Τα στάδια της νοεράς εργασίας
Перевод статьи Этапы умного делания на новогреческий выполнен монахом Василием Катунакским (Викторовым).
Содержание
Νοερά προσευχή Καθαρή πρακτική προσευχή Η προσευχή στα πρόθυρα της καρδιάς Η διάνοιξη της καρδιάς Καρδιακή αυτοενεργούμενη προσευχή Η καρδιακή πάλη Η θεωρητική προσευχή Η καθαρά θεωρητική προσευχή Η θέωσις Οι βαθμίδες της γνώσεως
Ως νοερά εργασία εκλαμβάνεται η πρακτική εργασία των ορθοδόξων χριστιανών, πού ως στόχο έχει την σωτηρία, βασιζόμενη στην χάρη της ευχής του Ιησού. Για τους αρχαρίους στην νοερά εργασία είναι ωφέλιμο να υπάρχει ένας οδηγός για τα βασικά στάδια εξέλιξης της νοεράς εργασίας και τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν το κάθε στάδιο.
Η νοερά εργασία δεν περιορίζεται μόνο στην ευχή τού Ιησού, αλλά περικλύει την αδιάκοπη πάλη με τα εμπαθή νοήματα και τους πονηρούς λογισμούς, την οποία οι πατέρες ονομάζουν νήψη. Συνάμα η νοερά εργασία προϋποθέτει ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των πατερικών έργων, και ταυτόχρονα διαλογισμούς περί του έργου της Οικονομίας του Υιού του Θεού. Με τρόπον ώστε οι συλλογισμοί αυτοί να αναμειγνύονται με την ευχή σε ένα ενιαίο σύνολο. Αυτού τού είδους η συνένωση ευχής, ανάγνωσης και στοχασμών σε όλη την διάρκεια της ημέρας ονομάζεται από τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο κρυπτή προσευχή, ως βασικό τμήμα της νοεράς εργασίας. Η ανάγνωση και η αφανής προσευχή συμβάλλουν στην ευλογημένη εξέλιξη της προσευχής. Στην βάση όμως της νοεράς εργασίας βρίσκεται η ευχή τού Ιησού, η οποία κατά το μέτρον της καρδιακής καθάρσεως, μεταμορφώνεται δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ανεβαίνει την κλίμακα της νοεράς εργασίας και της κατανόησης της θείας γνώσεως.
Νοερά προσευχή
Στο αρχικό της στάδιο η προσευχή προφέρεται διά των χειλέων εκφώνως ή ενδομύχως. Αυτό το στάδιον συχνά ονομάζεται προφορική προσευχή, διότι ενεργούν τα χείλη και η γλώσσα. Την ουσίαν όμως αυτού του σταδίου δεν αποτελεί, το τι προφέρουν τα χείλη, αλλά η αλλαγή του νου, ο οποίος απευθύνεται στον Κύριο για την σωτηρία της ψυχής. Αφού καλλιεργηθεί η συνήθεια της προφορικής ευχής, οι κινήσεις των μυών της
γλώσσας σταδιακά γίνονται λιγότερο αντιληπτές και έρχεται η στιγμή που η προσευχή περνάει στο πίσω τοίχωμα του λάρυγγα σ᾽εκείνο το σημείο, όπου καταπίνεται η τροφή ακριβώς πίσω της σταφυλής του λάρυγγα ή πιο κάτω προς την κλείδα. Ενταυτώ οι μύες της γλώσσας στερούνται της ώθησης προς κίνηση, και η προσευχή ενεργείται μόνο από τον νου, η προσοχή του οποίου συγκεντρώνεται στα λόγια. Διά τούτο αυτό το στάδιο της προσευχής καλείται νοερά προσευχή, καθ’ ότι παύει να ενεργείται η προσευχή από την γλώσσα και τελείται πλέον υπό του νοός. Εντούτοις στην πατερική γραμματεία ως νοερά προσευχή ενίοτε αποκαλείται η καρδιακή προσευχή. Και μάλιστα, ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής νοερά ονόμαζε ακριβώς την καρδιακή προσευχή. Προς αποφυγή συγχύσεως όμως θα συνεχίσουμε να ονομάζουμε αυτό το στάδιο νοερά προσευχή, σε αντίθεση με την προσευχή, η οποία προφέρεται από τα χείλη διά της γλώσσας ή της καρδίας.
Η στιγμή της μετάβασης στην νοερά προσευχή συνοδεύεται από μια αντιληπτή συναισθηματική αποχρωμάτιση της προσευχής. Εάν νωρίτερα τα αισθήματα συντριβής, κατανύξεως και μετανοίας εκφράζονταν με τα χείλη, όπως για τον καθένα είθισται και όπως μαστορικά ξέρουν να το δείχνουν οι ηθοποιοί με την φωνή τους, τώρα όμως η προσευχή χάνει αυτό το μέσο έκφρασης ψυχικών καταστάσεων. Η προσευχή γίνεται «στεγνή», αλλά σταδιακά ξεσκεπάζονται άλλες αισθήσεις πνευματικές του εσωτερικού ανθρώπου, οι οποίες δεν είναι λιγότερο πλούσιες σε αισθήματα.
Αυτή η μετάβαση στην νοερά εργασία πραγματοποιείται ανεπαίσθητα με την ενέργεια της χάριτος. Κατά την διάρκεια μιας ελκυστικής ανάγνωσης, όπου ο αναγνώστης είναι συνεπαρμένος, μπορεί να συμβεί μια παρόμοια απενεργοποίηση του εγκεφαλικού κέντρου, που ευθύνεται για την κίνηση των μυών της γλώσσας και τού λάρυγγα, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην παρατηρεί πλέον ξεχωριστές λέξεις αλλά να βυθίζεται όλος στα νοήματα. Μία τέτοια απενεργοποίηση τού αναγνώστη από την πραγματικότητα δεν γίνεται όμως κατά χάριν, αλλά οφείλεται στην δική του προαίρεση. Εδώ έγκειται η ουσιώδης διαφορά. Η μετάβαση στην νοερά ευχή δεν αποτελεί προϊόν της βούλησης του προσευχομένου ανθρώπου. Επιπλέον κατά την ανάγνωση πληθαίνουν οι φαντασίες του νου, οι οποίες και τον εμποδίζουν να προσέχει τα χείλη. Στην νοερά εργασία όμως είναι απαραίτητο, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, με κάθε τρόπο να αποφεύγονται οι φαντασιώσεις, μέσω των οποίων ο πονηρός ενεργεί εξίσου, όπως και διά των λογισμών, αποσπώντας την προσοχή από τα λόγια της ευχής.
