Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Σύντομη βιογραφία
Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης έζησε στα χρόνια της βασιλείας τον Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, γύρω στο 1340 μ.Χ. Αφού άφησε όλο τον κόσμο και τα του κόσμου, από την πατρίδα του Κωνσταντινούπολη μετανάστευσε στον αγιώννμο Αθω, όπου ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Εδώ, έπειτα από σκληρούς ασκητικούς κόπους μέσα σε άκρα ησυχία, με την ψυχή στραμμένη στο Θεό μόνο, έγινε θεόμορφος καθρέφτης του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίνοντας όσο λίγοι στην κορυφή της πράξεως και της θεωρίας. Με καταυγαζόμενη τη διάνοια του από τις θεοπτικές Ελλάμψεις του Πνεύματος, άφησε στην Εκκλησία του Θεού σοφότατα και θεολογικότατα συγγράμματα, σαν μνημείο Ορθοδοξίας.
Αποσπάσματα από αυτά είναι όσα περιέχονται στο βιβλίο αυτό, τα οποία προξενεύουν πράγματι στους αναγνώστες θησαυρούς θείας γνώσεως και πνευματικής σοφίας και τελειότητας. Γιατί ο ουράνιος και θεοπτικός αυτός νους δε συγκέντρωσε σε αυτά μόνο τους λόγους των παλαιοτέρων Αγίων, αλλά πρόσθεσε και όσα υπερφυσικά έμαθε ο ίδιος με μακρά πείρα και μακάριο πάθος, και τεχνούργησε έτσι ένα πραγματικό αριστούργημα των νηπτικών, ώστε κανείς ποτέ να μην τα θεωρεί γέννημα ανθρώπινης διάνοιας -κάθε άλλο μάλιστα. Στην πραγματικότητα είναι νοήματα Χριστού και λόγοι Θεού που φέρνουν σε έκσταση κάθε ακοή και διάνοια. Με αυτά υπερασπίζει σθεναρά όσους ζουν σε ιερή ησυχία και σχολάζουν ατή νοερά νήψη και προσευχή, ενώ αντιμετωπίζει εμβριθέστατα, με αποδείξεις από τη Γραφή, τις αντίθετες κενοφωνίες των αντιπάλων, ως απόψεις που ανατρέπουν την αλήθεια.
Προς τη σεμνοτάτη μοναχή Ξένη
Σ’ εκείνους που επιθυμούν να ζουν τη μοναχική ζωή αληθινά, είναι δυσάρεστη όχι μονάχα η συναναστροφή με τους πολλούς, αλλά και με εκείνους που ζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αυτό διακόπτει τη συνέχεια της πανευφρόσυνης επικοινωνίας με το Θεό και σχίζει στα δύο και κάποτε σε πολλά μέρη το ενιαίο του νου, το οποίο συγκροτεί τον έσω και αληθινό Μοναχό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες, όταν ερωτήθηκε γιατί αποφεύγει τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ότι «δεν μπορώ να είμαι με το Θεό όταν συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους». Άλλος πάλι, μιλώντας γι’ αυτά από την πείρα του, θεωρεί όχι μόνο τη συναναστροφή, αλλά και τη θέα των ανθρώπων, ως αιτία που μπορεί να διαφθείρει τη σταθερότητα της νοερής ηρεμίας των ησυχαστών. Αν δε κανείς εξετάσει με ακρίβεια, και μόνο η σκέψη του ερχομού κάποιου και η αναμονή της επισκέψεως και της συνομιλίας δεν αφήνει τελείως ατάραχο το νοητικό μέρος της ψυχής. Εκείνος τώρα που γράφει και λόγους, φορτώνει το νου του με ακόμη πιο έντονη μέριμνα. Κι αν είναι από εκείνους που έχουν προκόψει στην αρετή και έχει, λόγω ψυχικής υγείας, και την αγάπη του Θεού, την έχει ενεργητική και όταν γράφει, αλλά πάντως όχι με άμεσο και γνήσιο τρόπο. Αν όμως είναι από εκείνους που πέφτουν ακόμη σε πολλά νοσήματα και πάθη της ψυχής, όπως πράγματι είμαι εγώ, κι έχουν ανάγκη να φωνάζουν συνεχώς στο Θεό «γιάτρεψε με, γιατί αμάρτησα σ’ Εσένα»(Ψαλμ. 40, 5), αυτοί δεν είναι εύλογο πριν από τη θεραπεία τους ν’ αφήσουν τη δέηση και ν’ ασχοληθούν με ο,τιδήποτε άλλο θεληματικά. Εκτός από αυτά, με τα γραπτά του κανείς συνομιλεί και με τους απόντες, και μεταδίδει την ομιλία σε περισσότερους καιρούς και ανθρώπους, κάποτε και σ’ αυτούς που δε θα ήθελε, αφού τα κείμενα παραμένουν και μετά το θάνατο εκείνου που τα έγραψε. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες, κορυφαίοι ησυχαστές, δε θέλησαν να γράψουν τίποτε, αν και μπορούσαν να εκθέσουν σπουδαία και ωφελιμότατα πράγματα.
Εγώ, αν και απέχω πάρα πολύ από την ακρίβεια εκείνων, συνήθιζα να γράφω, αλλά όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Τώρα όμως μ’ έκαναν διστακτικότερο και σ’ αυτό εκείνοι που είδαν με φθονερά μάτια μερικά γραπτά μου, ζητώντας απ’ αυτά αφορμές να με βλάψουν. Αυτοί, σύμφωνα με τον Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται εμπαθώς από τα ψηφία και τις χωρίς νόημα γραμμές και από συλλαβές και λέξεις άγνωστες που δε φτάνουν στο νοερό μέρος της ψυχής τους. Κι είναι πράγματι παράλογο και κακό και ολότελα ανάρμοστο σ’ εκείνους που θέλουν να νοούν τα θεία, το να μην προσέχουν στην έννοια του περιεχομένου, αλλά στις λέξεις. Εγώ γνωρίζω καλά πως δέχθηκα δικαίως τις κατηγορίες τους. Όχι ότι δεν έγραφα σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτό με τη χάρη του Χριστού το φύλαξα στα γραπτά μου· αλλά ότι έγραψα για πράγματα, για τα οποία δεν ήμουν άξιος και, παρόμοια με τον Οζά(Β΄ Βασ. 6, 6–7), επιχείρησα με το λόγο να κρατήσω το όχημα της αλήθειας που κινδύνευε να ανατραπεί. Βέβαια, η τιμωρία που εγώ δέχθηκα από το Θεό δεν ήταν σε βαθμό οργής, αλλά παιδαγωγίας με μέτρο. Γι’ αυτό και δεν παραχωρήθηκε να υπερισχύσουν εναντίον μου οι επιτιθέμενοι. Αλλά κι αυτό μάλλον οφείλεται στην αναξιότητά μου. Δεν ήμουν φαίνεται άξιος ούτε ικανός να πάθω τίποτε για χάρη της αλήθειας και να γίνω με χαρά συγκοινωνός των παθημάτων των Αγίων. Μήπως και ο Χρυσόστομος, που από αυτήν ακόμη τη ζωή ήταν ενωμένος με την Εκκλησία των πρωτοτόκων στους ουρανούς και που έγραφε λόγους για την ευσέβεια με εγκυρότητα, σαφήνεια και γλυκύτητα όσο κανείς, μήπως λοιπόν κι αυτός ο τόσο μέγας δεν αποκόπηκε από την Εκκλησία και δεν καταδικάστηκε σε εξορία, γιατί δήθεν έγραφε και φρονούσε την αίρεση του Ωριγένη; Και ο Πέτρος, ο κορυφαίος του κορυφαίου χορού των μαθητών του Κυρίου, λέει ότι οι τότε αμαθείς διαστρέβλωναν τα δυσνόητα σημεία των επιστολών του μεγάλου Παύλου, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απώλεια(Β΄ Πέτρ. 3, 16).
Εγώ δε, για τη μικρή ενόχληση που μου προξένησαν οι αντίπαλοι, αν και καταδικάστηκαν συνοδικώς, είχα σκοπό να πάψω τελείως να γράφω, αν εσύ τώρα, αγία Γερόντισσα, δεν το ζητούσες ακούραστα με παρακλητικά γράμματα και μηνύματα, έως ότου με έπεισες να καταπιαστώ πάλι με συμβουλευτικούς λόγους. Αν και εσύ δεν έχεις μεγάλη ανάγκη από συμβουλές, γιατί έχεις, με τη χάρη του Χριστού, μαζί με τη γεροντική ηλικία και το σεβασμό της συνέσεως, κι έχεις διαβάσει το νόμο των ιερών εντολών με πολυετή εφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τη ζωή σου στην υπακοή και στην ησυχία. Με αυτά λείανες την πλάκα της ψυχής σου και την έκανες κατάλληλη να χαραχθούν πάνω της τα θεϊκά γράμματα και να μη σβήσουν. Αλλά τέτοια είναι η ψυχή που κυριεύτηκε ολοκληρωτικά από τον πόθο της πνευματικής διδασκαλίας· δεν την χορταίνει ποτέ. Γι’ αυτό και η Σοφία του Θεού λέει για τον εαυτό της: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο»(Σ. Σειράχ 24, 21). Και ο Κύριος που βάζει μέσα μας αυτόν τον πόθο, λέει για τη Μαρία που διάλεξε την «αγαθή μερίδα», ότι δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί(Λουκ. 10, 42). Εσύ χρειάζεσαι επιπλέον τη διδασκαλία αυτή και για τις θυγατέρες του Μεγάλου Βασιλέως, τις μοναχές δηλαδή, που ζουν κάτω από την πνευματική σου παιδαγωγία, και μάλιστα για τη Σύνεση, την οποία ποθείς να δώσεις νύμφη από το γένος σου στο Χριστό, το χορηγό της αφθαρσίας. Αυτόν μιμήθηκες κι εσύ· όπως δηλαδή Αυτός πήρε πραγματικά για χάρη μας τη δική μας μορφή, έτσι κι εσύ τώρα υποδύθηκες το πρόσωπο των αρχαρίων που έχουν ανάγκη από διδασκαλία. Γι’ αυτό κι εγώ, αν και δεν έχω ευχέρεια στους λόγους, και ειδικά σε τέτοιους λόγους, αλλά για να κάνω υπακοή και να τηρήσω την εντολή «Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι, να το δώσεις»(Ματθ. 5, 42), από ό,τι τώρα έχω, θα εκπληρώσω το χρέος της κατά Χριστόν αγάπης, για να δείξω την καλή πρόθεσή μου.
Να ξέρεις λοιπόν, αγία Γερόντισσα, ή μάλλον άκουσε συ για να πληροφορηθούν oι νέες που διάλεξαν την κατά Θεόν ζωή, ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής, η οποία είναι φύσει αθάνατη. Έτσι λέει ο Θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού: «Υπάρχει αμαρτία που επιφέρει θάνατο και άλλη που δεν επιφέρει»(Α΄ Ιω. 5, 16–17)· εδώ εννοεί οπωσδήποτε το θάνατο της ψυχής. Και ο μέγας Παύλος λέει: «Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο»(Β΄ Κορ. 7, 10)· εννοεί φυσικά το θάνατο της ψυχής. Κι άλλου λέει: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, κι ο Χριστός θα σε φωτίσει»(Εφ. 5, 14). Από ποιους νεκρούς προστάζει να αναστηθεί; Οπωσδήποτε από εκείνους που νεκρώθηκαν από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες μάχονται κατά της ψυχής(Α΄ Πέτρ. 2, 11). Γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε νεκρούς, εκείνους που ζουν στον μάταιο αυτόν κόσμο. Γιατί δεν έδωσε άδεια στο μαθητή που του ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του, αλλά τον διέταξε να Τον ακολουθεί, και να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς τους(Ματθ. 8, 22). Νεκρούς εδώ ονόμασε ο Κύριος και τους ζωντανούς που είναι νεκρωμένοι στην ψυχή. Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Παράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: «Την ημέρα που θα φας από το απαγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο»(Γεν. 2, 17). Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ετών(Γεν. 5, 5). Αλλά ο θάνατος που επικράτησε στην ψυχή λόγω της παραβάσεως, όχι μονάχα αχρειώνει την ψυχή και κάνει τον άνθρωπο επικατάρατο, αλλά κάνει και το σώμα πολύμοχθο και πολυπαθές και φθαρτό και στο τέλος το παραδίνει στο θάνατο. Γιατί τότε, μετά τη νέκρωση δηλαδή του έσω ανθρώπου εξαιτίας της παραβάσεως, άκουσε ο χοϊκός Αδάμ ότι «θα είναι καταραμένη η γη και θα το δείχνει στα διάφορα έργα σου· θα σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ως την ώρα που θα επιστρέψεις στη γη, από την οποία σχηματίστηκες· γιατί γη είσαι, και στη γη θα γυρίσεις»(Γεν. 3, 17–19). Στη μέλλουσα εκείνη νέα γέννησή μας, κατά την ανάσταση των δικαίων, θα αναστηθούν και τα σώματα των ανόμων και αμαρτωλών, αλλά για να παραδοθούν στό δεύτερο θάνατο(Αποκ. 20, 14), στην αιώνια κόλαση, στον ακοίμητο σκώληκα(Μαρκ. 9, 44), στο τρίξιμο των δοντιών, στο εξώτερο και ψηλαφητό σκοτάδι(Ματθ. 8,
12), στη σκοτεινή και άσβεστη γέεννα του πυρός(Ματθ. 5, 22), σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει ότι οι άνομοι και οι αμαρτωλοί θα ριχτούν μαζί σε φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί να σβήσει(Ησ. 1, 31). Αυτό είναι ο δεύτερος θάνατος, όπως μας δίδαξε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Άκουε ακόμη τι λέει και ο μέγας Παύλος: «Αν ζείτε σαρκικά, σας περιμένει θάνατος· αν όμως νεκρώνετε με τη δύναμη του Πνεύματος τις αμαρτωλές τάσεις σας, θα ζήσετε»(Ρωμ. 8, 13). Εδώ μιλά για τη ζωή και το θάνατο κατά τον μέλλοντα αιώνα· ζωή λέει την απόλαυση της αιώνιας βασιλείας και θάνατο την αιώνια κόλαση. Η παράβαση λοιπόν της εντολής του Θεού γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, και στην ψυχή και στό σώμα, και στην παρούσα ζωή και σ’ εκείνη την ατελεύτητη κόλαση. Αυτός είναι ο καθεαυτού θάνατος, να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη και να συζευχθεί την αμαρτία. Αυτός ο θάνατος είναι για τους συνετούς ο πράγματι φρικτός και αποκρουστικός. Αυτός είναι, σ’ εκείνους που ξέρουν να εκτιμούν τα πράγματα, πιο φρικτός κι από την τιμωρία στη γέεννα. Κι αυτόν ας αποφύγομε κι εμείς με όλη μας τη δύναμη. Ας πετάξομε και ας παραμερίσομε και ας απαρνηθούμε τα πάντα, κατά τις σχέσεις και τις πράξεις και τα θελήματα, όσα μας απομακρύνουν και μας χωρίζουν από το Θεό και συγκροτούν αυτόν το θάνατο. Γιατί εκείνος που φοβήθηκε αυτόν το θάνατο και φυλάχθηκε απ’ αυτόν, δε θα φοβηθεί το θάνατο του σώματος όταν έρθει, αφού θα έχει μέσα του ένοικο την αληθινή ζωή, η οποία με το σωματικό θάνατο γίνεται πια αναφαίρετη.
Όπως λοιπόν ο θάνατος της ψυχής είναι ο κυρίως θάνατος, έτσι και η ζωή της ψυχής είναι η κυρίως ζωή. Ζωή της ψυχής είναι η ένωση με το Θεό, όπως ακριβώς ζωή του σώματος είναι η ένωση με την ψυχή. Και όπως με την παράβαση της εντολής η ψυχή χωρίστηκε από το Θεό και θανατώθηκε, έ’τσι με την υπακοή στην εντολή ενώνεται πάλι με το Θεό και ζωοποιείται. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια: «Τα λόγια που λέω εγώ, είναι πνεύμα και είναι ζωή»(Ιω. 6, 63). Το ίδιο έλεγε στον Κύριο και ο Πέτρος, που το έμαθε από την πείρα: «Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής»(Ιω. 6, 68). Τα λόγια όμως αυτά οδηγούν στην αιώνια ζωή όσους υπακούνε, ενώ για όσους παρακούνε, αυτή η εντολή της ζωής γίνεται αιτία θανάτου(Ρωμ. 7, 10). Έτσι και οι Απόστολοι, ενώ ήταν «ευωδία Χριστού», για άλλους ήταν οσμή θανάτου που δίνει θάνατο, ενώ για άλλους οσμή ζωής που δίνει ζωή(Β΄ Κορ. 2, 15–16). Η ζωή πάλι αυτή, δεν είναι ζωή μόνο της ψυχής, αλλά και του σώματος, αφού με την ανάσταση το αθανατίζει κι αυτό. Και δε λυτρώνει το σώμα μονάχα από τη θνητότητα, αλλά κι από το θάνατο που ποτέ δε λήγει, δηλαδή τη μέλλουσα εκείνη κόλαση, χαρίζοντας και σ’ αυτό την αιώνια εν Χριστώ ζωή, τη δίχως πόνο, δίχως νόσους, δίχως λύπη, την πράγματι αθάνατη. Όπως στο θάνατο της ψυχής, δηλαδή στην παράβαση και την αμαρτία, επακολούθησε ο θάνατος του σώματος και η διάλυσή του σε γη και η μετατροπή του σε χώμα, και στο σωματικό θάνατο επακολούθησε η καταδίκη της ψυχής στον άδη, έτσι στην ανάσταση της ψυχής, η οποία είναι η επιστροφή στο Θεό με την υπακοή στις θείες εντολές, θα ακολουθήσει ύστερα η ανάσταση του σώματος που θα ενωθεί πάλι με την ψυχή. Και στην ανάσταση αυτή θα ακολουθήσει η πραγματική αφθαρσία και η αιώνια ζωή με το Θεό όσων την αξιωθούν, αφού από σαρκικοί θα γίνουν πνευματικοί και θα ζουν στον ουρανό σαν άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος: «Θα μας αρπάξουν τα σύννεφα για να υποδεχτούμε στον αέρα τον Κύριο που θα έρχεται, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο»(Α΄ Θεσ. 4, 17). Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά και χωρίστηκε η ψυχή Του από το σώμα, αλλά δε χωρίστηκε από αυτό η θεότητά Του –γι’ αυτό και αφού ανάστησε το σώμα Του, το πήρε μαζί Του στον ουρανό με δόξα–, έτσι κι εκείνοι που έζησαν εδώ σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Καθώς δηλαδή, όταν αποχωρίζονται το σώμα τους, δε χωρίζονται από το Θεό, στην ανάσταση θα πάρουν μαζί και το σώμα τους κοντά στο Θεό, εισερχόμενοι με ανέκφραστη χαρά εκεί όπου εισήλθε ως πρόδρομος για χάρη μας ο Ιησούς(Εβρ. 6, 20), για να απολαμβάνουν μαζί Του τη δόξα που μέλλει να φανερωθεί(Α΄ Πέτρ. 5, 1). Και δε θα μετάσχουν μονάχα στην ανάστασή Του, αλλά και στην ανάληψή Του και σε όλη τη θεόμορφη ζωή Του. Δε θα γίνει όμως το ίδιο και μ’ εκείνους που έζησαν εδώ σαρκικά και στην ώρα του θανάτου βρέθηκαν να μην έχουν καμία κοινωνία με το Θεό. Γιατί, αν και όλοι θ’ αναστηθούν, αλλά ο καθένας στην ανάλογη τάξη, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 15, 23). Εκείνος που θανάτωσε εδώ με τη δύναμη του Πνεύματος τις πράξεις του σώματος(Ρωμ. 8, 13), θα ζήσει εκεί τη θεϊκή και αιώνια ζωή μαζί με το Χριστό. Ενώ εκείνος που με τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη θανάτωσε εδώ το πνεύμα του, εκεί –αλοίμονο– θα καταδικαστεί μαζί με το διάβολο, το δημιουργό και πρόξενο της κακίας, και θα παραδοθεί στην αβάσταχτη και ασύλληπτη από το νου κόλαση, πράγμα που είναι ο δεύτερος θάνατος(Αποκ. 20, 14), ο μόνιμος.
Πού έλαβε αρχή ο πραγματικός θάνατος που προξένησε και στην ψυχή και στο σώμα τόσο τον πρόσκαιρο, όσο και τον αιώνιο θάνατο; Όχι στον τόπο της ζωής; Γι’ αυτό και ευθύς αμέσως – αλοίμονο– ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε εξορία από τον Παράδεισο του Θεού, γιατί έκανε τη ζωή του θανατηφόρο και ακατάλληλη για το θείο Παράδεισο. Ώστε και η αληθινή ζωή, η οποία και στην ψυχή και στο σώμα προξενεί την αθάνατη και αληθινή ζωή, θα λάβει την αρχή της εδώ, στον τόπο του θανάτου· κι όποιος δε σπεύδει να την κάνει εδώ κτήμα της ψυχής του, ας μην ξεγελά τον εαυτό του με κούφιες ελπίδες ότι θα τη λάβει εκεί. Ούτε να ελπίζει ότι θα λάβει τη φιλανθρωπία του Θεού εκείνη την ώρα· γιατί τότε είναι καιρός ανταποδόσεως και εκδικήσεως(Ιερ. 28, 6) και όχι συμπάθειας και φιλανθρωπίας. Τότε είναι καιρός φανερώσεως θυμού και οργής και δικαιοκρισίας του Θεού(Ρωμ. 2, 5)· καιρός που θα φανεί το δυνατό θείο χέρι να κινείται για να κολάσει τους απειθείς. Αλοίμονο σ’ αυτόν που θα πέσει στα χέρια του αληθινού Θεού(Εβρ. 10, 31), αλοίμονο σ’ αυτόν που θα δοκιμάσει εκεί το θυμό του Κυρίου και δεν έχει γνωρίσει από εδώ, μέσω του θείου φόβου, τη δύναμη της οργής Του και δεν προεξασφάλισε με τα έργα του τη φιλανθρωπία του Θεού, χρησιμοποιώντας όπως πρέπει τον τωρινό καιρό. Γι’ αυτό πράγματι μας παραχώρησε και τη ζωή αυτή ο Θεός, δίνοντάς μας τόπο μετάνοιας. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, ευθύς με μία αμαρτία του ο άνθρωπος θα έχανε και τη ζωή του αυτή· τί όφελος θα είχε πιά από αυτήν; Γι’ αυτό και η απελπισία δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αν και ο πονηρός με διάφορους τρόπους την υποβάλλει, όχι μόνον σ’ εκείνους που ζουν με αδιαφορία, αλλά κάποτε και στους αγωνιστές. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός για μετάνοια, αυτό το να εξακολουθεί να ζει ο αμαρτωλός, είναι εγγύηση για όποιον επιθυμεί την επιστροφή του, ότι ο Θεός τον δέχεται. Κι αυτό, γιατί με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο. Και είναι υπόθεση του αυτεξουσίου να προτιμήσει ή ν’ αποφύγει το δρόμο της ζωής και του θανάτου, που προείπαμε· γιατί έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει όποιο θέλει. Πού λοιπόν να βρεί θέση η απελπισία, αφού πάντοτε και όλοι μπορούν όταν θέλουν να αποκτήσουν την αιώνια ζωή; Αλλά βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Όταν απειθήσομε, δε μας επιβάλλει από την αρχή τη δίκαιη τιμωρία Του, αλλά μακροθυμεί και μας δίνει καιρό επιστροφής. Στον καιρό αυτό της μακροθυμίας Του, μάς δίνει εξουσία, αν θελήσομε, να γίνομε παιδιά Του. Τι λέω, να γίνομε παιδιά Του; Να ενωθούμε με Αυτόν και να γίνομε ένα πνεύμα μαζί Του. Αλλά και στον καιρό αυτό της μακροθυμίας, αν εμείς βαδίσομε τον αντίθετο δρόμο και αγαπήσομε το θάνατο περισσότερο από την αληθινή ζωή, Αυτός δε μας αφαιρεί την εξουσία που μας έδωσε. Κι όχι μονάχα δεν την αφαιρεί, αλλά και μας ξανακαλεί κοντά Του και ψάχνει παντού ζητώντας μας για να μας επιστρέψει στα έργα της ζωής, όπως στην παραβολή του αμπελώνα(Ματθ. 20, 1–16), από το πρωί μέχρι και το βράδυ της ζωής αυτής.
Αλλά ποιος είναι εκείνος που καλεί και μας παίρνει εργάτες με μισθό; Είναι ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Θεός που μας δίνει κάθε ενίσχυση(Β΄ Κορ. 1, 3). Και ποιά είναι η άμπελος, όπου μας καλεί για εργασία; Είναι ο Υιός του Θεού, που είπε: «Εγώ είμαι η άμπελος»(Ιω. 15, 1). Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάει στο Χριστό, όπως είπε ο ίδιος στα Ευαγγέλια, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας(Ιω. 6, 44). Και ποιοι είναι τα κλήματα; Εμείς. Άκουσε πάλι τι λέει ο ίδιος: «Εσείς είστε τα κλήματα και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός»(Ιω. 15, 1 και 5). Ο Πατέρας λοιπόν συμφιλιώνοντάς μας με τον εαυτό Του μέσω του Υιού και μη λογαριάζοντας τα αμαρτήματά μας(Β΄ Κορ. 5, 19), μας καλεί όχι ως προσκολλημένους στα άτοπα έργα, αλλά σαν αργούς. Αν και η αργία είναι κι αυτή αμαρτία, αφού θα δώσομε λόγο και για αργό λόγο(Ματθ. 12, 36). Αλλά όπως είπα, ο Θεός, παραβλέποντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας, πάλι και πάλι μας προσκαλεί. Και μας καλεί για να κάνομε τι; Για να εργαστούμε στον αμπελώνα, που θα πει να εργαστούμε για τα κλήματα, δηλαδή για μας τους ίδιους. Κι έπειτα, ω η ακατάληπτη φιλανθρωπία του Θεού, και μισθό μας υπόσχεται και μας δίνει, αν και εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας! «Ελάτε, λέει, πάρετε ζωή αιώνια που την παρέχω πλουσιοπάροχα. Και σαν να σας οφείλω ο ίδιος, θα σας καταβάλω μισθό για τον κόπο της οδοιπορίας και για το ότι θελήσατε μονάχα να τη λάβετε από μένα». Ποιος δεν οφείλει λύτρα στο Λυτρωτή του από το θάνατο; Ποιος δεν ευγνωμονεί το Δωρητή της ζωής; Ο Κύριος όμως επιπλέον υπόσχεται και να προκαταβάλει μισθό, και μάλιστα μισθό ανείπωτο. Το λέει ο ίδιος: «Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και για να έχουν περίσσεια»(Ιω. 10, 10). Ποιά είναι η περίσσεια; Όχι μόνο ότι θα είναι μαζί Του και θα ζουν μαζί, αλλά και ότι θα τους κάνει και αδελφούς Του και συγκληρονόμους.
Αυτή λοιπόν η περίσσεια, όπως ταιριάζει, είναι ο μισθός που δίνεται σ’ εκείνους που έτρεξαν με προθυμία στη ζωοποιό Άμπελο και έγιναν κλήματά Της και κοπίασαν για χάρη του εαυτού τους και καλλιέργησαν για τους εαυτούς των. Και τι έκαναν; Πρώτα-πρώτα περιέκοψαν όλα τα περιττά που δε συντελούσαν στο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εμπόδιο στο να δώσουν καρπούς άξιους για τη θεϊκή αποθήκη. Ποιά είναι αυτά; Ο πλούτος, η ηδυπάθεια, η μάταιη δόξα, όλα όσα ρέουν και παρέρχονται, κάθε πάθος ψυχής και σώματος βδελυρό και πονηρό, όλος ο συρφετός των επηρμένων λογισμών της διάνοιας, κάθε άκουσμα και θέαμα και κάθε λόγος που μπορεί να βλάψει την ψυχή. Γιατί αν κανείς δε φροντίζει με όλη του την επιμέλεια αυτά να τα κόβει και να καθαρίζει τα βλαστήματα της καρδιάς του, δε θα δώσει ποτέ καρπό για την αιώνια ζωή(Ιω. 4, 36).
Είναι βέβαια δυνατό και στους έγγαμους να επιδιώξουν αυτήν την καθαρότητα, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Γι’ αυτό και όλοι όσοι από τη νεότητά τους ελεήθηκαν από το Θεό κι έστρεψαν τα διαπεραστικά μάτια της διάνοιάς τους προς την αιώνια ζωή κι έγιναν εραστές των αγαθών της, αποφεύγουν το γάμο, και καλά κάνουν, αφού όταν αναστηθούν οι νεκροί, όπως είπε ο Κύριος, δε θα υπάρχει γι’ αυτούς θέμα γάμου, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι του Θεού(Ματθ. 22, 30). Όποιος λοιπόν θέλει να είναι τότε σαν άγγελος του Θεού, κάνει εδώ τον εαυτό του ανώτερο από τη σαρκική ένωση, όπως θα είναι οι συμμέτοχοι της αναστάσεως εκείνης(Λουκ. 20, 36). Άλλωστε και
η αφορμή της αμαρτίας από τη σύζυγο βρήκε λαβή στην αρχή. Πρέπει λοιπόν να παραιτηθούν από το γάμο, όσοι θέλουν να μη δώσουν οι ίδιοι ποτέ καμία λαβή στον πονηρό. Αν το ίδιο το σώμα που έχομε είναι ατίθασο και δύσκολα ανακαλείται στην αρετή, ή μάλλον είναι και έμφυτα αντίθετο, τι άραγε θα πάθομε και πόσο θα αυξήσομε τη δυσχέρειά μας για την αρετή, όταν συνδεθούμε με πολλά και διάφορα σώματα; Πώς θα αποκτήσει την ελευθερία για την οποία αγωνίζεται, εκείνη που έδεσε τον εαυτό της με φυσικούς δεσμούς προς τον άντρα και τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς; Πώς θα προσευχηθεί αμέριμνα στον Κύριο εκείνη που ανέλαβε τόσες φροντίδες; Πώς θ’ απαλλαγεί από θορύβους εκείνη που είναι ανάμεσα σε τόσα πλήθη;
Γι’ αυτό λοιπόν η πραγματική παρθένος που έχει μοιάσει με τον Παρθένο Υιό της Παρθένου, το Νυμφίο των ψυχών που έζησαν όπως πρέπει με παρθενία, όχι μόνον τη σαρκική συζυγία, αλλά και την κοσμική συντροφιά αποφεύγει, και απαρνείται όλους τους συγγενείς, ώστε να μπορεί με παρρησία να λέει όπως ο Πέτρος στο Χριστό: «Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σ’ ακολουθήσαμε». Οταν η επίγεια νύμφη αφήνει πάτερα και μητέρα για χάρη νυμφίου φθαρτού, και προσκολλάται σ’ αυτόν, κατά τη Γραφή(Γεν. 2, 24), τι το παράδοξο κάνει η παρθένος αν αφήσει τους γονείς της και προσκολληθεί στον υπερκόσμιο Νυμφίο και στο νυμφώνα Του; Πώς επιτρέπεται να έχει συγγενείς πάνω στη γη, εκείνη που έχει το πολίτευμά της στους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20); Πώς εκείνη που δεν είναι τέκνο σάρκας, αλλά του Πνεύματος, θα έχει σαρκικό πατέρα ή μητέρα ή τους εξ αίματος συγγενείς; Πώς εκείνη που απαρνήθηκε το σώμα της και πάντοτε κατά το δυνατόν το απαρνείται, αφού απέρριψε τον κατά σάρκα βίο, θα έχει οποιαδήποτε σχέση με ξένα σώματα; Αν η ομοιότητα, όπως λένε, δημιουργεί αγάπη, και το κάθε τί έλκεται από το όμοιό του, θα εξομοιωθεί με τα αγαπώμενα η παρθένος και θα περιπέσει πάλι στην αρρώστια της φιλοκοσμίας; Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς το Θεό(Ρωμ. 8, 7· Ιακ. 4, 4) , όπως λέει ο Παύλος, ο νυμφαγωγός του πνευματικού νυμφώνα. Έτσι λοιπόν η παρθένος κινδυνεύει όχι μόνο να διαζευχθεί τον υπερκόσμιο Νυμφίο, αλλά να φτάσει και σε έχθρα με Αυτόν.
Και μην απορήσεις, μήτε να στενοχωρηθείς βλέποντας ότι στη Γραφή δε διατυπώνεται μομφή κατά των εγγάμων γυναικών που μεριμνούν για κοσμικά πράγματα κι όχι για ό,τι άφορα στον Κύριο(Α΄ Κορ. 7, 34), ενώ σ’ εκείνες που υποσχέθηκαν παρθενία στο Θεό, έχει απαγορευθεί ακόμη και να πλησιάζουν τα του κόσμου και δεν επιτρέπεται καθόλου να ζουν με άνεση. Αν και ο Παύλος λέει και στους έγγαμους: «Ο καιρός που απομένει είναι περιορισμένος, έτσι ώστε και όσοι έχουν γυναίκες ας ζουν σαν να μην έχουν, και όσοι ασχολούνται με τον κόσμο, σαν να μην ασχολούνται καθόλου»(Α΄ Κορ. 7, 29 και 31)· πράγμα που εγώ νομίζω πιο δυσκολοκατόρθωτο από τον αγώνα της παρθενίας. Γιατί η πείρα αποδεικνύει και τη νηστεία πιο εύκολη από την εγκράτεια στα φαγητά και ποτά. Και θα έλεγε κανείς, δίκαια και αληθινά: αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται να σωθεί, εμείς δεν έχομε να του πούμε τίποτε· αν όμως μέριμνά του είναι η σωτηρία του, αυτός ας γνωρίζει ότι ο παρθενικός βίος είναι πολύ πιο ωφέλιμος και πιο άκοπος από τον έγγαμο. Αλλ’ ας τ’ αφήσομε αυτά. Εσύ τώρα παρθένε, νύμφη του Χριστού, κλήμα της αμπέλου της ζωής, αναλογίσου εκείνο που είπα παραπάνω. Λέει δηλαδή ο Κύριος: «Εγώ είμαι η άμπελος κι εσείς τα κλήματα. Ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός και καθαρίζει κάθε κλήμα που δίνει καρπό, για να δώσει περισσότερο»(Ιω. 15, 1–2 και
5). Αυτή λοιπόν την επιμέλεια του Θεού για σένα, θεώρησέ την απόδειξη της καρποφορίας της παρθενίας σου και της αγάπης του Νυμφίου προς εσένα. Και να χαίρεσαι περισσότερο και να φιλοτιμείσαι να του αντιπροσφέρεις την ευπείθειά σου. Εξάλλου και ο χρυσός που έχει στη μάζα του λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ενώ ο χαλκός όταν επιχρυσωθεί με ελάχιστη ποσότητα χρυσού γίνεται πιο λαμπρός απ’ ό,τι είναι και πιο στιλπνός. Έτσι λοιπόν, παρθένε, το να ποθούν οι έγγαμες εσένα και τη ζωή σου, είναι γι’ αυτές δόξα, ενώ σ’ εσένα προξενεί ατιμία να ποθείς εκείνες. Γιατί ο πόθος αυτός σε ξαναγυρίζει στον κόσμο, από το ένα μέρος γιατί θα έχεις σχέση και θα ζεις μαζί μ’ εκείνους που ζουν στον κόσμο, εσύ που πέθανες για τον κόσμο, κι από το άλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θα θέλεις κι εσύ εκείνα που θέλουν κι αυτοί για τον εαυτό τους και για τους συγγενείς τους, δηλαδή αφθονία όλων των βιοτικών αγαθών, πλούτο, κοινωνική επιφάνεια, δόξα και τη χαρά για όλα αυτά. Κι έτσι θα καταντήσεις να ξεπέσεις από το θέλημα του Νυμφίου, αφού Εκείνος όλα αυτά τα ελεεινολογεί σφόδρα στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Αλοίμονο σ’ εσάς τους πλούσιους, αλοίμονο σ’ εσάς που γελάτε, αλοίμονο σ’ εσάς που είστε χορτάτοι, αλοίμονο όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν»(Λουκ. 6, 24–26). Γιατί λοιπόν τους ελεεινολογεί αυτούς; Όχι γιατί είναι νεκρωμένοι στην ψυχή; Ποιά συγγένεια έχει λοιπόν η νύμφη της ζωής με τους νεκρούς; Ποια σχέση μπορεί να έχει μ’ εκείνους που βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο; Γιατί ο δρόμος που αυτοί βαδίζουν είναι πλατύς και ευρύχωρος(Ματθ. 7, 13)· κι αν δε συγκρατήσουν τους εαυτούς των αναμιγνύοντας στη ζωή τους κάτι από τη δική σου, θα φτάσουν στην τέλεια απώλεια. Ενώ εσύ μπαίνεις από τη στενή και γεμάτη δυσκολίες πύλη και οδό προς την αιώνια ζωή. Κι από τη στενή πύλη και οδό δεν μπορεί να περάσει κανείς κουβαλώντας όγκο δόξας, σωρό ηδονών, φορτίο χρημάτων και κτημάτων.
Ακούγοντας όμως ότι είναι πλατύς εκείνος ο δρόμος του βίου, μην τον νομίσεις ότι είναι και χωρίς λύπες· στην πραγματικότητα είναι γεμάτος από πολλές και βαριές συμφορές. Αλλά ο Κύριος τον ονομάζει πλατύ και ευρύχωρο, επειδή είναι πολλοί εκείνοι που περνούν απ’ αυτόν(Ματθ. 7, 13) και σηκώνει ο καθένας μεγάλο σωρό φθαρτής ύλης. Ενώ ο δικός σου δρόμος, παρθένε, είναι στενός, δε χωράει να περάσουν δύο μαζί. Γι’ αυτό και πολλές που ήταν πρώτα έγγαμες, όταν έμειναν χήρες αρνήθηκαν τον κόσμο, ζηλεύοντας την υπερκόσμια ζωή σου, και διάλεξαν να βαδίσουν το δικό σου δρόμο για να συμμετάσχουν και στα στεφάνια. Αυτές τις χήρες παραγγέλλει ο Παύλος να τις τιμούμε, γιατί επιμένουν καρτερικά στις δεήσεις και τις προσευχές, με την ελπίδα τους στο Θεό(Α΄ Τιμ. 5, 5). Κι αν υπάρχει και στην παρθενική ζωή κάτι λυπηρό, αλλά και αυτό επισύρει τη θεία παρηγοριά και μας χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών και προξενεί τη σωτηρία μας. Ενώ της κοσμικής ζωής και τα τερπνά και τα λυπηρά είναι θανατηφόρα. Όπως λέει και ο Απόστολος: «Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που καταλήγει σε αναφαίρετη σωτηρία»(Β΄ Κορ. 7, 10).
Γι’ αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: «Μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι», γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 5, 3). Γιατί, λέγοντας «μακάριοι οι πτωχοί», πρόσθεσε «τω πνεύματι»; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής. Και γιατί δεν είπε «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα» –αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη–, αλλά είπε «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»; για να μάς δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους «πτωχούς τω πνεύματι», υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρατηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους. Αφού δηλαδή αυτό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης(Γεν. 2, 6) μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό.
Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη(Ησ. 10, 23), έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ’ αυτήν τα αποτελέσματά της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι «πτωχός τω πνεύματι». Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της «πτώχειας εν πνεύματι». Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά. Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, όποιος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι’ αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, όποιος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος «φτωχός». Γι’ αυτό και ο θείος Λουκάς είπε «μακάριοι οι πτωχοί»(Λουκ. 6, 20), χωρίς να προσθέσει «τω πνεύματι». Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας»(Ματθ. 11, 29), γι’ αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού(Ρωμ. 8, 17).
Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία. Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυμία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμικό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θεραπευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο. Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και μας συνοδεύουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται ύστερα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6, 10). Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολλά κακά· ανελεημοσύνες, απάτες, αρπαγές, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία(Κολ. 3, 5). Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αυτή, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υλικά της υπάρξεώς τους. Κι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.
Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεσή μας, ελευθερωνόμαστε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν’ αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ’ αυτή, στηρίζεται στα χρήματα. Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι «ευκολότερο είναι να περάσει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 19, 24), αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασιλεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τεράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου(Α΄ Τιμ. 6, 9). Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύνη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χαλούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες(Λουκ. 12, 18).
Πώς δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος ο οποίος για πράγματα που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρχοντά του, όσο περίσσια κι αν είναι(Λουκ. 12, 15)) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν είναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγκαία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευματικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας. Η γεωργία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει
ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότερες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομένει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο. Στην πραγματικότητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ’ Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ’ εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού(Ματθ. 6, 33). Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί. Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί –κατά τον Δαβίδ– βρώμησαν εξαιτίας της αφροσύνης τους(Ψαλμ. 37, 6).
Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώπους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτίζεται με την «εν πνεύματι πτωχεία» που μακάρισε ο Κύριος. Ο μοναχός που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολουθεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπανόρθωτες σωματικές συμφορές. Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα(Δ΄ Βασ. 5, 27), σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλλος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του(Πράξ. 1, 18). Αν τώρα η απάρνηση των εγκοσμίων προηγείται από την υποταγή, πώς θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκοσμίων, πώς θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρήματα; Θα έλεγε κανείς· αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν’ αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή. Λέει όμως ο Κύριος: «Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου»(Ματθ. 6, 21). Πώς λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκείνον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό(Εβρ. 1, 3), αυτός που θησαυρίζει κάτω στη γη; Ή πώς θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι’ αυτό είναι μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι», γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών(Ματθ. 5, 3).
Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέπει να αποφύγομε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο; Η φιλοδοξία. Καθώς προχωρούμε από την παιδική ηλικία, πριν εμφανιστεί η φιλοσαρκία συναντούμε αυτό το πάθος, ενώ είμαστε ακόμη μικροί, σαν κακό προοίμιο της φιλοσαρκίας. Εδώ αναφέρομαι στο είδος της φιλοδοξίας που αποβλέπει στον καλλωπισμό του σώματος και στα πολυτελή ενδύματα, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν και κοσμική κενοδοξία. Γιατί το άλλο είδος της κενοδοξίας επιτίθεται εναντίον εκείνων που διακρίθηκαν στην αρετή και συνεπάγεται οίηση και υποκρισία. Μέσω αυτών ο εχθρός μηχανεύεται να λεηλατήσει και να διασκορπίσει τον πνευματικό πλούτο. Όλα αυτά θεραπεύονται τελείως, με τη συνείδηση και τον πόθο της ουράνιας τιμής μαζί με συναίσθηση της αναξιότητας γι’ αυτήν εκείνου που την ποθεί· επίσης, και με την εγκαρτέρηση στην ευτέλεια ενώπιον των ανθρώπων μαζί με την πεποίθηση ότι είναι άξιος γι’ αυτή. Επιπλέον, να θεωρεί προτιμότερη τη δόξα του Θεού από τη δική του δόξα, σύμφωνα μ’ εκείνον που είπε: «Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά στο όνομά Σου δώσε δόξα»(Ψαλμ. 113, 9). Κι αν βλέπει ότι έκανε κάτι αξιέπαινο, να αποδίδει στο Θεό την αιτία του κατορθώματος και να θεωρεί ότι πρέπει και γι’ αυτό να δοξάζει με ευγνωμοσύνη το Θεό κι όχι τον εαυτό του. Έτσι, θα χαρεί γιατί δέχτηκε την αρετή σαν δώρο, δε θα υπερηφανευτεί όμως, αφού δε θα έχει τίποτε δικό του, αλλά και θα ταπεινωθεί και θα έχει τα μάτια του ημέρα και νύχτα στο Θεό, όπως –για να εκφραστώ ψαλμικώς– η δούλη έχει τα μάτια της στα χέρια της κυρίας της(Ψαλμ. 122, 2). Και μαζί θα φοβάται μην τυχόν χωριστεί από το Θεό, το μόνο που δίνει το καλό και μας συγκρατεί σ’ αυτό, και γκρεμιστεί στο βάραθρο της κακίας. Γιατί αυτό παθαίνει όποιος γίνεται δούλος στην οίηση και την κενοδοξία. Στη θεραπεία των παθών αυτών βοηθά ξεχωριστά και η αναχώρηση και η ζωή στη μόνωση και η παραμονή μέσα στο κελί, με την προϋπόθεση βέβαια να αναγνωρίζει κανείς την αδυναμία της προαιρέσεώς του και να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτά τί άλλο είναι, παρά η «εν πνεύματι πτωχεία», την οποία μακάρισε ο Κύριος;
Αν κανείς αναλογιστεί τις ασχήμιες που προέρχονται από αυτό το πάθος, θα αποφύγει την κενοδοξία με όλη του τη δύναμη. Όποιος δηλαδή ποθεί τη δόξα των ανθρώπων, από μόνα τα έργα που κάνει για να την επιτύχει πέφτει σε αδοξία. Γιατί φροντίζοντας να φανεί ωραίος και επαιρόμενος για τη δόξα των προγόνων του και υπερηφανευόμενος για την πολυτελή ενδυμασία του και τα παρόμοια, φανερώνεται πως έχει ακόμη νηπιώδες φρόνημα. Όλα μαζί αυτά είναι χώμα. Και τι είναι πιο καταφρονημένο από το χώμα; Η μοναχή που δε μεταχειρίζεται τα ρούχα απλώς για να σκεπάσει και να ζεστάνει το σώμα της, αλλά αρέσκεται στα απαλά και φανταχτερά, δεν κάνει μόνο φανερή σ’ όσους τη βλέπουν την ακαρπία της ψυχής της, αλλά εκτός απ’ αυτό περιβάλλεται και την ασχημοσύνη των κοινών γυναικών. Πριν από κάθε άλλον, ας ακούσει τον Κύριο που λέει: «Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα, βρίσκονται στα βασιλικά ανάκτορα»(Ματθ. 11, 8). Εμείς όμως έχομε το πολίτευμά μας στους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20), σύμφωνα με το θεσπέσιο Παύλο. Μη ριχτούμε λοιπόν από τον ουρανό, για τη μωρία των ενδυμάτων, στις σκηνές του κοσμοκράτορα του σκότους του κόσμου τούτου(Εφ. 6, 12) .
Το ίδιο παθαίνουν κι όσοι ασκούν την αρετή για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Ενώ δηλαδή τους έλαχε να έχουν το πολίτευμά τους στους ουρανούς, αυτοί σκεπάζουν με το χώμα τη δόξα τους, επισύροντας τη δαβιτική κατάρα(Ψαλμ. 7, 6). Γιατί ούτε η προσευχή τους ανεβαίνει στον ουρανό, αλλά και κάθε προσπάθειά τους πέφτει κάτω στη γη, καθώς δεν έχει τα φτερά της θείας αγάπης, τα οποία κάνουν τις επίγειες πράξεις μας να φτάνουν στον ουρανό. Ώστε και κόπους υποφέρουν και μισθό δεν καρπώνονται. Και τι λέω, δεν καρπώνονται μισθό; Αυτό που κερδίζουν είναι η ντροπή, η ακαταστασία των λογισμών, η αιχμαλωσία της διάνοιας και η ταραχή. Γιατί ο Κύριος, κατά τον Ψαλμωδό, «διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων ντροπιάστηκαν, γιατί ο Θεός τους εκμηδένισε»(Ψαλμ. 52, 6).
Το πάθος αυτό της ανθρωπαρέσκειας είναι το πιο δυσδιάκριτο απ’ όλα τα πάθη. Γι’ αυτό εκείνος που παλεύει εναντίον του, δεν πρέπει μόνο να εξετάζει το συνδυασμό ή να αποφεύγει τη συγκατάθεση, αλλά να θεωρεί σαν συγκατάθεση και την απλή προσβολή του πάθους και να φυλάγεται. Μόλις και θα μπορέσει έτσι να αποφύγει την ταχύτατη ήττα. Αν κάνει έτσι και προσέχει, η προσβολή γίνεται πρόξενος κατανύξεως· ειδάλλως, προετοιμάζεται τόπος για την υπερηφάνεια.
Εκείνος τώρα που αποκτά την υπερηφάνεια, είναι δύσκολο, ή μάλλον αδύνατο να θεραπευτεί, γιατί
η πτώση αυτή είναι όμοια με του διαβόλου. Αλλά και πριν απ’ αυτό, το πάθος της ανθρωπαρέσκειας προκαλεί τόσο μεγάλη βλάβη σ’ όσους το έχουν, ώστε να ναυαγούν και σ’ αυτή την πίστη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Πώς μπορείτε να πιστεύετε σ’ εμένα, όταν επιδιώκετε να δοξάζεστε ο ένας από τον άλλο και δεν αποζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;»(Ιω. 5, 44). Τι σχέση έχεις εσύ, άνθρωπε, με τη δόξα των ανθρώπων, ή μάλλον με το χωρίς περιεχόμενο όνομα της δόξας; Αυτή όχι μόνον δόξα δεν είναι, αλλά και μας στερεί την πραγματική δόξα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μαζί με άλλα γεννά και το φθόνο. Ο δε φθόνος είναι δυνάμει φόνος, κι αυτός προξένησε τον πρώτο φόνο και κατόπιν και τη θεοκτονία.
Άραγε σε τι βοηθάει η δόξα την ανθρώπινη φύση; Μήπως τη συγκρατεί ή τη φυλάει, ή μήπως όταν σφάλλει τη διορθώνει και τη θεραπεύει; Κανείς δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Και νομίζω ότι αυτό ελέγχει τις προφάσεις ως αβάσιμες. Αν κανείς θελήσει να εξετάσει με ακρίβεια, θα βρει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι που προξενεί με δόλιο τρόπο τα περισσότερα αίσχη και τα φανερώνει, πετώντας με αναίδεια το προσωπείο της, ώστε συχνά καταντροπιάζει και εδώ τους εραστές της· αν και οι διδάσκαλοι των ελληνικών δοξασιών έχουν τη γνώμη ότι χωρίς αυτήν, κανένα κατόρθωμα δε γίνεται στη ζωή. Αλοίμονο στην πλάνη τους! Ούτε που ντρέπονται να το λένε! Εμείς όμως δε διδαχθήκαμε έτσι, εμείς που φέρομε το όνομα Εκείνου που έχρισε φιλάνθρωπα την ανθρώπινη φύση μας με τον εαυτό Του, αλλά Αυτόν έχομε επόπτη των έργων μας. Προς Αυτόν όσοι αποβλέπουν, μέσω Αυτού και γι’ Αυτόν κατορθώνουν ό,τι καλύτερο, πράττοντας τα πάντα για τη δόξα του Θεού(Α΄ Κορ. 10, 31). και διόλου δε θέλουν ν’ αρέσουν στους ανθρώπους, ή μάλλον ούτε και είναι αρεστοί στους ανθρώπους, όπως λέει ο Παύλος, ο νομοδότης μας και άκρος μύστης του Νομοθέτη. «Αν ήθελα να είμαι αρεστός ακόμη στους ανθρώπους, λέει, δε θα ήμουν δούλος του Χριστού»(Γαλ. 1, 10).
Ας δούμε τώρα αν και το τρίτο γέννημα της κακής επιθυμίας εξαλείφεται με τη φτώχεια που μακαρίζει ο Κύριος. Τρίτο λοιπόν τέκνο της ψυχής που είναι άρρωστη στην επιθυμία, είναι η γαστριμαργία, από την οποία γεννιέται κάθε σαρκική ακαθαρσία. Αλλά γιατί την αναφέρομε τρίτη και τελευταία στη σειρά, αφού είναι έμφυτη από αυτή τη γέννησή μας; Γιατί όχι μόνο η γαστριμαργία, αλλά και αυτές ακόμη οι φυσικές κινήσεις για τεκνογονία, επισημαίνονται στα παιδιά από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Πώς λοιπόν εμείς τοποθετούμε τελευταία τη νόσο της σαρκικής επιθυμίας; Επειδή εκείνα τα έχομε εκ φύσεως, και όσα είναι φυσικά, είναι ακατηγόρητα, φτιαγμένα από τον αγαθό Θεό για να τα χρησιμοποιήσομε σε αγαθά έργα. Επομένως δεν είναι δείγματα άρρωστης ψυχής· γίνονται όμως τέτοια όταν γίνεται κακή χρήση τους. Όταν λοιπόν φροντίζομε για τη σάρκα, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες της(Ρωμ. 13, 14), τότε είναι κακό το πάθος κι η φιληδονία γίνεται αρχή σαρκικών παθών και αρρώστια της ψυχής. Ώστε στις περιπτώσεις αυτές, πρώτος δοκιμάζει το πάθος ο νους. Κι επειδή από τη διάνοια αρχικά ξεκινούν τα πονηρά πάθη, γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι «από την καρδιά βγαίνουν οι κακοί λογισμοί, κι αυτοί είναι που μολύνουν τον άνθρωπο»(Ματθ. 15, 19). Αλλά και ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λέει: «Πρόσεχε στον εαυτό σου, μην τυχόν κάνεις κρυφά στην καρδιά σου αμαρτωλό λογισμό»(Δευτ. 15, 9).
