάθε ουσία και φύση και είναι ο ένας Θεός με τρεις Υποστάσεις, και μας παρέδωσαν πίστη αληθινή και άγκυρα ελπίδας. Γιατί το να αναγνωρίζει κανείς ένα Θεό, αυτό κατά τη Γραφή(Σ. Σολ. 15, 3) είναι ρίζα αθανασίας, και το να γνωρίζει κανείς το κράτος της τρισυπόστατης Μονάδας, αυτό είναι πλήρης δικαιοσύνη. Ανάλογα πρέπει να εννοούμε αυτό που λέγεται στο Ευαγγέλιο: «Αυτό είναι η αιώνια ζωή: να γνωρίζουν οι άνθρωποι Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, με τρεις υποστάσεις, κι εκείνον που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό, με δύο φύσεις και δύο θελήσεις»(Ιω. 17, 3).

Οι κολάσεις είναι διαφόρων ειδών, όπως και οι αμοιβές των αιωνίων αγαθών. Κι είναι κάτω από τον άδη, σύμφωνα με τη Γραφή που λέει: «Σε χώρα σκοτεινή και ζοφερή, σε τόπο με αιώνιο σκοταδι»(Ιώβ 10, 21–22), όπου οι αμαρτωλοί κατοικούν και πριν από την κρίση, και με την απόφαση του Κριτή ξαναγυρίζουν σ’ αυτήν. Γιατί το ψαλμικό: «Ας πορευθούν οι αμαρτωλοί στον άδη»(Ψαλμ. 9, 18), και το: «Ο θάνατος θα τους ποιμάνει»(Ψαλμ. 48, 15), τι άλλο σημαίνουν παρά την τελευταία απόφαση και την αιώνια καταδίκη;

Φωτιά και σκοτάδι και σκουλήκι και τάρταρος είναι η γενική ηδυπάθεια και η καθολική σκοτεινή άγνοια και ο γαργαλισμός των ποικίλων σφοδρών επιθυμιών και η ταραχή και η βρωμερή δυσωδία της αμαρτίας. Αυτά, σαν προπληρωμές και προγεύσεις των κολάσεων, ενεργούν στις ψυχές των αμαρτωλών ήδη από εδώ, και γίνονται φανερά από την έξη.

Οι έξεις των παθών είναι προπληρωμές των κολάσεων. Όπως και προπληρωμές της βασιλείας είναι οι ενέργειες των αρετών. Πρέπει να νοούμε και να ονομάζομε τις μεν εντολές, ενέργειες, τις δε αρετές, έξεις. Όπως και οι κακίες κατά προέκταση λέγονται έξεις.

Οι ανταποδόσεις των αμοιβών είναι ίσες, αν και φαίνονται σε πολλούς άνισες. Γιατί σε άλλους η θεία δικαιοσύνη δίνει την αιώνια ζωή, σε άλλους την αιώνια κόλαση. Και οι δύο, αφού περάσουν την παρούσα ζωή καλώς ή κακώς, θα έχουν και τις αμοιβές ανάλογες με τα έργα τους. Το ποσόν ή το ποιόν της μετοχής τους θα είναι ανάλογο με την έξη και την ενέργεια των παθών ή των αρετών.

Λίμνες φωτιάς(Αποκ. 19, 20) είναι οι ψυχές που ζουν με ηδυπάθεια· μέσα σ’ αυτές, η οσμή των παθών, σαν βρωμερός βούρκος, τρέφει το ακοίμητο σκουλήκι της ακολασίας, δηλαδή την αχαλίνωτη όρεξη της σάρκας, και τα φίδια, τους βατράχους και τις βδέλλες των πονηρών επιθυμιών, τους μολυσμένους δηλαδή και φαρμακερούς λογισμούς και δαίμονες. Μια τέτοια κατάσταση έχει πάρει από εδώ τον αρραβώνα της εκεί κολάσεως.

Όπως οι απαρχές των κολάσεων είναι κρυμμένες στις ψυχές των αμαρτωλών, έτσι και οι προπληρωμές των αγαθών ενεργούν και μετέχονται στις καρδιές των δικαίων με τη χάρη του Πνεύματος. Βασιλεία ουρανών είναι η ενάρετη πολιτεία, όπως και κόλαση είναι η έξη των παθών.

Η «νύχτα που έρχεται», σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω. 9, 4), είναι η τέλεια ανενεργησία του μέλλοντος σκότους. Ή, διαφορετικά, είναι ο Αντίχριστος, ο οποίος και είναι και ονομάζεται νύχτα και σκοτάδι. Ή, από ηθικής απόψεως, είναι η καθημερινή αμέλεια, η οποία σαν ασέληνη νύχτα απονεκρώνει την ψυχή με τον ύπνο της αναισθησίας. Γιατί όπως η νύχτα κάνει όλους να κοιμηθούν και είναι εικόνα της νεκρώσεως του θανάτου, έτσι κι η νύχτα του μέλλοντος σκότους κάνει τους αμαρτωλούς νεκρούς και αναίσθητους με τη μέθη των πόνων.

«Κρίση του κόσμου τούτου», κατά τον ευαγγελικό λόγο(Ιω. 3, 19), είναι η απιστία των ασεβών, σύμφωνα με το: «Όποιος δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί»(Ιω. 3, 18). Είναι ακόμη και οι οδυνηρές δοκιμασίες που στέλνονται από τη θεία πρόνοια για τον περιορισμό του κακού ή τη μετάνοια, όπως επίσης και οι ροπές των προθέσεων των ανθρώπων προς το να ενεργήσουν το καλό ή το κακό, σύμφωνα με το ψαλμικό: «Χάθηκαν οι αμαρτωλοί προτού γεννηθούν»(Ψαλμ. 57, 4). Τότε δηλαδή εκδηλώνεται η δίκαιη κρίση του Θεού ανάλογα με την απιστία, την παιδαγωγία και την πράξη κάθε ανθρώπου. Και άλλους τιμωρεί, άλλους ελεεί, και σε άλλους δίνει στεφάνια ή κόλαση. Γιατί οι πρώτοι είναι εντελώς ασεβείς. Oι δεύτεροι είναι πιστοί, αλλά αμελείς, και γι’ αυτό παιδαγωγούνται με φιλανθρωπία. Οι τελευταίοι έγιναν τέλειοι είτε στις αρετές είτε στις κακίες, και θα λάβουν τις ανάλογες αμοιβές.

Αν η ανθρώπινη φύση δε διατηρηθεί αμόλυντη, ή αν δεν καθαρθεί από το Πνεύμα και δε γίνει όπως ήταν εξαρχής, είναι αδύνατο να γίνει ένα σώμα και ένα πνεύμα με το Χριστό, και τώρα και κατά τη μέλλουσα συνάρθρωση των σωζομένων σ’ Αυτόν. Γιατί η δύναμη του Πνεύματος που προκαλεί αυτή τη συνοχή και την ένωση, δε συνηθίζει να συμπληρώνει το νέο χιτώνα της χάρης συρράπτοντας ένα κουρέλι παλιωμένο στα πάθη.

Εκείνος που δέχτηκε δωρεάν από το Πνεύμα την ανακαίνιση και τη φύλαξε, θα λάβει τότε ισότιμα μέρος στη μορφοποίηση των σωζομένων σε σώμα Χριστού, απολαμβάνοντας με τρόπο ανέκφραστο τη θέωση. Γιατί δεν μπορεί τότε να είναι κανείς ένα με το Χριστό ή μέλος του Χριστού, αν δε γίνει μέτοχος της χάρης από εδώ, έχοντας διαμορφώσει το εσωτερικό του με την αλήθεια και τη γνώση, κατά τον Απόστολο(Ρωμ. 2, 20).

Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με θεόφτιαχτη σκηνή, όπως εκείνη του μωσαϊκού νόμου, και θα έχει δύο χωρίσματα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Στην πρώτη σκηνή θα μπουν όσοι είναι ιερείς της χάρης. Στη δεύτερη, που είναι νοητή, θα μπουν μόνον όσοι έφτασαν από εδώ στο γνόφο της θεολογίας και λειτούργησαν τριαδικά –με το νου, το λόγο και το πνεύμα τους– ως ιεράρχες τέλειοι, έχοντας τον Ιησού τελετάρχη και πρώτο Ιεράρχη ενώπιον της Τριάδος, στη σκηνή που έστησε ο ίδιος ο Χριστός, όπου έμπαιναν και δέχονταν πλουσιότερα τις ελλάμψεις Του.

Ο Σωτήρας ονόμασε «πολλές μονές»(Ιω. 14, 2) τις διάφορες αναβάσεις και προόδους της εκεί καταστάσεως. Η θεία βασιλεία είναι βέβαια μία, αλλά έχει πολλές εσωτερικές διαφορές, ώστε να υπάρχουν από ουράνιοι μέχρι γήινοι κατά την αρετή και τη γνώση και κατά το ποσό της θεώσεως. Γιατί άλλη είναι η δόξα του ηλίου και άλλη της σελήνης και άλλη των αστέρων, και το ένα αστέρι διαφέρει στη λάμψη από το άλλο, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 15, 41), αν και όλα λάμπουν στο ίδιο θείο στερέωμα.

Συνόμιλος των Αγγέλων και σχεδόν ασώματος, ως άφθαρτος, γίνεται εκείνος που καθάρισε το νου του με τα δάκρυα, και ανέστησε από εδώ την ψυχή του με τη δύναμη του πνεύματος, και με το λόγο έκανε τη σάρκα του φωτόμορφο και πύρινο άγαλμα θείας ομορφιάς, αυτή που είναι κατά τη φύση ανδριάντας πήλινος. Αφού, βέβαια, αφθαρσία των σωμάτων είναι η αποβολή των ζωικών χυμών και του όγκου.

Το σώμα της αφθαρσίας θα είναι γήινο, χωρίς χυμούς και όγκο, και θα μεταβληθεί με τρόπο άρρητο από ψυχικό σώμα σε πνευματικό, ώστε και χωμάτινο να είναι, αλλά και ουράνιο, ένεκα της λεπτής υφής που θα προέρχεται από την θεία ομοίωση. Δηλαδή, όπως πλάστηκε στην αρχή, τέτοιο θα αναστηθεί, για να γίνει όμοιο με τη μορφή του Υιού(Ρωμ. 8, 29) του ανθρώπου, με την ολοκληρωτική μέθεξη της θεώσεως.

«Γη των πράων»(Ματθ. 5, 5) είναι η βασιλεία των ουρανών· ή, η θεανδρική κατάσταση του Χριστού, στην οποία έχομε φτάσει, ή φτάνομε, λαβαίνοντας την κατά χάρη γέννηση της θείας υιοθεσίας και την ανακαίνιση μέσω της αναστάσεως. Ακόμη, «γη αγία»(Εξ. 3, 5) είναι η ανθρώπινη φύση που έφτασε στη θέωση, ή απλώς στην κάθαρση, ανάλογα με την αξία των αντίστοιχων ανθρώπων. Ή, σύμφωνα με άλλη σκέψη, «γη που θα κληρονομηθεί»(Αρ. 34, 13), είναι για τους πράγματι αγίους η ακύμαντη θεία γαλήνη της υπέρ νουν ειρήνης, όπου θα κατοικήσουν οι δίκαιοι και κανένα από τα όντα δε θα τους ενοχλεί, ούτε θα τους ταράζει.

Γη της επαγγελίας είναι η απάθεια, απ’ όπου αναβλύζει σαν μέλι και γάλα(Εξ. 13, 5) η ευφροσύνη του πνεύματος.

Οι Άγιοι στον μέλλοντα αιώνα θα χρησιμοποιούν μεταξύ τους μυστικά τον ενδιάθετο λόγο, που θα τον ομιλούν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Αν δε μάθομε τι λογής μας έκανε ο Θεός, δε θα καταλάβομε τι λογής μας έκανε η αμαρτία.

Είναι ίσοι κατά την πνευματική ηλικία όσοι έλαβαν από εδώ το πλήρωμα της τελειότητας του Χριστού.

Αντίστοιχες με τα έργα θα είναι και οι αμοιβές. το ποσόν ή το ποιόν, δηλαδή ποιο είναι το μέτρο, θα το δείξει εκεί η τάξη και η κατάσταση καθενός, ανάλογα με τη μετοχή του σ’ αυτές.

Νόες, δηλαδή ισάγγελοι, θα είναι όσοι καταξιωθούν να γίνουν υιοί της αναστάσεως(Λουκ. 20,

36) του Χριστού, δηλαδή οι Άγιοι, με την αφθαρσία και τη θέωση.

Στη μέλλουσα ζωή οι Άγγελοι και οι Άγιοι, καθώς λέγεται, δε θα σταματήσουν ποτέ να προοδεύουν στην πρόσληψη χαρισμάτων, ούτε θα αποκάμουν να επιθυμούν τα αγαθά. Γιατί σ’ εκείνον τον αιώνα δεν υπάρχει ούτε χαλάρωση ούτε μείωση από την αρετή στην κακία.

Σ’ αυτή τη ζωή να θεωρείς τέλειο εκείνον που έλαβε σαν αρραβώνα το να μιμηθεί πνευματικά τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Ενώ τον τέλειο στο μέλλον, θα τον δείχνει η δύναμη της θεώσεως.

Θα έχει την ίδια αξία και την ίδια θέωση με τους ομοειδείς του στη μέλλουσα ζωή εκείνος που γίνεται από εδώ τέλειος στην αρετή κατά τις πνευματικές μεθηλικιώσεις.

Δόξα αληθινή, λένε πώς είναι η γνώση ή η θεωρία του πνεύματος. Ακόμη, πως η ακριβής γνώση των δογμάτων είναι η επίγνωση της αληθινής πίστεως.

Έκπληξη είναι η, μετά την επίγνωση, ολική ανύψωση των ψυχικών δυνάμεων προς τα Πρόσωπα της Θεότητας, τα ενωμένα μέσα σε μεγαλόπρεπη δόξα. Ή διαφορετικά· έκπληξη είναι η καθαρή και ολοκληρωτική ανάταση προς την Άπειρη Δύναμη, το Θεό, που περιβάλλεται φως. Έκσταση είναι όχι μόνον η αρπαγή των ψυχικών δυνάμεων προς τον ουρανό, αλλά και η ολική έξοδος από την ίδια την αίσθηση. Ο διττός έρωτας είναι η μέθη του πνεύματος που κινεί την επιθυμία.

Δύο κυρίως είναι οι εκστατικοί έρωτες του πνεύματος, ο εγκάρδιος και ο εκστατικός. Ο πρώτος είναι αυτών που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του φωτισμού· ο δεύτερος είναι εκείνων που έφτασαν στην τέλεια αγάπη. Και τα δύο είδη απομακρύνουν από την αίσθηση το νου, στον οποίο ενεργούν –αφού θείος έρωτας είναι η μέθη του πνεύματος που φέρνει το φυσικό νου προς τα ανώτερα, με την οποία και η αίσθηση απομακρύνεται από τις σχέσεις των πραγμάτων.

Αρχή και αιτία των λογισμών είναι η μνήμη που ήταν απλή και ενιαία και διαιρέθηκε με την παράβαση του ανθρώπου, με την οποία έχασε τη μνήμη του Θεού και καταστράφηκε με τις ίδιες τις δυνάμεις της αφού έγινε από απλή σύνθετη, κι από ενιαία πολυσχιδής.

Θεραπεία της αρχέγονης μνήμης είναι η επάνοδός της από την πονηρή και ολέθρια μνήμη των λογισμών στην αρχαία απλότητά της. Γιατί η παρακοή δεν έκανε μόνο όργανο της κακίας την απλή μνήμη της ψυχής έναντι του αγαθού, αλλά διέφθειρε και όλες τις δυνάμεις της και άμβλυνε τις φυσικές ορέξεις της ψυχής για την αρετή. Τη μνήμη τη θεραπεύει κυρίως η έμμονη μνήμη του Θεού που παγιώνεται με την προσευχή και η οποία έχει αφήσει την κατά φύση κατάσταση κι έχει συναφθεί στο υπέρ φύση.

Αιτίες των παθών είναι οι αμαρτωλές πράξεις, των λογισμών είναι τα πάθη, και των φαντασιών, οι λογισμοί. Αιτία των εννοιών είναι η μνήμη. Της μνήμης αιτία είναι η λησμοσύνη. Της λησμοσύνης μητέρα είναι η άγνοια. της άγνοιας, η ραθυμία. Τη ραθυμία τη γεννούν οι ορέξεις της επιθυμίας. Μητέρα των ορέξεων είναι η κίνηση προς εκτροπή. Της κινήσεως αιτία είναι η ενέργεια της πράξεως. Πράξη είναι η αλόγιστη επιθυμία κακού και η ευνοϊκή διάθεση προς τα αισθητά και τις αισθήσεις.

Στο λογικό μέρος της ψυχής ανατέλλουν κι ενεργούν οι λογισμοί· στο θυμικό μέρος, τα θηριώδη πάθη· στο επιθυμητικό, η μνήμη της κτηνώδους ορέξεως· στο νοερό μέρος, οι φαντασίες, και στο διανοητικό οι έννοιες.

Η έφοδος των πονηρών λογισμών είναι ρεύμα ποταμού. Με αυτούς γίνεται η προσβολή και στη συνέχεια η συγκατάθεση στην αμαρτία που σαν πλημμύρα με κύματα σκεπάζει την καρδιά.

«Λάσπη του βυθού»(Ψαλμ. 68, 3) να θεωρείς την κάθυγρη ηδονή, ή το βόρβορο της πορνείας, ή ακόμη, το βαρύ φορτίο των υλικών πραγμάτων, από τα οποία βαραίνει ο εμπαθής νους και βουλιάζει με τους λογισμούς του στο βυθό της απογνώσεως.

Λογισμούς πολλές φορές η Γραφή λέει και τους λόγους των πραγμάτων, όπως πάλι και τους λόγους, τους λέει νοήματα και τα νοήματα αντιστρόφως λόγους. Αυτό γίνεται επειδή η κίνηση όλων αυτών είναι, βέβαια, καθ’ εαυτήν άυλη, παίρνει όμως μορφή με τα πράγματα και μετασχηματίζεται· κι έτσι εκείνο που κινήθηκε, από την εμφάνισή του αναγνωρίζεται και λέγεται.

Οι λογισμοί είναι λόγοι των δαιμόνων και πρόδρομοι των παθών, όπως οι λόγοι και τα νοήματα είναι πρόδρομοι των πράξεων. Γιατί είναι αδύνατο να γίνει κάποιο αγαθό ή κακό, αν δεν προσβληθεί πρωτύτερα ο λογισμός· αφού λογισμός είναι αδιαμόρφωτη κίνηση προσβολής οποιωνδήποτε πράξεων.

Η ύλη των πραγμάτων γεννά απαθείς λογισμούς, ενώ η δαιμονική προσβολή δημιουργεί τους πονηρούς λογισμούς. Άρα, όταν συγκρίνονται, παρουσιάζουν διαφορά οι φυσικοί λόγοι και λογισμοί από τους παρά φύση και τους υπέρ φύση.

Οι λόγοι και λογισμοί μπορούν ισοδύναμα να προκαλούν αστραπιαία αλλοίωση στην ψυχή, όταν μεταβάλλονται ευθύς οι φυσικοί σε λογισμούς παρά φύση ή πάλι οι κατά φύση σε υπέρ φύση. Αίτιοι της τροπής του ενός είδους προς άλλο και της δημιουργίας τους είναι, για τους δαιμονικούς λογισμούς, αυτοί που προέρχονται από την ύλη, ενώ για τους υλικούς, οι λογισμοί που προέρχονται από την προσβολή. Όμοια, αίτιοι των θείων λογισμών είναι οι φυσικοί, και οι φυσικοί γεννούν τους υπέρ φύση. Κάθε είδος έχει την αλλοίωσή του προς το συγγενικό είδος ως κινητική αίτια και γέννηση, η οποία διαιρείται κατά τέσσερις τρόπους.

Σημείωσε ότι οι αιτίες προηγούνται από τους λογισμούς, και οι λογισμοί από τις φαντασίες. Οι φαντασίες είναι πριν από τα πάθη, και τα πάθη πριν από τους δαίμονες. Σαν να υπάρχει δηλαδή κάποια σειρά και κάποια τάξη στα άτακτα πνεύματα, για δόλιο σκοπό, όπου το ένα ακολουθεί κι εξαρτάται από το άλλο. Πλην όμως κανένα δεν ενεργεί μόνο του, αλλά ενεργείται από τους δαίμονες. Ούτε η φαντασία ειδωλοποιείται, ούτε το πάθος ενεργεί χωρίς τη λαθραία και κρυφή δαιμονική δύναμη. Γιατί αν κι έχει πέσει από τον ουρανό κι έχει συντριβεί ο σατανάς, ωστόσο είναι δυνατότερος από μας και θρασύνεται εναντίον μας εξαιτίας της ραθυμίας μας.

Οι δαίμονες δίνουν μορφή στο νου μας, ή μάλλον αυτοί παίρνουν ανάλογη μορφή και μας προσβάλλουν σύμφωνα με την έξη του πάθους που επικρατεί και ενεργεί στην ψυχή μας. Γιατί οι δαίμονες έχουν την έξη του πάθους ως αιτία να ειδωλοποιούν τη φαντασία. Μας δείχνουν λοιπόν ποικίλες και πολύμορφες φαντασίες κατά την εγρήγορση και τον ύπνο. Έτσι οι δαίμονες της επιθυμίας μεταμορφώνονται άλλοτε σε χοίρους, άλλοτε σε όνους, άλλοτε σε φλόγινα άλογα, μανιασμένα για το θηλυκό· άλλοτε πάλι σε εβραίους, κι ειδικά οι δαίμονες της ακολασίας. Οι δαίμονες της οργής μεταμορφώνονται άλλοτε σε ειδωλολάτρες, άλλοτε σε λέοντες. Της δειλίας οι δαίμονες μεταμορφώνονται σε Ισραηλίτες· της ακολασίας, σε Ιδουμαίους· της πολυποσίας και της ασωτίας, σε Αγαρηνούς. Της πλεονεξίας πάλι, άλλοτε σε λύκους κι άλλοτε σε λεοπαρδάλεις· της πονηρίας, άλλοτε σε φίδια, άλλοτε σε οχιές, άλλοτε σε αλεπούδες. Της αναίδειας, σε σκύλους, της ακηδίας σε γάτους. Ενίοτε κι οι δαίμονες της πορνείας μεταμορφώνονται σε φίδια, κοράκια ή καρακάξες. Σε πουλιά μεταμορφώνονται οι ψυχικοί δαίμονες και μάλιστα οι εναέριοι. Η φαντασία κατά τρείς τρόπους μεταβάλλει τις μορφές των πνευμάτων, σύμφωνα δηλαδή με τα τρία μέρη της ψυχής, ώστε να χωρίζονται αυτές σε τρία είδη, σε πουλιά, θηρία και κτήνη, που αντιστοιχούν στο επιθυμητικό, το θυμικό και το λογιστικό, τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Οι τρείς άρχοντες των παθών πολεμούν πάντοτε εναντίον των τριών αυτών ψυχικών δυνάμεων. Και ανάλογα με το πάθος που χαρακτηρίζει την ψυχή, παίρνουν τη συγγενική μ’ αυτό μορφή και μας πλησιάζουν.

Οι δαίμονες της ηδονής έρχονται πολλές φορές σαν φωτιά και σαν κάρβουνα. Γιατί τα φιλήδονα πνεύματα πυρώνουν το επιθυμητικό και αφού φέρουν σύγχυση στη διάνοια, σκοτίζουν την ψυχή. Κύρια αιτία της πυρώσεως, της ταραχής και του σκότους είναι η ηδονή των παθών.

Νύχτα των παθών είναι το σκοτάδι της άγνοιας. Ή αλλιώς, νύχτα είναι η κατάσταση που γεννά τα πάθη. Σ’ αυτήν βασιλεύει ο αρχηγός του σκότους μέσα στο οποίο τα πονηρά πνεύματα –που αλληγορικά λέγονται θηρία του αγρού και πουλιά τ’ ουρανού κι ερπετά της γης– ουρλιάζουν και ζητούν να μας αρπάξουν και να μας φάνε.

Κατά τον καιρό της ενέργειας των παθών, άλλοι από τους λογισμούς προηγούνται κι άλλοι ακολουθούν. Oι λογισμοί προηγούνται από τις φαντασίες, ενώ τις φαντασίες ακολουθούν τα πάθη. Τα πάθη προηγούνται από τους δαίμονες, κι οι δαίμονες ακολουθούν τα πάθη.

Αρχή και αιτία των παθών είναι η παράχρηση, η μη ορθή χρήση των πραγμάτων της παραχρήσεως, η εκτροπή· της εκτροπής, η κλίση της θελήσεως. Δοκιμασία της θελήσεως είναι η προσβολή του λογισμού. Η προσβολή προέρχεται από δαίμονες που τους δίνεται η άδεια από την Πρόνοια, για να φανερωθεί η ποιότητα του αυτεξουσίου μας.

Το θανατηφόρο δηλητήριο του κεντριού της αμαρτίας είναι η εμπαθής έξη της ψυχής. Γιατί εκείνος που θεληματικά άφησε τα πάθη να γίνουν σαν ιδιότητές του, είναι αμετακίνητος και αμετάβλητος στον τρόπο της ζωής του.

Τα πάθη λέγονται με πολλούς τρόπους και διαιρούνται σε σωματικά και ψυχικά. Τα σωματικά υποδιαιρούνται σε οδυνηρά και σε αμαρτητικά. Τα οδυνηρά υποδιαιρούνται σε πάθη νόσου και πάθη παιδαγωγίας. Τα ψυχικά πάλι διαιρούνται σε θυμικά, έπιθυμητικά και λογιστικά. Τα λογιστικά υποδιαιρούνται σε φανταστικά και διανοητικά. Από αυτά, άλλα είναι θεληματικά κι οφείλονται στην παράχρηση των πραγμάτων, κι άλλα ακούσια και γίνονται κατ’ ανάγκην, γι’ αυτό και λέγονται αδιάβλητα πάθη, τα οποία και παρακολουθήματα και φυσικά ιδιώματα τα ονόμασαν οι Πατέρες.

Άλλα είναι τα σωματικά πάθη και άλλα τα ψυχικά. Άλλα της επιθυμίας και άλλα του θυμού. Άλλα του λογιστικού και άλλα του νου και της διάνοιας. Επικοινωνουν όμως μεταξύ τους και βοηθούνται. τα σωματικά, με τα πάθη του θυμικού. Επίσης, τα λογιστικά με τα νοερά, και τα νοερά με τα πάθη της διάνοιας και της μνήμης.