Η παραμονή στο στάδιο της νοεράς προσευχής μπορεί να διαρκεί χρόνια ή και δεκαετίες, αλλά μπορεί και να περιοριστεί σε μερικούς μήνες, διότι η νοερά εργασία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποτελεί όπλο του αγωνιζόμενου, το οποίο του παραδίδεται από την Θεία Πρόνοια για την πνευματική πάλη εναντίων των παθών του και του πονηρού. Για τους μοναχούς η αδιάλειπτη πνευματική πάλη αποτελεί το νόημα της βιοτής τους. Γι’ αυτό για τους μοναχούς εκείνους, οι οποίοι ακατάπαυστα και απαρέγκλιτα διεξάγουν την πνευματική μάχη, οι Πατέρες συμβουλεύουν το ξεκίνημα της νοεράς εργασίας να αποτελείται από την συχνή επανάληψη της ευχής του Ιησού καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Διά δε τους εν τω κόσμῳ αδελφούς, τους οποίους εκάλεσεν ο Κύριος σ’αυτή την μάχη, τους έδειξε την αδυναμία τους στην πάλη και διέγειρε την αναζήτηση της βοήθειας τού Κυρίου μέσω της ευχής του Ιησού, και σ’ αυτούς είναι ωφέλιμη η συχνή επανάληψη της ευχής, μολαταύτα τους εμποδίζουν οι περιστάσεις. Η οικογένεια, η εργασία και τα παιδιά τους αποσπούν από την ευχή, αλλά η αδιάκοπη μνήμη των εντολών και η επιμονή του κοσμικού για την τήρησή τους στην εργασία και στην οικία του, εν μέσω πολλών δεινών, εξισούται με την προσευχή που κάνει ο μοναχός σε όλη την διάρκεια της ημέρας. Διότι όπου η κακία επλεόνασε, εκεί υπερεπερίσσευσεν η χάρις (Ρωμ. 5, 20). Επιπλέον η επιμονή του κοσμικού αδελφού στην ευχή του Ιησού κατά τον εσπερινό ή πρωινό κανόνα, κατά την διάρκεια των οποίων απαρνείται απ’ οτιδήποτε κοσμικό και μεθ’ όλης της δυνατής προσοχής προσεύχεται υπομονετικώς ως παριστάμενος ενώπιον Κυρίου, επιβραβεύεται υπό της χάριτος ενίοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, απ’ ότι το έργον κάποιου μοναχού, που προσεύχεται καθ᾽ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Καθαρή πρακτική προσευχή
Η έντονη προσπάθεια για την απόκτηση της προσοχής κατά την κατ’ ιδίαν προσευχή (εντός του κελλίου ή της οικίας) επιφέρει την κατά χάριν απερίσπαστη συγκεντρωμένη προσευχή, κατά την διάρκεια της οποίας ο νους συγκρατείται στα λόγια της ευχής χωρίς να αποσπάται σε εμφανιζόμενους λογισμούς ή ορατά σχήματα. Καθαρά ονομάζουν οι πατέρες μια τέτοια προσευχή. Η καθαρότητα της προσευχής εξαρτάται από τον τρόπο ζωής και το μέτρο των αρετών. Στους διάφορους τρόπους ζωής αντιστοιχούν διάφοροι βαθμοί καθαρότητας προσευχής. Στους ασκητές πρακτικού τρόπου ζωής ανήκουν οι εν κοινοβίοις διαβιούντες μοναχοί, ως και οι κοσμικοί, που ζουν μεταξύ κοσμικών. Στους ασκητές θεωρητικού τρόπου ζωής κατατάσσονται οι αναχωρητές-ησυχαστές και εκείνοι οι κοσμικοί, τούς οποίους η Πρόνοια αξιώνει της θεωρητικής προσευχής σε στιγμές απομόνωσης. Κατά τον πρακτικό τρόπο ζωής η καθαρή προσευχή τελείται με την έλλογη βούληση του προσευχομένου και ως ύψιστη κατάκτηση τέτοιας καθαρής προσευχής αποτελείται η αίσθηση του ότι παρίστασαι ενώπιον τού Θεού, και ο νους δεν αποσπάται πλέον σε άλλους λογισμούς, αλλά συγκεντρώνεται στα λόγια της ευχής τού Ιησού.
«Δύο ακρότατες καταστάσεις υπάρχουν της καθαρής προσευχής, από τις οποίες η μία συμβαίνει στους πρακτικούς και η άλλη στους θεωρητικούς. Και η πρώτη έρχεται στην ψυχή από τον φόβο του θεού και την αγαθή ελπίδα, η άλλη από τον θείο έρωτα και την τελειότατη κάθαρση. Γνώρισμα της πρώτης καταστάσεως είναι να μαζεύει κανείς τον νου του απ’ όλα τα νοήματα τού κόσμου και, σαν να βρίσκεται κοντά του ο Θεός ο ίδιος όπως και πράγματι είναι παρών, να προσεύχεται απερίσπαστα και ανενόχλητα»1.
Ερχόμενος σε επαφή ο προσευχόμενος με την χάρη της καθαρής πρακτικής προσευχής στην ησυχία, εξασκείται στην προσεκτική ευχή, η οποία σίγα-σίγα γίνεται συνήθεια ορθού τρόπου προσευχής. Αυτή η συνήθεια κατ᾽ ολίγον επεκτείνεται στην προσευχή που γίνεται κατά την ημέρα σε οποιαδήποτε ώρα, όταν επιτρέπουν οι περιστάσεις. Τέτοια προσεκτική προσευχή καθίσταται επιθυμητή και εκτελείται εντατικά, όταν στην περιοχή του στήθους υπάρχει η κατά χάριν αίσθηση της θερμότητος. Μια τέτοια προσευχή βοηθά να φυλάγεται η μνήμη του Κυρίου, να αναγνωρίζονται και αποκόπτονται οι ληστρικοί λογισμοί και να διατηρείται η εγρήγορση στην πνευματική πάλη. Διότι δεν δίδεται η χάρις της νοεράς εργασίας ως ανταμοιβή για την ποσότητα των προσευχών, αλλά για την επιμονή στην αναζήτηση της γνήσιας προσευχής και για την ακατάπαυστη διεξαγωγή με την βοήθειά της, του πνευματικού πολέμου.