Αυτός που πρώτος διατίθεται εμπαθώς είναι βέβαια ο νους, αλλά κι αυτός αφού αρχικά συλλέξει μέσω των αισθήσεων τη φαντασία των αισθητών σωμάτων, τότε τα μεταχειρίζεται με εμπάθεια. Κυρίως δε με τα μάτια, τα οποία πρώτα μπορούν και από μακριά να τραβήξουν το μολυσμό, παρασύρεται ο νους στην κακή χρήση. Σαφής απόδειξη γι’ αυτό είναι η προμήτωρ Εύα· είδε πρώτα ότι το απαγορευμένο δένδρο είναι ωραίο και ευχάριστο στην όραση, και τότε συγκατατέθηκε μέσα στην καρδιά της και πήρε κι έφαγε από τον καρπό του(Γεν. 3, 6). Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η ήττα εμπρός στα κάλλη των σωμάτων προηγείται και είναι προοίμιο των αισχρών παθών. Γι’ αυτό και αποτελεί πατρικό παράγγελμα, να μην περιεργάζεται κανείς το κάλλος των ξένων σωμάτων(Σ. Σειρ. 9, 8) και να μη ναρκισσεύεται με το δικό του. Πριν λοιπόν γίνει εμπαθής η διάνοια, αν και υπάρχουν εκ φύσεως τα πάθη στα παιδιά, δε συνεργούν ωστόσο στην αμαρτία· είναι μόνο για τη συντήρηση της φύσεως. Γι’ αυτό και δεν είναι τότε πονηρά. Αλλά επειδή τα σαρκικά πάθη έχουν την αρχή τους από τον εμπαθή νου, από αυτόν πρέπει να αρχίσει και η θεραπεία. Σε περίπτωση πυρκαϊάς, αν εκείνος που θέλει να τη σβήσει, πάει να περιορίσει τη φλόγα από επάνω, δεν πετυχαίνει τίποτε· αν όμως τραβήξει από κάτω τα υλικά που τροφοδοτούν τη φωτιά, αυτή αμέσως μαραίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πορνικά πάθη. Αν δεν αποξηράνεις από μέσα την πηγή των λογισμών με την προσευχή και την ταπείνωση, αλλά αγωνίζεσαι εναντίον τους μόνο με τη νηστεία και την κακοπάθεια, ματαιοπονείς. Αν όμως αγιάσεις τη ρίζα με την ταπείνωση και την προσευχή, όπως είπαμε, θα αποκτήσεις και εξωτερικά τον αγιασμό. Αυτό νομίζω ότι συμβουλεύει ο Απόστολος, όταν λέει να ζώσομε τη μέση μας με την αλήθεια(Εφ. 6, 14). Το λόγο αυτό ερμήνευσε πολύ ωραία και κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας ότι το λογιστικό του νου περισφίγγει το επιθυμητικό και περιστέλλει τα κάτω από την οσφύ και κοιλιά πάθη. Το σώμα όμως χρειάζεται και την κακοπάθεια και τη μετρημένη εγκράτεια στην τροφή, για να μην είναι ανυπότακτο και ισχυρότερο από το λογισμό. Επομένως και τα πάθη της σάρκας, τίποτε άλλο δεν τα θεραπεύει, παρά η κακοπάθεια του σώματος και η προσευχή που γίνεται από ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα που είναι η «εν πνεύματι πτωχεία», την οποία μακάρισε ο Κύριος. Αν λοιπόν επιθυμεί κανείς τον πλούτο του αγιασμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο(Εβρ. 12, 14), ας παραμένει στο κελί του, κακοπαθώντας και προσευχόμενος με ταπείνωση. Το κελί του καλού μοναχού είναι λιμάνι σωφροσύνης και εγκράτειας. Κι όλα τα έξω από το κελί, και μάλιστα όσα είναι στις αγορές και τις συγκεντρώσεις, αποτελούν έναν πορνικό κυκεώνα που σχηματίζεται από τα άκοσμα ακούσματα και θεάματα και καταποντίζει την άθλια ψυχή του μοναχού που θα βρεθεί σ’ αυτά. Αλλά και φωτιά μπορείς να αποκαλέσεις τον κόσμο της κακίας, που καίει όσους τον πλησιάζουν κι αποτεφρώνει κάθε αρετή τους. Ενώ η φωτιά που δεν καίει, βρέθηκε στην έρημο(Εξ. 3, 2). Εσύ, αντί για την έρημο, να μένεις στο κελί σου και απομονώσου λίγο, έως ότου περάσει ο χειμώνας της εμπάθειας(Ησ. 26, 20). Όταν αυτός περάσει, δε βλάπτει η παραμονή στο ύπαιθρο. Τότε πλέον θα είσαι πράγματι «πτωχή τω πνεύματι», και θα αποκτήσεις την κυριαρχία πάνω στα πάθη και θα σε μακαρίσει με λαμπρότητα ο Κύριος που είπε: «Μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι», γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 5, 3). Και πώς να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που ζουν με ταπείνωση μαζί μ’ αυτούς ενώπιόν Του; Ας γίνομε λοιπόν κι εμείς «πτωχοί τω πνεύματι», αφού ταπεινωθούμε και κακοπαθήσομε στη σάρκα και γίνομε ακτήμονες, για να γίνει δική μας η βασιλεία του Θεού και να επιτύχομε τις μακάριες ελπίδες, κληρονομώντας τη βασιλεία των ουρανών.
Ο Κύριος μας έδωσε μερικούς συνοπτικούς λόγους που συγκεφαλαιώνουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας, ένας από τους οποίους είναι ο μακαρισμός που αναλύομε. Σ’ αυτόν, όπως είδαμε, περιέλαβε μ’ ένα λόγο πολλές αρετές και απέκλεισε πολλές κακίες, ευλογώντας όσους με βάση αυτόν περιτέμνουν καλώς το παθητικό μέρος της ψυχής τους με τη μετάνοια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Στο λόγο αυτό ο Κύριος περιέλαβε και πάρα πολλά άλλα, παρόμοια στην ενέργεια όχι με την περιτρμή, αλλά με το υπερβολικό κρύο και την παγωνιά, το χιόνι, την πάχνη και τους σφοδρούς ανέμους, και γενικά με την ταλαιπωρία που υποφέρουν τα φυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι, εκτεθειμένα στο κρύο και τη ζέστη, χωρίς τα οποία κανένα φυτό δεν μπορεί να ωριμάσει τον καρπό του. Ποιά είναι αυτά; Οι διάφοροι πειρασμοί που έρχονται και που είναι ανάγκη να τους υποφέρει ευχαρίστως εκείνος που μέλλει να αποδώσει καρπό στο Γεωργό των πνευμάτων. Όπως δηλαδή όταν λυπηθεί κανείς τα φυτά της γης που ταλαιπωρούνται και τα περιτειχίσει και κάνει από πάνω στέγη και δεν τα αφήσει να ταλαιπωρούνται από τα δεινά των καιρικών μεταβολών, δεν παίρνει καρπό ακόμη κι αν τα κλαδεύει ή τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Πρέπει να τα αφήσει να υπομείνουν τα πάντα· γιατί έτσι, αφού περάσει η δυσκολία του χειμώνα και έρθει η άνοιξη, βλαστάνουν και ανθίζουν και γεμίζουν φύλλα και προβάλλουν μαζί με τους ωραίους εκείνους θαλερούς βλαστούς και τους άγουρους καρπούς, οι οποίοι κάτω από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου μεγαλώνουν σιγά-σιγά και ωριμάζουν και γίνονται κατάλληλοι για τροφή και συγκομιδή. Έτσι κι εκείνος που δεν υποφέρει με γενναιότητα το βαρύ φορτίο των πειρασμών, ακόμη κι αν δεν του λείπει καμιά από τις άλλες αρετές, δεν θα δώσει ποτέ καρπό άξιο για το θεϊκό πατητήρι και τη θεϊκή αποθήκη. Γιατί κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονή των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια κι άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους. Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από τη φύση και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεσή μας και σ’ εμάς, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σ’ Αυτόν, το Γεωργό των ψυχών μας, εφόσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονή σ’ εκείνα που μας βρίσκουν άθελά μας, ούτε οι κόποι που καταβάλλομε με το θέλημά μας θα ευλογηθούν από το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό, δοκιμάζεται κυρίως με τη θλίψη των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώσει πρώτα τα εκούσια, κι αφού μ’ αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε τη δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρομε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς.
Εκείνος που για την «εν πνεύματι πτωχεία» του καταφρονεί δόξα και ηδονή και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να δεχτεί τα πιο δραστικά φάρμακα της μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη και δέχεται ευχαρίστως κάθε πειρασμό σαν να του πρέπει, και χαίρεται γι’ αυτό, γιατί τον βλέπει ως το καθαρτικό της ψυχής του. Και κάνει τον πειρασμό του αφορμή έντονης και πολύ αποτελεσματικής δεήσεως προς το Θεό, πιστεύοντας ότι αυτός του προξενεί και μαζί προφυλάγει την υγεία της ψυχής του. Κι όχι μόνο συγχωρεί με αμνησικακία εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και τους ευγνωμονεί και προσεύχεται γι’ αυτούς σαν να τον ευεργέτησαν. Γι’ αυτό, όχι μόνο λαβαίνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, αλλά επιτυγχάνει και τη βασιλεία των ουρανών και τη θεία ευλογία, και μακαρίζεται από τον Κύριο για τη μέχρι το τέλος μακροθυμία του με πνεύμα ταπεινώσεως.
Αφού αναφέρθηκα με συντομία σε κάποια σημεία της πνευματικής περιτομής, θα προσθέσω τώρα και μερικά για την εξαιτίας της άφθονη καρποφορία. Στη συνέχεια λοιπόν εκείνων που απέκτησαν τον αναφαίρετο πλούτο με την «εν πνεύματι πτωχεία», ο Κύριος, ο μόνος μακάριος, κάνει κοινωνούς της μακαριότητάς Του όσους πενθούν, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν»(Ματθ. 5, 4). Γιατί ο Χριστός ένωσε το πένθος με τη φτώχεια; Επειδή τούτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της. Η λύπη όμως για την υλική φτώχεια προξενεί το θάνατο της ψυχής, λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), ενώ η λύπη για την κατά Θεόν φτώχεια οδηγεί στη μετάνοια προς σωτηρία ψυχής, για την οποία δε μετανιώνει κανένας. Στην πρώτη φτώχεια, που είναι αθέλητη, ακολουθεί το αθέλητο πένθος, ενώ στην εκούσια ακολουθεί εξ ανάγκης το εκούσιο πένθος. Κι επειδή το πένθος που μακαρίζεται εδώ είναι ενωμένο με την κατά Θεόν φτώχεια και τη συνοδεύει αναγκαστικά, και από εκείνην, ως αιτία του, εξαρτάται ολόκληρο, έχει και από αυτήν, φυσικά, το ότι είναι πνευματικό και εκούσιο. Αλλά ας δούμε πώς η μακαριστή φτώχεια γεννά το μακάριο πένθος.
Τέσσερα είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, όπως έδειξε ο λόγος λίγο παραπάνω. Είναι δηλαδή η φτώχεια στο φρόνημα, στο σώμα, στον υλικό πλούτο και στους πειρασμούς που μας έρχονται απ’ έξω. Κανένας όμως που βλέπει να τα παραθέτω χωριστά να μη νομίσει ότι και η ενέργεια καθενός είναι χωριστή. Γιατί το καθένα από αυτά ενεργείται μαζί με τα άλλα. Γι’ αυτό κι έχουν συμπεριληφθεί σ’ ένα μακαρισμό, ο οποίος συγχρόνως υποδηλώνει θαυμάσια και ποιο είναι κατά κάποιο τρόπο η ρίζα και η αιτία τούτων, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα μας. Γιατί τούτο, όταν εγκολπωθεί, όπως είπαμε, τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας(Γεν. 2, 6), δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Τέσσερα λοιπόν είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, κι από το καθένα γεννιέται το ανάλογο πένθος, μαζί με την ανάλογη παρηγοριά.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα. Όπως δηλαδή η αναλγησία, η πώρωση και η σκληρότητα της καρδιάς γεννιούνται από την άνεση, την απόλαυση και την καλοπέραση, έτσι από την εγκρατή και πειθαρχημένη δίαιτα γεννιούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη, που αποτρέπουν κάθε πικρία και φέρνουν μια γλυκιά ιλαρότητα. Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία. Συντριβή στην καρδιά φέρνει και η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τροφής και της σωματικής αναπαύσεως. Και αφού με τη συντριβή αυτή η ψυχή ελευθερωθεί από την κακία και την πικρία, παίρνει στη θέση τους την πνευματική χαρά. Αυτή είναι η παρηγοριά για την οποία μακαρίζει ο Κύριος εκείνους που πενθούν. Λέει δε και ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε για μας την πνευματική Κλίμακα: «Η δίψα και η αγρυπνία συνθλίβουν την καρδιά. Κι όταν αυτή συνθλίβει, αναπηδούν δάκρυα». Εκείνος, λέει, που θα τα δοκιμάσει, θα γελάσει παρηγορημένος εξαιτίας τους, με το μακάριο γέλιο που υποσχέθηκε ο Κύριος(Λουκ. 6, 21). Έτσι γεννιέται από τη θεοφιλή φτώχεια το πένθος που παρηγορεί και κάνει μακάριους εκείνους που το απέκτησαν.
Ας δούμε τώρα πώς γεννιέται το πένθος από το άλλο είδος της φτώχειας, δηλαδή το έμφοβο φρόνημα και την ένθεη ταπείνωση της ψυχής. Η αυτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε με την ταπείνωση της ψυχής, και δίνει στην αρχή σφοδρή ένταση στο φόβο της κολάσεως, φέρνοντας μπροστά στα μάτια εκείνη τη φρικωδέστατη συνένωση των διαφόρων αντίθετων βασανιστηρίων σε ένα, και αυξάνοντας περισσότερο το φόβο από την υπόμνηση ότι η κόλαση είναι ανέκφραστη, αφού είναι χειρότερη απ’ όσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτήν. Πόση δε προσθήκη στα δεινά είναι η ατελεύτητη διάρκειά της! Καύσωνας και ψύχος, σκοτάδι και φωτιά, αναταραχή και ακινησία, δεσμά και φόβοι και δαγκώματα από αθάνατα θηρία, όλα αυτά μαζεύονται σ’ εκείνη την καταδίκη, αλλά και με όλα αυτά δεν παριστάνεται εκείνο το κακό, το οποίο, κατά τη Γραφή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9). Τι είναι όμως το ανώφελο και απαρηγόρητο και ατελείωτο εκείνο πένθος; Σ’ εκείνους που αμάρτησαν απέναντι του Θεού, το πένθος δημιουργείται από την επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί λοιπόν, αφού ελεγχθούν και εξαλειφθεί κάθε ελπίδα τους και απελπιστούν για τη σωτηρία, ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη μέσω του πένθους. Κι αυτό το πένθος πάλι και πάντοτε, επειδή δε θα τερματιστεί ποτέ, γίνεται αφορμή άλλου πένθους και άλλο φοβερό σκοτάδι και καύσωνας ανυπόφορος και βυθός λύπης απερίγραπτος. Το πένθος όμως αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο στην εδώ ζωή. Γιατί ο Θεός υπακούει με ευσπλαχνία, αφού και ως εμάς κατέβηκε να μάς επισκεφθεί, και σ’ εκείνους που πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο υποσχέθηκε την παρηγοριά και την παράκληση που είναι Αυτός ο ίδιος, αφού είναι και ονομάζεται Παράκλητος(Ιω. 14, 16). Είδες λοιπόν και το πένθος της ταπεινωμένης ψυχής και την παρηγοριά που ακολουθεί; Αλλά και η αυτομεμψία μόνη της, όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, το συντρίβει και το πιέζει και βγάζει το σωτηριώδες κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιο κρασί είναι η κατάνυξη. Γιατί μέσω του πένθους, η αυτομεμψία συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γι’ αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν(Ματθ. 5, 4).
Θ’ αναφερθούμε τώρα στην ακτημοσύνη, δηλαδή στη φτώχεια κατά την περιουσία και τα υπάρχοντά μας, ενωμένη βέβαια με τη φτώχεια του πνεύματος, όπως είπαμε παραπάνω· γιατί μόνο όταν ασκούνται μαζί όλα τα είδη της φτώχειας, είναι τέλεια και ευάρεστα στο Θεό. Άκουσε λοιπόν με σύνεση για να μάθεις πώς έρχεται το πένθος και η αντίστοιχη παρηγοριά από αυτό το είδος της φτώχειας. Όταν ο άνθρωπος τα αποχαιρετίσει όλα και απαρνηθεί τα χρήματα και τα κτήματα, εγκαταλείποντάς τα ή μοιράζοντάς τα στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή, και απομακρύνει την ψυχή του από τη μέριμνα γι’ αυτά, τότε την κάνει να στραφεί στην εξέταση του εαυτού της, ελεύθερη πιά από εξωτερικούς περισπασμούς. Κι όταν ο νους απομακρυνθεί από όλα τα αισθητά και ανασηκωθεί από την τύρβη τους που τον κατακλύζει και παρατηρήσει τον εσωτερικό άνθρωπο, πρώτα-πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που απέκτησε από την περιπλάνησή του στα γήινα, και σπεύδει να το αποπλύνει με το πένθος. Έπειτα, αφού αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, και καθώς πιά η ψυχή δε διασκορπίζεται άπρεπα σε ποικίλες μέριμνες, ο νους εισέρχεται ατάραχα στα πραγματικά «ταμεία»(Ματθ. 6, 6) –στα ενδότερα της ψυχής–, κι εκεί προσεύχεται στον αόρατο Πατέρα. Και Εκείνος του χαρίζει πρώτα -πρώτα το δώρο που είναι δοχείο των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ειρήνη των λογισμών, μετά από την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση, που γεννά και συγκρατεί κάθε αρετή. Όχι βέβαια την ταπείνωση που συνίσταται σε λόγια και σχήματα τα οποία βρίσκει εύκολα όποιος θέλει, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό και θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα όταν εγκατασταθεί στα έγκατα της ψυχής. Μέσα στην ειρήνη λοιπόν και την ταπείνωση, σαν μέσα σε ασφαλές περιτείχισμα του παραδείσου του νου, φυτρώνουν τα κάθε είδους δένδρα της πραγματικής αρετής. Στο κέντρο του ανεγείρονται τα ιερά ανάκτορα της αγάπης, στα πρόθυρα των οποίων ανθίζει σαν προοίμιο της μέλλουσας ζωής η ανέκφραστη και αναφαίρετη χαρά.
Η ακτημοσύνη είναι μητέρα της αμεριμνίας. Η αμεριμνία, της προσοχής και της προσευχής. Αυτές είναι μητέρες του πένθους και των δακρύων. Τούτα εξαλείφουν τις εμπαθείς συνήθειες. Όταν αυτές εξαλειφθούν, γίνεται ευκολότερος ο δρόμος της αρετής, γιατί φεύγουν από τη μέση τα εμπόδια και η συνείδηση πιά δεν κατηγορεί. Από αυτό πηγάζει η χαρά και το μακάριο γέλιο της ψυχής. Τότε πλέον και τα οδυνηρά δάκρυα μετατρέπονται σε γλυκά, και τα λόγια του Θεού γίνονται γλυκύτατα στο λάρυγγα και ανώτερα από μέλι στο στόμα(Ψαλμ. 118, 103), και από δέηση η προσευχή μεταβάλλεται σε ευχαριστία, και η μελέτη των θείων εντολών είναι αγαλλίαση της ψυχής, με ελπίδα αδιάψευστη, η οποία, αποτελώντας πρόγευση των ουρανίων, πλησιάζει την ψυχή μέσω της πείρας αυτής της γεύσεως και της μαθαίνει εν μέρει τον υπερβολικό πλούτο της αγαθότητας του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: «Γευθείτε και μάθετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9). Αυτός είναι η αγαλλίαση των δικαίων, η χαρά των ευθέων, η ευφροσύνη των ταπεινωμένων, η παρηγοριά εκείνων που πενθούν γι’ Αυτόν.
Τί λοιπόν; Η παρηγοριά φτάνει ως εδώ; Κι αυτά μονάχα είναι τα δώρα της ιερής μνηστείας; Πέρα από αυτά δε φανερώνει καθαρότερα τον εαυτό Του ο Νυμφίος των ψυχών αυτών σ’ όσους έχουν το μακάριο πένθος και καθαρίστηκαν και είναι στολισμένοι σαν νύμφες με τις αρετές; Όχι βέβαια. Για όσα όμως θα πούμε τώρα, είναι κάποιοι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν από φθόνο, λέγοντας κάπως έτσι: «Μή μιλήσεις στο όνομα του Κυρίου· ειδεμή, θα δυσφημίσομε το όνομά σου, χαλκεύοντας εναντίον σου και διαδίδοντας συκοφαντίες και ψευδοκατηγορίες». Αλλ’ ας τους αγνοήσομε τώρα αυτούς κι ας δώσομε συνέχεια στο λόγο, πιστεύοντας και λέγοντας τα λόγια των αγίων Πατέρων μας και σ’ αυτά αποβλέποντας και πείθοντας γι’ αυτά και τους άλλους. Γιατί λέει η Γραφή(Ψαλμ. 115, 1· Β΄ Κορ. 4, 13): «Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα»· έτσι κι εμείς, πιστεύομε, γι’ αυτό και μιλούμε.
Όταν λοιπόν διωχθεί κάθε αισχρό πάθος που κατοικεί μέσα μας και ο νους, όπως είπαμε, επιστρέψει ο ίδιος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις άλλες δυνάμεις της ψυχής και καλλωπίσει με την καλλιέργεια των αρετών την ψυχή, προχωρώντας προς τα τελειότερα και ποθώντας νέες πρακτικές αναβάσεις και καθαρίζοντας με τη βοήθεια του Θεού όλο και περισσότερο τον εαυτό του, τότε δεν εξαλείφει μονάχα όλα τα αποτυπώματα του πονηρού, αλλά βγάζει από τη μέση και κάθε επίκτητο στοιχείο, όσο κι αν είναι ή φαίνεται καλό. Κι αφού ανεβεί πάνω από τα νοητά και τα σχετικά με αυτά νοήματα –όσα δεν είναι αμιγή από φαντασίες–, κι αφού τα απορρίψει όλα για την ευαρέστηση και την αγάπη του Θεού και σταθεί μπροστά στο Θεό κωφός και άλαλος, τότε ο νους γίνεται πια υλικό στα χέρια του Θεού και δέχεται τη θειότατη ανάπλαση ανεμπόδιστα, καθώς τίποτε πλέον από τα εξωτερικά δεν τον ενοχλεί, και η εσωτερική χάρη τον μεταβάλλει στο καλύτερο και, το πιο παράδοξο, καταφωτίζει με ανέκφραστο φως εσωτερικά και τελειοποιεί τον έσω άνθρωπο. Αφού λοιπόν χαράξει η μέρα στις καρδιές μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κορυφαίου των Αποστόλων(Β΄ Πέτρ. 1, 19), κι ανατείλει σ’ αυτές ο αυγερινός, βγαίνει ο όντως άνθρωπος –ο νους– στην κατεξοχήν εργασία του, σύμφωνα με τον προφητικό λόγο(Ψαλμ. 103, 23), και με το φως βαδίζει το δρόμο κι ανεβαίνει σε βουνά αιώνια(Ψαλμ. 75, 5). Και –ω του θαύματος– μέσα σ’ αυτό το φως εποπτεύει τα υπερκόσμια πράγματα, μη χωριζόμενος από το υλικό σώμα με το οποίο πλάστηκε από την αρχή, ή και χωριζόμενος από αυτό, ανάλογα με το στάδιο της ανόδου. Γιατί δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά φτερά της διάνοιας, η οποία τριγυρίζει σαν τυφλή χωρίς να έχει ακριβή και βέβαιη κατανόηση μήτε για τα απόντα αισθητά, μήτε για τα υψηλά και απρόσιτα νοητά. Αλλά ανεβαίνει πραγματικά με την ανέκφραστη δύναμη του Πνεύματος, και με ανείπωτη πνευματική αντίληψη ακούει τα «άρρητα ρήματα»(Β΄ Κορ. 12, 40 και βλέπει τα αθέατα. Και από αυτό γεμίζει ολόκληρος με θαυμασμό, και ας είναι απών από εκεί· και συναγωνίζεται με τους ακούραστους υμνωδούς, τους Αγγέλους, σαν άλλος επίγειος άγγελος του Θεού. Και μέσω του εαυτού του προσφέρει στο Θεό όλη την κτίση, επειδή και ο ίδιος μετέχει όλων, και τώρα μετέχει και του πάνω απ’ όλα Θεού, για να αποδειχθεί ότι φέρει ακριβή τη θεία εικόνα.
Πάνω σ’ αυτά ο άγιος Νείλος * λέει: «Η καλή κατάσταση του νου είναι ένα νοητό ύψος, όμοιο με ουράνιο χρώμα, όπου κατά τον καιρό της προσευχής έρχεται το φως της Αγίας Τριάδος». Και πάλι: «Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του απ’ όλα τα νοήματα, και τότε θα δει το νου του παρόμοιο με σάπφειρο ή με ουράνιο χρώμα». Αυτό είναι αδύνατο να γίνει χωρίς την απάθεια, γιατί χρειάζεται να συνεργήσει ο Θεός και να του παρέχει το συγγενές του φως. Και ο άγιος Διάδοχος ** λέει: «Δύο πράγματα μας δίνει η χάρη με το βάπτισμα, που το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Πρώτα δηλαδή μάς ανακαινίζει μέσα στο νερό και κάνει λαμπρό το «κατ’ εικόνα», ξεπλένοντας κάθε ρύπο της αμαρτίας μας· για το άλλο όμως περιμένει τη συνεργασία μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με βαθιά αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι άρχισε η χάρη να επιζωγραφίζει στο «κατ’ εικόνα» το «καθ’ ομοίωσιν». Ώστε αυτή η αίσθηση φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο «καθ’ ομοίωσιν». Όμως την τελειότητα της ομοιώσεως θα την καταλάβομε από το φωτισμό». Και πάλι: «Την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει, αν δε φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν δε λάβει ο νους τελείως το «καθ’ ομοίωσιν» μέσω του θείου φωτός, όλες τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, είναι όμως ακόμη άμοιρος της τέλειας αγάπης». Επίσης, από τον άγιο Ισαάκ μαθαίνομε ότι, στον καιρό της προσευχής, ο χαριτωμένος νους βλέπει την καθαρότητά του, όμοια με επουράνιο χρώμα· η κατάσταση αυτή ονομάστηκε «τόπος Θεού» από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, όταν τους φανερώθηκε στο όρος Σινά(Εξ. 24, 9–10). Λέει ακόμη: «Καθαρότητα του νου είναι η κατάσταση στην οποία ακτινοβολεί, στον καιρό της προσευχής, το φως της Αγίας Τριάδος».
* Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 224, κεφ. 53. ** Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 317–8, κεφ. 89.
Ο νους που καταξιώθηκε εκείνο το φως, διαβιβάζει πολλά σημάδια του θείου κάλλους και στο συνδεδεμένο μ’ αυτόν σώμα, ως ενδιάμεσος μεταξύ της θείας χάρης και της παχύτητας της σάρκας, χορηγώντας του δύναμη και για τα αδύνατα. Από αυτό πηγάζει η θεοειδής και ασύγκριτη έξη της αρετής και η δυσκινησία ή η τέλεια ακινησία προς την κακία. Από αυτό έρχεται ο Λόγος και σαφηνίζει στο νου τους λόγους των όντων και του αποκαλύπτει, για την καθαρότητά του, τα μυστήρια της φύσεως· δια μέσου αυτών, η διάνοια εκείνων που τα δέχονται με πίστη, υψώνεται κατ’ αναλογίαν στην κατανόηση των υπέρ φύση, την οποία πραγματοποιεί ο ίδιος ο Πατέρας του Λόγου με άυλες επαφές. Από αυτό ακόμη πηγάζουν και οι άλλες ποικίλες θαυματοποιίες και η διόραση και η προόραση και η διήγηση περί εκείνων που συμβαίνουν κάπου μακριά, σαν να είναι παρόντα. Το σπουδαιότερο μάλιστα είναι ότι αυτά δεν αποτελούν το σκοπό των μακαρίων εκείνων ψυχών. Όπως δηλαδή όταν κανείς βλέπει προς μία ηλιακή ακτίνα, διακρίνει και τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης, παρόλο που δεν είναι αυτό ο σκοπός του, έτσι κι εκείνοι που δέχονται με καθαρότητα τις θεϊκές ακτίνες, οι οποίες από τη φύση τους αποκαλύπτουν τα πάντα, είναι επόμενο να αποκτούν –σαν πάρεργο βέβαια– τη γνώση όχι μόνο όσων υπήρξαν ή υπάρχουν, αλλά και των μελλοντικών, ανάλογα με την καθαρότητά τους. Όμως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή και συγκέντρωση του νου στον εαυτό του. Ή μάλλον, η επιστροφή όλων των δυνάμεων της ψυχής προς το νου –αν και φαίνεται παράδοξος ο λόγος–, και η ενέργεια του νου κατά Θεόν, με την οποία διορθώνονται ώστε να μοιάσουν προς το Πρωτότυπο, το Θεό, και έρχονται σε υγιή πνευματική κατάσταση, καθώς η χάρη τους ξαναφέρνει στο πρωτόκτιστο και απερίγραπτο εκείνο κάλλος. Σε τέτοιο ύψος ανεβάζει το μακάριο πένθος τους «ταπεινούς τη καρδία και πτωχούς τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 3).
Αφού αυτά, για την αμέλεια που φωλιάζει μέσα μας, είναι πάνω από μας, ας ξαναγυρίσομε στο θεμέλιό τους κι ας προσθέσομε λίγα ακόμη για το πένθος. Αυτό λοιπόν επακολουθεί σε όλα τα είδη της ακούσιας κατά κόσμον φτώχειας. Πώς δηλαδή να μη λυπάται εκείνος που δεν έχει χρήματα και πεινά χωρίς να το θέλει και κοπιάζει πολύ και περιφρονείται; Αλλά αυτό το πένθος δεν έχει παρηγοριά, και μάλιστα όσο επιτείνεται η φτώχεια, ή μάλλον όσο ο φτωχός αυτός δεν έχει την αληθινή γνώση. Καθώς δηλαδή αυτός δεν υποτάσσει στο λογικό τις ηδονές και τις οδύνες της αισθήσεως, αλλά μάλλον ο ίδιος υποτάσσεται σ’ αυτές με τη λανθασμένη χρήση του λογικού του, τις αυξάνει χωρίς κανένα κέρδος –όπως δεν έπρεπε– ή μάλλον και με πολύ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι και απόδειξη καθαρή εναντίον του ότι δεν πίστεψε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός και στη διδαχή των πριν από Αυτόν προφητών και των μετά από Αυτόν μαθητών και αποστόλων Του. Ότι δηλαδή η φτώχεια είναι που χαρίζει τον αδαπάνητο πλούτο, η ευτέλεια την ανέκφραστη δόξα, η εγκράτεια την ανώδυνη απόλαυση, και η καρτερία στους πειρασμούς την απαλλαγή από την αιώνια στενοχώρια και θλίψη που απειλεί όσους αγάπησαν τον εδώ παραλυμένο βίο και δεν προτίμησαν να περάσουν στη ζωή μέσα από τη στενή πύλη και οδό(Ματθ. 7, 14). Σωστά λοιπόν είπε ο Απόστολος Παύλος ότι η κατά κόσμον λύπη προξενεί θάνατο(Β΄ Κορ. 7, 10), γιατί με αυτά που είπαμε αποδείχθηκε ότι είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο.
Αν η πραγματική ζωή της ψυχής είναι φως θεϊκό που προξενείται από το κατά Θεόν πένθος, κατά τους Πατέρες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, άρα ο θάνατος της ψυχής είναι σκοτάδι δαιμονικό που προξενείται από την κοσμική λύπη στην ψυχή. Είναι το σκοτάδι εκείνο για το οποίο λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, η αμαρτία έχει την ύπαρξή της από την απουσία του καλού και παίρνει τη μορφή νοερού σκότους-με τις άδικες πράξεις. Αλλά και ο άγιος Μάρκος * λέει: «Εκείνος που είναι περικυκλωμένος από τους πονηρούς λογισμούς πώς θα δει πραγματική την αμαρτία που σκεπάζουν; Αυτή είναι σκοτάδι και ομίχλη της ψυχής που έπεσε μέσα της από έννοιες και λόγια και πράξεις πονηρές. Εκείνος που δεν είδε αυτή την περιεκτική αμαρτία, πότε θα παρακαλέσει να καθαριστεί από αυτήν; Κι εκείνος που δεν καθαρίστηκε, πώς θα βρεί τον τόπο της καθαρής φύσεως; Κι εκείνος που δε βρήκε αυτόν τον τόπο, πώς θα δει τον εσωτερικότερο οίκο του Χριστού; Πρέπει λοιπόν να κτυπήσομε τη θύρα του οίκου αυτού με προσευχή επίμονη και να ζητήσομε όχι μόνο να τον αποκτήσομε, αλλά και να τον διαφυλάξομε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον έχασαν, αφού τον έθαβαν. Ψιλή γνώση ή και τυχαία πείρα αυτών των πραγμάτων, ίσως και οψιμαθείς και νέοι κατέχουν. Την εργασία όμως, την υπομονετική κι επίμονη, μόλις κατέχουν οι ευλαβείς και πολύπειροι γέροντες».
* Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 162, κεφ. 224–225.
Σύμφωνος με αυτούς τους δύο είναι και ο άγιος Μακάριος, ο ουράνιος κατά τη γνώση, και όλη η συνάθροιση των Οσίων. Αλλά όπως το σκοτάδι αυτό παίρνει την ύπαρξή του από τα αμαρτήματα, έτσι αν εξετάσεις και την κατά κόσμον λύπη, θα βρεις ότι γεννιέται και δυναμώνει από όλα τα πάθη. Είναι λοιπόν εικόνα και κατά κάποιο τρόπο απαρχή και προοίμιο και προκαταβολή του αιώνιου πένθους στο οποίο θα βυθιστούν όσοι δεν προτίμησαν το πένθος που μακάρισε ο Κύριος, το πένθος που δεν έχει μόνο κέρδος τη θεϊκή παρηγοριά, καρποφορώντας την πρόγευση της αιώνιας ευφροσύνης, αλλά και διασφαλίζει την αρετή, κάνοντας την ψυχή αμετακίνητη πια προς τα χειρότερα. Γιατί αν κανείς γίνει φτωχός και ταπεινωθεί και επιδιώξει την κατά Θεόν ευτέλεια, δεν αποκτήσει όμως και το πένθος, προοδεύοντας στο καλύτερο, μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να ξαναγυρίσει με τη σκέψη του σ’ εκείνα που άφησε, ποθώντας πάλι εκείνα που στην αρχή είχε εγκαταλείψει και γινόμενος παραβάτης. Αν αντίθετα, παραμένοντας και προσέχοντας στη διάθεσή του για τη μακαριστή φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του το πένθος, δεν έχει πια τάση να γυρίσει προς τα πίσω και να παλινδρομήσει κακώς εκεί από όπου καλά έκανε κι έφυγε. Γιατί η κατά Θεόν λύπη, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), προξενεί στην ψυχή την αμεταμέλητη μετάνοια, που την οδηγεί στη σωτηρία.
Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες έλεγε, ότι το πένθος εργάζεται και φυλάγει(Γεν. 2, 15). Και δεν είναι αυτό το μοναδικό κέρδος του πένθους, ότι ο άνθρωπος γίνεται ακίνητος σχεδόν προς το κακό και δεν ξαναγυρίζει στα προηγούμενα αμαρτήματά του, αλλά κι αυτά θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος πενθεί πρώτα-πρώτα γι’ αυτά, του τα λογαριάζει ο Θεός για ακούσια. Και για τα ακούσια δεν υπάρχει ευθύνη. Εκείνος που πενθεί για την πενία του, δίνει απόδειξη με αυτό ότι η πενία του δεν είναι θεληματική, γι’ αυτό και θα πέσει μαζί με τους πλούσιους ή όσους επιθυμούν να πλουτίσουν στις παγίδες του διαβόλου(Α΄ Τιμ. 6, 9)· κι αν δεν αλλάξει και δεν τρέξει να ξεφύγει αυτές τις παγίδες, θα παραπεμφθεί στην αιώνια κόλαση μαζί με το διάβολο. Έτσι κι εκείνος που αμάρτησε στο Θεό, αν εξακολουθεί αδιάκοπα να πενθεί, δε θα του λογαριαστούν σαν εκούσια τα αμαρτήματά του και θα βαδίσει ανεμπόδιστα το δρόμο της αιώνιας ζωής, μαζί μ’ εκείνους που δεν αμάρτησαν.
για όσους δεν τη δοκίμασαν, γιατί είναι ανείπωτη. Αν κανείς δεν μπορεί να πληροφορήσει για τη γλυκύτητα που έχει το μέλι, εκείνους που δεν το γεύθηκαν ποτέ, πώς άραγε μπορεί κανείς να περιγράψει την ηδονή της ιερής χαράς και της χάρης του Θεού σ’ εκείνους που δεν τη δοκίμασαν; Και βέβαια, η αρχή του πένθους μοιάζει με επιζήτηση μνηστείας με το Θεό, που σχεδόν φαίνεται αδύνατη. Γι’ αυτό και όσοι ποθούν τον Νυμφίο, πενθούν βλέποντάς Τον να μη συγκατατίθεται και του απευθύνουν κάποια λόγια σαν αυτά που προηγούνται από τη μνηστεία. Και κλαίγοντας σπαρακτικά τον καλούν με θρήνους, επειδή δεν είναι κοντά τους κι ίσως δεν έρθει και ποτέ. Το τέλος όμως του πένθους είναι η τέλεια αγνή νυμφική ένωση. Γι’ αυτό και ο Παύλος, αφού ονόμασε μέγα μυστήριο την ένωση των συζύγων σε μία σάρκα, πρόσθεσε: «Εγώ βέβαια μιλώ για το Χριστό και την Εκκλησία»(Εφ. 5, 32). Γιατί όπως οι σύζυγοι είναι μιά σάρκα, έτσι και οι άνθρωποι του Θεού είναι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ίδιο λέει κι αλλού με σαφήνεια: «Όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται, ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17).
Πού είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι κτιστή η χάρη η οποία κατοικεί στους Αγίους του Θεού; Ας γνωρίζουν ότι βλασφημούν εναντίον του ίδιου του Πνεύματος, το οποίο μεταδίδοντας τη χάρη ενώθηκε με τους Αγίους. Ας φέρω όμως για το θέμα μας κι ένα πιο σαφές παράδειγμα. Η αρχή του πένθους μοιάζει με την επιστροφή του ασώτου. Γι’ αυτό και γεμίζει από σκυθρωπότητα τον πενθούντα και τον βάζει να λέει εκείνα τα λόγια: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου»(Λουκ. 15, 21). Το τέλος πάλι του πένθους μοιάζει με την προϋπάντηση και τον εναγκαλισμό του ουράνιου Πατέρα, οπότε ο γιος, αντικρύζοντας τον πλούτο της άπειρης ευσπλαχνίας του Πατέρα και αποκτώντας εξαιτίας της πολλή χαρά και παρρησία, δεχόταν τα φιλήματά Του και τα ανταπέδιδε. Και περνώντας μέσα στο πατρικό σπίτι κάθισε στο τραπέζι και μαζί με τον Πατέρα απολάμβανε την ουράνια ευφροσύνη.
Ελάτε κι ας προσπέσομε κι εμείς, με τη μακαριστή φτώχεια, κι ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο και Θεό μας(Ψαλμ. 94, 6), για να εξαλείψομε τις προηγούμενες αμαρτίες μας, να κάνομε τους εαυτούς μας ακίνητους προς την κακία και να επιτύχομε τον Παράκλητο, που θα μας χαρίζει την παράκλησή Του, και θα αναπέμπομε δόξα σ’ Αυτόν, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας
Ο Κύριος, ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος(Δευτ. 6, 4), που αναγνωρίζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος. Ο Υιός έχει γεννηθεί από τον Πατέρα ανάρχως, αχρόνως και απαθώς, ως Λόγος. Αυτός, επειδή έχρισε από τον εαυτό Του την ανθρώπινη φύση που έλαβε από εμάς, ονομάστηκε Χριστός. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Αυτός είναι ο μόνος Θεός. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος σε τρεις υποστάσεις, Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος, που δε διαιρείται κατά τη φύση και τη βουλή και τη δόξα, τη δύναμη και την ενέργεια και όλα τα γνωρίσματα της θεότητας. Αυτόν μόνο θα αγαπήσεις και Αυτόν μόνο θα λατρέψεις με όλη τη διάνοιά σου και με όλη την καρδιά σου και με όλη τη δύναμή σου(Δευτ. 6, 5). Και θα είναι τα λόγια Του και τα προστάγματά Του μέσα στην καρδιά σου για να τα πράττεις και να τα μελετάς και να τα λες όταν κάθεσαι και όταν βαδίζεις και όταν είσαι στο κρεβάτι και όταν ξυπνάς και σηκώνεσαι(Δευτ. 6, 6–7). Να θυμάσαι αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου(Δευτ. 8, 18), και να φοβάσαι Αυτόν μονάχα(Δευτ. 6, 13), και να μη λησμονήσεις ούτε Αυτόν, ούτε τις εντολές Του. Έτσι θα σου δώσει Εκείνος δύναμη να κάνεις το θέλημά Του. Γιατί τίποτε άλλο δε ζητά από σένα ο Θεός, παρά να τον φοβάσαι και να τον αγαπάς και να πορεύεσαι σ’ όλους τους δρόμους Του(Δευτ. 10, 12). Αυτός είναι το καύχημά σου και Αυτός ο Θεός σου(Δευτ. 10, 21). Μαθαίνοντας για τους υπερκόσμιους Αγγέλους ότι είναι απαθείς και αόρατοι, και για το διάβολο που ξέπεσε από εκεί ότι είναι πολύ κακός και σοφός, ορμητικός και πολυμήχανος στο να πλανά τον άνθρωπο, μη νομίσεις ότι είναι κάποιος από αυτούς ομότιμος με το Θεό. Βλέποντας το μέγεθος του ουρανού και την πολύπλοκη κίνησή του, τον ολόλαμπρο ήλιο, τη φωτεινή σελήνη, την καθαρότητα των άλλων άστρων, τον απαραίτητο στην αναπνοή αέρα, τη θάλασσα και τη γη που παράγουν κάθε προϊόν, μη θεοποιήσεις κανένα απ’ αυτά. Όλα αυτά είναι δούλα και κτίσματα του μόνου Θεού που τα δημιούργησε από το μηδέν με το λόγο Του. Γιατί Αυτός είπε κι έγιναν, Αυτός πρόσταξε και δημιουργήθηκαν(Ψαλμ. 32, 9). Αυτόν λοιπόν μόνο, τον Κύριο και Δημιουργό του παντός θα δοξάσεις και σ’ Αυτόν θα προσκολληθείς με αγάπη και σ’ Αυτόν θα μετανοείς ημέρα και νύχτα για τις εκούσιες και ακούσιες αμαρτίες σου. Γιατί Αυτός είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυεύσπλαχνος(Ψαλμ. 102, 8) και αιώνιος αγαθοποιός. Αυτός έχει υποσχεθεί και δίνει τη βασιλεία την ουράνια και χωρίς διαδοχή, τον ανώδυνο βίο, την αθάνατη ζωή και το ανέσπερο φως για να το απολαμβάνουν όσοι τον σέβονται και τον προσκυνούν και τον αγαπούν και τηρούν τα προστάγματά Του. Αλλά ο ίδιος είναι και Θεός ζηλωτής(Εξ. 20, 5) και δίκαιος κριτής και φρικτός εκδικητής. Και σ’ εκείνους που ασεβούν και απειθούν σ’ Αυτόν και παραβαίνουν τα προστάγματά Του, επιβάλλει κόλαση αιώνια, φωτιά άσβηστη, οδύνη ακατάπαυστη, θλίψη απαρηγόρητη, ένδυμα άφωτου ζόφου, χώρα σκοτεινή και θλιμμένη, τρίξιμο ελεεινό των δοντιών, ακοίμητα φαρμακερά σκουλήκια, τα οποία έχει ετοιμάσει για τον πρώτο αντάρτη, το διάβολο(Ματθ. 25, 41), και μαζί για όλους όσους πλανήθηκαν από αυτόν και τον ακολούθησαν και αθέτησαν τον Ποιητή τους με τα έργα, τα λόγια και τα νοήματά τους.
Να μην κατασκευάσεις ποτέ ομοίωμα κάποιου απ’ όσα είναι στον ουρανό πάνω ή στη γη κάτω ή μέσα στα νερά ώστε να τα λατρεύεις και να τα δοξάζεις σαν θεούς(Εξ. 20, 4–5). Όλα αυτά είναι κτίσματα του μόνου Θεού, ο οποίος, στις έσχατες ημέρες, αφού σαρκώθηκε σε παρθενική μήτρα, παρουσιάστηκε στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους(Βαρ. 3, 38), κι αφού έπαθε και πέθανε και αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, ανέβηκε με το σώμα Του στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Υψίστου Θεού(Εβρ. 1, 3), με το οποίο σώμα θα έρθει πάλι με δόξα για να κρίνει ζώντες και νεκρούς. Θα κάνεις λοιπόν την εικόνα Αυτού που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας, από αγάπη σ’ Αυτόν, και μέσω της εικόνας θα θυμάσαι και θα προσκυνήσεις Εκείνον, ανυψώνοντας το νου σου μέσω αυτής στο άξιο προσκυνήσεως εκείνο σώμα του Σωτήρα, το οποίο κάθεται στα δεξιά του Πατέρα στον ουρανό. Θα κάνεις επίσης και τις απεικονίσεις των Αγίων και θα τις προσκυνήσεις, όχι σαν θεούς, γιατί αυτό είναι απαγορευμένο, αλλά εξαιτίας της σχέσεως και της διαθέσεως και της υπερβολικής τιμής πρός αυτούς, καθώς ανυψώνεται ο νους μέσω των εικόνων σ’ αυτούς. Όπως κι ο Μωυσής έκανε τις εικόνες των Χερουβείμ και τις τοποθέτησε μέσα στα Άγια(Εξ. 25, 17). Επίσης, τα Άγια των Αγίων ήταν εικόνα των υπερουρανίων, ενώ το «κοσμικό Άγιο»(Εβρ. 9, 1), ήταν εικόνα όλου του κόσμου. Όλα αυτά τα ονόμασε άγια ο Μωυσής, όχι για να δοξάσει τα κτίσματα, αλλά για να δοξάσει μέσω αυτών τον κοσμοποιό Θεό. Και συ λοιπόν δε θα θεοποιήσεις τις εικόνες του Δεσπότη Χριστού και των Αγίων, αλλά μέσω αυτών θα προσκυνήσεις Εκείνον που μας έπλασε πρώτα κατ’ εικόνα Του, κι υστέρα ευδόκησε από ανέκφραστη φιλανθρωπία να πάρει ο ίδιος την ανθρώπινη εικόνα Του και με αυτήν να γίνει περιγραπτός. Και δε θα προσκυνήσεις μόνο την εικόνα του Χριστού, αλλά και τον τύπο του Σταυρού Του. Γιατί είναι σημείο πάρα πολύ μεγάλο και το τρόπαιό Του κατά του διαβόλου και όλης της διαβολικής παρατάξεως. Γι’ αυτό και τους πιάνει φρίκη και τρέπονται σε φυγή, όταν βλέπουν να γίνεται ο τύπος του Σταυρού. Αυτός ο τύπος, και πριν ακόμη γίνει η Σταύρωση, δοξάστηκε πολύ από τους Προφήτες κι έκανε μεγάλα θαύματα. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία Εκείνου που καρφώθηκε πάνω σ’ αυτόν, του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος μέλλει να έρθει για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, θα προπορεύεται το μεγάλο και φοβερό αυτό σημείο του Σταυρού με πολλή δύναμη και δόξα(Ματθ. 24, 30). Δόξασέ τον λοιπόν τώρα για να τον κοιτάξεις τότε με θάρρος και να δοξαστείς μαζί του. Και τις εικόνες των Αγίων θα προσκυνήσεις, γιατί αυτοί συσταυρώθηκαν με τον Κύριο, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στη μνήμη σου τη συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού. Επίσης και τα άγια σκηνώματά τους και όποιο λείψανο των οστών τους, γιατί δε χωρίστηκε από αυτά η χάρη του Θεού, όπως και από το προσκυνητό σώμα του Χριστού δε χωρίστηκε η θεότητα κατά το ζωοποιό Του θάνατο. Κάνοντας έτσι και δοξάζοντας εκείνους που δόξασαν το Θεό, γιατί φάνηκαν με τα έργα τους τέλειοι στην αγάπη του Θεού, θα δοξαστείς κι εσύ μαζί από το Θεό και θα ψάλλεις σαν τον Δαβίδ: «Τίμησα πάρα πολύ τους φίλους Σου, Θεέ μου»(Ψαλμ. 138, 17).
Δε θα χρησιμοποιήσεις μάταια το όνομα του Κυρίου και Θεού σου(Εξ. 20, 7), κάνοντας ψεύτικο όρκο για κανένα γήινο πράγμα, από φόβο ανθρώπου ή από ντροπή ή για δικό σου κέρδος. Γιατί η επιορκία είναι άρνηση του Θεού. Γι’ αυτό μην ορκιστείς διόλου(Ματθ. 5, 34), αλλά ν’ αποφεύγεις τελείως τον όρκο, γιατί από αυτόν έρχεται η επιορκία που αποξενώνει τον άνθρωπο από το Θεό και κατατάσσει τον επίορκο με τους παράνομους. Αν αληθεύεις σ’ όλους τους λόγους σου, θα σε πιστεύουν σαν να παίρνεις όρκο. Κι αν ποτέ συμβεί να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε όρκο – πράγμα που πρέπει να απευχόμαστε–, αν μεν πρόκειται για κάτι σύμφωνο με το θείο νόμο, θα το εκτελέσεις ως νόμιμο, αλλά θα ζητήσεις ευθύνη από τον εαυτό σου που ορκίστηκες, και με ελεημοσύνη, ικεσία, πένθος και κακοπάθεια του σώματος, θα ζητήσεις το έλεος του Χριστού που είπε να μην ορκιστείς διόλου(Ματθ. 5, 34). Αν όμως ορκίστηκες για κάτι παράνομο, πρόσεξε μην τυχόν κάνεις για χάρη του όρκου την παρανομία, για να μη συγκαταλεχθείς με τον προφητοκτόνο Ηρώδη(Ματθ. 14, 9–10). Κι όταν αθετήσεις εκείνο τον παράνομο όρκο, βάλε νόμο στον εαυτό σου να μην ορκιστείς ποτέ πια, και να ζητάς το έλεος του Θεού χρησιμοποιώντας με δάκρυα τα παραπάνω φάρμακα πιο επίπονα.
Μια ημέρα της εβδομάδας, η οποία ονομάζεται και Κυριακή, επειδή είναι αφιερωμένη στον Κύριο που αυτήν την ημέρα αναστήθηκε εκ νεκρών, δείχνοντας και πιστοποιώντας από πριν την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων, οπότε θα σταματήσει κάθε γήινο έργο, αυτή την ημέρα θα την αφιερώσεις στο Θεό(Εξ. 20, 8). Δε θα κάνεις κανένα έργο βιοτικό, εκτός από τα αναγκαία, ενώ θ’ αφήσεις ν’ αναπαυθούν όσοι εργάζονται για σένα ή μένουν μαζί σου, για να δοξάσετε όλοι μαζί Εκείνον που μας αγόρασε με το θάνατό Του και αναστήθηκε και μαζί Του ανέστησε και την ανθρώπινη φύση. Θα φέρεις στη μνήμη σου τη μέλλουσα ζωή και θα μελετήσεις όλες τις εντολές και τις διατάξεις του Κυρίου και θα εξετάσεις τον εαυτό σου μην τυχόν έχεις παραβεί ή παρέλειψες τίποτε και θα τον διορθώσεις σε όλα. Επίσης την ημέρα αυτή θα συχνάζεις στο ναό του Θεού και θα παραμείνεις στις ιερές συνάξεις και θα κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και ακατάκριτη συνείδηση το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Και θα βάλεις αρχή μιας ζωής πιο αγίας και θα ανακαινίσεις τον εαυτό σου και θα τον ετοιμάσεις να υποδεχτεί τα μέλλοντα αγαθά. Για χάρη αυτών των αγαθών, ούτε τις άλλες ημέρες θα κάνεις κατάχρηση των γηίνων· τη δε Κυριακή, θα απέχεις από όλα, επειδή θα κάθεσαι κοντά στο Θεό, εκτός από τα αναγκαιότατα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις. Κι έτσι έχοντας το Θεό καταφύγιό σου, δε θα μετακινηθείς από τον τόπο σου και δε θ’ ανάψεις τη φωτιά των παθών και δε θα σηκώσεις το φορτίο της αμαρτίας. Έτσι την ημέρα των σαββάτων»(Εξ. 20, 8), δηλαδή την Κυριακή, θα την αφιερώσεις στο Θεό, σαββατίζοντας με την απραξία των κακών. Στις Κυριακές να συνάψεις και τις καθιερωμένες μεγάλες εορτές, κάνοντας τα ίδια και απέχοντας από τα ίδια.