Πάθη του θυμού είναι η οργή, η πικρία, η κραυγή, η οξυθυμία, η θρασύτητα, η ματαιοφροσύνη, η αλαζονεία και άλλα. Πάθη της επιθυμίας είναι η πλεονεξία, η ακολασία, η ακράτεια, η απληστία, η φιληδονία, η φιλαργυρία, και το χειρότερο απ΄ όλα, η φιλαυτία. Πάθη της σάρκας είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασωτία, η αδικία, η γαστριμαργία, η ακηδία, ο κομπασμός, η φιλοκοσμία, η φιλοζωία και άλλα. Πάθη του λογιστικού μέρους είναι η απιστία, η βλασφημία, η πονηρία, η πανουργία, η περιέργεια, η διψυχία, η λοιδορία, η καταλαλιά, η κατάκριση, ο εξευτελισμός του άλλου, η ευτραπελία, η υποκρισία, η ψευδολογία, η αισχρολογία, η μωρολογία, η υπουλότητα, η ειρωνεία, η επίδειξη, η ανθρωπαρέσκεια, ο μετεωρισμός, οι επιορκίες, οι αργολογίες και τα λοιπά. Πάθη του νου είναι η οίηση, η έπαρση, η καυχησιολογία, η εριστικότητα, ο φθόνος, η αυταρέσκεια, η αντιλογία, η ανυπακοή, η φαντασία, η φαντασιοπληξία, η επιδεικτικότητα, η φιλοδοξία και τέλος η υπερηφάνεια, η αρχή και το τέλος όλων των κακών. Πάθη της διάνοιας είναι οι ονειροπολήσεις, οι μετεωρισμοί, οι αιχμαλωσίες, ο σκοτισμός, η τύφλωση, οι απομακρύνσεις προς τα άτοπα, οι προσβολές των λογισμών, oι συγκαταθέσεις σ’ αυτούς, οι ροπές στο κακό, οι τροπές, oι παραρριπισμοί (αιφνίδιες εκτροπές) και τα όμοιά τους. Για να πούμε επιγραμματικά, όλα τα παρά φύση κακά βρίσκονται αναμειγμένα με τις τρεις δυναμεις της ψυχής, όπως επίσης και όλα τα αγαθά συνυπάρχουν κατά φύση μ’ αυτές.

Ω, τι υψηλούς λόγους απευθύνει έκπληκτος ο Δαβίδ στο Θεό! Είναι υπερθαύμαστη, λέει, η γνώση Σου για μένα· δεν μπορώ να τη συλλάβω(Ψαλμ. 138, 6), γιατί είναι ισχυρότερη και απλησίαστη, πάνω από τη δική μου αδύνατη γνώση και τη δύναμη που έχω. Σκέπτομαι δηλαδή, πως η σάρκα, ακατανόητη στη σύνθεση της κατασκευής της, είναι και αυτή τριαδική στα είδη της, έχει όμως μία κοινή αρμονία των μελών και των μερών της και έχει τιμηθεί με εβδοματικό δεύτερο αριθμό, πράγμα που κατά τους μαθηματικούς σημαίνει το χρόνο και τη φύση *, ώστε και αυτή, όταν αναλύεται σύμφωνα με τους ενεργείς νόμους της φύσεως, να είναι όργανο για τη δόξα του Θεού, το οποίο φανερώνει στον κόσμο την Τριαδική Μεγαλοπρέπεια.

* Οι Βυζαντινοί, όπως και οι αρχαίοι, συνήθιζαν ν’ αναζητούν μυστικό νόημα σε αριθμούς που τους αντιστοίχιζαν σε διάφορα ονόματα ή πράγματα (πρβλ. την εισαγωγή των 153 κεφαλαίων περί προσευχής, σελ. 219–220, Α’ τόμου Φιλοκαλίας, και το κεφ. 79 α΄εκατοντάδας προς τον Θαλάσσιο του Αγίου Μαξίμου, σελ. 117 Β΄ τόμου). Στο παρών κεφάλαιο δεν είναι σαφές που αντιστοιχίζεται στην σάρκα η »τριαδικότητα» και ο »εβδοματικός δεύτερος αριθμός».

Νόμοι της φύσεως είναι οι ποιοτικές συνθέσεις των μελών που είναι σε ενέργεια, οι οποίες έχουν ονομαστεί και ετερότητες, επειδή είναι υποδιαιρέσεις των αντίστοιχων ιδιοτήτων. Ή διαφορετικά, φυσικός νόμος είναι η δυνατότητα για ενέργεια καθενός είδους και μέλους. Όπως δηλαδή ο Θεός κινεί όλη την κτίση, έτσι και η ψυχή ενεργοποιεί και κινεί κάθε μέλος του σώματος σύμφωνα με την ενέργεια του μέλους. Ας εξετάσομε τώρα για ποιο λόγο οι Θεοφόροι, άλλοτε λένε για το θυμό και την επιθυμία ότι είναι δυνάμεις του σώματος και άλλοτε δυνάμεις της ψυχής. Λέμε λοιπόν ότι δεν παρουσιάζουν καμιά ασυμφωνία οι απόψεις των Αγίων για όσους τις γνωρίζουν καλά, αλλά αληθεύουν και οι δύο, και μόνο αλλάζουν όπως πρέπει τις ονομασίες με πολλή σοφία, γιατί και το σώμα και η ψυχή έχουν έρθει με τρόπο ανέκφραστο στην ύπαρξη προορισμένα να συνυπάρχουν, και η ψυχή είναι τέλεια και ολοκληρωμένη από την αρχή, ενώ το σώμα ατελές, επειδή αυξάνεται με τη θρέψη. Η ψυχή έχει καθεαυτήν, από τη στιγμή που πλάστηκε, και δύναμη επιθυμίας και δύναμη θυμική που της δίνει ανδρεία και την κινεί σε έρωτα, γιατί έχει νου και λογική. Ο άλογος θυμός και η ανόητη επιθυμία δεν είναι στοιχεία που έλαβε κατά τη δημιουργία της, και το ίδιο ισχύει και για το σώμα. Αυτό δηλαδή πλάστηκε άφθαρτο και χωρίς ζωικούς χυμούς, από τους οποίους ήρθε σαν επακόλουθο η επιθυμία και ο θηριώδης θυμός. Μετά την παρακοή όμως, αφού το σώμα έπεσε στη φθορά κι απέκτησε την πυκνή υφή των άλογων ζώων, παρουσιάστηκε σ’ αυτό κατ’ ανάγκην ο θυμός και η επιθυμία. Γι’ αυτό και εναντιώνεται στο θέλημα της ψυχής με το θυμό και την επιθυμία, όταν βέβαια κυριαρχεί. Όταν όμως υποταχθεί το θνητό σώμα στο λογικό, τότε ακολουθεί την ψυχή στην εργασία των αγαθών. Γιατί όταν έγινε ο συμφυρμός και η ανάμιξη των επίκτητων ιδιωμάτων της σάρκας με την ψυχή, τότε ο άνθρωπος έγινε όμοιος με τα κτήνη και υπέκυψε στο νόμο της αμαρτίας για την ανάγκη της φύσεως, και έγινε κτήνος από λογικός που ήταν, και θηρίο από άνθρωπος.

Ο Θεός, όταν με το ζωοποιό εμφύσημά Του δημιούργησε την ψυχή λογική και νοερή, δεν την έκανε να έχει θυμό και επιθυμία κτηνώδη, αλλά της έβαλε δύναμη επιθυμίας και συνάμα ανδρεία να θέλγεται ερωτικά. Έτσι ούτε όταν έπλασε το σώμα, έβαλε σ’ αυτό από την αρχή θυμό και άλογη επιθυμία. Αυτά το σώμα τα προσέλαβε έπειτα, με την παρακοή, που έγινε θνητό και φθαρτό και κτηνώδες. Γιατί, όπως λένε οι Θεολόγοι, το σώμα κτίσθηκε άφθαρτο, τέτοιο όπως και θα αναστηθεί, αν και ήταν επιδεκτικό φθοράς· όπως πάλι η ψυχή πλάσθηκε απαθής. Δέχθηκαν όμως και τα δύο τη φθορά, η ψυχή και το σώμα, και αναμίχθηκαν λόγω του φυσικότατου νόμου της μεταξύ τους περιχωρήσεως και μεταδόσεως. Και η ψυχή πήρε την ποιότητα των παθών, ή μάλλον των δαιμόνων. Το σώμα εξομοιώθηκε με τα άλογα κτήνη από την επίδραση της καταστάσεως στην οποία έπεσε και από την επικράτηση της φθοράς. Και αφού οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος έγιναν ένα, αποτέλεσαν ένα κτήνος, άλογο και ανόητο λόγω του θυμού και της επιθυμίας. Κι έτσι ο άνθρωπος εξισώθηκε με τα κτήνη, όπως λέει η Γραφή(Ψαλμ. 48, 21), κι έγινε όμοιος με αυτά με κάθε τρόπο.

Αρχή και γένεση των αρετών είναι η αγαθή πρόθεση, δηλαδή η έφεση του καλού, όπως και ο Θεός είναι αιτία και πηγή κάθε αγαθού. Αρχή του καλού είναι η πίστη, ή μάλλον ο Χριστός, ο βράχος της πίστεως, τον οποίο έχομε ως αρχή και θεμέλιο όλων των αρετών, όπου στεκόμαστε και επάνω Του οικοδομούμε κάθε αγαθό. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος(Εφ. 2, 20–21) που μας συνδέει με τον εαυτό Του. Είναι ακόμη το πολύτιμο μαργαριταρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο αναζητώντας ο Μοναχός που εισδύει στο βυθό της ησυχίας, πουλά όλα τα θελήματά του με την υπακοή στις εντολές, για να το αποκτήσει από εδώ.

Οι αρετές είναι ισοδύναμες μεταξύ τους και όλες συγκεντρώνονται σε ένα σημείο και απαρτίζουν ένα σύνολο κι ένα είδος αρετής. Και υπάρχουν αρετές και αρετές μεγαλύτερες από άλλες, επειδή περιέχουν και συνέχουν τις περισσότερες ή και όλες, όπως είναι η θεία αγάπη, η ταπείνωση και η υπομονή. Γιατί λέει σχετικά ο Κύριος: Υπομονή εννοώ εκείνη που γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, τη βασίλισσα των αρετών και το θεμέλιο των πνευματικών κατορθωμάτων. Αυτή είναι η ειρήνη στον πόλεμο, η γαλήνη στην τρικυμία, η ακλόνητη θεμελίωση εκείνων που την κατόρθωσαν. Και όποιον με τη χάρη του Ιησού Χριστού την αποκτήσει, ούτε όπλα, ούτε δόρατα, ούτε στρατιές που εξορμούν, ούτε η παράταξη των δαιμόνων, ούτε η σκοτεινή φάλαγγα των εχθρών μπορούν να τον βλάψουν.

Οι αρετές μπορεί να γεννούν η μία την άλλη, πάντως γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής, εκτός από τις θεϊκές αρετές. Αιτία και αρχή των τεσσάρων γενικών και θεϊκών αρετών, δηλαδή της φρονήσεως, της ανδρείας, της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης, από τις οποίες και με τις οποίες αποτελούνται κι oι υπόλοιπες, είναι η πνευματοκίνητη θεία σοφία όσων έφτασαν στη θεολογία, που κινείται στο νου κατά τέσσερις τρόπους. Αυτή δεν ενεργεί και τις τέσσερις συγχρόνως, αλλά καθεμία ιδιαιτέρως στον καιρό της, όπως θέλει. Τη φρόνηση την ενεργεί ως φως, την ανδρεία ως δύναμη σφοδρή και πνοή αεικίνητη, τη σωφροσύνη ως δύναμη που αγιάζει και καθαρίζει, και τη δικαιοσύνη ως δροσιά αγνότητας που ευφραίνει και αναψύχει από τον καύσωνα των παθών. Στον κάθε τέλειο δίνει τέλεια την ενέργεια καθεμιάς από αυτές, όπως προείπα, καθώς αρμόζει κάθε φορά.

Τα έργα της αρετής που γίνονται από δική μας επιμέλεια, δε χαρίζουν τέλεια ευρωστία στην ψυχή, αν οι ίδιες οι αρετές δε φτάσουν ουσιωδώς στην έξη με τη βοήθεια της χάρης. Γιατί καθεμία αρετή έχει το δικό της χάρισμα, τη δική της ενέργεια, ώστε να μπορεί να σύρει εκείνους που την έχουν, και χωρίς να θέλουν, προς τον εαυτό της με την έξη και με τη φύση του αγαθού. Κι όταν αυτό μας δοθεί, διατηρείται στο εξής αναλλοίωτο και σταθερό. Γιατί οι αρετές, σαν ζωντανή ψυχή μέσα στα μέλη τους, έχουν τη χάρη του Πνεύματος για να τις ενεργοποιεί. Γι’ αυτό και χωρίς τη χάρη είναι νεκρός όλος ο όμιλος των αρετών κι όποιοι νομίζουν πως τις απέκτησαν ή τις κατόρθωσαν τελείως, έχουν σκιές μόνο και τύπους του καλού κι όχι το πραγματικό πρότυπο της αλήθειας.

Είναι λοιπόν τέσσερις οι καθολικές αρετές: ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Υπάρχουν και οκτώ καταστάσεις κοντινές σ’ αυτές, ως υπερβολές ή ως ελλείψεις τους, τις οποίες εμείς οι μοναχοί τις λέμε και τις θεωρούμε κακίες, ενώ οι κοσμικοί αρετές. Της ανδρείας, υπερβολή είναι η θρασύτητα και έλλειψη η δειλία. Της φρονήσεως, η πονηρία και η άγνοια. Της σωφροσύνης, η ακολασία και η ηλιθιότητα. Της δικαιοσύνης, η πλεονεξία και η αδικία ή μειονεξία. Γιατί οι αρετές βρίσκονται στο μέσο, κι όχι μόνο οι γενικές και οι φυσικές, οι ανώτερες από κάθε υπερβολή και έλλειψη, αλλά και οι πρακτικές. Και οι αρετές έχουν συνεργό την προαίρεση και την ευθύτητα της γνώμης, ενώ οι άλλες, τη μεταβολή και την οίηση. Για το ότι οι αρετές βρίσκονται στο μέσο της ευθύτητας, μάρτυρας η παροιμία που λέει: «Και κατορθώσεις πάντας άξονας αγαθούς»(Παροιμ.2,9). Όλες λοιπόν οι αρετές σχηματίζονται μέσα στις τρεις δυνάμεις της ψυχής, στις οποίες γεννιούνται και οικοδομούνται, κι έχουν για θεμέλιο της οικοδομής τους τις τέσσερις γενικές αρετές, ή μάλλον το Χριστό· οι φυσικές αρετές για να καθαίρονται με τις πρακτικές, και οι θεϊκές και υπερφυσικές για να παρέχονται από την αγαθότητα του Πνεύματος.

Από τις αρετές, άλλες είναι πρακτικές, άλλες φυσικές και άλλες θεϊκές και δώρα του Πνεύματος. Οι πρακτικές προέρχονται από την προαίρεση, οι φυσικές από τη διάπλαση και οι θεϊκές από τη χάρη.

Όπως η ψυχή μας γεννά τις αρετές, έτσι γεννά και τα πάθη. Τις αρετές σύμφωνα με τη φύση της, τα πάθη, παρά τη φύση της. Η ψυχή δηλαδή, έχει αιτία της γενέσεως του καλού ή του κακού τη ροπή της θελήσεώς της σαν κέντρο προς ακτίνες ή όπως το βαρίδι της ζυγαριάς· σ’ όποια πλευρά γείρει, αυτή παίρνει για συνεργό και ενεργεί. Η πρόθεση του ανθρώπου υπόκειται και στις δύο ενέργειες, επειδή αυτός έχει μέσα του και τις αρετές και τις κακίες. Τις αρετές με τη γένεση, τις κακίες με την αυθαίρετη ροπή της θελήσεως.

Η Γραφή ονομάζει τις αρετές νεάνιδες, εξαιτίας της συνάφειας που τις συνδέει με την ψυχή και τις κάνει να θεωρούνται ένα πνεύμα κι ένα σώμα μ’ αυτή. Γιατί η μορφή της νέας είναι σύμβολο της αγάπης, και το σχήμα των ιερών αυτών παρθένων είναι τεκμήριο αγνείας και καθαρότητας. Είναι συνήθεια της χάρης να αποδίδει στα θεία μορφή σχετική με την ποιότητά τους και να τα μορφοποιεί χωρίς πλάνη ανάλογα με ό,τι συγγενεύουν, γι’ αυτούς που είναι δεκτικοί.

Είναι λοιπόν οκτώ οι αρχηγοί των παθών· τρεις, τα μεγάλα πάθη, γαστριμαργία, φιλαργυρία, κενοδοξία, και πέντε τα ακόλουθά τους, δηλαδή πορνεία, οργή, λύπη, ακηδία και υπερηφάνεια. Και υπάρχει αντιστοιχία με τις αντίπαλες σ’ αυτά αρετές: είναι οι τρεις περιεκτικές αρετές ακτημοσύνη, εγκράτεια και ταπείνωση, και μαζί οι ακόλουθές τους, αγνεία, πραότητα, χαρά, ανδρεία και εξουδένωση –κι έπειτα όλες οι άλλες αρετές. Δεν μπορεί όμως ο καθένας που θέλει, να μάθει και να γνωρίσει τη δύναμη, την ενέργεια και την ιδιαίτερη οσμή καθεμιάς αρετής ή κακίας, αλλά μόνο εκείνος που τις πράττει ή τις «πάσχει» με το έργο και το λόγο και που έλαβε από το Πνεύμα τα χαρίσματα της γνώσεως και της διακρίσεως.

Άλλες αρετές ενεργούν σ’ εμάς, κι άλλες ενεργούνται από εμάς. Ενεργούν σ’ εμάς οι αρετές, ερχόμενες σ’ εμάς όταν πρέπει, και όταν και όσο και όπως θέλουν. Και τις ενεργούμε εμείς, σύμφωνα με την προαίρεσή μας και την ηθική έξη της ικανότητάς μας. Οι αρετές όμως ενεργούν σ’ εμάς ουσιαστικά, ενώ εμείς τις ενεργούμε τυπικά διαμορφώνοντας το ήθος μας –αφού βέβαια όλες οι ενάρετες εργασίες μας είναι τύπος σε σχέση με τα ουράνια αρχέτυπα των αρετών, και από πολύ λίγους μετέχονται κατ’ ουσίαν τα νοητά πριν από την άφθαρτη μέλλουσα απόλαυση. Εδώ ενεργούμε και απολαμβάνομε τους κόπους και τους τύπους των αρετών και όχι τις κυρίως αρετές.

Ιερουργεί το Ευαγγέλιο(Ρωμ. 15,16) με τον τρόπο του Παύλου, εκείνος που μεταλαμβάνει το φωτισμό του Χριστού και μπορεί να τον μεταδώσει ενεργητικά και στους άλλους, ρίχνοντας το λόγο σαν σπόρο θεϊκό στα χωράφια των ψυχών των ακροατών του. Όπως λέει ο ίδιος: «Ο λόγος σας να είναι αρτυμένος με χάρη θείας αγαθότητας, για να μεταδώσει χάρη σ’ όσους τον ακούν με πίστη»(Κολ. 4,6· Εφ. 4,29). Αποκαλώντας πάλι ο Παύλος τους διδασκάλους γεωργούς και τους διδασκομένους γεώργιο(Α΄ Κορ.3,9), δείχνει πολύ σοφά ότι οι πρώτοι οργώνουν και σπέρνουν το θείο λόγο και οι άλλοι είναι γη γόνιμη, εύφορη και πολύκαρπη. Ιερουργία αληθινή είναι όχι μόνο η ενέργεια των θείων, αλλά και η μέθεξη των αγαθών και η μετάδοσή τους στους άλλους.

Είναι ποικίλος ο προφορικός λόγος που λέγεται για διδαχή, και αποκτάται με πολλούς και ποικίλους τρόπους από τέσσερις πηγές: τη μάθηση, την ανάγνωση, την πράξη και τη χάρη. Όπως το νερό, ενώ είναι ένα κατά τη φύση, μεταβάλλεται όμως στην ποιότητα ανάλογα με τη σύσταση της γης απ’ όπου περνά, ώστε να είναι στη γεύση άλλο πικρό, άλλο γλυκό, άλλο αλμυρό και άλλο ξυνό, έτσι και ο λόγος της διδαχής, αφού περάσει μέσα από την ηθική έξη καθενός και αλλοιωθεί ανάλογα, αναγνωρίζεται κατά την ενέργεια και παρέχει ωφέλεια.

Ο λόγος έχει δοθεί για να τον απολαύσει κάθε λογική φύση, όπως προσφέρονται πολλά και διάφορα εδέσματα. Γι’ αυτό η ψυχή αισθάνεται την ηδονή του κατά διαφόρους τρόπους: έχει τον επιστημονικό λόγο σαν παιδαγωγό να τη διαμορφώνει στο ήθος· το λόγο της αναγνώσεως, σαν νερό δροσερό να την τρέφει και να την αναπαύει· το λόγο της πράξεως, σαν τόπο χλοερό να τη δυναμώνει(Ψαλ,. 22,2)· το λόγο της χάρης, σαν ποτήρι με κρασί να τη μεθά(Ψαλμ. 22,5) και να την ευφραίνει, και την ανείπωτη αγαλλίασή της σαν λάδι που κάνει το πρόσωπό της ιλαρό(Ψαλμ. 103,15) και λαμπερό.

Τα παραπάνω η ψυχή δεν τα έχει μόνο μέσα της σαν ζωή, αλλά κι όταν τ’ ακούει και από άλλους ως διδαχή, έτσι τα αισθάνεται, όταν φυσικά προϋπάρχει ανάμεσα στους δύο αγάπη και πίστη. Ο ένας δηλαδή ν’ ακούει με πίστη κι ο άλλος να διδάσκει με αγάπη, παρουσιάζοντας χωρίς έπαρση και φιλοδοξία τους λόγους των αρετών. Τότε και οι δύο δέχονται ως εξής τα τέσσερα είδη του λόγου: το λόγο από τη μάθηση, ως παιδαγωγό· το λόγο της αναγνώσεως ως τροφό· το λόγο από την πράξη, που πηγάζει από τα έσω, ως γλυκύτατο νυμφαγωγό· το λόγο του Πνεύματος, που φωτίζει και ευφραίνει, ως νυμφίο που ενώνεται με την ψυχή. Γιατί η έκφραση «κάθε λόγος που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού»(Ματθ. 4,4) σημαίνει τους λόγους που βγαίνουν διά του Πνεύματος από τα χείλη των Αγίων και είναι η γλυκύτατη ενεργοποιός πνοή του Πνεύματος, που την απολαμβάνουν όχι όλοι, αλλά μόνον οι άξιοι –αφού άλλωστε οι λογικοί έχουν τρυφή τους το λόγο. Εδώ είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ευφραίνονται με πληρότητα από τους λόγους του Πνεύματος, ενώ οι πολλοί γνωρίζουν και μετέχουν μόνο τους τύπους των πνευματικών λόγων με τη μνήμη, χωρίς ακόμη να έχουν γευθεί με αίσθηση ψυχής τον αληθινό άρτο της μέλλουσας ζωής, δηλαδή τον λόγο του Θεού. Γιατί τότε μόνον αυτός θα είναι στη διάθεση των αξίων για να τους γεμίζει με κάθε ηδονή, χωρίς ποτέ να τρώγεται τελείως ή να εξαντλείται ή να θυσιάζεται.

Χωρίς νοερή αίσθηση, είναι αδύνατο να γευθεί κανείς την ηδονή των θείων με πληρότητα. Γιατί όπως εκείνος που άμβλυνε τις σωματικές του αισθήσεις, τις έκανε να μην ενεργούν στα αισθητά, και ούτε βλέπει, ούτε ακούει, ούτε οσφραίνεται, αλλά είναι παράλυτος, ή μάλλον μισοπεθαμένος, έτσι κι εκείνος που νέκρωσε τις φυσικές δυνάμεις της ψυχής του με τα πάθη του, τις έκανε ανίκανες να ενεργούν και να μετέχουν στα μυστήρια του Πνεύματος. Εκείνος δηλαδή που δε βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθάνεται πνευματικώς, είναι νεκρός. Γιατί δε ζει μέσα του ο Χριστός, αλλά και ο ίδιος ούτε κινείται από το Χριστό, ούτε δέχεται τις ενέργειες του Χριστού.

Οι αισθήσεις έχουν ίση, ίδια, για να μην πω και μία, ενέργεια με τις ψυχικές δυνάμεις, και μάλιστα όταν είναι υγιείς. Γιατί οι ψυχικές δυνάμεις ζουν και ενεργούν μέσω των αισθήσεων, και το ζωτικό πνεύμα είναι ενωμένο και με τις δύο. Ο άνθρωπος, τότε είναι ουσιαστικά άρρωστος, όταν έχει τη γενική ασθένεια των παθών και είναι διαρκώς κατάκοιτος στο νοσοκομείο της ραθυμίας. Οι αισθήσεις εποπτεύουν με ευκρίνεια τα αισθητά και οι ψυχικές δυνάμεις τα νοητά, ιδίως όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία σατανική μάχη που να αντιτάσσεται στο νόμο του νου και του πνεύματος(Ρωμ. 7,23). Όταν όμως συναφθούν σε ένα και γίνουν ενιαίες με τη χάρη του Πνεύματος, τότε γνωρίζουν τα θεία και τα ανθρώπινα, πώς είναι στη φύση τους, κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, και θεωρούν τους λόγους αυτών με σαφήνεια, κι εποπτεύουν καθαρά, όσο αυτό είναι δυνατό, τη μία Αιτία των όλων, την Αγία Τριάδα.

Ο ησυχαστής οφείλει πρώτα να έχει σαν θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομεί, αυτές τις πέντε αρετές: σιωπή, εγκράτεια, αγρυπνία, ταπείνωση και υπομονή. Έπειτα, τρεις θεάρεστες εργασίες: ψαλμωδία, προσευχή και ανάγνωση· να έχει και εργόχειρο, αν είναι αδύνατος στα πνευματικά. Γιατί οι παραπάνω αρετές δεν περιέχουν μόνο όλες τις άλλες, αλλά και στερεώνουν η μία την άλλη. Ακόμη, ο ησυχαστής οφείλει να σχολάζει από το πρωί στη μνήμη του Θεού με την προσευχή και την καρδιακή ησυχία. Την πρώτη ώρα να προσεύχεται επίμονα, τη δεύτερη να διαβάζει, την τρίτη να ψάλλει, την τέταρτη να προσεύχεται, την πέμπτη να διαβάζει, την έκτη να ψάλλει, την έβδομη να προσεύχεται, την όγδοη να διαβάζει, την ένατη να ψάλλει, τη δέκατη να τρώει, την ενδέκατη να κοιμάται, αν έχει ανάγκη, και τη δωδέκατη ώρα να ψάλλει τον εσπερινό. Κι αν περνά με τέτοιο καλό τρόπο την ημέρα του, αρέσει στο Θεό.

Πρέπει κανείς σαν μέλισσα να μαζεύει από όλα το πιο χρήσιμο για τις αρετές και έτσι, μετέχοντας λίγο απ’ όλα, να κάνει μεγάλη σύνθεση της εργασίας των αρετών, από τις οποίες θα προμηθεύεται το μέλι της σοφίας για να ευφραίνει τις ψυχές.

Αν θέλεις να περάσεις ευκολότερα το διάστημα της νύχτας, άκουσε. Τρεις τρόπους έχει η αγρυπνία της νύχτας: των αρχαρίων, των μέσων και των τελείων. Ο πρώτος τρόπος είναι, τη μισή νύχτα να κοιμάται κανείς και τη μισή να αγρυπνεί, ή από το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα, ή από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Ο δεύτερος τρόπος είναι, να αγρυπνεί κανείς το βράδυ μία-δύο ώρες, έπειτα να κοιμάται τέσσερις ώρες, και να σηκώνεται στον όρθρο για να ψάλλει και να προσευχηθεί έξι ώρες μέχρι το πρωί. Κατόπιν, να ψάλλει την πρώτη ώρα και να κάθεται να ησυχάζει καθώς προείπαμε. Και ή ν’ ακολουθεί το πρόγραμμα των πνευματικών εργασιών που δώσαμε για τις ώρες της ημέρας, ή να διατηρεί αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής, με την οποία έρχεται η έξη στον αγωνιστή. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι η ολονύκτια στάση και εγρήγορση.