Η προσευχή στα πρόθυρα της καρδιάς
Εάν η πνευματική μάχη διεξάγεται απαρέγκλιτα και ακατάπαυστα, στον προσευχόμενο μπορεί κατά καιρούς να δίδεται προσευχή, που ενεργείται εύκολα και με χάρη στα πρόθυρα της καρδιάς. Αυτή την προσευχή ενίοτε την ονομάζουν νοερά-καρδιακή, διότι ο μεν νους όταν παραμένει στο κεφάλι από εκεί προσέχει την προσευχή, η οποία εκτελείται στην περιοχή του στέρνου κάτω από την κλείδα, ή πιο κοντά προς το μέρος της πνευματικής καρδιάς2, η δε καρδιά αρχίζει να συμπάσχει με τα λόγια της ευχής. Αυτό όμως ακόμη δεν αποτελεί καρδιακή προσευχή, αν και γίνεται αισθητή η χάρη από την προσευχή κοντά στην καρδιά. Κατά την καρδιακή προσευχή ο νους και η καρδιά γίνονται ένα ενιαίο σύνολο και εκεί ο νους εννοεί, και ἀπό εκεί τα έξωθεν παρατηρεί.
Η προσευχή στα πρόθυρα της καρδιάς φέρνει χαρά από την αίσθηση της χάριτος, αλλά αυτή ακόμη δεν ενεργείται σταθερά πλησίον της καρδιάς. Οι προσπάθειες του προσευχομένου να συγκρατήσει με την θέλησή του τον νου στο μέρος της πνευματικής καρδιάς, ή και η πίεση για να ενωθεί ο νους με την καρδιά μέσω αύξησης του αριθμού των προσευχών, έχουν ως αποτέλεσμα απώλεια της κατά χάριν προσευχής στα πρόθυρα της καρδιάς και μετάβαση σε επίμονη κοπιαστική προσευχή στην περιοχή του λάρυγγα. Αυτό συμβαίνει διότι ξεχνά ο προσευχόμενος τον σκοπό της νοεράς εργασίας και το ότι η καρδιακή προσευχή είναι δώρο της χάριτος, και δεν χαρίζεται για τους κόπους του προσευχομένου, αλλά για την θερμότητα της πίστεώς του, την τήρηση των εντολών, και την ταπεινή υπακοή του στο θέλημα τού Κυρίου, ο οποίος δίδει εκείνη την προσευχή, η οποία ωφελεί, και πριν την ώρα της δεν δωρίζει την καρδιακή προσευχή. Εάν ως σκοπός της νοεράς εργασίας τίθεται η απόκτηση της καρδιακής προσευχής και ακόμη υψηλοτέρων καταστάσεων αυτόβουλα, τότε για πολλές δεκαετίες η προσευχή θα περιοριστεί στην περιοχή γύρω από τον λάρυγγα με κάποιες περιοδικές αναλάμψεις, υπό της χάριτος, της προσευχής στα πρόθυρα της καρδιάς. Διότι δεν διαφυλάσσει ο προσευχόμενος την χάρη, αλλά η χάρις διαφυλάσσει την προσευχή.
Η διάνοιξη της καρδιάς
Εάν όμως τεθεί ως στόχος της νοεράς εργασίας η απαρέγκλιτη τήρηση των εντολών, πάσῃ θυσίᾳ, τότε μετά από σύντομο καιρό, αναπάντεχα διανοίγεται η καρδιά του προσευχομένου και έρχεται μία σημαντική στιγμή: η καρδιά γεμίζει με την απεριόριστη αγάπη του Χριστού και αποκτά την γνώση της επουρανίου τρυφής και την χαρά της κάθαρσης στην κολυμβήθρα των δακρύων. Το άνοιγμα της καρδιάς είναι όμοιο με την ανάβλεψη του τυφλού, ο οποίος με το έλεος του Κυρίου αποκτά την ικανότητα να βλέπει το πνευματικό φως. Δεν συντελείται η διάνοιξη της καρδιάς από την επιθυμία του προσευχομένου, αλλά δίδεται εντελώς έξαφνα, όταν ο προσευχόμενος δέεται εν μετανοίᾳ χωρίς αναμονή δωρεών. Ο προσευχόμενος ξαφνικά ανακαλύπτει μία μεταμόρφωση όλων των αισθήσεων. Όλος ο ορατός κόσμος του φαίνεται εξαίσιος, όλοι οι ήχοι και οι λόγοι ευχάριστοι, και όλοι οι άνθρωποι εξίσου αξιαγάπητοι και οικείοι. Η προσευχή μεταμορφώνεται και προφέρεται από μόνη της. Ο νους δεν είναι ακόμη ενωμένος με την καρδιά, όμως ακούει και κατανοεί τα θαύματα που λαμβάνουν χώρα στην καρδιά του. Οι πατέρες ορίζουν πως αυτό το σημείο σηματοδοτεί την είσοδο του Ιδίου του Χριστού στην καρδιά, η οποία συνοδεύεται από αίσθηση της αμέτρου αγάπης. Η ολοκληρωτική αγάπη του Χριστού γεμίζει και πλατύνει την καρδιά, εναγκαλίζεται και ξεχειλίζει την ευφροσύνη σε όλους και σε όλα. Η καρδιά αναφλέγεται από αγάπη όταν πλησιάζει άνθρωπος. Αυτή η κατάσταση της ουρανίου μακαριότητος κατακυριεύει τον προσευχόμενο, αλλά δεν του στερεί την ελευθερία του αυτεξουσίου και τον συνήθη τρόπο ζωής στο χώρο-χρόνο μεταξύ των ανθρώπων. Και ο προσευχόμενος κατανοεί ότι αυτό ακριβώς αποτελεί τον