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου(Εξ. 20, 12), γιατί μέσω αυτών ο Θεός σε έφερε στη ζωή, και αυτοί –ύστερα από το Θεό– είναι οι αίτιοι της ζωής σου. Λοιπόν και συ, μετά το Θεό, αυτούς θα τιμήσεις και θα αγαπήσεις, αν η προς αυτούς αγάπη συντελεί στην αγάπη του Θεού. Αν όμως δε συντελεί, θα φύγεις από αυτούς αμέσως. Αν επιπλέον σου είναι και εμπόδιο, και μάλιστα στην αληθινή και σωτήρια πίστη, επειδή έχουν διαφορετική πίστη, δε θα φύγεις μονάχα, αλλά και θα μισήσεις όχι μόνον αυτούς, αλλά και όλους, με όσους συνδέεσαι με συγγένεια ή με κάποια φιλία ή άλλη σχέση, και τα ίδια τα μέλη σου και τις ορέξεις τους και αυτό το σώμα σου ολόκληρο και την μέσω του σώματος σχέση με τα πάθη. «Όποιος δε μισεί τον πατέρα και την μητέρα του και τη γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς, ακόμη και τη ζωή του, και δε σηκώνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν είναι άξιός μου»(Λουκ. 14, 26–27), είπε ο Χριστός. Αυτά για τους κατά σάρκα γονείς και φίλους και αδελφούς. Εκείνους όμως που σου είναι οικείοι κατά την πίστη και δε σ’ εμποδίζουν από τη σωτηρία, και θα τους τιμήσεις και θα τους αγαπήσεις. Αν πρέπει να τιμάς έτσι τους κατά σάρκα γονείς σου, πόσο περισσότερο θα τιμήσεις και θα αγαπήσεις τους πνευματικούς σου πατέρες; Αυτοί σε μετέφεραν από την απλή ζωή στη ζωή της αρετής, σου μετέδωσαν τον φωτισμό της γνώσεως, σου δίδαξαν την αλήθεια, σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας, έβαλαν μέσα σου την ελπίδα της αναστάσεως και της αθανασίας και της αδιάδοχης βασιλείας και κληρονομίας, και από ανάξιο σ’ έκαναν άξιο των αιωνίων αγαθών. Σ’ έκαναν ακόμη ουράνιο και αιώνιο, από επίγειος και πρόσκαιρος που ήσουν, και υιό και μαθητή όχι ανθρώπου, αλλά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού που σου χάρισε το Πνεύμα της υιοθεσίας(Ρωμ. 8, 15) και που είπε: «Μην ονομάσετε κανένα «πατέρα» ή «καθηγητή» σας στη γη, γιατί ένας είναι ο πατέρας και ο καθηγητής σας, ο Χριστός»(Ματθ. 23, 9–10). Οφείλεις λοιπόν κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς σου πατέρες, γιατί η τιμή σ’ αυτούς αναφέρεται στο Χριστό και στο Πανάγιο Πνεύμα, από το οποίο πήρες την υιοθεσία, και στον επουράνιο Πατέρα, από τον οποίο παίρνει το όνομά της κάθε πατρική ιδιότητα ουράνια ή επίγεια(Εφ. 3, 15). Θα φροντίσεις δε να έχεις σε όλη σου τη ζωή πνευματικό πατέρα, για να του εξομολογείσαι κάθε αμαρτία και κάθε λογισμό και να παίρνεις από αυτόν τη θεραπεία και την άφεση. Γιατί στους πνευματικούς πατέρες έχει δοθεί η εξουσία να λύνουν και να δεσμεύουν τις ψυχές. Και όσα δέσουν στη γη θα είναι δεμένα και στον ουρανό, ενώ όσα λύσουν στη γη θα είναι λυμένα και στον ουρανό(Ματθ. 18, 18). Αυτή τη χάρη και τη δύναμη έλαβαν από το Χριστό. Γι’ αυτό θα υπακούσεις σ’ αυτούς χωρίς καμία αντιλογία, για να μη χαθεί η ψυχή σου. Αν εκείνος που αντιλέγει στους κατά σάρκα γονείς του, σε πράγματα που δεν απαγορεύει ο νόμος του Θεού, θανατώνεται σύμφωνα με το νόμο(Εξ. 21, 16· Ματθ. 15, 4), όποιος αντιλέγει στους πνευματικούς πατέρες, πώς είναι δυνατό να μη διώχνει το Πνεύμα του Θεού και να μη χάνει την ψυχή του; Γι’ αυτό να συμβουλεύεσαι και να υπακούς μέχρι τέλους στους πνευματικούς σου πατέρες, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών.
Δε θα πορνεύσεις(Εξ. 20, 13), για να μη γίνεις αντί μέλος Χριστού πόρνης μέλος(Α΄ Κορ. 6, 15) και αποκοπείς από το θεϊκό σώμα και ξεπέσεις από τη θεϊκή κληρονομιά και ριχτείς στη γέεννα. Σύμφωνα με το νόμο(Λευϊτ. 21, 9), κόρη ιερέως που θα πιαστεί να πορνεύει, καίγεται, γιατί καταντρόπιασε τον πατέρα της· πολύ περισσότερο εκείνος που πάνω στο σώμα του Χριστού κόλλησε τέτοιο μόλυσμα, θα είναι υπόδικος για αιώνια κόλαση. Αν μπορείς, άσκησε την παρθενία, για να μπορέσεις να γίνεις ολοκληρωτικά του Θεού και να προσκολληθείς σ’ Αυτόν με τέλεια αγάπη, παραμένοντας πάντοτε κοντά Του σ’ όλη σου τη ζωή και φροντίζοντας διαρκώς χωρίς περισπασμό τα του Κυρίου(Α΄ Κορ. 7, 34), προαπολαμβάνοντας τη μέλλουσα ζωή και ζώντας σαν άγγελος Θεού πάνω στη γή. Γιατί η παρθενία είναι γνώρισμα των Αγγέλων και με αυτούς ομοιώνεται όσο είναι δυνατό, ενώ έχει σώμα, εκείνος που επιδιώκει την παρθενία. Ή μάλλον, πριν από αυτούς, εξομοιώνεται με τον Πατέρα που γέννησε με παρθενία τον Υιό προ πάντων των αιώνων, και με τον παρθένο Υιό που προήλθε στην αρχή με γέννηση από παρθένο Πατέρα και που γεννήθηκε σωματικά τον κατάλληλο καιρό από Παρθένο Μητέρα, και με το Άγιο Πνεύμα που προβάλλεται μόνο από τον Πατέρα, όχι με γέννηση, αλλά με εκπόρευση, με τρόπο ανείπωτο. Με αυτόν το Θεό εξομοιώνεται και ενώνεται με άφθαρτο γάμο εκείνος που διάλεξε την αληθινή παρθενία και παρθενεύει στην ψυχή και στο σώμα και ομορφαίνει όλες τις αισθήσεις και το λόγο και τη διάνοια με τα κάλλη της παρθενίας. Αν πάλι δεν προτιμάς να παρθενεύεις κι ούτε το υποσχέθηκες αυτό στο Θεό, σου επιτρέπεται να πάρεις με γάμο μια γυναίκα σύμφωνα με τους νόμους του Κυρίου και μόνον με αυτήν να συγκατοικείς και να την έχεις δική σου με αγιασμό(Α΄ Θεσ. 4, 4). από άλλες γυναίκες να απέχεις με όλη σου τη δύναμη. Και θα μπορέσεις να φυλαχτείς από αυτές, αν αποφύγεις τις άκαιρες συνομιλίες μαζί τους, αν δεν ευχαριστείσαι στα πορνικά λόγια και τραγούδια κι αν γυρίσεις αλλού τα μάτια της ψυχής και του σώματος από αυτές, όσο είναι δυνατό, και συνηθίσεις να μη βλέπεις με περιέργεια την ομορφιά των προσώπων. Γιατί όποιος κοιτάξει μία γυναίκα και την επιθυμήσει, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μ’ αυτήν(Ματθ. 5, 28), και γι’ αυτό είναι ακάθαρτος ενώπιον του Χριστού που βλέπει μέσα στην καρδιά, και από αυτό καταντά και στη σωματική αισχρή πράξη ο άθλιος. Και γιατί λέω για πορνείες και μοιχείες και για όλα τα μολύσματα που συνδέονται με τη φυσική λειτουργία, αφού και στις παρά φύση ασέλγειες σέρνεται ακόλαστα ο άνθρωπος παρατηρώντας με περιέργεια τα κάλλη των σωμάτων. Αν λοιπόν εσύ κόψεις από τον εαυτό σου τις πικρές ρίζες, δε θα μαζέψεις θανατηφόρους καρπούς, αλλά θα καρπωθείς την αγνεία και τον αγιασμό που αυτή προσφέρει και που χωρίς αυτόν κανείς δε θ’ αντικρύσει τον Κύριο(Εβρ. 12, 14).
πουκάμισο»(Λουκ. 6, 29). Επίσης εκείνον που σε χτυπά μην τον χτυπήσεις, κι εκείνον που σε υβρίζει, μην τον υβρίσεις. Έτσι, τόσο τον εαυτό σου, όσο κι εκείνον που σε κακοποιεί, θα ελευθερώσεις από το αμάρτημα του φόνου. Εσύ επιπλέον θα λάβεις από το Θεό και τη συγχώρηση των αμαρτιών σου, γιατί λέει: «Συγχωρείστε, και θα συγχωρηθείτε»(Ματθ. 6, 14). Εκείνος όμως που κακολογεί και κακοποιεί, θα καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος πει στον αδελφό του «μωρέ», είναι ένοχος για τη γέεννα του πυρός»(Ματθ. 5, 22). Αν λοιπόν μπορέσεις να αποσπάσεις μαζί με τις ρίζες του το κακό, εξασφαλίζοντας στην ψυχή σου τη μακαριότητα της πραότητας, δόξασε το Χριστό, το διδάσκαλο και συνεργό στην κατόρθωση των αρετών, χωρίς τον οποίο, όπως έχεις μάθει, δεν μπορούμε να κάνομε κανένα καλό(Ιω. 15, 5). Αν όμως δεν μπορέσεις να κρατηθείς χωρίς να οργιστείς, να μέμφεσαι τον εαυτό σου που οργίζεσαι και να ζητάς συγχώρηση από το Θεό και από εκείνον που κακολόγησες ή κακοποίησες. Εκείνος που μετανοεί στην αρχή της αμαρτίας, δε φτάνει στο τέλος της. Ενώ εκείνος που δεν αισθάνεται τα μικρά, θα πέσει και στα μεγάλα.
Δε θα κλέψεις(Εξ. 6, 14), για να μη σου ανταποδώσει ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα κρυφά, πολλαπλάσια τιμωρία. Ή μάλλον, να δώσεις κρυφά σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη και από τα υπάρχοντά σου, για να σου αποδώσει ο Θεός, που βλέπει τα κρυφά(Ματθ. 6, 4), εκατό φορές περισσότερα και ζωή αιώνια στον μέλλοντα αιώνα.
Δε θα συκοφαντήσεις, για να μην εξομοιωθείς με το διάβολο που συκοφάντησε το Θεό στην Εύα, και γίνεις καταραμένος σαν αυτόν(Γεν. 3, 14). Ή μάλλον –εκτός αν πρόκειται να προξενηθεί κάποια βλάβη στους πολλούς–, ακόμη και θα σκεπάσεις το σφάλμα του πλησίον, για να μην εξομοιωθείς με τον Χαμ, αλλά με τον Σημ και τον Ιάφεθ και να επιτύχεις την ευλογία, όπως αυτοί(Γεν. 9, 25).
Δε θα επιθυμήσεις τίποτε του πλησίον σου(Εξ. 20, 17)· ούτε κτήμα, ούτε χρήματα, ούτε δόξα, ούτε τίποτε γενικά από όσα ανήκουν στον πλησίον σου. Γιατί η επιθυμία, όταν συλληφθεί στην ψυχή, γεννά την αμαρτία· κι η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, γεννά το θάνατο(Ιάκ. 1, 15). Αν λοιπόν εσύ δεν επιθυμείς τα ξένα, θα μείνεις μακριά, αν μπορείς, κι από τη λόγω πλεονεξίας αρπαγή των ξένων. Ή μάλλον, να δώσεις και από τα δικά σου σ’ εκείνον που σου ζητά και να ελεήσεις όσο μπορείς εκείνον που έχει ανάγκη. Να μην αρνηθείς να δανείσεις σ’ εκείνον που σου το ζητά(Ματθ. 5, 42). Αν βρεις κάτι που έχει χαθεί, να το δώσεις στον ιδιοκτήτη του, ακόμη κι αν είναι εχθρός σου(Εξ. 23, 4). Έτσι και θα συμφιλιωθείς μαζί του, και θα νικήσεις με το καλό το κακό(Ρωμ. 12, 21), όπως σε διατάζει ο Χριστός.
Αν τηρείς με όλη σου τη δύναμη τα παραπάνω κι αν ζεις με αυτά, θ’ αποθηκεύσεις στην ψυχή σου το θησαυρό της ευσέβειας και θα ευαρεστήσεις το Θεό και θα σου δώσει αγαθά και ο Θεός και οι άνθρωποι του Θεού και θα γίνεις κληρονόμος των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να τα επιτύχομε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων
Ερώτηση πρός τον ιερό συγγραφέα Καλά έκανες, Πάτερ, που μου παράθεσες και τους λόγους των Αγίων για το ζήτημά μας. Ακούγοντάς σε να λύνεις τις απορίες μου θαύμαζα πώς γινόταν η αλήθεια ολοφάνερη· μου ερχόταν όμως στο νου, αφού κάθε λόγος αντικρούεται με λόγο, όπως είπες και συ ο ίδιος, μήπως υπάρχει κάποια αντιλογία και για όσα υποστηρίζεις εσύ. Μα επειδή γνωρίζω ότι μόνο η έμπρακτη μαρτυρία είναι αναμφισβήτητη, κι έχω ακούσει και τους Αγίους να λένε τα ίδια μ’ εσένα, δε φοβάμαι πιά τίποτα τέτοιο. Γιατί όποιος δεν πείθεται στους Αγίους, πώς θα είναι αξιόπιστος ο ίδιος; Και πώς δε θα αθετεί το Θεό των Αγίων; Γιατί Αυτός ο ίδιος είπε στους Αποστόλους και μέσω αυτών στους μετέπειτα Αγίους: «Όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα»(Λουκ. 10, 16), δηλαδή την ίδια την αλήθεια. Πώς λοιπόν θα γίνει αποδεκτός από εκείνους που ζητούν την αλήθεια, ο αντίπαλος της αλήθειας; Γι’ αυτό σε παρακαλώ, Πάτερ, να με ακούσεις να σου εκθέσω και το καθένα από τα άλλα όσα άκουσα από τους ανθρώπους εκείνους που ασχολούνται όλη τους τη ζωή με την ελληνική παιδεία. Και τότε να μου πεις κι εσύ τη δική σου γνώμη σχετικά μ’ αυτά και να προσθέσεις και τις σχετικές γνώμες των Αγίων. Οι αντίθετοι δηλαδή υποστηρίζουν ότι κακώς κάνομε που προσπαθούμε να κλείνομε το νου μας μέσα στο σώμα. Μάλλον, λένε, πρέπει να προσπαθούμε να τον εξωθούμε με κάθε τρόπο έξω από το σώμα. Γι’ αυτό και διασύρουν πολύ μερικούς από τους δικούς μας και γράφουν εναντίον τους, επειδή συμβουλεύουν τους αρχαρίους να κοιτάζουν το σώμα τους και να οδηγούν μέσα τους με την αναπνοή το νου τους, λέγοντας ότι δεν είναι χωρισμένος ο νους από την ψυχή. Αφού λοιπόν δεν είναι χωρισμένος, πώς να τον στείλει κανείς εκεί που βρίσκεται; Ακόμη ισχυρίζονται ότι τάχα οι δικοί μας λένε πως και τη θεία χάρη την εισάγουν μέσα τους από τα ρουθούνια. Εγώ όμως, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι συκοφαντία, γιατί κάτι τέτοιο δεν άκουσα από κανένα δικό μας, έβγαλα το συμπέρασμα ότι και για τα υπόλοιπα επιτίθενται από κακία. Γιατί αυτοί συνηθίζουν και για ανύπαρκτα να κατηγορούν τους ανθρώπους, και τα υπαρκτά να διαστρέφουν. Εσύ όμως, Πάτερ, δίδαξέ με, για ποιο λόγο φροντίζομε να φέρνομε μέσα μας με κάθε επιμέλεια το νου, και δεν το νομίζομε κακό να τον περικλείομε στο σώμα.
Απόκριση, ότι για κείνους που διάλεξαν να προσέχουν τον εαυτό τους στην ησυχία, δεν είναι ανώφελο να προσπαθούν να συγκρατούν το νου τους μέσα στο σώμα. Αδελφέ, δεν ακούς τον Απόστολο που λέει ότι τα σώματά μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που είναι μέσα μας(Α΄ Κορ. 6, 19); Και πάλι, ότι είμαστε οίκος του Θεού, όπως λέει ο Θεός: «Θα κατοικήσω και θα περπατήσω μέσα τους και θα είμαι Θεός τους»(Β΄ Κορ. 6, 16); Αφού λοιπόν το σώμα εκ φύσεως είναι φτιαγμένο για να γίνει κατοικητήριο του Θεού, ποιος λογικός άνθρωπος θα έκρινε ανάξιο κόπο το να εγκαταστήσει το νου του μέσα σ’ αυτό; Γιατί κι ο Θεός έβαλε το νου εξαρχής να κατοικήσει μέσα στο σώμα; Άραγε κι Αυτός κακώς έπραξε; Αυτά τα λόγια, αδελφέ, αρμόζει να λέμε στους αιρετικούς, που υποστηρίζουν ότι το σώμα είναι κακό και δημιούργημα του πονηρού. Εμείς όμως νομίζομε κακό να είναι ο νους στα σαρκικά φρονήματα, και όχι κακό να είναι μέσα στο σώμα, αφού ούτε το σώμα είναι κακό. Γι’ αυτό εκείνοι που έχουν στραμμένη σ’ όλη τους τη ζωή την ύπαρξή τους στο Θεό, αναφωνούν μαζί με το Δαβίδ προς το Θεό: «Δίψασε για Σένα η ψυχή μου, αλλά πόσες φορές κι η σάρκα μου!»(Ψαλμ. 62, 2), και: «Η καρδιά μου και η σάρκα μου αναγάλλιασαν με την παρουσία του ζώντος Θεού»(Ψαλμ. 83, 3). Και προσθέτουν μαζί με τον Ησαΐα: «Η κοιλιά μου θα αντηχήσει σαν κιθάρα και τα σπλάχνα μου σαν χάλκινο τείχος που εγκαινίασες Εσύ»(Ησ. 16, 11), και: «Από το φόβο Σου, Κύριε, λάβαμε μέσα μας το Πνεύμα της σωτηρίας Σου, κι έχοντας σ’ Αυτό την πεποίθησή μας δε θα πέσομε, αλλά θα πέσουν εκείνοι που μιλούν εμπνεόμενοι από τη γη(Ησ. 26, 17–18) και κατηγορούν ψευδώς τα επουράνια λόγια και βιώματα ως γήινα». Γιατί αν και ο Απόστολος ονομάζει το σώμα θάνατο λέγοντας «Ποιος θα με λυτρώσει από το σώμα τούτο του θανάτου;»(Ρωμ. 7, 24), αλλ’ αυτό το λέει απλώς γιατί το πρόσυλο και σωματικό φρόνημα είναι σωματοειδές. Γι’ αυτό παραβάλλοντάς το με το πνευματικό και θείο φρόνημα, δίκαια το ονόμασε σώμα· και όχι απλώς σώμα, αλλά θάνατο σώματος. Και λίγο παραπάνω, φανερώνοντας σαφέστερα ότι δεν κατηγορεί τη σάρκα, αλλά την αμαρτητική ροπή που εισήλθε σ’ αυτήν με την παράβαση του Αδάμ, λέει: «Είμαι δούλος πουλημένος στην αμαρτία»(Ρωμ. 7, 14)· κι ο πουλημένος, δεν είναι γεννημένος δούλος. Και πάλι λέει: «Γνωρίζω ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στη σάρκα μου, το αγαθό»(Ρωμ. 7, 18). Βλέπεις λοιπόν, ότι δε λέει τη σάρκα, αλλά το κακό που κατοικεί μέσα της. Επομένως, αυτός ο νόμος που βρίσκεται στα μέλη μας κι αντιστρατεύεται στο νόμο του νου(Ρωμ. 7, 23) είναι κακό να κατοικεί μέσα στο σώμα, και όχι ο νους. Γι’ αυτό κι εμείς αντιπαρατασσόμαστε σ’ αυτόν το νόμο της αμαρτίας, προσπαθούμε να τον διώξομε από το σώμα και εγκαθιστούμε μέσα σ’ αυτό την επιτήρηση του νου, με την οποία νομοθετούμε το πρέπον σε κάθε δύναμη της ψυχής και σε κάθε μέλος του σώματος. Στις αισθήσεις, ποιά να αντιλαμβάνονται και σε τι βαθμό· το έργο αυτό του πνευματικού νόμου λέγεται εγκράτεια. Στο παθητικό μέρος της ψυχής, εισάγομε την άριστη έξη, η οποία λέγεται αγάπη. Αλλά με το νόμο αυτό βελτιώνομε και το λογιστικό, απομακρύνοντας κάθε τί που εμποδίζει τη διάνοια να ανυψωθεί στο Θεό· το μέρος αυτό τούτου του νόμου το λέμε νήψη. Αφού τώρα καθαρίσει κανείς το σώμα του με την εγκράτεια και κάνει το θυμό και την επιθυμία αφορμές αρετών με την αγάπη και παρουσιάσει καθαρό το νου του με την προσευχή στο Θεό, τότε αποκτά και βλέπει μέσα του τη χάρη που υποσχέθηκε ο Κύριος στους καθαρούς στην καρδιά. Και τότε θα μπορέσει να πει μαζί με τον Παύλο: «Ο Θεός που είπε να λάμψει το φως μέσα από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Έχομε όμως το θησαυρό αυτό μέσα σε πήλινα δοχεία, δηλαδή στα σώματά μας»(Β΄ Κορ. 4, 6–7). Αν λοιπόν κρατήσομε το νου μας μέσα στο σώμα, αυτό θα είναι ανάξιο της μεγαλοσύνης του νου; Ποιος μπορεί να προβάλει κάτι τέτοιο, όχι πνευματικός, αλλά ένας με νου, γυμνό από τη θεία χάρη, νου όμως άνθρωπου;
Η ψυχή μας είναι μία οντότητα πολυδύναμη και χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα που δημιουργήθηκε να ζει μαζί της. Ποιά λοιπόν είναι τα μέλη που χρησιμοποιεί ως όργανα για να ενεργεί η δύναμή της εκείνη που ονομάζομε νου; Αλλά, βέβαια, κανείς δεν υπέθεσε ποτέ ότι η διάνοια είναι εγκατεστημένη στα νύχια, ούτε στα βλέφαρα, ούτε στα ρουθούνια ή στα χείλη. Όλοι συμφωνούν ότι είναι μέσα μας, διαφωνούν όμως μερικοί ως προς το πρώτο από τα μέσα μας που μεταχειρίζεται ως όργανο. Άλλοι θεωρούν ότι είναι εγκατεστημένη, σαν μέσα σε ακρόπολη, στον εγκέφαλο. Άλλοι πάλι παραχωρούν στη διάνοια σαν όχημα, το κέντρο της καρδιάς και το ψυχικό πνεύμα που βρίσκεται καθαρότατο εκεί. Εμείς τώρα, γνωρίζομε με ακρίβεια ότι το λογιστικό βρίσκεται στην καρδιά σαν σε όργανο, όχι όμως μέσα σ’ αυτήν όπως σε δοχείο, γιατί είναι ασώματο, ούτε έξω, γιατί είναι ενωμένο με αυτήν. Και τούτο δεν το διδαχτήκαμε από άνθρωπο, αλλά από τον ίδιο τον Πλάστη του ανθρώπου, που λέει στα Ευαγγέλια ότι δεν είναι τα εισερχόμενα από το στόμα, αλλά τα εξερχόμενα που μολύνουν τον άνθρωπο· γιατί από την καρδιά βγαίνουν οι λογισμοί(Ματθ. 15, 11 και 19). Παρόμοια λέει και ο μέγας Μακάριος: «Η καρδιά είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως. Κι όταν κυριαρχήσει η χάρη σ’ όλα τα μέρη της καρδιάς, τότε βασιλεύει πάνω σε όλους τους λογισμούς και σ’ όλα τα μέλη. Γιατί εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής». Η καρδιά μας λοιπόν είναι το ταμείο των λογισμών και το πρώτο σαρκικό όργανο του λογιστικού. Όταν λοιπόν φροντίζομε να εξετάζομε και να διορθώνομε το λογιστικό μας με ακριβή νήψη, με ποιο άλλο τρόπο θα το πετύχομε αυτό, παρά αφού συγκεντρώσομε το νου μας που είναι διασκορπισμένος έξω με τις αισθήσεις και τον ξαναφέρομε μέσα μας και μάλιστα στην καρδιά μας, στο ταμείο των λογισμών; Γι’ αυτό και ο Μακάριος –όνομα και πράγμα–, αμέσως στη συνέχεια όσων είπε παραπάνω, προσθέτει: «Εκεί λοιπόν πρέπει να προσέχομε, αν η χάρη έγραψε τους νόμους του Πνεύματος». Πού εκεί; Στο ηγεμονικό όργανο, στο θρόνο της χάρης, όπου ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής, δηλαδή στην καρδιά. Βλέπεις ότι είναι πολύ μεγάλη ανάγκη, αυτοί που διάλεξαν να προσέχουν στην ησυχία τον εαυτό τους, να επαναφέρουν και να περικλείουν μέσα στο σώμα το νου, και μάλιστα στο ενδότατο σώμα του σώματος, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε καρδιά; Αν, κατά τον Δαβίδ, όλη η δόξα της θυγατέρας του Βασιλιά βρίσκεται μέσα της(Ψαλμ. 44, 14), πώς εμείς θα τη ζητήσομε κάπου έξω; Κι αν, κατά τον Απόστολο, ο Θεός έδωσε το Πνεύμα Του στις καρδιές μας να κράζει· «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6), πώς εμείς δε θα προσευχόμαστε μέσα σ’ αυτές μαζί με το Πνεύμα; Κι αν, κατά τον Κύριο των Προφητών και των Αποστόλων, η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21), πώς δε θα βρεθεί έξω από τη βασιλεία των ουρανών εκείνος που προσπαθεί να βγάλει το νου του από μέσα του; Κι ο σοφός Σολομών λέει: «Η υγιής καρδιά επιζητεί αίσθηση»(Παροιμ. 15, 14), την οποία ο ίδιος σε άλλο μέρος την ονόμασε νοερή και θεία. Προς αυτήν και οι Πατέρες μάς προτρέπουν όλους και λένε: «Ο νοερός νους έχει οπωσδήποτε και νοερή αίσθηση· αυτή, που είναι και δεν είναι μέσα μας, να μη σταματήσομε να επιζητούμε ποτέ». Βλέπεις λοιπόν ότι κι αν κανείς προθυμοποιηθεί να παλαίψει κατά της αμαρτίας και να κάνει κτήμα του την αρετή, κι αν επιζητήσει να βρει το βραβείο του αγώνα της αρετής, ή μάλλον τον αρραβώνα του βραβείου της αρετής, δηλαδή τη νοερή αίσθηση, ότι είναι απαραίτητο να επαναφέρει το νου του μέσα και στο σώμα και στον εαυτό του; Το να οδηγούμε το νου όχι έξω από το σωματικό φρόνημα, αλλά έξω από αυτό το σώμα, για να πετύχει τάχα εκεί νοερά θεάματα, αυτό είναι η μεγαλύτερη ελληνική πλάνη, η ρίζα και η πηγή κάθε κακοδοξίας, εφεύρεση και μάθημα δαιμόνων, γεννά την ανοησία και γεννιέται από την παραφροσύνη. Γι’ αυτό κι εκείνοι που μιλούν έτσι με την έμπνευση των δαιμόνων, έχουν χάσει τα λογικά τους και δεν εννοούν ούτε εκείνα που λένε. Εμείς όμως επαναφέρομε το νου όχι μόνο μέσα στο σώμα και στην καρδιά, αλλά και μέσα στον εαυτό του.
Ας κατηγορούν λοιπόν εκείνοι που λένε ότι, αφού δεν είναι χωρισμένος ο νους, αλλά βρίσκεται μέσα στην ψυχή, πώς θα τον στείλει κανείς πάλι μέσα; Όπως φαίνεται, αγνοούν ότι άλλο είναι η ουσία του νου και άλλο η ενέργεια. Ή μάλλον, αν και ξέρουν, πήγαν με το μέρος των απατεώνων θεληματικά, ξεγελώντας με την ομωνυμία. Επειδή δηλαδή δεν καταδέχονται την απλότητα της πνευματικής διδασκαλίας, εκείνοι που είναι ακονισμένοι για αντιλογίες από τη διαλεκτική – σύμφωνα με τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου–, ανατρέπουν τη δύναμη της αλήθειας με τις εναντιώσεις της ψευδώνυμης γνώσεως και με την πιθανοφάνεια των σοφισμάτων. Τέτοιοι πρέπει να είναι οι μη πνευματικοί που έχουν την αξίωση να κρίνουν τα πνευματικά και να διδάσκουν. Γιατί βέβαια δεν τους διαφεύγει τούτο- ότι ο νους δεν είναι όπως τα μάτια που βλέπουν τα άλλα ορατά, αλλά δε βλέπουν τον εαυτό τους. Ο νους ενεργεί παρατηρώντας τα άλλα, όσα χρειάζεται, κι αυτό το ονομάζει «κατ’ ευθείαν κίνηση του νου» ο Μέγας Διονύσιος· επανέρχεται όμως στον εαυτό του και ενεργεί καθ’ εαυτόν, όταν βλέπει τον εαυτό του. Αυτό το ονομάζει «κυκλική κίνηση του νου» ο ίδιος Διονύσιος. Αυτή η ενέργεια του νου είναι η ανώτερη και κατεξοχήν ταιριαστή σ’ αυτόν, με την οποία, ξεπερνώντας καμιά φορά τον εαυτό του συναντά το Θεό. Γιατί λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω…». Βλέπεις από αυτό ότι ο νους βγαίνει από μέσα; Έχει λοιπόν ανάγκη να επιστρέψει. Γι’ αυτό συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «…επιστρέφει πρός τον εαυτό του, και δια μέσου του εαυτού του ανεβαίνει στο Θεό σαν από δρόμο χωρίς κίνδυνο πλάνης». Γιατί αυτού του είδους η κίνηση του νου, όπως λέει και ο απλανής εκείνος θεωρός των νοερών Διονύσιος, είναι αδύνατον να περιπέσει σε οποιαδήποτε πλάνη. Από την κίνηση λοιπόν αυτή ο πατέρας της πλάνης, ο διάβολος, θέλοντας πάντοτε να απομακρύνει τον άνθρωπο και να τον οδηγεί σ’ εκείνην που επιτρέπει είσοδο στις πλάνες του, δε βρήκε ποτέ μέχρι σήμερα, απ’ όσο γνωρίζω, κανένα συνεργό που να αγωνίζεται με ωραία λόγια να τραβά τους άλλους σ’ αυτή. Τώρα φαίνεται ότι βρήκε βοηθούς, αν όπως είπες, υπάρχουν τέτοιοι.
Αυτοί λοιπόν και λόγους συγγράφουν που οδηγούν σ’ αυτές τις απόψεις τους και προσπαθούν να πείσουν τους πολλούς ότι είναι καλύτερο να κρατούν έξω από το σώμα το νου όταν προσεύχονται, ακόμα κι εκείνους που ασπάσθηκαν τον ανώτερο και ησυχαστικό βίο. Και δε σέβονται ούτε το χαρακτηριστικό ορισμό που έδωσε ο Ιωάννης, ο οποίος κατασκεύασε με λόγους για μας την Κλίμακα που ανεβάζει στον ουρανό, ότι δηλαδή, ησυχαστής είναι αυτός που αγωνίζεται να περιορίσει τον ασώματο νου μέσα στο σώμα. Τα ίδια μας δίδαξαν και οι πνευματικοί μας πατέρες, και ευλόγως. Αν δηλαδή δεν περιορίσει το νου μέσα στο σώμα, πώς θα τον έχει μέσα του, αυτόν που είναι ντυμένος με το σώμα και που σαν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσεως απλώνεται μέσα σ’ όλη αυτή τη μορφοποιημένη ύλη; Η καθορισμένη εξωτερική επιφάνεια της ύλης αυτής (του σώματος) δεν μπορεί να δεχτεί την ουσία του νου όσο καιρό ζει παίρνοντας μορφή ζωής κατάλληλη πρός τη συνάφειά της με το νου. Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ, πώς όχι μόνο πνευματικά, αλλά και από την ανθρώπινη πλευρά εξετάζοντας τα πράγματα, αποδείχτηκε ότι είναι αναγκαιότατο να οδηγούν ή να κατέχουν το νου μέσα στο σώμα όσοι αποφάσισαν να γίνουν αληθινά κύριοι του εαυτού τους και Μοναχοί κατά τον εσωτερικό άνθρωπο; Δεν είναι λοιπόν ανάρμοστο να διδάσκει κανείς τους αρχαρίους να βλέπουν κυρίως στον εαυτό τους και με την αναπνοή να στέλνουν μέσα τους το νου. Γιατί εκείνον, που δεν έγινε ακόμη θεωρός του εαυτού του, κανείς φρόνιμος δε θα τον εμποδίσει να συγκεντρώνει μέσα του το νου του με διάφορες επινοήσεις. Ο νους λοιπόν εκείνων που μόλις πριν από λίγο μπήκαν σ’ αυτόν τον αγώνα, και όταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχώς και πρέπει αυτοί να προσπαθούν συνεχώς να τον επαναφέρουν, τους διαφεύγει όμως καθώς είναι αγύμναστοι, γιατί είναι πάρα πολύ δυσκολοπαρατήρητος και πιο ευκίνητος από ο,τιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό υπάρχουν εκείνοι που τους συμβουλεύουν να προσέχουν στην αναπνοή που συνέχεια διαχέεται και ξαναμαζεύεται, και να την κρατούν για λίγο, ώστε μαζί με αυτήν να συγκρατούν και το νου, μέχρις ότου, προχωρώντας με τη βοήθεια του Θεού στο καλύτερο και κάνοντας το νου τους ακίνητο προς τα γύρω του και καθαρό απ’ όλα, μπορέσουν να τον συγκεντρώσουν σε ενοειδή συνέλιξη *. Αυτό μπορεί να το δει κανείς να επακολουθεί αυτόματα στην προσοχή του νου· γιατί αυτή η πνοή εισέρχεται κι εξέρχεται με ηρεμία και σε κάθε προσπάθεια που απαιτεί συγκέντρωση, ιδιαίτερα σ’ όσους ησυχάζουν κατά το σώμα και τη διάνοια. Αυτοί δηλαδή, σαββατίζοντας πνευματικά και παύοντας –όσο είναι εφικτό– όλα τα έργα τους, απορρίπτουν κάθε έργο των ψυχικών δυνάμεων μεταβατικό και εξωτερικό και σχετιζόμενο με τις διάφορες γνώσεις, όπως επίσης κι όλες τις μέσω των αισθήσεων αντιλήψεις και γενικά κάθε ενέργεια του σώματος που υπόκειται στην εξουσία μας. Ακόμη, απορρίπτουν και όποια δεν υπόκειται τελείως στην εξουσία μας, όπως για παράδειγμα την αναπνοή, σε όσο βαθμό μπορούν. Όλα αυτά γίνονται χωρίς κόπο και φροντίδα σ’ εκείνους που πρόκοψαν στο έργο της ησυχίας. Γιατί κατ’ ανάγκην συμβαίνουν αυτόματα όλα αυτά με την τέλεια είσοδο της ψυχής στον εαυτό της. Στους αρχαρίους όμως δε θα δεις κανένα από τα παραπάνω να γίνεται χωρίς κόπο. Όπως λοιπόν στην αγάπη ακολουθεί η υπομονή, –γιατί η αγάπη τα στέργει όλα(Α΄ Κορ. 13, 7)–, κι εμείς διδασκόμαστε να βιάζομε τον εαυτό μας για να κατορθώνομε την υπομονή, ώστε να φτάσομε μέσω αυτής στην αγάπη, έτσι είναι και στα παραπάνω. Και τι άλλο περισσότερο να πούμε; Όλοι οι πεπειραμένοι γελούν μ’ εκείνους που από απειρία νομοθετούν τα αντίθετα. Γιατί δάσκαλος των πραγμάτων αυτών δεν είναι ο λόγος, αλλά ο κόπος και η πείρα έπειτα από κόπους, η οποία και το συμφέρον καρπώνεται, και αποστρέφεται τους άκαρπους λόγους των φιλονείκων και επιδεικτικών. Κι αφού, όπως λέει κάποιος από τους μεγάλους Πατέρες σχετικά μ’ αυτά, ο εσωτερικός άνθρωπος, μετά την παράβαση του Αδάμ, συνηθίζει να εξομοιώνεται με τα εξωτερικά σχήματα, πώς δε θα βοηθήσει πολύ εκείνον που καταγίνεται με προθυμία να στρέψει το νου του στον εαυτό του, έτσι που να μην ακολουθεί την «κατ’ ευθείαν», αλλά την κυκλική κίνηση που είναι απλανής, το να μην περιφέρει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αλλά να τα στηρίζει όπως σε κάποιο στήριγμα στο στήθος του ή στον ομφαλό; Συστρέφοντας δηλαδή όσο μπορεί εξωτερικά τον εαυτό του σαν κύκλο, παρόμοια με την κυκλική κίνηση του νου που επιδιώκει μέσα του, με το σχήμα αυτό του σώματος θα στείλει μέσα στην καρδιά του και τη δύναμη του νου που διαχέεται έξω με την όραση. Αν τώρα και του νοητού θηρίου η δύναμη είναι στον ομφαλό της κοιλιάς(Ιώβ 40, 16), γιατί εκεί είναι και η δύναμη του νόμου της αμαρτίας και του παραχωρεί τόπο, γιατί κι εμείς να μη στήσομε στο ίδιο σημείο, οπλισμένο με την προσευχή, τον πνευματικό νόμο που αντιστρατεύεται στο νόμο αυτό(Ρωμ. 7, 23); Κι αυτό, ώστε το πονηρό πνεύμα που εκδιώχθηκε με το λουτρό της παλιγγενεσίας, να μην ξαναγυρίσει μαζί με άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα και κατοικήσει πάλι μέσα και γίνουν τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα(Ματθ. 12, 45).
* Έκφραση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Αντιστοιχεί στη συγκέντρωση των νοερών δυνάμεων από τα έξω κατά την »κυκλική» κίνηση του νου, όταν αυτός επανέρχεται στον εαυτό του (Περί θείων ονομάτων κεφ. δ’ 9).
«Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Δευτ. 15, 9), λέει ο Μωυσής, δηλαδή σε όλα σου, όχι σε μερικά μόνο και σε άλλα ν’ αδιαφορείς. Με ποιό μέσο να προσέχεις; Φυσικά με το νου σου, γιατί με τίποτε άλλο δεν μπορείς να προσέχεις τον εαυτό σου σε όλα. Αυτή λοιπόν τη φύλαξη βάλε στη ψυχή και στο σώμα σου, και με αυτή θ’ απαλλαγείς εύκολα από τα πονηρά σωματικά και ψυχικά πάθη. Προστάτεψε λοιπόν τον εαυτό σου, κυβέρνησέ τον, επίβλεψέ τον ή μάλλον, πάντοτε να τον προστατεύεις και να τον παρακολουθείς και να τον εξετάζεις. Έτσι θα υποτάξεις στο πνεύμα τη σάρκα που αφηνιάζει, και ποτέ δε θα γίνει κρυφό αμάρτημα μέσα στην καρδιά σου(Δευτ. 15, 9). Αν, όπως λέει ο Εκκλησιαστής, το πνεύμα που εξουσιάζει τα πονηρά πνεύματα και πάθη ορθωθεί εναντίον σου, μην αφήσεις τον τόπο σου(Εκκλ. 10, 4), δηλαδή μην αφήσεις ούτε μέρος της ψυχής ούτε μέλος του σώματος χωρίς επιτήρηση. Έτσι και τα πονηρά πνεύματα που σε πειράζουν θα νικήσεις, και σ’ Εκείνον που εξετάζει καρδιές και νεφρούς(Ψαλμ. 7, 10) θα παρουσιαστείς με παρρησία χωρίς εξέταση, αφού εσύ τα εξέτασες πρωτύτερα. «Αν κρίναμε εμείς τους εαυτούς μας, δε θα κρινόμασταν από το Θεό»(Α΄ Κορ. 11, 31), λέει ο Παύλος. Κι αφού δοκιμάσεις το μακάριο πάθος του Δαβίδ, θα πεις κι εσύ στο Θεό: «Το σκοτάδι δε θα σκοτισθεί από Σένα, Κύριε, και η νύχτα θα μου φωτιστεί σαν ημέρα· γιατί Εσύ έκανες κτήμα Σου τους νεφρούς μου»(Ψαλμ. 138, 12–13). Δεν έκανες, λέει, δικό Σου ολόκληρο το επιθυμητικό της ψυχής μου μόνο, αλλά οποιαδήποτε σπίθα της επιθυμίας αυτής μέσα στο σώμα, αφού επέστρεψε στην καρδιά που τη δημιουργεί, διά μέσου αυτής πέταξε ψηλά σε Σένα και από Σένα έχει κρεμαστεί και σε Σένα είναι προσκολλημένη. Όπως δηλαδή το επιθυμητικό της ψυχής εκείνων που είναι προσηλωμένοι στις αισθητές και φθαρτές ηδονές, κενώνεται ολόκληρο προς τη σάρκα και γι’ αυτό γίνονται ολόκληροι σάρκες και το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να παραμείνει σ’ αυτούς(Γεν. 6, 3), έτσι και εκείνων που ανύψωσαν το νου στο Θεό και έχουν εξαρτήσει την ψυχή τους από το θείο πόθο, η σάρκα μεταποιείται και ανυψώνεται μαζί με την ψυχή και απολαμβάνει μαζί της τη θεία ένωση και γίνεται κτήμα και κατοικία του Θεού, μη έχοντας πιά μέσα της φωλιασμένη την έχθρα εναντίον του Θεού, μήτε επιθυμώντας αντίθετα με το Πνεύμα(Γαλ. 5, 17).
Ποιος είναι ο πιο αρμόδιος τόπος για το πονηρό πνεύμα που επιτίθεται από κάτω στη σάρκα και το νου μας; Δεν είναι η σάρκα, μέσα στην οποία, όπως λέει ο Απόστολος, δεν κατοικεί κανένα αγαθό, προτού εγκατασταθεί μέσα της ο νόμος της ζωής(Ρωμ. 7, 18); Αυτή λοιπόν τη σάρκα δεν πρέπει ποτέ να την αφήνομε χωρίς να την προσέχομε. Πώς λοιπόν θα ήταν δική μας; Και πώς δε θα την αφήσομε; Ή πώς θα αποκρούσομε την ανάβαση του πονηρού εναντίον της, και μάλιστα όσοι δε γνωρίζομε ακόμη να αντιμετωπίζομε πνευματικά τα πονηρά πνεύματα; Πώς αλλιώς, παρά αν και με το εξωτερικό σχήμα εξασκηθούμε να προσέχομε στους εαυτούς μας; Και γιατί αναφέρω τους αρχαρίους, όταν υπάρχουν και μερικοί από τους τελειότερους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν αυτό το σχήμα στην προσευχή κι έκαναν το Θεό να τους ακούσει. Κι αυτοί δεν είναι μόνο μετά Χριστόν, αλλά και πριν από την έλευσή Του σ’ εμάς. Κι ο ίδιος ο τελειότατος στη θεοπτία Ηλίας, αφού στήριξε το κεφάλι του στα γόνατα και συγκέντρωσε έτσι με μεγαλύτερη φιλοπονία το νου στον εαυτό του και στο Θεό, έλυσε την πολύχρονη εκείνη ανομβρία(Γ΄ Βασ. 18, 42).
Αυτοί, αδελφέ, από τους οποίους λες ότι τ’ άκουσες αυτά, μου φαίνεται ότι πάσχουν από τη νόσο των Φαρισαίων. Γι’ αυτό και δε θέλουν να παρατηρούν και να καθαρίζουν το εσωτερικό του ποτηριού(Ματθ. 23, 25), δηλαδή την καρδιά τους. Και δεν ακολουθούν τις παραδόσεις των Πατέρων, αλλά σπεύδουν να καθίσουν πιο μπροστά απ’ όλους σαν νέοι νομοδιδάσκαλοι. Δεν καταδέχονται το σχήμα της τελωνικής προσευχής που οδήγησε σε δικαίωση, και παρακινούν και τους άλλους που προσεύχονται να μην ασπάζονται αυτό που περιέγραψε ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας ότι ο τελώνης δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό(Λουκ. 18, 13). Αντίθετα, τον τελώνη φιλοτιμούνται να μιμηθούν εκείνοι που όταν προσεύχονται έχουν στραμμένο προσεκτικά το βλέμμα τους στον εαυτό τους. Κι όσοι τους ονομάζουν ομφαλοψύχους, τους συκοφαντούν απροκάλυπτα– γιατί ποιος από αυτούς είπε ποτέ ότι η ψυχή είναι στον ομφαλό; Εκτός λοιπόν που ξεσκεπάστηκαν ότι επιτίθενται συκοφαντικά, αποδείχτηκαν και υβριστές των αξιέπαινων εκείνων κι όχι διορθωτές κάποιων που σφάλλουν, και ότι γράφουν για χάρη όχι της ησυχίας και της αλήθειας, αλλά της κενοδοξίας, και ούτε για να οδηγήσουν στη νήψη, αλλά για να απομακρύνουν από αυτή. Γιατί και την εργασία αυτή κι εκείνους που με επιμέλεια την έχουν αναλάβει, προσπαθούν να εξευτελίσουν με κάθε τρόπο, κατηγορώντας την κατάλληλη αυτή τεχνική που χρησιμοποιείται. Και δε θα δυσκολεύονταν να ονομάσουν κοιλιοψύχους ούτε το Δαβίδ που είπε ότι «ο νόμος του Θεού είναι στο μέσο της κοιλιάς μου»(Ψαλμ. 39, 9), ούτε τον Ησαΐα που είπε στο Θεό ότι «η κοιλιά μου θ’ αντηχήσει σαν κιθάρα και τα σπλάχνα μου σαν χάλκινο τείχος που εγκαινίασες εσύ»(Ησ. 16, 11), και γενικά να διαβάλουν όλους εκείνους που με σωματικά σύμβολα υποδηλώνουν και ονομάζουν και ανιχνεύουν τα νοερά και θεία και πνευματικά. Αλλά αυτοί σ’ εκείνους δε θα προξενήσουν καμία βλάβη, ή μάλλον θα τους προξενήσουν και μακαρισμούς και περισσότερη προσθήκη των ουρανίων στεφάνων. Οι ίδιοι όμως θα μείνουν έξω από τα ιερά παραπετάσματα και ούτε τις σκιές της αλήθειας δε θα μπορέσουν να ατενίζουν. Και υπάρχει μεγάλος φόβος μήπως λάβουν και αιώνια τιμωρία, επειδή όχι μόνο ξεχώρισαν τους εαυτούς των από τους Αγίους, αλλά και επετέθηκαν με λόγια εναντίον τους.
Και τον Θεολόγο τούτον (τον Συμεών) τον ανεκήρυτταν αληθινό θεολόγο και ασφαλή επόπτη της αλήθειας των μυστηρίων του Θεού. Έχεις ακούσει για τον όνομα και πράγμα Θεόληπτο, τον επίσκοπο Φιλαδέλφειας, από την οποία σαν από λυχνία φώτισε όλο τον κόσμο· για τον Αθανάσιο που στόλισε τον πατριαρχικό θρόνο για πολλά χρόνια και που το λείψανό του τίμησε ο Θεός· τον Νείλο εκείνο τον Ιταλό, το ζηλωτή του Μεγάλου Νείλου· το Σελιώτη και τον Ηλία, οι οποίοι δεν είναι καθόλου κατώτεροι από τον προηγούμενο· τον Γαβριήλ και τον Αθανάσιο, οι οποίοι είχαν αξιωθεί να λάβουν και προφητικό χάρισμα. Έχεις ακούσει γι’ αυτούς και για πολλούς άλλους πριν από αυτούς και μαζί με αυτούς και μετά από αυτούς, που επαινούν και παρακινούν όσους θέλουν να κρατούν αυτή την παράδοση, την οποία οι νέοι δάσκαλοι της ησυχίας, χωρίς να γνωρίζουν ίχνος ησυχίας, και συμβουλεύοντας όχι από πείρα, αλλά από διάθεση φλυαρίας, δοκιμάζουν να αθετούν και να διδάσκουν άλλα και να την εξευτελίζουν, χωρίς καμιά ωφέλεια των ακροατών. Εμείς όμως, με μερικούς από τους Αγίους αυτούς και προσωπικά μιλήσαμε και τους είχαμε δασκάλους. Πώς λοιπόν ν’ αγνοήσομε αυτούς που έχουν διδαχτεί από τη χάρη και την πείρα, και να στραφούμε σ’ εκείνους που προχώρησαν στη διδασκαλία από οίηση και αγάπη λογομαχίας; Δεν είναι βέβαια δυνατό κάτι τέτοιο. Και συ λοιπόν να τους αποφεύγεις αυτούς, αναφωνώντας με σύνεση μαζί με τον Δαβίδ: «Ευλόγει, ψυχή μου, τον Κύριο, και όλα τα εντός μου ευλογείτε το άγιο όνομά Του»(Ψαλμ. 102, 1). Και παρέχοντας τον εαυτό σου πειθήνιο στους Πατέρες, άκουγέ τους πώς μας προτρέπουν να στέλνομε πάντοτε μέσα μας το νου.
Τρία κεφάλαια για την προσευχή και την καθαρότητα της καρδιάς
Επειδή το θείο είναι αυτοαγαθότητα, έλεος αληθινό και άβυσσος καλωσύνης, ή μάλλον που κι αυτή την άβυσσο περιλαμβάνει, γιατί είναι πάνω από κάθε όνομα που λέμε και κάθε τι που νοούμε, μόνο με την ένωση μαζί Του μπορεί κανείς να βρει έλεος. Ενώνεται δε κανείς μαζί Του με τη μετοχή, κατά το δυνατόν, των όμοιων αρετών και με την κοινωνία κατά την προσευχή προς το Θεό με τη δέηση και την ένωση. Η κοινωνία όμως δια μέσου των αρετών, λόγω ομοιότητας, κάνει κατάλληλο τον αγωνιστή να υποδέχεται το θείον, όχι όμως και να τον ενώνει μαζί Του.
Ενώ η δύναμη της προσευχής ιερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση και ένωση του ανθρώπου προς το Θεό, γιατί είναι σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη, όταν βέβαια η προσευχή, με τη φλογερή κατάνυξη, ξεπεράσει τα πάθη και τους λογισμούς. Γιατί είναι αδύνατο να ενωθεί ο Θεός με τον εμπαθή νου. ώστε, όσο ο νους είναι εμπαθής ενώ προσεύχεται, δεν έχει βρει το έλεος του Θεού. Όσο πάλι μπορεί να ξεπερνά τους λογισμούς, τόσο αποκτά και το πένθος. κι ανάλογα με το πένθος δέχεται και το έλεος της θείας παρηγοριάς.Κι αν μείνει σ’ αυτά για καιρό με ταπείνωση, τότε μεταποιεί ολοκληρωτικά και το παθητικό μέρος της ψυχής.