Σχετικά με το φαγητό, νομίζω ότι μία λίτρα ψωμί είναι αρκετή για όποιον αγωνίζεται στην ησυχία. Κι ας πίνει δύο ποτήρια κρασί και τρία νερό. Η τροφή του να είναι λιτή, όχι ό,τι ζητά η επιθυμία της φύσεως, αλλ’ ό,τι οικονομεί η θεία Πρόνοια, και πάλι με εγκράτεια. Άριστη και σύντομη συμβουλή για όσους θέλουν να εφαρμόσουν την ακρίβεια, είναι να τηρούν τις τρεις περιεκτικές εργασίες των αρετών, νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αυτές εγγυώνται την ακλόνητη στήριξη όλων.

Η ησυχία έχει πριν απ’ όλα ανάγκη από πίστη, υπομονή, ελπίδα και αγάπη με όλη την καρδιά και την ισχύ και τη δύναμη. Γιατί εκείνος που πιστεύει, κι αν δεν επιτύχει εδώ το ποθούμενο, από κάποια τυχόν αμέλεια ή από άλλη αιτία, κατά την ώρα όμως του θανάτου του είναι οπωσδήποτε αδύνατο να μην πληροφορηθεί τον καρπό της πίστεως και του αγώνα του και να μη δει την ελευθερία, η οποία είναι ο Ιησούς Χριστός, η απολύτρωση και η σωτηρία των ψυχών, ο Θεάνθρωπος Λόγος. Εκείνος όμως που απιστεί, θα καταδικαστεί οπωσδήποτε κατά την ώρα του θανάτου του, αλλά έχει κι από τώρα καταδικαστεί, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω.3,18). Γιατί, λέει, όποιος δουλεύει στις ηδονές και ζητεί τη δόξα από τους ανθρώπους και όχι από το Θεό(Ιω.5,44), είναι άπιστος, κι ας φαίνεται στα λόγια πιστός. Αυτός εξαπάτησε τον εαυτό του χωρίς να το καταλάβει, και θ’ ακούσει τότε: «Καθώς δε με δέχθηκες στην καρδιά σου, αλλά μου γύρισες περιφρονητικά την πλάτη, θα σε διώξω κι εγώ μακριά μου». Πρέπει ο πιστός να έχει καλές ελπίδες, να πιστεύει την αλήθεια του Θεού, όπως μαρτυρείται σε όλες τις Γραφές, και να ομολογεί την ασθένειά του, για να μην έχει διπλή την καταδίκη και αναπόφευκτη.

Τίποτε άλλο δε δίνει συντριβή στην καρδιά και ταπείνωση στην ψυχή, όσο το να παραμένει κανείς σε μόνωση με γνώση και η σιωπή για όλα τα πράγματα. Και τίποτε άλλο δεν διαφθείρει τόσο την κατάσταση της ησυχίας και δεν αφαιρεί από αυτήν τη θεία δύναμη, όσο τα έξι αυτά περιεκτικά πάθη: παρρησία, γαστριμαργία, πολυλογία, περισπασμός, έπαρση και οίηση, το κυριότερο πάθος. Εκείνος που συνήθισε σ’ αυτά με προθυμία και που μετά την προκοπή του σ’ αυτά σκοτίζεται ακόμη περισσότερο, γίνεται αναίσθητος. Κι αν μεν ανανήψει και ξαναβάλει αρχή με πίστη και προθυμία, θα επιτύχει πάλι αυτό που επιδιώκει, και μάλιστα αν ταπεινώνεται και ζητεί μ’ επιμονή. Αν όμως, εξαιτίας της αμέλειάς του, βασιλέψει μέσα του κάποιο από τα πάθη που προείπαμε, τότε εκστρατεύει εναντίον του όλη η στρατιά των κακών, μαζί με την ολέθρια απιστία, κι ερημώνει την ψυχή που έγινε σαν τη Βαβυλώνα από τις ταραχές και τους θορύβους των δαιμόνων. Κι έτσι η τελευταία κατάσταση αυτού του ανθρώπου γίνεται χειρότερη από την πρώτη(Ματθ. 12,45), ώστε να γίνει οργίλος εχθρός και κατήγορος των άλλων ησυχαστών και ν’ ακονίζει τη γλώσσα του σαν μυτερό δίκοπο μαχαίρι εναντίον τους.

Δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς διαφορετικά τα νερά των παθών, από τα οποία θολώνει και ανακατώνεται η θάλασσα της ησυχίας και πλημμυρίζει την ψυχή, παρά με το ελαφρό πλοίο της περιεκτικής ακτημοσύνης και της εγκράτειας. Γιατί όταν, εξαιτίας της ακράτειας και της φιλοϋλίας, οι χείμαρροι των παθών κατακλύσουν με τα νερά τους τη γη της καρδιάς και φέρουν σ’ αυτήν κάθε βρωμιά και λάσπη λογισμών, τότε προξενούν σύγχυση στο νου, θόλωμα στη διάνοια και βάρος στο σώμα. Και κάνουν την ψυχή και την καρδιά αδιάφορη και σκοτεινή και ναρκωμένη και τη βγάζουν έξω από τη φυσική της έξη και αίσθηση.

Τίποτε άλλο δεν κάνει τόσο πολύ την ψυχή των αγωνιστών άτονη, αδιάφορη και ανόητη, όσο η φιλαυτία, η τροφός των παθών. Όταν η φιλαυτία, αντί για τους κόπους της αρετής, προτιμά τις αναπαύσεις του σώματος και νομίζει πως είναι καλή για το σώμα η γνώμη να μην κοπιάζει κανείς στα έργα θεληματικά, και μάλιστα στους μικρούς κι εύκολους κόπους των εντολών, τότε προξενεί ατονία στην ψυχή για τους αγώνες της ησυχίας και κάνει ισχυρή και ακαταγώνιστη την παράλυση του σώματος στα έργα.

Για όσους είναι ασθενείς στις εντολές και θέλουν να εμέσουν εύκολα το θολερό σκοτισμό των παθών, δεν υπάρχει άλλος τόσο άριστος και πρώτος γιατρός, όσο η αδίστακτη και με πίστη υπακοή σε όλα. Αυτή είναι φάρμακο σύνθετο από πολλές αρετές, που ζωογονεί όσους το πίνουν, και νυστέρι που καθαρίζει με μια τις ουλές των τραυμάτων. Εκείνος λοιπόν που με πίστη και απλότητα διάλεξε πριν απ’ όλα αυτήν να εξασκεί, έκοψε με μια όλα τα πάθη. Και όχι μόνο έφτασε στην ησυχία, αλλά ήδη με την υπακοή την βίωσε με πληρότητα, γιατί βρήκε το Χριστό και έγινε και λέγεται μιμητής και δούλος του Χριστού.

Χωρίς πενθική εργασία και ζωή, είναι αδύνατο να υπομείνει κανείς τον καύσωνα της ησυχίας. Όποιος έχει πένθος και μελετά τα πριν και τα μετά το θάνατο δεινά, πριν αυτά έρθουν, αυτός και υπομονή θα έχει και ταπείνωση, τα δύο θεμέλια της ησυχίας. Όποιος όμως ησυχάζει χωρίς υπομονή και ταπείνωση, έχει πάντοτε την αδιαφορία να συντροφεύει την οίηση. Από αυτές πολλαπλασιάζονται οι αιχμαλωσίες και οι ρεμβασμοί του νου και μας σπρώχνουν στη χαύνωση. Στη συνέχεια η ακράτεια, η θυγατέρα της ραθυμίας, κάνει το σώμα χαύνο και άτονο και σκοτίζει κι απολιθώνει το νου. Τότε και ο Ιησούς κρύβεται, καθώς υπάρχει τόσος όχλος νοημάτων και λογισμών στον τόπο της διάνοιας(Ιω. 5, 13).

Είναι αδύνατο να δοκιμάσουν όλοι με αίσθηση ψυχής το βασανισμό της συνειδήσεως, της τωρινής ή της μέλλουσας ζωής. Αυτό γίνεται αισθητό μόνο σ’ εκείνους ειδικά που στερούνται τη δόξα και την αγάπη, από εδώ ή εκεί. Ο βασανισμός αυτός είναι σαν κάποιος δήμιος φοβερός που τιμωρεί τους ενόχους με ποικίλους τρόπους, και διαρκώς χρησιμοποιεί τυραννικά το ζήλο ή έλεγχο, σαν να τραβάει κοφτερό σπαθί. Αφού λοιπόν έχομε τη συνείδηση, ο λεγόμενος ζήλος ή, από άλλους, φυσικός θυμός, κινείται κατά τρεις τρόπους, προς τους δαίμονες, τη φύση και την ψυχή. Αυτόν μας προστάζουν να τον ακονίζομε σαν κοφτερό σπαθί εναντίον των εχθρών. Αν ο ζήλος αυτός νικήσει και υποτάξει τα δύο στο ένα, την αμαρτία δηλαδή και τη σάρκα στην ψυχή, τότε μεταβάλλεται σε ψηλό βουνό ανδρείας και φτάνει στο Θεό. Αν όμως η ψυχή υποταχθεί στα δύο, τότε ο ζήλος της γίνεται βασανισμός ανελέητος, γιατί υποδουλώθηκε με τη θέλησή της στους εχθρούς. Από εδώ και πέρα η ψυχή διαπράττει τα αίσχιστα, και επειδή έχασε την ενάρετη κατάστασή της, ξέπεσε και χωρίστηκε από το Θεό.

Από όλα τα πάθη, τα κατεξοχήν σκληρά και βαριά είναι δύο, η πορνεία και η ακηδία, τα οποία πιέζουν και παραλύουν την ταλαίπωρη ψυχή. Αυτά τα δύο πάθη έχουν αλληλουχία και αλληλοεξάρτηση, και είναι δυσκολοπολέμητα και αήττητα και τελείως ανίκητα από εμάς. Το πάθος της πορνείας πλεονάζει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, και από τη φύση του αγκαλιάζει αδιαχώριστα την ύλη και των δύο, της ψυχής δηλαδή και του σώματος, κι έχει αναμιγμένη όλη την ηδονή της σε όλα τα μέλη. Η ακηδία κυριαρχεί ψηλά στο ηγεμονικό της ψυχής, δηλαδή στο νου, και περισφίγγει όλη την ψυχή και όλη τη σάρκα σαν κισσός, κάνοντας την ανθρώπινη φύση νωθρή, αδρανή και παράλυτη. Τα δύο αυτά πάθη διώχνονται, αν και χωρίς να νικηθούν τελείως, και πριν από τη μακάρια κατάσταση της απάθειας, όταν η ψυχή ευφραίνεται έχοντας λάβει κατά την προσευχή δύναμη Αγίου Πνεύματος, η οποία της προξενεί άνεση και ισχύ και βαθιά ειρήνη στην καρδιά δια της ησυχίας. Η πορνεία λοιπόν είναι η αρχή, η βασίλισσα, η κυρίαρχος και η συνισταμένη των ηδονών, και η σύντροφός της ραθυμία είναι το ακαταμάχητο άρμα που μεταφέρει τους πολεμάρχους του Φαραώ(Έξ. 14, 7). Από αυτές τις δύο εισχώρησαν για μας τους αθλίους οι αφορμές των παθών στη ζωή.

Αρχή της νοεράς προσευχής είναι η «ενέργεια», δηλαδή η καθαρτική δύναμη του Πνεύματος και η μυστική ιερουργία του νου. Της ησυχίας τώρα, αρχή είναι η κατά Θεόν σχολή, μεσότητα η δύναμη του φωτισμού και η θεωρία, και τέλος η έκσταση και η αρπαγή του νου προς το Θεό.

Η νοερή ενέργεια του νου είναι πνευματική ιερουργία. Σαν αρραβώνας πριν από τη μέλλουσα απόλαυση που ξεπερνάει κάθε νόηση, η ιερουργία αυτή τελείται από το νου, ο οποίος θυσιάζει μυστικά τον Αμνό του Θεού στο θυσιαστήριο της ψυχής και μετέχει σ’ αυτόν. Το να τρώγει κανείς τον Αμνό του Θεού στο νοερό θυσιαστήριο της ψυχής, δεν είναι μόνο να τον νοεί η να μετέχει σ’ Αυτόν, αλλά και να γίνει όμοιος με Αυτόν στη μέλλουσα ζωή. Γιατί εδώ άπολαμβάνομε τους λόγους των μυστηρίων, τα ίδια όμως τα μυστήρια ελπίζομε να τα απολαύσομε εκεί.

Η προσευχή στους αρχαρίους είναι σαν μια φωτιά ευφροσύνης που ξεπηδά από την καρδιά, στους τελείους σαν ενέργεια ευωδιαστού φωτός. Ή ακόμη, η προσευχή είναι κήρυγμα των Αποστόλων, ενέργεια της πίστεως, ή μάλλον πίστη άμεση· αυτή κάνει χειροπιαστά όσα ελπίζομε, είναι έμπρακτη αγάπη, αγγελική κίνηση, δύναμη και έργο και ευφροσύνη των Ασωμάτων, ευαγγέλιο Θεού, βεβαίωση της καρδιάς, ελπίδα σωτηρίας, σημάδι αγνισμού, σύμβολο αγιότητας, επίγνωση του Θεού, φανέρωση και ανανέωση του βαπτίσματος, αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, αγαλλίαση του Ιησού, ευφροσύνη της ψυχής, έλεος Θεού, σημάδι συμφιλιώσεως, σφραγίδα του Χριστού, ακτίνα του νοητού ηλίου, άστρο που φωτίζει τις καρδιές, εδραίωση του Χριστιανισμού, απόδειξη της συμφιλιώσεως του Θεού, χάρη Θεού, σοφία Θεού ή μάλλον η αρχή της αυτοσοφίας, φανέρωση του Θεού, έργο των μοναχών, πολιτεία των ησυχαστών, αφορμή της ησυχίας, τεκμήριο αγγελικής ζωής. Και τι χρειάζεται να λέμε περισσότερα; Προσευχή είναι ο Θεός, ο οποίος ενεργεί τα πάντα σε όλους(Α΄ Κορ. 10, 6), γιατί μία είναι η ενέργεια του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί τα πάντα μέσω του Ιησού Χριστού.

Αν ο Μωυσής δεν έπαιρνε από το Θεό ράβδο εξουσίας, δε θα γινόταν για τον Φαραώ θεός (Έξ.

7, 1), ώστε να τιμωρεί με μάστιγες αυτόν και την Αίγυπτο. Έτσι κι ο νους, αν δεν πάρει στο χέρι του τη δύναμη της προσευχής, είναι αδύνατο να συντρίψει την αμαρτία και τις δαιμονικές δυνάμεις.

Εκείνοι που λένε ή κάνουν κάτι χωρίς ταπείνωση, μοιάζουν σαν να κτίζουν μέσα στο χειμώνα ή χωρίς λάσπη. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που βρίσκουν και μαθαίνουν την ταπείνωση με την πείρα και τη γνώση. Κι εκείνοι που επιχειρούν να την περιγράψουν με λόγια, μοιάζουν μ’ αυτούς που προσπαθούν να μετρήσουν την άβυσσο. Εγώ τώρα ο τυφλός, έχοντας σχηματίσει μία αμυδρή εικόνα γι’ αυτό το μεγάλο φως, τολμώ και λέω. Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία· ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εντούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο Θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος. Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία: ότι είναι πιο αμαρτωλός απ’ όλους, πιο αισχρός απ’ όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο παρά φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σ’ αυτούς. Οφείλει ακόμη να λέει στον εαυτό του: «Πού να ξέρω εγώ ακριβώς τις αμαρτίες των ανθρώπων ποιες και πόσες είναι; Πού να ξέρω αν είναι ίσες ή υπερβαίνουν τις δικές μου; Και αφού, ψυχή μου, δεν ξέρω, είμαι κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους, σαν χώμα και στάχτη κάτω από τα πόδια τους. Και πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου αισχρότερο απ’ όλα τα κτίσματα που βρίσκονται στην κατά φύση κατάσταση όπως δημιουργήθηκαν, ενώ εγώ λόγω των αμέτρητων αμαρτιών μου βρίσκομαι στο παρά φύση; Αλήθεια, και τα θηρία και τα κτήνη είναι πιο καθαρά από μένα τον αμαρτωλό. Και γι’ αυτό είμαι κάτω απ’ όλα, αφού με τις αμαρτίες μου έχω ριχτεί πριν πεθάνω στον άδη και είμαι πεσμένος εκεί. Ποιός δεν αισθάνεται ότι ο αμαρτωλός είναι χειρότερος κι από τους δαίμονες, αφού είναι δούλος και υπήκοός τους κι είναι ήδη από εδώ φυλακισμένος μαζί τους στο σκοτάδι; Πράγματι, χειρότερος κι από τους δαίμονες όποιος κυριεύεται από αυτούς. και γι’ αυτό, ταλαίπωρε, θα κληρονομήσεις μαζί τους την άβυσσο, εσύ που κατοικείς στα καταχθόνια και στον άδη και στην άβυσσο πριν ακόμη πεθάνεις. Πώς εξαπατάς τον εαυτό σου και τον ονομάζεις δίκαιο, αφού με τα κακά σου έργα τον κατάντησες αμαρτωλό και βέβηλο και δαίμονα; Αλοίμονο, πόσο απατάσαι και πλανάσαι, δαιμονολάτρη, σκύλε ακάθαρτε, που γι’ αυτά θα ριχτείς στη φωτιά και στο σκότος.» Πνευματοκίνητη σοφία, σύμφωνα με τους Θεολόγους, είναι η δύναμη της νοεράς και καθαρής και αγγελικής προσευχής. Σημείο της προσευχής αυτής είναι να μην έχει ο νους, καθώς προσεύχεται, κανένα απολύτως σχήμα και να μη βλέπει υλικά μήτε τον εαυτό του μήτε τίποτε άλλο· αλλά συχνά κι οι ίδιες του οι αισθήσεις συστέλλονται εξαιτίας του φωτός εκείνου. Γιατί τότε ο νους γίνεται άυλος και φωτοειδής και ενώνεται κατά τρόπο ανέκφραστο με το Θεό σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17).

Οι τρόποι που δείχνουν και οδηγούν στη θεοδώρητη ταπείνωση είναι εφτά, κι ο καθένας στηρίζει και γεννά τους άλλους. Είναι οι ακόλουθοι: σιωπή, ταπεινοφροσύνη, ταπεινολογία, ταπεινή ενδυμασία, αυτομεμψία, συντριβή, εσχατιά. Η με επίγνωση σιωπή γεννά την ταπεινοφροσύνη. Από την ταπεινοφροσύνη γεννιούνται οι άλλοι τρεις τρόποι της ταπεινώσεως: το να λέει κανείς ταπεινά, το να φορά ταπεινά και ευτελή ρούχα και το να μέμφεται διαρκώς τον εαυτό του. Αυτοί οι τρεις τρόποι γεννούν τη συντριβή που προέρχεται από την παραχώρηση των πειρασμών, την οποία ονομάζουν και οικονομική παιδαγωγία και ταπείνωση που προξενείται από τους δαίμονες. Η συντριβή εύκολα κάνει την ψυχή να βιώνει την «εσχατιά», δηλαδή να είναι κάτω απ’ όλους και έσχατη όλων, αφού την κυριεύουν όλοι. Οι δύο τελευταίοι τρόποι φέρνουν την τέλεια και θεοδώρητη ταπείνωση. Τη δύναμη αυτή την ονομάζουν τελειότητα όλων των αρετών. Και αυτή είναι που αποδίδει στο Θεό τα ενάρετα κατορθώματα. Πρώτα λοιπόν απ’ όλα είναι η σιωπή, από την οποία γεννιέται η ταπεινοφροσύνη. Αυτή γεννά τους επόμενους τρεις τρόπους της ταπεινώσεως. Οι τρεις αυτοί τρόποι γεννούν τη συντριβή. Η συντριβή γεννά τον έβδομο τρόπο της πρώτης ταπεινώσεως, τον κάτω απ’ όλους, τον οποίο και ονομάζουν οικονομική ταπείνωση. Η οικονομική ταπείνωση φέρνει τη θεοδώρητη και τέλεια και ανυπόκριτη και αληθινή ταπείνωση. Η πρώτη ταπείνωση έρχεται έτσι: αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν υποδουλωθεί και δεν κυριευθεί νικημένος από κάθε πάθος και λογισμό και πνεύμα, χωρίς να βρίσκει βοήθεια μήτε από έργα, μήτε από το Θεό ή από ο,τιδήποτε γενικά, έτσι που να φτάσει πιά στην απελπισία και να ταπεινωθεί σε όλα, δεν μπορεί να συντριβεί και να έχει τον εαυτό του κάτω απ’ όλους και έσχατο και δούλο όλων και χειρότερο ακόμη κι από τους δαίμονες, αφού νικιέται κι εξουσιάζεται από αυτούς. Αυτή λοιπόν είναι η οικονομική ταπείνωση που παραχωρεί η Πρόνοια, και μέσω αυτηής δίνεται από το Θεό η δεύτερη, η υψηλή ταπείνωση, η οποία είναι θεία δύναμη που ενεργεί και κάνει τα πάντα. Αυτη κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον εαυτό του πάντοτε όργανο της θείας δυνάμεως και να εργάζεται μ’ αυτήν τα θαυμάσια του Θεού.

Υποστατική πνευματική θεωρία του φωτός, νου χωρίς φαντασίες και μετεωρισμούς, ενέργεια προσευχής αληθινή και αείρρυτη από το βάθος της καρδιάς, ανάσταση και ανάταση ψυχής, θεία έκπληξη, μετεωροπορία από τον κόσμο αυτό, ολική έκσταση της διάνοιας από τις αισθήσεις με την ενέργεια του Πνεύματος, αρπαγή του νου από τις δυνάμεις του, αγγελική κίνηση ψυχής, θεοκίνητη προς τα άπειρα ύψη, αδύνατο να βρει κανείς στη δική μας γενεά, γιατί σ’ εμάς κυριαρχεί η τυραννία των παθών, από τους πολλούς πειρασμούς. Γιατί ο νους έχει την τάση, και μάλιστα στους πιο επιπόλαιους, να τα φαντάζεται αυτά πριν από τον καιρό τους. Κι έτσι αφού χάσει και την κάποια καλή κατάσταση που του δόθηκε από το Θεό, να νεκρωθεί τελείως. Γι’ αυτό πρέπει κανείς, με μεγάλη διάκριση, μήτε να ζητεί πρόωρα όσα είναι άλλου καιρού, μήτε ν’ αφήνει εκείνα που έχει στα χέρια και να φαντάζεται άλλα. Γιατί ο νους έχει εκ φύσεως την τάση να πέφτει εύκολα σε φαντασιοπληξίες σχετικά με τα παραπάνω και να τα πλάθει, χωρίς να τα έχει φτάσει. Υπάρχει λοιπόν φόβος όχι μικρός, μήπως ένας τέτοιος άνθρωπος στερηθεί κι εκείνα που του δόθηκαν ή, συχνά, στην αυταπάτη του, να χάσει και το νου του και να γίνει φανταστής και όχι ησυχαστής.

Χάρη δεν είναι μόνο η πίστη, αλλά και η με θεία ενεργήματα προσευχή. Την πίστη την αληθινή, που έχει μέσα της φανερή τη ζωή του Ιησού, την αποδεικνύει η πίστη που ενεργείται πνευματικά με την αγάπη. Επομένως έχει την αντίθετη πίστη, τη νεκρή και άζωη, εκείνος που δεν τη βλέπει στον εαυτό του να ενεργείται με την αγάπη. Αλλ’ ούτε και πιστός στην κυριολεξία μπορεί να λέγεται εκείνος που πιστεύει στα λόγια μόνο, χωρίς η πίστη του να ενεργείται με τις εντολές ή μέσα στο πνεύμα του. Πρέπει λοιπόν να εκδηλώνει την πίστη του με την προκοπή του στα έργα, ή η πίστη του να ενεργείται, λάμποντας ως φως, με τα έργα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Δείξε μου την πίστη σου με τα έργα σου και εγώ θα σου δείξω τα έργα μου με την πίστη μου»(Ιάκ. 2, 18). Με τα λόγια αυτά δείχνει ότι η πίστη τής χάρης φανερώνεται από τα έργα των εντολών, όπως και οι εντολές ενεργούνται και λάμπουν με την πίστη της χάρης. Γιατί η πίστη είναι ρίζα των εντολών, ή μάλλον πηγή που τις ποτίζει και μεγαλώνουν, και διαιρείται σε δύο μέρη, σε ομολογία και χάρη, αν και είναι φύσει αδιαίρετη.

Η μικρή και μεγάλη και σύντομη κλίμακα για τους υποτακτικούς, έχει πέντε σκαλοπάτια που οδηγούν στην τελειότητα. Πρώτο είναι η αποταγή, δηλαδή η απάρνηση του κόσμου, δεύτερο η υποταγή, τρίτο η υπακοή, τέταρτο η ταπείνωση και πέμπτο η αγάπη, η οποία είναι ο Θεός. Η αποταγή ανεβάζει από τον άδη εκείνον που βρίσκεται πεσμένος εκεί, κι αποδεσμεύει από την ύλη τον υποδουλωμένο σ’ αυτήν. Η υποταγή, βρήκε το Χριστό και τον διακονεί, όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνος που με διακονεί, αυτός με ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και αυτός»(Ιω. 12, 26). Και πού είναι ο Χριστός; Καθισμένος στα δεξιά του Πατέρα. Λοιπόν, όπου είναι ο διακονούμενος, εκεί πρέπει να είναι και ο διάκονος, βάζοντας πρόθυμα τα πόδια του στα σκαλοπάτια για την ανάβαση· ή μάλλον, προτού ανεβεί ο ίδιος με τις προσπάθειές του, έχει ήδη συνανεβεί και συνανεβαίνει με το Χριστό. Η υπακοή τώρα, που ενεργείται με τις εντολές, οικοδομεί την κλίμακα με διάφορες αρετές που τις τοποθετεί σαν σκαλιά για την ανάβαση της ψυχής. Από την υπακοή τέλος, η υψοποιός ταπείνωση παίρνει τον υποτακτικό και, αφού τον φέρει ψηλά στον ουρανό, τον παραδίδει στην βασίλισσα των αρετών, την αγάπη, που τον οδηγεί και τον παρουσιάζει στο Χριστό. Έτσι, με τη σύντομη αυτή κλίμακα, ανεβαίνει εύκολα στον ουρανό εκείνος που υποτάσσεται αληθινά.

Πιο σύντομη διαδρομή προς τα άνω βασίλεια με τη μικρή κλίμακα των αρετών δεν είναι άλλη, όσο η κατάργηση των πέντε παθών των αντιθέτων στην υπακοή· δηλαδή της παρακοής, της αντιλογίας, της αυταρέσκειας, της δικαιολογίας και της ολέθριας οιήσεως. Αυτές είναι μέλη και μερη του αφηνιασμένου δαίμονα που καταπίνει τους νόθους υποτακτικούς και τους παραπέμπει στον δράκοντα άδη, στην άβυσσο. Η παρακοή είναι το στόμα του άδη· η αντιλογία, η γλώσσα του η κοφτερή σαν σπαθί· η αυταρέσκεια είναι τα ακονισμένα δόντια του· η δικαιολογία, ο θώρακάς του· αναπνοή της παμφάγου κοιλιάς του είναι η οίηση που οδηγεί στον άδη. Όποιος νικά με την υπακοή το πρώτο, έκοψε μεμιάς όλα τα άλλα, και με αυτό το ένα σκαλοπάτι ανεβαίνει γρήγορα στους ουρανούς. Τούτο είναι θαύμα όντως ανέκφραστο και άφθαστο, που οικονόμησε ο φιλάνθρωπος Κύριός μας, ώστε με μια αρετή ή μάλλον μ’ ένα πρόσταγμα, να ανεβαίνει ο άνθρωπος αμέσως στους ουρανούς, όπως και με μια παρακοή κατεβήκαμε και κατεβαίνομε στον άδη.