παράδεισο στην γη, και συνειδητοποιεί ότι ουσία της προσευχής είναι η αγάπη και χωρίς αυτήν στην καρδιά δεν υπάρχει προσευχή. Αυτή η συνειδητοποίηση της γνησίου αγάπης του Χριστού δίδεται για μία περίπου ώρα ή και παραπάνω και κατ᾽ολίγον μειώνεται. Ακολούθως η εμπειρία της γεύσης της θείας αγάπης επιτρέπει στον προσευχόμενο να αναγνωρίζει το πλησίασμα της χάριτος από την όσφρηση της αγάπης, και να ξεχωρίζει τα υποκατάστατα του πονηρού στην πνευματική μάχη πριν την έξοδό του στον χώρο της θεωρίας. Στον γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή δόθηκε η διάνοιξη της καρδιάς στην ηλικία των 24 ετών, όταν ονομάζετο ακόμη Φραγκίσκος:
«Και άρχισε να ξεχειλίζει από την καρδιά του η ασταμάτητη προσευχή με τέτοια γλυκύτητα και ευφροσύνη που σκέφτηκε: ―Νάτος, ο παράδεισος! Άλλον παράδεισον δεν χρειάζομαι. Ο Φραγκίσκος έβλεπε τον εαυτό του ως δύο διαφορετικούς ανθρώπους: απ’ έξω ο ένας, και από μέσα ο άλλος, ο οποίος έλεγε την ευχή με μαθηματική ακρίβεια, σαν ρολόι. Και το άξιον απορίας ότι συνέχιζε να την προφέρει χωρίς κάποια προσωπική προσπάθεια».3
Όταν υπάρχει η συναίσθηση του παραδείσου στην καρδιά, οι κοινές σωματικές αισθήσεις μεταμορφώνονται αγιαζόμενες από την χάρη. Σ᾽ αυτή την κατάσταση ίσως παρά την θέλησή μας να τρέξουν δάκρυα από την υπερβολική αίσθηση της ευτυχίας, της επαφής με τον Χριστό.
Όταν ανοιχθεί η καρδιά, ταυτόχρονα με το αίσθημα αγάπης γεννάται δυνατός πόνος, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικού βαθμού αναλόγως της πνευματικής εμπειρίας που προηγήθηκε. Ίσως να είναι και τόσον δυνατός, σαν κάρφωμα στην καρδιά, σαν μαχαίρωμα χειρουργικής επέμβασης χωρίς αναισθησία, όπως συνέβη στον γέροντα Ιωσήφ και τον μαθητή του Χαραλάμπη:
«…σαν μαχαίρι θα το νοιώσεις στην καρδιά σου. Κοίταξε μην τρομάξεις. Θα έχει πόνο η καρδιά, θα συνταραχθεί, θα βοήσει. Ας σου φαίνεται, πως σχίστηκε η καρδιά σου. Έτσι διαμαρτύρεται ο Διάβολος. Εσύ συνέχισε και ο πόνος θα υποχωρήσει. Όλο αυτό θα κρατήσει κάπου δύο λεπτά, το πολύ τέταρτο της ώρας. Όταν παύσει ο πόνος, αμέσως συγκέντρωσε τον νου στην καρδιά».4
Ο πόνος μπορεί να είναι μετρημένος, αλλά νά αυξάνεται όταν η αίσθηση της αγάπης του Χριστού έρχεται και δυναμώνει στον άνθρωπο, και η οποία αγαπά εξίσου όλους χωρίς όριο. Στον προσευχόμενο όμως δίδεται να νοιώσει το άμετρον της αγάπης και τον πόνο έως του σημείου εκείνου, που μπορεί αυτός να αντέξει. Δεν προκαλεί ανησυχία αυτός ο πόνος, είναι επιθυμητός και καλοδεχούμενος, ως μάρτυς της του Χριστού παρουσίας στην καρδιά.
«Ο πόνος της προς Θεόν αγάπης επί ολίγον ομοιάζει με τον πόνο της καρδιάς, όπου ετρώθη από πυρωμένον σίδερον. Αλλά και πάλιν «αλλά», αυτός ο πόνος είναι συγκερασμένος με την απεριφράστως γλυκείαν αγάπην η οποία περικλύει όλους».5
Ο πόνος κατά την διάνοιξη της καρδιάς μαζί με την αίσθηση της τού Χριστού αγάπης, δυστυχώς, παρέρχεται αρκετά γρήγορα σε διάστημα μισής ώρας. Αλλά μετέπειτα μπορεί κατά διαστήματα να επαναλαμβάνεται κατά την ώρα που ο νους συμμαζεύεται στην καρδιά. Και όταν επανέρχεται ο πόνος, τον δεχόμαστε ως μαρτυρία, ότι πλησιάζει η χάρις. Σταδιακά ο πόνος εξασθενεί, και η προσευχή αρχίζει να τελείται ήρεμα χωρίς αίσθηση πόνου. Ενώ όταν ο νους ενώνεται με την καρδιά, δεν ξαναεμφανίζεται ο πόνος.
Εντούτοις εντελώς διαφορετικός πόνος μπορεί να εμφανιστεί την ώρα της νοεράς προσευχής, όχι στο σημείο της πνευματικής καρδιάς, αλλά πιο κάτω στην περιοχή της σωματικής καρδιάς, εκεί που νοιώθουμε τους κτύπους της καρδιάς. Και αυτό αποτελεί μαρτυρία όχι του ότι πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη της καρδιάς, αλλά πως η προσοχή βρισκόταν σε ακατάλληλο σημείο ή ότι δεν γινόταν σωστά η προσευχή, με φυσική έξαψη ή με βίαιη προσπάθεια να κρατηθεί στην καρδιά ο νους.