Όταν το ενιαίο του νου γίνει τρισσό, μένοντας ενιαίο, τότε ενώνεται με τη θεαρχική Τριαδική Μονάδα, αποκλείει κάθε είσοδο πλάνης και γίνεται ανώτερο από τη σάρκα, τον κόσμο και τον κοσμοκράτορα διάβολο. Και έτσι, ξεφεύγοντας ολοσχερώς τις αφορμές από αυτά, βρίσκεται μέσα στον εαυτό του και το Θεό και απολαμβάνει πλουσιοπάροχα την πνευματική αγαλλίαση που πηγάζει από μέσα του όσο βρίσκεται σ’ αυτή τη κατάσταση. Το ενιαίο του νου γίνεται τρισσό, μένοντας ενιαίο, με τη στροφή του νου στον εαυτό του και με την ανάβαση στο Θεό δια μέσου του εαυτού του. Η στροφή του νου προς τον εαυτό του είναι η φύλαξη του εαυτού του, ενώ η ανάβασή του στο Θεό γίνεται αρχικά με την προσευχή, προσευχή όμως με συνεπτυγμένη μορφή, αν και κάποτε γίνεται και με πιο διεξοδική, πράγμα που είναι πιο κοπιαστικό. Αν τώρα παραμένει κανείς καρτερικά στη σύμπτυξη αυτή του νου και την ανύψωσή του στο Θεό, εμποδίζοντας με ισχυρή βία την τάση της διάνοιάς του να κινείται σε πολλά, πλησιάζει το Θεό νοερά και επιτυγχάνει τα άρρητα και γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και με νοερή αίσθηση γνωρίζει ότι ο Κύριος είναι αγαθός, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ.33,9). Το να βρει λοιπόν κανείς το νου του τρισσό, να είναι δηλαδή ο ίδιος μόνος του ο φύλακας και ο φυλασσόμενος και ο προσευχόμενος κατά τη φύλαξη, δεν είναι ίσως πολύ δύσκολο. Η μακρά όμως καρτερική παραμονή σ’ αυτή την κατάσταση που γεννά τα απόρρητα, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Οποιοσδήποτε κόπος άλλης αρετής είναι μικρός κι ευκολότατος, αν συγκριθεί με αυτόν. Γι’ αυτό και πολλοί που αφήνουν την προσπάθεια εξαιτίας της στενοχωρίας της προσευχητικής αρετής, δεν αξιώνονται να φτάσουν στην πλατωσιά των θείων χαρισμάτων. Εκείνους όμως που υπομένουν, τους περιμένουν μεγαλύτερες εκδηλώσεις της θείας βοήθειας, που τους υποβαστάζουν και τους σηκώνουν και τους προωθούν με ηδονή προς τα εμπρός, κάνοντας πιο βατή τη δύσβατη οδό και βάζοντας μέσα τους την αγγελική, ας πούμε επιτηδειότητα και ενδυναμώνοντας την ανθρώπινη φύση μας να πλησιάζει τα υπέρ φύση , σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη: «Όσοι υπομένουν, θα βγάλουν φτερά. θα ανανεωθεί η ισχύς τους»(Ησ. 40,31).
Νους ονομάζεται και η ενέργεια του νου που αποτελείται από λογισμούς και έννοιες. Νους είναι και η δύναμη που τα ενεργεί αυτά, η οποία και καρδιά ονομάζεται από τη Γραφή. Σύμφωνα με αυτήν, που είναι η κυριότατη απ’ όλες τις εσωτερικές μας δυνάμεις, η ψυχή μας είναι λογική. Η ενέργεια λοιπόν του νου που συνίσταται στους λογισμούς, στους ανθρώπους που σχολάζουν στην προσευχή και μάλιστα τη μονόλογιστη, τακτοποιείται και καθαίρεται εύκολα. Η δύναμη όμως του νου που γεννά αυτή την ενέργεια, δεν μπορεί να καθαρθεί, αν δεν καθαρθούν κι όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής. Γιατί η ψυχή είναι οντότητα πολυδύναμη. Όταν λοιπόν δημιουργηθεί μέσα της κακία από κάποια από τις δυνάμεις της, μολύνεται ολόκληρη και μετέχουν στο μολυσμό της μιας όλες οι δυνάμεις, επειδή η ψυχή είναι ενιαία. Αφού λοιπόν κάθε δύναμη της ψυχής παρέχει διαφορετική ενέργεια, είναι δυνατό, μια οποιαδήποτε ενέργεια να καθαρθεί προσωρινά μετά από κατάλληλη προσπάθεια. αυτό όμως δε σημαίνει ότι κι η αντίστοιχη δύναμη της ψυχής είναι καθαρή. Γιατί καθώς επικοινωνεί με τις άλλες, μπορεί να είναι ακάθαρτη μάλλον, παρά καθαρή. Γι’ αυτό εκείνος, που με την επιμέλεια της προσευχής καθάρισε την ενέργεια του νου και φωτίστηκε σ’ ένα βαθμό, ή με φως γνώσεως ή και με νοερά έλλαμψη, αν για τούτο θεωρήσει τον εαυτό του καθαρμένο, πλανάται εξαπατώντας τον εαυτό του και με την οίηση ανοίγει εναντίον του εαυτού του μεγάλη θύρα στο διάβολο που πάντοτε επιχειρεί να μας πλανά. Αν όμως, γνωρίζοντας την ακαθαρσία της καρδιάς του, δεν υπερηφανευτεί με τη μέτρια εκείνη καθαρότητα, τότε χρησιμοποιώντας αυτή σαν βοηθό, βλέπει καθαρότερα την ακαθαρσία, και των άλλων ψυχικών του δυνάμεων και προοδεύει στην ταπείνωση και προσθέτει πένθος στο πένθος και εφευρίσκει την κατάλληλη θεραπεία για την κάθε μία δύναμη της ψυχής. Καθαρίζει λοιπόν με την πράξη την πρακτική του δύναμη, με τη γνώση τη γνωστική και με την προσευχή τη θεωρητική, και με αυτά φτάνει στην τέλεια κι αληθινή και μονιμότατη καθαρότητα της καρδιάς και του νου. Αυτήν δεν μπορεί ποτέ να αποκτηθεί από κανένα, παρά με την τελειότητα στην πράξη, την επίμονη γύμναση, τη θεωρία και τη θεωρητική προσευχή.
150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια
Ότι ο κόσμος έχει αρχή, και η φύση το διδάσκει, και η ιστορία το πιστοποιεί, και οι εφευρέσεις των τεχνών και οι νομοθεσίες και οι πολιτικές εξουσίες το αποδεικνύουν καθαρά. Γνωρίζομε τους εφευρέτες σχεδόν όλων των τεχνών, τους νομοθέτες των νόμων και όσους είχαν την εξουσία στις διάφορες χώρες· ακόμη γνωρίζομε εκείνους που έγραψαν για ο,τιδήποτε από την αρχή. Κανένα από αυτούς δε βλέπομε να υπερβαίνει τη γένεση του κόσμου και του χρόνου, την οποία εξιστόρησε ο Μωυσής. Κι ο ίδιος ο Μωυσής που έγραψε την αρχή της γενέσεως του κόσμου, με τόσα έργα και λόγια θαυμαστά, μάς έδωσε αναμφισβήτητες πιστοποιήσεις της αλήθειας των λεγομένων του, ώστε να πείσει όλους σχεδόν τους ανθρώπους και να τους κάνει να περιγελούν εκείνους που σοφίστηκαν τα αντίθετα. Γιατί και αυτή η φύση του κόσμου τούτου, έχοντας πάντοτε ανάγκη από πρόσφατη αρχή για το κάθε τι και μην μπορώντας να υπάρξει καθόλου χωρίς αυτή, φανερώνει από τα ίδια τα πράγματα την πρώτη της αρχή, η οποία δεν είχε άλλη αρχή.
Ότι ο κόσμος δεν έχει μόνο αρχή, αλλά θα έχει και τέλος, η ίδια η φύση του κόσμου το παρουσιάζει ως ενδεχόμενο, καθώς είναι σαν να πεθαίνει διαρκώς τμηματικά. Βέβαιη όμως και αναμφισβήτητη πίστη γι’ αυτό μάς παρέχει η προφητεία των θείων ανθρώπων και κυρίως του Χριστού, του Θεού των όλων. Κι αυτούς είναι ανάγκη να τους πιστεύουν ως αληθινούς όχι μόνο οι ευσεβείς, αλλά και οι ασεβείς, αφού τους βλέπουν να βγαίνουν αληθινοί και σ’ ολα τα άλλα που προείπαν. Μπορούμε δε να μάθομε από αυτούς ότι ο κόσμος όλος αυτός δε θα πέσει στην απόλυτη ανυπαρξία, αλλά θα μεταβληθεί όπως και τα σώματά μας, καθώς θα διαλυθεί και θα μεταστοιχειωθεί προς το θεϊκότερο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να είναι ανάλογος μ’ εμάς.
Ο ουρανός, λένε οι Έλληνες σοφοί, περιστρέφεται από τη φύση της κοσμικής ψυχής, και τούτο το διδάσκει και το δίκαιο και η λογική. Ποιο δίκαιο; Ποιά λογική; Γιατί αν δεν περιστρέφεται ο ουρανός από τη δική του φύση, αλλά από τη φύση της κοσμικής ψυχής που λένε, και η κοσμική ψυχή περιλαμβάνει όλο τον κόσμο, πώς δεν περιστρέφεται και η γη και το νερό και ο αέρας;Παρόλο που, σύμφωνα με αυτούς, η κοσμική ψυχή είναι αεικίνητη, η γη είναι σταθερή από τη δική της φύση, όπως και το νερό, που κατέλαβε το κάτω μέρος. Έτσι και ο ουρανός, κινείται πάντοτε κυκλικά από τη δική του φύση, κατέχοντας το επάνω μέρος. Τι είδους είναι η κοσμική ψυχή, σύμφωνα με τη φύση της οποίας κινείται ο ουρανός; Είναι άραγε λογική; Τότε θα ήταν και αυτεξούσια, και δε θα κινούσε με τις ίδιες κινήσεις πάντοτε το σώμα του ουρανού.Γιατί τα αυτεξούσια πότε κινούνται έτσι και πότε αλλιώς. Και ποιο ίχνος λογικής βλέπομε στην κατώτατη αυτή σφαίρα, δηλαδή τη γη, ή στα πολύ κοντινά της, δηλαδή το νερό, τον αέρα ή και την ίδια τη φωτιά; Γιατί είναι και αυτών η κοσμική ψυχή. Και πώς πάλι άλλα είναι έμψυχα και άλλα άψυχα; Και αυτά, σύμφωνα μ’ αυτούς.Και δεν είναι όποια έτυχε, αλλά όλα τα πετρώματα, όλα τα μέταλλα, όλο το χώμα, το νερό, ο αέρας, η φωτιά. Γιατί αυτοί λένε ότι κι η φωτιά κινείται από τη δική της φύση, όχι από την κοσμική ψυχή. Αφού λοιπόν αυτή η ψυχή είναι κοινή, πώς μόνο ο ουρανός κινείται από τη φύση αυτής κι όχι από τη δική του; Να υποθέσομε ότι δεν είναι λογική η ψυχή που σύμφωνα μ’ αυτούς κινεί το ουράνιο σώμα; Πώς είναι δυνατόν; Αφού είναι, σύμφωνα μ’ αυτούς, η πηγή των ψυχών μας. Αν όμως δεν είναι λογική, θα είναι αισθητική ή φυσική.Αλλά καμιά τέτοια ψυχή δε βλέπομε να κινεί κάποιο σώμα χωρίς όργανα. Οργανικό όμως μέλος δε βλέπομε κανένα, ούτε της γης, ούτε του ουρανού, ούτε κανενός άλλου από τα στοιχεία τους, αφού κάθε όργανο γίνεται με σύνθεση διαφορετικών φύσεων, ενώ κάθε στοιχείο έχει απλή φύση, και μάλιστα ο ουρανός. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια* σώματος οργανικού, το οποίο έχει ζωή δυνάμει. Ο ουρανός όμως, μη έχοντας κανένας μέλος ή μέρος οργανικό, δεν μπορεί ούτε να ζει.Πώς λοιπόν μπορεί να έχει ψυχή, εκείνο που δεν μπορεί να έχει ζωή; Έπεσαν έξω επομένως στους μάταιους συλλογισμούς τους και από την άσοφη καρδιά τους επινόησαν μιά ψυχή που μήτε υπάρχει, μήτε υπήρξε, μήτε μέλλει να υπάρξει. Και αυτήν την ψυχή την ανακήρυξαν δημιουργό και κυβερνήτη και προνοητή όλου του αισθητού κόσμου, και ρίζα και πηγή των ψυχών μας, ή μάλλον όλων των ψυχών.Kι η ίδια, είπαν, οφείλει τη γένεσή της σε νου· ο κάποιος αυτός νους όμως λένε ότι είναι διαφορετικός στην ουσία από τον κορυφαίο Νου, τον οποίο αυτοί τον λένε Θεό. Αυτά είναι που δογματίζουν οι κορυφαίοι τους στη σοφία και τη θεολογία. Δεν είναι καθόλου καλύτερο το σέβας τους από εκείνων που θεοποιούν θηρία και πέτρες· ή μάλλον είναι πολύ χειρότερο. Γιατί τα θηρία, ο χρυσός, η πέτρα κι ο χαλκός είναι κάτι, κι ας είναι τα τελευταία μεταξύ των κτισμάτων. Κοσμική όμως ψυχή που κινεί τα άστρα, ούτε υπάρχει, ούτε είναι κάτι, αφού δεν είναι απολύτως τίποτα, εκτός από μυθοπλασία νοσηρής διάνοιας.
Επειδή, λένε, είναι ανάγκη να κινείται το σώμα του ουρανού, και παραπέρα δεν υπάρχει τόπος για να προχωρήσει, ξαναγυρίζει προς τον εαυτο του κι έτσι η κίνησή του είναι περιστροφή. Πολύ καλά. Αν λοιπόν είχε τόπο, θα πήγαινε προς τα επάνω, όπως και η φωτιά, και ακόμη περισσότερο από τη φωτιά, γιατί είναι ελαφρότερο από αυτήν. Αυτή όμως η κίνηση δεν οφείλεται στη φύση κάποιας ψυχής, αλλά στη φύση της ελαφρότητας. Αν λοιπόν η κίνηση του ουρανού είναι περιστροφή, κι αυτό προέρχεται από τη φύση τη δική του και όχι της ψυχής, άρα το ουράνιο σώμα περιστρέφεται όχι από τη φύση της ψυχής, αλλά από τη δική του φύση. Αρα λοιπόν, ούτε ψυχή έχει, ούτε υπάρχει κάποια ουράνια ή παγκόσμια ψυχή. Η μόνη λογική ψυχή είναι η ανθρώπινη, που δεν είναι ουράνια, αλλά υπερουράνια, και τούτο όχι τοπικά, αλλά από τη φύση της, επειδή είναι νοερή ουσία.
Το ουράνιο σώμα δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να προχωρεί, ούτε να επεκτείνεται προς τα επάνω. Όχι επειδή δεν υπάρχει τόπος παραπέρα. Γιατί η έπειτ’ απ’ αυτό σφαίρα του αιθέρα που περιλαμβάνεται απ’ αυτό, δεν προχωρεί προς τα επάνω, όχι γιατί δεν υπάρχει τόπος για να προχωρήσει –είναι απλωμένο γύρω απ’ αυτή το πλάτος του ουρανού. Αλλά δεν επεκτείνεται πιο πάνω από αυτό, γιατί αυτό είναι λεπτότερο απ’ αυτήν. Γι’ αυτό και είναι πιο πάνω κατά φυσικό λόγο. Όχι λοιπόν γιατί δεν έχει τόπο πιο πάνω του, γι’ αυτό δεν προχωρεί προς τα επάνω ο ουρανός, αλλά γιατί κανένα σώμα δεν είναι λεπτότερο και ελαφρότερο απ’ αυτόν.
Κανένα σώμα δεν είναι ψηλότερα από το ουράνιο σώμα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο τόπος επάνω από τον ουρανό δε δέχεται άλλο σώμα, αλλά ότι κάθε σώμα το συμπεριλαμβάνει ο ουρανός, και κανένα σώμα δεν υπάρχει παραπέρα. Αν όμως μπορούσε να περάσει εκεί, τότε, όπως πιστεύομε οι ευσεβείς, δε θα ήταν απαράδεκτο σ’ εκείνον τον πάνω από τον ουρανό τόπο. Γιατί ο Θεός που γεμίζει τα πάντα και που επεκτείνεται και προς τα επέκεινα του ουρανού επ’ άπειρον, υπήρχε και προ του κόσμου και γέμιζε, όπως και τώρα, όλο τον τόπο του κόσμου. Και αυτό δεν εμπόδισε καθόλου να υπάρξει σώμα μέσα σ’ αυτόν τον τόπο. Επομένως ούτε εκτός του ουρανού θα υπάρξει κανένα εμπόδιο ώστε να μην υπάρχει τόπος, όπως εκείνος που περιέχει τον κόσμο ή εκείνος που έγινε μέσα στον κόσμο, για να υπάρχει σώμα μέσα σ’ αυτόν.
Πώς λοιπόν, αφού δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, δεν κατευθύνεται προς τα επάνω η κίνηση του ουρανίου σώματος, αλλά ξαναγυρίζει στον εαυτό του και κινείται κυκλικά; Επειδή έχει την ιδιότητα να έρχεται στην επιφάνεια όλων των άλλων, ως το πιο λεπτό απ’ όλα, είναι ψηλότερα από κάθε σώμα και πάρα πολύ ευκίνητο. Κάτι το άκρως συμπιεσμένο είναι και βαρύτατο και καταλαμβάνει την κατώτατη θέση, ενώ το ελαφρότατο είναι και ανώτατο και συγχρόνως πάρα πολύ ευκίνητο. Αφού λοιπόν το ουράνιο σώμα κινείται εκ φύσεως πάνω από την επιφάνεια των άλλων, κι αυτό που έχει τέτοια ιδιότητα δεν μπορεί από τη φύση του να χωριστεί από εκείνα, πάνω από την επιφάνεια των οποίων βρίσκεται· κι αφού αυτά είναι σφαιρικά, κατ’ ανάγκη τρέχει γύρω από αυτά ακατάπαυστα. Και τούτο όχι από τη φύση κάποιας ψυχής, αλλά από τη δική του σωματική φύση, αφού και μετακινείται από τόπο σε τόπο διαδοχικά. Αυτή η κίνηση χαρακτηρίζει κατεξοχήν το ουράνιο σώμα, όπως και η αντίθετη κατάσταση της στάσεως είναι ιδίωμα των σωμάτων με αντίθετες ιδιότητες.
θα μπορούσε να δει κανείς και στους κοντινούς μας ανέμους, ότι κατά την κίνησή τους γύρω από τα μέρη, πάνω από την επιφάνεια των οποίων βρίσκονται, δεν χωρίζονται από αυτά, ούτε και προχωρούν καθόλου προς τα πιο πάνω. Και τούτο όχι γιατί δεν υπάρχει τόπος, αλλά γιατί εκείνα που βρίσκονται πιο πάνω από αυτούς είναι ελαφρότερα. Μένουν στην επιφάνεια εκείνων, πάνω από τα οποία βρίσκονται, γιατί είναι κατά τη φύση τους ελαφρότεροι από αυτά. Και κινούνται γύρω από αυτά όχι λόγω ψυχικής φύσεως, αλλά λόγω της φύσεως της δικής τους. Και αυτή νομίζω τη μέτρια ομοιότητα θέλοντας να δείξει ο σε όλα σοφός Σολομών, με το ίδιο όνομα των ανέμων ονόμασε το ουράνιο σώμα γράφοντας: «Ο άνεμος διαγράφει κύκλους στην πορεία του, και ξαναγυρίζει συμπληρώνοντας τους κύκλους του»(Εκκλ.. 1, 6). Απέχει δε από τα ανώτερα η φύση των ανέμων και από την ταχύτατη κίνηση εκείνων, όσο υστερεί και από την ελαφρότητά τους.
Δύο ζώνες της γης είναι αντίστοιχα εύκρατες και κατοικήσιμες, κατά τους σοφούς των Ελλήνων. Η κάθε μία χωρίζεται σε άλλες δύο και έτσι γίνονται τέσσερις. Γι’ αυτό και υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πάνω στη γη τέσσερα γένη ανθρώπων, τα οποία δεν μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Γιατί, σύμφωνα με τους σοφούς αυτούς, υπάρχουν άνθρωποι που κατοικούν την αντεύκρατη σ’ εμάς ζώνη από τα πλάγια, οι οποίοι χωρίζονται από εμάς με τη διακεκαυμένη ζώνη της γης. Απέναντι από αυτούς κατοικούν, κατά τη γνώμη τους, εκείνοι που ζουν κάτω από αυτή τη ζώνη. Κατά παρόμοιο τρόπο υπάρχουν και εκείνοι που κατοικούν κάτω από εμάς. Τους πρώτους τους ονομάζουν «αντικείμενους» προς εμάς, ενώ τους άλλους «αντίποδες» και «αντεστραμμένους». Κι όλα αυτά γιατί δε γνωρίζουν ότι εκτός από το ένα δέκατο της γήινης σφαίρας, όλο σχεδόν το υπόλοιπο καλύπτεται από τα νερά της αβύσσου.
Θα μπορούσε κανείς να γνωρίζει ότι εκτός από τη γνωστή οικουμένη, κανένα άλλο μέρος της γης δεν είναι κατοικήσιμο, γιατί καλύπτεται από τα νερά της αβύσσου. Αρκεί να σκεφτεί ότι υπάρχει ισομοιρία στα τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, αέρας, φωτιά), από τα οποία αποτελείται ο κόσμος, και ότι η σφαίρα καθενός από αυτά έχει μέγεθος διαφορετικό από των άλλων, ανάλογα με την αραιότητά του. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Αριστοτέλης που λέει ότι υπάρχουν πέντε στοιχεία (προσθέτει τον αιθέρα), τοποθετημένα σφαιρικά σε πέντε χώρους. Και πάντοτε ο μικρότερος περιέχεται στό μεγαλύτερο· η γη στο νερό, το νερό στον αέρα, ο αέρας στη φωτιά, η φωτιά στόν αιθέρα. Και αυτός είναι ο κόσμος.
Ο αιθέρας λοιπόν ολοφάνερα έχει όγκο πολλαπλάσιο από τη φωτιά (η οποία τον θερμαίνει, γι’ αυτό ονομάζεται και «υπέκκαυμα»). Η φωτιά έχει πολλαπλάσιο όγκο από την αερώδη σφαίρα, όπως κι ο αέρας από το νερό, και το νερό από τη γη, η οποία είναι πάρα πολύ συμπιεσμένη κι έχει τον πιο μικρό όγκο από τα τέσσερα στοιχεία τα κάτω από τον ουρανό. Επειδή λοιπόν είναι πολλαπλάσιο το μέγεθος της υδάτινης σφαίρας από το μέγεθος της γης, αν οι δύο αυτές σφαίρες, της γης δηλαδή και του νερού, είχαν το ίδιο κέντρο, το νερό θα πλημμύριζε όλη τη γη και δε θα άφηνε κανένα μέρος της να χρησιμοποιούν τα χερσαία ζώα, καθώς θα κάλυπτε τελείως το έδαφος και θα άφηνε όλη την επιφάνεια της γης σε μεγάλο βάθος. Αφού όμως το νερό δεν περιλαμβάνει όλη την επιφάνεια της γης –η ξηρά, για παράδειγμα τής γύρω από μας οικουμένης είναι ακάλυπτη –, κατ’ ανάγκην η σφαίρα του νερού έχει διαφορετικό κέντρο. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσομε πόσο απέχει και που είναι αυτό το κέντρο· είναι χαμηλότερα ως προς εμάς ή ψηλότερα; Το δεύτερο είναι αδύνατο, γιατί ένα μέρος της επιφάνειας του νερού το βλέπομε κάτω από εμάς. Άρα το κέντρο της σφαίρας του νερού είναι χαμηλότερα ως προς εμάς και κάτω από το κέντρο της γης. Μένει να εξετάσομε, πόσο απέχει αυτό το κέντρο από το κέντρο της γης.
θα μπορούσε ίσως να καταλάβει κανείς, πόσο εκεί που νομίζομε κάτω από μας απέχει από το κέντρο της γης το κέντρο της σφαίρας του νερού, αν σκεφτεί έτσι: Στην επιφάνεια της γήινης σφαίρας, η οποία είναι το κατοικούμενο από μας μέρος, εφάπτεται σχεδόν η επιφάνεια του νερού που βλέπομε και που είναι κάτω από μας, όπως κάτω μας είναι και το έδαφος της γης που πατούμε. Το κατοικήσιμο από μας μέρος της γης είναι το ένα δέκατο περίπου της περιμέτρου της. Γιατί πέντε ζώνες έχει η γη, και κατοικείται το μισό της μίας από αυτές (συνολικά δηλαδή το ένα δέκατο της γης). Αν λοιπόν θελήσει κανείς να φέρει μια σφαίρα που να περιέχει τη σφαίρα της γης και να εφάπτεται στο ένα δέκατο αυτό της επιφάνειάς της, θα βρει ότι αυτή η σφαίρα θα έχει διπλάσια σχεδόν διάμετρο και οκταπλάσιο όγκο από την εσωτερική και το κέντρο της θα βρίσκεται στο νομιζόμενο από εμάς κατώτατο άκρο της γης· αυτό φανερώνεται από το διάγραμμα.
Ας παραστήσομε τη σφαίρα της γης με κύκλο, μέσα στον οποίο σημειώνομε α, β, γ, δ, και τη σφαίρα του νερού με άλλο κύκλο που περιέχει τον πρώτο και εφάπτεται στο άνω δέκατο της επιφάνειάς του· έξω από το δεύτερο κύκλο σημειώνομε ε, ζ, η, θ. Θα βρεθεί τότε το προς το μέρος μας κάτω άκρο του εσωτερικού κύκλου, δηλαδή το β, κέντρο του εξωτερικού. Ο οποίος, ενώ έχει διπλάσια διάμετρο, αποδεικνύεται με γεωμετρικές αποδείξεις ότι δίνει οκταπλάσια σφαίρα, γιατί όταν διπλασιαστεί η διάμετρος μιας σφαίρας, οκταπλασιάζεται ο όγκος της. Συμβαίνει βέβαια το ένα όγδοο της υγρής αυτής σφαίρας να έχει αναμιχθεί και να εμπεριέχεται στη γη. Γι’ αυτό και πολλές πηγές αναβρύζουν από αυτήν, και άφθονα ποτάμια ρεύματα αναδίδονται και τρέχουν αέναα, και κόλποι πολλών θαλασσών χύνονται σ’ αυτήν, και σχηματίζονται πλήθος λίμνες. Και δεν υπάρχει σχεδόν μέρος της γης, όπου να σκάψει κανείς και να μη βρει νερό να ρέει από κάτω.
Εκτός από τη δική μας οικουμένη, καμιά άλλη δεν υπάρχει, όπως διδάσκει και το διάγραμμα και η λογική. Όπως δηλαδή, αν ήταν ένα το κέντρο της γης και του νερού, θα ήταν όλη η γη ολωσδιόλου ακατοίκητη, έτσι και πολύ περισσότερο, αν το νερό έχει ως κέντρο το κατώτατο ως προς εμάς άκρο της γης, εκτός από τη γνωστή οικουμένη που βρίσκεται στο επάνω μέρος της υδάτινης σφαίρας, όλα τα άλλα μέρη της γης είναι αδύνατο να κατοικούνται, επειδή καλύπτονται από πολύ νερό. Αφού όμως, όπως προαποδείχθηκε, μόνο πάνω στην κατοικούμενη γη υπάρχει ενσώματη λογική ψυχή, η οποία είναι μία, αυτή που έχομε εμείς, έπεται ότι μόνο πάνω στην κατοικούμενη γη κατοικούν και τα χερσαία άλογα ζώα.
Η όραση διαμορφώνεται από τα πολυειδή χρώματα και σχήματα· η όσφρηση από τους ατμούς· η γεύση από τους χυμούς· η ακοή από τους ήχους· η αφή από την τραχύτητα ή την λειότητα των επιφανειών. Οι πληροφορίες που δίνουν οι αισθήσεις, προέρχονται βέβαια από τα σώματα, αλλά δεν είναι σώματα, αν και είναι σωματικές. Γιατί δεν προέρχονται έτσι απλώς από τα σώματα, αλλά από τα είδη (τις φυσικές ιδιότητες) των σωμάτων. Αλλά φυσικά δεν ταυτίζονται με τα σωματικά «είδη»· Είναι μόνο αποτυπώματά τους, που σαν εικόνες χωρίζονται αχώριστα από αυτά. Και αυτό είναι φανερό από την όραση και μάλιστα από τα ορώμενα σε καθρέφτη.
Αυτά λοιπόν τα εκμαγεία των αισθήσεων είναι που οικειοποιείται από τις αισθήσεις το φανταστικό μέρος της ψυχής· όχι τις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά τις εικόνες που όπως είπαμε υπάρχουν σ’ αυτές, και τις χωρίζει τελείως από τα σώματα και τα «είδη» των σωμάτων. Τις αποθηκεύει δε σαν θησαυρούς και προβάλλει ανάλογα προς χρήση του πότε τη μία και πότε την άλλη, ακόμη κι όταν απουσιάζουν τα αντίστοιχα σώματα. Έτσι το φανταστικό της ψυχής τις κάνει όλες ορατές στόν εαυτό του, ακόμη και τις εικόνες της ακοής, της γεύσεως, της οσφρήσεως και της αφής.
Η φαντασία της ψυχής στό λογικό ον είναι στο σύνορο μεταξύ νου και αισθήσεως. Αυτές λοιπόν τις εικόνες που παραλαμβάνει η φαντασία από τις αισθήσεις, ως χωρισμένες πια από τα σώματα και ήδη ασώματες, τις βλέπει και τις στριφογυρίζει ο νους και παράγει διαφόρων ειδών λογισμούς, καθώς διαλογίζεται και αναλογίζεται και συλλογίζεται με πολλούς τρόπους, με εμπάθεια ή με απάθεια ή με μια μέση κατάσταση, με πλάνη ή χωρίς πλάνη. Και απ’ αυτό γεννιούνται οι περισσότερες αρετές και κακίες, ορθές απόψεις και κακοδοξίες. Και λέω οι περισσότερες, κι όχι όλες οι αλήθειες και οι πλάνες, οι αρετές και οι κακίες, έχουν την αρχή τους στους λογισμούς από τη φαντασία, επειδή δε συμβαίνει να γίνεται κάθε λογισμός του νου από αυτές τις εικόνες και γι’ αυτές, αλλά είναι δυνατό να βρει κανείς και ορισμένα που δεν μπορούν να υποπέσουν στις αισθήσεις και που ο νους τα κάνει λογισμούς.
Άξιο μεγάλου θαυμασμού και προσοχής είναι, πώς από τα πρόσκαιρα και αισθητά προξενείται μέσα στην ψυχή μόνιμο κάλλος ή ασχήμια, πλούτος ή φτώχεια, δόξα ή αδοξία, και γενικά ή νοητό φως που παρέχει ζωή αιώνια, ή νοητό σκότος που κολάζει την ψυχή.
Ο νους, χρησιμοποιώντας σαν όχημα τη φαντασία και μέσω αυτής επικοινωνώντας με τις αισθήσεις, αποκτά μια σύμμικτη γνώση. Για παράδειγμα, έστω ότι βλέπει κάποιος με την αισθητή όραση τον ήλιο να δύει, και τη σελήνη να ακολουθεί τον ήλιο με το στραμμένο μέρος της σ’ αυτόν, και τις κατοπινές ημέρες να απομακρύνεται σιγά-σιγά και να φωτίζεται περισσότερο, μέχρις ότου φτάσει απέναντί του, και πάλι λίγο-λίγο να πλησιάζει από το άλλο μέρος και το φως της να ελαττώνεται ολοένα και να το αποθέτει εκεί από όπου άρχισε να φωτίζεται. Αφού σημειώσει όλες αυτές τις εικόνες με το νου, επειδή έχει τις προηγούμενες εικόνες στη φαντασία του, και την καθημερινά παρούσα στην αίσθηση, αποκτά από την αίσθηση, τη φαντασία και τη νόηση, τη γνώση, ότι η σελήνη παίρνει το φως της από τον ήλιο αλλά η τροχιά της είναι κοντινότερη στη γη και πολύ χαμηλότερη από του ηλίου.
Παρόμοια με τη σελήνη μπορούμε να πούμε και για τον ήλιο. Τις εκλείψεις του και τους συνδέσμους που γίνονται κατ’ αυτές, τις μετακινήσεις και τις αποστάσεις μεταξύ τους των άλλων πλανητών και τους ποικίλους σχηματισμούς που δημιουργούν, και γενικά όσα γνωρίζομε για τα ουράνια φαινόμενα, ακόμη και τις αιτίες της φύσεως, τις μεθόδους και όλες τις τέχνες και γενικά κάθε γνώση που συνάγεται από επιμέρους κατανοήσεις, όλα τα συγκεντρώσαμε με την αίσθηση και τη φαντασία μέσω του νου. Και καμιά απ’ αυτές τις γνώσεις δεν μπορεί να ονομαστεί πνευματική, αλλά μάλλον φυσική, αφού δεν μπορεί να δεχθεί τα του Πνεύματος.
Από που μάθαμε κάτι βέβαιο και αληθινό για το Θεό ή για όλον τον κόσμο ή για μας τους ίδιους; Όχι από τη διδασκαλία του Πνεύματος; Αυτή μας δίδαξε ότι μόνο ο Θεός είναι ο αληθινά Ων και πάντοτε Ων και αμετάβλητα Ων και ότι δεν έλαβε το είναι από την ανυπαρξία, ούτε πηγαίνει προς την ανυπαρξία. Και ότι είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος. Αυτός σε έξι ημέρες έφερε τα όντα από το μηδέν στην ύπαρξη με το λόγο, ή μάλλον τα δημιούργησε αμέσως, όπως λέει ο Μωυσής: «Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη»(Γεν. 1,1). Όχι βέβαια με κενό, ούτε χωρίς τα ενδιάμεσα όλα. Η γη ήταν ανάμικτη με το νερό, και το καθένα από τα δύο κυοφορούσε τόσο τον αέρα, όσο και τα αντίστοιχα διάφορα ζώα και φυτά. Ο ουρανός πάλι κυοφορούσε τα διάφορα φώτα και πυρά, πάνω στα οποία έχει την ύπαρξή του το σύμπαν. Έτσι λοιπόν ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γή, σαν ύλη που δέχεται τα πάντα κι έχει τη δυνατότητα να παράγει τα πάντα, ανατρέποντας ορθά από τότε εκείνους που κακώς νομίζουν ότι η ύλη προϋπήρχε από μόνη της.
Μετά την αρχική αυτή δημιουργία, ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία, φιλοκαλώντας κατά κάποιο τρόπο και κοσμώντας παραπέρα τον κόσμο, απένειμε μέσα σε έξι μέρες στο καθένα το αρμόδιο σύνολο των γνωρισμάτων που συμπλήρωναν τον διάκοσμό του, ξεχωρίζοντας το καθένα με μόνο το πρόσταγμά του, σαν να έβγαζε από θησαυροφυλάκια κατ’ είδος ό,τι είχε τοποθετήσει σ’ αυτά, διαθέτοντας και συνθέτοντας αρμονικά, εξαίρετα και κατάλληλα στο καθένα το ένα προς το άλλο, το καθένα προς όλα και όλα προς το καθένα. Και την ακίνητη γη την έβαλε σαν κέντρο στον μέγιστο κύκλο του ουρανού, συνδέοντας πάνσοφα με τα ενδιάμεσα τον αεικίνητο ουρανό, για να μένει πάντοτε ο ίδιος κόσμος και σταθερός και κινούμενος. Αφού δηλαδή τα αεικίνητα και πάρα πολύ ταχυκίνητα σώματα τοποθετήθηκαν γύρω-γύρω, αναγκαστικά το ακίνητο, η γη, κατέλαβε το μέσο, για να είναι η ακινησία του αντίρροπη της κινήσεως, ώστε να μη μετακινείται σαν κύλινδρος ή παγκόσμια σφαίρα.
Αφού λοιπόν ο Αριστοτέχνης έδωσε τέτοια θέση στα δύο πέρατα του παντός –τον ουρανό δηλαδή και τη γη–, όλον αυτόν τον κόσμο εύκοσμα, για να πω έτσι, και στερέωσε και εκίνησε. Στο καθένα πάλι από τα ενδιάμεσα απένειμε το πρέπον. Και άλλα τα τοποθέτησε επάνω και διέταξε να περιφέρονται μετέωρα στα ουράνια και να συμπεριστρέφονται με το ανώτατο όριο του παντός πάρα πολύ συνετά και κόσμια χωρίς παύση –εδώ υπάγονται όσα είναι ελαφρά και ενεργά και επιτήδεια να μεταβάλλουν σε χρήσιμα τα κάτω από αυτά. Αυτά είναι υψωμένα πάνω από το μέσο με τόσο πολύ μεγάλη σύνεση, ώστε και το υπερβολικό ψύχος που υπάρχει εκεί να το σπάζουν επαρκώς, αλλά και τη δική τους υπερβολική θερμότητα να την κρατούν στη θέση της, κι ακόμη να συγκρατούν κάπως και την υπερβολική κίνηση των υψηλοτάτων άκρων με δική τους αντίστροφη κίνηση, έτσι που κι εκείνα να κρατούν στη θέση τους με τη δική τους αντίστροφη περιστροφή, και σ’ εμάς να παρέχουν τις πολύ ωφέλιμες ετήσιες διαφορές των εποχών, τα μέτρα των διαστημάτων του χρόνου και –όταν εμβαθύνομε σ’ αυτά – τη γνώση του Θεού που τα δημιούργησε και τα κατέταξε και τα στόλισε. Αυτά λοιπόν που μετεωροπορούν στα ύψη, τα άφησε να περιφέρονται έτσι με πολλές κινήσεις για δύο λόγους· για χάρη του παγκόσμιου κάλλους και για πολύμορφη ωφέλεια. Τα άλλα πάλι τα τοποθέτησε κάτω και γύρω στό μέσον, όσα δηλαδή έχουν βάρος και μεταβλητή φύση, γίνονται και ξαναγίνονται, χωρίζονται και ενώνονται και τείνουν να μεταβληθούν σε εύχρηστα· τα έβαλε κι αυτά σε ευκοσμία ανάλογα με τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση, για να μπορεί να λέγεται το παν αληθινά «κόσμος», δηλαδή στολισμός.
Έτσι λοιπόν έγινε το πρώτο ον στην κτίση, και μετά το πρώτο άλλο, και ύστερα απ’ αυτό πάλι άλλο και ούτω καθεξής, και ύστερα από όλα ο άνθρωπος. Ο οποίος αξιώθηκε να έχει από το Θεό τόση τιμή και πρόνοια, ώστε ο αισθητός αυτός κόσμος να γίνει πριν από αυτόν γι’ αυτόν, η βασιλεία των ουρανών να ετοιμαστεί ευθύς από την αρχή του κόσμου(Ματθ. 25, 34) πριν από αυτόν γι’ αυτόν, να προηγηθεί διαβούλευση του Θεού περί αυτού κι έπειτα να πλαστεί με το χέρι του Θεού κατ’ εικόνα Του(Γεν. 1, 26), έτσι που να μη λάβει το παν, όπως τα άλλα ζώα, από την ύλη και τον αισθητό κόσμο, αλλά μόνο το σώμα. Την ψυχή όμως την έλαβε από τα υπερκόσμια, ή μάλλον από τον ίδιο το Θεό, με απόρρητο φύσημα(Γεν. 2, 7), ώστε να γίνει κάτι μεγάλο και θαυμαστό και πιό πάνω απ’ όλα, να επιτηρεί και να επιβλέπει το παν και να επιστατεί σε όλα και άρα να γνωρίζει το Θεό, να τον δέχεται και να είναι αποτέλεσμα που να δείχνει περισσότερο από κάθε άλλο δημιούργημα την ύψιστη μεγαλοσύνη του Τεχνίτη. Κι όχι μόνο είναι δεκτικός του Θεού και της χάρης Του με αγώνα, αλλά είναι δυνατό και να ενωθεί με Αυτόν σε μία υπόσταση.
Αυτά και άλλα όμοια που είναι η αληθινή σοφία και η σωτηριώδης γνώση και προξενούν την άνω μακαριότητα, ποιός Ευκλείδης, ποιος Μαρίνος, ποιος Πτολεμαίος μπόρεσε να τα κατανοήσει, ή ποιος Εμπεδοκλής και Σωκράτης και Αριστοτέλης και Πλάτων, με τις λογικές τους μεθόδους ή τις μαθηματικές αποδείξεις τους; Ή μάλλον, ποιά αίσθηση τα έχει αντιληφθεί; Ποιος νους τα συνέλαβε; Κι αν σ’ εκείνους που εκ φύσεως φιλοσοφούσαν και στους ομοίους τους φάνηκε χαμαίζηλη η πνευματική σοφία, αποδεικνύεται κι από αυτό η υπεροχή της. Σχεδόν όσο νιώθουν τα άλογα ζώα τη σοφία εκείνων κι όλες τις γνώσεις τους, ή, αν θέλεις, όπως τα μικρά παιδιά, που θεωρούν σπουδαιότερα τα γλυκίσματα που κρατούν από το βασιλικό στέμμα, έτσι στέκονται κι αυτοί απέναντι στην αληθινή και υψηλότατη σοφία και διδασκαλία του Πνεύματος.
Όχι μόνο το να γνωρίζει κανείς –κατά το δυνατόν– το Θεό, είναι ασυγκρίτως καλύτερο της φιλοσοφίας των Ελλήνων, αλλά και μόνο το να γνωρίζει ποιά θέση έχει ο άνθρωπος κοντά στο Θεό, ξεπερνά όλη τη σοφία τους. Γιατί μόνον ο άνθρωπος απ’ όλα αυτά τα επίγεια και τα ουράνια δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Πλάστη του, για να βλέπει προς Εκείνον και να τον αγαπά και μόνον Εκείνου να είναι μύστης και προσκυνητής, και να διατηρεί το κάλλος αυτό με την προς Αυτόν πίστη και κλίση και διάθεση. Όλα τ’ άλλα, όσα έχει η γη και αυτός ο ουρανός, ο άνθρωπος να τα θεωρεί κατώτερα από τον εαυτό του και ολότελα στερημένα νου. Αυτό οι Έλληνες σοφοί δεν μπόρεσαν καθόλου να αντιληφθούν και ατίμασαν την ανθρώπινη φύση, ασέβησαν στο Θεό και σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση αντί τον Κτίστη(Ρωμ. 1, 25). Απέδωσαν δηλαδή νου στα αισθητά, μα αναίσθητα άστρα, και στο καθένα, ανάλογα με το μέγεθός του, του έδωσαν ανάλογη δύναμη και αξίωμα. Ήταν θλιβερό το σέβας τους γι’ αυτά, που αφού τα ονόμασαν θεούς, μεγαλύτερους και μικρότερους, παραχώρησαν σ’ αυτά την εξουσία του παντός. Αυτοί λοιπόν, από τα αισθητά και τη γύρω απ’ αυτά φιλοσοφία, δεν προξένησαν στις ψυχές τους ντροπή και ατιμία και έσχατη πενία και πράγματι νοητό και τιμωρητικό σκοτάδι;
Η γνώση ότι γίναμε κατ’ εικόνα του Δημιουργού, δεν επιτρέπει να θεοποιούμε ούτε τον νοητό κόσμο. Γιατί αυτό το «κατ’ εικόνα» δεν αναφέρεται στο σώμα, αλλά στη φύση του νου, από τον οποίο τίποτε δεν είναι καλύτερο κατά τη φύση. Γιατί αν υπήρχε κάτι καλύτερο, το «κατ’ εικόνα» θα υπήρχε σ’ εκείνο. Αφού λοιπόν το καλύτερο μέσα μας είναι ο νους, και τούτο, αν και είναι κατ’ εικόνα θεϊκή, κτίσθηκε όμως από το Θεό, δεν είναι εύκολο να καταλάβομε, ή μάλλον δεν είναι από αυτό ολοφάνερο, ότι ο Ποιητής του νοερού μας μέρους είναι ο Ποιητής και κάθε νοερού; Κάθε νοερή λοιπόν φύση, όλοι δηλαδή οι Άγγελοι, είναι δούλοι μαζί μ’ εμάς και κατ’ εικόνα του Δημιουργού. Αν και είναι ανώτεροι από μας, γιατί δεν έχουν σώμα και πλησιάζουν περισσότερο την εντελώς ασώματη και άκτιστη φύση. Ή μάλλον, όσοι απ’ αυτούς φύλαξαν την τάξη τους και αποδέχονται το σκοπό για τον οποίο έγιναν, αν και ομόδουλοί μας, είναι σεβαστοί σ’ εμάς και πολύ ανώτεροί μας κατά την τάξη. Εκείνοι όμως που δε φύλαξαν την τάξη τους, αλλά επαναστάτησαν και αθέτησαν το σκοπό για τον οποίο έγιναν, πήγαν όσο γινόταν πιο μακριά από εκείνους που πλησιάζουν το Θεό και ξέπεσαν από την τιμή που είχαν. Και καθώς προσπαθούν να συμπαρασύρουν κι εμάς στην έκπτωση, δεν είναι μόνον αχρείοι και άτιμοι, αλλά και αντίθετοι, και στο ανθρώπινο γένος ολέθριοι και εχθρικότατοι.
Αλλά οι φυσιολόγοι και οι αστρολόγοι αυτοί που καυχιούνται ότι γνωρίζουν τα πάντα, αφού δεν μπόρεσαν με τη φιλοσοφία ν’ αντιληφθούν τίποτε απ’ όσα προείπαμε, ονόμασαν επιπλέον τον άρχοντα του σκότους και τις κάτω απ’ αυτόν δυνάμεις της αποστασίας, όχι μόνον ανωτέρους τους, αλλά και θεούς. Τους τίμησαν με ναούς, πρόσφεραν σ’ αυτούς θυσίες και υποτάχθηκαν στις ολεθριότατες προσταγές τους. Κι εκείνοι εύλογα τους εξαπάτησαν για πολύ με ανίερες ιεροτελεστίες και καθαρμούς που μόλυναν και πρόσθεταν την επικατάρατη οίηση, και με προφήτες και προφήτισσες που παραπλανούσαν τους ανθρώπους όσο γίνεται μακρύτερα από την πραγματική αλήθεια.
Το να γνωρίζει κανείς το Θεό, ή να γνωρίζει τον άνθρωπο και την αξία του (πράγματα που τώρα και οι απλοϊκοί Χριστιανοί γνωρίζουν) είναι γνώση υψηλότερη από τη φυσιολογία, την αστρολογία και όλη τη γύρω απ’ αυτές φιλοσοφία. Επιπλέον όμως, το να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους την ασθένειά του και αυτήν να ζητά να θεραπεύσει, αυτό είναι πολύ ανώτερο ασυγκρίτως από το να γνωρίζει και να ερευνά τα μεγέθη των άστρων και τους λόγους των φύσεων, τις γενέσεις των επιγείων και τις περιόδους των ουρανίων σωμάτων, τις μεταβολές και τις ανατολές των αστέρων, τις ακινησίες και τις οπισθοδρομήσεις τους, τις μεταξύ τους αποστάσεις και συνελεύσεις, και γενικά τις ποικίλες σχέσεις που προέρχονται από την εκεί πολυκινησία. Γιατί ο νους που γνώρισε την ασθένειά του, βρήκε από που μπορεί να μπει για να βρεί τη σωτηρία, να πλησιάσει το φως της γνώσεως και να λάβει σοφία αληθινή, η οποία δεν καταλύεται μαζί με τον αιώνα τούτον.
Κάθε λογική και νοερή φύση, είτε Άγγελος είτε άνθρωπος, έχει ζωή, με την οποία διαμένει ως ύπαρξη αθάνατη και δεν επιδέχεται φθορά. Η δική μας νοερή και λογική φύση δεν έχει τη ζωή μόνο ως ουσία, αλλά και ως ενέργεια, αφού ζωοποιεί το σώμα με το οποίο είναι ενωμένη. Γι’ αυτό και λέγεται ζωή του σώματος. Η ζωή που αναφέρεται σε κάτι άλλο, είναι ενέργεια της ζωής· γιατί ουδέποτε λέγεται ουσία καθεαυτή, αν αναφέρεται σε κάτι άλλο. Η νοερή όμως φύση των Αγγέλων δεν έχει σαν τέτοια ενέργεια τη ζωή, γιατί δεν έλαβε από το Θεό δεμένο μαζί της σώμα από τη γη, για να λάβει και ζωοποιό για τούτο δύναμη. Είναι λοιπόν και αυτή δεκτική των αντιθέτων, δηλαδή της κακίας και της αγαθότητας. Και αυτό δηλώνουν οι πονηροί άγγελοι που ξέπεσαν από έπαρση. Επομένως είναι κάπως σύνθετοι και οι Άγγελοι, από την ιδιαίτερη ουσία τους και από μία από τις δύο αντίθετες ποιότητες, δηλαδή την αρετή και την κακία. Απ’ αυτό αποδεικνύεται ότι ούτε αυτοί έχουν ως ουσία τους την αγαθότητα.
Η ψυχή καθενός από τα άλογα ζώα είναι η ζωή του σώματος που εμψυχώνει. Και δεν έχουν αυτά τη ζωή ως ουσία, αλλά ως ενέργεια, επειδή αυτή υπάρχει σε σχέση με κάτι άλλο και όχι καθ’ εαυτήν. Γιατί βλέπομε ότι αυτή (η ψυχή-ζωή) δεν έχει τίποτε άλλο, εκτός απ’ όσα ενεργεί μέσω του σώματος. Γι’ αυτό και όταν διαλύεται το σώμα, αναγκαστικά διαλύεται κι αυτή, επειδή είναι το ίδιο θνητή με αυτό, και ό,τι είναι αυτή, είναι και λέγεται σε σχέση με το θνητό σώμα. Γι’ αυτό κι όταν το σώμα πεθάνει, πεθαίνει κι αυτή μαζί του.
Η ψυχή καθενός ανθρώπου είναι και ζωή του σώματος που εμψυχώνει και έχει τη ζωοποιό ενέργεια σε σχέση προς κάτι άλλο, προς το οποίο εκδηλώνεται, δηλαδή προς το σώμα που ζωοποιείται από αυτήν. Έχει τη ζωή όχι μόνο ως ενέργεια, αλλά και ως ουσία, επειδή ζει και καθ’ εαυτήν. Γιατί τη βλέπομε να έχει λογική και νοερή ζωή, η οποία είναι φανερά διαφορετική από τη ζωή του σώματος και όσων ενεργούνται δια του σώματος. Γι’ αυτό και όταν διαλύεται το σώμα, δε διαλύεται μαζί κι αυτή. Κι όχι μόνο δε διαλύεται μαζί με το σώμα, αλλά και παραμένει αθάνατη, επειδή η ζωή που αυτή έχει καθ’ εαυτήν, δεν εκδηλώνεται ως προς κάτι άλλο, αλλά αποτελεί την ουσία της.
Η λογική και νοερή ψυχή, έχει ως ουσία τη ζωή, αλλά δεκτική των αντιθέτων, δηλαδή της κακίας και της αγαθότητας. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι δεν έχει ως ουσία την αγαθότητα, καθώς ούτε και την κακία, αλλά ως κάποιες ποιότητες που ανάλογα με τη διάθεσή της βρίσκεται στη μία ή την άλλη. Και βρίσκεται όχι τοπικά, αλλά όταν η νοερή ψυχή, που έχει πάρει το αυτεξούσιο από τον Κτίστη, κλίνει σε μία από τις δύο και θελήσει να ζήσει σύμφωνα με αυτήν. Γι’ αυτό και είναι κάπως σύνθετη η λογική και νοερή ψυχή, από την ενέργειά της που αναφέραμε πιο πάνω. Αυτή βέβαια η ενέργεια, επειδή εκδηλώνεται ως προς κάτι άλλο (το σώμα), δεν μπορεί να δημιουργεί σύνθεση. Η σύνθεση δημιουργείται από την ουσία της ψυχής κι από μία οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες αντίθετες ποιότητες, δηλαδή την αρετή και την κακία.