Ο άνθρωπος είναι σαν ένας άλλος, διττός κόσμος που ονομάζεται καινούργιος, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που είπε: «»Οποιος ανήκει στο Χριστό, είναι καινούργια κτίση»(Β΄ Κορ. 5,17). Γιατί με την αρετή ο άνθρωπος γίνεται και ουρανός και γη κι όλα όσα αποτελούν τον κόσμο. Γι’ αυτόν είναι όλος ο λόγος και όλο το μυστήριο, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Αφού λοιπόν η πάλη μας, όπως είπε ο Απόστολος(Εφ. 6,12), δεν είναι με όντα από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και εξουσίες του σκότους αυτού του αιώνα, με τα πονηρά πνευματικά όντα του άρχοντα του αέρα στα επουράνια, είναι επόμενο, εκείνοι που παλεύουν κρυφά εναντίον μας, να κινούνται στον κόσμο των ψυχικών μας δυνάμεων, ο οποίος μοιάζει με το μεγάλο κόσμο της φύσεως.

Γιατί οι τρεις άρχοντες των πονηρών πνευμάτων αντιπαρατάσσονται κι εκστρατεύουν εναντίον των τριών ψυχικών δυνάμεων των αγωνιστών, και σε όποιο σημείο έχει κανείς προκόψει και εργάζεται, εκεί και πολεμείται απ’ αυτούς. ο δράκοντας, ο άρχοντας της αβύσσου, ο οποίος εκδηλώνει την ισχύ του στην οσφύ –την έδρα του επιθυμητικού– και τον ομφαλό, εκστρατεύει κι επιτίθεται εναντίον εκείνων που είναι στραμμένοι στην καρδιά τους. Και μέσω του ενήδονου γίγαντα της λησμοσύνης ακοντίζει σ’ αυτούς τις καυστικές δυνάμεις των πυρωμένων βελών του. Έχοντας την επιθυμία σαν άλλη θάλασσα και άβυσσο, βουτά και έρπει μέσα σ’ αυτήν και την ταράζει και την κάνει ν’ αφρίζει και ν’ αναβράζει.

Και την πυρώνει για συνουσίες και με τους χειμάρρους των ηδονών την πλημμυρίζει, χωρίς να μπορεί να τη γεμίσει, αφού είναι άπληστη. Ο άρχοντας του κόσμου τούτου(Ιω. 12.31), ως αντίπαλος του θυμικού, αντιπαρατάσσεται εναντίον εκείνων που ασκούν την πρακτική αρετή. Εξοπλίζει συνεχώς τις παρατάξεις του και μας πολεμά· και, σαν την πάλη που γίνεται στον κόσμο ή σε θέατρο και στάδιο, κάνει στο θυμικό τα κάθε λογής τεχνάσματα των παθών κατά τη νοερή πάλη, με τη βοήθεια του γίγαντα της ραθυμίας.

Νικά λοιπόν ή νικιέται από εκείνους που με ανδρεία παλεύουν διαρκώς μαζί του, και τους προξενεί

ή το στεφάνωμα ή την ντροπή της ήττας μπροστά στους Αγγέλους. Ο άρχοντας τέλος του αέρα(Εφ. 2,2), επιτίθεται με φαντασίες εναντίον εκείνων που σχολάζουν στη θεωρία με τη διάνοια, γιατί μπορεί να πλησιάζει το λογικό και νοερό μέρος της ψυχής μαζί με τα πονηρά πνεύματα του αέρα. Και με το γίγαντα της άγνοιας αναταράζει και θολώνει, σαν άλλο λογικό ουρανό, τη διάνοια που έγινε ικανή γι’ ανάταση. Παρουσιάζει δηλαδή, για να την εξαπατήσει, τις φανταστικές και ομιχλώδεις μορφές και τους μετασχηματισμούς των πονηρών πνευμάτων σαν αστραπές και βροντές, καταιγίδες και κρότους, και της προξενεί δειλία. Ο καθένας δηλαδή από τους τρεις παλεύει κι επιτίθεται εναντίον ενός από τα τρία μέρη της ψυχής. Και με όποιο είναι αντίπαλος, εναντίον εκείνου αγωνίζεται.

Οι δαίμονες, ήταν κάποτε και αυτοί νόες και ξέπεσαν από εκείνη την αυλία και τη λεπτότητα, γι’ αυτό ο καθένας τους απέκτησε κάποια υλική πυκνότητα, παίρνοντας ανάλογα με την τάξη ή την ενέργεια σωματική μορφή αντίστοιχη της ιδιότητάς του. Γιατί και αυτοί, όπως ο άνθρωπος, αφού έχασαν την αγγελική ηδονή και στερήθηκαν τη θεϊκή απόλαυση, βρέθηκαν να έχουν όπως κι εμείς απόλαυση τα χοϊκά και έγιναν κάπως υλικοί αποκτώντας υλικά πάθη. Δεν πρέπει να θαυμάζομε γι’ αυτό, αφού και η λογική και νοερή ψυχή μας, που κτίσθηκε κατ’ εικόνα Θεού, έγινε κτηνώδης, αναίσθητη και σχεδόν χωρίς νου από τις απολαύσεις των υλικών πραγμάτων και αγνόησε το Θεό.

Γιατί η έξη έχει τη δύναμη να μεταποιεί τη φύση και να μεταβάλλει την ενέργεια σε σχέση με την προαίρεση. Άλλα λοιπόν από τα πνεύματα είναι υλώδη και βαριά και ασυγκράτητα, θυμώδη, εκδικητικά, και ανοίγουν το στόμα σαν θηρία σαρκοφάγα για την υλική ηδονή και απόλαυση· φαίνονται σαν αιμοβόρα σκυλιά να τρώνε όπως οι δαιμονόληπτοι την αγαπητή τους σαπίλα, κι έχουν απόλαυση και κατοικία τους τις παχιές και πληθωρικές σάρκες. Άλλα πάλι πνεύματα είναι ακόλαστα και υγρώδη, σαν βδέλλες και βάτραχοι και φίδια στη λίμνη της επιθυμίας· κάποτε γίνονται και σαν ψάρια που κινούνται μέσα στην αλμυρή ηδονή της ακολασίας, κι αυτή είναι η απόλαυσή τους. Κολυμπούν μέσα στο πέλαγος της πολυποσίας, όντα γλιστερά και πλαδαρά, και χαίρονται με την υγρότητα των αλόγων ηδονών, ξεσηκώνοντας αδιάκοπα στην ψυχή κύματα λογισμών και μολυσμών και τρικυμίες και ανεμοζάλες.

Άλλα τέλος είναι ελαφρά και λεπτά, αφού είναι πνεύματα του αέρα, και φυσομανούν στο θεωρητικό μέρος της ψυχής δημιουργώντας σφοδρούς ανέμους και φαντασίες. Μεταμορφώνονται κάποτε σε πουλιά αλλά και σε αγγέλους και απατούν την ψυχή. Δίνουν μορφή στις μνήμες γνωστών προσώπων. Παραποιούν και μετατρέπουν κάθε πνευματική θεωρία, και μάλιστα σε όσους βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του αγώνα και δεν έφτασαν στην καθαρότητα και την πνευματική διάκριση. Γενικά, δεν υπάρχει κάτι το πνευματικό που να μη μετασχηματίζονται κρυφά σ’ αυτό κατά φαντασία. Γιατί τα πνεύματα αυτά εξοπλίζονται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση και το μέτρο της προκοπής του ανθρώπου και εισχωρούν φέρνοντας πλάνη αντί αλήθεια και φαντασία αντί θεωρία. Σχετική είναι η μαρτυρία της Γραφής που λέει: «Τα θηρία του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα ερπετά της γης»(Ωσ. 2,14) , υπονοώντας φανερά τα πονηρά πνεύματα.

Η εξέγερση των παθών και ο πόλεμος που ξεσηκώνει η σάρκα εναντίον της ψυχής, γίνεται μέσα μας κατά πέντε τρόπους. Άλλοτε η σάρκα κάνει μη ορθή χρήση των πραγμάτων· άλλοτε θέλει να ενεργεί τα παρά φύση· άλλοτε οπλίζεται από τους δαίμονες εναντίον της ψυχής, γιατί ευχαρίστως διατηρεί φιλία μαζί τους· κάποτε όμως και από μόνη της η ψυχή ατακτεί, καθώς έχει πια τα πάθη σαν ιδιότητές της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, αντιμετωπίζομε και πόλεμο από φθόνο των δαιμόνων, όταν αυτοί, έχοντας αποτύχει σ’ όλα τα προηγούμενα, μας επιτίθενται κατά παραχώρηση Θεού, για να ταπεινωθούμε.

Οι κύριες αιτίες του πολέμου, οι οποίες μας έρχονται από παντού και μέσω των πάντων, είναι τρεις: η έξη, η μη ορθή χρήση των πραγμάτων και ο φθόνος και πόλεμος των δαιμόνων κατά παραχώρηση του Θεού. Όπως η σάρκα εξεγείρεται ή επιθυμεί εναντίον της ψυχής και η ψυχή εναντίον τής σάρκας(Γαλ.5,17), κατά τον ίδιο τρόπο η έξη και η ενέργεια δημιουργούν τον πόλεμο των σαρκικών παθών κατά της ψυχής και των αρετών της ψυχής κατά της σάρκας. Ενίοτε και αυτός ο εχθρός, όλο θράσος, μάχεται εναντίον μας απερίσκεπτα και αναίτια, ως αναιδής που είναι. Μην επιτρέψεις λοιπόν, αγαπητέ, στην αιμοχαρή βδέλλα να σου ρουφά το αίμα από τις αρτηρίες, και δε θά μπορέσει ποτέ να εμέσει αίμα. Μήτε να χορταίνεις με χώμα το φίδι και τον δράκοντα, και θα καταπατήσεις εύκολα την αυθάδεια του λιονταριού και του δράκοντα(Ψαλ. 90,13). Στέναξε μέχρις ότου γυμνωθείς από τα πάθη και φορέσεις την ουράνια κατοικία(Β΄ Κορ. 5,2) και τη μορφή τού Ιησού Χριστού που σε έπλασε κατ’ εικόνα Του.

Εκείνοι που είναι μόνο σάρκες και προσηλωμένοι στη φιλαυτία, είναι κατεξοχήν υποδουλωμένοι παντοτινά στην ηδονή και την κενοδοξία κι έχουν μέσα τους ριζωμένο το φθόνο. Καθώς λιώνουν από το φθόνο και βλέπουν με πίκρα την ευτυχία του πλησίον τους, διαβάλλουν τα καλά ως κακά και ότι είναι προϊόντα της πλάνης, και ούτε τα πνευματικά δέχονται ή πιστεύουν, ούτε μπορούν να δουν ή να γνωρίσουν το Θεό από την ολιγοπιστία τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά την τύφλωση και την ολιγοπιστία τους, δικαιολογημένα θ’ ακούσουν εκεί το: «Δε σας γνωρίζω»(Ματθ. 25,12). Γιατί ο πιστός που ερωτά, πρέπει ή να πιστεύει όταν ακούει εκείνα που δε γνωρίζει, ή να μαθαίνει εκείνα που πιστεύει, ή να διδάσκει εκείνα που έμαθε κι έτσι να πολλαπλασιάζει χωρίς φθόνο το τάλαντο σ’ όσους το δέχονται με πίστη. Αν όμως απιστεί σ’ εκείνα που δεν ξέρει και εξευτελίζει εκείνα που δε γνώρισε και διδάσκει εκείνα που δεν έμαθε, από φθόνο προς εκείνους που τα διδάσκουν με πρακτική πείρα, θα επιτιμηθεί οπωσδήποτε και θα συγκαταριθμηθεί μ’ εκείνους που έχουν μέσα τους «χολή πικρίας»(Πράξ. 8,23).

Ρήτορας είναι, κατά τους αληθινά σοφούς, εκείνος που με τη γενική επιστήμη περιλαμβάνει με συντομία όλα τα όντα και, σαν ένα σώμα, και τα διαιρεί και τα συνενώνει, αποδεικνύοντας τα ομοδύναμα και κατά την ετερότητα και κατά την ταυτότητα. Ή εκείνος που αληθινά λέγεται αποδεικτικός. Ή πάλι, ρήτορας είναι κυρίως ο πνευματικός, αυτός που τις διαιρεμένες πέντε γενικές ιδιότητες των όντων, τις οποίες συνένωσε ο ενανθρωπήσας Λόγος, τις διαιρεί και τις συνενώνει περιλαμβάνοντας το σύνολο με έναν περιληπτικό λόγο, σαν ρήτορας. και δεν τ’ αποδεικνύει αυτό σε άλλους μόνο με ξερές αποδείξεις όπως οι εκτός του χριστιανισμού ρήτορες, αλλά μπορεί από τις θεωρίες που του εμφανίζονται πνευματικά μέσα στα όντα να φωτίζει και άλλους. Αληθινός φιλόσοφος είναι εκείνος που γνωρίζει από τα όντα την Αιτία των όντων ή που γνωρίζει τα όντα από την Αιτία τους, αφού έφτασε στην υπέρνοη ένωση με το Θεό και στην άμεση πίστη και δεν έμαθε μόνο, αλλά και έπαθε τα θεία. Ή, πάλι, φιλόσοφος είναι κυρίως ο νους που έγινε και πολιτεύεται σαν πρακτικός και θεωρητικός.

Τέλειος φιλόσοφος είναι ο νους που κατόρθωσε την ηθική και φυσική και θεολογική φιλοσοφία, ή μάλλον φιλοθεΐα, αυτός δηλαδή που διδάχθηκε από το Θεό τις πράξεις της ηθικής φιλοσοφίας, τους λόγους της φυσικής και τη θεωρία και την ακρίβεια των δογμάτων της θεολογικής. «Ή πάλι, θείος ρήτορας στα θεία είναι εκείνος που ξεχωρίζει τα κυρίως όντα από τα όντα ή τα μή όντα, και δείχνει τους λόγους των πρώτων από αυτά, και σε αυτά πάλι θεωρεί τους λόγους εκείνων, κυριαρχούμενος τελείως από το Πνεύμα του Θεού. Ακόμη, συγκρίνει τον αισθητό και ορατό κόσμο με τον νοητό και αόρατο και αντίστροφα, συμπεραίνοντας ότι ο ορατός είναι εικόνα του αοράτου και ο αόρατος αρχέτυπο του ορατού. Γιατί, όπως λένε, στα ατύπωτα προτάσσονται οι τύποι, και τα σχήματα στα ασχημάτιστα.

Έτσι, καθώς ο ορατός και ο αόρατος κόσμος φανερώνονται πνευματικά ο ένας μέσω του άλλου, βλέπει καθαρά τον ένα στον άλλο και τον κάνει φανερό με το λόγο της αλήθειας. Όχι πως πλάθει την σαν ήλιο λαμπερή γνώση της αλήθειας με αναγωγικούς ή αλληγορικούς λόγους, αλλά με πνευματική επιστήμη και δύναμη διατρανώνει τους αληθινούς λόγους και των δύο κόσμων και τους αποδεικνύει με πολλή έμφαση, ότι ο ορατός κόσμος είναι παιδαγωγός μας, ενώ ο αόρατος αιώνια θεία κατοικία που έγινε ολοφάνερα για μας. Φιλόσοφος θείος είναι εκείνος που μέσω της πράξεως και της θεωρίας ενώθηκε κατά τρόπο άμεσο με το Θεό και έγινε και λέγεται φίλος του Θεού, καθώς επεδίωξε και αγάπησε την πρώτη και δημιουργική και αληθινή σοφία περισσότερο από κάθε άλλη φιλία και σοφία και γνώση.

Φιλόλογος τώρα κι όχι καθαυτό φιλόσοφος (αν και η δόξα σφετερίστηκε κρυφά το όνομα της φιλοσοφίας, όπως λέει ο μέγας Γρηγόριος), είναι εκείνος που αγαπά και ερευνά τη σοφία της δημιουργίας του Θεού ως το έσχατο απήχημά της, δεν ασκεί όμως επιδεικτικά τη φιλοσοφία αυτή για έπαινο και ανθρώπινη δόξα, για να είναι όχι φιλόϋλος, αλλά φιλόσοφος της σοφίας του Θεού για τη φύση. Γραμματέας που μαθήτευσε στη βασιλεία του Θεού(Ματθ. 13, 52), είναι καθένας που με την πράξη σχολάζει στη θεωρία του Θεού και παραμένει καρτερικά στην ησυχία· αυτός βγάζει από το θησαυρό της καρδιάς του διδάγματα καινούργια και παλαιά, δηλαδή ευαγγελικά και προφητικά, ή από Καινή και Παλαιά Διαθήκη, ή διδασκαλικά και πρακτικά, ή νομικά και αποστολικά. Αυτά είναι τα καινούργια και τα παλαιά μυστήρια, τα οποία ο πρακτικός γραμματέας φανερώνει, όταν μαθητεύσει στη θεάρεστη ζωή. Γραμματέας, για να συνοψίσομε, είναι κάθε πρακτικός που ασχολείται ακόμη με τις πράξεις σωματικώς. Ρήτορας θείος είναι εκείνος που στέκεται κατά φύση ανάμεσα στις γνώσεις και τους λόγους των όντων και τα αποδεικνύει όλα, φωτιζόμενος από το Πνεύμα, με τη διαιρετική δύναμη του λόγου. Φιλόσοφος αληθινός είναι εκείνος που αισθάνεται μέσα του την υπερφυσική ένωση με το Θεό, με τρόπο συνειδητό και άμεσο.

Εκείνοι που γράφουν και μιλούν και θέλουν να οικοδομούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, χωρίς να έχουν το Πνεύμα, είναι ψυχικοί και χωρίς Πνεύμα, όπως λέει κάπου ο θείος Απόστολος(Ιούδα 19). Και είναι υπόδικοι στην κατάρα που λέει: «Αλοίμονο σ’ αυτούς που είναι συνετοί κατά τη γνώμη τους και θεωρούν τους εαυτούς των επιστήμονες»(Ησ. 5,21). Γιατί αυτοί μιλούν από τον εαυτό τους και δεν είναι το Πνεύμα του Θεού αυτό που μιλά μέσα τους, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ματθ. 10, 20). Και όσοι μιλούν από τους δικούς τους λογισμούς πριν φτάσουν στην καθαρότητα, έχουν πλανηθεί από το πνεύμα της οιήσεως. Γι’ αυτούς λέει ο σοφός Σολομών: «Είδα άνθρωπο να φαντάζεται ότι είναι σοφός, αλλά περισσότερο άξιζε ο ανόητος»(Παροιμ. 26,12)· ο ίδιος πάλι μας παραγγέλλει: «Μην έχετε την πεποίθηση ότι είστε φρόνιμοι»(Παροιμ. 3,7). Αλλά και αυτός ο πλήρης Πνεύματος θείος Απόστολος ομολογεί και λέει: «Δεν είμαστε ικανοί από μόνοι μας· η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό»(Β΄ Κορ. 3,5), και: «Ως απεσταλμένοι του Θεού, μιλούμε ενώπιον του Θεού με τη χάρη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 2,17). Οι λόγοι των ανθρώπων που αναφέραμε, είναι άνοστοι και αφώτιστοι. Γιατί δε μιλούν αντλώντας από τη ζωντανή πηγή του Πνεύματος, αλλά τρέφονται από την καρδιά τους σαν από βορβορώδη λίμνη γεμάτη βδέλλες και φίδια και βατράχια επιθυμιών, επάρσεως και ακράτειας. Το νερό της γνώσεώς τους είναι δύσοσμο, θολό και χλιαρό, κι όποιοι πίνουν από αυτό, παθαίνουν καχεξία και αηδία και εμετούς.

Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε, όπως λέει ο θείος Απόστολος, σώμα Χριστού και επιμέρους μέλη(Α΄ Κορ.12,27). Και αλλού λέει: «Αποτελείτε όλοι ένα σώμα κι ένα πνεύμα, σύμφωνα με τη μία κλήση σας»(Εφ. 4,4). Όπως λοιπόν το σώμα χωρίς το πνεύμα του είναι νεκρό και αναίσθητο, έτσι εκείνος που νεκρώθηκε από τα πάθη εξαιτίας της παραμελήσεως των εντολών μετά το βάπτισμα, γίνεται ανενέργητος και αφώτιστος από το Άγιο Πνεύμα και από τη χάρη του Χριστού. Έχει βέβαια το Πνεύμα, αφού πίστεψε και αναγεννήθηκε με το βάπτισμα. Το έχει όμως ανενέργητο και ακίνητο γιατί είναι ψυχικά νεκρός. Η ψυχή είναι μία και τα μέλη του σώματος πολλά, όλα ωστόσο τα κρατεί και τα ζωοποιεί η ψυχή, η οποία και κινεί όσα είναι δεκτικά ζωής· όσα όμως νεκρώθηκαν κι έμειναν ακίνητα από κάποια ασθένεια που πέρασαν, η ψυχή τα συγκρατεί, πλην άζωα και αναίσθητα. Έτσι και σε όλα γενικά τα μέλη του Χριστού υπάρχει όλο το Πνεύμα του Χριστού, που δίνει ενέργεια και ζωή σε όσα μπορούν να μετέχουν στη ζωή, αλλά κι εκείνα που δεν μπορούν κι είναι ασθενικά, τα συγκρατεί σαν μέλη από φιλανθρωπία. Γι’ αυτό και κάθε πιστός μετέχει μέσω της πίστεως στην υιοθεσία του Πνεύματος, μπορεί όμως να μείνει ανενέργητος και αφώτιστος εξαιτίας της αμέλειας και της απιστίας, στερούμενος το φως και τη ζωή του Ιησού. Έτσι, κάθε πιστός είναι μέλος Χριστού και έχει Πνεύμα Χριστού, μπορεί όμως να είναι ανενέργητος και ακίνητος και ακατάλληλος για τη μετοχή στη χάρη.

Οι οκτώ γενικές θεωρίες είναι οι εξής: Πρώτη, η θεωρία περί του Θεού που είναι πάνω από κάθε σχήμα, άναρχος, άκτιστος και αίτιος των όλων, δηλαδή περί της μιάς τριαδικής και υπερούσιας Θεότητας. Δεύτερη, η θεωρία της θέσεως και διατάξεως των νοερών δυνάμεων. Τρίτη, της δημιουργίας των όντων. Τέταρτη, της οικονομίας και συγκαταβάσεως του Λόγου. Πέμπτη, της αναστάσεως όλων των νεκρών. Έκτη, της φοβερής δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Έβδομη, της αιώνιας κολάσεως. Όγδοη, της βασιλείας των ουρανών. Οι τέσσερις πρώτες αναφέρονται σε παρελθόντα και γεγονότα, οι άλλες τέσσερις στα μέλλοντα και αφανέρωτα ακόμη. Και όλες θεωρούνται με διαύγεια και κατορθώνονται από εκείνους που απέκτησαν με τη χάρη μεγάλη καθαρότητα του νου. Όποιος τις επιχειρεί χωρίς το θείο φωτισμό, να ξέρει ότι σχηματίζει στο νου του φαντασίες και όχι θεωρίες, που τις πλάθει και τις προβάλλει με τη φαντασία του.

Τώρα είναι ανάγκη να μιλήσομε κατά δύναμη και περί πλάνης, γιατί εξαιτίας των πολλών τεχνασμάτων και τρόπων που χρησιμοποιεί στις ενέδρες της είναι δύσκολο να τη διακρίνεις και σχεδόν αδύνατο να την καταλάβεις. Η πλάνη λοιπόν με δύο τρόπους φανερώνεται ή μάλλον έρχεται κατεπάνω μας, με τη φαντασία ή με την ενέργεια, αν και οι δύο αυτές μορφές έχουν την ίδια αιτία, την υπερηφάνεια. Η πρώτη είναι αρχή της δεύτερης, η δεύτερη αρχή της τρίτης που δημιουργείται από έκσταση.

Γιατί αρχή της θεωρίας με τη φαντασία είναι η οίηση, η οποία κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται το Θεό με κάποιο σχήμα, κι από αυτό ακολουθεί η πλάνη της φαντασίας προς εξαπάτηση· από την πλάνη γεννιέται η βλασφημία και στη συνέχεια η δειλία λόγω των αλλόκοτων οραμάτων κατά την εγρήγορση ή τον ύπνο, πράγμα που ονομάζεται τρόμος και ταραχή της ψυχής. Την υπερηφάνεια δηλαδή την ακολουθεί η πλάνη, την πλάνη η βλασφημία, τη βλασφημία η δειλία, τη δειλία ο τρόμος, τον τρόμο η έκσταση των φρενών. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος της πλάνης της φαντασίας.

Ο δεύτερος τρόπος, της κατ’ ενέργειαν πλάνης, είναι ο εξής. Αρχίζει από την ηδυπάθεια, η οποία γεννιέται από τη φυσική δήθεν επιθυμία. Από την ηδονή δηλαδή γεννιέται η ακολασία των ακατονόμαστων ακαθαρσιών.

Αφού αυτή πυρώσει όλη τη φύση του ανθρώπου και θολώσει το λογικό με φαντασίες συνουσιασμών, φέρνει το νου σε έκσταση και με τη μέθη από την ενέργεια της πυρώσεως τον οδηγεί σε παραλογισμό και τον κάνει να λέει ψευδοπροφητείες βλέποντας τάχα οράματα από κάποιους Αγίους και ακούγοντας λόγους τους, τους οποίους φανερώνει αυτός, μεθυσμένος από τη ζάλη του πάθους και με συμπεριφορά έξαλλη και δαιμονική. Τους ανθρώπους αυτούς οι κοσμικοί, ξεγελασμένοι από την πλάνη τους, τους ονομάζουν ψυχάρια (ψυχούλες). Συχνάζουν δε και παραμένουν σε ναούς κάποιων Αγίων, πιστεύοντας ότι τους κατέχει το πνεύμα τους και από αυτούς τάχα ενεργούνται και βασανίζονται, και όσα δέχονται απ’ αυτούς, τ’ αναγγέλλουν στους ανθρώπους. Αυτούς πρέπει κυρίως να τους ονομάζουν δαιμονισμένους και εξαπατημένους και υποδουλωμένους στην πλάνη, και όχι προφήτες που προλέγουν τα παρόντα και τα μέλλοντα.

Γιατί ο ίδιος ο δαίμονας της ακολασίας, αφού σκότισε το νου τους με την ενήδονη πύρωση, τους οδηγεί σε έκσταση φρενών, δείχνοντάς τους κατά φαντασίαν κάποιους Αγίους και ανάλογες συνομιλίες και οράσεις· κάποτε και οι ίδιοι οι δαίμονες παρουσιάζονται σ’ αυτούς, για να τους φέρουν σε ταραχή και σε δειλία. Αφού δηλαδή τους έδεσε στο ζυγό του σατανά, τους σπρώχνει ολοταχώς στην κατ’ ενέργειαν πλάνη, για να τους έχει στα χέρια του δούλους μέχρι θανάτου, που θα τους παραπέμψει στην κόλαση.

Πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχουν τρεις γενικές αιτίες για να έρθει η πλάνη στους ανθρώπους: η υπερηφάνεια, ο φθόνος των δαιμόνων και η παιδαγωγική παραχώρηση του Θεού. Αιτία της υπερηφάνειας είναι η ελαφρότητα του νου, αιτία του φθόνου η προκοπή, και της παιδαγωγικής παραχωρήσεως, η αμαρτωλή ζωή. Η πλάνη που προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων και την οίηση μόνο, γιατρεύεται γρήγορα, όταν μάλιστα ταπεινωθεί η ψυχή. Η παράδοση όμως στο σατανά λόγω αμαρτίας, πολλές φορές παρατείνεται, κατά παραχώρηση Θεού, ως το θάνατο, για τη συγχώρηση του ανθρώπου. Κάποτε ο Θεός αφήνει να παιδεύονται και μη αμαρτωλοί, για τη σωτηρία τους. Πρέπει ακόμη να γνωρίζομε ότι και αυτός ο δαίμονας της οιήσεως προλέγει τα μέλλοντα σ’ εκείνους που δεν προσέχουν με ακρίβεια την καρδιά τους.

Κατά την ανακαίνιση με το βάπτισμα, χρίονται αληθινοί ιερείς και βασιλείς(Αποκ. 5,10) όλοι οι ευσεβείς, όπως τότε οι παλιοί κατά τον τύπο. Γιατί όλοι εκείνοι αποτελούσαν προτυπώσεις της δικής μας αλήθειας· όχι για κάποιους μόνο, αλλά όλοι προτύπωναν όλους εμάς. Γιατί ούτε είναι ομοιότροπη και ομοειδής η δική μας βασιλεία και ιερατεία, όπως εκείνων, αν και τα σύμβολα είναι τα ίδια. Ούτε υπάρχει διάκριση στη χρίση ανάλογα με τη φύση ή τη χάρη ή την κλήση, ώστε να είναι διαφορετικοί εκείνοι που χρίονται. Αλλά έχομε μία και την ίδια κλήση και πίστη και μορφή, η οποία δηλώνει και φανερώνει, σύμφωνα με την αλήθεια, ότι έγινε κανείς καθαρός, απαθής και αφιερωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό και τώρα και στη μέλλουσα ζωή.

Εκείνος λαλεί σοφία με το στόμα του και σύνεση με τη μελέτη της καρδιάς του(Ψαλμ. 48,4), ο οποίος από τα όντα φανερώνει καθαρά τον Θεό Λόγο, την ενυπόστατη Σοφία του Θεού και Πατέρα. Γιατί μέσα στα όντα θεωρεί τους λόγους των αρχετύπων που τα χαρακτηρίζουν και με τον ενεργό, ζωντανό λόγο του λαλεί με το στόμα του σοφία από τη θεία σοφία· και καθώς φωτίζεται στην καρδιά από τη δύναμη της μεταμορφωτικής συνέσεως που μελετά στο πνεύμα του, μπορεί να πράττει και να φωτίζει με τη σύνεση εκείνους που ακούνε με πίστη.

Η μεγάλη αντίπαλος της αλήθειας, αυτή που τραβά σήμερα τους ανθρώπους στην απώλεια, είναι η πλάνη. Εξαιτίας της κυριάρχησε στις ψυχές των ραθύμων η σκοτεινή άγνοια και τους αποξένωσε από το Θεό. Αυτοί δεν αναγνωρίζουν ως Θεό το Χριστό, ο οποίος μάς αναγέννησε και μας φώτισε, ή τον πιστεύουν και τον αναγνωρίζουν απλώς και μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Πιστεύουν ότι μόνο στους παλιούς φανερωνόταν ο Θεός, όχι όμως και σ’ εμάς. Νομίζουν πως οι μαρτυρίες της Γραφής περί Θεού δεν αφορούν αυτούς, αλλά άλλους ή εκείνους που τις έγραψαν, και βλασφημούν την περί Θεου διδασκαλία, αφού απαρνούνται την αληθινή και με επίγνωση ευσέβεια.

Τις Γραφές τις διαβάζουν σωματικά μόνο, για να μην πω ιουδαϊκά, και απαρνούνται τη δυνατότητα τής από εδώ αναστάσεως του ανθρώπου μέσω της αναστάσεως της ψυχής, επιθυμώντας να κατοικούν στον τάφο της αγνωσίας. Στην πλάνη λοιπόν υπάρχουν τα τρία αυτά πάθη: απιστία, πονηρία και ραθυμία. Αυτά γεννούν και υποστηρίζουν το ένα το άλλο. Η απιστία δηλαδή, είναι δάσκαλος της πονηρίας, η πονηρία είναι σύντροφος της ραθυμίας, της οποίας σύμβολο είναι η οκνηρία. Ή αντιστρόφως, η ραθυμία γεννά την πονηρία, όπως είπε ο Κύριος: «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ»(Ματθ. 25,26). Η πονηρία είναι μητέρα της απιστίας. Γιατί κάθε πονηρός είναι άπιστος, κι όποιος δεν πιστεύει, δεν έχει φόβο Θεού. Από την απιστία τώρα, γεννιέται η ραθυμία, η μητέρα της καταφρονήσεως, από την οποία αμελείται κάθε καλό και διαπράττεται κάθε κακό.

Η αληθινή πίστη περί Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια ορθοδοξία των δογμάτων. Γι’ αυτό και ο ορθόδοξος οφείλει να δοξολογεί με αυτά τα λόγια: «Δόξα Σοι Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα Σοι. Γιατί Εσύ έγινες άνθρωπος για χάρη μας, υπερούσιε Θεέ Λόγε, και είναι μέγα το μυστήριο της οικονομίας Σου, Σωτήρα μας· δόξα Σοι».

Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο, τρεις είναι οι αδιάβλητες και ακατάκριτες αιτίες για τις οποίες κανείς συγγράφει λόγους: η πρώτη, για υπενθύμιση δική του· η δεύτερη, προς ωφέλεια των άλλων και η τρίτη, η συγγραφή από υπακοή. Από την τελευταία αυτή αιτία γράφτηκαν τα περισσότερα πατερικά έργα, για χάρη εκείνων που με ταπείνωση τα ζήτησαν. Εκείνος όμως που γράφει λόγους για τις αρετές με στόχο να αρέσει και να δοξαστεί και να επιδειχθεί, πήρε κιόλας το μισθό του(Ματθ. 6,5 & 16) και δεν έχει καμιά ωφέλεια εδώ ή μισθό στη μέλλουσα ζωή· αυτός θά καταδικαστεί ως ανθρωπάρεσκος και δόλιος και καπηλευόμενος το λόγο του Θεού(Β΄ Κορ. 2,17).

Κεφάλαια

Καθένας που βαπτίσθηκε στο όνομα του Χριστού, οφείλει να περάσει απ΄ όλες τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Γιατί στο βάπτισμα τις έλαβε δυνάμει, και μέσω των εντολών μπορεί να τις πραγματώσει και να τις γνωρίσει. Στη σύλληψη του Χριστού αντιστοιχεί ο αρραβώνας του Πνεύματος· στη γέννησή Του, η ενέργεια της αγαλλιάσεως· στη βάπτισή Του, η καθαρτική δύναμη της φωτιάς του Πνεύματος· στη μεταμόρφωση, η θεωρία του θείου φωτος· στη σταύρωση, η νέκρωση του πιστού σε σχέση με όλα· στην ταφή, η κατοχή μέσα στην καρδιά του θείου έρωτα· στην ανάσταση, η ζωοποιός έγερση της ψυχής· στην ανάληψη, η έκσταση προς το Θεό και η αρπαγή του νου. Όποιος δεν πέρασε αυτές τις μεθηλικιώσεις του Χριστού και δεν τις αισθάνεται, είναι ακόμη νήπιος και στο σώμα και στο πνεύμα κι ας θεωρείται απ΄ όλους γέροντας και πρακτικός.

Τα πάθη του Χριστού δίνουν ζωοποιό νέκρωση σ’ εκείνους που τα μιμήθηκαν όλα, αφού ο λόγος που πάσχομε μαζί με το Χριστό, είναι για να δοξαστούμε μαζί Του(Ρωμ. 8, 17). Τα πάθη των ηδονών δίνουν θανατοποιό νέκρωση σ’ εκείνους που τα ενεργούν. Γιατί το να πάσχει κανείς θεληματικά τα παθήματα του Χριστού, είναι σταύρωση σταυρώσεως και νέκρωση νεκρώσεως.

Το να πάσχει κανείς υπέρ Χριστού είναι, να υπομένει τις δοκιμασίες που του συμβαίνουν. Η παιδαγωγία του Κυρίου, για όσους μεν είναι ανεύθυνοι, παραχωρείται εξαιτίας του φθόνου των δαιμόνων και γίνεται αφορμή ωφέλειας· για εμάς όμως, τους υπεύθυνους για αμαρτίες, γίνεται έλεγχος που μας καλεί σε επιστροφή και μας ανοίγει τ’ αυτιά(Ησ. 50, 50. Γι’ αυτό και ο Θεός υποσχέθηκε αιώνιο στεφάνι σ’ εκείνους που υπομενουν(Ιακ. 1, 12). Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι. Τριάς Αγία, ένεκα πάντων δόξα Σοι.

Η εμπαθής αλλοίωση Η ακηδία είναι δυσκολονίκητο πάθος και χαυνώνει το σώμα. Κι όταν χαυνωθεί το σώμα, χαυνώνεται μαζί και η ψυχή. Όταν χαλαρώσουν και τα δύο, αλλοιώνουν την κράση του σώματος με την ηδυπάθεια. Η ηδυπάθεια κινεί την όρεξη, η όρεξη την πύρωση, η πύρωση τη διέγερση. Η διέγερση κινεί τη μνήμη, η μνήμη τη φαντασία, η φαντασία φέρνει την προσβολή του λογισμού. Η προσβολή φέρνει το συνδυασμό, ο συνδυασμός τη συγκατάθεση. Η συγκατάθεση οδηγεί στην πράξη, είτε του αυνανισμού, είτε των ποικιλότροπων συνουσιασμών. Κι έτσι ο άνθρωπος νικιέται και πέφτει.

Η καλή αλλοίωση Η υπομονή σε κάθε έργο γεννά την ανδρεία. Η ανδρεία γεννά την προθυμία. Η προθυμία, την καρτερία. Η καρτερία, την επίταση της εργασίας. Η επίταση κατευνάζει την ακράτεια του σώματος και ημερεύει την ηδυπάθεια της επιθυμίας. Η επιθυμία κινεί τον πόθο. Ο πόθος, την αγάπη. Η αγάπη, τον ζήλο. Ο ζήλος, τη θέρμη. Η θέρμη, την παρόρμηση. Η παρόρμηση, τη σπουδή. Η σπουδή, την προσευχή. Η προσευχή, την ησυχία. Η ησυχία γεννά τη θεωρία. Η θεωρία, τη γνώση.

Η γνώση, την κατανόηση των μυστηρίων. Το τέλος των μυστηρίων είναι η θεολογία. Καρπός της θεολογίας είναι η τέλεια αγάπη. Της αγάπης, η ταπείνωση. Της ταπεινώσεως, η απάθεια. Της απάθειας, η προόραση, η προφητεία και η πρόγνωση. Γιατί δεν έχει κανείς τέλειες από εδώ τις αρετές, ούτε εξαφανίζει μονομιάς τις κακίες, αλλά σιγά-σιγά με την αύξηση της αρετής λιγοστεύει η κακία και καταλήγει να μην υπάρχει διόλου.

Οι πειρασμοί κατά τον ύπνο Ερώτηση. Κατά πόσους τρόπους γίνεται η ρεύση, η εφάμαρτη και η αναμάρτητη;

Απόκριση. Η εφάμαρτη γίνεται με τρεις τρόπους: Με την πορνεία, τον αυνανισμό και τη συγκατάθεση στους αισχρούς λογισμούς. Η αναμάρτητη, με επτά: μαζί με τα ούρα, ή εξαιτίας διαφόρων φαγητών, ή κινήσεων, ή ψυχροποσίας, ή της χαυνότητας του σώματος, ή από υπερβολική κούραση, ή από δαιμονική φαντασία στον ύπνο με πολλούς τρόπους. Σ’ αυτούς που γέρασαν στην πρακτική άσκηση, συμβαίνει συνήθως με τους πέντε ενδιάμεσους τρόπους. Στους απαθείς, μόνο με τον πρώτο, δηλαδή το υγρό βγαίνει αναμιγμένο με τα ούρα, γιατί κατά κάποιο τρόπο χαλάρωσαν οι εσωτερικές δίοδοι σ’ αυτούς από τους πολλούς ασκητικούς κόπους και τους δόθηκε με θεία ενέργεια, καθαρτική και αγιαστική, το χάρισμα της σωφροσύνης. Ο τελευταίος τρόπος, από φαντασία στον ύπνο, προσιδιάζει στους ακόμη εμπαθείς και αδύνατους. Αλλά και η περίπτωση αυτή, επειδή είναι αθέλητη, είναι αναμάρτητη, όπως λένε οι Πατέρες.

Ιδίωμα του απαθούς είναι η αναμάρτητη ρεύση σε αραιά διαστήματα, κατά θεία πρόνοια, ενώ το υπόλοιπο υγρό αφανίζεται από τη θεϊκή φωτιά. Στον πρακτικό είναι πολυειδής ανάγκη και αναμάρτητη έκκριση. Στον εμπαθή είναι δύο ειδών, απλή και κακή, εκείνη δηλαδή που συμβαίνει στον ύπνο κι εκείνη στην εγρήγορση, από τη συγκατάθεση στις διάφορες φαντασίες. Η πρώτη είναι ακατηγόρητη, ενώ η άλλη εφάμαρτη και επισύρει επιτίμιο.

Στους απαθείς, η κίνηση και η έκκριση αυτή του σώματος είναι μία, κατά θεία πρόνοια, ένα μέρος δηλαδή του υγρού αποβάλλεται μαζί με τα ούρα ως έκκριμα, ενώ το υπόλοιπο αφανίζεται από τη θεϊκή φωτιά. Για τους πρακτικούς και μέσους λένε πως υπάρχουν έξι γενικοί τρόποι ρεύσεως ακατηγόρητοι, με τους οποίους το σώμα καθαρίζεται και ελευθερώνεται από το φθαρτικό υγρό που σχηματίζεται φυσικά και απαραίτητα. Αυτοί είναι: ή εξαιτίας φαγητών, ή κινήσεων, ή ψυχροποσίας, ή της χαυνότητας του ανθρώπου, ή παραλύσεως από την πολλή κόπωση, ή τέλος, λόγω φθόνου των δαιμόνων. Στους ασθενείς και αρχαρίους, υπάρχουν ομοίως έξι τρόποι εμπαθείς: ή εξαιτίας γαστριμαργίας, ή καταλαλιάς, ή κατακρίσεως, ή κενοδοξίας, ή της διπλής –στον ύπνο ή στην εγρήγορση– συγκαταθέσεως στις φαντασίες, ή τέλος από επίθεση των δαιμόνων λόγω φθόνου. Όμως και αυτά περιλαμβάνονται στο σκοπό της πρόνοιας, για να καθαρίζει την ανθρώπινη φύση από τη φθορά, από τα παρείσακτα και ξένα σ’ αυτήν εκκρίματα και από τις άλογες ορέξεις, και για να παιδαγωγεί τον αγωνιστή να ταπεινώνεται, να προσέχει και να εγκρατεύεται σε όλα και απ΄ όλα.

Εκείνος που ησυχάζει στη μόνωση και τρέφεται από τις προσφορές της αγάπης των άλλων, οφείλει να δέχεται την ελεημοσύνη κατά επτά τρόπους. Ο πρώτος είναι να ζητά τα απαραίτητα· ο δεύτερος, να παίρνει τα απαραίτητα· ο τρίτος, εκείνα που του δίνουν να τα δέχεται σαν από το Θεό· ο τέταρτος, να έχει την εμπιστοσύνη του στο Θεό και να πιστεύει ότι Αυτός είναι μισθαποδότης· ο πέμπτος, να είναι εργάτης των εντολών· ο έκτος, να μην κάνει παράχρηση εκείνων που του δίνουν· ο έβδομος, να μην είναι φειδωλός, αλλά να δίνει κι αυτός σε άλλους και να είναι οικτίρμων. Όποιος συμπεριφέρεται έτσι στο θέμα αυτό, έχει χαρά καθώς αισθάνεται ότι οι ανάγκες του οικονομούνται όχι από ανθρώπους, αλλά από το Θεό.

Δέκα κεφάλαια περί ησυχίας και προσευχής και περί των τεκμηρίων της χάρης και της πλάνης

Θα έπρεπε να πούμε, μαζί με το μεγάλο διδάσκαλο(άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο), ότι θα έπρεπε να μη χρειαζόμαστε τη βοήθεια των Γραφών ή των άλλων πατερικών λόγων, θαυμάσιε Λογγίνε, αλλά να είμαστε θεοδίδακτοι, σύμφωνα με το ρητό: «Θα διδάσκει όλους ο ίδιος ο Θεός»(Ησ. 54, 13), ώστε να μαθαίνομε και να διδασκόμαστε από το Θεό και μέσω του Θεού αυτά που μας ωφελούν. Κι όχι μόνον εμείς, αλλά και κάθε πιστός, ώστε ο νόμος του Πνεύματος να είναι γραμμένος στις πλάκες των καρδιών μας(Εβρ. 8, 10) και να αξιωνόμαστε –πράγμα εξαίσιο– να συνομιλούμε με το Χριστό μέσω της καθαρής προσευχής με τρόπο άμεσο και χερουβικό. Επειδή όμως είμαστε νήπια κατά τον καιρό της αναπλάσεώς μας με το βάπτισμα, και μήτε τη χάρη εννοούμε μήτε την καινότητά μας αντιλαμβανόμαστε, αλλά μάλλον αγνοούμε το υπερβολικό μέγεθος της τιμής και της δόξας που δεχόμαστε, και ότι οφείλομε να αυξηθούμε ψυχικά και πνευματικά μέσω των εντολών και να δούμε νοερά εκείνο που λάβαμε, γι’ αυτό από την αμέλειά μας και την εμπαθέστατη έξη μας πέφτομε οι περισσότεροι σε αναισθησία και σκοτισμό. Κι έτσι δε γνωρίζομε ούτε αν υπάρχει Θεός, ούτε ποιοι είμαστε ή ποιοι γίναμε με το βάπτισμα, παρόλο που γίναμε υιοί Θεού και υιοί φωτός και τέκνα και μέλη Χριστού. Αν πάλι βαπτιζόμαστε σε ανδρική ηλικία, αισθανόμαστε μόνο το νερό και όχι το πνεύμα. Κι αν ανακαινιζόμαστε πνευματικά, έχομε μόνο τυπική πίστη, που είναι νεκρή και όχι ενεργός, και λέμε πως βρισκόμαστε σε διψυχία. Κι έτσι είμαστε σάρκες και σαρκικά ζούμε και βαδίζομε. Κι αν συμβεί να μετανοήσομε, κατανοούμε και πράττομε τις εντολές σωματικά μόνο κι όχι πνευματικά. Κι αν ύστερα από πολλούς κόπους η χάρη από φιλανθρωπία μας αξιώσει κάποιων εμφανίσεών της, την αντιμετωπίζομε σαν απάτη. Αν πάλι ακούσομε ότι η χάρη ενεργεί σε άλλους, από φθόνο τη θεωρούμε πλάνη. Έτσι λοιπόν μένομε νεκροί μέχρι θανάτου, χωρίς τη ζωή και τις ενέργειες του Χριστού. Και όπως λέει η Γραφή, ό,τι έχομε, κατά τον καιρό του θανάτου μας ή της κρίσεως θα αφαιρεθεί από μας(Ματθ. 25, 29) εξαιτίας της απιστίας ή της απογνώσεως. Δεν καταλαβαίνομε ότι τα τέκνα πρέπει να είναι όμοια με τον πατέρα, δηλαδή να είναι θεοί από το Θεό, και από το πνεύμα πνευματικοί, όπως λέει ο Κύριος: «Ό,τι γεννήθηκε από το πνεύμα, είναι πνεύμα»(Ιω. 3, 6). Εμείς, αν και έχομε γίνει πιστοί και επουράνιοι, είμαστε σάρκες και γι’ αυτό το πνεύμα του Θεού δε μένει μέσα μας(Γεν. 6, 3). Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Θεός παραχώρησε συμφορές και αιχμαλωσίες και πολλές σφαγές, θέλοντας ίσως να διορθώσει ή να κόψει ή να θεραπεύσει την κακία με ισχυρότερα φάρμακα.

Με τη βοήθεια λοιπόν του Θεού που δίνει δύναμη λόγου σ’ όσους ευαγγελίζονται(Ψαλμ. 67, 12) τέτοια αγαθά, ας εξετάσομε πρώτα πώς θα βρει κανείς, ή μάλλον πώς έχει βρεθεί ο Χριστός, τον οποίο έχει αφού Τον έλαβε πνευματικά με το βάπτισμα, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Δεν ξέρετε ότι ο Ιησούς Χριστός κατοικεί στις καρδιές σας;»(Β΄ Κορ. 13, 50. Έπειτα θα πούμε και πώς θα προοδεύσει κανείς, και στη συνέχεια πώς θα φυλάξει εκείνο που βρήκε. Άριστος και σύντομος τρόπος είναι να πούμε σύντομα τα άκρα και το μέσο, γιατί έχουν μεγάλο πλάτος. Γιατί πολλοί είναι που αγωνίστηκαν ώσπου να βρουν ό,τι ζητούσαν, σταμάτησαν όμως την επιθυμία τους ως εδώ· δεν προχωρούν παραπέρα κι ούτε τους μέλλει, αλλά αρκούνται στην αρχή που βρήκαν. Βρίσκοντας δε εμπόδια και βγαίνοντας χωρίς να καταλάβουν σε μονοπάτι, νομίζουν ότι βαδίζουν καλά, ενώ προχωρούν ανώφελα έξω από το δρόμο. Άλλοι πάλι, αφού έφτασαν στο μέσο του φωτισμού, κουράστηκαν και από ραθυμία δε συνέχισαν για το τέλος, ή γύρισαν πίσω με την αδιάφορη πολιτεία τους και ξανάγιναν αρχάριοι. Άλλοι τέλος που έφτασαν στην τελειότητα, πέφτουν από απροσεξία λόγω οιήσεως, στρέφονται προς τα πίσω και γίνονται ίσοι κατά το έργο με τους μέσους και τους αρχαρίους. Αυτό τώρα που ταιριάζει στους αρχαρίους, είναι η ενέργεια του Πνεύματος· στους μέσους, ο φωτισμός· στους τελείους, η κάθαρση και η ανάσταση της ψυχής.

Πώς θα βρούμε την ενέργεια του Πνεύματος Την ενέργεια του Πνεύματος, την οποία έχομε λάβει μυστικά στο βάπτισμα, τη βρίσκομε με δύο τρόπους. Και πρώτον, να πούμε γενικά, η δωρεά αποκαλύπτεται με την εργασία των εντολών με πολύ κόπο και χρόνο, όπως λέει ο άγιος Μάρκος. Και όσο εργαζόμαστε τις εντολές, τόσο φανερώτερα ακτινοβολεί πάνω μας τις μαρμαρυγές της. Δεύτερον, φανερώνεται μέσα στη ζωή της υπακοής με την επιστημονική και συνεχή επίκληση του Κυρίου Ιησού, δηλαδή με τη μνήμη του Θεού. Με τον πρώτο τρόπο βρίσκεται πιο αργά, με το δεύτερο συντομότερα, αν βέβαια κανείς μάθει να σκάβει τη γη με κόπο και καρτερία, ψάχνοντας για το χρυσό. Αν θέλομε λοιπόν να βρούμε και να γνωρίσομε την αλήθεια και να μην πλανηθούμε, ας ζητήσομε να έχομε μόνο την καρδιακή ενέργεια ολότελα χωρίς μορφή και σχήμα, μη ζητώντας να βλέπομε με τη φαντασία μορφές και όψεις Αγίων δήθεν ή διάφορα φώτα. Γιατί η πλάνη έχει στη φύση της, και μάλιστα στις αρχές, να εξαπατά με τέτοια ψεύτικα φαντάσματα το νου των απείρων. Αλλά να αγωνιστούμε να έχομε μόνο την ενέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά μας, η οποία να θερμαίνει και να ευφραίνει το νου μας και να φλογίζει την ψυχή για την ανέκφραστη αγάπη Θεού και ανθρώπων. Έτσι, μπορούμε να δούμε να προξενείται και ταπείνωση και συντριβή όχι λίγη από την προσευχή. Αφού προσευχή στους αρχαρίους είναι η αεικίνητη νοερή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, στην αρχή ως φωτιά ευφροσύνης που ξεπηδά από την καρδιά και στο τέλος ως φως που ευωδιάζει με θεία ενέργεια.

Θα πούμε τώρα τα τεκμήρια της αρχής της ενέργειας του Πνεύματος σ’ όσους την επιζητούν αληθινά κι όχι σαν να δοκιμάζουν το Θεό, σύμφωνα με τη Σοφία που λέει ότι «βρίσκεται απ’ όσους δεν τη δοκιμάζουν και παρουσιάζεται σ’ όσους δεν απιστούν γι’ αυτήν»(Σ. Σολ. 1, 2). Σε μερικούς φαίνεται σαν φως που ανατέλλει. Σε άλλους σαν αγαλλίαση μαζί με τρόμο. Σε άλλους σαν χαρά. Σε άλλους, χαρά ανάμικτη με φόβο. Σε μερικούς, τρόμος και χαρά. Κάποτε σε μερικούς, δάκρυα και φόβος· χαίρεται δηλαδή η ψυχή για την επίσκεψη του Θεού και το έλεός Του, φοβάται όμως και τρέμει την παρουσία Του, γιατί είναι υπεύθυνη για πολλές αμαρτίες. Σε άλλους πάλι γίνεται στις αρχές ανείπωτη συντριβή και πόνος άφατος της ψυχής, η οποία πονεί σαν τη γυναίκα στην ώρα του τοκετού, όπως λέει η Γραφή(Ησ. 26, 12). Γιατί ο ζωντανός και δραστικός Λόγος, δηλαδή ο Ιησούς, εισχωρεί βαθιά ως εκεί που χωρίζει η ψυχή και το σώμα, το κόκκαλο και το μεδούλι, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 4, 12), για να λιώσει την εμπάθεια διά της βίας από όλα τα μέρη της ψυχής και του σώματος. Σε άλλους εκδηλώνεται ως αγάπη προς όλους και ειρήνη άμαχη. Σε άλλους ως αγαλλίαμα, το οποίο οι Πατέρες έχουν συχνά ονομάσει σκίρτημα, και είναι δύναμη πνεύματος και κίνηση καρδιάς ζωντανής. Τούτο λέγεται και παλμός και στεναγμός του πνεύματος που μεσιτεύει για μας στο Θεό με ανείπωτους στεναγμούς(Ρωμ. 8, 26). Ο Ησαΐας(Ησ. 26, 18) το ονόμασε γέννημα της δικαιοσύνης του Θεού. Ο μέγας Εφραίμ το ονομάζει νυγμό, δηλαδή κέντημα, ενώ ο Κύριος, πηγή νερού που αναβρύζει ζωή αιώνια(Ιω. 4, 14) –νερό λέει το πνεύμα– και που ξεπηδά από την καρδιά και κοχλάζει από τη σφοδρότητα της δυνάμεως.