Καρδιακή αυτοενεργούμενη προσευχή
Αφού συντελεστεί η διάνοιξη της καρδιάς έρχεται η περίοδος της καρδιακής αυτενεργούμενης6 προσευχής η οποία ενεργείται από το Άγιο Πνεύμα ακαταπαύστως νυχθημερόν. Είναι η περίοδος της κατά χάριν αδιαλείπτου προσευχής. Η περίοδος όπου ο νους την μια ενώνεται με την καρδιά και τις κινήσεις του Αγίου Πνεύματος, την άλλη εξέρχεται της καρδιάς και ακούει με προσοχή την προσευχή που τελείται στο σημείο της πνευματικής καρδιάς, και απορεί πως αυτή επιτελείται. Νοιώθει την διαχεόμενη χάρη της αδιαλείπτου ευχής ανεξάρτητα απ᾽ο,τι κάνει ο νους. Ο προσευχόμενος είναι σε θέση να ομιλεί, να εργάζεται στον υπολογιστή και την ίδια στιγμή η προσευχή στην καρδιά να μην σταματά. Σ᾽αυτή την περίοδο μπορεί να αλλάξει το περιεχόμενο της προσευχής καθώς και ο ρυθμός της. Αντί της προσευχής που γινόταν με την βούληση του προσευχομένου και αποτελείτο από πέντε λέξεις, ο προσευχόμενος μπορεί να ακούσει πλέον την πλήρη προσευχή των οκτώ λέξεων, όπως την καθιέρωσαν οι Πατέρες, και εκείνοι διδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά και το αντίθετο, αντί της πλήρους προσευχής μπορεί να ξεκινήσει η σύντομη, των πέντε λέξεων. Αυτό εξαρτάται από το τι είναι ωφέλιμο για τον προσευχόμενο και τι υποδεικνύει η χάρις. Παρόμοια αλλάζει και ο ρυθμός της προσευχής. Η προσευχή ενεργείται εξαιρετικά γρήγορα διά μιας ριπής λέξεων χωρίς παύσεις. Ο αναφερθείς Γέρων Χαράλαμπος γράφει πως μετά την διάνοιξη της καρδιάς σ ’αυτόν «η προσευχή προφερόταν πολύ γρήγορα, ώστε σε μισή ώρα τραβούσε δώδεκα κομβοσχοίνια-τριακοσάρια».
Σ᾽αυτό το διάστημα της αυτενεργούμενης προσευχής είναι φυσικό να γεννηθεί στο προσευχόμενο η απορία: «Σε μένα τί απομένει να κάνω, αφού η προσευχή ενεργείται από μόνη της νυχθημερόν;». Είναι απαραίτητη σ᾽εκείνη την περίοδο η κατά δύναμιν απομόνωση, για να παραμένει περισσότερο η προσοχή του νου στην προσευχή, η οποία ενεργείται από το Άγιον Πνεύμα και να ακολουθεί όσο γίνεται τις κινήσεις τού Πνεύματος, να επαναλαμβάνει κατόπιν Αυτού τα λόγια της ευχής, ως διδασκόμενος μαθητής του μεγάλου Διδασκάλου της προσευχής. Ενίοτε η αυτενεργούμενη προσευχή εκτελείται ήρεμα με γοργό ρυθμό, ως ορεινό ρυάκι που κυλά γρήγορα, άλλοτε δε η ηδύτητά της φέρνει εξάντληση, ώστε να λυγίζουν και τα γόνατα, και κάποτε καθίσταται «φλογερή» με δυνατή κραυγή από τα βάθη της καρδίας, δυνατή χαρά, ταπείνωση και δάκρυα που κυλούν από μόνα τους. Όλα αυτά αφυπνίζουν την καρδιά από την παγερή αναισθησία και αυτή βυθίζεται στην πυρακτωμένη θάλασσα της χάριτος και της μετανοίας. Αλλ’ ασθενής ο άνθρωπος αδυνατεί ασταμάτητα να προσεύχεται μαζί με το Πνεύμα. Και κάθε απόσπαση από τον Κύριον, χάριν των βιοτικών αναγκών, φέρνει φόβο απώλειας της αυτενεργούμενης προσευχής και δάκρυα μετανοίας στην εξομολόγηση. Οι οχετοί των δακρύων μπορούν αυτόματα να κυλούν, ως από πηγή. Όσο πάντως και αν προσπαθεί ο προσευχόμενος, το κατά χάριν αυτενέργητο της ευχής στο ξεκίνημα της καρδιακής προσευχής δίδεται στο καιρό του και στο μέτρο κατά το οποίο αυτό είναι ωφέλιμο για την ταπείνωση και την καθοδήγηση του προσευχόμενου στο εσωτερικό καρδιακό πένθος. Η νοερά προσευχή μπορεί να ενεργεί από μόνη της για διάστημα μερικών μηνών ή ετών ανάλογα με τις προσωπικές ιδιαιτερότητες του προσευχόμενου και την Πρόνοια τού Θεού για την σωτηρία του.
Η καρδιακή πάλη
Μετά την διάνοιξη της καρδιάς η προσευχή θα εκτελείται πάντα στην καρδιά, αλλά από τον προσευχόμενο απαιτείται να συναινεί στο να ενώνεται ο νους με την καρδιά του. Και όταν αποκτάται η συνήθεια της εν εαυτώ παραμονής, της επίμονης δηλαδή και παραμονής του νου στην καρδιά, τότε αρχίζει να ρέει από μόνη της αλάλητα, μέσα από αίσθημα αγάπης και ευγνωμοσύνης. Όταν όμως ο νους πέφτει σε λήθη και περισπάται σε εξωτερικούς συλλογισμούς, τότε σταματά η προσευχή.