Ο υπέρτατος Νους, το άκρο αγαθό, η πάνω από τη ζωή και τη θεότητα φύση, επειδή είναι ολότελα και οπωσδήποτε ανεπίδεκτος των αντιθέτων, είναι φανερό ότι έχει την αγαθότητα όχι ως ιδιότητα, αλλά ως ουσία. Γι’ αυτό και ό,τι αγαθό βάλει κανείς στο νου του, υπάρχει σ’ Εκείνον ή μάλλον, Εκείνος είναι το αγαθό και είναι πάνω απ’ αυτό. Και ό,τι σκεφτεί κανείς για Εκείνον, είναι αγαθό, ή μάλλον είναι αγαθότητα και υπεράγαθη αγαθότητα. Σ’ Αυτόν υπάρχει και η ζωή, ή μάλλον Αυτός είναι η ζωή. Γιατί η ζωή είναι αγαθό, και η ζωή σ’ Αυτόν είναι αγαθότητα. Και η σοφία υπάρχει σ’ Αυτόν, ή μάλλον Αυτός είναι η σοφία· γιατί η σοφία είναι αγαθό, κι η σοφία σ’ Αυτόν είναι αγαθότητα. Επίσης, η αιωνιότητα και η μακαριότητα και γενικά οποιοδήποτε αγαθό σκεφτεί κανείς. Και δεν υπάρχει εκεί διαφορά ζωής και σοφίας και αγαθότητας και των ομοίων. Γιατί η Αγαθότητα εκείνη τα συμπεριλαμβάνει όλα κατά τρόπο συγκεντρωτικό, ενιαίο και απλούστατο, και τη νοούμε και την ονομάζομε από όλα τα αγαθά. Ό,τι αγαθό νοήσει κανείς και πει περί Αυτής, είναι και ένα και αληθινό· Εκείνη όμως δεν είναι μόνο αυτό που αληθινά νοείται από αυτούς που νοούν με θεόσοφο νου και θεολογούν με πνευματοκίνητη γλώσσα, αλλά ως αχώρητη στο λόγο και στο νου μας είναι πάνω απ’ αυτά και δεν απομακρύνεται από την ενιαία και υπέρλογα απλή κατάστασή Της. Είναι δηλαδή μία Αγαθότητα πανάγαθη και υπεράγαθη, και μ’ αυτό μόνο και νοείται και ονομάζεται. Τούτο βέβαια, ότι ο Ποιητής και Κύριος της κτίσεως είναι πανάγαθη και υπεράγαθη Αγαθότητα κι έχει ως ουσία Του την αγαθότητα, δείχνεται από μόνες τις ενέργειές Του προς την κτίση. Γι’ αυτό και είναι ολότελα και οπωσδήποτε ανεπίδεκτος της εναντιότητας προς την αγαθότητα, δηλαδή της κακίας. Γιατί ούτε και είναι εναντίον καμιάς υπάρξεως.
Η πανάγαθη αυτή και υπεράγαθη Αγαθότητα είναι και πηγή αγαθότητας. Γιατί και τούτο είναι αγαθό, και μάλιστα το ακρότατο αγαθό, και δεν ήταν δυνατό να λείπει από την παντέλεια Αγαθότητα. Επειδή τώρα η παντέλεια και υπερτέλεια αυτή Αγαθότητα είναι Νους, τίποτε άλλο δεν μπορεί να πηγάζει από Αυτή σαν από πηγή, παρά λόγος. Λόγος βέβαια όχι σαν το δικό μας προφορικό λόγο· γιατί τούτος δεν είναι του νου, αλλά του σώματος που κινείται από νου. Ούτε πάλι σαν το δικό μας ενδιάθετο λόγο· γιατί και τούτος γίνεται μέσα μας έχοντας σαν τύπους τους φθόγγους. Ούτε τέλος σαν το δικό μας λόγο της διάνοιας, κι ας είναι αυτός χωρίς φθόγγους, πραγματοποιούμενος με κινήσεις τελείως ασώματες· γιατί και ο λόγος αυτός της διάνοιας είναι μετά από μας, και έχει ανάγκη από διαλείμματα και μεγάλα χρονικά διαστήματα και προχωρεί διεξοδικά, πηγαίνοντας από την ατελή αρχή προς το τελικό συμπέρασμα. Αλλά ο Λόγος που πηγάζει από τη θεία Αγαθότητα είναι αντίστοιχος με τον έμφυτο σε μας λόγο που εναπόκειται στο νου μας αφότου ο Δημιουργός μάς έκανε κατ’ εικόνα Του· ο λόγος αυτός είναι η γνώση που συνυπάρχει πάντοτε με το νου. Η Γνώση-Λόγος λοιπόν, η οποία συνυπάρχει πάντοτε με τον υπέρτατο νου της παντέλειας και υπερτέλειας Αγαθότητας που δεν έχει τίποτε το ατελές, είναι απαράλλακτα όσα είναι κι Εκείνη, εκτός από το ότι προέρχεται από Εκείνη. Γι’ αυτό και ο υπέρτατος Λόγος είναι και λέγεται από μας Υιός, για να γνωρίσομε με βεβαιότητα ότι είναι τέλειος με τέλεια δική Του υπόσταση, γιατί έχει την ύπαρξη από τον Πατέρα και δεν υστερεί καθόλου από τον Πατέρα κατά την ουσία, αλλά είναι απαράλλακτος μ’ Εκείνον, αν και όχι κατά την υπόσταση· αυτή διακρίνεται από το ότι ο Λόγος προήλθε με θεοπρεπή γέννηση από τον Πατέρα.
Επειδή η Αγαθότητα που σαν από πηγή προήλθε με γέννηση από την Αγαθότητα-Νου, είναι Λόγος, και λόγο χωρίς πνεύμα (πνοή), κανένας που έχει νου δεν μπορεί να εννοήσει, γι’ αυτό ο εκ Θεού Θεός Λόγος έχει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο προέρχεται και αυτό από τον Πατέρα. Το Πνεύμα αυτό δεν είναι όπως εκείνο που συνυπάρχει με τον προφορικό μας λόγο. Ούτε πάλι είναι όπως εκείνο που συνυπάρχει, αν και ασωμάτως, με τον ενδιάθετο και τον κατά διάνοια λόγο μας· γιατί και τούτο είναι μια ορμή του νου που συνεκτείνεται χρονικά με το λόγο μας κι έχει ανάγκη από τα ίδια διαστήματα κι από το ατελές προχωρεί στο ολοκληρωμένο. Ενώ Εκείνο, το Πνεύμα του υπέρτατου Λόγου, είναι κατά κάποιο τρόπο ένας έρωτας ανέκφραστος του Πατέρα προς το Λόγο που γεννήθηκε με τρόπο απόρρητο. Το ίδιο Πνεύμα -Έρωτα έχει και ο αγαπημένος Λόγος και Υιός προς τον Πατέρα. Το έχει όμως ως συμπροερχόμενο με Αυτόν από τον Πατέρα και αναπαυόμενο σ’ Αυτόν λόγω της κοινής Τους φύσεως. Από τον Λόγο, που σαρκώθηκε και μας συναναστράφηκε, μάθαμε το όνομα της διαφορετικής προελεύσεως του Πνεύματος από τον Πατέρα, και ότι Αυτό δεν είναι μόνο του Πατέρα, αλλά και του Υιού. Μας είπε δηλαδή: «Το Πνεύμα της αλήθειας, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα»(Ιω. 15, 26). Από αυτό μαθαίνομε ότι δεν είναι μόνο ο Λόγος, αλλά και το Πνεύμα που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Επίσης, ότι είναι και του Υιού που το έχει από τον Πατέρα, αφού είναι Πνεύμα αλήθειας και σοφίας και λόγου. Γιατί η αλήθεια και η σοφία είναι Λόγος κατάλληλος για τον Γεννήτορα. Αυτός ο Λόγος συγχαίρει με τον Πατέρα που χαίρεται γι’ Αυτόν, σύμφωνα μ’ εκείνο που Αυτός είπε με τον Σολομώντα: «Εγώ ήμουν που χαιρόμουν μαζί Του»(Παροιμ. 8, 30. Δεν είπε χαιρόμουν, αλλά χαιρόμουν μαζί Του. Αυτή η προαιώνια χαρά του Πατέρα και του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα, επειδή είναι και των δύο κατά τη χρήση (γι’ αυτό και στέλνεται και από τους δύο σ’ όσους είναι άξιοι), αλλά μόνο του Πατέρα κατά την ύπαρξη (γι’ αυτό και μόνο από Αυτόν εκπορεύεται ως ύπαρξη).
Έρωτα, που είναι εικόνα αυτού του υπέρτατου Έρωτα, έχει κι ο νους μας, ο οποίος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, προς τη γνώση που προέρχεται από αυτόν και που υπάρχει χωρίς διακοπή μέσα σ’ αυτόν. Ο έρωτας αυτός είναι από το νου και μέσα στο νου, πηγάζοντας από αυτόν μαζί με τον εσώτατο λόγο. Εναργέστατη απόδειξη του πράγματος, ακόμη και για εκείνους που δεν μπορούν να βλέπουν τα βάθη του εσωτερικού τους, είναι η ακόρεστη έφεση των ανθρώπων για τη γνώση. Σ’ εκείνον όμως τον αρχέτυπο νου, σ’ εκείνη την παντέλεια και υπερτέλεια Αγαθότητα στην οποία τίποτε το ατελές δεν υπάρχει, ο θείος Έρωτας (το Πνεύμα) είναι απαράλλακτα όλα όσα κι εκείνη η Αγαθότητα, εκτός από το ότι αυτός προέρχεται από εκείνη. Γι’ αυτό κι ο Έρωτας αυτός είναι και λέγεται από μας Πνεύμα Άγιο και άλλος Παράκλητος(Ιω. 14, 16), ως συνακόλουθος του Λόγου, για να γνωρίσομε από αυτό ότι είναι τέλειος, με τέλεια δική Του υπόσταση, και δεν υστερεί διόλου κατά την ουσία από τον Πατέρα, αλλ’ είναι απαράλλακτα ο ίδιος και με τον Υιό και τον Πατέρα, αν και όχι κατά την υπόσταση· αυτή διακρίνεται από το ότι (ο Έρωτας-Πνεύμα) προέρχεται από τον Θεό Πατέρα με θεοπρεπή εκπόρευση. Κι έτσι να μελετούμε ένα Θεό, αληθινό και τέλειο, σε τρεις υποστάσεις αληθινές και τέλειες. Όχι τριπλό, άπαγε, αλλά απλό, γιατί δεν είναι κάποια τριπλή αγαθότητα, ούτε τριάδα από αγαθότητες· είναι Τριάδα αγία και σεβάσμια και προσκυνητή η υπέρτατη Αγαθότητα, η οποία ρέει αρρεύστως από τον εαυτό Της στον εαυτό Της κι έχει εγκαθιδρυθεί προαιώνια πάνω στον εαυτό Της θεοπρεπώς. Είναι απεριόριστη και ορίζεται μόνο από τον εαυτό Της· είναι το όριο όλων, εκτείνεται πέρα απ’ όλα και κανένα από τα όντα δεν αφήνει έξω Της.
Επίσης, και η νοερή και λογική φύση των Αγγέλων έχει νου και λόγο από το νου και έρωτα του νου προς τον λόγο, που και αυτός πηγάζει από το νου και συνυπάρχει πάντοτε με το λόγο και το νου, και θα μπορούσε να ονομαστεί και πνεύμα, αφού από τη φύση του συνακολουθεί το λόγο. Αλλά το πνεύμα αυτό δεν είναι ζωοποιό, γιατί δεν έλαβε από το Θεό ενωμένο μαζί του γήινο σώμα, για να λάβει και ζωοποιό και συνεκτική δύναμη γι’ αυτό. Ενώ η νοερή και λογική φύση της ψυχής, επειδή δημιουργήθηκε μαζί με γήινο σώμα, έλαβε ζωοποιό το πνεύμα από το Θεό, και μ’ αυτό συνέχει και ζωοποιεί το ενωμένο μαζί της σώμα. Απ’ αυτό γίνεται φανερό σ’ εκείνους που μπορούν να εννοούν, ότι το πνεύμα του ανθρώπου που ζωοποιεί το σώμα του είναι νοερός έρωτας. Κι έχει την ύπαρξή του από το νου και ανήκει στο λόγο· είναι μέσα στο νου και στο λόγο κι έχει μέσα του και το λόγο και το νου. Και η ψυχή έχει εκ φύσεως τέτοια αγαπητική συνάφεια με το σώμα, μέσω του πνεύματος, ώστε δε θέλει ποτέ να το εγκαταλείψει, μήτε το εγκαταλείπει, αν δεν ασκηθεί βία από κάποια βαριά αρρώστια ή από εξωτερικό τραυματισμό.
Η νοερή και λογική φύση της ψυχής, επειδή μόνο αυτή έχει νου και λόγο και πνεύμα ζωοποιό, αυτή μόνο και έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού, περισσότερο και από τους ασώματους Αγγέλους. Το προνόμιο αυτό το έχει αμετάβλητο και αν ακόμη δεν εννοήσει την αξία της, και αν δε φρονεί και δε ζει αντάξια του Θεού που τη δημιούργησε κατ’ εικόνα Του. Γι’ αυτό και μετά την παράβαση των Πρωτοπλάστων στον Παράδεισο, οπότε υποστήκαμε, πριν από το θάνατο του σώματος, το θάνατο της ψυχής που είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό, και χάσαμε το «καθ’ ομοίωσιν», δεν χάσαμε και το «κατ’ εικόνα». Όταν λοιπόν η ψυχή αποστρέφεται τη σχέση προς τα χειρότερα (τα αισθητά), και προσκολλάται με αγάπη στο Θεό και υποτάσσεται σ’ Αυτόν με τους τρόπους και τα έργα της αρετής, φωτίζεται από Αυτόν και ομορφαίνει, καθώς βελτιώνεται και υπακούει στις εντολές και τις παραινέσεις Του, από τις οποίες και λαμβάνει την αιώνια αληθινή ζωή. Με αυτήν, αθανατίζει και το ενωμένο μαζί της σώμα που θα επιτύχει στον ορισμένο καιρό την υποσχεμένη ανάσταση και θα γίνει μέτοχο της αιώνιας δόξας. Όταν όμως δεν αποφεύγει την προς τα χειρότερα σχέση και την πτώση της σ’ αυτά, απ’ όπου προξενεί στην εικόνα του Θεού αισχύνη και ατιμία, αποξενώνεται και εξορίζεται από το Θεό, ο οποίος είναι η όντως μακάρια και αληθινή ζωή. Έτσι, επειδή πρώτη αυτή εγκατέλειψε το Θεό, εγκαταλείπεται δίκαια από Αυτόν.
Η μετά την υπέρτατη Τριάδα τριαδική φύση, δηλαδή η ανθρώπινη ψυχή, επειδή έχει δημιουργηθεί από Εκείνη κατ’ εικόνα Της περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες φύσεις, κι είναι νοερή, λογική και πνευματική, οφείλει να κρατά την τάξη της και ν’ ακολουθεί μόνο το Θεό, μόνο κάτω από το ζυγό Του να μπαίνει και μόνο σ’ Αυτόν να υποτάσσεται και να υπακούει. Ακόμη, σ’ Αυτόν μόνο να αποβλέπει και να στολίζει τον εαυτό της με την ακατάπαυστη μνήμη και θεωρία Του και με τη σφοδρότατη και διάπυρη προς Αυτόν αγάπη. Με αυτά επισύρει με θαυμαστό τρόπο στον εαυτό της, ή μάλλον επέσυρε κάποτε, τη μυστική και απόρρητη εκείνη αίγλη της φύσεώς της· και τότε έχει αληθινά το «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν» και γίνεται χαριτωμένη, σοφή και θεία. Γιατί διδάσκεται από την αίγλη αυτή, ή με φανερή παρουσία της, ή με αφανή προσέγγισή της, να αγαπά, περισσότερο τώρα, το Θεό παραπάνω από τον εαυτό της και τον πλησίον όπως τον εαυτό της, και από αυτό και τη δική της αξία και τάξη να γνωρίζει και να διατηρεί, και τον εαυτό της ν’ αγαπά αληθινά. Αντίθετα, όποιος αγαπά την αδικία, μισεί την ψυχή του(Ψαλμ. 10, 5), και ξεσχίζοντας και αχρηστεύοντας το «κατ’ εικόνα Θεού» που έχει, παθαίνει κάτι παραπλήσιο μ’ εκείνους που από παραφροσύνη χωρίς να το αισθάνονται καταξεσχίζουν ελεεινά τις σάρκες τους. Γιατί κι αυτός, χωρίς να το αισθάνεται, καταστρέφει και καταξεσχίζει αθλιότατα την έμφυτη καλλονή του, κατασυντρίβοντας ανόητα τον εσωτερικό τριαδικό και υπερκόσμιο στολισμό της ψυχής του, τον οποίο δημιουργεί η αγάπη. Υπάρχει πιο άδικο και πιο ολέθριο, να μη θυμάται κανείς και να μη θέλει να βλέπει συνεχώς και να αγαπά Εκείνον που τον δημιούργησε και τον στόλισε κατ’ εικόνα Του, και γι’ αυτό του δίνει τη δύναμη της γνώσεως και της αγάπης, και σ’ εκείνους που τη χρησιμοποιούν καλά επιδαψιλεύει επιπλέον και τις ανέκφραστες δωρεές Του και την αιώνια ζωή;
Ένας από τους χειρότερους εχθρούς της ψυχής μας και εξαιρετικά χειρότερος από τους άλλους είναι ο νοητός και αρχέκακος όφις, που έγινε τώρα αγγελιοφόρος της κακίας του προς τους ανθρώπους με την πονηρή συμβουλή του. Είναι τόσο κατώτερος και χειρότερος όλων, όσο επιθύμησε υπερήφανα να εξομοιωθεί στην εξουσία με τον Δημιουργό του, από τον οποίο όμως τόσο εγκαταλείφθηκε δίκαια, όσο αυτός πρώτος τον είχε εγκαταλείψει. Και τόσο πολύ ο διάβολος εγκατέλειψε το Θεό, ώστε να γίνει αντίθετος και εχθρός Του και κηρυγμένος αντίπαλος. Αν λοιπόν Εκείνος είναι η Αγαθότητα και ο Ζωοποιός όσων ζούνε, αυτός είναι η καθαυτό κακία και ο νεκροποιός. Αφού λοιπόν Εκείνος έχει ως ουσία την Αγαθότητα και είναι φύση τελείως ανεπίδεκτη της κακίας, ώστε ούτε να τον πλησιάζουν δεν πρέπει όσοι έχουν μια οποιαδήποτε κακία, πόσο μάλλον απωθεί μακριά Του τον δημιουργό και αρχηγό της κακίας και αίτιο αυτής και στους άλλους; Ο πονηρός τώρα, επειδή η ουσία του είναι η ζωή κι όχι η κακία, γι’ αυτό και μένει αθάνατος σ’ αυτήν. Η ουσία του βέβαια ήταν δεκτική κακίας κι ο ίδιος είχε τιμηθεί με αυτεξουσιότητα, για να υποτάσσεται θεληματικά και να προσκολλάται στην αέναη πηγή της Αγαθότητας κι έτσι να γίνει μέτοχος της αληθινής ζωής. Επειδή όμως με τη θέλησή του δόθηκε στην κακία, στερείται την αληθινή ζωή, διωγμένος δίκαια από αυτήν, από την οποία αυτός πρώτος έφυγε. Και έγινε πνεύμα νεκρό, όχι κατά την ουσία (γιατί δεν υπάρχει ουσία νεκρότητας), αλλά γιατί απέβαλε την αληθινή ζωή. Αυτός λοιπόν, καθώς δεν αισθάνεται κόρο από την ορμή προς την κακία και προσθέτει κακία πάνω στην κακία αθλιότατα, κάνει τον εαυτό του νεκροποιό πνεύμα και σπεύδει να οδηγεί και τον άνθρωπο σε συμμετοχή της νεκρώσεώς του.
Ο διάβολος, ο μεσίτης και πρόξενος της νεκρώσεως, χρησιμοποίησε παλιά, στον Παράδεισο του Θεού(Γεν.3, 1), το φίδι που είναι σκολιό (κινείται ελικοειδώς), επειδή κι ο ίδιος είναι σκολιός στους τρόπους και αφάνταστα δόλιος. Όχι πώς έγινε αυτός φίδι –κάτι τέτοιο μόνο κατά φαντασία μπορεί να κάνει, δίστασε όμως τότε να το δοκιμάσει από φόβο να μη γίνει αντιληπτός. Αλλά, μη έχοντας εμπιστοσύνη στη φανερή συνάντηση, προτίμησε τη δόλια, μέσω του φιδιού, με την οποία πίστευε ότι θα μείνει άγνωστος. Ήθελε, εμφανιζόμενος σαν φίλος, να εισηγηθεί ό,τι εχθρικότερο, και με την παράδοξη προσλαλιά –παράδοξη, γιατί το αισθητό φίδι δεν ήταν λογικό, ούτε μιλούσε ως τότε–, να αιφνιδιάσει την Εύα που θα τον άκουγε, και να την πάρει ολότελα με το μέρος του και να την κάνει υποχείριά του με τα τεχνάσματά του. Κι έτσι να τη μάθει αμέσως να υποτάσσεται στα χειρότερα και να γίνει δούλη σ’ εκείνα, στα οποία της έλαχε επάξια να βασιλεύει, γιατί μόνη αυτή απ’ όλα τα όντα που έχουν αίσθηση έχει τιμηθεί με λόγο κι έχει πλαστεί από το χέρι του Θεού κατ’ εικόνα Του. Παραχώρησε όμως και ο Θεός, για να δει ο άνθρωπος τη συμβουλή που του έδωσε το χειρότερο –πόσο χειρότερο δεν είναι το φίδι από τον άνθρωπο;– και να εννοήσει καθαρά ότι δεν είναι καθόλου ωφέλιμη. Να θεωρήσει τότε τελείως ανάξιά του την υποταγή στο φανερά χειρότερο και να φυλάξει την πίστη του στον Κτίστη, τηρώντας την εντολή Του. Κι έτσι να γίνει εύκολα νικητής εκείνου που ξέπεσε από την πραγματική ζωή, να λάβει δίκαια τη μακάρια αθανασία και να ζήσει αιώνια έχοντας μέσα του το Θεό.
Τίποτε δεν είναι καλύτερο από τον άνθρωπο ώστε να σκεφτεί και να σχηματίσει γνώμη και με αυτή να γνωρίσει και να πάρει ό,τι τον συμφέρει. Αρκεί μόνο να κρατά την τάξη του και να γνωρίζει τον εαυτό του και τον μόνο καλύτερό του, το Θεό. Και να τηρεί όσα μάθει από Εκείνον, ενώ δταν σκέφτεται όσα δεν έμαθε από Εκείνον, να τον παίρνει σύμβουλο. Γιατί κι οι Άγγελοι, αν και ανώτεροι στην αξία από μάς, εντούτοις υπηρετούν στις σχετικές μ’ εμάς βουλές του Θεού, αποστελλόμενοι για χάρη εκείνων που μέλλουν να κληρονομήσουν τη σωτηρία(Εβρ. 1, 14) –όχι όλοι βέβαια οι Άγγελοι, αλλά όσοι είναι αγαθοί και φύλαξαν την τάξη τους. Έχουν κι εκείνοι από το Θεό νου, λόγο και πνεύμα, ενωμένα εκ φύσεως αυτά τα τρία, και οφείλουν όπως εμείς να υπακούουν στο Δημιουργό νου και Λόγο και Πνεύμα. Πλεονεκτούν έναντι ημών σε πολλά, υπολείπονται όμως, όπως είπαμε και θα ξαναπούμε, στο ότι δεν είναι κατ’ εικόνα του Δημιουργού. Γιατί εμείς έχομε γίνει κατ’ εικόνα Θεού, περισσότερο από εκείνους.
Οι Άγγελοι έχουν αναλάβει να υπηρετούν με δύναμη το Δημιουργό και έλαβαν ως κλήρο τους μόνο το να άρχονται· δεν τάχθηκαν να άρχουν πάνω στους κατωτέρους τους, εκτός αν σταλούν προς τούτο από τον Εξουσιαστή των πάντων. Ο σατανάς όμως επιθύμησε να άρχει υπερήφανα παρά την γνώμη του Δημιουργού, κι αφού άφησε την τάξη του μαζί με τους συναποστάτες αγγέλους, εγκαταλείφθηκε δικαίως από την αληθινή Πηγή της ζωής και του φωτός και ντύθηκε το θάνατο και το αιώνιο σκοτάδι. Ο άνθρωπος όμως τάχθηκε όχι μόνο να άρχεται, αλλά και να άρχει πάνω σε όλα τα επίγεια(Γέν. 1, 28). Γι’ αυτό ο αρχέκακος σατανάς τον φθόνησε και μεταχειρίστηκε κάθε μηχανή για να τον καθαιρέσει από την αρχή. Επειδή όμως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει βία γιατί εμποδιζόταν από τον Εξουσιαστή των πάντων, ο οποίος δημιούργησε τη λογική φύση ελεύθερη και αυτεξούσια, υπέβαλε στον άνθρωπο με δόλο την συμβουλή που θα τον καθαιρούσε από την αρχή. Και εξαπάτησε, ή μάλλον έπεισε τους ανθρώπους να περιφρονήσουν, να μην υπολογίσουν καθόλου και να αθετήσουν την εντολή του Θεού, ή μάλλον και να αντιταχθούν και να κάνουν τα αντίθετα. Και τότε, αφού γίνουν συμμέτοχοι της ανταρσίας του, να γίνουν συμμέτοχοι και του αιώνιου σκότους και της νεκρώσεως.
Κάποτε νεκρώνεται και η λογική ψυχή, κι ας έχει τη ζωή ως ουσία της· τούτο μας το δίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας: «Η χήρα που ζει στη σπατάλη, έχει πεθάνει, κι ας είναι ζωντανή»(Α΄ Τιμ. 5, 6). Δεν είναι ανάρμοστο να υποθέσομε ότι τούτο το είπε και γι’ αυτό που μιλάμε τώρα, δηλαδή για τη λογική ψυχή. Η ψυχή δηλαδή που έχασε τον πνευματικό Νυμφίο της, αν δεν έχει συστολή και πένθος και δε βαδίζει το στενό και γεμάτο θλίψεις δρόμο της μετάνοιας, αλλά είναι σε μιά διάχυση και σε μιά παράδοση και σπατάλη του εαυτού της στις ηδονές, αυτή η ψυχή ενώ ζεί (γιατί κατά την ουσία της είναι αθάνατη), έχει ωστόσο πεθάνει. Γιατί είναι δεκτική του χειρότερου θανάτου, όπως είναι και της καλύτερης ζωής. Αλλά κι αν ο Παύλος «χήρα» εννοεί αυτή που έχασε το σωματικό νυμφίο και ζει σπάταλα και σαρκικά, οπωσδήποτε εννοεί ότι έχει πεθάνει κατά την ψυχή. Ο ίδιος λέει αλλού: «Ενώ ήμαστε νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, ο Θεός μάς έδωσε ζωή μαζί με το Χριστό»(Εφ. 2, 5). Επίσης στο θάνατο της ψυχής αναφέρεται και το ρητό: «Είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο»(Α΄ Ιω. 5, 16). Αλλά και ο Κύριος που διέταξε κάποιον να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς(Ματθ. 8, 22), οπωσδήποτε φανέρωσε ότι οι ενταφιαστές εκείνοι ήταν νεκροί κατά την ψυχή, επειδή ζούσαν σαρκικά.
Οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, επειδή απομάκρυναν θεληματικά από τον εαυτό τους τη μνήμη και τη θεωρία του Θεού και αψήφησαν την εντολή Του και συμφώνησαν με το νεκρό πνεύμα του σατανά και έφαγαν από το απαγορευμένο δένδρο αντίθετα με τη θέληση του Δημιουργού, γυμνώθηκαν από τα φωτεινά και ζωηφόρα ενδύματα της ουράνιας λάμψεως κι έγιναν –αλοίμονο– σαν τον σατανά και αυτοί νεκροί κατά το πνεύμα. Επειδή όμως ο σατανάς δεν είναι μόνο νεκρό πνεύμα, αλλά νεκρώνει κι εκείνους που τον πλησιάζουν, κι επειδή αυτοί που έγιναν μέτοχοι της νεκρώσεώς του, είχαν και σώμα, μέσω του οποίου ολοκληρώθηκε σε έργο η θανατηφόρα συμβουλή, μετέδωσαν –αλοίμονο– και στα σώματά τους τα νεκρά και νεκροποιά εκείνα πνεύματα της νεκρώσεως. Και θα διαλυόταν αμέσως το ανθρώπινο σώμα και θα γύριζε στη γη από την οποία και είχε πλαστεί, αν δεν το συγκρατούσε η θεία πρόνοια και δύναμη, ώστε να περιμένει την απόφαση Εκείνου που ενεργεί τα πάντα με μόνο το λόγο Του, χωρίς την οποία τίποτε απ’ όσα γίνονται, δεν μπορεί να γίνει. Κι αυτή η απόφαση παίρνεται πάντοτε με δικαιοσύνη. Γιατί, όπως λέει ο ιερός Ψαλμωδός, ο Κύριος είναι δίκαιος κι αγαπά τη δικαιοσύνη(Ψαλμ. 10, 7).
Ο Θεός, κατά τη Γραφή, δε δημιούργησε το θάνατο(Σ. Σολ. 1, 13). Αλλά ακόμη εμπόδισε και να δημιουργηθεί τούτος, όσο χρειαζόταν και όσο επιτρεπόταν από τη δικαιοσύνη Του να εμποδίζει εκείνους που ο Ίδιος έκανε αυτεξούσιους. Τους είπε δηλαδή από πριν το θέλημά Του που οδηγούσε στην αθανασία, και για να τους προφυλάξει όσο το δυνατόν περισσότερο, έκανε εντολή Του την ζωοποιό συμβουλή. Και προείπε φανερά και απείλησε ότι η αθέτηση της ζωοποιού εντολής Του θα ήταν θάνατος, ώστε, ή από πόθο του Θεού ή από τη γνώση Του ή από φόβο, να αποφύγουν το θάνατο. Γιατί ο Θεός επιζητεί, γνωρίζει και μπορεί να κάνει αυτό που συμφέρει σε κάθε κτίσμα. Αν μόνο το γνώριζε, αλλά δεν το επιζητούσε, τότε θα εμπόδιζε και δε θ’ άφηνε να γίνει εκείνο που γνώριζε καλά. Αν το αγαπούσε μόνον, αλλά δεν το ήξερε ή δεν μπορούσε να το κάνει, τότε, παρόλο που θα το ήθελε, το ποθούμενο και γνωριζόμενο θα έμενε απραγματοποίητο. Αφού λοιπόν πάρα πολύ επιζητεί και γνωρίζει και μπορεί το συμφέρον μας, ό,τι μάς έρχεται από Εκείνον, έστω και χωρίς να το θέλομε, οπωσδήποτε για το συμφέρον μας έρχεται· σ’ όποιο όμως δοθούμε εκούσια, ως αυτεξούσιοι, υπάρχει μεγάλος φόβος μήπως είναι ασύμφορο. Όταν δε, με πρόνοια του Θεού, έχει απαγορευτεί ένα μόνο απ’ όλα, όπως στην περίπτωση του Παραδείσου(Γέν. 2, 16–17), είτε στο Ευαγγέλιο από τον Κύριο, είτε στους Ισραηλίτες από τους Προφήτες, είτε στο νόμο της χάρης από τους Αποστόλους του Κυρίου και τους διαδόχους τους, τότε είναι φανερά ανωφελέστατο και όλεθριότατο να το ποθεί κανείς από μόνος του και να σπεύδει προς αυτό. Κι αν κανένας άλλος μάς το προτείνει αυτό και μάς οδηγεί να σπεύδομε προς αυτό, είτε παρακινώντας μας με λόγια, είτε παρασύροντας με φιλικό σχήμα, αυτός είναι φανερά αντίπαλος της ζωής μας και εχθρός.
Έπρεπε λοιπόν, ή από πόθο Εκείνου που ποθεί να ζούμε (προς τί δηλαδή μάς έπλασε να ζούμε, αν δεν το ήθελε αυτό εξαιρετικά;), ή γνωρίζοντας ότι Εκείνος γνωρίζει καλύτερα από μάς το συμφέρον μας (πώς δεν το γνωρίζει ασυγκρίτως καλύτερα από μάς, Εκείνος που μας έδωσε τη γνώση και είναι Κύριος των γνώσεων(Α΄ Βασ. 2, 3);) ή από φόβο της παντοδύναμης εξουσίας Του, έπρεπε για όλα αυτά να μην απατηθούμε, να μην παρασυρθούμε και να μην πεισθούμε τότε και παραβούμε την εντολή και τη συμβουλή Εκείνου, όπως ούτε τώρα τις σωτήριες εντολές και συμβουλές που μας δίνει ύστερα από εκείνη. Όπως τώρα εκείνοι που δεν προτιμούν να αντιπαρατάσσονται γενναία κατά της αμαρτίας, περιφρονούν τις θείες εντολές και βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο, δηλαδή αυτόν που οδηγεί στον εσωτερικό και αιώνιο θάνατο, αν δε θεραπεύσουν με τη μετάνοια την ψυχή τους· έτσι και στο ζεύγος εκείνο των προπατόρων, επειδή δεν αντιστάθηκαν στα λόγια του σατανά, που τους έπειθαν να απειθήσουν στο Θεό και παρέβλεψαν την εντολή, πραγματοποιήθηκε αμέσως η προεξαγγελμένη απόφαση Εκείνου που κρίνει με δικαιοσύνη. Σύμφωνα με αυτήν, μόλις έφαγαν από το δένδρο, πέθαναν. Και τότε κατάλαβαν στην πράξη τι σήμαινε η λησμονημένη από αυτούς εντολή της αλήθειας και της αγάπης και της σοφίας και της δυνάμεως, και κρύβονταν από ντροπή, αφού γυμνώθηκαν(Γέν. 3, 7–8) από τη δόξα εκείνη που ζωοποιεί κατά θεϊκό τρόπο και τα αθάνατα πνεύματα, χωρίς την οποία η ζωή των πνευμάτων είναι και πιστεύεται πολύ χειρότερη από πολλούς θανάτους.
Ότι δεν ήταν ακόμη ωφέλιμο να φάνε οι πρωτόπλαστοι από εκείνο το δένδρο, το φανερώνει κι ο Θεολόγος Γρηγόριος που λέει: «Το φυτό εκείνο ήταν θεωρία, κατά τη δική μου άποψη, την οποία μόνον οι τελειότεροι μπορούν να επιχειρήσουν. Δεν είναι όμως καλή για όσους είναι ακόμη ατελείς και την επιθυμούν λαίμαργα, όπως ούτε η τέλεια τροφή ωφελεί όσους είναι ακόμη νήπια και χρειάζονται γάλα». Αλλά κι αν δεν θέλει κανείς να συσχετίσει μεταφορικά το δένδρο εκείνο και τον καρπό του με τη θεωρία, πιστεύω ότι δεν είναι πολύ δύσκολο να εννοήσει ότι δεν ήταν ωφέλιμο στους πρωτόπλαστους, επειδή εκείνοι ήταν ακόμη ατελείς. Νομίζω δηλαδή ότι με την αίσθησή τους το είδαν και έφαγαν απ’ αυτό, και ότι εκείνο ήταν το πιο ευχάριστο απ’ όσα δένδρα υπήρχαν στόν Παράδεισο. Η πολύ ευχάριστη όμως τροφή των αισθήσεων δεν είναι από τα όντως κι από κάθε άποψη καλά, ούτε από τα πάντοτε καλά, ούτε από τα καλά για όλους, αλλά είναι καλή για όσους μπορούν να τη χρησιμοποιούν έτσι που να μην τους νικά, όταν πρέπει και όσο χρειάζεται και προς δόξαν του Δημιουργού. Για εκείνους όμως που δεν κάνουν τέτοια χρήση της, δεν είναι καλή. Γι’ αυτό νομίζω ότι ονομάστηκε το δένδρο εκείνο, «δένδρο που δίνει τη γνώση του καλού και του κακού»(Γέν. 2, 17). Γιατί μόνο οι τέλειοι στην έξη της θείας θεωρίας και της αρετής μπορούν να έρχονται σ’ επαφή με τα πολύ ευχάριστα των αισθήσεων, χωρίς ν’ απομακρύνουν το νου τους από τη θεωρία του Θεού και από τους ύμνους και τις προσευχές προς Αυτόν, αλλά να μετατρέπουν τα ωραία του κόσμου σε υλικό και αφορμή της ανατάσεως προς το Θεό και να συγκρατούν τελείως την ηδονή της αισθήσεως με τη νοερή κίνηση προς τα ανώτερα. Και αν η ηδονή της αισθήσεως είναι ασυνήθιστη και μεγάλη και πολύ δυνατή, τότε ακόμη περισσότερο, για το ασυνήθιστο ακριβώς, να μην κενώνουν το λογιστικό μέρος της ψυχής τους προς εκείνο που ενώ είναι κακό, νομίζεται καλό από όποιον κυριεύθηκε τελείως απ’ αυτό και νικήθηκε.
Στους προπάτορες επομένως, οι οποίοι έπρεπε, ζώντας στον ιερό εκείνο χώρο του Παραδείσου, να μη λησμονούν ποτέ το Θεό, ήταν ωφέλιμο να γυμναστούν ακόμη περισσότερο και κατά κάποιο τρόπο σαν παιδιά να εξασκηθούν στα γενικώς και όντως καλά και να τελειοποιηθούν στην έξη της θεωρίας, και όχι, ενώ ήταν ακόμη ατελείς, να προχωρήσουν στη δοκιμή πραγμάτων που είναι σε μία μέση κατάσταση –ούτε καλά, ούτε κακά– και που ανάλογα με την ισχύ αυτών που τα χρησιμοποιούν, μεταβαίνουν εύκολα προς το καλό ή το κακό. Και μάλιστα πραγμάτων που από τη φύση τους προσελκύουν και κυριαρχούν στις αισθήσεις και απορροφούν τελείως το νου και δίνουν ευχέρεια στις πονηρές πράξεις και παρουσιάζουν ως αξιόπιστο τον αρχηγό και δημιουργό των παθών αυτών, που η αρχή τους –υστέρα από το διάβολο– είναι η εμπαθής κατανάλωση των πολύ απολαυστικών φαγητών. Γιατί αν, κατά την ιερή ιστορία, και μόνον η θέα του δένδρου έκανε ευκολοπαράδεκτο το φίδι και αξιόπιστο συμβουλάτορα, πόσο μάλλον η άφθονη από αυτό τροφή; Άρα δεν είναι σαφές ότι δεν ήταν ακόμη ωφέλιμο να δοκιμάσουν από αυτό με την αίσθηση οι προπάτορες; Άρα δεν έπρεπε, αφού έφαγαν όταν δεν έπρεπε, να εξοριστούν από τον Παράδεισο του Θεού(Γέν. 3, 23–24), για να μην κάνουν βουλευτήριο και εργαστήριο της κακίας τον θεϊκό εκείνο χώρο; Και άρα δεν έπρεπε να υποστούν αμέσως και το θάνατο του σώματος οι παραβάτες; Ο Κύριος όμως έδειξε μακροθυμία.
Την απόφαση του θανάτου της ψυχής την έβαλε στο δρόμο της εκτελέσεως η παράβαση, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του Δημιουργού· αφού δηλαδή τον εγκατέλειψαν οι πρωτόπλαστοι, τους άφησε δίχως να τους εξαναγκάσει, γιατί τους είχε κάνει αυτεξούσιους. Η απόφαση λοιπόν εκείνη ανακοινώθηκε φιλάνθρωπα από το Θεό εκ των προτέρων(Γέν. 2, 17), για τους λόγους που αναπτύξαμε. Ανέστειλε όμως και ανέβαλε τότε την απόφαση του σωματικού θανάτου· και όταν τελικά τη γνωστοποίησε, από βάθος σοφίας και υπερβολή φιλανθρωπίας, επιφύλαξε την πραγματοποίησή της για το μέλλον. Γιατί δεν είπε στον Αδάμ «επίστρεψε στη γη», αλλά «είσαι γη και στη γη θα επιστρέψεις»(Γεν. 3, 19). Απ’ αυτό βγαίνει για κείνους που ακούνε με σύνεση, ότι ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο(Σ. Σολ. 1, 13) ούτε ψυχής, ούτε σώματος. Γιατί ούτε πρωτύτερα είπε προστακτικά «πεθάνετε όταν φάτε», αλλά είπε «θα πεθάνετε όταν φάτε»· ούτε τώρα είπε, «επίστρεψε στη γη», αλλά «θα επιστρέψεις», προαναγγέλλοντας και αφήνοντας και μη εμποδίζοντας, με δικαιοσύνη, εκείνο που θα γινόταν.
Έμελλε λοιπόν να συμβεί στους προπάτορες εκείνους ο θάνατος, όπως περιμένει κι εμάς που ζούμε ακόμη. Θνητό έγινε το σώμα μας. Κι αυτό είναι, για να πω έτσι, ένας μακρός θάνατος, ή μάλλον μύριοι θάνατοι, που διαδέχεται ο ένας τον άλλον, μέχρις ότου τελικά φτάσομε στον ένα και τελευταίο και μακραίωνα θάνατο. Γινόμαστε δηλαδή μέσα στη φθορά, κι ενώ γινόμαστε, φθειρόμαστε, μέχρις ότου πάψομε και να γινόμαστε και να φθειρόμαστε. Και δεν είμαστε πράγματι ποτέ οι ίδιοι, κι ας φαινόμαστε ότι είμαστε ίδιοι σ’ εκείνους που δεν προσέχουν. Όπως η φωτιά, όταν αρπάξει ένα λεπτό καλάμι από την άκρη, είναι διαφορετική τη μιά φορά και την άλλη κι έχει μέτρο της διάρκειάς της το μήκος του καλαμιού, έτσι κι εμείς, που όμοια μεταβαλλόμαστε, έχομε μέτρο ο καθένας το διάστημα του βίου του.
Για να μην αγνοούμε ολότελα την υπερβολή της φιλανθρωπίας και το βάθος της σοφίας του Θεού, θα πούμε για ποιους λόγους, ενώ ανέβαλε το τέλος του θανάτου, παρέτεινε ακόμη όχι λίγο τη ζωή του ανθρώπου. Έδειξε πρώτα ότι τιμωρεί με ευσπλαχνία, ή μάλλον ότι αμελεί τη δίκαιη τιμωρία, για να μην απελπιστούμε τελείως. Έδωσε επίσης καιρό για μετάνοια και θεάρεστη ζωή από την αρχή. Παρηγόρησε με τις διαδοχικές γεννήσεις τη λύπη του θανάτου. Αύξησε το γένος με τους απογόνους, ώστε αρχικά ο αριθμός των γεννήσεων να υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των θανάτων. Στη θέση ενός Αδάμ, που με το κάλλος του αισθητού φυτού έγινε αξιολύπητος και φτωχός, ανέδειξε πολλούς που από τα αισθητά απέκτησαν τον μακάριο πλούτο της θεογνωσίας, της αρετής, της γνώσεως και της θεϊκής ευμένειας. Μάρτυρες είναι ο Σήθ, ο Ενώς, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ, ο Αβραάμ και όσοι σύγχρονοί τους ή παλιότεροι ή μεταγενέστεροι αναδείχθηκαν ισάξιοι ή παρόμοιοι μ’ αυτούς. Από αυτούς όμως τους τόσους και τόσο μεγάλους, κανείς δεν έζησε τελείως αναμάρτητα, ώστε να μπορέσει να ισοφαρίσει την ήττα εκείνη των προπατόρων και να θεραπεύσει το τραύμα της ρίζας του ανθρώπινου γένους και να επαρκέσει για τον αγιασμό, την ευλογία και την επιστροφή στη ζωή όλων των μεταγενεστέρων· κι αυτό ο Θεός το προγνώριζε. Γι’ αυτό κι έκανε σε κάθε εποχή εκλογή και των γενών και των φυλών, απ’ όπου θα βλάσταινε η πολυύμνητη εκείνη ράβδος(Αρ. 17, 23) (η Παρθένος Μαρία), από την οποία θα έβγαινε το άνθος, με το οποίο έμελλε να πραγματοποιήσει όλου του κόσμου τη σωτηρία.
Ω βάθος πλούτου, σοφίας και φιλανθρωπίας του Θεού(Ρωμ. 11, 33)! Αν δεν υπήρχε θάνατος και αν το ανθρώπινο γένος δεν ήταν τώρα θνητό και πριν από το θάνατο –γιατί είναι από ρίζα θνητή –, δεν θα αποκτούσαμε στην πράξη (μέσω του Χριστού) την απαρχή της αθανασίας μας, δε θα είχαμε ανακληθεί στον ουρανό, δε θα είχε ενθρονιστεί η ανθρώπινη φύση στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης στους ουρανούς(Εβρ. 8, 1), πιο πάνω από κάθε αγγελική αρχή και εξουσία. Έτσι ξέρει ο Θεός να μετατρέπει από φιλανθρωπία στο καλύτερο τα ολισθήματα της αυτεξούσιας παρεκτροπής μας, με τη σοφία και τη δύναμή Του.
Πολλοί κατηγορούν τον Αδάμ, πόσο εύκολα πείσθηκε στη συμβουλή του πονηρού και αθέτησε τη θεϊκή εντολή και προξένησε έτσι σ’ εμάς το θάνατο. Αλλά δεν είναι το ίδιο να θελήσει κανείς, χωρίς να ξέρει, να γευθεί ένα φαρμακερό χόρτο, με το να θέλει να τρώει από αυτό ενώ έμαθε από τη δοκιμή ότι είναι θανάσιμο. Εκείνος που παίρνει το δηλητήριο ενώ έχει πείρα, κι έτσι φέρνει ελεεινά το θάνατο στον εαυτό του, είναι περισσότερο αξιοκατηγόρητος από εκείνον που κάνει και παθαίνει τούτο επειδή δεν ξέρει. Γι’ αυτό και ο καθένας από μάς, είναι περισσότερο από τον Αδάμ άξιος κατηγορίας και καταδίκης. Μήπως όμως πείτε ότι δεν είναι σ’ εμάς εκείνο το δένδρο; Και ότι του Θεού η εντολή δεν αφορά σ’ εμάς, απαγορεύοντάς μας να φάμε απ’ αυτό; Αυτό το ίδιο ακριβώς το δένδρο ίσως δεν είναι σ’ εμάς. Αλλά η εντολή του Θεού είναι και τώρα παρούσα σ’ εμάς. Και εκείνους που υπακούνε σ’ αυτήν και ζουν σύμφωνα με αυτήν, τους ελευθερώνει από την ευθύνη και των δικών τους αμαρτημάτων και από την προγονική κατάρα και καταδίκη. Εκείνοι όμως που και τώρα την παραβαίνουν και αντί γι’ αυτή προτιμούν την εισήγηση και συμβουλή του πονηρού, είναι αδύνατο να μην ξεπέσουν από εκείνη τη ζωή και τη διαγωγή του Παραδείσου και να μη ριχτούν στη γέεννα του αιωνίου πυρός που απείλησε ο Θεός.
Ποιά είναι λοιπόν τώρα η εντολή του Θεού που αφορά σ’ εμάς; Η μετάνοια. Και η ανακεφαλαίωση αυτής είναι να μην εγγίζομε πλέον τα απαγορευμένα. Αφού λοιπόν εκδιωχθήκαμε από τον τόπο εκείνο της θεϊκής τρυφής και αποκλειστήκαμε δίκαια από τον Παράδεισο και γκρεμιστήκαμε σ’ αυτό το βάραθρο και καταδικαστήκαμε να συγκατοικούμε και να ζούμε μαζί με τα άλογα ζώα και χάσαμε πιά κάθε ελπίδα –όσο εξαρτάται από μας– να επιστρέψομε στόν Παράδεισο, Αυτός ο ίδιος που επέβαλε τότε τη δίκαιη τιμωρία, ή μάλλον που επέτρεψε δίκαια να μας έρθει, τώρα από υπερβολή αγαθότητας, από πολλή ευσπλαχνία, για χάρη μας κατέβηκε μέχρι εμάς. Και αφού ευδόκησε να γίνει όπως εμείς άνθρωπος, αλλά χωρίς αμαρτία, για να ξαναδιδάξει και να σώσει ως όμοιος τον όμοιο, μας έδωσε την σωτήρια συμβουλή και εντολή της μετάνοιας, λέγοντάς μας: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 4, 17). Πριν από την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απείχε από μάς η βασιλεία των ουρανών. Αφού όμως ο Βασιλιάς των ουρανών ήρθε και ευδόκησε να ενωθεί με μας, έφτασε σ’ όλους μας η βασιλεία των ουρανών.
Αφού είναι πιά κοντά μας η βασιλεία των ουρανών, με την συγκατάβαση του Θεού Λόγου προς εμάς, ας μην απομακρυνθούμε εμείς απ’ αυτήν, ζώντας αμετανόητοι. Ας αποφύγομε μάλλον την αθλιότητα εκείνων που ζουν στο σκοτάδι κάτω από τη σκιά του θανάτου(Λουκ. 1, 79). Ας αποκτήσομε τα έργα της μετανοίας, φρόνημα ταπεινό, κατάνυξη και πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη πραότητα και να διψά τη δικαιοσύνη, να οικειοποιείται την καθαρότητα, να είναι ειρηνική και ειρηνοποιός, να υπομένει τα δεινά, να ευχαριστείται με τους για χάρη της αλήθειας και της δικαιοσύνης διωγμούς, ζημίες, ύβρεις, συκοφαντίες και παθήματα. Γιατί η βασιλεία των ουρανών, ή μάλλον ο Βασιλιάς των ουρανών –ω ανέκφραστη μεγάλη δωρεά!– είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21). Σ’ Αυτόν οφείλομε να προσκολλόμαστε πάντοτε με τα έργα της μετάνοιας, αγαπώντας με όλη μας τη δύναμη Αυτόν που τόσο μας αγάπησε.
Την αγάπη προς το Θεό τη συνιστούν η απουσία των παθών και η αφθονία των αρετών. Το μίσος προς τα πονηρά, από το οποίο προκύπτει η απουσία των παθών, αντεισάγει τον πόθο και την απόκτηση των αγαθών. Εκείνος που είναι εραστής και κάτοχος των αγαθών, πώς να μην αγαπά ξεχωριστά τον αυτάγαθο Κύριο, τον μόνο χορηγό και φύλακα κάθε αγαθού, μέσα στόν Οποίο μένει με έξοχο τρόπο ο ίδιος και τον Οποίο έχει μέσα του με την αγάπη, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Όποιος μένει στην αγάπη, μένει μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν»(Α΄ Ιω. 4, 16). Μπορεί κανείς να δει ότι όχι μόνον η αγάπη προς το Θεό γεννιέται από τις αρετές, αλλά και ότι οι αρετές γεννιούνται από την αγάπη. Γι’ αυτό και ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, άλλοτε λέει: «Όποιος κρατάει τις εντολές μου και τις τηρεί, αυτός είναι που με αγαπά»(Ιω. 14, 21), και άλλοτε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου»(Ιω. 14, 23). Αλλά ούτε τα έργα των αρετών είναι αξιέπαινα και ωφέλιμα σ’ εκείνους που τα εκτελούν χωρίς αγάπη, ούτε πάλι κι η αγάπη χωρίς τα έργα. Το πρώτο το φανερώνει με πολλά ο Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους: «Αν κάνω αυτά και αυτά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι καθόλου»(Α΄ Κορ. 13, 3)· το δεύτερο πάλι, ο εξαιρετικά αγαπημένος από το Χριστό μαθητής, λέγοντας: «Να μην αγαπάμε με λόγια, μήτε με τη γλώσσα, αλλά έμπρακτα κι αληθινά»(Α΄ Ιω. 3, 18).
Ο υπέρτατος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας της αυτοαλήθειας, δηλαδή του μονογενούς Υιού. Έχει και Πνεύμα της αλήθειας, το Πνεύμα το Άγιο, καθώς προδήλωσε ο λόγος της αλήθειας. Εκείνοι λοιπόν που τον προσκυνούν και τον πιστεύουν με το Πνεύμα και τον Υιό και επειδή δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος και του Υιού –γιατί λέει ο Απόστολος: «Είναι το Πνεύμα, με το οποίο προσκυνούμε και προσευχόμαστε»(Ρωμ. 8, 26)· και: «Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μέσω εμού»(Ιω. 14, 6), λέει ο Μονογενής Υιός του Θεού–, εκείνοι λοιπόν που προσκυνούν έτσι τον υπέρτατο Πατέρα με το Πνεύμα και την Αλήθεια (τον Υιό), αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνητές Του(Ιω. 4, 23).
Ο Θεός είναι Πνεύμα και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να τον προσκυνούν με το Πνεύμα και την Αλήθεια(Ιω. 4, 24), δηλαδή να εννοούν ασωμάτως τον Ασώματο. Γιατί έτσι πράγματι θα τον δουν παντού με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ασώματος, και κάτι ασώματο δε βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο, ούτε περικλείεται σε τοπικά όρια. Επομένως όποιος λέει ότι σε ορισμένο τόπο του ούρανού ή της γής πρέπει να προσκυνείται ο Θεός, δε λέει αλήθεια, ούτε η προσκύνησή του είναι αληθινή. Γιατί ο Θεός, ως ασώματος δεν είναι πουθενά, ως Θεός όμως είναι παντού –επειδή αν υπάρχει βουνό ή τόπος ή κτίση, όπου να μην υπάρχει ο Θεός, τότε φτάνομε στο να περιορίζεται κάπου. Είναι λοιπόν παντού, γιατί είναι απεριόριστος. Πώς λοιπόν είναι παντού; Ως περιεχόμενος όχι από μέρος, αλλά από το παν; Όχι βέβαια. Γιατί τότε θα είναι πάλι σώμα. Άρα, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, Αυτός είναι μέσα στον εαυτό Του, παντού και πέρα από το παν, και προσκυνείται από τους αληθινούς προσκυνητές Του με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του(Ιω. 4, 23).