Πρέπει να γνωρίζεις ότι το σκίρτημα, δηλαδή το αγαλλίαμα, είναι δύο ειδών: το γαληνόμορφο (που λέγεται και παλμός και στεναγμός και μεσίτευση του πνεύματος(Ρωμ. 8, 26)), και το μεγάλο σκίρτημα της καρδιάς (που λέγεται και σκίρτημα και άλμα, δηλαδή πήδημα, και ανυψωτική πτήση καρδιάς ζωντανής προς τον θεϊκό αιθέρα). Γιατί η ψυχή, καθώς αναπτερώνεται από το θείο έρωτα κι ελευθερώνεται από τα δεσμά των παθών, δοκιμάζει να πετάξει προς τα άνω πριν ακόμη χωριστεί από το σώμα, ποθώντας να χωριστεί από το βάρος του σώματος. Τούτο λέγεται και ταραγμός – δηλαδή κοχλασμός και κίνηση– του πνεύματος, όπως στη φράση: «Ο Ιησούς ταράχθηκε πνευματικά και κινήθηκε με ορμή λέγοντας· «πού τον έχετε αποθέσει;»»(Ιω. 11, 34). Τη διαφορά του μεγάλου και του μικρού σκιρτήματος τη δείχνει ο θείος Δαβίδ λέγοντας πως «τα όρη σκίρτησαν σαν κριάρια και τα βουνά σαν μικρά αρνιά»(Ψαλμ. 113, 4). Εννοούσε μ’ αυτό τους τελείους και τους αρχαρίους· αν αναφερόταν σε αισθητά όρη και βουνά, θα ήταν περιττό να πει ότι σκιρτούν, αφού δεν έχουν ζωή.

Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο θείος φόβος δεν περιέχει τρόμο (τρόμο εννοώ όχι εκείνον που προέρχεται από τη χαρά, αλλά από τη θεία οργή, δηλαδή την παιδαγωγία και την εγκατάλειψη από το Θεό)· έχει όμως αγαλλίαση έντρομη που προξενείται από την προσευχή με τη φωτιά του θείου φόβου. Και φόβο εννοώ όχι τον έντρομο που προξενείται από τη θεία οργή, δηλαδή την τιμωρία, αλλά το φόβο της σοφίας, ο οποίος λέγεται και αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7). Ο φόβος διαιρείται σε τρία (αν και οι Πατέρες έχουν πει σε δύο), στον εισαγωγικό και στον τέλειο, κι ακόμα στο φόβο της οργής του Θεού, τον οποίο και πρέπει κυρίως να ονομάζομε τρόμο, δηλαδή συγκλονισμό και συντριβή.

Ο τρόμος είναι πολλών ειδών. Άλλος είναι της οργής και άλλος της χαράς και άλλος του θυμικού (όταν γίνεται υπερβολικό κόχλασμα, όπως λένε, του αίματος που είναι γύρω στην καρδιά), και άλλος εκείνος που προέρχεται από τα γηρατειά, και άλλος της αμαρτίας, δηλαδή της πλάνης, και άλλος της κατάρας, ο οποίος δόθηκε στο γένος των ανθρώπων μέσω του Κάιν(Γεν. 4, 12). Πλην όμως τον αγωνιστή στην αρχή τον πολεμεί ο τρόμος από τη χαρά και αυτός από την αμαρτία. Δε συμβαίνει όμως έτσι σε όλους. Σημάδια σ’ αυτούς τους δύο είναι· του πρώτου η έντρομη αγαλλίαση, όπου με πολλή ευφροσύνη και με δάκρυα η χάρη παρηγορεί την ψυχή, ενώ του δευτέρου η ανώμαλη θέρμη, η έπαρση και η σκληροκαρδία που φλογίζουν την ψυχή και πυρώνουν τα όργανα της συνουσίας προς σωματική ένωση και έρωτα και με τη φαντασία κάνουν εσωτερικά την αισχρή πράξη, με τη συγκατάθεση σ’ αυτούς τους λογισμούς.

Δύο ειδών είναι η ενέργεια σε κάθε αρχάριο και με δύο τρόπους ενεργείται στην καρδιά και χωριστά ο ένας τρόπος με τον άλλον. Η μια ενέργεια προέρχεται από τη χάρη, η άλλη από την πλάνη. Μαρτυρεί ο Μέγας Μάρκος ο ασκητής που λέει: «Υπάρχει ενέργεια πνευματική και υπάρχει και ενέργεια σατανική, που δεν την ξεχωρίζει ο άπειρος». Και πάλι: «Τριών ειδών είναι η θέρμη που ανάβει από την ενέργεια μέσα στους ανθρώπους· η μία είναι από τη χάρη, η άλλη από την πλάνη, δηλαδή την αμαρτία, και η τρίτη από την αφθονία του αίματος», την οποία ο όσιος Θαλάσσιος ο Αφρικανός * την ονομάζει κράση και συμβουλεύει να τη ρυθμίζομε και να την ειρηνεύομε με τη μετρημένη εγκράτεια.

* Φιλοκαλία, τόμος Β΄, σελ. 286, κεφ. 35.

Η ενέργεια της χάρης είναι ένα φούντωμα της φωτιάς του πνεύματος, που κινείται στην καρδιά με χαρά και ευφροσύνη και που στηρίζει, ζεσταίνει και καθαρίζει την ψυχή, παύοντας προσωρινά τους λογισμούς και νεκρώνοντας πρόσκαιρα την κίνηση του σώματος. Τα σημάδια της και οι καρποί που φανερώνουν την αλήθεια της είναι τα δάκρυα, η συντριβή, η ταπείνωση, η εγκράτεια, η σιωπή, η υπομονή, το να κρύβεσαι από τους άλλους, και άλλα παρόμοια, από τα οποία βεβαιωνόμαστε χωρίς δισταγμό.

Ενέργεια της πλάνης είναι η έξαψη της αμαρτίας που ανάβει την ψυχή με την ηδονή και διεγείρει ξέφρενη επιθυμία μέσα στο σώμα για συνουσία με άλλα σώματα. Είναι ολότελα απροσδιόριστη και άτακτη, κατά τον Άγιο Διάδοχο. Κι έχει χαρά άλογη και οίηση και ταραχή και ευφροσύνη απροσδιόριστη και –όπως θα ταίριαζε να πω– ατροφική, και με ηδονή χλιαρή επιδρά κατεξοχήν στο επιθυμητικό. Σαν υλικό της πυρώσεώς της προμηθεύεται τις ηδονές κι έχει συνεργό την αχόρταστη κοιλιά. Από αυτήν αντλεί και διεγείρει το σύνολο της σάρκας, και από αυτήν παίρνει αφορμή να ενεργεί και να καίει την ψυχή και να τη σέρνει προς τον εαυτό της, ώστε ο άνθρωπος με τον εθισμό στην ηδυπάθεια να διώξει σιγά-σιγά τη χάρη από μέσα του.

Δεκαπέντε κεφάλαια περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής

Δύο τρόποι ενώσεως υπάρχουν, ή μάλλον δύο είσοδοι από τη μία και από την άλλη πλευρά της νοεράς προσευχής, η οποία ενεργείται μέσα στην καρδιά από το πνεύμα. Με αυτούς τους τρόπους, ή ο νους βρίσκεται στην καρδιά πριν από την προσευχή με το να προσκολλάται στον Κύριο(Α΄ Κορ. 6, 17), κατά τη Γραφή, ή η ενέργεια της προσευχής, καθώς κινείται προοδευτικά μέσα σε μιά φωτιά ευφροσύνης, έλκει το νου και τον δεσμεύει στην επίκληση του Κυρίου Ιησού και στην ένωση με Αυτόν. Γιατί αν και το πνεύμα ενεργεί στον καθένα όπως αυτό θέλει(Α΄ Κορ. 12, 11), καθώς λέει ο Απόστολος, εντούτοις μερικές φορές η μία κατάσταση προηγείται σε κάποιους από την άλλη, με τους τρόπους που αναφέραμε παραπάνω. Και άλλοτε μεν η ενέργεια γίνεται μέσα στην καρδιά, καθώς δηλαδή λιγοστεύουν τα πάθη με τη συνεχή επίκληση του Ιησού Χριστού κι έχει αναφανεί η θεϊκή θέρμη –γιατί ο Θεός μας, λέει η Γραφή(Δευτ. 4, 24· Εβρ. 12, 29), είναι φωτιά που κατακαίει τα πάθη. Άλλοτε δε, το πνεύμα έλκει το νου προς εαυτό και τον περιορίζει στο βάθος της καρδιάς και τον εμποδίζει από τη συνηθισμένη του περιφορά. Και τότε δεν οδηγείται πλέον αιχμάλωτος των Ασσυρίων μακριά από την Ιερουσαλήμ, αλλά επιστρέφει αξιέπαινα από τη Βαβυλώνα στη Σιών, ώστε να λέει κι αυτός μαζί με τον Προφήτη: «Σου πρέπει ύμνος, Θεέ μου, στη Σιών, και θα σου αποδώσομε το τάξιμό μας στην Ιερουσαλήμ»(Ψαλμ. 64, 2) και: «Όταν ο Κύριος επιστρέψει τους αιχμαλώτους στη Σιών, θα αναγαλλιάσει ο Ιακώβ και θα ευφρανθεί ο Ισραήλ»(Ψαλμ. 125, 1 και 25, 2). Με τα ονόματα αυτά εννοείται ο πρακτικός και θεωρητικός νους, ο οποίος με τη βοήθεια του Θεού νικά τα πάθη μέσω της πρακτικής και βλέπει το Θεό με τη θεωρία, όσο του είναι δυνατό. Τότε ο νους, σαν να έχει κληθεί σε πλούσιο τραπέζι, ευφραίνεται με τη θεϊκή απόλαυση και ψάλλει: «Έστρωσες μπροστά μου τραπέζι κατά πρόσωπο εκείνων που με θλίβουν»(Ψαλμ. 22, 5), δηλαδή των δαιμόνων και των παθών.

Πώς πρέπει να ενεργούμε την προσευχή «Σπείρε, λέει ο Σολομών, το πρωί το σπόρο σου –της προσευχής, εννοείται–, και το βράδυ ας μην παύει το χέρι σου»(Εκκλ. 11, 6), για να μην υπάρξει διακοπή στη συνέχεια της προσευχής και χάσεις ίσως την ώρα που θα εισακουστείς. «Γιατί δεν γνωρίζεις –συνεχίζει ο Σολομών– ποιο θα ευδοκιμήσει, αυτό ή εκείνο».Και αφού καθίσεις από το πρωί σε σκαμνί μιάς πιθαμής, περιόρισε το νου με το λογικό μέσα στην καρδιά και κράτα τον εκεί, κοπιάζοντας σκυμμένος, και πονώντας πολύ στο στήθος, στους ώμους και τον τράχηλο, κράζε με επιμονή νοερά ή ψυχικά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Κατόπιν, επειδή αυτό είναι στενόχωρο και επίπονο κι ίσως και βαρετό λόγω της επαναλήψεως –αυτό βέβαια δεν προέρχεται από το ότι η ίδια τροφή των τριών ονομάτων «Κύριε Ιησού Χριστέ» τρώγεται συνεχώς, γιατί λέει η Γραφή: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν περισσότερο»(Σ. Σειρ. 24, 21)– στρέψε το νου σου στο άλλο μισό και λέγε: «Υιέ του Θεού ελέησόν με». Και λέγοντας το μισό με πολλούς τρόπους, δεν πρέπει να το αλλάζεις συνεχώς από οκνηρία.Γιατί δε ριζοβολούν τα φυτά όταν συνεχώς μεταφυτεύονται. Να κρατάς και την ανάσα της αναπνοής για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα, γιατί η αύρα των αναπνοών, ανεβαίνοντας από την καρδιά, σκοτίζει το νου και ανεμίζει τη διάνοια απομακρύνοντας το νου από την καρδιά. Και ή τον παραδίνει αιχμάλωτο στη λησμοσύνη, ή τον κάνει να μελετά άλλ’ αντ’ άλλων και να βρίσκεται χωρίς να το αισθάνεται σ’ εκείνα που δεν πρέπει.Αν τώρα δεις τις ακαθαρσίες των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή των λογισμών, να παρουσιάζονται ή να αλλάζουν μορφές μέσα στο νου σου, μην εκπλαγείς· κι αν σου εμφανίζονται νοήματα αγαθών πραγμάτων, μην τα προσέξεις. Αλλά κρατώντας την εκπνοή σου, όσο μπορείς, και κλείνοντας το νου μέσα στην καρδιά και ενεργώντας την επίκληση του Κυρίου Ιησού συνέχεια και με επιμονή, αυτά τα κατακαίς γρήγορα και τα περιορίζεις με το να τους μαστιγώνεις αοράτως με το θεϊκό όνομα. Γιατί λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Με του Ιησού το όνομα μαστίγωνε τους εχθρούς· δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη».Περί της αναπνοής Ότι πρέπει να κρατάς την εκπνοή, μάρτυρας είναι ο Ησαΐας ο αναχωρητής που μιλάει γι’ αυτό, και άλλοι πολλοί. Ένας λέει: «Κράτα το νου που είναι ακράτητος», που τον σπρώχνει δηλαδή και τον διασκορπίζει η σατανική δύναμη, η οποία για την αμέλειά μας μετά το βάπτισμα ξαναγύρισε μαζί με άλλα πιο πονηρά πνεύματα στη ράθυμη ψυχή, όπως λέει ο Κύριος(Ματθ. 12, 45), κι έκανε την τελευταία κατάστασή της χειρότερη από την πρώτη. Ένας άλλος λέει ότι ο Μοναχός οφείλει να έχει τη μνήμη του Θεού στη θέση της αναπνοής. Άλλος πάλι ότι η αγάπη του Θεού πρέπει να κρατά την εκπνοή. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει: «Περιόρισε και την αναπνοή, για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να ενωθεί με την αναπνοή σου η μνήμη του Ιησού, και τότε θα γνωρίσεις την ωφέλεια της ησυχίας». Και ο Απόστολος είπε ότι δε ζούσε πλέον αυτός, αλλά ζούσε ο Χριστός μέσα σ’ αυτόν(Γαλ. 2, 20), ο Οποίος ενεργούσε και τον ενέπνεε στη θεία ζωή. Και ο Κύριος είπε ότι «το πνεύμα πνέει όπου θέλει»(Ιω. 3, 8), παίρνοντας το παράδειγμά Του από την πνοή του αισθητού ανέμου. Με το βάπτισμα λοιπόν καθαρθήκαμε και δεχθήκαμε τον αρραβώνα του Πνεύματος και τον «έμφυτο λόγο» που λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος(Ιακ. 1, 21), σαν σπόρο που φυτεύτηκε μέσα μας και συνενώθηκε θα λέγαμε, σε μιά μέθεξη αμέθεκτη, και ο οποίος μας θεώνει χωρίς ο ίδιος να μειώνεται, και μας ενώνει με τον υπερπλήρη Θεό, από αγαθότητα. Επειδή όμως αμελήσαμε τις εντολές, οι οποίες συντελούν στη φύλαξη της χάρης, πέσαμε πάλι απ’ αυτή την αμέλειά μας στα πάθη. Και αντί για την αναπνοή του Αγίου Πνεύματος γεμίσαμε από πνοές πονηρών πνευμάτων, και είναι φανερό ότι το χασμουρητό και το τάνυσμα απ’ αυτό γίνονται, όπως λένε οι Πατέρες. Γιατί εκείνος που απέκτησε το πνεύμα κι έχει καθαρθεί απ’ Αυτό, από Αυτό θερμαίνεται και εμπνέεται τη θεία ζωή και μιλά και νοεί και κινείται, κατά το λόγο του Κυρίου ότι «δεν είστε σεις που μιλάτε, αλλά το πνεύμα του Πατέρα μου είναι που μιλά μέσα σας»(Ματθ. 10, 20). Όπως επίσης κι εκείνος που έχει το αντίθετο πνεύμα κι έχει κυριευθεί απ’ αυτό, λέει και πράττει τα αντίθετα.

Πώς πρέπει να ψάλλομε «Όταν αποκάμει κανείς, λέει ο Άγιος της Κλίμακος, να σηκωθεί και να προσευχηθεί· κι αφού καθίσει πάλι, να εξακολουθήσει με ανδρεία την προηγούμενη πνευματική του εργασία». Γιατί αν και αυτό το είπε για το νου, ότι δηλαδή όταν φτάσει στη φύλαξη της καρδιάς, οφείλει να κάνει αυτά τα πράγματα, όμως δεν είναι ανάρμοστο να πούμε και για την ψαλμωδία το ίδιο. Λέγεται ότι ερώτησαν για την ψαλμωδία τον Μέγα Βαρσανούφιο, πώς πρέπει να ψάλλομε, και αποκρίθηκε ο γέροντας: «Οι Ώρες και οι Ωδές είναι εκκλησιαστικές παραδόσεις και ορθά δόθηκαν, για να υπάρχει ομοιομορφία. Οι σκητιώτες όμως ούτε τις Ώρες ψάλλουν, ούτε Ωδές έχουν· έχουν μόνο εργόχειρο και κατά μόνας μελέτη και λίγη προσευχή. Όταν λοιπόν στέκεσαι στην προσευχή, οφείλεις να λες το Τρισάγιο και το Πάτερ ημών και να παρακαλείς το Θεό να ελευθερωθείς από τον παλαιό άνθρωπο· και να μην αργοπορείς σ’ αυτήν, γιατί όλη την ημέρα ο νους σου είναι στην προσευχή». Αυτό που θέλει να πει ο γέροντας είναι ότι, η «κατά μόνας μελέτη» είναι η καρδιακή προσευχή, και η «λίγη προσευχή» είναι να σταθεί κανείς σε ψαλμωδία. Λέει δε καθαρά ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος: «Έργο της ησυχίας είναι η αμεριμνία για τα πάντα, η άοκνη προσευχή – αυτή είναι η στάση σε ψαλμωδία– και τρίτον, η αδιάσπαστη εργασία της καρδιάς». Αυτή είναι η καθέδρα της προσευχής και συνεπώς και της ησυχίας.

Περί της διαφοράς των ψαλλόντων Που οφείλεται η διαφορά, ότι άλλοι διδάσκουν πολλή ψαλμωδία, άλλοι λίγη κι άλλοι διόλου, αλλά μόνο την προσευχή και το σωματικό κόπο, ή από κάποιο εργόχειρο ή μετάνοιες ή άλλη κοπιαστική εργασία; Η λύση αυτών των αποριών είναι η εξής: Όσοι βρήκαν τη χάρη από την πρακτική άσκηση ύστερα από πολλούς κόπους και πολύ χρόνο, αυτό έμαθαν κι έτσι διδάσκουν τους άλλους. Δυσπιστούν όμως και δεν παραδέχονται εκείνους που με βαθιά γνώση, με το έλεος του Θεού και σε λίγο χρονικό διάστημα για τη θερμή τους πίστη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, έφτασαν στη θεία χάρη. Για τούτο και κατηγορούν αυτούς τους ανθρώπους παρασυρμένοι ασυναίσθητα από άγνοια και οίηση, και διαβεβαιώνουν ότι αν γίνεται αλλιώς, πρόκειται για πλάνη και όχι για ενέργεια της χάρης. Και δε γνωρίζουν ότι είναι εύκολο στον Κύριο, κατά τη Γραφή, να πλουτίσει ξαφνικά το φτωχό(Σ. Σειρ. 11, 21), και ότι η Παροιμία(Παροιμ. 1, 7) που λέει: «Αρχή σοφίας, ν’ αποκτήσεις τη σοφία», εννοεί τη χάρη. Και ο Απόστολος σκώπτει τους τότε μαθητές που αγνοούσαν τη χάρη, λέγοντας: «Δεν γνωρίζετε ότι ο Χριστός κατοικεί μέσα μας; Εκτός αν είστε αδόκιμοι»(Β΄ Κορ. 13, 5), δηλαδή απρόκοποι λόγω της αμέλειάς σας. Γι’ αυτό και δεν παραδέχονται από απιστία και υψηλοφροσύνη τις εξαίσιες ιδιότητες της προσευχής που ενεργούνται σε μερικούς από το πνεύμα με ιδιαίτερο τρόπο.

Αντίρρηση στα παραπάνω Πες μου εσύ που λες αυτά, αν κανένας νηστεύει, εγκρατεύεται, αγρυπνεί, στέκεται όρθιος, κάνει μετάνοιες, έχει πένθος, είναι ακτήμων, αυτά δεν είναι πράξη; Πώς λοιπόν μας λες, προτείνοντας μόνο την ψαλμωδία, ότι χωρίς την πρακτική άσκηση είναι αδύνατο να κρατήσεις την προσευχή; Αυτά δεν είναι πράξεις;

Απάντηση: Αν κανείς προσεύχεται με το στόμα, ο νους του όμως περιπλανιέται, τί ωφέλεια έχει; Ο ένας να κτίζει και ο άλλος να γκρεμίζει, καμιά ωφέλεια, κόπος χαμένος(Σ. Σειρ. 34, 23). Όπως κανείς εργάζεται με το σώμα, έτσι οφείλει να εργάζεται και με το νου, για να μη βρεθεί στο σώμα δίκαιος, ενώ στην ψυχή θα είναι γεμάτος από κάθε ακηδία και ακαθαρσία. Αυτό το βεβαιώνει και ο Απόστολος λέγοντας: «Αν προσεύχομαι με τη γλώσσα, δηλαδή με το στόμα, το πνεύμα μου προσεύχεται, δηλαδή η φωνή μου, μα ο νους μου μένει αμέτοχος. Προσεύχομαι με το στόμα, αλλά θα προσευχηθώ και με το νου»(Α΄ Κορ. 14, 13–15) , και: «Θέλω να πω πέντε λόγια κλπ.»(Α΄ Κορ. 14, 19). Μάρτυρας γι’αυτό είναι και ο Ιωάννης της Κλίμακος που λέει στο λόγο του περί προσευχής: «Ο μεγάλος εργάτης της μεγάλης και τέλειας προσευχής (ο Παύλος), λέει «θέλω να πω πέντε λόγια με το νου μου» κλπ.». Υπάρχουν δε πολλές πνευματικές εργασίες, αλλά είναι μερικές. Μεγάλη, που περιέχει και τις άλλες, ως πηγή αρετών, είναι κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος η καρδιακή προσευχή, μέσω της οποίας βρίσκομε κάθε αγαθό. Ο άγιος Μάξιμος λέει: «Δεν υπάρχει φοβερότερο πράγμα από την έννοια του θανάτου, ούτε μεγαλοπρεπέστερο από τη μνήμη του Θεού»· δηλώνει έτσι την ανωτερότητα αυτής της εργασίας. Όμως μερικοί, ούτε αν υπάρχει χάρη στο σημερινό καιρό θέλουν ν’ ακούσουν, γιατί είναι σκοτισμένοι από τη μεγάλη αναισθησία και άγνοια και ολιγόπιστοι.

Όσοι ψάλλουν λίγο, νομίζω κάνουν καλά, γιατί προτιμούν το μέτρο –αφού «πάν μέτρον άριστον», κατά τους σοφούς–, για να μην ξοδεύουν όλη τη δύναμη της ψυχής τους στην πρακτική και ο νους τους από αδιαφορία για την προσευχή παρουσιάζει ατονία σ’ αυτήν. Έτσι ψάλλουν λίγο, ενώ επεκτείνονται περισσότερο στην προσευχή. Ίσως μερικές φορές όταν ο νους εξαντλείται από τη συνεχή νοερή επίκληση και την επίμονη συγκέντρωση, δοκιμάζει λίγη ξεκούραση αν αφεθεί ελεύθερος μέσα στην έκταση της ψαλμωδίας από τη στενή περιοχή της ησυχίας. Αυτή είναι η άριστη τάξη και διδάσκεται από σοφότατους Πατέρες.

Όσοι πάλι δεν ψάλλουν διόλου, κάνουν καλά αν είναι προοδευμένοι στην αρετή. Αυτοί δε χρειάζεται να λένε ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάκοπη προσευχή και θεωρία, αν έφτασαν σε φωτισμό. Γιατί είναι ενωμένοι με το Θεό και δεν έχουν βέβαια ανάγκη να αποσπάσουν το νου τους από Αυτόν και να του προκαλέσουν σύγχυση. Όπως λέει ο Άγιος της Κλίμακος, πτώση του υποτακτικού είναι να κάνει το δικό του θέλημα, και του ησυχαστή να διακόψει την προσευχή. Γιατί μοιχεύει ο νους των ησυχαστών αν απομακρυνθεί από τη μνήμη του Θεού, σαν από νυμφίο, και συνδεθεί ερωτικά με πράγματα ελάχιστα. Να διδάξει τώρα κανείς και σε άλλους αυτή την τάξη, δεν ταιριάζει για όλους. Στους απλοϊκούς, που είναι υποτακτικοί και αγράμματοι, ναι· γιατί η υπακοή μετέχει από κάθε αρετή λόγω της ταπεινώσεως. Σ’ εκείνους όμως που είναι ανυπότακτοι, δεν πρέπει να δίνεται, για να μην πλανηθούν εύκολα, είτε απλοϊκοί είναι είτε γραμματισμένοι, γιατί όποιος ακολουθεί το δικό του θέλημα δεν μπορεί να αποφύγει την οίηση, από την οποία σαν φυσικό επακολούθημα έρχεται η πλάνη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Μερικοί όμως, επειδή δεν υποψιάζονται τη βλάβη που μπορεί να γίνει, διδάσκουν τους τυχόντες να ασκούν αυτή την τάξη μόνο, για να συνηθίσει, λένε, και να αγαπήσει ο νους τη μνήμη του Θεού· τούτο όμως δε γίνεται, και μάλιστα στους ιδιόρρυθμους (τους ανυπότακτους). Γιατί ο νους τους είναι ακόμη ακάθαρτος από αμέλεια και υψηλοφροσύνη και δεν έχει καθαρθεί πρωτύτερα με δάκρυα· έτσι σχηματίζουν μέσα τους όχι προσευχή, αλλά μάλλον αισχρές εικόνες λογισμών, καθώς τα ακάθαρτα πνεύματα που είναι μέσα στην καρδιά ταράζονται από το φοβερό όνομα του Κυρίου Ιησού και βρυχώνται να σκοτώσουν αυτόν που τα μαστιγώνει. Αν ο ιδιόρρυθμος ακούσει ή διδαχθεί γι’ αυτή την πνευματική εργασία και θέλει να την κρατήσει, ένα από τα δύο θα πάθει. Αν βιάζει τον εαυτό του, πλανάται και μένει αθεράπευτος. Αν πάλι δείξει αμέλεια, μένει απρόκοπος σε όλη του τη ζωή.