Μετά την περίοδο της ευλογημένης αυτενεργούμενης προσευχής, έρχεται η περίοδος του επίπονου πνευματικού αγώνος κατά του πονηρού. Η πνευματική πάλη διεξαγόταν και προ της καρδιακής προσευχής, αλλά σ᾽ αυτό το στάδιο κατά παραχώρηση επιτίθεται ο πονηρός διαμέσου συνδυασμών «(διαφόρων ειδών), ακράτειας, επιθυμίας οφθαλμών, κενοδοξίας και υπερηφάνειας»7. Αυτές οι επιθέσεις του πονηρού ξεκινούν απρόσμενα μια εξ᾽αριστερών μια εκ δεξιών εναντίων όλων των δυνάμεων της ψυχής και τού σώματος. Πάλι παραχωρείται ο πειρασμός της πορνείας (επιθυμία οφθαλμών), ο πόλεμος με την σωματική φύση. Ο προσευχόμενος «καθίσταται ως ακυβέρνητο πλοίο που πέφτει στα βράχια εδώ και εκεί»8. Η καρδιά γίνεται πεδίο μάχης με τον πονηρό. Ο προσευχόμενος προσπαθεί να κρατήσει στην καρδιά του την προσευχή, ως ασπίδα και σπαθί εναντίων του πονηρού, ανακόπτοντας διά της προσευχής τις επιθέσεις του και ξεφεύγοντας από τις παγίδες και τις πλεκτάνες της πλάνης. Ξεκινώντας απ᾽αυτό το σημείο και έως του τέλους της ζωής απαιτείται από τον προσευχόμενο να κρατήσει πάση θυσία την προσευχή. Διότι, κάθε φορά πού θα την αφήνει, «θα παραχωρείται γι’αυτό η είσοδος στους δαίμονες»9. Στην περίοδο των θλίψεων η χάρη του αυτενεργούμενου (της προσευχής) μειώνεται και αφήνει τον προσευχόμενο, σαν αρχάριο πολεμιστή να παραταχθεί μόνος του στον άνισο αγώνα. Αλλ’ η χάρις δεν εγκαταλείπει τον μαχόμενο και αν εκείνος κατεβλήθη εντελώς, τον παρηγορεί δι’ αποκαλύψεων και νουθεσιών και πάλι τον αφήνει στην μάχη η οποία μπορεί να κρατήσει πολλά έτη. Σ᾽αυτή την μάχη με τους πολυειδείς λογισμούς και τις επιθέσεις των πειρασμών ο προσευχόμενος κατανοεί την αδυναμία του στην αντιπαράθεση προς τον εχθρό παρά την καρδιακή κάθαρση η οποία αποκτήθηκε νωρίτερα και την εμπειρία της χαρισματικής ευχής στην καρδιά. Ο προσευχόμενος αντιλαμβάνεται την μηδαμινότητά του χωρίς την χάρη και καθαρίζεται η καρδιά του από τους λογισμούς οίησης και επανάπαυσης, η οποίοι αναπόφευκτα δημιουργούνταν όταν βίωνε την εμπειρία της του Χριστού αγάπης και του παραδείσου στην καρδιά.
Η περίοδος της πάλης στην καρδιά μπορεί να εναλλάσσεται με περιόδους επιστροφής της κατά χάριν αυτενεργούμενης προσευχής ή και με περιόδους σχετικής ηρεμίας και παρηγορίας που δίνει η χάρις, ενώ υπάρχει επέλαση πειρασμών εξαιτίας μείωσης της χάριτος όπως λέει ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος: «πότε μεν πόλεμος, πότε δε αντίληψης της χάριτος».10
Η θεωρητική προσευχή
Κατά τον βαθμό που ως πύργος της Βαβυλώνας γκρεμίζεται η οίηση και αποκτάται η πνευματική διάκριση, δωρίζεται κατά διαστήματα στον προσευχόμενο η Αγία Δύναμη πού τον ελευθερώνει από τον πόλεμο και τις ώρες της απομόνωσης του δίνει ισχύ της θεωρίας. Ο προσευχόμενος απροσδόκητα παύει να νοιώθει το σώμα του, η προσευχή μεταμορφώνεται σε άλαλη πνοή «φωνής αύρας λεπτής» και ο νους του διά της χάριτος τού Αγίου Πνεύματος αναβιβάζεται προς την αγγελική θεωρία. Αυτό το στάδιο της νοεράς εργασίας καλείται θεωρητική προσευχή. Μία τέτοια προσευχή όπως ορίζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αποτελεί την όντως αδιάλειπτη προσευχή:
«Η κορυφαία κατάσταση της προσευχής είναι, όπως λένε, το να αποξενωθεί ο νους από την σάρκα και τον κόσμο και να γίνει άυλος τελείως και ασχημάτιστος την ώρα της προσευχής. Εκείνος λοιπόν που διατηρεί ακέραιη αυτή την κατάσταση, αυτός πράγματι προσεύχεται αδιαλείπτως»11.
Μερικές φορές ονομάζουν αδιάλειπτη την προσευχή που προφέρεται συχνά κατά το στάδιο της νοεράς προσευχής. Αλλ’ αυτή δεν είναι αδιάλειπτη προσευχή. Αληθώς αδιάλειπτη είναι η προσευχή που ενεργείται υπό του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία από τον προσευχόμενο απαιτείται όχι η συγκατάθεση στο να προφέρει τις λέξεις, αλλά η προσοχή του στην αυτενεργούμενη ροή της ευχής. Μία τέτοια προσευχή επιτελείται είτε προφορικά, εν χρόνω, κατά την καρδιακή προσευχή, είτε αλάλητα δι᾽ αρρήτων ρημάτων του Αγίου Πνεύματος, εν αιωνιότητα, κατά την θεωρητική προσευχή. Γι΄αυτό τον λόγο ακόμη και ο σύντομος χρόνος της θεωρητικής προσευχής είναι χρόνος αδιάλειπτης προσευχής, κατά την διάρκεια του οπίου η αληθινή προσευχή δεν σταματάει ούτε για μια στιγμή. Ακόμη και μισή ώρα τέτοιας προσευχής έχει μεγαλύτερη αξία από χιλιάδες προφορικές προσευχές που προφέρονται με λόγια, ακατάπαυστα, με διασκορπισμένο τον νου, στο στάδιο της προφορικής ή της νοεράς προσευχής.