Ο Άγγελος και η ψυχή, επειδή είναι ασώματα, δεν είναι σε ορισμένο τόπο, δεν είναι όμως και παντού. Γιατί δε συνέχουν το παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από Αυτόν που τα συνέχει. Άρα και αυτά βρίσκονται μέσα σ’ Εκείνον που συνέχει και περιέχει το παν και οριοθετούνται κατάλληλα από Αυτόν. Η ψυχή τώρα, που συνέχει το σώμα για το οποίο δημιουργήθηκε, είναι παντού στο σώμα, όχι όμως σαν σε τόπο, ούτε ως περιεχόμενη σ’ αυτό, αλλά επειδή συνέχει και περιέχει και ζωοποιεί το σώμα, έχοντας και σ’ αυτό το θέμα το «κατ’ εικόνα Θεού».
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού περισσότερο απ’ ότι οι Άγγελοι, όχι μόνο γιατί έχει μέσα του συνεκτική και ζωοποιό δύναμη, αλλά και γιατί έχει τη δύναμη να άρχει. Γιατί υπάρχει στη φύση της ψυχής μας από τη μιά το ηγεμονικό και αρχηγικό (ο νους), κι από την άλλη το φύσει δουλικό και υπήκοο, δηλαδή η θέληση, η όρεξη, η αίσθηση, και γενικά όσα δημιουργήθηκαν από το Θεό μαζί με το νου για να τον συνοδεύουν. Αν κι εμείς, από αμαρτωλή διάθεση, αφηνιάζομε σε μερικά όχι μόνο εναντίον του Παντοκράτορα Θεού, αλλά και εναντίον του έμφυτου σε μας αυτοκράτορα (νου). Ο Θεός λοιπόν, επειδή μας έδωσε τη δύναμη να άρχομε, μας έδωσε και την εξουσία όλης της γης(Γεν. 1, 28). Οι Άγγελοι δεν έχουν ενωμένο και σώμα, για να είναι υποταγμένο στο νου. Όσοι τώρα άγγελοι έχουν πέσει, έχουν τη νοερή θέληση πάντοτε πονηρή, ενώ οι αγαθοί, συνεχώς αγαθή, ώστε να μην έχει ανάγκη από κυβερνήτη. Την επίγεια εξουσία, ο μεν πονηρός δεν την είχε, αλλά την άρπαξε, κι απ’ αυτό γίνεται φανερό οτι δε δημιουργήθηκε άρχων της γης· οι δε αγαθοί Άγγελοι διατάχθηκαν από τον Παντοκράτορα να επιτηρούν τα σχετικά με αυτήν μετά τη δική μας έκπτωση και την εξαιτίας της καθαίρεση από την αξία μας, αν κι όχι ολοκληρωτικά, από φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί, όπως γράφει ο Μωυσής στην Ωδή του(Δευτ. 32, 8), ο Θεός καθόρισε τις περιοχές των Αγγέλων όταν διαμέριζε τα έθνη. Ο διαμερισμός αυτός έγινε μετά τον Κάιν και τον Σήθ. Κι οι απόγονοι του Κάιν ονομάστηκαν άνθρωποι, ενώ οι απόγονοι του Σήθ, υιοί Θεού. Εγώ νομίζω ότι ο Θεός διαμέρισε έτσι από τότε τις ονομασίες αυτές, αναγγέλλοντας εκ των προτέρων το γένος, από το οποίο έμελλε να σαρκωθεί ο Μονογενής Υιός Του.
Μπορεί ακόμη να πει κανείς ότι, μαζί με πολλά άλλα, και το τριαδικό της γνώσεώς μας δείχνει ότι εμείς περισσότερο παρά οι Άγγελοι είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού· όχι μόνο επειδή είναι τριαδικό, αλλά και γιατί συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη της γνώσεως. Μόνο εμείς δηλαδή απ’ όλα τα κτίσματα, κοντά στο νοερό και το λογικό, έχομε και το αισθητικό. Αυτό, ενωμένο εκ φύσεως με το λογικό, εφεύρε το απεριόριστο πλήθος των τεχνών και επιστημών και γνώσεων. Να καλλιεργεί τη γη, να κτίζει και να παράγει πράγματα που δεν υπήρχαν –όχι βέβαια από το μηδέν, γιατί αυτό μόνο ο Θεός το μπορεί. Γιατί δε γίνεται σχεδόν τίποτε, ούτε καταστρέφεται από όσα κάνει ο Θεός· μόνο το καθένα, μετά από δική μας επέμβαση με κάτι άλλο, έρχεται σ’ άλλη μορφή. Επιπλέον, μόνο στους ανθρώπους έδωσε ο Θεός το να γίνεται ο αόρατος λόγος του νου αισθητός με την ακοή, διαδιδόμενος με τον αέρα, αλλά ακόμη και να καταγράφεται σωματικά και να βλέπεται μέσω του σώματος. Με αυτό ο Θεός μάς οδηγεί προς την πίστη στην κατά σάρκα έλευση και φανέρωση του υπέρτατου Λόγου. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στους Αγγέλους.
Αλλά αν κι έχομε το «κατ’ εικόνα» περισσότερο από τους Αγγέλους μέχρι τώρα, υστερούμε ωστόσο πολύ ως προς το «καθ’ oμοίωσιν του Θεού»(Γεν. 1, 26), και μάλιστα τώρα, από τους αγαθούς Αγγέλους. Και για να αφήσω κατά μέρος τώρα τα άλλα, η τελείωση του να είμαστε καθ’ ομοίωσιν του Θεού γίνεται από την εκ Θεού θεία έλλαμψη. Αυτή τη στερούνται οι πονηροί άγγελοι, γι’ αυτό κι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι, ενώ την έχουν πλούσια οι θείοι νόες, γι’ αυτό και ονομάζονται δεύτερα φώτα και απορροές (ξεχειλίσματα) του Πρώτου Φωτός· αυτά νομίζω κανείς δεν τα αγνοεί απ’ όσους μελετούν τις θεόπνευστες Γραφές με επιμέλεια και φρόνηση. Απ’ αυτό, οι αγαθοί Άγγελοι έχουν και τη γνώση των αισθητών. Δεν τα αντιλαμβάνονται βέβαια με τη φυσική δύναμη των αισθήσεων, αλλά τα γνωρίζουν με θεοειδή δύναμη, από την οποία κανένα από τα οπωσδήποτε παρόντα ή παρελθόντα ή μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί.
Εκείνοι που μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη, την έχουν σε ένα βαθμό, κι ανάλογα με το βαθμό αυτό έχουν και τη γνώση των όντων. Ότι και οι Άγγελοι μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη και ότι είναι άκτιστη και ότι δεν ταυτίζεται με τη θεία ουσία, το γνωρίζουν όλοι όσοι μελετούν με επιμέλεια τους θεόσοφους Αποστόλους και Θεολόγους. Όσοι όμως φρονούν τ’ αντίθετα, βλασφημούν σχετικά μ’ αυτή και διατείνονται ότι είναι ή κτίσμα ή ουσία του Θεού· κι όταν τη θεωρούν κτίσμα, δεν παραδέχονται ότι αυτή είναι φως των Αγγέλων. Γι’ αυτό ας ανατρέξομε στόν θεοφάντορα Αρεοπαγίτη, ο οποίος με λίγα λόγια ξεκαθαρίζει και τα τρία αυτά. Αυτός λέει ότι οι θείοι νόες κινούνται κυκλικά και ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Ότι ως θείους νόες εννοεί τους αγαθούς Αγγέλους, είναι σ’ όλους φανερό. Αναφέροντας τις ελλάμψεις αυτές στον πληθυντικό αριθμό, τις διέστειλε από την ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και ολότελα αδιαίρετη. Κι αφού τις ονόμασε άναρχες και ατελεύτητες, τί άλλο, παρά ως άκτιστες μας τις παρουσίασε;
Από αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα, βλέποντας τη φύση μας γυμνωμένη με την παράβαση, ο Λόγος του Θεού, τη συμπόνεσε για την ασχημοσύνη της, και αφού την πήρε επάνω Του από τη μεγάλη Του ευσπλαχνία, την έδειξε πάλι πάνω στο Θαβώρ ντυμένη λαμπρότερα στους τρεις εκλεκτούς μαθητές Του(Ματθ. 17, 1–2). Παρουσίασε δηλαδή τι ήμαστε κάποτε και ποιοι θα είμαστε δι’ Αυτού στόν μέλλοντα αιώνα, αν προτιμήσομε εδώ να ζήσομε κατά το θέλημά Του, όπως λέει και ο χρυσός στη γλώσσα Ιωάννης.
Σ’ αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα μετείχε και ο Αδάμ πριν από την παράβαση, σαν να φορούσε πράγματι στολή δόξας. Κι έτσι δεν ήταν γυμνός, αλλά ήταν ασύγκριτα πιο στολισμένος κι από εκείνους που τώρα φορούν τα στέμματα τα στολισμένα με πολύ χρυσό και λαμπερά πετράδια. Αυτή τη θεία έλλαμψη και χάρη ο Μέγας Παύλος την αποκαλεί ουράνια κατοικία μας, λέγοντας: «Γι’ αυτό στενάζομε, ποθώντας να ντυθούμε την ουράνια κατοικία μας· κι αν τη φορέσομε, δε θα βρεθούμε γυμνοί»(Β΄ Κορ. 5, 2–3). Τον αρραβώνα αυτής της θείας ελλάμψεως και του ενδύματός της, έλαβε ο Παύλος από το Θεό, όταν πήγαινε από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό(Πράξ. 9, 3–4). Και για να πω σύμφωνα με τον Γρηγόριο, τον όνομα και πράγμα Θεολόγο, πριν καθαρθεί από τους διωγμούς ήρθε σ’ επαφή με τον Διωκόμενο, ή μάλλον με μιά μικρή ακτίνα του μεγάλου Φωτός.
Η θεία Υπερουσιότητα ποτέ δεν ονομάζεται στον πληθυντικό. Όχι όμως και η θεία και άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, που διαιρείται αδιαιρέτως, όπως η ακτίνα του ηλίου, η οποία και θερμαίνει και φωτίζει και ζωοποιεί και δίνει αύξηση και μεταδίδει στους φωτιζόμενους την λαμπρότητά της και φαίνεται στα μάτια όσων βλέπουν. Όμοια λοιπόν με την ηλιακή ακτίνα –αν και είναι αμυδρή αυτή η εικόνα–, και η θεία ενέργεια του Θεού, δεν ονομάζεται μόνο μία, αλλά και πολλές από τους Θεολόγους. Για παράδειγμα, ο Μέγας Βασίλειος λέει τα εξής: «Ποιες είναι οι ενέργειες του Πνεύματος; Ανέκφραστες σε μέγεθος, αναρίθμητες σε πλήθος. Γιατί πώς θα νοήσομε τα πέραν των αιώνων; Ποιες ήσαν οι ενέργειές Του πριν από τη νοητή κτίση; Πριν λοιπόν από τη νοητή κτίση και πέραν των αιώνων (γιατί και οι αιώνες είναι νοητά κτίσματα), κανείς δεν είπε ποτέ κτιστό, ούτε σκέφτηκε. Άκτιστες λοιπόν είναι οι δυνάμεις και οι ενέργειες του θείου Πνεύματος, αν και αναφέρονται πολλές από τους Θεολόγους, και διαστέλλονται αμερίστως από τη μία και εντελώς αμέριστη ουσία του Πνεύματος».
Η άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται αμερίστως, αναφέρεται και στον πληθυντικό από τους Θεολόγους, όπως πιό πάνω φάνηκε καθαρά από τον Μέγα Βασίλειο. Αφού λοιπόν και η θεία και θεοποιός έλλαμψη και χάρη δεν είναι ουσία, αλλά ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό δεν παρουσιάζεται μόνο χρονικά, αλλά και σε πλήθος μορφών, καθώς χορηγείται στον καθένα ανάλογα με την κατάστασή του. Και ανάλογα με την καταλληλότητα αυτών που τη δέχονται, μεταδίδει σ’ αυτούς περισσότερο ή λιγότερο τη θεοποιό λαμπρότητα.
Αυτές οι ενέργειες είναι επτά κατά τον προφήτη Ησαΐα. Και στα εβραϊκά ο αριθμός επτά σημαίνει «πολλά». Λέει δηλαδή: «Από τη ρίζα του Ιεσσαί θα βλαστήσει μία ράβδος κι από αυτή θα βγει ένα άνθος, πάνω στο οποίο θα επαναπαυτούν επτά πνεύματα»· τα πνεύματα της σοφίας, της συνέσεως, της γνώσεως, της ευσεβείας, της βουλής, της ισχύος, του φόβου»(Ησ. 11, 1–3). Αυτά τα επτά πνεύματα, όσοι έχουν αιρετικές πεποιθήσεις, διατείνονται στον παραλογισμό τους πως είναι κτιστά. Αυτούς και μ’ εκείνα που προσθέσαμε στους εκτενείς αντιρρητικούς προς αυτούς λόγους μας, τους ελέγξαμε για πάντα. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στις θείες αυτές ενέργειες του Πνεύματος, λέει ότι ο Ησαΐας αρέσκεται τις ενέργειες του Πνεύματος να τις ονομάζει πνεύματα. Αλλά κι ο ίδιος ο Ησαΐας, ο πιο μεγαλόφωνος από τους Προφήτες, δεν έδειξε μόνο καθαρά, με τον αριθμό επτά, τη διαφορά των θείων αυτών ενεργειών προς τη θεία ουσία, αλλά και φανέρωσε ότι αυτές είναι άκτιστες, με το να χρησιμοποιήσει το ρήμα «θα επαναπαυτούν». Το ρήμα αυτό δηλώνει υπεροχικό αξίωμα. Εκείνα λοιπόν που επαναπαύονται πάνω στο σώμα που ο Κύριος προσέλαβε από την ανθρώπινη φύση, πώς είναι δυνατό να είναι κτίσματα;
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός έβγαζε τα δαιμόνια «με δάκτυλο Θεού» κατά το Λουκά(Λουκ. 11, 20), και «με πνεύμα Θεού» κατά το Ματθαίο(Ματθ. 12, 28). Δάκτυλος Θεού, λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι μία από τις ενέργειες του Πνεύματος. Αν λοιπόν η μία απ’ αυτές τις ενέργειες είναι το Άγιο πνεύμα, είναι οπωσδήποτε και οι άλλες, όπως ο ίδιος μας δίδαξε και τούτο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για πολλούς θεούς ή πολλά Πνεύματα. Αυτά είναι προβολές και φανερώσεις και ενέργειες φυσικές του ενός Πνεύματος και σε κάθε μία είναι Ένα εκείνο που ενεργεί. Οι κακόδοξοι, λέγοντας ότι αυτά είναι κτίσματα, υποβιβάζουν επταπλάσια σε κτίσμα το πνεύμα του Θεού. Αλλά ας ντραπούν επταπλάσια. Γιατί ο Προφήτης που είπε γι’ αυτά, ότι είναι επτά οφθαλμοί του Κυρίου που επιβλέπουν σ’ όλη τη γη (Ζαχ. 4, 10), κι ο Ιωάννης που γράφει στην Αποκάλυψη: «Η χάρη και η ειρήνη σ’ εσάς από το Θεό και από τα επτά πνεύματα που είναι ενώπιον του θρόνου του Θεού και από τον Ιησού Χριστό» , φανερώνουν καθαρά στους πιστούς ότι αυτα είναι το Άγιο πνεύμα.
Ο Θεός και Πατέρας, προαναγγέλλοντας μέσω του προφήτη Μιχαία την κατά σάρκα γέννηση του Μονογενούς και θέλοντας μαζί να δείξει ότι η θεότητα του Υιού είναι άναρχη, είπε: «Και αι έξοδοι αυτού απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος»(Μιχ. 5, 1). Οι έξοδοι, όπως εξήγησαν οι Πατέρες, σημαίνουν τις ενέργειες της Θεότητας. Αυτές είναι δυνάμεις και ενέργειες του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τις οποίες ανακηρύττουν κτιστές, εκείνοι που ασπάζονται και υποστηρίζουν με πάθος τις απόψεις των κακοδόξων. Αλλ’ ας βάλουν μυαλό έστω και αργά και ας εννοήσουν, ποιος είναι Αυτός που υπάρχει «απ’ αρχής»; Ποιος είναι Αυτός, προς τον οποίο λέει ο Δαβίδ: «Υπάρχεις Εσύ από τον αιώνα –που σημαίνει το ίδιο με το «εξ ημερών αιώνος – κι ως τον αιώνα». Κι ας εξετάσουν με σύνεση, αν θέλουν, ότι ο Θεός που είπε μέσω του Προφήτη ότι αυτές οι «έξοδοι» είναι «απ’ αρχής», δεν είπε διόλου ότι έγιναν ή κατασκευάστηκαν ή δημιουργήθηκαν. Και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος θεολογεί με πνεύμα Θεού, δεν είπε ότι έγιναν, αλλά ότι υπήρχαν οι ενέργειες του Πνεύματος πριν από τη νοητή κτίση και πέρα από τους αιώνες. Μόνο λοιπόν ο Θεός είναι προαιώνια ενεργής και παντοδύναμος, επειδή έχει και προαιώνιες δυνάμεις και ενέργειες.
Ισχυρίζονται επίσης, σε φανερή αντίθεση με τους Αγίους, οι αρχηγοί της αντίθετης γνώμης, ότι το άκτιστο είναι ένα, η θεία φύση. Ό,τι διαφέρει κάπως από αυτήν, είναι οπωσδήποτε κτιστό. Και έτσι κάνουν κτίσμα και τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Γιατί και των Τριών η ενέργεια είναι μία και η αυτή· και όποιου η ενέργεια είναι κτιστή, δεν είναι ο ίδιος άκτιστος. Γι’ αυτό, κτίσμα δεν είναι η ενέργεια του Θεού –άπαγε–, αλλά το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή. Γι’ αυτό και ο θεσπέσιος Δαμασκηνός δίδαξε ότι οι διάφορες ενέργειες της θείας φύσεως είναι ουσιώδεις, δηλαδή φυσικές κινήσεις της. Κι αφού το να ποιεί είναι ιδίωμα της θείας ενέργειας – είπε ο ιερός Κύριλλος– πώς αυτή είναι ποίημα; Εκτός αν είναι ενέργημα άλλης ενέργειας, και εκείνη πάλι άλλης, και προχωρούμε έτσι στο άπειρο, αναζητώντας και κηρύττοντας αδιάκοπα την άκτιστη ενέργεια.
Η θεία ουσία και η θεία ενέργεια είναι αχώριστα παρούσες παντού και η θεία ενέργεια είναι χωρητή και σ’ εμάς τους κτιστούς, γιατί, κατά τους Θεολόγους, μερίζεται αμερίστως, ενώ η θεία ουσία μένει κατ’ αυτούς τελείως αμέριστη. Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος, αφού είπε ότι «η ρανίδα της χάρης γέμισε τα πάντα με τη γνώση· με αυτήν γίνονταν τα θαύματα, συγχωρούνταν τα αμαρτήματα» κι έδειξε έτσι ότι η ρανίδα της χάρης είναι άκτιστη, σπεύδει κατόπιν να δείξει ότι είναι ενέργεια κι όχι ουσία· να δείξει ακόμη και τη διαφορά της θείας ενέργειας από τη θεία ουσία και την υπόσταση του Πνεύματος, και προσθέτει: «Αναφέρομαι στο μέρος της ενέργειας». Ο Παράκλητος βέβαια δε μερίζεται. Άρα λοιπόν είναι χωρητή στον καθένα μας η θεία χάρη και η ενέργεια, γιατί αυτή μερίζεται αμερίστως. Η ουσία όμως του Θεού, αφού είναι τελείως αμέριστη από τη φύση της, πώς μπορεί να είναι χωρητή σε οποιοδήποτε κτίσμα;
Τρία είναι αυτά που έχει ο Θεός: η ουσία, η ενέργεια και η τριάδα των θείων Υποστάσεων. Ας δούμε την περίπτωση όσων αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό ώστε να είναι ένα πνεύμα μαζί Του, σύμφωνα με το λόγο του Μεγάλου Παύλου: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, είναι ένα πνεύμα μ’ Αυτόν»(Α΄ Κορ. 6, 17). Επειδή λοιπόν πιο πάνω αποδείχθηκε ότι οι άξιοι δεν ενώνονται κατά την ουσία με το Θεό, κι επειδή όλοι οι Θεολόγοι μαρτυρούν ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος κατά την ουσία Του, κι επειδή η υποστατική ένωση του ανθρώπου με το Θεό έγινε αποκλειστικά στον Θεάνθρωπο Λόγο, απομένει ότι όσοι αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό, ενώνονται κατά την ενέργεια, και ότι το πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο γίνεται ένα με το Θεό όποιος ενώνεται με Αυτόν, είναι και ονομάζεται η άκτιστη ενέργεια του Πνεύματος, και όχι η ουσία του Θεού, κι ας δυσαρεστούνται οι αντίθετοι. Αφού και ο Θεός, στην προφητεία του Ιωήλ(Ιωήλ 3, 1· Πράξ. 2, 17), δεν είπε «θα εκχύσω το πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το πνεύμα μου σ’ όσους πιστεύουν».
Με νεύμα του Θεού κινούνταν και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι με την αποβολή των σαρκικών ιδιωμάτων έγιναν δεκτικοί της θείας ενέργειας και ζωντανές εικόνες του Χριστού. Ή μάλλον έγιναν το ίδιο με το Χριστό κι όχι ένα απλό απεικόνισμα. Και η καθαρότητα του Χριστού και των Αγίων είναι μία. Όπως ψάλλει κι ο ένθεος Ψαλμωδός: «Η λαμπρότητα του Θεού είναι επάνω μας»(Ψαλμ. 89, 17). Γιατί, κατά τον Μέγα Βασίλειο, οι πνευματοφόρες ψυχές που δέχθηκαν την έλλαμψη του Πνεύματος, και οι ίδιες γίνονται πνευματικές, και σε άλλους μεταδίδουν τη χάρη. Από αυτό προέρχεται η πρόγνωση των μελλόντων, η γνώση των μυστηρίων, η κατανόηση των κρυπτών, τα ποικίλα χαρίσματα, η ουράνια πολιτεία, ο χορός μαζί με τους Αγγέλους, η ατελείωτη ευφροσύνη, η ένθεη διαμονή, η ομοίωση με το Θεό, και τέλος η θέωση, που είναι το ακρότατο που μπορεί να επιθυμήσει κανείς.
Σ’ αυτή τη χάρη και τη λαμπρότητα και την ένωση με το Θεό, οι Άγγελοι πλεονεκτούν από τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και είναι δεύτερες λαμπρότητες, λειτουργοί της άνω Λαμπρότητας. Ακόμη οι νοερές δυνάμεις και τα λειτουργικά πνεύματα είναι φώτα δεύτερα, απαυγάσματα του Πρώτου Φωτός, και πρώτη φωτεινή φύση μετά την Πρώτη, γιατί φωτίζονται από εκεί. Ο Άγγελος είναι δεύτερο φως, απορροή ή μέθεξη του πρώτου Φωτός. Με την κυκλική τους κίνηση, οι θείοι νόες ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Γιατί για τους αιωνίους, φως είναι ο ίδιος ο Θεός και τίποτ’ άλλο. Και ό,τι είναι για τα αισθητά ο ήλιος, αυτό είναι για τα νοητά ο Θεός. Αυτός είναι το πρώτο και υπέρτατο φως που φωτίζει όλη τη λογική φύση. Και όπως λέει ο Χρυσόστομος, αν ακούσεις τον Προφήτη να λέει «Είδα τον Κύριο να κάθεται σε θρόνο»(Ησ. 6, 1), μη νομίσεις ότι είδε την ουσία του Θεού, αλλά μία εικόνα Του συγκαταβατική· κι αυτήν, πιό αμυδρά απ’ ο,τι τη βλέπουν οι ουράνιες Δυνάμεις.
Κάθε φύση είναι πολύ μακριά και τελείως ξένη από τη θεία φύση. Γιατί αν ο Θεός είναι φύση, τα άλλα δεν είναι φύση. Κι αν τα άλλα, είναι το καθένα φύση, Εκείνος δεν είναι φύση. Όπως επίσης δεν είναι ούτε ον, αν τα άλλα είναι όντα. Αν πάλι Εκείνος είναι Ων, τα άλλα δεν είναι όντα. Αυτό θα δεις να ισχύει και για τη σοφία και την αγαθότητα και γενικά για όλα τα γύρω από το Θεό ή σχετικά με το Θεό λεγόμενα, όταν θεολογήσεις ορθά και σύμφωνα με τους Αγίους. Τώρα, είναι και λέγεται φύση όλων των όντων ο Θεός, γιατί όλα τον μετέχουν, και από τη μέθεξη αυτή υπάρχουν. Δεν εννοώ βέβαια μέθεξη της ουσίας Του –άπαγε–, αλλά της ενέργειάς Του. Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι η οντότητα των όντων, και είδος (μορφή) στα είδη, ως αρχικό είδος, και σοφία για όσους αποκτούν σοφία, και γενικά είναι τα πάντα για όλα. Χωρίς βέβαια να είναι φύση, γιατί είναι πάνω από κάθε φύση· χωρίς να είναι ον, γιατί είναι πάνω από όλα τα όντα· χωρίς να είναι ούτε να έχει είδος (μορφή), γιατί είναι πάνω από κάθε είδος. Πώς λοιπόν εμείς θα πλησιάσομε το Θεό; Άραγε πλησιάζοντας τη φύση Του; Αλλά κανένα κτίσμα δεν έχει ούτε θα έχει κοινωνία ή εγγύτητα προς την υπέρτατη φύση. Αν λοιπόν κανείς πλησίασε το Θεό, οπωσδήποτε πλησίασε την ενέργειά Του. Με ποιο τρόπο; Μετέχοντας σ’ αυτήν με τρόπο φυσικό; Αλλ’ αυτό είναι κοινό σε όλα τα κτίσματα. Επομένως πλησιάζει κανείς ή απομακρύνεται από το Θεό όχι με τα φυσικά του προσόντα, αλλά με όσα κάνει με την προαίρεσή του. Και η προαίρεση είναι ιδίωμα μόνο των λογικών όντων. Αυτά λοιπόν μονάχα από όλα τα άλλα απομακρύνονται ή πλησιάζουν το Θεό· πλησιάζουν με την αρετή ή απομακρύνονται με την κακία. Αυτά μονάχα λοιπόν είναι δεκτικά αθλιότητας ή μακαριότητας. Εμείς όμως ας σπεύσομε να επιτύχομε τη μακαριότητα.
Τα διάφορα κτίσματα συγκρινόμενα μεταξύ τους, άλλα λέγονται οικεία του Θεού κατά τη φύση και άλλα ξένα. Οικείες του Θεού είναι οι νοερές φύσεις που μόνο με το νου μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Τελείως ξένες είναι οι φύσεις που βρίσκονται στην περιοχή των αισθήσεων. Και ακόμη παραπέρα από αυτές είναι οι εντελώς άψυχες και ακίνητες. Σε σύγκριση λοιπόν μεταξύ τους τα κτίσματα λέγονται οικεία κατά τη φύση με το Θεό ή ξένα. Αυτά όμως καθαυτά κατά τη φύση είναι όλα ξένα προς το Θεό. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε πόσο μακριά είναι η νοερή φύση από το Θεό,
ή πόσο απέχει η αίσθηση και τα αισθητά από τα νοερά. Αφού λοιπόν είμαστε κατά τη φύση μας τόσο μακριά από το Θεό, αλοίμονο σ’ εμάς αν δεν τον πλησιάσομε με αγαθή προαίρεση και με καλά έργα και τρόπους.
Η ένθεη και κοινή γλώσσα των ιερών Θεολόγων, ο θεοφόρος Δαμασκηνός, λέει στο δεύτερο από τα θεολογικά του κεφάλαια: «Εκείνος που θέλει να μιλάει ή να ακούει περί Θεού, πρέπει να γνωρίζει σαφώς ότι τα της θεολογίας και της θείας Οικονομίας δεν είναι ούτε όλα άρρητα, ούτε όλα ρητά· ούτε βέβαια όλα γνωστά, ούτε όλα άγνωστα. Γνωρίζομε ότι είναι πάνω από κάθε λόγο ακόμα και όσα από τα θεία επιτρέπουν την έκφρασή τους με το λόγο, γιατί κι αυτών το νόημα υπερβαίνει το λόγο. Δεν είναι έξω από το λόγο από έλλειψη, αλλά είναι έξω από το λόγο το δικό μας, αυτόν που ενοικεί μέσα μας και αυτόν που εμείς οι ίδιοι κάνομε ν’ ακούνε οι άλλοι. Γιατί ούτε ο ένας, ο προφορικός λόγος, μπορεί να τα εξηγήσει και να τα παραστήσει, ούτε ο άλλος, ο ενδιάθετος, μπορεί πολυπραγμονώντας να τα φτάσει μόνος του. Δεν πρέπει λοιπόν να επιτρέπομε στους εαυτούς μας να λέμε τίποτε περί Θεού, αλλά να στρεφόμαστε στη διδασκαλία των Αγίων που μιλούν για τα πνευματικά με το φωτισμό του Πνεύματος –και ειδικά όταν μας ζητούν λόγο οι αντίπαλοι».
Λέγεται ότι στην είσοδο της σχολής του Πλάτωνα υπήρχε η επιγραφή «Μηδείς εισίτω αγεωμέτρητος» (κανείς αγεωμέτρητος να μην εισέρχεται). Τελείως αγεωμέτρητος είναι εκείνος που δεν μπορεί να διανοείται και να διαλέγεται για τα αχώριστα ως χωρισμένα. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρχει πέρας χωρίς αυτό που περατώνεται. Και όλη σχεδόν η υπόθεση της Γεωμετρίας είναι περί των περάτων, τα οποία κάποτε και χωρίς τα περατούμενα ορίζονται και προβάλλονται, με το να χωρίζει ο νους τα αχώριστα (το σχήμα από την ύλη). Εκείνος τώρα που δεν έμαθε ακόμη να χωρίζει με το νου το σώμα από τα σχετικά με το σώμα, πώς θ’ ακούσει για τη φύση καθεαυτή, η οποία δεν είναι μόνο αχώριστη από τα φυσικά, υπάρχοντας μέσα σ’ αυτά, αλλά ούτε και μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά; Πώς θ’ ακούσει για τα καθολικά ως καθολικά, που είναι μέσα στα μερικά και αποχωρίζονται από αυτά μόνο με το νου και το λόγο, που νοούνται πριν από τα πολλά και χωρίς τα πολλά δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια; Πώς θ’ ακούσει για τα νοητά και νοερά; Πώς θ’ ακούσει να λέμε ότι ο καθένας μας έχει και νου και διανοήματα και ότι ο καθένας μας είναι ο νους των διανοημάτων του; Πώς θ’ ακούσει και δε θα μας περιγελάσει και δε θα μας διακόψει κατηγορώντας μας πως λέμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει δύο και πολλούς νόες; Κι εκείνος που δεν μπορεί να ακούει ή να μιλάει γι’ αυτά τα αδιαίρετα ως διαιρεμένα, πώς θα μπορέσει να πει ή να διδαχτεί κάτι τέτοιο περί Θεού; Για το Θεό ισχύουν και λέγονται πολλές ενώσεις και διακρίσεις (διαιρέσεις) κατά τους Θεολόγους. Αλλά οι ενώσεις είναι επικρατέστερες από τις διακρίσεις και προηγούνται· ούτε τις καταργούν, ούτε εμποδίζονται διόλου απ’ αυτές. Οι αντίθετοι λοιπόν, δε δέχονται, ούτε μπορούν να μάθουν την αδιαίρετη διαίρεση στο Θεό και τη διαιρεμένη ένωση, που ακούνε να λέμε σύμφωνα με τους Αγίους, ότι δηλαδή ο Θεός κατά ένα μέρος είναι ακατάληπτος και κατά ένα μέρος καταληπτός, αλλά είναι Ένας· είναι ακατάληπτος κατά την ουσία Του, καταληπτός από τα έργα Του, κατά τις θείες Του ενέργειες, δηλαδή την προαιώνια για μας θέλησή Του, την προαιώνια πρόνοιά Του για μας, την προαιώνια για μας σοφία Του και, για να πω σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, την άπειρη δύναμη και σοφία και αγαθότητά Του. Κι επειδή εμείς είπαμε ότι αυτά ισχύουν κατ’ ανάγκην, τ’ άκουσαν οι αντίθετοι και οι έπειτα όμοιοί τους και μας κατηγορούν ότι δεχόμαστε πολλούς θεούς και πολλά άκτιστα και ότι κάνομε το Θεό σύνθετο. Γιατί αγνοούν ότι ο Θεός διαιρείται αδιαίρετα και ενώνεται διαιρεμένα, και παρά ταύτα ούτε πολλαπλασιασμό υφίσταται, ούτε σύνθεση.
Ο Μέγας Παύλος, το στόμα του Χριστού, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), το πιο περιφανές όχημα του θείου ονόματος, λέει: «Τα αόρατα του Θεού, δηλαδή η αιώνια δύναμή Του και η θειότητά Του, βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Άρα λοιπόν η ουσία του Θεού βλέπεται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα; Καθόλου βέβαια. Αυτό είναι παραφροσύνη των κακοδόξων και πιο πριν παράκρουση του Ευνομίου. Γιατί κι αυτός πριν από αυτούς, αλλά όμοια μ’ αυτούς, γράφει στους λόγους του ότι από τα δημιουργήματα τίποτε άλλο δε νοείται, παρά αυτή η ουσία του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος όμως, κάθε άλλο, παρά αυτό διδάσκει. Αφού δηλαδή δίδαξε προηγουμένως ότι «το γνωστό του Θεού είναι φανερό»(Ρωμ. 1, 19) και αφού έδειξε ότι υπάρχει και κάτι άλλο παραπάνω από αυτό το γνωστό του Θεού, το οποίο ο Ίδιος φανέρωσε σ’ όλους όσους έχουν νου, κατόπιν πρόσθεσε: «γιατί τα αόρατα Αυτού βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Και τί είναι το «γνωστό του Θεού», θα μάθεις ως εξής. Οι θεοφόροι Πατέρες εξηγούν και λένε ότι ο Θεός έχει κάτι άγνωστο, που είναι η ουσία Του, και κάτι γνωστό, που είναι τα σχετικά με την ουσία, δηλαδή η αγαθότητα, η σοφία, η δύναμη, η θειότητα, δηλαδή η μεγαλειότητα, τα οποία ο Παύλος είπε αόρατα, αλλά νοούμενα μέσα από τα δημιουργήματα. Κι αυτά που νοούνται σχετικά με την ουσία του Θεού μέσα από τα δημιουργήματα, πώς μπορεί να είναι κτίσματα; Επομένως η ενέργεια του Θεού, η οποία νοείται μέσα από τα κτίσματά Του, και άκτιστη είναι, και δεν είναι ουσία. Γιατί, όπως είδαμε, δεν αναφέρεται μόνο στον ενικό, αλλά και στον πληθυντικό.
Τα δημιουργήματα φανερώνουν τη σοφία, την τέχνη και τη δύναμη του Θεού, όχι όμως και την ουσία Του, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αντιλέγοντας στον Ευνόμιο, που ισχυριζόταν ότι από τα κτίσματα φανερώνεται η ουσία του Θεού. Άρα λοιπόν και άκτιστη είναι η ενέργεια που φανερώνεται από τα κτίσματα του Θεού, και δεν είναι ουσία. Κι εκείνοι που πρεσβεύουν ότι δε διαφέρει σε τίποτε η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, είναι καθαρά Ευνομιανοί.
Ορθά λοιπόν λέει στους αντιρρητικούς του λόγους ο Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου και κατά τη σάρκα και κατά τα φρονήματα, ότι αφού κατανοήσομε το κάλλος και το μέγεθος των θαυμάτων της φύσεως, απ’ αυτά και άλλα όμοια αντλούμε διάφορα νοήματα περί του Θεού και εκφράζομε καθένα από τα νοήματα αυτά με ιδιαίτερο όνομα. Ανάλογα δηλαδή με το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων νοείται ο Γενεσιουργός τους(Σ. Σολ. 13, 5). Τον ονομάζομε Δημιουργό, επειδή είναι ο Ποιητής τους· Δυνατό, γιατί είχε τη δύναμη να κάνει ουσία τη θέλησή Του· και Δίκαιο, ως αδέκαστο Κριτή. Αλλά και την λέξη Θεός την πήραμε από την εποπτική Του ενέργεια (από το ρήμα θεώμαι). Ώστε κι από αυτή τη λέξη διδαχτήκαμε μιά επιμέρους ενέργεια της θείας φύσεως, αλλά την ουσία του Θεού δεν την κατανοήσαμε.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο πιο έξοχος θεολόγος μετά τους θεσπέσιους Αποστόλους, αφού διευκρίνησε τη διάκριση του Θεού κατά τις Υποστάσεις, λέει: «Θεία διάκριση είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος της θείας ενώσεως που υπέρτατα ενωμένη πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της από αγαθότητα». Πιό κάτω προσθέτει: «Θεία διάκριση λέμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της Θεαρχίας. Δωρίζοντας δηλαδή σ’ όλα τα όντα και σκορπίζοντας πάνω σ’ αυτά τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται μένοντας ενωμένη και πληθύνεται ενικά και πολλαπλασιάζεται χωρίς να παύει να είναι Ένα». Κι ακόμη πιό κάτω λέει: «Αυτές τις κοινές και ενωμένες διακρίσεις της όλης θεότητας, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, εμείς θα προσπαθήσομε κατά το δυνατό να υμνήσομε». Με αυτά ο Άγιος Διονύσιος δείχνει καθαρά ότι εκτός από την υποστατική διάκριση στο Θεό, υπάρχει και άλλη. Αυτή την παράλληλη με την υποστατική διάκριση, την ονομάζει διάκριση θεότητας. Γιατί η διάκριση κατά τις Υποστάσεις, δεν είναι διάκριση θεότητας. Και λέει ότι κατά τις θείες προόδους και ενέργειες, ο Θεός πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, και την ίδια πρόοδο τη λέει πως είναι και πρόοδοι. Στην υποστατική όμως διάκριση, το θείον δεν πολλαπλασιάζεται – άπαγε–, ούτε ως Θεός χωρίζεται· γιατί ο Θεός μας είναι Τριάδα, αλλά όχι τριπλός. Δείχνει επίσης ότι αυτές οι πρόοδοι και ενέργειες είναι άχτιστες, γιατί και θείες τις ονομάζει και διακρίσεις της όλης θεότητας λέει ότι είναι, και λέει ότι η ίδια η Θεαρχία κατά τις θείες αυτές προόδους και ενέργειες, πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό Της, χωρίς να προσλαμβάνει κάτι απ’ έξω – άπαγε. Αλλά και υπόσχεται τέλος ότι θα υμνήσει αυτές τις προόδους. Προσθέτει όμως, «κατά το δυνατόν», δείχνοντας ότι αυτές ξεπερνούν κάθε ύμνηση –μ’ όλο που ο ίδιος είναι ο εξοχότερος των θείων Υμνωδών.
Ο ίδιος θεοφάντωρ Διονύσιος, αφού είπε πιό πάνω ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι θεία διάκριση, προσθέτει: «Οι άσχετες (ακατάσχετες) μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά τη θεία διάκριση». Μεταδόσεις εδώ με μιά λέξη λέει όλες τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Πρόσθεσε ότι είναι «άσχετες» για να μη νομίσει κανείς ότι αυτές είναι τα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα η ουσία καθενός όντος ή η αισθητή ζωή στα ζώντα ή ο λόγος και ο νους που υπάρχει μέσα στα λογικά και νοερά όντα. Γιατί πώς είναι δυνατό να είναι αυτά «άσχετα» μέσα στο Θεό, αν βέβαια είναι κτιστά; Και πώς οι «άσχετες» πρόοδοι και μεταδόσεις είναι κτίσματα, αφού η «άσχετη» μετάδοση υπάρχει φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, όπως βλέπομε να συμβαίνει με το φως;
Προχωρώντας ο Μέγας Διονύσιος, υμνεί αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού και με άλλα θεοπρεπή ονόματα και τις ονομάζει «μετοχές» και «αυτομετοχές» και δείχνει σε πολλά μέρη των λόγων του ότι αυτές είναι υπέρ τα όντα, και λέει ότι είναι παραδείγματα των όντων που προϋπάρχουν στο Θεό με υπερούσια ένωση. Πώς λοιπόν αυτά μπορεί να είναι κτίσματα; Παρακάτω συμπληρώνει, διδάσκοντας τί είναι τα «παραδείγματα» αυτά: «Παραδείγματα λέμε ότι είναι οι προϋπάρχοντες ενιαία μέσα στο Θεό ουσιοποιοί λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία ονομάζει προορισμούς και θεία και αγαθά θελήματα, που ξεχωρίζουν και δημιουργούν τα όντα. Σύμφωνα με αυτούς ο Υπερούσιος Θεός καθόρισε από πριν και δημιούργησε όλα τα όντα». Πώς είναι δυνατό λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα που δημιουργούν τα όντα, να είναι κτιστά; Και πώς δεν είναι φανερό ότι υποβιβάζουν βάναυσα την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα εκείνοι που θεωρούν κτιστές αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού; Γιατί τα θεία θελήματα και οι θείες αυτές μετοχές και δωρεές της θείας Αγαθότητας, της αιτίας των πάντων, είναι η ουσιοποιός και η ζωοποιός και η σοφοποιός και γενικά η δημιουργική και συνεκτική των κτιστών όντων ενέργεια.
Η μετοχή λοιπόν της Αυτοϋπάρξεως δε μετέχει σε τίποτε με κανένα τρόπο, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Οι άλλες όμως μετοχές, ως μετοχές και αρχές των όντων, δε μετέχουν ολότελα σε τίποτε, όπως για παράδειγμα, ούτε η πρόνοια μετέχει στην πρόνοια, ούτε η ζωή στη ζωή· επειδή όμως έχουν ύπαρξη, λέγονται ότι μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, γιατί χωρίς Αυτήν ούτε υπάρχουν, ούτε μετέχονται, όπως για παράδειγμα, η πρόγνωση δε θα υπήρχε ούτε θα μετεχόταν χωρίς τη γνώση. Γι’ αυτό αυτές, ως αυτομετοχές, δεν είναι διόλου κτιστές. Άρα, και κατά τον άγιο Μάξιμο, δεν έλαβαν ποτέ αρχή, αλλά θεωρούνται ως ουσιώδη γνωρίσματα του Θεού και δεν υπάρχει χρόνος που δεν υπήρχαν. Οι αντίθετοι όμως, την Αυτοζωή, την Αυτοαγαθότητα και τα όμοια, ασεβώς τα νομίζουν κτιστά επειδή μετέχουν στην κοινή επωνυμία των όντων, και δε βλέπουν ότι, αν και λέγονται όντα, εντούτοις είναι υπέρ τα όντα, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Εύκολα λοιπόν εκείνοι που γι’ αυτό το λόγο βάζουν τις αυτομετοχές στην ίδια τάξη με τα κτίσματα, θα νόμιζαν και το Άγιο πνεύμα κτιστό, επειδή λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι μετέχει Αυτό στα θεοπρεπή ονόματα.
Αν κανείς πει ότι μόνο η Αυτοΰπαρξη είναι μετοχή, γιατί μόνο Αυτή δε μετέχει αλλά μετέχεται, καθώς οι άλλες μετοχές μετέχουν σ’ Αυτή, ας γνωρίζει ότι δε σκέφτεται συνετά για τις άλλες μετοχές. Γιατί τα ζώντα ή τα άγια ή τα αγαθά, δεν λέγονται ότι ζουν κατά μέθεξη και αγιάζονται και γίνονται αγαθά μόνον επειδή απλώς ζουν και μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, αλλά επειδή μετέχουν στην Αυτοζωή και την Αυτοαγιότητα και την Αυτοαγαθότητα. Και η Αυτοαγαθότητα, ή και τα άλλα παρόμοια, δε γίνεται Αυτοζωή με τη μέθεξη άλλης αυτοζωής. Γι’ αυτό και ως Αυτοζωή ανήκει στα μετεχόμενα και όχι στα μετέχοντα. Εκείνο λοιπόν που δε μετέχει στη ζωή αλλά αυτό μετέχεται και ζωοποιεί όσα ζούνε, πώς μπορεί να ειναι κτίσμα; Τα ίδια και για τις άλλες μετοχές.
Ας μιλήσει τώρα μαζί μας και ο ιερός Μάξιμος, που σε σχόλιά του γράφει ότι οι πρόοδοι αυτές του Θεού είναι η πρόνοια που δημιούργησε τα όντα: «Και είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, δηλαδή οι ουσιοποιήσεις, οι ζωοποιήσεις, οι σοφοποιήσεις». Λέγοντας λοιπόν ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες, έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετη. Λέγοντας επίσης ότι είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα, μας έδειξε ότι δεν πρόκειται για τον Υιό ή το Άγιο πνεύμα, γιατί ούτε ο Υιός ούτε το πνεύμα είναι κοινή ενέργεια των τριών Υποστάσεων. Τέλος, λέγοντάς τις όχι μόνο πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Διαφορετικά, θα είναι δημιουργημένο το δημιουργικό από κάποιο άλλο δημιουργικό, κι αυτό πάλι από άλλο· κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να νοηθεί πώς συμβαίνει επ’ άπειρον, επομένως οδηγούμαστε στα έσχατα της ατοπίας. Οι πρόοδοι λοιπόν και οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και καμιά τους δεν είναι ουσία, ούτε υπόσταση.
Ο Δημιουργός και Κυβερνήτης του παντός, μέσα στην ασύλληπτη υπερβολή της αγαθότητάς Του, έδωσε στο παν πολύμορφη υπόσταση και θέλησε, άλλα από τα όντα να έχουν μόνο το είναι και άλλα, εκτός από το είναι, να έχουν και ζωή· από αυτά πάλι, άλλα να έχουν νοερή ζωή κι άλλα μόνο αισθητή, ενώ μερικά να έχουν μικτή ζωή από τις δύο. Θέλησε ακόμη, όσα έλαβαν από Αυτόν ζωή λογική και νοερή, με την προς Αυτόν θεληματική κλίση να επιτυγχάνουν την ένωση μαζί Του και έτσι να ζουν θεϊκά και υπερφυσικά, έχοντας αξιωθεί τη θεοποιό Του χάρη και ενέργεια. Γιατί η θέληση του Θεού είναι γένεση για τα όντα, που είτε δημιουργούνται από το μηδέν, είτε βελτιώνονται, κι αυτό με διάφορους τρόπους. Γι’ αυτή τη διαφορά του θείου θελήματος ως προς τα όντα, η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότητα, ή για να πούμε το ίδιο, η προς τα κατώτερα φροντίδα του Θεού από αγαθότητα, είναι και λέγεται από τους θεόσοφους Θεολόγους πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, που μερίζονται αμερίστως και διαφοροποιούνται στα μεριστά (τα όντα). Έτσι, η μία από αυτές ονομάζεται προγνωστική δύναμη του Θεού, η άλλη δημιουργική και συνεκτική. Από αυτές πάλι, κατά τον Μέγα Διονύσιο, άλλες ονομάζονται ουσιοποιητικές, άλλες ζωοποιητικές και άλλες σοφοποιητικές. Η κάθε μία απ’ αυτές είναι κοινή στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· και στην κάθε μία για χάρη μας αγαθή και θεία θέληση, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα είναι η ουσιοποιητική και ζωοποιητική και σοφοποιητική ενέργεια και δύναμη. Αυτές ο ίδιος τις ονόμασε ακατάσχετες και αμείωτες μεταδόσεις, εξαίροντάς τις πάνω απ’ όλα μαζί τα κτιστά και διδάσκοντας ότι ενυπάρχουν φυσικά σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει.
Όπως ο ήλιος που μεταδίδει χωρίς να μειώνεται θερμότητα και φως, τα έχει αυτά ως έμφυτες και ουσιώδεις ενέργειες, έτσι και οι θείες μεταδόσεις, ενυπάρχοντας αμείωτα σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει, είναι φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες Του. Επομένως είναι και άκτιστες. Κι όπως όταν ο ήλιος δύσει κι εγκαταλείψει τους ανθρώπους, δε μένει ίχνος ηλιακού φωτός πάνω στη γη, ενώ όταν φωτίζει, είναι αδύνατον, το μάτι που απολαμβάνει το φως του να μην ενώνεται με αυτό και μέσω αυτού με τον ήλιο που αναβλύζει το φως· κι όπως η θερμότητα του ηλίου που τόσα κάνει, συντελώντας στη γένεση και την αύξηση των αισθητών και στην πολυειδή διαφορά των χυμών και των ποιοτήτων, δεν τα εγκαταλείπει κι ας μην έχει συνάφεια με τον ήλιο μέσω της ακτίνας, με τον ίδιο τρόπο, με αμυδρή εικόνα από τα αισθητά, μόνον εκείνα που έρχονται σ’ επαφή με το υπερφυσικό και θεϊκότατο φως μετέχουν γνήσια στη θεοποιό χάρη και με αυτήν ενώνονται με το Θεό. Όλα τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής θείας ενέργειας και εμφανίστηκαν κατά χάρη, δηλαδή δωρεάν, από την ανυπαρξία, όχι όμως και στολισμένα από τη χάρη, η οποία είναι το όνομα της λαμπρότητας του Θεού.
Αυτή η λαμπρότητα και η θεοποιός ενέργεια του Θεού, που όσοι μετέχουν σ’ αυτή θεώνονται, είναι μιά θεία χάρη, αλλά όχι η φύση του Θεού. Όχι επειδή απουσιάζει από όσους έχουν τη χάρη, όπως φλυαρούν συκοφαντικά οι αντίθετοι –γιατί η φύση του Θεού είναι παντού–, αλλά επειδή δε μετέχεται, αφού, όπως προαποδείξαμε, δεν υπάρχει κανένα κτίσμα που θα μπορούσε να γίνει μέτοχο Αυτής. Και η θεία ενέργεια και χάρη του Πνεύματος, ενώ είναι παντού παρούσα και αχώριστη από Αυτό, για εκείνους που λόγω ακαθαρσίας δεν είναι δεκτικοί, είναι αμέθεκτη σαν να είναι απούσα. Όπως δηλαδή οι απεικονίσεις προσώπων δε γίνονται πάνω σε όλες τις ύλες, αλλά πάνω σ’ εκείνες που έχουν κάποια λειότητα και διαφάνεια, έτσι και η ενέργεια του Πνεύματος δεν έρχεται σ’ όλες τις ψυχές, αλλά σ’ εκείνες που δεν έχουν καμία δολιότητα ή διαστροφή. Και πάλι σ’ όλους είναι παρόν το Άγιο πνεύμα, και σ’ εκείνους που είναι καθαροί από πάθη, φανερώνει τη δύναμή Του, όχι όμως και σ’ όσους έχουν το νου τους κατασπιλωμένο από κηλίδες της αμαρτίας.
Όπως το φως του ηλίου είναι αχώριστο από τις ακτίνες του και από τη θερμότητα που μεταδίδεται μ’ αυτές, αλλά για όσους απ’ αυτούς που το δέχονται είναι τυφλοί, το φως είναι αμέθεκτο και μόνο η μέσω των ακτινών θερμότητα γίνεται αντιληπτή, αφού είναι ολότελα αδύνατο ν’ αντιληφθούν το φως όσοι στερούνται τα μάτια τους· έτσι και πολύ περισσότερο, κανένας απ’ όσους δέχονται τη θεία λαμπρότητα, δεν μπορεί να έχει μέθεξη της θειας ουσίας. Γιατί δεν υπάρχει απολύτως κανένα κτίσμα που να έχει δύναμη δεκτική της φύσεως του Δημιουργού.