Θα πω τώρα κι εγώ που έμαθα από τη λίγη πείρα μου. Όταν καθίσεις ησυχάζοντας την ημέρα ή τη νύχτα, παρακαλώντας συνεχώς το Θεό με ταπείνωση και χωρίς λογισμούς, και κουραστεί ο νους να φωνάζει και πονέσει το σώμα και η καρδιά από την εντατική συγκέντρωση της συχνής επικλήσεως του Ιησού, έτσι που ούτε θέρμη να νιώθεις πια, ούτε ευφροσύνη –οι οποίες γεννούν την προθυμία και την υπομονή στον αγωνιστή–, τότε σήκω, στάσου και ψάλλε μόνος σου ή με το μαθητή που είναι μαζί σου, ή ασχολήσου με τη μελέτη κάποιου ρητού ή με τη μνήμη του θανάτου ή με κάποιο εργόχειρο ή κάτι άλλο ή με προσεκτική ανάγνωση, και καλύτερα όρθιος, για να προκαλείς κόπο στο σώμα. Και όταν στέκεσαι και ψάλλεις μόνος, λέγε το Τρισάγιο και έπειτα την προσευχή ψυχικά ή νοερά και ο νους σου να προσέχει την καρδιά. Αν πλησιάζει η ακηδία, λέγε και δύο ή τρείς ψαλμούς και δύο τροπάρια κατανυκτικά χωρίς να τα ψάλλεις. Γιατί, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, «οὐ μελωδήσωσιν οἱ τοιοῦτοι». Τους φθάνει για να ευφρανθούν ο πόνος της καρδιάς που γίνεται για την ευσέβεια, όπως λέει ο άγιος Μάρκος, και η θέρμη του πνεύματος που τους δίνεται για χάρη και αγαλλίαση. Μετά από κάθε ψαλμό λέγε και την προσευχή νοερά ή ψυχικά, με αδιάσπαστη προσοχή, καθώς και το Αλληλούια. Αυτή είναι η διάταξη των αγίων Πατέρων Βαρσανουφίου και Διαδόχου και των λοιπών. Και καθώς λέει ο μέγας Βασίλειος, πρέπει κανείς να κάνει κάθε μέρα εναλλαγή στους ψαλμούς, γιατί αυτό διεγείρει την προθυμία και για να μη βαρεθεί ο νους ψάλλοντας όλο τα ίδια· πρέπει ο νους να έχει ελευθερία, και έτσι ενισχύεται περισσότερο η προθυμία του. Αν πάλι στέκεσαι μαζί με μαθητή πιστό και ψάλλεις, εκείνος να λέει τους ψαλμούς κι εσύ μυστικά να προσέχεις την καρδιά σου και να προσεύχεσαι, φυλάγοντας τον εαυτό σου. Να καταφρονείς δε όλα τα νοήματα που εμφανίζονται στην καρδιά, είτε αισθητά, είτε νοητά, με τη βοήθεια της προσευχής. Γιατί ησυχία σημαίνει απόθεση όλων των νοημάτων, όσα δεν είναι θεϊκότερα και προερχόμενα από το πνεύμα, και τούτο μέχρι τον κατάλληλο καιρό, για να μην προσέχεις αυτά επειδή είναι τάχα καλά, και χάσεις το μεγαλύτερο.

Περί πλάνης Πρόσεχε λοιπόν, εραστή του Θεού, με ακρίβεια και γνώση. Όταν εκεί που εργάζεσαι αυτό το πνευματικό έργο, δεις φως ή φωτιά εξωτερικά ή εσωτερικά, ή κάποιο σχήμα δήθεν του Χριστού ή ενός Αγγέλου ή κάποιου άλλου, μην τα παραδεχθείς για να μην πάθεις καμία βλάβη. Μήτε συ ο ίδιος, προσέχοντας τις εικόνες αυτές, αφήσεις το νου σου να τις αποτυπώνει. Γιατί όλα αυτά που μετασχηματίζονται εξωτερικά με αταξία, γίνονται για να πλανήσουν την ψυχή. Η αληθινή αρχή της προσευχής είναι η καρδιακή θέρμη, η οποία καίει τα πάθη προκαλώντας στην ψυχή ιλαρότητα και χαρά, και στηρίζει την καρδιά με αδίστακτο πόθο και αναμφίβολη βεβαιότητα. Όπως λένε οι Πατέρες, κάθε τι που έρχεται στην ψυχή, είτε αισθητό είτε νοερό, αλλά η ψυχή αμφιβάλλει γι’ αυτό και δεν το παραδέχεται, δεν είναι από το Θεό, αλλά το έχει στείλει ο εχθρός. Κι αν δεις το νου σου να τον έλκει απ’ έξω ή από ψηλά κάποια αόρατη δύναμη, μην τον πιστέψεις, ούτε να τον αφήσεις να έλκεται, αλλά σφίξε τον ευθύς στο έργο του. Εκείνα που είναι του Θεού –λέει ο άγιος Ισαάκ– έρχονται μόνα τους, χωρίς να γνωρίζεις εσύ το πότε. Ενώ ο φυσικός εχθρός, ο δαίμονας που ενεργεί εσωτερικά στην περιοχή της μέσης –της έδρας του επιθυμητικού–, μετασχηματίζει τα πνευματικά με τη φαντασία σε άλλα αντί άλλων. Έτσι αντί θέρμη, προκαλεί τη δική του ανώμαλη πύρωση, ώστε να ταλαιπωρεί την ψυχή με την απάτη αυτή, κι αντί ευφροσύνη, φέρνει μια χαρά άλογη και μια κάθυγρη ηδύτητα, που γεννούν οίηση και αλαζονεία. Και προσπαθεί να κρύβεται από τους άπειρους και τους κάνει να νομίζουν ενέργεια της χάρης την πλάνη που τους προξενεί. Αλλ’ όμως ο χρόνος και η πείρα και η αίσθηση τον φανερώνουν σ’ εκείνους που δεν αγνοούν ολότελα την πανουργία του. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο φάρυγγας διακρίνει τις τροφές»(Σ. Σειρ. 36, 19), δηλαδή η πνευματική γεύση φανερώνει χωρίς πλάνη τα πάντα, τι είδους είναι.

Περί αναγνώσεως Αφού είσαι εργάτης, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, εκείνα που διαβάζεις να είναι πρακτικά. Γιατί η εργασία των πρακτικών κάνει περιττή την ανάγνωση των λοιπών. Να διαβάζεις πάντοτε τα σχετικά με την ησυχία και την προσευχή, όπως για παράδειγμα την Κλίμακα, τον άγιο Ισαάκ, τα έργα του αγίου Μαξίμου, του Νέου Θεολόγου και του μαθητή του Στηθάτου, του Ησυχίου, του Φιλόθεου του Σιναΐτη και όσα υπάρχουν των ομοίων τους. Τα υπόλοιπα άφησέ τα προς το παρόν, όχι ως απόβλητα, αλλά γιατί δε βοηθούν στο σκοπό σου, παρά μεταθέτουν το νου από την προσευχή στη μελέτη όσων εκθέτουν. Να κάνεις την ανάγνωση μόνος σου, όχι με φωνή υπερήφανης επιδείξεως, όχι με γρήγορη και τορνευτή ευγλωττία ή με καλλιέπεια λόγου ή ηδονική μελωδικότητα, ή ενώ δεν υπάρχουν άλλοι παρόντες, να σε κλέβει η εμπάθειά σου ασυναίσθητα και να διαβάζεις για να αρέσεις σε μερικούς σαν να είσαι μπροστά τους. Ούτε πάλι με απληστία, επειδή «παν μέτρον άριστον»· μήτε τραχιά ή νωχελικά κι αδιάφορα, αλλά σεμνά, όπως πρέπει, σταθερά, συνετά, εύρυθμα, με το νου και την ψυχή ή και με το λογικό. Με όλα αυτά ενδυναμώνεται ο νους κι αποκτά ισχύ και έξη να προσεύχεται με δύναμη. Αν όμως κάνει την ανάγνωση με τα αντίθετά τους που προαναφέραμε, τότε αποκτά σκοτισμό, χαύνωση και έκσταση, ώστε να νιώθει πόνο στο νου μέσα στον εγκέφαλο και να έχει ατονία στην προσευχή.

Πρόσεχε και την πρόθεσή σου κάθε στιγμή και εξέταζέ την με ακρίβεια, που κλίνει, αν δηλαδή κάθεσαι στην ησυχία ή ψάλλεις ή μελετάς ή προσεύχεσαι ή εργάζεσαι οποιαδήποτε αρετή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού για το ίδιο το καλό και για χάρη ψυχικής ωφέλειας, για να μην ξεγελιέσαι χωρίς να το καταλαβαίνεις. Γιατί οι ενέδρες του εχθρού είναι πολλές και παρατηρεί συνεχώς κρυφά πού κλίνει η πρόθεση του ανθρώπου χωρίς να το γνωρίζουν αυτό οι περισσότεροι, και θέλει πάντοτε να διαφθείρει απαρατήρητος το έργο για να μη γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όσο όμως κι αν αυτός πολεμά με επιμονή και σε πλησιάζει με αναίδεια, αν έχεις ακλόνητα στραμμένη την πρόθεσή σου στο Θεό, σπάνια θα ξεγελαστείς, ακόμη κι αν χωρίς να θέλεις παραβιάζεται απ’ αυτόν και περισπάται η κλίση του θελήματός σου. Και ίσως νικιέται κανείς αθέλητα ή και από αδυναμία, αλλά εξάπαντος συγχωρείται και επαινείται από Εκείνον που γνωρίζει τις προθέσεις και τις καρδιές. Αυτό το πάθος, η κενοδοξία θέλω να πω, δεν αφήνει το Μοναχό να προκόψει στην αρετή· αλλά ενώ υποφέρει τους κόπους, στο τέλος βρίσκεται άκαρπος. Γιατί παρουσιάζεται πάντοτε και στους τρεις, δηλαδή στον αρχάριο, το μέσο και τον τέλειο, και τους απογυμνώνει από την εργασία των αρετών.

Θα πω κάτι από την πείρα μου. Χωρίς τις παρακάτω αρετές ο Μοναχός δεν προοδεύει ποτέ· δηλαδή τη νηστεία, την εγκράτεια, την αγρυπνία, την υπομονή, την ανδρεία, την ησυχία, την προσευχή, τη σιωπή, το πένθος, την ταπείνωση. Αυτές οι αρετές γεννούν και φυλάγουν η μία την άλλη. Από την αδιάκοπη νηστεία μαραίνεται η επιθυμία και γεννιέται η εγκράτεια. Η εγκράτεια γεννά την αγρυπνία, η αγρυπνία την υπομονή, η υπομονή την ανδρεία, η ανδρεία την ησυχία, η ησυχία την προσευχή, η προσευχή τη σιωπή, η σιωπή το πένθος, το πένθος την ταπείνωση. Η ταπείνωση γεννά αντιστρόφως το πένθος, και στη συνέχεια θα βρεις ανάλογα οι θυγατέρες να γεννούν τις μητέρες μία προς μία. Αυτή η αλληλογέννηση αποτελεί και τη μεγαλύτερη αρετή. Τα αντίθετα πάλι είναι φανερά σε όλους.

Εδώ πρέπει να αναφέρομε και τους κόπους και τους πόνους της πνευματικής εργασίας και να εκθέσομε με σαφήνεια πώς πρέπει να ασκούμε κάθε εργασία, μήπως βαδίζοντας κανένας χωρίς κόπο και απ’ όσα άκουσε μόνο, δεν επιτύχει τον καρπό, και κατηγορήσει εμένα ή άλλον, ότι δεν είναι όπως τα είπαμε. Ο καρδιακός πόνος και ο σωματικός κόπος κάνουν αποδεδειγμένα αληθινό έργο, και φανερώνουν την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία σου δόθηκε με το βάπτισμα, καθώς και σε κάθε πιστό. Η ενέργεια αυτή καταχώθηκε από τα πάθη με την παραμέληση των εντολών, και περιμένει με το άπειρο έλεός της τη μετάνοιά μας, για να μην ακούσομε στο τέλος, εξαιτίας της ακαρπίας μας: «Πάρτε από αυτόν το τάλαντο· κι ό,τι νομίζει πώς έχει, θα του αφαιρεθεί»(Ματθ. 25, 28–29), και εξαποσταλούμε στην κόλαση να βασανιζόμαστε στη γέεννα αιωνίως. Γιατί κάθε εργασία σωματική και πνευματική που δεν έχει πόνο ή κόπο, ποτέ δε φέρνει καρπό σ’ εκείνον που την εξασκεί. Και η βασιλεία του Θεού κατακτάται με τη βία και την αρπάζουν όσοι ασκούν βία στον εαυτό τους, όπως είπε ο Κύριος(Ματθ. 11,12)· βία εννοούσε την κοπιαστική αίσθηση του σώματος σε όλα. Επειδή οι πολλοί ίσως πολλά χρόνια εργάστηκαν ή εργάζονται χωρίς κόπο, αλλά δεν κατέβαλαν τους κόπους τους φιλόπονα και με φλογερή καρδιακή προθυμία, γι’ αυτό είναι άδειοι από καθαρότητα και αμέτοχοι Αγίου Πνεύματος, αφού απέφυγαν τη δριμύτητα των κόπων. Γιατί εκείνοι που εργάζονται με αμέλεια και χαύνωση, ίσως να κοπιάζουν πολύ, κατά τη γνώμη τους· ποτέ όμως δε συνάγουν καρπό, ακριβώς γιατί δεν κοπίασαν και κατά βάθος δεν ένιωσαν πόνο. Μαρτυρεί γι’ αυτό κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας: «Κι αν όλες οι εκδηλώσεις της ασκήσεώς μας είναι σπουδαίες, η καρδιά μας όμως δεν είναι γεμάτη οδύνη, όλες αυτές είναι νόθες και άχρηστες». Ίσως ακόμη, όταν ζούμε χωρίς κόπο και πόνο, να μας σπρώχνει η ακηδία σε ανώφελους περισπασμούς και να σκοτιζόμαστε νομίζοντας ότι σ’ αυτούς θα βρούμε άνεση, πράγμα που δε γίνεται. Απλώς δενόμαστε με αόρατα άλυτα δεσμά και γινόμαστε ακίνητοι και αδρανείς για κάθε έργο, καθώς πληθαίνει μέσα μας η χαύνωση, και μάλιστα όταν είμαστε αρχάριοι. Γιατί στους τελείους όλα είναι ωφέλιμα, όταν γίνονται με μέτρο. Αυτό μαρτυρεί και ο Μέγας Εφραίμ λέγοντας: «Να κοπιάζεις με κόπο στους ασκητικούς κόπους, για να αποφύγεις τους κόπους των ματαίων κόπων (των περισπασμών)». Αν δε λυθεί η μέση μας, κατά τον Προφήτη(Ησ. 21, 3), από τον εξαντλητικό κόπο της νηστείας και δε μας πιάσουν από το οδυνηρό σφίξιμο της καρδιάς πόνοι σαν τη γυναίκα που γεννάει, δε θα γεννήσομε «πνεύμα σωτηρίας»(Ησ. 26, 18) στη γη της καρδιάς μας, όπως άκουσες. Αλλά νομίζομε πώς είμαστε κάτι για την πολύχρονη άσκησή μας και την ανώφελη παραμονή μας στην έρημο και τη χαύνωση και την ησυχία, και γι’ αυτό καυχιόμαστε. Την ώρα όμως του θανάτου μας, χωρίς αμφιβολία θα εννοήσομε καλά όλοι τί είδους καρπό έχομε.

Δεν είναι δυνατό να μάθει κανείς μόνος του την επιστήμη των αρετων, αν και μερικοί είχαν την πείρα για δάσκαλο. Γιατί μαρτυρεί οίηση να ενεργεί κανείς μόνος του και όχι με τη συμβουλή εκείνων που έχουν προοδεύσει στην αρετή· ή μάλλον γεννά την οίηση. Αν δηλαδή ο Υιός τίποτε δεν κάνει από μόνος Του, αλλά όπως τον δίδαξε ο Πατέρας, έτσι κάνει(Ιω. 8, 28), και το πνεύμα δε θα μιλήσει από μόνο Του(Ιω. 16, 13), ποιος είναι εκείνος που ανέβηκε σε τόσο ύψος αρετής, ώστε να μην έχει ανάγκη από κάποιον να τον μυσταγωγήσει; Έχει γελαστεί νομίζοντας πως έχει αρετή, ενώ έχει αλαζονεία. Γι’ αυτό πρέπει να υπακούμε σ’ εκείνους που γνωρίζουν τους κόπους της πρακτικής αρετής και έτσι να την ασκούμε. Δηλαδή την εξαντλητική νηστεία, την ανήδονη εγκράτεια, την επίμονη αγρυπνία, την κοπιαστική γονυκλισία, την επίπονη ακίνητη ορθοστασία, την παρατεταμένη προσευχή, την ανόθευτη ταπείνωση, τη συντριβή και τον ακατάπαυστο στεναγμό, τη σιωπή την εύλογη και σαν με αλάτι αρτυμένη(Κολ. 4, 60, και την υπομονή σε όλα. Δεν πρέπει να βρίσκεται κανείς πάντοτε σε ανάπαυση, ούτε να ασχολείται διαρκώς μόνο με το κάθισμα πρόωρα ή χωρίς να τον αναγκάζουν τα γηρατειά ή η αρρώστια. Γιατί λέει η Γραφή: «Θα τραφείς από τους κόπους των αρετών σου»(Ψαλμ. 127, 2), και: «Η βασιλεία των ουρανών δίνεται σ’ όσους βιάζουν τον εαυτό τους»(Ματθ. 11, 2). Όποιος λοιπόν βιάζεται να επιτελεί κάθε μέρα φιλόπονα τις παραπάνω πνευματικές εργασίες, αυτός με τη βοήθεια του Θεού θα θερίσει και τον καρπό όταν έρθει ο καιρός.

Πώς πρέπει να κάθεται ο ησυχαστής στην προσευχή και να μη σηκώνεται γρήγορα

Άλλοτε σε σκαμνί, το πιο πολύ, επειδή είναι κουραστικό· άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, σε στρωσίδι προσωρινά, για κάποια άνεση. Πρέπει το κάθισμά σου αυτό να γίνεται με υπομονή, όπως λέει ο Απόστολος: «Να επιμένετε καρτερικά στην προσευχή»(Κολ. 4, 2), και να μην αδημονείς και σηκώνεσαι γρήγορα από τον οδυνηρό κόπο και τη νοερή φωνή και το αδιάκοπο σφίξιμο του νου. Γιατί λέει ο Προφήτης: «Με έπιασαν πόνοι σαν τη γυναίκα που γεννάει»(Ησ. 21, 3). Αλλά σκύβοντας κατω και μαζεύοντας το νου μεσα στην καρδιά, αν βέβαια αυτή έχει ανοιχθεί, να επικαλείσαι τον Κύριο Ιησού να έρθει να σε βοηθήσει. Αν και θα κουραστούν οι ώμοι σου και συχνά θα πονά το κεφάλι σου, εσύ να έχεις καρτερία σ’ αυτά με φιλοπονία και έρωτα, ζητώντας μέσα στην καρδιά σου τον Κύριο. «Η βασιλεία του Θεού ανήκει σ’ όσους βιάζουν τον εαυτό τους, και αυτοί την αρπάζουν»(Ματθ. 11, 12). Με αυτά τα λόγια ο Κύριος υπέδειξε αληθινά να επιμένομε σ’ αυτά και σ’ αυτούς τους κόπους. Γιατί η υπομονή και η καρτερία σε όλα είναι που γεννούν τους κόπους και του σώματος και της ψυχής.

Πώς πρέπει να λέμε την ευχή Οι Πατέρες είπαν ως εξής. Άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», ολόκληρο. Άλλος το μισό: «Ιησού Υιέ του Θεού ελέησόν με», το οποίο είναι ευκολότερο για την αδυναμία του νου. Γιατί ούτε μπορεί κανείς αφεαυτού να επικαλεστεί μυστικά τον Κύριο Ιησού(Α΄ Κορ. 12, 3) μόνος χωρίς τη χάρη του Πνεύματος –τούτο μόνο με το Άγιο πνεύμα γίνεται καθαρά και τέλεια–, αλλά είναι σαν παιδί που ακόμη ψελλίζει, μην μπορώντας να αρθρώσει την ευχή ολοκληρωμένα. Δεν πρέπει όμως να αλλάζει συχνά τις επικλήσεις των ονομάτων από ραθυμία, αλλά αραιά για να εξασφαλίζεται η συνέχεια. Άλλοι τώρα διδάσκουν να λέμε την ευχή με το στόμα, και άλλοι με το νου. Εγώ λέω και με τα δύο. Γιατί άλλοτε αδυνατεί ο νους να τη λέει, από ακηδία, κι άλλοτε το στόμα. Γι’ αυτό πρέπει να προσεύχεσαι και με τα δύο, και με το στόμα και με το νου, πλην όμως ήσυχα και ατάραχα, για να μην προκαλεί σύγχυση η φωνή στην αίσθηση και στην προσοχή του νου και εμποδίζει. Ώσπου να συνηθίσει ο νους στο έργο αυτό και να προκόψει και να δεχθεί δύναμη από το πνεύμα, ώστε να εύχεται ολικά και με δύναμη. Τότε πιά δε χρειάζεται να μιλάει με το στόμα –εξάλλου ούτε που μπορεί– αλλά αρκείται μόνο να κάνει ολόκληρη την εργασία με το νου.

Πώς πρέπει να κρατάμε το νου Κατάλαβε ότι κανείς δεν μπορεί να κρατήσει το νου, αν δεν τον κρατήσει το πνεύμα. Γιατί ο νους είναι ακράτητος, όχι από τη φύση του ως αεικίνητος, αλλά γιατί οικειοποιήθηκε την περιπλάνηση από την αμέλειά μας και συνήθισε σ’ αυτήν απ’ την αρχή. Με την παράβαση δηλαδή των εντολών Αυτού που μας αναγέννησε, χωριστήκαμε από το Θεό και χάσαμε τη νοερή αίσθηση και ένωση που είχαμε μαζί Του. Αφού ο νους γλίστρησε από κει και χωρίστηκε από το Θεό, σέρνεται παντού σαν αιχμάλωτος. Και δεν είναι δυνατό να σταθεί ο νους με άλλο τρόπο, εκτός αν υποταχθεί στο Θεό και τον σταματήσει Εκείνος και ενωθεί μαζί Του με ευφροσύνη και τον παρακαλεί συνεχώς και με επιμονή και του εξομολογείται κάθε μέρα νοερά όσα φταίει. Και ο Θεός συγχωρεί αμέσως τα πάντα σ’ εκείνους που ζητούν και επικαλούνται συνεχώς το άγιο όνομά Του με ταπείνωση και συντριβή. Γιατί λέει ο Ψαλμωδός: «Να εξομολογείστε στον Κύριο και να επικαλείστε το άγιο όνομά Του»(Ψαλμ. 104, 1). Αλλά και η συγκράτηση της αναπνοής με το σφίξιμο του στόματος κρατάει το νου, αλλά μόνο μερικώς και διασκορπίζεται πάλι. Όταν όμως έρθει η ενέργεια της προσευχής, τότε κυρίως αυτή κρατάει το νου κοντά της και τον ευφραίνει και τον απαλλάσσει από την αιχμαλωσία. Εντούτοις καμιά φορά ενώ ο νους προσεύχεται και μένει μέσα στην καρδιά, η διάνοια περιπλανάται και μελετά άλλα. Αυτή δεν υποτάσσεται σε κανέναν, παρά στους τελείους με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι έφτασαν στην αρρέμβαστη κατάσταση με τη δύναμη του Ιησού Χριστού.

Πώς πρέπει να διώχνομε τους λογισμούς Κανείς αρχάριος δε διώχνει ποτέ λογισμό, αν δεν τον διώξει ο Θεός. Μόνο οι δυνατοί μπορούν να τους πολεμήσουν και να τους διώξουν. Αλλά και αυτοί δεν τους διώχνουν μόνοι τους, παρά με τη βοήθεια του Θεού κινούνται και πολεμούν εναντίον τους, όντας ντυμένοι την πανοπλία του Θεού. Εσύ τώρα, όταν έρχονται οι λογισμοί, να επικαλείσαι πυκνά και επίμονα τον Κύριο Ιησού και θα φύγουν επειδή δεν υποφέρουν την καρδιακή θέρμη που αναπηδά από την προσευχή, φεύγουν σαν να τους καίει φωτιά. «Με το όνομα του Ιησού, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, μαστίγωνε τους εχθρούς». Γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Δευτ. 4, 24· Εβρ. 12, 29) τη μοχθηρία τους.

Ο Κύριος που είναι ταχύς στο να βοηθεί, θα κάνει αμέσως την εκδίκηση εκείνων που φωνάζουν ολόψυχα προς Αυτόν μέρα και νύχτα(Λουκ. 18, 7). Εκείνος πάλι που δεν έχει ενέργεια προσευχής, τους κατατροπώνει με άλλον τρόπο, κάνοντας όπως ο Μωυσής(Εξ. 17, 11). Σηκώνεται δηλαδή όρθιος και απλώνει τα χέρια και τα μάτια στον ουρανό, και ο Θεός τους τρέπει σε φυγή· έπειτα κάθεται πάλι και εξακολουθεί την προσευχή με επιμονή. Αυτόν τον τρόπο μεταχειρίζεται εκείνος που δεν έχει ακόμη δύναμη προσευχής. Αλλά κι εκείνος που έχει την ενέργεια της προσευχής, όταν πρόκειται για σωματικά πάθη, δηλαδή την ακηδία και την πορνεία, που είναι τα σκληρά και βαρύτερα πάθη, πολλές φορές σηκώνεται και απλώνει προς τον ουρανό τα χέρια του ζητώντας βοήθεια. Αλλά αυτό το κάνει λίγες φορές, από το φόβο της πλάνης, και πάλι κάθεται στην προσευχή, μην τυχόν του φέρει καμία φαντασία ο εχθρός από ψηλά, παρουσιάζοντάς του ομοίωμα τάχα της αλήθειας. Γιατί το να είναι ο νους και πάνω και κάτω και στην καρδιά και παντού χωρίς να σφάλλει πουθενά, αυτό είναι ιδίωμα μόνο των καθαρών και των τελείων, οι οποίοι μπορούν να τον φυλάξουν χωρίς βλάβη.

Πώς πρέπει να ψάλλομε Άλλοι λένε λίγο, άλλοι πολύ, άλλοι καθόλου. Εσύ μήτε πολύ να ψάλλεις, γιατί αυτό φέρνει σύγχυση, μήτε καθόλου, γιατί ακολουθεί χαύνωση και αμέλεια. Μιμήσου εκείνους που ψάλλουν λίγο. Γιατί, όπως λένε οι άσοφοι σοφοί, παν μέτρον άριστον. Η πολλή ψαλμωδία είναι των πρακτικών εξαιτίας της άγνοιάς τους και του κόπου τους. Δεν είναι των ησυχαστών, οι οποίοι αρκούνται να προσεύχονται μόνο στο Θεό μέσα στην καρδιά τους και να απέχουν από νοήματα. Γιατί κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, ησυχία είναι η απόθεση των νοημάτων και των αισθητών και των νοητών. Γιατί όταν ο νους εξαντλήσει όλη τη δύναμή του στην πολλή ψαλμωδία, τότε θα εξασθενίσει και δε θα μπορέσει να προσεύχεται με ένταση και επιμονή. Το περισσότερο διάστημα της νύχτας, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, να το αφιερώνεις στην προσευχή, ενώ στην ψαλμωδία λίγο. Έτσι οφείλεις να κάνεις και συ.