Η καθαρά θεωρητική προσευχή
Η θεωρητική προσευχή αποτελεί συνάμα την πραγματικά καθαρή προσευχή, διότι ο νους απελευθερώνεται απ᾽ όλους τους πολυειδείς συλλογισμούς, την διάχυση του νου που συμβαίνει εν χρόνω και αναβιβάζεται προς την θεωρία της αιωνιότητος του αγγελικού κόσμου. Ο νους του ―του εν θεωρία ευρισκομένου― αποδεσμεύεται ομοίως από τον πόλεμο με τους πονηρούς λογισμούς, διότι τα πονηρά πνεύματα εκβέβληνται του ουρανίου αγγελικού κόσμου και απώλεσαν την ικανότητα της θεωρίας. Τίποτα δεν μπορεί να αποσπάσει τον εν θεωρία νουν από της χαράς και της μακαριότητος της θεωρίας. Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής ονομάζει την θεωρητική προσευχή δευτέρα κατάσταση της καθαράς προσευχής, κατά την οποία ο νους αρπάζεται υπό του θείου φωτός προς την αντίληψη της θείας γνώσεως:
«…μέσα σ’αυτή την ορμή της προσευχής να αρπαγεί ο νους από το θείο και άπειρο φως, και μήτε τον εαυτό του, μήτε κανένα άλλο από τα όντα να αντιλαμβάνεται, παρά μόνο Αυτόν που ενεργεί μέσα του με την αγάπη, την έλλαμψη αυτή. Και τότε είναι που ο νους, καθώς κινείται γύρω από τους λόγους περί Θεού, δέχεται τις φανερώσεις γι᾽ Αυτόν καθαρές και ευδιάκριτες»12.
Κατά την θεωρητική προσευχή αποκτά ο νους την ικανότητα της μονοειδούς προσλήψεως του θείου φωτισμού. Κατά την διάρκεια της θεωρίας ο προσευχόμενος φωτίζεται υπό της αγγελικής γνώσεως του καθολικού λόγου των όντων13. Δια τούτο η μετάβαση από την προφορική καρδιακή προσευχή προς την μονοειδή θεωρία ονομάζεται από τους Πατέρες στάδιον φωτίσεως. Σ᾽ αυτό το στάδιον ο νους παραμένει εντός των ορίων της νοεράς αυτού φύσεως, διό και η θεωρητική προσευχή αποκαλείται φυσική θεωρία. Οι Πατέρες (ο Ευάγριος, ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος και ο Μάξιμος ο Ομολογητής) μιλάνε για δύο είδη φυσικής θεωρίας. Το ένα αφορά την θεωρία ορατών σωμάτων-πραγμάτων και ονομάζεται δεύτερο είδος φυσικής θεωρίας, το άλλο παραπέμπει στην θεωρία αοράτων ασωμάτων όντων και καλείται πρώτο είδος φυσικής θεωρίας. Η θεωρητική προσευχή αποτελεί το πρώτο είδος της φυσικής θεωρίας.
Η θέωσις
Η θεωρητική προσευχή εξ᾽ αρχής δίδεται επί ολίγον, κατόπιν συχνότερα και σταδιακά ανεβαίνει ο προσευχόμενος τις βαθμίδες της αγγελικής γνώσεως έως της κορυφής της πνευματικής σοφίας. Κατά την θερμότητα της πίστεώς του ο προσευχόμενος με το έλεος τού Κυρίου μπορεί να αξιωθεί της θεώσεως και να αναβιβασθεί προς την υπερφυά θεωρία του της Αγίας Τριάδος φωτός. Η εμπειρία της θεώσεως δίδει την γνώση του νοήματος της ζωής του αιώνος τούτου και της του μέλλοντος αιώνος της κρίσεως. Τι είναι η θέωσις; Είναι η εμπειρία να υπάρχεις ως θεός κατά χάριν. Όπως λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στην κατάστασίν της θεώσεως ο άνθρωπος καθίσταται «πάν, ο,τι εστίν ο θεός, εκτός της κατ’ουσίαν ταύτισης»14.
Η κατάσταση της θεώσεως μπορεί να δοθεί μία φορά ή και κατ᾽ εξακολούθησιν δια μικρόν διάστημα ή να κρατήσει δια πολύν χρόνον. Αυτό εξαρτάται από την Πρόνοια. Αφού γευθεί την κατάσταση της θεώσεως ο προσευχόμενος επανέρχεται πάλι εις την θεωρητική προσευχή και εις την φώτιση της γνώσεως των θείων λόγων μέσα από το πρίσμα της καθαράς προσευχής. Αλλά κατόπιν εμπειρίας της θεώσεως ο νους φωτίζεται και αποκτά την ικανότητα να κατανοεί διαυγώς εκείνα που πρωτύτερα ενατένιζε αινιγματωδώς ως λέγει ο Απόστολος: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α Κορ. 13.12). Η εμπειρία της θεώσεως, της υπερφυούς αντιλήψεως της μυστικής θεολογίας εν τω φωτί της Αγίας Τριάδος «πρόσωπον προς πρόσωπον», καθίσταται πηγή φωτός διά τον νου κατά την επιστροφή εις θεωρητική προσευχή, ομοίως προς την ανατολή τού ηλίου κατά την οποίαν το πρότερον αόρατο καθίσταται ορατό. Και ο υπό του φωτός της Αγίας Τριάδος καταυγασθείς νους εκ νέου φωτίζεται υπό του Αγίου Πνεύματος εν τω φωτί της καθαράς προσευχής, εις την φυσική γνώση του θείου, αλλά πλέον από του ύψους της υπερφυσικής γνώσεως της μυστικής θεολογίας. Αυτή η περίοδος της νοεράς εργασίας κατά την οποίαν ο νους άλλοτε μεν αναλαμβάνεται προς την υπερφυά θεωρία ενωμένος μετά της Αγίας Τριάδος, άλλοτε δε επιστρέφει προς την φυσική θεωρία του φωτός του θείου φωτισμού, εν τη θεωρητική προσευχή, ονομάζεται από τους Πατέρες στάδιον θεώσεως.