Ας πουν μαζί με μας ότι η μετεχόμενη θεία ενέργεια δεν είναι ούτε κτιστή ούτε ουσία του Θεού, δίνοντας κοινή μαρτυρία, ο Βαπτιστής του Χριστού Ιωάννης, μαζί με τον Ιωάννη, τον πιο αγαπημένο μαθητή του Χριστού και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Ο ένας, γράφοντας τα λόγια στο Ευαγγέλιό του, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Χριστού λέγοντας ότι το πνεύμα δε δίνεται με μέτρο στο Χριστό από το Θεό Πατέρα(Ιω. 3, 34), κι ο Χρυσόστομος εξηγώντας και γράφοντας: «Πνεύμα εδώ εννοεί την ενέργεια του Πνεύματος. Γιατί όλοι εμείς παίρνομε την ενέργεια του Πνεύματος με μέτρο, ενώ ο Χριστός την έχει αμέτρητη και ολόκληρη όλη την ενέργεια. Κι αν η ενέργειά Του είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία Του». Με το να πει την ενέργεια πνεύμα, ή μάλλον αυτό το πνεύμα του Θεού, όπως είπε ο Βαπτιστής, και ότι αυτή είναι αμέτρητη, φανέρωσε ότι είναι άκτιστη. Με το να πει ότι εμείς παίρνομε την ενέργεια με μέτρο, φανέρωσε τη διαφορά της άκτιστης ενέργειας προς την άκτιστη ουσία. Γιατί κανείς ποτέ δεν παίρνει την ουσία του Θεού, αλλ’ ούτε και όλοι μαζί αθροιστικά, αν υπέθετες κάτι τέτοιο· μόνο την ενέργεια, και αυτή κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με το βαθμό της καθάρσεώς του. Προχωρώντας ο Χρυσόστομος, δείχνει και άλλη διαφορά της άκτιστης ουσίας ως προς την άκτιστη ενέργεια, λέγοντας: «Αν η ενέργεια του Πνεύματος είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία».
Αν, σύμφωνα με τις φλυαρίες των αντιθέτων και όσων φρονούν τα ίδια με αυτούς, δε διαφέρει διόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η δημιουργία, που ανήκει στην ενέργεια, δε διαφέρει διόλου από τη γέννηση και την εκπόρευση, που ανήκουν στην ουσία. Αν όμως η δημιουργία δε διαφέρει από τη γέννηση και την εκπόρευση, τότε και τα δημιουργήματα δε θα έχουν καμιά διαφορά από το «γέννημα» και από το «πρόβλημα» (το εκπορευόμενο). Κι αν αυτά είναι έτσι, σύμφωνα με αυτούς, τότε και ο Υιός του Θεού και το Άγιο πνεύμα δε διαφέρουν διόλου από τα κτίσματα. Και έτσι όλα τα κτίσματα θα είναι γεννήματα και προβλήματα του Θεού Πατέρα και η κτίση θα θεοποιηθεί και ο Θεός θα συνταχθεί με τα κτίσματα. Γι’ αυτό ο θείος Κύριλλος, δείχνοντας τη διαφορά της ουσίας και της ενέργειας του Θεού, λέει ότι η γέννηση ανήκει στη θεία φύση, ενώ η δημιουργία στη θεία ενέργεια. Κι ακόμη αποφαίνεται λέγοντας ρητά ότι φύση και ενέργεια δεν ταυτίζονται.
Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η γέννηση και η εκπόρευση δε διαφέρουν καθόλου από τη δημιουργία. Ο Θεός και Πατέρας δημιουργεί μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ώστε και γεννά και εκπορεύει, κατά τη γνώμη των αντιθέτων και των οπαδών τους, μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε δε διαφέρει ούτε από τη θέληση. Και ο Υιός, ο μόνος γεννημένος από την ουσία του Πατέρα, θα είναι και δημιουργημένος από τη θέλησή Του –κατά τους αντιθέτους βέβαια.
Αν η ουσία του Θεού δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ενέργεια, κι αφού οι θεοφόροι Πατέρες μαρτυρούν ότι και ενέργειες πολλές έχει ο Θεός, ώστε να υπάρχουν και δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, όπως δείξαμε παραπάνω, άρα λοιπόν ο Θεός έχει και πολλές ουσίες. Κάτι τέτοιο όμως κανένας ποτέ ούτε το είπε ούτε το σκέφτηκε από το γένος των Χριστιανών.
Αν οι ενέργειες του Θεού δε διαφέρουν από τη θεία ουσία, τότε δεν έχουν διαφορά και μεταξύ τους. Ας πούμε λοιπόν ότι από την πρόγνωση του Θεού, δε διαφέρει σε τίποτε η θέλησή Του. Τότε, ή ο Θεός δεν τα προγνωρίζει όλα, αφού βέβαια ούτε θέλει όλα τα γινόμενα, ή θέλει και τα κακά, αφού όλα τα προγνωρίζει. Αν δεν τα προγνωρίζει όλα, είναι το ίδιο να πεις ότι δεν είναι ούτε Θεός. Αν πάλι δεν είναι αγαθός, είναι ταυτόσημο με το ότι δεν είναι ούτε Θεός. Άρα λοιπόν η πρόγνωση διαφέρει από τη θεία θέληση κι επομένως, η κάθε μία απ’ αυτές διαφέρει από τη θεία ουσία.
Αν δε διαφέρουν μεταξύ τους οι θείες ενέργειες, τότε και η δημιουργική δύναμη δε διαφέρει από την πρόγνωση. Αφού λοιπόν ο Θεός άρχισε κάποτε να δημιουργεί, άρα άρχισε και να προγνωρίζει. Και πώς είναι Θεός αυτός που δεν προγνωρίζει προαιώνια τα πάντα;
Αν η δημιουργική ενέργεια του Θεού δε διαφέρει από τη θεία πρόγνωση, τότε τα δημιουργήματα θα συμβαδίζουν με την πρόγνωση του Θεού, και θα δημιουργήθηκαν ανάρχως, αφού ο Θεός θα τα δημιούργησε ανάρχως, ακριβώς επειδή ανάρχως και Αυτός προγνωρίζει, και όσα προγνωρίζει, προγνωρίζονται ανάρχως. Και πώς είναι Θεός, αφού τα δημιουργήματά Του δεν είναι διόλου μεταγενέστερα από Αυτόν;
Αν δε διαφέρει σε τίποτε από την πρόγνωση του Θεού η δημιουργική Του ενέργεια, τότε ούτε το να δημιουργεί υπόκειται στη θέληση, αφού δεν υπόκειται και η πρόγνωση. Επομένως ο Θεός δε δημιουργεί επειδή θέλει, αλλά μόνο επειδή το έχει αυτό στη φύση Του. Πώς όμως είναι Θεός εκείνος που δημιουργεί χωρίς θέληση;
Ο Θεός ο ίδιος είναι μέσα στον εαυτό Του, αφού οι τρείς θείες υποστάσεις συμφύονται και αλληλοσυνέχονται αΐδια και περιχωρούνται ασύγχυτα η μία μέσα στην άλλη. Ακόμη ο Θεός είναι μέσα στο παν, και το παν είναι μέσα στο Θεό, ο Θεός ως Αυτός που συνέχει, και το παν ως αυτό που συνέχεται από το Θεό. Επομένως τα πάντα μετέχουν στη συνεκτική ενέργεια του Θεού, αλλ’ όχι στην ουσία Του. Γι’ αυτό και οι Θεολόγοι το ότι Αυτός είναι πανταχού παρών λένε πως είναι ενέργεια του Θεού.
Και εκείνοι που ευαρέστησαν το Θεό και πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή τη θέωση –γιατί γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός, όπως λένε, για να μας κάνει δηλαδή κοινωνούς της θεότητάς Του(Β΄ Πέτρ. 1, 4)–, κι αυτοί λοιπόν είναι μέσα στο Θεό, αφού από Αυτόν θεοποιούνται, και ο Θεός μέσα σ’ αυτούς, αφού Αυτός τους θεοποιεί. Επομένως κι αυτοί μετέχουν στη θεία ενέργεια, αν και με άλλο τρόπο, και όχι στην ουσία του Θεού. Γι’ αυτό και οι Θεολόγοι λένε ότι η θεότητα είναι όνομα της θείας ενέργειας.
Η υπερούσια και υπέρζωη και υπέρθεη και υπεράγαθη φύση, αν είναι υπεράγαθη και υπέρθεη και τα όμοια, ούτε να ειπωθεί μπορεί, ούτε να νοηθεί, ούτε γενικά να εξεταστεί θεωρητικά, γιατί είναι έξω από όλα και υπεράγνωστη και εγκατεστημένη πάνω από τους υπερουράνιους νόες με δύναμη απεριόριστη, και ποτέ κανένας δεν μπορεί καθόλου ούτε να τη συλλάβει, ούτε να την εκφράσει. Ούτε και υπάρχει όνομα γι’ Αυτήν που με αυτό να ονομάζεται, ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα(Εφ. 1, 21). Ούτε λόγος που να σχηματίζεται στην ψυχή ή να προφέρεται με το στόμα. Ούτε καμία επαφή ή μέθεξη, αισθητή ή νοερή, αλλά ούτε και καμία φαντασία. Γι’ αυτό οι Θεολόγοι θεωρούν πλησιέστερή Της την τελειότατη ακαταληψία με χρήση αρνήσεων, που διατυπώνει όλα όσα Αυτή είναι ή γενικά λέγεται, με υπεροχική αφαίρεση. Γι’ αυτό ούτε ουσία ούτε φύση είναι θεμιτό να την ονομάσει κυριολεκτικά, όποιος έχει επίγνωση της αλήθειας πάνω από κάθε αλήθεια. Κι επειδή πάλι είναι αιτία των πάντων, και γύρω από Αυτήν και ένεκα Αυτής είναι τα πάντα και Αυτή είναι πριν απ’ όλα, και γενικά και απεριόριστα όλα τα έχει περιλάβει μέσα Της, απ’ όλα αυτά μπορούμε να την ονομάσομε –καταχρηστικά, αλλά όχι κυριολεκτικά. Επομένως μπορούμε να την ονομάζομε και ουσία και φύση· και κυρίως την ουσιοποιητική πρόοδο και ενέργεια του Θεού. Γιατί και ο Μέγας Διονύσιος, αυτή θεωρεί ως το πραγματικό θεολογικό όνομα της ουσίας του όντως Όντος.
Μπορεί να βρει κανείς και στα κτιστά όντα και στο Θεό, περιπτώσεις που το όνομα της φύσεως να αποδίδεται και στα φυσικά γνωρίσματα. Έτσι, ο πιο θεολογικός από τους Γρηγορίους λέει κάπου στα Έπη του: «Ιδού, η φύση του Βασιλιά μου δίνει ευτυχία». Το να δίνει βέβαια δεν αποτελεί φύση κανενός, αλλά είναι φυσικό γνώρισμα του ευεργετικού. Και για τη φωτιά μπορεί να πει κανείς ότι είναι στη φύση της να πηγαίνει προς τα επάνω και να φωτίζει όσους τη βλέπουν, όμως ούτε η προς τα επάνω κίνηση ούτε ο φωτισμός είναι η φύση της φωτιάς, αλλά η αρχή της κινήσεώς της. Ονομάζονται λοιπόν φύση και τα φυσικά γνωρίσματα, όπως λέει κάπου ο Μέγας Διονύσιος: «Είναι φύση στο Αγαθό το να παράγει και να σώζει», δηλαδή τούτο αποτελεί ιδιότητα της φύσεώς Του. Όταν λοιπόν ακούσεις να λένε οι Πατέρες ότι η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, να νοήσεις ότι αναφέρονται σ’ αυτήν που δεν εξέρχεται από τον εαυτό της, ούτε φανερώνεται· όταν πάλι ακούσεις ότι είναι μεθεκτή, να νοήσεις την πρόοδο και τη φανέρωση και την ενέργεια του Θεού που αποτελούν φυσικό γνώρισμά Του. Όταν δεχτείς και τα δύο μ’ αυτό το νόημα, θα είσαι σύμφωνος με τους Πατέρες.
. Ακόμη και το πιο μικρό μέρος της ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της. Έτσι, η φλόγα λάμπει, φωτίζει, διαλύει και καίει όσα την εγγίσουν, έχει εκ φύσεως το να κινείται από τον εαυτό της και να φέρεται προς τα επάνω, και γενικά έχει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς της οποίας είναι μέρος. Κι η σταγόνα επίσης έχει όλες τις ιδιότητες του νερού, και ο μεταλλικός σβώλος έχει όλες τις ιδιότητες του μετάλλου από το οποίο αποσπάστηκε. Αν λοιπόν υποθέσομε ότι μετέχομε στην αφανέρωτη εκείνη ουσία του Θεού, είτε μετέχει κανείς σ’ όλη, είτε σε ελάχιστο μέρος της, θα είναι παντοδύναμος. Κι έτσι το καθένα από τα όντα θα είναι παντοδύναμο. Αυτό όμως δεν το έχομε ούτε όλοι μαζί, ακόμη κι αν λογαριάσεις την κτίση στο σύνολό της. Αυτό δείχνει ολοκάθαρα ο Παύλος μαρτυρώντας ότι και σ’ αυτούς που ευτύχησαν να έχουν τα θεοποιά χαρίσματα του Πνεύματος, δεν τα διαθέτει όλα ο καθένας· αλλά, όπως λέει, σε άλλον δίνεται λόγος σοφίας, σε άλλον λόγος γνώσεως, σε άλλον κάτι άλλο από το ίδιο Πνεύμα(Α΄ Κορ. 12, 8). Ο Χρυσόστομος πάλι, αποκρούοντας από πριν φανερά την πλάνη των αντιθέτων, λέει ότι δεν τα έχει κανείς όλα, για να μη νομίσει ότι η χάρη είναι φύση. Αλλά ούτε κανείς φρόνιμος άνθρωπος θα θεωρούσε κτιστή τη χάρη που αντιδιαστέλλεται εδώ προς τη θεία φύση. Γιατί δεν υπάρχει φόβος να νομίσει κανείς ποτέ το κτίσμα ότι είναι φύση του Θεού. Και γιατί, αν και η χάρη του Πνεύματος διαφέρει από τη θεία φύση, δεν αποχωρίζεται όμως από αυτήν, αλλά μάλλον ελκύει όσους αξιώθηκαν να τη λάβουν, προς τη συνάφεια με το Άγιο Πνεύμα.
Απ’ όσα μετέχεται η ουσία, τόσες έχει και τις υποστάσεις. Όπως όσες λαμπάδες ανάψει κανείς από μιά λαμπάδα, τόσες υποστάσεις της φωτιάς έκανε. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπάλων μας, μετέχεται η ουσία του Θεού, και μάλιστα απ’ όλα, συμβαίνει τότε να μην είναι τρισυπόστατη, αλλά μυριοϋπόστατη. Ποιος όμως απ’ όσους έχουν γαλουχηθεί με τα θεία δόγματα δε γνωρίζει ότι αυτό είναι δάνειο από τους Μασσαλιανούς; Ότι δηλαδή μετέχουν στην ουσία του Θεού εκείνοι που έφτασαν στο άκρον της αρετής –όπως βέβαια την καταλαβαίνουν αυτοί. Τη βλασφημία τούτων, οι αντίπαλοί μας φιλοτιμούνται να ξεπεράσουν και ισχυρίζονται ότι όχι μόνο όσοι ξεχώρισαν στην αρετή, αλλά όλοι γενικά μετέχουν στη θεία ουσία, με την ανοητότατη πρόφαση, ότι αυτή είναι παρούσα παντού. Ο μέγας όμως Θεολόγος Γρηγόριος, ανασκευάζοντας από τότε τις φρενοβλαβείς γνώμες και αυτών και εκείνων, λέει: «Ο Χριστός ονομάστηκε έτσι για τη θεότητά Του, η οποία είναι χρίση της ανθρώπινης φύσεώς Του. Η χρίση αυτή αγιάζει όχι με την ενέργεια, όπως γινόταν (στην Π. Διαθήκη) με τους άλλους χριστούς, αλλά με την παρουσία όλου Εκείνου που χρίει». Και οι θεόσοφοι Πατέρες, σε σύνοδό τους, αποφάνθηκαν ότι ενοικεί βέβαια η θεότητα σ’ εκείνους που έχουν καθαρθεί όσο πρέπει, αλλά όχι κατά τη θεία φύση Της. Ούτε λοιπόν κατά την ουσία, ούτε κατά κάποια υπόσταση γίνεται κανείς μέτοχος του Θεού. Κανένα από αυτά τα δύο δε μερίζεται καθόλου, ούτε μεταδίδεται καθόλου σε κανένα. Γι’ αυτό και ως προς αυτά ο Θεός είναι τελείως αχώρητος σε όλους, αν και είναι, ως προς αυτά, παρών παντού. Η κοινή όμως ενέργεια και δύναμη της τρισυπόστατης φύσεως μερίζεται κατά διαφόρους τρόπους ανάλογα με τους μετέχοντες, και γι’ αυτό γίνεται χωρητή σ’ όσους έχουν τη χάρη. Γιατί το Άγιο πνεύμα –για να χρησιμοποιήσομε τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου–, δε μετέχεται στον ίδιο βαθμό από τους άξιους, αλλά διαιρεί την ενέργειά Του ανάλογα με την πίστη τους, και είναι απλό κατά την ουσία, ποικίλο όμως κατά τις δυνάμεις.
Εκείνο που λέγεται ότι μετέχει σε κάτι, έχει ένα μέρος από αυτό· γιατί αν δε μετέχει σ’ ένα μέρος αλλά στο όλο, τότε η κυριολεξία θα ήταν ότι το έχει κι όχι ότι μετέχει σ’ αυτό. Άρα το μετεχόμενο είναι μεριστό, αφού το μετέχον είναι ανάγκη να μετέχει σ’ ένα μέρος του. Η ουσία όμως του Θεού είναι τελείως αμέριστη, επομένως είναι και τελείως αμέθεκτη. Ότι η θεία ενέργεια έχει την ιδιότητα να μερίζεται, το δηλώνει ρητά σε πολλά μερη των λόγων του ο Χρυσόστομος. Αυτή λοιπόν είναι που μετέχεται από όσους έχουν αξιωθεί τη θεουργό χάρη. Άκουσε λοιπόν πάλι τον ίδιο, τον χρυσό στη γλώσσα, να διδάσκει ολοφάνερα και τα δύο, ότι δηλαδή η ενέργεια του Θεού είναι εκείνη που μερίζεται αμερίστως και μετέχεται, και όχι η αμέθεκτη ουσία, από την οποία πηγάζει η θεία ενέργεια. Αναφέροντας πρώτα το ευαγγελικό χωρίο «Όλοι εμείς πήραμε από τον πλούτο Του»(Ιω. 1, 16), λέει: «Αν στην περίπτωση της φωτιάς, όπου αυτό που μερίζεται είναι ουσία και σώμα, και τη μερίζομε και δεν τη μερίζομε, πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για την ενέργεια, και μάλιστα ενέργεια από ασώματη ουσία;».
Ας πούμε και τούτο· όταν μετέχει κανείς στην ουσία κάποιου, είναι ανάγκη να έχει κοινή ουσία με το μετεχόμενο και ως ένα σημείο την ίδια. Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ ότι ο Θεός κι εμείς έχομε κοινή σε κάποιο σημείο ουσία; Και αυτά, όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν προς εμάς, η ουσία Του όμως μένει απρόσιτη». Και ο θείος Μάξιμος λέει: «Όλα όσα είναι ο Θεός, θα είναι και όποιος θεωθεί με τη χάρη, εκτός από την ταυτότητα κατά την ουσία». Ώστε λοιπόν ούτε εκείνοι που θεώθηκαν με τη χάρη δεν είναι δυνατό να μετέχουν στη θεία ουσία. Είναι όμως δυνατό να μετέχουν στη θεία ενέργεια. Αυτό φαίνεται στα λόγια των Αγίων. «Σ’ αυτό με οδηγεί εδώ το μετρημένο φως της αλήθειας, να δω και να νιώσω τη λαμπρότητα του Θεού», λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Και η λαμπρότητα του Θεού μας είναι επάνω σε μας»(Ψαλμ. 89, 17), λέει ο ψαλμωδός Προφήτης. Και ο Μάξιμος που συναριθμείται με τους Αγίους, διακηρύττει γραπτώς ότι είναι μία η ενέργεια του Θεού και των Αγίων και ότι αυτοί είναι ζωντανές εικόνες του Χριστού, και ίδιοι μάλλον με Αυτόν κατά τη χάρη, παρά απλώς όμοιοι.
Ο Θεός είναι ο ίδιος μέσα στον εαυτό Του, και οι τρείς θείες Υποστάσεις συνέχονται μεταξύ τους και περιχωρούνται η μία μέσα στην άλλη φυσικά, ολικά, αιώνια και αδιάσπαστα και συγχρόνως χωρίς να συμφύρονται ή να συγχέονται, έτσι ώστε να είναι μία και η ενέργειά Τους, πράγμα που δεν μπορεί να βρει κανείς σε καμιά περίπτωση κτιστού όντος (γιατί είναι βέβαια όμοια η ενέργεια στα ομογενή όντα, αλλά επειδή η κάθε υπόσταση ενεργεί χωριστά, χωριστή είναι και η ενέργεια). Δε γίνεται όμως έτσι και στις τρεις εκείνες θείες και προσκυνητές Υποστάσεις. Γιατί εκεί η ενέργεια είναι αληθινά μία και η αυτή, αφού μία είναι η κίνηση του θείου βουλήματος, που ξεκινάει από τον Πατέρα ως από αρχική αιτία, προχωρεί διά του Υιού και φανερώνεται με το Άγιο πνεύμα. Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα, γιατί από αυτά γνωρίζομε κάθε φυσική ενέργεια. Αυτό που συμβαίνει με τα χελιδόνια, που το καθένα φτιάχνει τη φωλιά του όμοια με των άλλων, αλλά ξεχωριστή, ή με τους γραφείς, που ο καθένας γράφει ξεχωριστή σελίδα, ακόμη κι αν είναι ίδιο το κείμενο, δε συμβαίνει στην περίπτωση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, να βλέπομε δηλαδή ιδιαίτερο αποτέλεσμα από κάθε μία από τις τρείς Υποστάσεις, αλλά όλη η κτίση είναι έ’να έργο και των Τριών. Και μέσα από την κτίση, έχομε μυηθεί από τους Πατέρες, να νοούμε ότι είναι μία και η αυτή η θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών Προσώπων, κι όχι ξεχωριστή για το καθένα και απλώς όμοια του ενός με του άλλου.
Ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα, είναι ο ένας μέσα στον άλλο χωρίς να συγχέονται ή να συμφύρονται, και απ’ αυτό γνωρίζομε ότι μία είναι ακριβώς η κίνηση και η ενέργειά Τους. Η ζωή λοιπόν και η δύναμη που έχει μέσα Του ο Πατέρας, δεν είναι διαφορετική απ’ ό,τι στον Υιό, αφου κι ο Υιός εχει την ίδια μ’ Εκείνον ζωή και δύναμη. Το ίδιο ισχύει με τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Κι όποιοι νομίζουν ότι δε διαφέρει διόλου η θεία ενέργεια από τη θεία ουσία, επειδή ζωή μας είναι όχι άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, κι επειδή Αυτός είναι η προαιώνια ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά καθ’ Εαυτόν, αυτοί είναι δυσσεβείς και αμαθείς. Αμαθείς, επειδή δεν έμαθαν ακόμη οτι η υπέρτατη Τριάδα δεν είναι «κάποιος άλλος», παρά ο ίδιος ο Θεός, κι όμως αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να διαφέρει η Μονάδα από την Τριάδα. Και δυσσεβείς, γιατί αφανίζουν και την ουσία και την ενέργεια, τη μία με την άλλη. Εκείνο δηλαδή που αναφέρεται σε άλλο, δεν είναι ουσία. Και εκείνο που είναι καθ’ εαυτό, δεν αναφέρεται σε άλλο. Αν λοιπόν αυτά (ουσία και ενέργεια) δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους, αλληλοαναιρούνται. Ή μάλλον, εξαίρουν από τον κατάλογο των ευσεβών εκείνους που λένε ότι αυτά δε διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους.
Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι για μας ζωή κατά την αιτία και την ενέργεια και ότι ο Ίδιος είναι ζωή αυτός καθ’ εαυτόν, ολότελα άσχετα και ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε, και λέμε ότι και τα δύο αυτά τα έχει κατά τρόπο άκτιστο. Το ίδιο ομολογούμε και για τον Πατέρα και το Άγιο πνεύμα. Επομένως και αυτή η Ζωή μας, η οποία μας ζωοποιεί ως αιτία των ζώντων, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Γιατί ο τρισυπόστατος Θεός μας λέγεται ζωή μας ως αιτία. Μα κι όταν η θεία ζωή θεολογείται όχι ως αιτία, ούτε σε αναφορά προς κάτι άλλο, αλλά καθ’ εαυτήν και άσχετα από ό,τι άλλο, και πάλι τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ο Πατέρας, αλλά βέβαια και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Όλα αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου εκείνους που πιστεύουν ότι ο Θεός είναι άκτιστος, όχι μονάχα ως προς την ουσία και τις Υποστάσεις, αλλά και ως προς την κοινή θεία ενέργεια των Τριών. Γιατί θεολογούμε ένα Θεό σε τρεις Υποστάσεις, που έχει μία και την ουσία και τη δύναμη και την ενέργεια και όσα άλλα θεωρούνται γύρω από την ουσία. Αυτά λέγονται και άθροισμα και πλήρωμα της θεότητας κατά τη Γραφή(Κολ. 2, 9), και θεωρούνται και θεολογούνται εξίσου για κάθε μία από τις τρείς άγιες Υποστάσεις.
Μερικοί αθετούν τη θεία αυτή ενέργεια, και άλλοτε λένε ότι είναι κτιστή, άλλοτε ότι δε διαφέρει διόλου από τη θεία ουσία, κι άλλοτε πάλι, εισάγοντας άλλο κακόδοξο νεωτερισμό, δογματίζουν ότι η μόνη άκτιστη ενέργεια του Πατέρα είναι ο Μονογενής Του Υιός. Και για να στηρίξουν αυτή τη γνώμη τους, επικαλούνται τα λόγια του ιερού Κυρίλλου, που λέει: «Η ζωή που έχει ο Πατέρας μέσα Του, δεν είναι άλλη παρά ο Υιός. Και η ζωή που είναι μέσα στον Υιό, δεν είναι άλλη παρά ο Πατέρας. Κι έτσι αληθεύει Εκείνος που είπε· «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα, κι ο Πατέρας μέσα σ’ εμενα»(Ιω. 14, 11)». Γι’ αυτό εμείς, με κάθε δυνατή συντομία, θα επισημάνομε το νόημα των λόγων αυτών του αγίου Κυρίλλου και θα ελέγξομε τη δυσσέβεια εκείνων που από ζοφερή άγνοια αντιλέγουν σ’ εμάς. Ισχυρίζονται λοιπόν κακώς ότι ο Υιός δεν είναι μόνο ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά και κατώτερος, γιατί δεν έχει το ζην και τη ζωή από τη φύση Του, αλλά τα έλαβε έπειτα και τα έχει κατά μετοχή και προσθήκη, και γιατί παίρνει και δέχεται τη ζωή από τον Πατέρα, σύμφωνα με το ρητό: «Όπως ο Πατέρας έχει μέσα του ζωή, έτσι έδωσε και στον Υιό να έχει μέσα του ζωή»(Ιω. 5, 26). Σ’ εκείνους λοιπόν που εξηγούν με τόση δυσσέβεια το ευαγγελικό αυτό χωρίο αντιλέγει με τα παραπάνω ο θείος Κύριλλος. Γιατί ο Θεός λέγεται ζωή και κατά την ενέργεια, ως Αυτός που ζωοποιεί τα ζώντα· επειδή Αυτός είναι η ζωή όσων ζουν την κατά φύση ζωή, ως Δημιουργός της φύσεως, αλλά και όσων ζουν τη θεία ζωή, ως χορηγός της χάρης. Λέγεται όμως και ζωή Αυτός καθ’ εαυτόν, όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά ελεύθερα και ανεξάρτητα εντελώς. Θέλοντας ακόμη ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι και κατά τα δύο αυτά, ο Υιός δε διαφέρει καθόλου από τον Πατέρα κι ότι αν ο Υιός δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κατώτερος ούτε χρονικά δεύτερος κατά την ουσία από τον Πατέρα, κοντά σε πολλά άλλα λέει και αυτό: «Ο Υιός δεν έχει ύπαρξη επειδή δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αλλ’ επειδή υπάρχει, δέχεται κάτι». Και συμπεραίνει: «Επομένως, δε θ’ αναγκάσει τον Υιό το γεγονός ότι έλαβε κάτι από τον Πατέρα, να είναι χρονικά δεύτερος κατά την ουσία». Δε δέχεται δηλαδή ότι η ζωή που έχει ο Πατέρας και που από τον Πατέρα λαμβάνει ο Υιός, είναι η θεία ουσία.
Ακόμη, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, αν και κατά την ενέργεια λέγεται ζωή σε σχέση με τα όντα που ζουν, επειδή τα ζωοποιεί και ονομάζεται ζωή τους, δεν είναι ωστόσο σ’ αυτό ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά από τη φύση Του είναι γι’ αυτά ζωή και τα ζωοποιεί, όπως και ο Πατέρας, γράφει παρακάτω: «Αν ο Υιός δεν είναι ζωή κατά τη φύση Του, πώς θα αποδειχθεί αληθές εκείνο που είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, έχει ζωή αιώνια»(Ιω. 6, 47), ή το άλλο: «Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου κι εγώ δίνω σ’ αυτά ζωή αιώνια»(Ιω. 10, 27–28); Επειδή λοιπόν η ζωή είναι φυσικό Του προσόν και ενυπάρχει στην ουσία Του, υπόσχεται να τη δώσει σ’ εκείνους που πιστεύουν σ’ Αυτόν». Πώς λοιπόν υπάρχει περίπτωση να σκεφτούμε ότι ο Υιός δεν έχει ζωή, αλλ’ ότι την έλαβε από τον Πατέρα; Ας ντραπούν λοιπόν οι φρενοβλαβείς, που όταν ακούσουν ότι η ζωή είναι φυσικό προσόν του Θεού, λένε ότι αυτή είναι η ουσία του Θεού. Γιατί βέβαια δε χαρίζει την ουσία Του σ’ εμάς τους πιστούς ο Πατέρας ή ο Υιός ή το Άγιο πνεύμα. Μακριά τέτοια ασέβεια.
. Ο Μέγας Κύριλλος στη συνέχεια, αντικρούοντας με την ίδια δύναμη εκείνους που φρονούν τα του διαβόλου, λέει: «Αφού ο Υιός προήλθε από τον Πατέρα, πήρε όλα τα φυσικά Του προσόντα (γνωρίσματα). Ένα από αυτά είναι και η ζωή». Λέγοντας «ένα από τα προσόντα του Πατέρα», απέδειξε σαφώς ότι αυτά είναι πολλά. Αν λοιπόν, η ζωή αυτή είναι η ουσία του Θεού, τότε σύμφωνα μ’ εκείνους που φρονούν έτσι, ο Θεός έχει πολλές ουσίες. Εκτός λοιπόν από τη δυσσέβεια, δεν υστερεί και σε υπερβολική αμάθεια, το να ταυτίζουν το ον (την ουσία) με το προσόν, έστω και σε κάτι. Πολύ περισσότερο ανόητο είναι το να λένε ότι σε τίποτε δε διαφέρουν το ον και τα προσόντα, δηλαδή το ένα και τα περισσότερα από το ένα. Γιατί είναι τελείως και οπωσδήποτε αδύνατο και ανόητο να είναι κάτι ένα και πολλά, ως προς το ίδιο σημείο.
Ο θείος Κύριλλος λοιπόν, λέγοντας ότι ένα από τα προσόντα του Πατέρα είναι και η ζωή, έδειξε ότι εδώ δεν ονομάζει ζωή την ουσία του Θεού. Ας τον φέρομε όμως τώρα να λέει αυτολεξεί ότι είναι πολλά αυτά τα προσόντα του Θεού. Προχωρώντας λοιπόν πάνω στο ίδιο θέμα, λέει: «Ο Πατέρας αναφέρεται να έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αλλά δεν είναι άμοιρος από αυτά και ο Υιός». Πώς μπορούν τα πολλά αυτά πλεονεκτήματα του Θεού να είναι η θεία ουσία; Θέλοντας δε ο Κύριλλος να φανερώσει και μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτά που έχει ο Πατέρας, ανέφερε τον Παύλο που λέει: «Στον άφθαρτο, αόρατο και μόνο σοφό Θεό»(Α΄ Τιμ. 1, 17). Από αυτά αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο, ότι κανένα από τα προσόντα του Θεού δεν είναι ουσία Του. Πώς δηλαδή θα μπορούσε η αφθαρσία και το αόρατο και γενικά όλα τα αφαιρετικά και αποφατικά, όλα μαζί ή το καθένα χωριστά, να είναι ουσία; Γιατί ουσία δεν είναι παρά αυτό ή εκείνο το ορισμένο. Αλλά κι αν σ’ αυτά προστεθούν τα προσόντα του Θεού, που οι Θεολόγοι τα διατυπώνουν καταφατικά, πάλι κανένα δε φανερώνει την ουσία του Θεού, αν και όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιούμε τα ονόματα όλων αυτών για τη θεία Υπερουσιότητα που είναι ολότελα ανώνυμη.
Τα προσόντα κατ’ ανάγκην ζητείται σε ποιον ανήκουν. Και αν δεν ανήκουν σε κανένα, δεν είναι και προσόντα. Αν όμως συμβαίνει να ανήκουν σε κάτι, κι αυτό είναι η ουσία, η οποία κατά τους αντιθέτους δε διαφέρει σε τίποτε απολύτως απ’ όλα τα προσόντα μαζί κι από το καθένα χωριστά, αφού τα προσόντα είναι πολλά, η μία εκείνη ουσία θα είναι ουσίες πολλές, και το ένα εκείνο κατά την ουσία, θα είναι πολλά κατά την ουσία, κι επομένως θα έχει πολλές ουσίες. Αν όμως είναι ένα κι έχει πολλές ουσίες, αναγκαστικά είναι σύνθετο. Απ’ αυτά λοιπόν τα τόσο δυσσεβή προϊόντα της άγνοιάς τους, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να απαλλάξει εκείνους που πείθονται σ’ αυτούς, γράφει στους θησαυρούς του: «Αν αυτό που υπάρχει μόνο στο Θεό είναι οπωσδήποτε και ουσία Του, τότε Αυτός αποτελείται από πολλές ουσίες, γιατί είναι πολλά όσα υπάρχουν κατά φύση μόνο στο Θεό και σε κανένα άλλο από τα όντα. Είναι δηλαδή Βασιλεύς και Κύριος και άφθαρτος και αόρατος και εκτός απ’ αυτά και άλλα μύρια, όσα αναφέρουν γι’ Αυτόν οι θείες Γραφές. Αν λοιπόν καθένα απ’ αυτά τα προσόντα είναι στην τάξη της ουσίας, πώς δε θα είναι σύνθετος ο απλός Θεός; Τούτο όμως είναι η πιό άτοπη σκέψη».
Ο σοφός στα θεία Κύριλλος έδειξε με πολλούς τρόπους ότι, αν και είναι ζωή ο Υιός και λέγεται ότι έχει ζωή κατά την ενέργεια, αφού ζωοποιεί εμάς και είναι ζωή των ζωντανών πλασμάτων, δεν είναι ανόμοιος ως προς αυτό με τον Πατέρα, γιατί και ο Πατέρας ζωοποιεί. Θέλησε ακόμη να αποδείξει ότι, και όταν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα λέγεται ζωή και ότι έχει ζωή ο Υιός, και τότε δεν είναι ανόμοιος με τον Πατέρα κατά τη ζωή. Γιατί όταν δε λέμε το Θεό ζωή μας ως Αυτόν που μας ζωοποιεί, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα, τότε ονομάζομε την ουσία Του από τη φυσική ενέργεια που αποτελεί γνώρισμά Του –όπως τον όνομάζομε και σοφία και αγαθότητα και όλα τα άλλα. Αυτό λοιπόν θέλοντας ν’ αποδείξει, λέει: «Όταν λέμε ότι ο Πατέρας έχει μέσα Του ζωή(Ιω. 5, 26), τότε ονομάζομε ζωή τον Υιό, ο οποίος είναι άλλος από τον Πατέρα μόνο κατά την Υπόσταση και όχι κατά τη ζωή, γι’ αυτό και δε νοείται σ’ Αυτόν καμία συνθετότητα ή διπλότητα. Και όταν πάλι λέμε ότι ο Υίός έχει μέσα του ζωή, εννοούμε την απόλυτη εκείνη ζωή, τον Πατέρα. Επειδή δηλαδή είναι ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά απόλυτα Αυτός καθ’ εαυτόν, ο Πατέρας και ο Υιός είναι ο ένας μέσα στον άλλο, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα κι ο Πατέρας σ’ εμένα»(Ιω. 14, 11)». Αυτά λοιπόν τα λέει ο θείος Κύριλλος, για να δείξει ότι δίπλα στον Πατέρα, η ζωή που έχει μέσα Του, δηλαδή ο Υιός, είναι και άλλος και όχι άλλος. Κι εκείνοι που λένε ότι ο Υιός δεν είναι καθόλου διάφορος σε σχέση με τον Πατέρα και ότι η ζωή που έχει μέσα Του είναι η αυτή κατά πάντα με τον Πατέρα, επειδή δε διαφέρει καθόλου, προβάλλοντας αυτά και διαβεβαιώνοντας ότι αυτή η ζωή είναι ο Μονογενής Υιός του Πατέρα, συμπορεύονται όχι με τη διδασκαλία του ιερού Κυρίλλου, αλλά οπωσδήποτε με του Σαβελλίου.
Αλλά δε θα προξενήσει στους αντιθέτους τη μεγαλύτερη καταδίκη να ισχυρίζονται ότι ο θείος Κύριλλος παρουσιάζει αντιφάσεις; Γιατί το να λέει κανείς τώρα αυτό κι ύστερα εκείνο, ενώ και τα δύο είναι αληθινά, αυτό συμβαίνει στον καθένα που θεολογεί ευσεβώς. Το να λέει όμως κανείς τα αντίθετα με τον εαυτό του, δεν είναι γνώρισμα φρόνιμου ανθρώπου. Ο Κύριλλος λοιπόν σωστά είπε ότι ο Υιός έχει εκ φύσεως τη ζωή, την οποία δίνει σ’ όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν και με αυτό έδειξε ότι όχι μόνο η ουσία του Θεού, την οποία κανείς δεν μπορεί να λάβει, αλλά και η φυσική Του ενέργεια λέγεται ζωή την οποία κατά χάρη έλαβαν εκείνοι που ζωοποιήθηκαν απ’ Αυτόν, έτσι ώστε κι οι ίδιοι να σώζουν –δηλαδή να αθανατίζουν κατά το πνεύμα– εκείνους που δε ζούσαν πρωτύτερα κατά το πνεύμα, και κάποτε να ανασταίνουν και μερικούς που νεκρώθηκαν σε κάποιο μέλος τους ή και σε όλο το σώμα τους. Πώς λοιπόν εκείνος που τα έδειξε αυτά τόσο καλά και καθαρά, πρόβαλε έπειτα ότι η ουσία του Θεού καλείται ζωή, αναιρώντας έτσι όσα είπε για τη θεία ενέργεια; Γιατί έτσι ισχυρίζονται ανόητα αυτοί που τώρα διαστρέφουν, ή μάλλον συκοφαντούν τα λόγια του Κυρίλλου.
Ενέργεια και δύναμη δεν καλείται από τους Αγίους μόνον ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και το Άγιο πνεύμα, επειδή έχουν τις ίδιες απαράλλακτα δυνάμεις και ενέργειες με τον Πατέρα. Γιατί ο Θεός λέγεται και δύναμη, κατά τον Μέγα Διονύσιο, επειδή έχει μέσα Του από πριν και πάνω απ’ όλα κάθε δύναμη. Γι’ αυτό και όταν καθένα από τα δύο αυτά ενυπόστατα (Υιός και πνεύμα) ονομάζεται δύναμη ή ενέργεια, το έχει να υπονοείται ή να λέγεται μαζί μ’ Αυτόν. Όπως και ο σε όλα Μέγας Βασίλειος λέει ότι το Άγιο πνεύμα είναι δύναμη αγιαστική, που έχει ουσία, ύπαρξη, υπόσταση. Οι ενέργειες του Πνεύματος δεν είπε ότι είναι ενυπόστατες, και από αυτό φαίνεται ότι τις διέστειλε από τα κτίσματα. Γιατί όσα προέρχονται από το πνεύμα είναι ενυπόστατα ως δημιουργήματα, αφού ο Θεός δημιούργησε ουσίες με ποιότητες (ιδιότητες).
Η αποφατική θεολογία δεν αντιμάχεται ούτε αναιρεί την καταφατική, αλλά δείχνει ότι όσα λέγονται περί Θεού καταφατικώς είναι αληθινά και λέγονται ευσεβώς, όμως ο Θεός δεν τα έχει αυτά με το δικό μας τρόπο. Για παράδειγμα, έχει ο Θεός τη γνώση των όντων, έχομε κι εμείς μερικών. Αλλά εμείς τα γνωρίζομε ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, ενώ ο Θεός τα γνωρίζει όχι ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, αφού τα γνώριζε όχι λιγότερο και πριν από τη δημιουργία τους. Εκείνος λοιπόν που λέει ότι ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν, δεν είναι αντίθετος μ’ εκείνον που λέει ότι γνωρίζει ο Θεός τα όντα, και ενώ υπάρχουν τα γνωρίζει. Υπάρχει και καταφατική θεολογία που έχει δύναμη αποφατικής θεολογίας. Όπως όταν πει κανείς ότι κάθε γνώση λέγεται για κάποιο υποκείμενο, δηλαδή αυτό που γνωρίζομε· η γνώση όμως του Θεού δεν εντοπίζεται για κανένα υποκείμενο. Αυτό θέλει να πει το ότι «ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν», και «δεν έχει τη γνώση των όντων» –δηλαδή δεν την έχει ίδια μ’ εμάς. Με αυτό τον τρόπο και το ότι δεν υπάρχει ο Θεός λέγεται καθ’ υπεροχή (επειδή ο Θεός υπερβαίνει κάθε ύπαρξη). Εκείνος όμως που το λέει αυτό για να δείξει ότι δεν έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Θεός υπάρχει, είναι φανερό ότι δεν χρησιμοποιεί την αποφατική θεολογία καθ’ υπεροχή, αλλά κατ’ έλλειψη, σαν να μην υπάρχει δηλαδή καθόλου Θεός, πράγμα που είναι υπερβολική ασέβεια. Αυτό δυστυχώς παθαίνουν εκείνοι που επιχειρούν μέσω της αποφατικής θεολογίας να αναιρέσουν το ότι ο Θεός έχει και ουσία και ενέργεια άκτιστη. Εμείς όμως παραδεχόμαστε και την καταφατική και την αποφατική θεολογία, γιατί η μία δεν αναιρεί την άλλη, αλλά μάλλον στερεωνόμαστε από την κάθε μία στο ευσεβές φρόνημα.
Για να ανατρέψει κανείς τελείως όλες τις φλυαρίες των αντιθέτων και να τις αποδείξει απέραντη μωρολογία αρκεί νομίζω ένας μικρός πατερικός λόγος: «Το Άναρχο (ο Πατέρας), η αρχή (ο Υίός) και το μαζί με την αρχή (το πνεύμα) είναι ένας Θεός. Αλλά η αρχή δε χωρίζεται επειδή είναι αρχή από το Άναρχο, γιατί δεν είναι φύση Του η αρχή, όπως ούτε Εκείνου το άναρχον. Αυτά είναι γνωρίσματα της φύσεως, δεν είναι φύση». Τί λοιπόν, αφού δεν είναι φύση, αλλά γνωρίσματα της φύσεως η αρχή και το άναρχον, θα τα πεί κανείς κτιστά; Μόνο αν παραφρονεί. Αν τώρα αυτά είναι άκτιστα και είναι προσόντα της φύσεως του Θεού, είναι γι’ αυτό σύνθετος ο Θεός; Καθόλου· γιατί δε διαφέρει από τη θεία φύση. Μάλλον αν τα φυσικά προσόντα του Θεού είναι φύση, τότε είναι σύνθετος ο Θεός· αυτό, κοντά στους άλλους Πατέρες, το διδάσκει αναλυτικά και ο Μέγας Κύριλλος. Εσύ διάβασε τους λόγους προς τον Ευνόμιο του Μεγάλου Βασιλείου και του αδελφού του κατά τη σάρκα και το φρόνημα, του Γρηγορίου Νύσσης. Εκεί θα βρείς καθαρά ότι συμφωνούν με τον Ευνόμιο οι αντίθετοι και θα μάθεις τις προς αυτούς αντιρρήσεις για να τις μεταχειρίζεσαι διαρκώς.
Οι Ευνομιανοί νομίζουν ότι δεν είναι ίδια η ουσία του Πατέρα και του Υιού, επειδή κάθε τί που λέγεται περί Θεού νομίζουν ότι λέγεται κατ’ ουσίαν και φιλονεικούν ότι, αφού το γεννάν και το γεννάσθαι είναι διαφορετικά, είναι και διάφορες ουσίες. Άλλοι πάλι αντιλέγουν ότι δεν είναι ο ίδιος Θεός που έχει και τη θεία ουσία και τη θεία ενέργεια, γιατί νομίζουν ότι κάθε τί που λέγεται περί Θεού είναι ουσία και φιλονεικούν ότι, επειδή υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ ουσίας και ενέργειας, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θεοί. Σ’ όλους αυτούς μπορεί να δειχτεί πώς ό,τι λέγεται περί Θεού, δε λέγεται μόνο κατά την ουσία, αλλά λέγεται και αναφορικά, δηλαδή σε σχέση με κάτι άλλο που δεν είναι Αυτός. Όπως λέγεται ο Πατέρας αναφορικά με τον Υιό· γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Λέγεται και Κύριος αναφορικά με την κτίση που είναι δούλη σ’ Αυτόν. Γιατί ο Θεός είναι Κύριος όλων των κτισμάτων που έγιναν σε κάποιο χρόνο και αιώνα, όπως και αυτών των αιώνων. Η δε κυριαρχία είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και διαφέρει από την ουσία, γιατί λέγεται αναφορικά με κάτι άλλο (την κτίση) το οποίο δεν είναι Αυτός.
Οι Ευνομιανοί, κάθε τί που λέγεται περί Θεού, το λένε ουσία, για να δογματίσουν ότι η αγεννησία είναι ουσία κι έτσι να υποβιβάσουν –όσο μπορούν– τον Υιό σε κτίσμα, ως διαφορετικό από τον Πατέρα. Αυτό που προφασίζονται είναι να μη γίνουν, όπως λένε, δύο θεοί, ο πρώτος ο αγέννητος, και ο άλλος ο δευτερεύων, ως γεννητός. Αυτούς μιμούνται και οι αντίθετοι και λένε ουσία κάθε τί που λέγεται περί Θεού, με σκοπό να υποβιβάσουν ασεβώς σε κτίσμα τη θεία ενέργεια, η οποία ενώ δε χωρίζεται, διαφέρει από την ουσία του Θεού, ως προερχόμενη από αυτήν, και μετέχεται από τα δημιουργήματα –γιατί όλα μετέχουν στην πρόνοια που πηγάζει από τη θεότητα, την αιτία των πάντων. Και η πρόφασή τους είναι, όπως λένε, να μη γίνουν δύο θεότητες, δηλαδή η πάνω από κάθε όνομα και αιτία και μέθεξη τρισυπόστατη Ουσία και η από αυτήν προερχόμενη ενέργεια του Θεού, η οποία μετέχεται και ονομάζεται. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι όπως ο Θεός και Πατέρας λέγεται Πατέρας αναφορικά προς τον Υιό, κι έχει άκτιστα το ότι είναι Πατέρας, αν και το «Πατέρας» δε σημαίνει ουσία, έτσι ο Θεός έχει άκτιστα και την ενέργεια, αν και η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Κι όταν λέμε μία θεότητα, περιλαμβάνομε όλα όσα είναι ο Θεός, και την ουσία και την ενέργεια. Εκείνοι λοιπόν είναι που διχοτομούν ασεβώς τη μία θεότητα του Θεού σε κτιστά και άκτιστα.
Συμβεβηκός είναι εκείνο που γίνεται και περνά, από το οποίο εννοούμε και τα αχώριστα συμβεβηκότα. Από μία άποψη, συμβεβηκός είναι και το φυσικό προσόν, επειδή αυξάνει και μειώνεται. Όπως είναι η γνώση στη λογική ψυχή. Αλλά στο Θεό δε συμβαίνει κανένα τέτοιο, γιατί παραμένει τελείως αμετάβλητος, και γι’ αυτό το λόγο τίποτε δε θα μπορούσαμε να πούμε σ’ Αυτόν κατά συμβεβηκός. Ωστόσο ό,τι λέγεται περί Θεού, δε σημαίνει βέβαια ουσία. Γιατί λέγεται σ’ Αυτόν και το «προς τι» που είναι αναφορικό και δε δηλώνει ουσία, αλλά αναφορά σε άλλο. Και τέτοιο είναι στο Θεό η θεία ενέργεια. Γιατί ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, αν και από μερικούς Θεολόγους καλείται από μιά άποψη συμβεβηκός, για να δείξουν τούτο μόνο, ότι υπάρχει στο Θεό και δεν είναι ουσία Του.
Ακόμη η θεία ενέργεια, αν και είναι συμβεβηκός, όπως λέγεται, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν προξενεί σύνθεση. Αυτό μας διδάσκει κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας περί του Αγίου Πνεύματος: «Το Άγιο πνεύμα, ή είναι από εκείνα που υπάρχουν καθ’ εαυτά, ή από εκείνα που θεωρούνται σε σχέση με άλλο. Από αυτά το πρώτο, οι έμπειροι σ’ αυτά το ονομάζουν ουσία, ενώ το δεύτερο συμβεβηκός. Αν λοιπόν Αυτό είναι συμβεβηκός, τότε θα είναι ενέργεια του Θεού. Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος; Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Λέει ολοφάνερα τούτο· αν Αυτό είναι απ’ όσα θεωρούνται μέσα στο Θεό, και γι’ αυτό δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός και ονομάζεται πνεύμα, τότε δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά ενέργεια Θεού. Αυτό δήλωσε λέγοντας «Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος;» και προετοιμάζοντας το συμπέρασμα ότι τίποτε άλλο, ούτε ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε τίποτε τέτοιο δεν μπορεί να θεωρείται μέσα στο Θεό,αλλά μόνον ενέργεια, προσθέτει: «Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Πώς η ενέργεια, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν επιφέρει σύνθεση; Επειδή μόνο ο Θεός έχει απαθέστατη την ενέργεια· ενεργεί μόνο, χωρίς όμως και να πάσχει κατά την ενέργεια, ή να γίνεται, ή να μεταβάλλεται.
Ο Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε σ’ άλλο σημείο ότι αυτή η ενέργεια είναι άκτιστη, αντιδιαστέλλοντάς την προς το κτίσμα. «Από τους δικούς μας σοφούς, λέει, άλλοι νόμισαν το πνεύμα πως είναι ενέργεια, άλλοι κτίσμα, άλλοι Θεός». Εδώ λοιπόν Θεό αποκαλεί την ίδια την υπόσταση. Αντιδιαστέλλοντας δε την ενέργεια προς το κτίσμα, έδειξε καθαρά ότι αυτή δεν είναι κτίσμα. Αλλά και λίγο πιο κάτω ονόμασε αυτή την ενέργεια κίνηση του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι άκτιστη η κίνηση του Θεού; Γι’ αυτήν ο θεοφόρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στο 59ο κεφάλαιο: «Ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως. Ενεργητική είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας. Και ενεργεί εκείνος που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση».
Μαζί με τα παραπάνω, ο Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Αν είναι ενέργεια, τότε δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί». Από αυτό οι αντίθετοι συμπέραναν και αποφάνθηκαν ότι η θεία αυτή ενέργεια είναι κτιστή. Αγνόησαν ότι και για τα άκτιστα λέγεται ότι ενεργούνται, όπως δείχνει αλλού ο Θεολόγος γράφοντας: «Αν ο Πατέρας είναι όνομα ενέργειας, τότε θα έχει ενεργήσει και αυτό το ομοούσιο». Λέει και ο θεοφόρος Δαμασκηνός: «Ο Χριστός κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, ενεργώντας θεϊκά την πρόνοια των όλων». Αλλά ούτε το «κατέπαυσε» προσκρούει στο ότι η ενέργεια είναι άκτιστη. Γιατί κατά τη δημιουργία, ο Θεός αρχίζει και παύει, όπως λέει και ο Μωυσής ότι ο Θεός κατέπαυσε απ’ όλα τα έργα τα οποία άρχισε να κάνει(Γεν. 2, 2). Η δημιουργία λοιπόν αυτή που ο Θεός αρχίζει και παύει, είναι φυσική και άκτιστη ενέργεια του Θεού.