Όταν στο κάθισμά σου δεις ότι ενεργεί μέσα σου η προσευχή και δεν παύει να κινείται μέσα στην καρδιά σου, μην την αφήσεις και σηκωθείς να ψάλλεις, ως τη στιγμή που θα σε εγκαταλείψει αυτή κατ’ οικονομίαν Θεού. Γιατί στην περίπτωση αυτή αφήνεις το Θεό μέσα σου και στέκεσαι και του μιλάς απέξω, πέφτοντας από τα ψηλά στα χαμηλά. Εκτός απ’ αυτό, φέρνεις και σύγχυση και ταράζεις το νου στη γαλήνη του. Γιατί η ησυχία κατά το όνομα έχει και την πράξη, γιατί τη διατηρούμε με ειρήνη και γαλήνη. Ο Θεός είναι ειρήνη πέρα από κάθε σύγχυση και κραυγή. Επίσης, πρέπει και η υμνωδία μας να είναι αγγελική σύμφωνα με το μοναχικό μας πολίτευμα, και όχι σαρκική. Γιατί το να ψάλλομε δυνατά, είναι σύμβολο της νοερής κραυγής και μας δόθηκε για τη ραθυμία και απαιδευσία μας, για να επιστρέφομε στα αληθινά. Σ’ εκείνους δηλαδή που δεν γνωρίζουν την προσευχή, η οποία είναι πηγή αρετών κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, και ποτίζει σαν φυτά τις ψυχικές δυνάμεις, σ’ αυτούς αρμόζει να ψάλλουν πολύ και χωρίς μέτρο και να έχουν πάντοτε μεγάλη ποικιλία και ποτέ να μη σταματούν, μέχρις ότου από την πολλή και επίπονη πράξη προκόψουν στη θεωρία και βρουν τη νοερά προσευχή να ενεργεί μέσα τους. Γιατί άλλη είναι η πράξη της ησυχίας και άλλη του κοινοβίου. Ο καθένας εκεί που καλέσθηκε, εκεί ας μένει(Α΄ Κορ. 7, 24), και θα σωθεί. Γι’ αυτό φοβούμαι να γράψω, εξαιτίας των πιο αδύνατων, που σε βλέπω να ζεις ανάμεσά τους. Όποιος πάσχει στην προσευχή, σύμφωνα με όσα άκουσε και έμαθε, χάνεται, καθώς δεν έχει άνθρωπο να τον οδηγεί. Ενώ εκείνος που γεύθηκε τη θεία χάρη, οφείλει να ψάλλει με μέτρο, κατά τους Πατέρες, και να ασχολείται τον περισσότερο καιρό με την προσευχή. Κι όταν τον πιάνει η ραθυμία, να ψάλλει ή να διαβάζει τα πρακτικά κεφάλαια των Πατέρων. Γιατί το πλοίο δε χρειάζεται τα κουπιά όταν ο αέρας φουσκώνει τα πανιά του και ο άνεμος είναι ο κατάλληλος για να σχίζει ανάλαφρα την αλμυρή θάλασσα των παθών, και μόνο όταν σταματήσει το τραβούν με τα κουπιά ή με τη βάρκα.

Αν τώρα κάποιοι προτείνουν με εριστική διάθεση τους αγίους Πατέρες ή μερικούς μοναχούς από εδώ, ότι έκαναν ολονύκτια ορθοστασία και ακατάπαυστη ψαλμωδία, σ’ αυτούς δίνομε απόκριση από τις Γραφές, ότι δεν είναι όλα σε όλους τέλεια, επειδή τους λείπει ο ζήλος και στερούνται τη δύναμη. Αλλά τα μικρά δεν είναι οπωσδήποτε μικρά για τους μεγάλους, και τα μεγάλα για τους μικρούς δεν είναι οπωσδήποτε τέλεια. Ενώ οι τέλειοι τα εκτελούν όλα με ευκολία. Δεν είναι βέβαια πάντοτε όλοι, τώρα ή στην παλιά εποχή, πρακτικοί. Ούτε όλοι βάδισαν ή κράτησαν μέχρι το τέλος τον ίδιο δρόμο. Πολλοί από την πρακτική ήρθαν στη θεωρία και αναπαύθηκαν αφήνοντας τα πάντα και σαββατίζοντας σύμφωνα με τον πνευματικό Νόμο. Ευφραίνονταν μόνο με το Θεό, χορτασμένοι από τη θεία απόλαυση, και δεν τους επέτρεπε η χάρη να ψάλλουν ή να μελετούν κάτι άλλο· βρίσκονταν πάντοτε σε έκπληξη, μέχρι τον κατάλληλο καιρό, έχοντας φτάσει εν μέρει το τελειότατο απ’ ό,τι μπορεί να επιθυμήσει κανείς, σαν προκαταβολή της αιώνιας μακαριότητας. Άλλοι σώθηκαν αφού παρέμειναν ως το τέλος, μέχρι το θάνατό τους, στο πρακτικό στάδιο, περιμένοντας την ανταπόδοση στον μέλλοντα αιώνα. Μερικοί βεβαιώθηκαν κατά το θάνατό τους και τα σώματά τους ευωδίασαν μετά θάνατον σε ένδειξη της σωτηρίας τους· είχαν βέβαια τη χάρη του βαπτίσματος όπως όλοι, αλλά εξαιτίας της αιχμαλωσίας και της άγνοιας του νου τους δεν την κοινώνησαν μυστικά όσο ήταν ακόμη στη ζωή. Άλλοι ευδοκιμούν και στα δυο, στην ψαλμωδία και στην προσευχή, και έτσι ζουν, έχοντας πλούσια τη χάρη και αεικίνητη και ποτέ δεν εμποδίζονται από τίποτε. Άλλοι κράτησαν μέχρι τέλους κυρίως την ησυχία, όντας απλοϊκοί, και περιορίζονταν μόνο στην προσευχή, κάνοντας πάρα πολύ καλά, μόνοι ενωμένοι με μόνο το Θεό. Γιατί οι τέλειοι, όπως είπαμε, όλα τα μπορούν με τη χάρη του Χριστού, που τους ενδυναμώνει(Φιλιπ. 4, 13). Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Τί να πω για την κοιλιά, τη βασίλισσα των παθών; Αν μπορέσεις να τη νεκρώσεις και να την κάνεις σαν μισοπεθαμένη, μην υποχωρήσεις. Εμένα, αγαπητέ, με έχει κατακυριέψει και την λατρεύω σαν δούλος της και συνθηκολογημένος μαζί της, αυτή η συνεργός των δαιμόνων και η κατοικία των παθών. Είναι αυτή που προκαλεί την πτώση μας, αλλά και την έγερσή μας όταν πειθαρχεί. Από αυτή έχομε ξεπέσει τόσο από το πρώτο, όσο κι από το δεύτερο θεϊκό μας αξίωμα. Αφού δηλαδή καταστράφηκε το αρχικό θεϊκό αξίωμά μας, ανακαινιστήκαμε πάλι με τη χάρη του Χριστού. Και να τώρα πάλι έχομε ξεπέσει από το Θεό, επειδή αμελήσαμε τις εντολές που διατηρούν και αυξάνουν τη χάρη με την προκοπή μας, ακόμη κι αν από άγνοια υπερηφανευόμαστε και νομίζομε ότι είμαστε με το Θεό. Τα σώματα έχουν πολλές διαφορές στην τροφή, όπως έχουν πει οι Πατέρες. Άλλος έχει ανάγκη από πολλή τροφή, άλλος από λίγη για τη διατήρηση της φυσικής δυνάμεώς του, κι ο καθένας τρώει ανάλογα με τη δύναμη και τη σωματική του κατάσταση. Ο ησυχαστής όμως πρέπει να περνά πάντοτε με στέρηση και να μη χορταίνει. Γιατί όταν βαρύνει το στομάχι, θολώνει ο νους και έτσι ούτε την προσευχή μπορεί να λέει δυνατά και καθαρά. Αλλά από τη χώνευση των πολλών φαγητών νυστάζει και θέλει να κοιμηθεί γρήγορα, οπότε πάρα πολλές φαντασίες ορμούν στο νου κατά τον ύπνο. Για εκείνον λοιπόν που θέλει να σωθεί και βιάζει τον εαυτό του για τον Κύριο να ζει ησυχαστικά, αρκεί νομίζω μιά λίτρα ψωμί και τρία ή τέσσερα ποτήρια νερό και κρασί την ημέρα. Από τα φαγητά που βρίσκονται, να τρώει την κατάλληλη ώρα λίγο απ’ όλα, χωρίς να χορταίνει. Ενεργώντας έτσι σοφά στο θέμα αυτό, θα μπορέσει ν’ αποφύγει την υπερηφάνεια, αφού θα τρώει απ’ όλα, αλλά και δε θα σιχαθεί τα έργα του Θεού, τα «καλά λίαν»(Γεν. 1, 31), και θα τον ευχαριστεί για όλα. Αυτή είναι η διάκριση των φρονίμων. Για τους ασθενείς όμως στην πίστη και στην ψυχή, η αποχή από τα φαγητά είναι συμφερότερη· σ’ αυτούς ο Απόστολος παραγγέλλει να τρώνε χορταρικά(Ρωμ. 14, 2), αφού δεν πιστεύουν ότι θα φυλαχθούν από το Θεό.

Τί να σου πω, που ζήτησες κανόνα και βάρος πολύ, ενώ είσαι γέρος; Δεν μπορούν οι νέοι να κρατήσουν με ζύγι και μέτρο, και πώς θα μπορέσεις εσύ; Πρέπει να κρατάς την ελευθερία σου σε όλα, όταν τρώς κάτι. Αν όμως νικιέσαι, να μετανοείς και να ξαναεπιχειρήσεις, και μην πάψεις να κάνεις έτσι πάντοτε, όταν πέφτεις δηλαδή να σηκώνεσαι κατηγορώντας πάντοτε τον εαυτό σου και όχι άλλον, και θα βρεις ανάπαυση, κερδίζοντας σοφά τη νίκη με πτώσεις, κατά τη Γραφή. Αλλά μην παραβαίνεις τον όρο που σου έθεσα και αυτό σου αρκεί. Γιατί τίποτε δε δυναμώνει το σώμα τόσο, όσο το ψωμί και το νερό. Γι’ αυτό έλεγε ο Προφήτης, παραβλέποντας όλα τ’ άλλα: «Υιέ ανθρώπου, θα φας το ψωμί σου με το ζύγι και θα πιεις το νερό με μέτρο»(Ιεζ. 4, 16). Το φαγητό έχει τρεις όρους: εγκράτεια, αυτάρκεια και κόρο. Εγκράτεια είναι να πεινάς μετά το φαγητό. Αυτάρκεια είναι μήτε να πεινάς μήτε να νιώθεις βάρος. Κόρος δε, να νιώθεις λίγο βάρος μετά το φαγητό. Να χορτάσεις τώρα, και να συνεχίσεις να τρως, αυτό είναι η θύρα της γαστριμαργίας, από την οποία μπαίνει η πορνεία. Εσύ, έχοντας καλά αυτά υπόψη σου, διάλεξε το κατά τη δύναμή σου καλύτερο, χωρίς να ξεπερνάς τους όρους. Γιατί μόνον οι τέλειοι μπορούν κατά τον Απόστολο και να πεινούν και να χορταίνουν και να είναι σε όλα δυνατοί (Φιλιπ. 4, 12).

Περί πλάνης και διαφόρων ζητημάτων Πρόσεξε τί θέλω να γνωρίζεις με ακρίβεια περί της πλάνης, ώστε να φυλάγεσαι απ’ αυτήν, μην τυχόν από άγνοια πάθεις μέγιστη βλάβη και χάσεις την ψυχή σου. Το αυτεξούσιο του ανθρώπου εύκολα κλίνει σε κοινωνία με τους δαίμονες, και μάλιστα των ανθρώπων εκείνων που δεν έχουν πείρα, και είναι σαν να κυβερνιούνται από αυτούς. Γιατί κοντά και γύρω στους αρχαρίους και τους ιδιόρρυθμους περιφέρονται οι δαίμονες ετοιμάζοντας παγίδες λογισμών και λάκκους πτώσεων και όλεθρο διά μέσου φαντασιών. Η πόλη τους δηλαδή βρίσκεται κάτω από την εξουσία των βαρβάρων. Και δεν πρέπει να απορούμε αν κάποιος πλανήθηκε, ή έχασε το νου του, ή δέχθηκε ή δέχεται πλάνη, ή βλέπει πράγματα ξένα προς την αλήθεια, ή λέει από απειρία και άγνοια πράγματα που δεν πρέπει. Γιατί πολλές φορές κάποιος μιλώντας από αμάθεια για την αλήθεια, και λέγοντας χωρίς να καταλάβει άλλ’ αντ’ άλλων, δε γνωρίζει να πει τα ορθά, κι έτσι τάραξε πολλούς και με την ανοησία του προκάλεσε ντροπή και γέλια σε βάρος των ησυχαστών. Δεν είναι θαυμαστό να πλανηθεί κάποιος αρχάριος και ύστερα από πολλούς κόπους· αυτό έγινε σε πολλούς και τωρινούς και παλιούς που αναζητούσαν το Θεό.

Η μνήμη του Θεού, δηλαδή η νοερά προσευχή, είναι υψηλότερη απ’ όλες τις πνευματικές εργασίες. Αυτή είναι η κεφαλή των αρετών, επειδή είναι αγάπη Θεού. Κι εκείνος που θέλει να πλησιάσει στο Θεό με αναίδεια και θρασύτητα, και βιάζεται να τον ομολογεί καθαρά και να τον αποκτήσει μέσα του, εύκολα θανατώνεται από τους δαίμονες αν το επιτρέψει ο Θεός, γιατί ζήτησε με τόλμη και αυθάδεια όσα δεν ταιριάζουν στην κατάστασή του κι επιδίωξε με αλαζονεία να τα επιτύχει πρόωρα. Πολλές φορές όμως ο Κύριος, ενώ μας βλέπει τολμηρούς στα μεγάλα και υψηλά, μας σπλαχνίζεται και δε μας παραχωρεί στον πειρασμό, για να αντιληφθεί καθένας μόνος του την υπερηφάνειά του και να μετανοήσει προτού γίνει όνειδος και περίγελως των δαιμόνων και άξιος να τον κλαίνε οι άνθρωποι, και μάλιστα εκείνος που επιζητεί με μακροθυμία και ταπείνωση και, το μεγαλύτερο, με υποταγή και ερώτηση των εμπείρων αυτό το θαυμαστό έργο, μην τυχόν αντί σιτάρι θερίσει χωρίς να καταλάβει αγκάθια και αντί γλυκύτητα πίκρα, και αντί σωτηρία βρει την απώλειά του. Γιατί μόνον οι δυνατοί και τέλειοι μπορούν να μονομαχούν πάντοτε με τους δαίμονες και να υψώνουν εναντίον τους το ξίφος του Πνεύματος, δηλαδή το λόγο του Θεού(Εφ. 6, 17). Οι αδύνατοι και αρχάριοι έχουν σαν οχυρό τους τη φυγή, με ευλάβεια και φόβο, αποφεύγοντας τον πόλεμο και μη τολμώντας πρόωρα, κι έτσι ξεφεύγουν το θάνατο.

Εσύ λοιπόν, αν ησυχάζεις σωστά, προσδοκώντας να είσαι μαζί με το Θεό, ποτέ να μην παραδεχθείς ό,τι και αν δεις αισθητό ή νοερό, εξωτερικά ή εσωτερικά, ακόμα και οπτασία Χριστού, ή δήθεν Αγγέλου, ή μορφή Αγίου, ή να φαντάζεσαι φως με το νου σου ή να δίνεις σ’ αυτόν σχήμα. Γιατί κι ο ίδιος ο νους έχει από τη φύση του τη δύναμη της φαντασίας και εύκολα μπορεί να σχηματίζει τις μορφές όσων επιθυμεί, σ’ εκείνους που δεν τον προσέχουν ακόμα με ακρίβεια, και προκαλεί βλάβη και στον εαυτό του. Ακόμη και η μνήμη των αγαθών ή των κακών, συνηθίζει να δίνει ξαφνικά μορφή στην αίσθηση του νου και να οδηγεί στη φαντασία, οπότε ένας τέτοιος γίνεται μόνος του φανταστής και όχι ησυχαστής. Γι’ αυτό πρόσεχε μη συγκατατεθείς και πιστέψεις αμέσως κάτι τί, ας είναι και αγαθό, προτού το εξετάσεις πολύ και ρωτήσεις τους έμπειρους, για να μη βλαφθείς. Σ’ αυτό το πράγμα να είσαι διστακτικός κρατώντας πάντοτε το νου σου χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα. Πολλές φορές κάτι που έστειλε ο Θεός για δοκιμή και ως στεφάνι, πολλούς τους έβλαψε. Γιατί ο Κύριος μας θέλει να δοκιμάζει το αυτεξούσιό μας, προς τα που κλίνει. Εκείνος που είδε κάτι με τη διάνοια ή με την αίσθησή του, ακόμη κι αν προέρχεται από το Θεό, και το δεχθεί χωρίς τη γνώμη των εμπείρων, εύκολα πέφτει ή θα πέσει σε πλάνη ως εύπιστος.

Ο αρχάριος πρέπει να προσέχει στην καρδιακή ενέργεια που είναι απλανής, κι όλα τα άλλα να μην τα παραδέχεται μέχρις ότου ειρηνεύσει από τα πάθη. Γιατί ο Θεός δεν αγανακτεί εναντίον εκείνου που προσέχει με ακρίβεια τον εαυτό του, από το φόβο της πλάνης, ακόμη και αν αυτός δε δεχθεί εκείνο που του έστειλε, χωρίς να ερωτήσει και να ερευνήσει πολύ· μάλλον τον επαινεί ως σοφό, αν και εναντίον μερικών αγανάκτησε. Δεν πρέπει όμως όλους να τους ερωτά, παρά ένα, που να του έχουν εμπιστευθεί την καθοδήγηση και άλλων και να έχει ζωή που αστράφτει από αρετή, φτωχό αλλά που να κάνει πλούσιους πολλούς, κατά τη Γραφή(Β΄ Κορ. 6, 10). Γιατί πολλοί άπειροι έβλαψαν πολλούς ανόητους, των οποίων θα έχουν το κρίμα μετά θάνατον. Δεν ταιριάζει σ’ όλους να οδηγούν άλλους, αλλά σ’ εκείνους που δόθηκε η θεία διάκριση, η οποία ονομάζεται από τον Απόστολο «διάκρισις πνευμάτων»(Α΄ Κορ. 12, 10) και ξεχωρίζει το χειρότερο από το καλύτερο με τη μάχαιρα του λόγου. Ο καθένας έχει δική του γνώση και διάκριση, φυσική ή πρακτική ή από μάθηση, δεν έχουν όμως όλοι τη διάκριση του Πνεύματος. Γι’ αυτό έλεγε ο σοφός Σειράχ: «Οι φίλοι σου, με τους οποίους θα ειρηνεύεις, να είναι πολλοί, οι σύμβουλοί σου όμως ένας στους χίλιους»(Σ. Σειρ. 6, 6). Και δεν είναι μικρός ο αγώνας να βρείς οδηγό που δεν πλανάται και στα έργα και στα λόγια και στα νοήματα. Ο απλανής οδηγός φαίνεται από το αν η ζωή του και η φρόνησή του συμφωνεί με τις μαρτυρίες των θείων Γραφών κι αν είναι μετριόφρων. Και δεν είναι λίγη η βία που χρειάζεται για να φτάσει κανείς φανερά την αλήθεια και να καθαρθεί από ό,τι είναι αντίθετο στη χάρη. Γιατί ο διάβολος συνηθίζει να παρουσιάζει την πλάνη του με το σχήμα της αλήθειας, και μάλιστα στους αρχαρίους, μετασχηματίζοντας τα πονηρά του σχέδια σε πνευματικά. Γι’ αυτό το λόγο, εκείνος που αγωνίζεται να φτάσει στην καθαρή προσευχή, οφείλει να πορεύεται μέσα στην ησυχία, με μεγάλο τρόμο και πένθος και με ερώτηση των εμπείρων για να τον οδηγούν να κλαίει πάντοτε για τις αμαρτίες του, να λυπάται και να φοβάται μήπως κολαστεί ή χάσει το Θεό και χωριστεί από Αυτόν τώρα ή στο μέλλον. Όταν λοιπόν δει ο διάβολος κάποιον να ζει μέσα στο πένθος, δε μένει εκεί, γιατί δειλιάζει την ταπείνωση που προξενείται από το πένθος. Αν όμως δει κάποιον να φαντάζεται με υπερηφάνεια ότι θα φτάσει τα υψηλά, έχοντας πόθο σατανικό και όχι αληθινό, τότε εύκολα τον πιάνει στα δίχτυα του σαν υπηρέτη του. Γι’ αυτό είναι πολύ μεγάλο όπλο να κρατά κανείς την προσευχή και το πένθος, για να μην πέφτει από τη χαρά της προσευχής στην υπερηφάνεια, αλλά να προτιμά τη χαρμολύπη κι έτσι να μένει αβλαβής. Γιατί η απλανής προσευχή, η θέρμη δηλαδή μαζί με την προσευχή του Ιησού, ο οποίος έβαλε φωτιά στη γη της καρδιάς μας(Λουκ. 12, 49), είναι που κατακαίει τα πάθη σαν αγκάθια και προκαλεί στην ψυχή ευφροσύνη και ιλαρότητα· και αυτή δεν έρχεται ούτε από δεξιά, ούτε από αριστερά, ούτε από πάνω, αλλά αναβλύζει στην καρδιά σαν πηγή νερού από το ζωοποιό πνεύμα. Αυτή μονάχα πόθησε να βρεις και να αποκτήσεις μέσα στην καρδιά σου, κρατώντας πάντοτε το νου σου χωρίς φαντασίες και γυμνό από νοήματα και λογισμούς· και μη φοβάσαι. Εκείνος που είπε: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβάστε»(Ματθ. 14, 27), Αυτός είναι μαζί μας (τον οποίο παρακαλούμε να μας υπερασπίζει πάντοτε), και δεν πρέπει να δειλιάζομε ή να στενάζομε όταν επικαλούμαστε το Θεό.

Αν τώρα είναι και μερικοί που παρεξέκλιναν και βλάφθηκαν τα μυαλά τους, πρόσεξε ότι το έπαθαν αυτό από ιδιορρυθμία και υψηλοφροσύνη. Γιατί εκείνος που αναζητεί το Θεό με υποταγή και ερώτηση των άλλων και ταπεινοφροσύνη, δε θα βλαφθεί ποτέ, με τη χάρη του Χριστού, ο οποίος θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν(Α΄ Τιμ. 2, 4). Κι αν συμβεί κάποιος πειρασμός, γίνεται για δοκιμή και στεφάνι και επισύρει γρήγορα τη βοήθεια του Θεού που τον παραχώρησε, με τρόπους που γνωρίζει Αυτός. Εκείνον που ζει ορθά και ενεργεί άμεμπτα και απέχει από ανθρωπαρέσκεια και υψηλοφροσύνη, ακόμη κι αν προκαλέσει εναντίον του αναρίθμητους πειρασμούς όλη η φάλαγγα των δαιμόνων, δε θα τον βλάψει, όπως λένε οι Πατέρες. Εκείνοι όμως που πορεύονται με αυθάδεια και σύμφωνα με τη δική τους κρίση, αυτοί εύκολα υφίστανται βλάβη. Γι’ αυτό ο ησυχαστής πρέπει πάντοτε να κρατά τη βασιλική οδό. Γιατί την υπερβολή στο κάθε τί, συνήθως την ακολουθεί εύκολα η υπερηφάνεια, την οποία διαδέχεται η πλάνη. Να κρατάς την ανάσα του νου, σφίγγοντας λίγο κατά την προσευχή το στόμα, κι όχι την ανάσα της μύτης, όπως κάνουν οι αμαθείς, για να μη βλαφθείς φουσκώνοντας.

Οι αρετές της ησυχίας είναι τρεις, και πρέπει να τις τηρούμε με ακρίβεια και να εξετάζομε κάθε στιγμή αν βαδίζομε διαρκώς στη γραμμή τους, μην τυχόν παρασυρόμαστε από τη λησμοσύνη και βαδίζομε έξω απ’ αυτές. Και είναι οι εξής: η εγκράτεια, η σιωπή και η αυτομεμψία, δηλαδή η ταπείνωση. Είναι περιεκτικές αρετές και υποστηρίζουν η μία την άλλη, κι από αυτές γεννιέται η προσευχή κι ολοένα αυξάνει.

Η αρχή της χάρης στην προσευχή παρουσιάζεται σε μερικούς με διάφορες μορφές και με πολλούς τρόπους παρατηρείται και αναγνωρίζεται η κατανομή των χαρισμάτων του Πνεύματος, σύμφωνα με το θέλημά Του, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 2, 4), ώστε να φαίνεται και σ’ εμάς κατά το παράδειγμα του προφήτη Ηλία του Θεσβίτη(Γ΄ Βασ. 19, 11–12). Σε μερικούς δηλαδή, έρχεται σαν φοβερός άνεμος που διαλύει βουνά παθών και συντρίβει πέτρες, δηλαδή τις σκληρές καρδιές, έτσι ώστε από το φόβο η σάρκα καθηλώνεται και γίνεται νεκρή. Σε άλλους παρουσιάζεται στην αρχή σαν σεισμός, δηλαδή αγαλλίαμα στα σπλάχνα (το οποίο και σκίρτημα έχουν πει καθαρότερα οι Πατέρες), άυλο και ουσιώδες· γιατί το ανούσιο είναι ανυπόστατο και ανύπαρκτο. Σε άλλους τέλος, και μάλιστα σ’ εκείνους που πρόκοψαν στην προσευχή, ο Θεός ενεργεί σαν απαλή και ειρηνική αύρα φωτός, καθώς μέσα στην καρδιά τους, όπως λέει ο Απόστολος(Εφ. 3, 17), κατοίκησε ο Χριστός και φανερώνεται μυστικά με τη χάρη του Πνεύματος. Γι’ αυτό έλεγε ο Θεός στον Ηλία στο όρος Χωρήβ, ότι «ο Κύριος δεν είναι ούτε στο φοβερό άνεμο, ούτε στο σεισμό (δηλαδή στις μερικές ενέργειες των αρχαρίων), αλλά σε απαλή αύρα φωτός, εκεί είναι ο Κύριος»(Γ΄ Βασ. 19, 11–12). Μ’ αυτό μας υπέδειξε την τελειότητα της προσευχής.

Τί θα κάνει κανείς όταν ο δαίμονας μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14) και παραπλανά τον άνθρωπο;

Γι’ αυτό έχει ανάγκη ο άνθρωπος από μεγάλη διάκριση, για να γνωρίζει καλά τη διαφορά του καλού και του κακού. Μην παραδέχεσαι λοιπόν γρήγορα τα φαινόμενα από ελαφρότητα, αλλά να μένεις βαρύς και ύστερα από πολλή δοκιμασία να κρατάς το καλό και να απορρίπτεις το κακό(Α΄ Θεσ. 5, 21–22). Οφείλεις να δοκιμάζεις και να διακρίνεις τα πράγματα, και τότε να πιστεύεις. Πρέπει να γνωρίζεις ότι είναι φανερές οι ενέργειες της χάρης, τις οποίες ο δαίμονας, όσο κι αν μετασχηματίζεται σε άγγελο, δεν μπορεί να σου τις δώσει. Ούτε πραότητα δίνει, ούτε επιείκεια, ούτε ταπείνωση, ούτε μίσος του κόσμου, ούτε παύει τις ηδονές και τα πάθη· αυτά είναι ενέργειες της χάρης. Η ενέργεια του δαίμονα είναι αλαζονεία και υψηλοφροσύνη και δειλία και κάθε κακία. Από την ενέργεια λοιπόν μπορείς να μάθεις αν το φως που έλαμψε στην ψυχή σου είναι από το Θεό

ή από το σατανά. Το μαρούλι είναι όμοιο στην εμφάνιση με την πικραλίδα και το ξίδι όμοιο στο χρώμα με το κρασί, αλλά ο λάρυγγας καταλαβαίνει και διακρίνει τη διαφορά τους από τη γεύση. Έτσι και η ψυχή, αν έχει διάκριση, αναγνωρίζει από τη νοερή αίσθηση τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και τις φαντασίες του σατανά.

Комментарии для сайта Cackle