Οι βαθμίδες της γνώσεως
Συμπερασματικά τα στάδια εξελίξεως της προσευχής και της νοεράς εργασίας μπορούν συμβατικά να χωρισθούν εις τέσσερα επίπεδα προσλήψεως της θείας γνώσεως:
1) νοερά προσευχή
2) καρδιακή προσευχή
3) θεωρητική προσευχή
4) θέωσις
Η νοερά προσευχή είναι το στάδιον όπου η προσευχή εξελίσσεται, προφέρεται από τον νου εις τα χείλη, εις τον λάρυγγα ή στα πρόθυρα της καρδίας. Εις αυτή την βαθμίδα της νοεράς εργασίας ο προσευχόμενος αντιλαμβάνεται την χαρισματική ενέργεια της ευχής του Ιησού και την ισχήν της στην κάθαρση της καρδίας. Καρδιακή προσευχή είναι το στάδιον της προσευχής, η οποία τελείται από τον νου στην καρδία και συνοδεύεται από περιόδους όπου η χάρις κάνει την προσευχή να ενεργεί μόνη της, αλλά και περιόδους δεινού πνευματικού αγώνος κατά του πονηρού. Αυτή την περίοδο ο προσευχόμενος αισθάνεται την ευφροσύνη της του Χριστου αγάπης στην καρδία, αλλά και τις οδύνες του θλιβερού πολέμου κατά την απουσία της χάριτος. Θεωρητική είναι η ενεργουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος στα βάθη της καρδίας προσευχή, η αναβιβάζουσα τον νου προς την φυσική θεωρία των επουρανίων. Σ᾽αυτό το επίπεδο ο προσευχόμενος καταυγάζεται υπό της αγγελικής γνώσεως των θείων λόγων του κτιστού κόσμου του ουρανού και της γης. Θέωσις είναι η βαθμίδα μετά την κατανόηση της θεώσεως μέσα στο υπερφυές φως της Αγίας Τριάδος, και η επακολουθούσα κατάσταση θεωρίας του πεφωτισθέντος νοός. Σ᾽αυτό το στάδιο ο προσευχόμενος αναλαμβάνεται προς την μυστική θεολογία, η οποία υπερβαίνει τις ικανότητες του νου, κατανοεί τα μυστήρια της ζωής του μέλλοντος αιώνος και τα της Θείας Προνοίας περί της ζωής του νυν αιώνος.
Οι βαθμίδες εξελίξεως της προσευχής και της νοεράς εργασίας ευρίσκονται τοποθετημένες σε συμφωνία με την ασκητική διαβάθμιση της προς Θεόν αναβάσεως: κάθαρσις―φώτησις―θέωσις. Με τρόπο ανάλογο στο στάδιο της καθάρσεως αντιστοιχούν η νοερά και η καρδιακή προσευχή, ενώ στο στάδιο της φωτίσεως η θεωρητική προσευχή. Στο στάδιο της θεώσεως αντιστοιχεί η θεωρητική προσευχή, εκείνη που γεννάται μετά την εμπειρία της θεώσεως.
Σε όλα τα επίπεδα η προσευχή αναπτύσσεται κατά την ενέργεια της χάριτος, με την βούληση του προσευχομένου να κινείται με πλήρη παρρησία δια να γνωρίσει τον Θεό. Η μεταμόρφωση της προσευχής και οι μεταβάσεις από τα χείλη στον λάρυγγα, η διάνοιξη της καρδιάς, η ένωση του νου με την καρδιά, και η μετάβαση στα βάθη της καρδίας, και η ανάβαση εις την αγγελική θεωρία και εις την φώτιση υπό του Πνεύματος, πραγματοποιούνται από την χάρη αναλόγως του βαθμού καθάρσεως και φωτίσεως του νου και της καρδίας του προσευχομένου. Κάθε φορά που η χάρη πλησιάζει, δεν υπάρχει ανάγκη να την βοηθάμε ή να προσπαθούμε να την συγκρατήσουμε. Εκείνη την ώρα καλύτερα ταπεινώς να αφεθώμεν στο θέλημα του Κυρίου. Όταν όμως ολιγοστεύει η χάρη, τότε από τον προσευχόμενο αναμένεται πάλι προσπάθεια όχι για την επαναφορά της χάριτος, αλλά της συγκεντρώσεως της προσοχής αυτού στην προσευχή εν πνεύματι μετανοίας. Η δε χάρις προσεγγίζει τον δεόμενο πάντα αναπάντεχα, όταν το πνεύμα του προσευχομένου παραμένει εν ταπεινώσει και συντριβή.
Βίκτωρ Νεόβιτος
30.01.2018
* * *
Μάξιμου Ὁμολογητού ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ 2.6.
Το σημείο της πνευματικής καρδιάς μπορεί να ανευρεθεί με τον ακόλουθο τρόπο: τοποθετείστε την παλάμη του δεξιού χεριού με τεταμένο τον αντίχειρα πάνω στο στήθος έτσι ώστε ο πολφός του αντίχειρα να εφαρμόσει πάνω στο μέσον μεταξύ των δύο κλείδων, και το υπόλοιπο τμήμα του αντίχειρα να βρίσκεται οριζόντια προς το κέντρο του στέρνου. Τότε το εσωτερικό κέντρο της παλάμης θα καλύπτει το μέρος της πνευματικής καρδιάς. Αυτή η τοποθέτηση της παλάμης αποτελεί την φυσική θέση του χεριού, όταν ο άνθρωπος ευγνωμονεί κάποιον «από καρδιάς».
Γερ. Εφραίμ Φιλοθεΐτης. Η ζωή μου με τον γέροντα Ιωσήφ.
Αυτόθι.
Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ. Ὀψόμεθα τον Θεόν καθώς ἐστίν. «Η ευλογία της γνώσης της πορείας».
«Αυτοκινούμενης» για την ακριβή μετάφραση, εκ του ότι κινείται από μόνη της.
Άγ. Μακάριος ο Μέγας. Επιστολή προς τα πνευματικά τέκνα, κεφ. 10.
Αυτόθι.
Αγ. Ισαάκ ο Σύρος. Λόγοι Ασκητικοί. Λόγος 20/Κ.
Αγ. Ισαάκ ο Σύρος. Λόγοι Ασκητικοί. Λόγος 60/Ξ.
Μάξιμου Ὁμολογητού ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ 2.61.
Μάξιμου Ὁμολογητού ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ 2.6.
Виктор Неовитос. О созерцательных умозрениях прп. Максима Исповедника в Трудности 41. Глава 6. (Βίκτωρ Νεοβιτος. Περί των θεωριών τού Αγ. Μαξίμου τού Ομολογητού είς το ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΗ ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, 103.)
Μάξιμου Ὁμολογητού ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΗ ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, 103.