Πάλι ο θείος Δαμασκηνός, αφού είπε ότι ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως, θέλοντας να δείξει πως για την ενέργεια αυτή είπε ο Θεολόγος ότι ενεργείται και παύεται, πρόσθεσε: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και μάλλον ενεργείται παρά ενεργεί, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος: «Αν είναι ενέργεια, τότε είναι φανερό ότι δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί»». Είναι λοιπόν φανερό ότι εκείνοι που φρονούν αντίθετα, δογματίζοντας ότι είναι κτιστή η ενέργεια για την οποία μίλησε εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υποβιβάζουν φρενοβλαβώς σε κτίσμα την ίδια την φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού. Αυτήν ο ιερός Δαμασκηνός, υποδηλώνοντας ότι δεν ενεργείται μόνο, αλλά και ενεργεί, την παρουσίασε άκτιστη. Ότι τώρα αυτός δε διαφωνεί σε τούτο με το Θεολόγο Γρηγόριο, το απέδειξα σε άλλους εκτενείς λόγους μου.
Οι υποστατικές ιδιότητες λέγονται στο Θεό αναφορικά η μία προς την άλλη. Και διαφέρουν οι Υποστάσεις μεταξύ τους, αλλά βέβαια όχι κατά την ουσία. Κάποτε ο Θεός λέγεται και αναφορικά προς την κτίση. Δεν μπορεί δηλαδή η Παναγία Τριάδα, όπως λέγεται προαιώνιος, προάναρχος, μέγας, αγαθός, Θεός, να λέγεται έτσι και Πατέρας, γιατί δεν είναι η κάθε μία από τις τρεις θείες Υποστάσεις Πατέρας, αλλά η μία μόνο από αυτές. Και είναι ο Πατέρας από τον οποίο και ως προς τον οποίο ανάγονται όλα τα άλλα. Ως προς την κτίση λοιπόν, επειδή είναι κοινό έργο των Τριών, που έγινε από το τελείως μη ον, κι επειδή η υιοθεσία των τέκνων του Θεού γίνεται με την κοινή χάρη που χορηγείται από τις Τρείς, μπορεί η Τριάδα να λέγεται Πατέρας. Τα χωρία: «Ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος»(Δευτ. 6, 4) και: «Είναι ένας ο Πατέρας μας ο ουράνιος»(Ματθ. 23, 9), που ονομάζουν την Αγία Τριάδα Κύριο και Θεό μας, και μάλιστα και Πατέρα μας, που μας αναγεννά με τη χάρη Του, λέγονται, όπως είπαμε, αναφορικά. Και ο Πατέρας μόνος ως προς τον ομοούσιο Υιό λέγεται Πατέρας· ο ίδιος λέγεται και αρχή ως προς τον Υιό και το πνεύμα. Και ως προς την κτίση ο Πατέρας λέγεται αρχή, αλλά ως Κτίστης και Κύριος όλων των κτισμάτων. Όταν λοιπόν ο Πατέρας λέγεται έτσι ως προς την κτίση, αρχή είναι και ο Υιός, και δεν είναι δύο αρχές, αλλά μία. Γιατί και ο Υιός αναφορικά προς την κτίση λέγεται αρχή, όπως λέγεται και Κύριος αναφορικά προς τα δούλα σ’ Αυτόν κτίσματα. Ο Πατέρας λοιπόν και ο Υιός μαζί με το πνεύμα, ως προς την κτίση είναι μία αρχή και ένας Κύριος και ένας Δημιουργός και ένας Θεός και Πατέρας και Προνοητής και Επόπτης και όλα τα άλλα. Και καθένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν είναι ουσία. Γιατί αν ήταν ουσία δε θα λεγόταν αναφορικά προς άλλο.
Καταστάσεις και διαθέσεις και τόποι και χρόνοι και οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο, δεν κυριολεκτούνται σχετικά με το Θεό, αλλά λέγονται μεταφορικά. Το ότι δημιουργεί και ενεργεί, μόνο για το Θεό θα μπορούσε να λεχθεί αληθινά. Γιατί μόνο ο Θεός δημιουργεί, ενώ ο Ίδιος ούτε γίνεται ούτε πάσχει όσον αφορά στην ουσία Του. Και μόνο Αυτός διά μέσου όλων δημιουργεί το κάθε τί. Και μόνο Αυτός από την απόλυτη ανυπαρξία δημιουργεί, γιατί έχει ενέργεια παντοδύναμη. Και σύμφωνα με αυτή την παντοδύναμη ενέργεια λέγεται αναφορικά προς την κτίση και διαθέτει την όποια δυνατότητα. Ο Ίδιος δηλαδή δεν μπορεί στη θεϊκή Του φύση να πάθει απολύτως τίποτε, μπορεί όμως να προσθέσει στα κτίσματα αν θέλει. Γιατί η δυνατότητα να πάθει, να κρατά ή να προσλάβει κάτι κατά την ουσία Του, είναι ιδίωμα ασθένειας. Ενώ η δυνατότητα να δημιουργεί, να συγκρατεί και να προσθέτει στα κτίσματα, όταν θέλει, είναι ιδίωμα θεοπρεπούς και παντοκρατορικής ισχύος.
Όλα τα όντα συγκεφαλαιώνονται σε δέκα κατηγορίες: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι, και τα λοιπά που θεωρούνται μέσα στην ουσία. Ο Θεός όμως είναι ουσία υπερούσια, μέσα στην οποία θεωρούνται μόνο το «προς τι» (αναφορά σε κάτι άλλο) και το «ποιείν», τα οποία δεν της επιφέρουν καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Γιατί ο Θεός ποιεί τα πάντα, χωρίς να πάσχει τίποτε ο Ίδιος κατά την ουσία Του. Είναι ακόμη και Κτίστης αναφορικά προς την κτίση, και αρχή και Κύριός της, γιατί έχει από Αυτόν την αρχή και σ’ Αυτόν υποτάσσεται. Αλλά και Πατέρας μας είναι, που μας αναγεννά με τη χάρη Του. Είναι και Πατέρας προς τον Υιό, ο οποίος δεν έχει διόλου χρονική αρχή. Είναι και Υιός προς τον Πατέρα. Και το πνεύμα είναι «πρόβλημα» (εκπόρευμα) του Πατέρα, συναιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό, κι έχουν μία και την αυτή ουσία. Όσοι λένε ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και δε θεωρείται τίποτε μέσα σ’ αυτήν, κατασκευάζουν ένα Θεό που δεν έχει ούτε το «ποιείν και ενεργείν», ούτε το «προς τι». Αν όμως ο Θεός αυτός που νομίζουν αυτοί, δεν τα έχει αυτά, ούτε ενέργεια είναι, ούτε Δημιουργός, ούτε ενέργεια έχει, αλλά ούτε είναι αρχή και Κτίστης και Κύριος, ούτε και Πατέρας μας κατά χάρη. Πώς δηλαδή μπορεί να είναι όλα αυτά, όταν δεν έχει να θεωρούνται μέσα στην ουσία Του το «προς τι» και το «ποιείν»; Ακόμη αναιρείται και το τρισυπόστατο της θεότητας, αν δε θεωρείται μέσα στην ουσία του Θεού το «προς τι». Κι αν δεν είναι τρισυπόστατος, ούτε Κύριος του παντός είναι, ούτε Θεός. Είναι λοιπόν άθεοι εκείνοι που έχουν τις ιδέες των αντιθέτων.
Έχει ο Θεός και κάτι που δεν είναι ουσία. Αλλά βέβαια επειδή δεν είναι ουσία, δε θα πει πως είναι συμβεβηκός. Γιατί εκείνο που όχι μόνο δε χάνεται, αλλά ούτε επιδέχεται ή προξενεί οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση, δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα συμβεβηκότα. Κι επειδή δεν είναι ούτε συμβεβηκός, ούτε ουσία, δε σημαίνει πώς είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα, αλλά υπάρχει, και υπάρχει αληθινά. Δεν είναι συμβεβηκός, γιατί είναι εντελώς αμετάβλητο. Και δεν είναι ούτε ουσία, γιατί δεν είναι από αυτά που υπάρχουν καθ’ εαυτά. Γι’ αυτό και λέγεται συμβεβηκός κατά κάποιο τρόπο από μερικούς Θεολόγους, που θέλουν να δείξουν τούτο μονάχα, ότι δηλαδή δεν είναι ουσία. Καθένα από τα υποστατικά γνωρίσματα και κάθε μία υπόσταση δεν είναι μήτε ουσία μήτε συμβεβηκός σχετικά με το Θεό. Τί λοιπόν, γι’ αυτό το λόγο είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα; Άπαγε! Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και η θεία ενέργεια του Θεού, ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, μα ούτε και είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα. και για να πω εκείνο που δέχονται όλοι οι Θεολόγοι· αν ο Θεός δημιουργεί επειδή το θέλει κι όχι γιατί το έχει στη φύση Του, άρα άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, και επομένως αν είναι έτσι, άλλο είναι η θεία βούληση και άλλο η θεία φύση. Επειδή λοιπόν η βούληση του Θεού διαφέρει από τη φύση Του και δεν είναι ουσία, γι’ αυτό είναι και εντελώς ανύπαρκτη; Όχι βέβαια. Αλλά υπάρχει και ανήκει στο Θεό, ο οποίος δεν έχει μόνο ουσία, αλλά και βούληση, σύμφωνα με την οποία δημιουργεί. Και αν θέλει κανείς, ας την ονομάσει είτε συμβεβηκός από μία άποψη, αφού δεν είναι ουσία, είτε μη συμβεβηκός, αφού δεν προξενεί καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Επομένως ο Θεός έχει και αυτό που είναι ουσία και αυτό που δεν είναι ουσία, κι ας μην ονομάζεται συμβεβηκός, δηλαδή τη θεία βούληση και ενέργεια.
Αν η ουσία δεν έχει ενέργεια που να διαφέρει απ’ αυτήν, είναι τελείως ανυπόστατη και απλή σύλληψη της διάνοιας. Γιατί ο άνθρωπος ως γένος δε διανοείται, δεν έχει γνώμη, δε βλέπει, δεν οσφραίνεται, δε μιλάει, δεν ακούει, δεν περπατεί, δεν αναπνέει, δεν τρώει, και γενικά δεν έχει ενέργεια διαφορετική από την ουσία που να δείχνει ότι υπάρχει ως υπόσταση. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ως γένος είναι τελείως ανυπόστατος. Ο άνθρωπος όμως που έχει έμφυτη ενέργεια διαφορετική από την ουσία –μία ή περισσότερες ή όλες όσες είπαμε–, αναγνωρίζεται από αυτές ότι είναι άνθρωπος που υπάρχει ως υπόσταση κι όχι ανυπόστατος. Κι επειδή οι ενέργειες αυτές δε θεωρούνται σε ένα ή δύο ή τρείς, αλλά σε πολλούς, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος διακρίνεται σε αμέτρητες υποστάσεις.
Ο Θεός, σύμφωνα με την ευσέβεια που με τη χάρη Του είναι δική μας, δηλαδή της Εκκλησίας Του, έχει έμφυτη ενέργεια που τον κάνει φανερό, και κατά τούτο είναι διαφορετική από την ουσία Του. Γιατί προγνωρίζει και προνοεί για όλα τα όντα και τα δημιουργεί και τα συντηρεί και είναι Κύριός τους και τα μεταβάλλει κατά το θέλημά Του όπως γνωρίζει Αυτός. Γι’ αυτό αποδεικνύεται ότι υπάρχει ως υπόσταση και δεν είναι μόνο ανυπόστατη ουσία. Κι επειδή όλες αυτές οι ενέργειες δε θεωρούνται σε ένα, ο Θεός γίνεται γνωστός σε μας ότι υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις. Αλλά οι αντίθετοι, λέγοντας ότι ο Θεός δεν έχει έμφυτη ενέργεια που να τον κάνει φανερό και που κατά τούτο να διαφέρει από την ουσία Του, λένε ότι ο Θεός δεν υπάρχει ως υπόσταση και καθιστούν τελείως ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Κύριο. Και με αυτά, τόσο ξεπερνούν στην κακοδοξία το Σαβέλλιο από τη Λιβύη, όσο χειρότερη είναι η ασέβεια από τη δυσσέβεια.
Η ενέργεια των τριών θείων Υποστάσεων δεν είναι μία, επειδή είναι όμοια, όπως συμβαίνει σ’ εμάς, αλλά είναι όντως μία και αριθμητικά. Αυτό οι οπαδοί των αντιθέτων δεν μπορούν να το πουν, γιατί ισχυρίζονται ότι δεν είναι κοινή η άκτιστη ενέργεια των Τριών, αλλά και οι υποστάσεις Τους λένε πως είναι ενέργειες η μία της άλλης, γιατί σύμφωνα με αυτούς δεν υπάρχει κοινή θεία ενέργεια. Ώστε ούτε έτσι δεν μπορούν να πουν ότι είναι μία η ενέργεια των τριών Υποστάσεων, αλλά αναιρώντας έτσι τώρα τη μία κι ύστερα την άλλη ενέργεια, πάλι κάνουν ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Θεό.
Εκείνοι που οι ψυχές τους νοσούν από την κακόδοξη πλάνη, διδάσκοντας πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, που διαφέρει από την ουσία Του, φρονούν ότι ο Θεός έχει κτιστό και το «δημιουργείν», δηλαδή τη δημιουργική Του δύναμη. Γιατί δε γίνεται να ενεργεί και να δημιουργεί κανείς χωρίς ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Όπως λοιπόν δε γίνεται, εκείνος που λέει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι κτιστή, να νομίζει ότι έχει άκτιστο το ίδιο το είναι, έτσι δε γίνεται, εκείνος που υποστηρίζει πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, να νομίζει ότι Αυτός έχει άκτιστο το να ενεργεί και να δημιουργεί.
Δεν είναι η ενέργεια του Θεού, όπως φλυαρούν οι αντίθετοι, αυτά που είναι και λέγονται από τους ευσεβείς κτίσματα του Θεού –μακριά από τέτοια ασέβεια! Κτίσματα είναι τα αποτελέσματα της θείας ενέργειας. Γιατί αν τα κτίσματα ήταν η θεία ενέργεια, ή θα ήταν άκτιστα (σκέψη παρανοϊκή, γιατί τότε θα υπήρχαν και πριν δημιουργηθούν), ή ο Θεός πριν από τα κτίσματα δε θα είχε ενέργεια (σκέψη δυσσεβέστατη). Αλλά βέβαια, ο Θεός είναι προαιωνίως ενεργής και παντοδύναμος. Επομένως κτίσματα δεν είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά όσα ενεργήθηκαν και αποτελέστηκαν, όπως και να λέγονται. Η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και συναιώνια με το Θεό, κατά τους Θεολόγους.
Η ενέργεια δε γνωρίζεται από την ουσία, αλλά από την ενέργεια πληροφορούμαστε ότι η ουσία υπάρχει, όχι όμως και τι είναι. Γι’ αυτό και ο Θεός γίνεται σ’ εμάς γνωστός ότι υπάρχει, όχι από την ουσία Του, αλλά από την πρόνοιά Του, κατά τους Θεολόγους. Η ενέργεια διαφέρει από την ουσία και σε τούτο· εκείνο που πληροφορεί είναι η ενέργεια, κι αυτό που γνωρίζομε μέσω αυτής ότι υπάρχει, είναι η ουσία. Οι συνήγοροι όμως της κακόδοξης δυσσέβειας που βιάζονται να πείσουν τους άλλους ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, με το να αναιρούν έτσι εκείνο που πληροφορεί, βιάζονται να μας πείσουν να μη γνωρίζομε ότι ο Θεός υπάρχει, όπως ούτε αυτοί δε γνωρίζουν. Εκείνος όμως που δεν το γνωρίζει αυτό, είναι ο πιο άθεος και ο πιο ανόητος απ’ όλους.
Όταν αυτοί λένε ότι ο Θεός βέβαια έχει ενέργεια, αλλά καθόλου διαφορετική από την ουσία Του, προσπαθούν και μ’ αυτό τον τρόπο να συσκιάσουν τη δυσσέβειά τους και με σοφίσματα να παρασύρουν και να εξαπατήσουν όσους τους ακούνε. Γιατί έτσι κι εκείνος ο Σαβέλλιος από τη Λιβύη έλεγε ότι ο Πατέρας και Θεός έχει και Υιό, που δε διαφέρει καθόλου από Αυτόν. Όπως λοιπόν εκείνος αποδεικνυόταν πώς μιλάει για Πατέρα χωρίς Υιό, αφού αρνιόταν τη διαφορά τους στις υποστάσεις, έτσι τώρα κι αυτοί, όταν ισχυρίζονται ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, ελέγχονται να φρονούν ότι ο Θεός δεν έχει διόλου ενέργεια. Γιατί αν αυτά δεν διαφέρουν σε τίποτε, τότε ο Θεός δεν έχει ούτε τη δημιουργική και ενεργητική δύναμη, αφού δε γίνεται να ενεργεί κανείς χωρίς ενέργεια, κατά τους Θεολόγους, όπως πάλι, ούτε και να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Ότι η θεία ενέργεια διαφέρει από τη θεία ουσία, είναι φανερό για όσους σκέπτονται ορθά και από τούτο: η ενέργεια ενεργεί ένα άλλο, που δεν είναι αυτός που ενεργεί. Ο Θεός δηλαδή ενεργεί και δημιουργεί τα κτίσματα, ενώ Αυτός είναι άκτιστος. Και η έννοια του «προς τι» λέγεται πάντοτε ως προς ένα άλλο. Ο Υιός λέγεται ως προς τον Πατέρα· ο Υιός όμως ποτέ δεν είναι Πατέρας του Πατέρα. Όπως λοιπόν το «προς τι» είναι αδύνατο να μη διαφέρει καθόλου από την ουσία ή να μη θεωρείται μέσα στην ουσία αλλά να είναι το ίδιο ουσία, έτσι ούτε η ενέργεια είναι ποτέ δυνατό να μη διαφέρει από την ουσία, αλλά να είναι ουσία, κι ας μην αρέσει αυτό στους αντίθετους.
Ο Μέγας Βασίλειος στα συλλογιστικά του κεφάλαια, κάνοντας λόγο περί Θεού, λέει ότι η ενέργεια δεν είναι ούτε εκείνος που ενεργεί, ούτε το αποτέλεσμα της ενέργειας. Άρα λοιπόν η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Ο θείος Κύριλλος μιλώντας κι αυτός περί Θεού, θεολογεί ότι το να δημιουργεί είναι γνώρισμα της ενέργειας, ενώ το να γεννά είναι γνώρισμα της φύσεως· η φύση δε και η ενέργεια δεν είναι το ίδιο. Κι ο θεοφόρος Δαμασκηνός λέει ότι η γέννηση είναι έργο της θείας φύσεως, ενώ η δημιουργία είναι έργο της θείας θελήσεως. Ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο λέει καθαρά ότι, άλλο είναι η ενέργεια και άλλο αυτό που έχει τη δύναμη να ενεργεί. Η ενέργεια δηλαδή είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως, ενώ αυτό που ενεργεί είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Σε πολλά λοιπόν σημεία διαφέρει η ενέργεια από τη θεία ουσία, κατά τους θείους Πατέρες.
Η ουσία του Θεού είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, αφού είναι και ολωσδιόλου αχώρητη στο νου. Την ονομάζομε λοιπόν από όλες τις ενέργειές Της, χωρίς εκεί κανένα από τα ονόματα να διαφέρει κατά τη σημασία από το άλλο. Γιατί από το καθένα και απ’ όλα αυτά τα ονόματα, τίποτε άλλο δεν ονομάζεται, παρά η κρύφια εκείνη ουσία που κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει τι ακριβώς είναι. Όσον αφορά όμως στις ενέργειές Του, κάθε όνομα έχει διαφορετική σημασία. Ποιος δε γνωρίζει ότι διαφέρουν μεταξύ τους οι ενέργειες της δημιουργίας, της κυριαρχίας, της κρίσεως, της πρόνοιας, της υιοθεσίας μας από το Θεό με τη χάρη Του; Εκείνοι λοιπόν που λένε κτιστές τις φυσικές αυτές ενέργειες, ως διαφορετικές μεταξύ τους και προς τη θεία φύση, τί άλλο κάνουν παρά υποβιβάζουν το Θεό σε κτίσμα; Γιατί κτίσματα είναι αυτά που δημιουργούνται, κυριαρχούνται, κρίνονται και γενικά όλα τα παρόμοια, κι όχι ο Δημιουργός και ο Κυρίαρχος και ο Κριτής, ούτε η ίδια η ενέργεια της κρίσεως ή της κυριαρχίας ή της δημιουργίας, οι οποίες φυσικώς θεωρούνται μέσα στο Θεό.
Η ουσία του Θεού όπως είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, επειδή είναι πάνω από όνομα κατά τους Θεολόγους, έτσι είναι κατ’ αυτούς και αμέθεκτη, γιατί είναι πέρα από μέθεξη. Αυτοί λοιπόν, οι οποίοι απειθούν τώρα στη διδασκαλία του Πνεύματος που διατυπώθηκε μέσω των αγίων Πατέρων μας και λοιδορούν εμάς που συμφωνούμε με τους Πατέρες, λένε πως γίνονται πολλοί Θεοί, ή ένας Θεός σύνθετος, αν η θεία ενέργεια διαφέρει από την ουσία του Θεού και αν θεωρείται κάτι μέσα στην ουσία του Θεού. Αγνοούν όμως ότι δεν είναι το ενεργείν και η ενέργεια, αλλά το πάσχειν και το πάθος που κάνουν τη σύνθεση. Ενώ ο Θεός ενεργεί, χωρίς Αυτός να παθαίνει τίποτε, ούτε να αλλοιώνεται. Δεν είναι λοιπόν σύνθετος ο Θεός επειδή ενεργεί. Ακόμη, ο Θεός έχει την αναφορά Του (το «προς τι») και προς την κτίση, επειδή είναι αρχή και Κυρίαρχός της. Από αυτό όμως δεν συναριθμείται με τα δημιουργήματα. Και πώς πάλι θα γίνουν πολλοί Θεοί, επειδή ο Θεός έχει ενέργεια, αφού είναι ενός Θεού, ή μάλλον αφού ο ίδιος ο Θεός είναι η θεία ουσία και η θεία ενέργεια; Όλα αυτά λοιπόν είναι ξεκάθαρη φλυαρία της φρενοβλάβειάς τους.
Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του ότι «υπάρχουν μερικοί, από αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα πεθάνουν πριν δουν να έρχεται με δύναμη η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. 9, 1). Και έξι μέρες μετά, αφού πήρε μαζί Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ανέβηκε στο όρος Θαβώρ και εκεί έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως(Ματθ. 17, 1–2). Οι Μαθητές δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν, ή μάλλον επειδή δεν είχαν τη δύναμη ούτε ν’ ατενίσουν αυτή τη λάμψη, έπεσαν με το πρόσωπο στη γή(Ματθ. 17, 6). Εντούτοις είδαν, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα, τη βασιλεία του Θεού, το θεϊκό εκείνο και ανέκφραστο φως, το οποίο οι Μεγάλοι Γρηγόριος και Βασίλειος ονομάζουν θεότητα, λέγοντας: «Φως ήταν η θεότητα που φάνηκε στους Μαθητές πάνω στο όρος», και: «Κάλλος του αληθινά Δυνατού είναι η θεότητά Του που μπορεί να νοηθεί και να θεωρηθεί». Γιατί ο Μέγας Βασίλειος λέει επιπλέον ότι το φως εκείνο είναι κάλλος του Θεού που μπορεί να θεωρηθεί μόνο από τους Αγίους με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και λέει πάλι: «Είδαν το κάλλος Του ο Πέτρος και οι υιοί της βροντής, στο όρος, να λάμπει περισσότερο από τη λαμπρότητα του ηλίου και αξιώθηκαν να δουν με τα μάτια τους τα προοίμια της παρουσίας Του». Ο θεολόγος Δαμασκηνός μαζί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο ονόμασαν το φως εκείνο φυσική ακτίνα της θεότητας, ο μεν πρώτος γράφοντας: «Αφού ο Υιός γεννήθηκε ανάρχως από τον Πατέρα, έχει άναρχη και τη φυσική ακτίνα της θεότητας, κι έτσι η λαμπρότητα της θεότητας έγινε λαμπρότητα του σώματος», ο δε Χρυσόστομος λέγοντας: «Ο Κύριος φάνηκε τόσο λαμπρός πάνω στο όρος, επειδή η θεότητά Του φανέρωσε τις ακτίνες της».
Αυτό το ανέκφραστο θεϊκό φως, τη θεότητα και τη βασιλεία του Θεού, το κάλλος και τη λαμπρότητα της θείας φύσεως, την όραση και απόλαυση των Αγίων κατά την αιώνια ζωή, τη φυσική ακτίνα και δόξα της θεότητας, οι φλύαροι αιρετικοί το λένε φάντασμα και κτίσμα. Κι εκείνους που δε δέχονται να βλασφημούν όπως αυτοί το θείο αυτό φως, αλλά φρονούν ότι ο Θεός είναι άκτιστος κατά την ουσία και κατά την ενέργεια, τους διαλαλούν παντού συκοφαντικά ως διθεΐτες. Αλλά ας ντραπούν αυτοί. Αφού είναι άκτιστο και το θείο φως, έχομε ένα Θεό σε μία θεότητα. Γιατί, όπως δείξαμε με πολλούς τρόπους πιό πάνω, ενός Θεού είναι και η άκτιστη ουσία και η άκτιστη ενέργεια, δηλαδή η θεία χάρη και έλλαμψη αυτή.
Οι κακόβουλοι αιρετικοί, αφού τόλμησαν και μπροστά στη σύνοδο να πουν και ν’ αποπειραθούν να κάνουν φάντασμα και κτίσμα το θείο εκείνο φως που έλαμψε από το Χριστό στο Θαβώρ, και αφού ελέγχθηκαν με πολλούς τρόπους χωρίς ν’ αλλάξουν γνώμη, τιμωρήθηκαν με έγγραφο αφορισμό και ανάθεμα. Γιατί και βλασφημούν ως προς την ένσαρκη οικονομία του Θεού, και κτιστή χαρακτηρίζουν φρενοβλαβώς τη θεότητα του Θεού, και σε κτίσματα, όσο μπορούν, υποβιβάζουν τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Ενώ μία και η αυτή είναι η θεότητα των Τριών. Και όταν ισχυρίζονται ότι σέβονται άκτιστη θεότητα, είναι σαν να λένε φανερά ότι υπάρχουν δύο θεότητες του Θεού, μία κτιστή και μία άκτιστη. Έτσι αγωνίζονται να ξεπεράσουν στη δυσσέβεια όλους τους παλιούς κακοδόξους.
Άλλοτε πάλι, προσπαθώντας με τέχνη να συγκαλύψουν την κακοδοξία τους, και άκτιστο λένε ότι είναι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ και ότι είναι ουσία του Θεού, και έτσι βλασφημούν και στην περίπτωση αυτή με πολλούς τρόπους. Επειδή οι Απόστολοι είδαν το φως εκείνο, αυτοί κακώς φρονούν ότι είναι ορατή η ουσία του Θεού. Αλλ’ ας ακούσουν αυτόν που λέει: «Κανένας δεν ανέβηκε σε κάποιο υποστήριγμα ώστε να δει(Ιερ. 23, 28) την ουσία και τη φύση του Θεού και να αποκαλύψει σχετικά». Και όχι μόνον κανένας άνθρωπος, άλλ’ ούτε και Άγγελος. Και αυτά τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, από την υπερβολή της ελλάμψεως που πηγάζει από εκεί, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα φτερά τους(Ησ. 6, 2). Αφού λοιπόν σε κανένα ουδέποτε δε φανερώθηκε η υπερουσιότητα του Θεού, όταν οι αιρετικοί λένε ότι αυτή είναι εκείνο το φως, μαρτυρούν ότι το φως αυτό είναι ολότελα αθέατο και δεν το είδαν στο Θαβώρ ούτε οι τρείς εξέχοντες Απόστολοι και ούτε ο Κύριος στ’ αλήθεια τους είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Μαρτυρούν ακόμη πως δε λέει αλήθεια
ο Πέτρος λέγοντας: «Είδαμε τη λαμπρότητά Του καθώς ήμαστε μαζί Του στο άγιο εκείνο όρος»(Β΄ Πέτρ. 1, 16–18), ούτε ο Ευαγγελιστής που λέει: «Και μένοντας άγρυπνοι ο Πέτρος και οι άλλοι δύο είδαν τη λαμπρότητά Του»(Λουκ. 9, 32), ούτε κάποιος άλλος που είπε ότι ο ξεχωριστά αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης είδε γυμνή πάνω στο όρος την ίδια τη θεότητα του Λόγου. Είδαν λοιπόν, και είδαν αληθινά την άκτιστη και θεία εκείνη έλλαμψη, ενώ ο Θεός παρέμεινε αόρατος σύμφωνα με την υπερούσια κρυφιότητά Του, κι ας εκραγούν οι αρχηγοί της αιρέσεως και οι ομόφρονές τους.
150. Όταν ερωτήσει κανείς αυτούς τους αιρετικούς, που λένε ότι το φως εκείνο ήταν η ουσία της θεότητας: «Φαίνεται λοιπόν η ουσία του Θεού;», τότε αναγκάζονται να φανερώσουν το δόλο, λέγοντας πώς είπαν ότι αυτό ήταν ουσία του Θεού, επειδή διά μέσου του φάνηκε η ουσία του Θεού» γιατί αυτή βλέπεται διά μέσου των κτισμάτων του Θεού. Και έτσι κάνουν και πάλι κτίσμα, οι ταλαίπωροι, το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Αυτό που βλέπεται όμως διά μέσου των κτισμάτων δεν είναι η ουσία, αλλά η δημιουργική ενέργεια του Θεού. Ώστε μιλάνε με δυσσέβεια και σε συμφωνία με τον Ευνόμιο, όταν λένε ότι διά μέσου των κτισμάτων βλέπεται η ουσία του Θεού. Τόσο γόνιμο είναι το χωράφι της δυσσέβειάς του. Ας αποφεύγομε λοιπόν αυτούς και την επικοινωνία μαζί τους, σαν μία θανάσιμη για την ψυχή και πολυκέφαλη ύδρα και σαν πολυποίκιλη φθορά της ευσέβειας.
Αγιορείτικος τόμος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων.
Γι’ αυτούς που από τη δική τους απειρία και την απείθειά τους στους Αγίους, απορρίπτουν τις μυστικές ενέργειες του Πνεύματος, οι οποίες, με τρόπο που υπερβαίνει το λόγο, ενεργούνται σε όσους ζουν πνευματικά και φανερώνονται με έργα, χωρίς ν’ αποδεικνύονται με λόγια Τα δόγματα που τώρα πια είναι κοινοποιημένα και γνωστά σε όλους και κηρύττονται δημόσια, ήταν τα μυστήρια του Μωσαϊκού νόμου, τα οποία μόνον οι Προφήτες προέβλεπαν εμπνεόμενοι από το Πνεύμα.
Τα δε υποσχεμένα στους Αγίους αγαθά κατά τον μέλλοντα αιώνα, είναι τα μυστήρια της ευαγγελικής πολιτείας, τα οποία τώρα γίνονται ορατά ως ένα σημείο και δίνονται σαν αρραβώνας μόνο σε όσους αξιώθηκαν από το Πνεύμα να τα βλέπουν.
Αλλά τότε, αν κανείς Ιουδαίος δεν άκουγε μ’ ευχαριστία τους Προφήτες να μιλούν για Λόγο και Πνεύμα Θεού συναιώνια και προαιώνια, μπορούσε να κλείσει τ’ αυτιά του, πιστεύοντας πως ακούει λόγια απαγορευμένα στην ευσεβή πίστη και αντίθετα στη διακήρυξη που δίδασκε τους ευσεβείς ότι· «Ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος»(Δευτ. 6, 4).
Έτσι και τώρα μπορεί να πάθει κανείς, αν δεν ακούει με ευλάβεια τα μυστήρια του Πνεύματος που είναι γνωστά μόνο σ’ εκείνους που έχουν καθαρθεί δια μέσου της αρετής. Αλλά όπως έπειτα η πραγματοποίηση εκείνων των προφητειών έδειξε τα τότε μυστήρια σύμφωνα με όσα έγιναν φανερά και τώρα πιστεύομε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, θεότητα τρισυπόστατη, μία φύση απλή, ασύνθετη, άκτιστη, αόρατη, αχώρητη στο νου, έτσι και όταν αποκαλυφθεί στον ορισμένο καιρό ο μέλλων αιώνας κατά την ανέκφραστη φανέρωση του ενός Θεού που έχει τρεις τέλειες Υποστάσεις, τότε θα φανερωθούν τα μυστήρια σύμφωνα σε όλα με τα φανερά.
Πρέπει όμως να προσέξομε και τούτο· ότι δηλαδή, αν και αργότερα φανερώθηκε στα πέρατα της γής το δόγμα των τριών Υποστάσεων της θεότητας, χωρίς να αναιρεί καθόλου την έννοια του ενός Θεού, εντούτοις στους Προφήτες εκείνους ήταν με ακρίβεια γνωστό και πριν από την έκβαση των πραγμάτων, και το παραδέχονταν άνετα όσοι τότε πείθονταν στα λόγια των Προφητών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ούτε τώρα αγνοούμε τα δόγματα της χριστιανικής μας ομολογίας, κι εκείνα που κηρύττονται φανερά, κι εκείνα που αποκαλύπτονται μυστικά από το Πνεύμα στους αξίους. Άλλοι δεν τα αγνοούν γιατί μυήθηκαν σ’ αυτά από την ίδια τους την πείρα, όσοι δηλαδή απαρνήθηκαν και χρήματα και δόξα των ανθρώπων και κακές ηδονές του σώματος για χάρη της ευαγγελικής ζωής, και δεν έμειναν μόνο σ’ αυτό, αλλά και βεβαίωσαν αυτή την απάρνηση με την υποταγή τους στους προχωρημένους στην κατά Χριστόν ηλικία.Αφού δηλαδή σχόλασαν στον εαυτό τους και στο Θεό απαλλαγμένοι από κάθε φροντίδα με την ησυχία και την ειλικρινή προσευχή, ξεπέρασαν τον εαυτό τους κι ενώθηκαν με το Θεό, και με τη μυστική και υπέρ νουν ένωση μαζί Του μυήθηκαν στα υπέρ νουν μυστήρια. Άλλοι πάλι τα έμαθαν με το σεβασμό και την πίστη και την αγάπη προς αυτούς.
Έτσι λοιπόν κι εμείς, ακούγοντας τον Μέγα Διονύσιο, στη δεύτερη προς Γάιον επιστολή του, να ονομάζει τη θεοποιό χάρη του Θεού θεότητα, θεαρχία και αγαθαρχία, συμπεραίνομε ότι ο Θεός που παρέχει αυτή τη χάρη στους αξίους, είναι πάνω από αυτή τη «θεότητα» (τη θεοποιό χάρη)· γιατί ο Θεός δεν πάσχει πολλαπλασιασμό, ούτε μιλάει κανείς έτσι για δύο θεότητες. Αλλά η θεοποιός αυτή χάρη του Θεού, όπως αποφαίνεται ο θείος Μάξιμος γράφοντας περί του Μελχισεδέκ, είναι άκτιστη και υπάρχει πάντοτε, προερχόμενη από τον αιώνιο Θεό.
Ο ίδιος πάλι, σε πολλά άλλα μέρη, την ονομάζει αγέννητο και ενυπόστατο φως που φανερώνεται στους αξίους όταν γίνουν άξιοί του, αλλά που δε γίνεται βέβαια τότε. Αυτό το φως ο ίδιος το ονομάζει φως της υπερανέκφραστης δόξας και καθαρότητα των Αγγέλων. Ενώ ο Μέγας Μακάριος το ονομάζει τροφή των ασωμάτων, δόξα της θείας φύσεως, καλλονή του μέλλοντος αιώνος, φωτιά θεϊκή και επουράνια, φως άρρητο και νοερό, αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, αγιαστικό έλαιο αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 44, 8).
Όποιος λοιπόν συναριθμεί με τους Μασσαλιανούς και αποκαλεί διθεΐτες εκείνους που λένε άκτιστη και αγέννητη και ενυπόστατη τη θεοποιό αυτή χάρη του Θεού –αν υπάρχει κανένας τέτοιος–, αυτός ας γνωρίζει ότι αντιτάσσεται στους Αγίους του Θεού, και ότι αν δε μετανοήσει, βγάζει τον εαυτό του από την μερίδα των σωζόμενων και ξεπέφτει από τον ένα και μόνο από τη φύση Του Θεό των Αγίων.
Όποιος πάλι, ενώ πιστεύει και πείθεται και συμφωνεί με τους Αγίους και δεν προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις»(Ψαλμ. 140, 4), αγνοεί τον τρόπο του μυστηρίου, αλλά παρά την άγνοιά του δεν απορρίπτει ό,τι λέγεται φανερά, αυτός ας μην απαξιώνει να ζητεί και να μαθαίνει από εκείνους που γνωρίζουν. Γιατί θα μάθει ότι δεν υπάρχει τίποτε το ανακόλουθο στα θεία λόγια και πράγματα, και μάλιστα στα βασικότατα που χωρίς αυτά τίποτε με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε κανένα γενικά θεοπρεπές μυστήριο.
Όποιος αποφαίνεται ότι η τέλεια ένωση με το Θεό γίνεται με τη μίμηση μόνο και τη σχέση μαζί Του, χωρίς τη θεοποιό χάρη του Πνεύματος, όπως δηλαδή συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων που έχουν τις ίδιες συνήθειες και αλληλοαγαπώνται, και θεωρεί τη θεοποιό χάρη του Θεού μια έξη της λογικής φύσεως που αποκτάται μόνο με τη μίμηση και όχι με υπερφυσική έλλαμψη και απόρρητη θεία ενέργεια, την οποία οι άξιοι βλέπουν αοράτως και νοούν απερίληπτα από νου, αυτός ας γνωρίζει ότι χωρίς να ξέρει έπεσε στην πλάνη των Μασσαλιανών.
Γιατί κατά πάσα αναγκαιότητα θα είναι φύσει θεός ο θεούμενος, αν η θέωση γίνεται κατά φυσική δύναμη και περιέχεται μέσα στους όρους της φύσεως. Ας μην προσπαθεί λοιπόν αυτός τη δική του πλάνη να την προσάψει σ’ εκείνους που στέκονται με ασφάλεια και να προξενήσει μώμο στους αμώμητους στην πίστη.
Αλλά ας αποθέσει τη μεγάλη ιδέα του κι ας μάθει από τους πεπειραμένους ή από τους μαθητές τους, ότι η χάρη της θεότητας είναι τελείως απερίληπτη και δεν υπάρχει καμία δύναμη στη φύση που να μπορεί να τη δεχτεί, γιατί τότε δε θα είναι πλέον χάρη, αλλά φανέρωση της ενέργειας μιας φυσικής δυνάμεως.
Οπότε δε θα ήταν κάτι παράδοξο η θέωση, αν γινόταν με μία δύναμη που είναι δεκτική θεώσεως· γιατί τότε η θέωση δικαιολογημένα θα ήταν έργο της φύσεως και όχι δωρεά του Θεού, και θα μπορούσε ο θεωμένος να είναι φύσει θεός και να ονομάζεται έτσι κυριολεκτικά. Γιατί η φυσική δύναμη των όντων δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απαράβατη κίνηση της φύσεως προς ενέργεια.
Πώς όμως η θέωση βγάζει τον θεούμενο έξω από τον εαυτό του, αν η ίδια περιλαμβάνεται ακόμη μέσα στα όρια της φύσεως, δεν μπορώ να εννοήσω. Επομένως, η χάρη της θεώσεως είναι πάνω από τη φύση και την αρετή και τη γνώση, και όλα αυτά κατά τον άγιο Μάξιμο είναι απείρως κατώτερά της. Γιατί όλη η αρετή και η μίμηση του Θεού που μπορούμε να επιτύχομε, κάνει κατάλληλο τον ενάρετο για τη θεία ένωση.
Η χάρη όμως τελεσιουργεί την ίδια την απόρρητη ένωση. Διά μέσου αυτής ολόκληρος ο Θεός περιχωρεί ολόκληρους τους αξίους, και ολόκληροι οι Άγιοι περιχωρούν ολικά ολόκληρο τον Θεό, παίρνοντας όλο το Θεό στη θέση του εαυτού τους κι αποκτώντας τον ίδιο το Θεό μόνο ως βραβείο της αναβάσεώς τους προς Αυτόν, ενωμένο μαζί τους ως με δικά Του μέλη, με τον τρόπο που η ψυχή περιπλέκεται στο σώμα, αφού ο ίδιος τους αξίωσε να είναι μέσα σ’ Αυτόν.
Όποιος ισχυρίζεται ότι είναι Μασσαλιανοί εκείνοι που λένε ότι ο νους εδρεύει στην καρδιά ή στον εγκέφαλο, αυτός ας γνωρίζει ότι κακώς επιτίθεται εναντίον των Αγίων. Γιατί ο Μέγας Αθανάσιος λέει ότι το λογικό μερος της ψυχής είναι μέσα στον εγκέφαλο, ενώ ο εξίσου μέγας Μακάριος, ότι στην καρδιά είναι η ενέργεια του νου.
Σύμφωνοι με αυτούς είναι σχεδόν και όλοι oι Άγιοι. Αυτό που λέει ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, ότι ο νους δεν είναι ούτε μέσα ούτε έξω από το σώμα, ως ασώματος, δεν είναι αντίθετο στη γνώμη εκείνων των Αγίων. Εκείνοι λένε ότι ο νους είναι μέσα στο σώμα, επειδή είναι ενωμένος με αυτό. Διατυπώνοντας λοιπόν τούτο διαφορετικά, ελάχιστα διαφέρουν από εκείνον.
Γιατί δεν αντίκειται μήτε σ’ εκείνον που λέει ότι το θείο, ως ασώματο, δε βρίσκεται σε κάποιον τόπο, εκείνος που λέει ότι κάποτε ο Λόγος του Θεού κατοίκησε μέσα στην παρθενική και πανάμωμη μήτρα, ενωμένος εκεί υπέρλογα με την ανθρώπινη φύση, από ανείπωτη φιλανθρωπία.
Όποιος λέει φάντασμα και σύμβολο το φως που άστραψε γύρω από τους Μαθητές στο όρος Θαβώρ(Ματθ. 17, 1–2), τέτοιο που να γίνεται και να χάνεται, κι όχι ότι υπάρχει καθαυτό και είναι πάνω από κάθε νόηση, άλλ’ ότι είναι ενέργεια κατώτερη της νοήσεως, αυτός αντιλέγει καθαρά στις γνώμες των Αγίων.
Γιατί οι Άγιοι το ονομάζουν, τόσο στους θείους ύμνους, όσο και στα συγγράμματά τους, απόρρητο, άκτιστο, αιώνιο, άχρονο, απρόσιτο, άπλετο, άπειρο, απεριόριστο, αθέατο σε Αγγέλους και ανθρώπους, αρχέτυπο και αναλλοίωτο κάλλος, δόξα του Θεού, δόξα του Χριστού, δόξα του Πνεύματος, ακτίνα της θεότητας και τα όμοια.
Η σάρκα του Χριστού δοξάστηκε από τη στιγμή που Αυτός την προσέλαβε, και η δόξα της θεότητας έγινε δόξα του σώματος. Αλλά η δόξα ήταν αφανής στο φαινόμενο σώμα για εκείνους που δεν χωρούν αυτά που και στους Αγγέλους είναι αθέατα. Μεταμορφώνεται λοιπόν, όχι παίρνοντας κάτι που δεν ήταν, ούτε μεταβαλλόμενος σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους Μαθητές εκείνο που πράγματι ήταν, ανοίγοντας τα μάτια τους και από τυφλούς κάνοντάς τους να βλέπουν.
Ενώ Αυτός δηλαδή έμενε ο ίδιος, φαινόταν τώρα στους Μαθητές διαφορετικός απ’ ό,τι φαινόταν πριν γιατί Αυτός είναι το αληθινό φώς(Ιω. 1, 9), το ωράϊσμα της θείας δόξας, και τώρα έλαμψε όπως ο ήλιος. Είναι αμυδρή αυτή η εικόνα, αλλά είναι αδύνατο να εικονίζεται δίχως έλλειψη το άκτιστο μέσα στην κτίση.
Όποιος λέει ότι μόνο η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, όχι όμως και οι αιώνιες ενέργειές Του, από τις οποίες όλες ο Θεός είναι ανώτερος, γιατί είναι Αυτός που ενεργεί όλα όσα ενεργούνται, ας ακούσει τί λέει ο άγιος Μάξιμος: «Όλα τα αθάνατα και η ίδια η αθανασία, και όλα τα ζώντα και η ίδια η ζωή, και τα άγια όλα και η ίδια η αγιότητα, και όλα τα ενάρετα και η ίδια η αρετή, και τα αγαθά όλα και η ίδια η αγαθότητα, και τα όντα όλα και η ίδια η οντότητα ολοφάνερα είναι έργα του Θεού.
Αλλά τα πρώτα έχουν χρονική αρχή υπάρξεως, γιατί κάποτε δεν υπήρχαν, ενώ τα άλλα δεν έχουν χρονική αρχή, γιατί δεν υπάρχει καιρός που δεν υπήρχαν η αρετή, η αγαθότητα, η αγιότητα, η αθανασία». Και πάλι: «Η αγαθότητα και ό,τι περιλαμβάνεται στην έννοια της αγαθότητας, και γενικά κάθε ζωή και αθανασία και απλότητα και σταθερότητα και απειρία και όσα θεωρούνται σχετικά με την ουσία του Θεού, είναι έργα του Θεού και δεν έχουν χρονική αρχή.
Ποτέ, ας πούμε, δεν προηγήθηκε της αρετής η ανυπαρξία, ούτε κανενός άλλου απ’ όσα αναφέραμε, και αν ακόμη εκείνα που μετέχουν σ’ αυτά έχουν χρονική αρχή. Γιατί κάθε αρετή είναι άναρχη και δεν είναι ο χρόνος αρχαιότερός της, επειδή μόνος γεννήτοράς της είναι αιώνια ο Θεός. Και ο Θεός είναι άπειρες φορές άπειρα έξω απ’ όλα τα όντα, και όσα μετέχονται και όσα μετέχουν».
Ας μαθαίνει λοιπόν από αυτά ότι δεν υπόκεινται στο χρόνο όλα όσα έλαβαν υπόσταση από το Θεό. Μερικά από αυτά είναι άναρχα, χωρίς ν’ αναιρούν καθόλου την έννοια της μόνης φύσει άναρχης και τριαδικής Μονάδας και της υπέρλογης απλότητάς Της. Η απόλυτη αυτή αμέρεια του Θεού έχει σαν αμυδρή της εικόνα το νου, ο οποίος καθόλου δεν είναι σύνθετος, παρά τις έμφυτες νοήσεις του.
Όποιος δεν παραδέχεται τις πνευματικές καταστάσεις που αποτυπώνονται από τα πνευματικά χαρίσματα της ψυχής στο σώμα εκείνων που προκόβουν κατά Θεόν, και ονομάζει απάθεια την έξη της νεκρώσεως του παθητικού μέρους της ψυχής, αλλά όχι και την έξη της ενέργειας προς τα ανώτερα, με ολική αποστροφή των κακών και στροφή προς τα καλά, με αποβολή των κακών έξεων και απόκτηση των αγαθών, αυτός, σύμφωνα με τη γνώμη του αυτή, αρνείται και τη ζωή των όντων με σώμα κατά τον άφθαρτο μέλλοντα αιώνα.
Αν δηλαδή λάβει τότε μέρος και το σώμα μαζί με την ψυχή στα απόρρητα αγαθά, σίγουρα θα συμμετάσχει και τώρα, κατά το δυνατόν, στη χάρη που χορηγεί ο Θεός μυστικά και απόρρητα στον καθαρμένο νου. Και θα δεχτεί κι αυτό τα θεία, με τρόπο βέβαια που αναλογεί στο ότι είναι σώμα· ενώ το παθητικό μέρος της ψυχής θα μεταποιηθεί και θα αγιαστεί, χωρίς όμως να νεκρωθεί κατά την έξη, και θα αγιάζει το ίδιο τις διαθέσεις και τις ενέργειες του σώματος, επειδή θα έχει γίνει πια κοινό της ψυχής και του σώματος.
Γιατί, κατά τον άγιο Διάδοχο, ο νους εκείνων που απαλλάχθηκαν από τα καλά του βίου για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, καθώς κινείται μ’ ευρωστία λόγω της αμεριμνίας, αισθάνεται την ανέκφραστη θεία αγαθότητα και μεταδίδει, ανάλογα με την προκοπή του, και στο σώμα τη δική του καλή κατάσταση. Και η χαρά αυτή που προξενείται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμιση της αθάνατης ζωής.
Άλλο φως αντιλαμβάνεται ο νους, άλλο η αίσθηση. Η αίσθηση αντιλαμβάνεται το αισθητό φως που δείχνει τα αισθητά ως αισθητά. Φως του νου είναι η γνώση που υπάρχει στα νοήματα. Δεν αντιλαμβάνονται λοιπόν το ίδιο φως η όραση και ο νους, αλλά έως ότου καθένα από αυτά ενεργεί κατά τη δική του φύση και μέσα στις κατά φύση συνθήκες.
Όταν όμως οι άξιοι ευτυχήσουν να λάβουν πνευματική και υπέρλογη χάρη και δύναμη, τότε και με την αίσθηση και με το νου βλέπουν αυτά που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και κάθε νου, με τρόπο που «γνωρίζει μόνο ο Θεός κι εκείνοι που δέχονται αυτές τις θείες ενέργειες» – για να χρησιμοποιήσομε την έκφραση του Μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αυτά διδαχτήκαμε από τις Γραφές. Αυτά παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. Αυτά γνωρίσαμε με τη μικρή μας πείρα. Αυτά συνέγραψε και ο τιμιότατος μεταξύ των ιερομονάχων και αδελφός μας Κυρ Γρηγόριος, με τίτλο «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», και τα υπογράψαμε ως σύμφωνα ακριβώς με τις παραδόσεις των Αγίων, για να βεβαιώνονται όσοι τα διαβάζουν.
Ο πρώτος των σεβασμίων Μονών του Αγίου Όρους, Ιερομόναχος Ισαάκ.
Ο ηγούμενος της σεβάσμιας, βασιλικής και ιεράς Λαύρας, Θεοδόσιος Ιερομόναχος. Είχε και την υπογραφή του Ηγουμένου της Μονής των Ιβήρων, στη δική του γλώσσα.
Ο Καθηγούμενος της σεβάσμιας και βασιλικής Μονής του Βατοπεδίου, Ιερομόναχος Ιωαννίκιος. Είχε και την υπογραφή του Ηγουμένου της Μονής των Σέρβων στη δική του γλώσσα.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος Φιλόθεος, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος και Πνευματικός της σεβασμίας Μονής του Εσφιγμένου, Αμφιλόχιος.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος και Πνευματικός του Βατοπεδίου Θεοδόσιος.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Κουτλουμούση, Θεοστήρικτος Ιερομόναχος.
Ο αμαρτωλός Γερόντιος Μαρούλης, μέλος της γεροντίας της σεβασμίας Λαύρας, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Κάλλιστος ο Μουζάλων.
Ο ευτελής Ιερομόναχος Γεράσιμος, αφού είδα και διάβασα αυτά που γράφτηκαν με φιλαλήθεια και τα δέχτηκα, υπέγραψα.
Ο ευτελής γέρων και ελάχιστος Μοναχός Μωυσής, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος και ευτελής Μοναχός Γρηγόριος ο Στραβολαγκαδίτης, ησυχαστής τάχα, σκεπτόμενος και φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο Γέρων και ελάχιστος Ιερομόναχος Ησαΐας από τη σκήτη του Μαγουλά, φρονώντας τα ίδια, υπέγραψα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Μάρκος ο του Σιναΐτου.
Ο ελάχιστος Ιερομόναχος Κάλλιστος από τη σκήτη του Μαγουλά.
Είχε και την υπογραφή του Σύρου γέροντα ησυχαστή στη δική του γλώσσα.
Ο ελάχιστος Μοναχός Σωφρόνιος. Ο ελάχιστος Μοναχός Ιωάσαφ.
Ο ταπεινός Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιάκωβος, αναθρεμμένος με τις αγιορείτικες και πατρικές παραδόσεις, και μαρτυρώντας ότι με τους εκλεκτούς Αγιορείτες που υπέγραψαν εδώ, συμφωνεί και συνυπογράφει όλο το Άγιο Όρος, υπέγραψα κι εγώ, συμφωνώντας και επισφραγίζοντας. Και συμπληρώνω μαζί με όλους και τούτο· ότι εκείνον που δε συμφωνεί με τους Αγίους, όπως εμείς και οι λίγο πριν από μας Πατέρες μας, εμείς δε θα τον δεχτούμε σε κοινωνία.